Απάντηση περί Αγάπης
Τού Θ. Ι. Ρηγινιώτη
Η συζήτηση του Ιησού με τους μαθητές Του κατά το μυστικό δείπνο (που ονομάστηκε έτσι από τους χριστιανούς, επειδή κατ’ αυτόν παραδόθηκε το μυστήριο της θείας Μετάληψης [μυστικός = μυστηριακός], όχι επειδή …ήταν κρυμμένοι), καταγράφεται λεπτομερώς στο κατά Ιωάννην, αλλά όχι στα τρία «συνοπτικά» ευαγγέλια. Η εντολή της αγάπης όμως υπάρχει σε πολλά σημεία των ευαγγελίων και δεν απευθύνεται μόνο στους 12 μαθητές, αλλά σε όλους τους ανθρώπους.
Για παράδειγμα: ΜΑΤΘ. 5, 44-48: «Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς. όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς, ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους. εάν γαρ αγαπήσητε τους αγαπώντας υμάς, τίνα μισθόν έχετε; ουχί και οι τελώναι το αυτό ποιούσι; και εάν ασπάσησθε τους φίλους υμών μόνον, τι περισσόν ποιείτε; ουχί και οι τελώναι ούτω ποιούσιν; Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν». ΛΟΥΚ. 6, στ. 27 έως τέλους του κεφ.: «Αλλά υμίν λέγω τοις ακούουσιν· αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, ευλογείτε τους καταρωμένους υμίν, προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς. τω τύπτοντί σε επί την σιαγόνα πάρεχε και την άλλην, και από του αίροντός σου το ιμάτιον και τον χιτώνα μη κωλύσης».
ΜΑΤΘ. 22, 37-40: «ο δε Ιησούς έφη αυτω· αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου. αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή. δευτέρα δε ομοία αυτη· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται» (βλ. και ΜΑΤΘ. 19, 19). Ο λόγος αυτός είναι σαφώς γνωστός και στην ΕΠΙΣΤ. ΙΑΚΩΒΟΥ 2 8-9: «ει μέντοι νόμον τελείτε βασιλικόν κατά την γραφήν, αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν, καλώς ποιείτε· ει δε προσωποληπτείτε, αμαρτίαν εργάζεσθε, ελεγχόμενοι υπό του νόμου ως παραβάται».
Η εντολή της αγάπης, όπως διατυπώνεται και παραπάνω και στο ΙΩΑΝΝ. 13, 34-35, και 15, 12. 17 («αγαπάτε αλλήλους»), είναι γνωστή και στον Παύλο, βλ. ΡΩΜ. 13, 8-9: «μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους. ο γαρ αγαπών τον έτερον νόμον πεπλήρωκε· το γαρ ου μοιχεύσεις, ου φονεύσεις, ου κλέψεις, ουκ επιθυμήσεις, και ει τις ετέρα εντολή, εν τούτω τω λόγω ανακεφαλαιούται, εν τω, αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Οι εντολές του Θεού δεν είναι «νόμος», που η παράβασή του επιφέρει την (ανελέητη μάλιστα και αιώνια) τιμωρία του παντοδύναμου νομοθέτη προς τον αδύναμο παραβάτη, αλλά «αποκάλυψη στον κόσμο του τρόπου ζωής του Θεού» (της αγάπης) και οδηγίες προς τον άνθρωπο για μίμηση αυτού του τρόπου – η μίμηση αυτή θα θεραπεύσει τον άνθρωπο από τη μεγάλη ασθένεια, το θάνατο, φέρνοντάς τον σε ενότητα με το Θεό (παράδεισος), αντί του χωρισμού από αυτόν, που προκαλεί την απερίγραπτη οδύνη, την οποία ονομάζουμε κόλαση. «Πρέπει να ξέρουμε ότι ο Θεός δεν κολάζει κανένα, αλλά ο καθένας κάνει τον εαυτό του επιδεκτικό της μετοχής στο Θεό. Η μετοχή στο Θεό είναι απόλαυση και η αμεθεξία στο Θεό κόλαση» (Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, PG 94, 1573C. Αναλυτική παρουσίαση του θέματος, με πλήθος βιβλικών και πατερικών παραπομπών, βλ. στον τόμο «Θάνατος, Ανάσταση και Αιώνια ζωή», εκδ. Ετοιμασία, ιερά μονή Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2005. Βλ. ακόμη: π. Γ. Δ. Μεταλληνού, κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών, «Παράδεισος και Κόλαση στην ορθόδοξη παράδοση», στο διαδίκτυο. Ν. Μ. «Ο Θεός ως πυρ και φως», στο διαδίκτυο. Αλέξανδρου Καλόμοιρου (1931-1990) «Ο Πύρινος Ποταμός», μτφρ. Π. Μπότση, Ζέφυρος, Θεσσαλονίκη 1995).
Μιλώντας για «Εκκλησία» η νεώτερη και σύγχρονη διανόηση, δυτική και εκδυτικισμένη, αλλά βέβαιη για την ανωτερότητά της έναντι των προηγούμενων και των μη δυτικών χώρων του ανθρώπινου πνεύματος, φαντάζεται σταυροφόρους, ιεροεξεταστές, ιησουΐτες, άτεγκτους εξομολόγους που κραδαίνουν απειλητικά το γράμμα του νόμου, ακόμη και δουλεμπόρους, αποικιοκράτες και κονκισταδόρες, δηλαδή τις απάνθρωπες διαστρεβλώσεις του χριστιανισμού, που όχι μόνο συνιστούν αιρέσεις, αλλά και συχνά έπεσαν θύματά τους και οι ίδιοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί, δηλαδή οι πνευματικοί πατέρες τουλάχιστον εκείνων των σύγχρονων διανοητών που προέρχονται από τις χώρες της ευρωπαϊκής ανατολής: 1204, Ενετοκρατία, Ουνία (από Πολωνία 1596, που στοίχισε τη ζωή πολλών ορθόδοξων που αντέδρασαν), σφαγή Σέρβων από τους Ουστάσι το 1941-44 κ.π.ά.
Τα αιτήματα της νεώτερης και σύγχρονης προοδευτικής διανόησης βρίσκονται ήδη στους αγίους Πατέρες της αρχαίας παράδοσης, ως αιτήματα επίσης, όπως παραμένουν και σήμερα, γιατί η ικανοποίησή τους δεν είναι θέμα μόνο πολιτικό και κοινωνικό, αλλά πρώτιστα ασκητικό. Γι’ αυτό και η ορθοδοξία είναι απαραίτητη στη σύγχρονη δύση (όσο κι αν η κυρίαρχη μερίδα της ευρωπαϊκής διανόησης επιδιώκει με ζήλο τον εξοβελισμό της θρησκείας από το δημόσια ζωή – χωρίς προφανώς να εννοεί τον εξοβελισμό του ήθους των αρχαίων και ορθόδοξων χριστιανών αγίων, το οποίο όμως δεν αναγνωρίζει ως χριστιανικό), επειδή η ορθοδοξία διδάσκει την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και όχι την άνωθεν επιβολή πολιτικών και κοινωνικών προγραμμάτων χωρίς προηγούμενη μεταμόρφωση του ανθρώπινου ήθους. Το τελευταίο το γνωρίζει ο δυτικός αδελφός μας, γι’ αυτό και δίνεται τέτοιος αγώνας από πρόσωπα και ομάδες για την καλλιέργεια οικολογικής, πολιτικής και κοινωνικής συνείδησης, και σ’ αυτήν ακριβώς την αγωνία έρχεται να απαντήσει η ορθόδοξη πνευματική κληρονομιά.
Έναντι αυτής της πολεμικής μπαίνω στον πειρασμό να αναφερθώ στα συγκλονιστικά παραθέματα από έργα των ηρώων του ουμανισμού Βολταίρου, Ντ. Χιουμ, Καντ και Αβραάμ Λίνκολ, που φανερώνουν απροκάλυπτο ρατσισμό και παρατίθενται από το Γιώργο Κεκαυμένο στο άρθρο του «Ο Βολταίρος και οι μαύροι: το αληθινό αποτρόπαιο πρόσωπο του Διαφωτισμού». Τα παραθέματα αυτά τα αγνοεί ο μέσος άνθρωπος, αφού η ηθική σκέψη του Διαφωτισμού έχει επίσης φιλτραριστεί με το γνωστό χριστιανικό φίλτρο. Και πολύ σωστά. Ας τα αφήσω λοιπόν κατά μέρος και ας επιστρέψω στο θέμα του χριστιανικού ήθους.
Ακόμη κι αν δε λάβουμε υπόψιν μαρτυρίες όπως του Ευσέβιου Καισαρείας για την αυτοθυσία, με την οποία περιέθαλπαν οι χριστιανοί τους εθνικούς ασθενείς, που είχαν πετάξει στο δρόμο οι δικοί τους στο φονικό λοιμό του 251 μ.Χ., και έθαβαν τους έκθετους νεκρούς διακινδυνεύοντας τη ζωή τους (και συχνά κολλούσαν οι ίδιοι το λοιμό και πέθαιναν ενώ είχαν σώσει άλλους), και το παράπονο του Ιουλιανού πως το μαγικο-θρησκευτικό του όραμα αποτύγχανε, επειδή οι χριστιανοί φρόντιζαν και τους εθνικούς, άρα γίνονταν ηθικά ακαταμάχητοι(1), το αυθεντικό χριστιανικό ήθος γίνεται φανερό από περιπτώσεις, όπως του αγίου Βονιφάτιου, που αρνήθηκε να αμυνθεί έναντι των παγανιστών Γερμανών και θανατώθηκε το 754, των αγίων Αναργύρων (γιατρών που δεν έπαιρναν αργύρια, ως γνωστόν – μεταξύ αυτών και γυναίκες, όπως οι αγίες γιάτρισσες Ερμιόνη, Ζηναΐδα, Νεονίλλα και Σοφία η Ιαματική), του αγίου Παυλίνου, επισκόπου Καμπανίας (5ος αι. μ.Χ.), που, αφού δαπάνησε τα χρήματα της Εκκλησίας και τα δικά του εξαγοράζοντας αιχμαλώτους των Βανδάλων, αντάλλαξε και τον εαυτό του με έναν ακόμη απ’ αυτούς, των αγίων Ρώσων πριγκήπων Μπόρις και Γκλεμπ (1015 μ.Χ.), παραδόθηκαν οικειοθελώς στον αδερφό τους Σβιατοπόλκο και θανατώθηκαν, για να μη βάλουν τους στρατιώτες τους να πολεμήσουν για χάρη τους, του αγίου Διονυσίου, στη μονή Αναφωνήτριας, στη Ζάκυνθο, γύρω στο 1600, που συγχώρησε το φονιά του αδερφού του σώζοντάς τον από τα χέρια της αστυνομίας, αλλά και των μεγάλων αγίων της φιλανθρωπίας, όπως οι άγιοι Ταβιθά της Ιόππης, Βασίλειος ο Μέγας, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ιωάννης ο Ελεήμων, Γενεβιέβη των Παρισίων, Μελάνη η Ρωμαία κ.ά., και στα νεώτερα χρόνια Φιλοθέη η Αθηναία, Κοσμάς ο Αιτωλός (εξαγόρασε εκατοντάδες κοπέλες από μουσουλμανικά χαρέμια), Ιωάννης της Κρονστάνδης, Ελισάβετ Θεοδώροβνα, Μαρία Σκόμπτσοβα (μετά από πολυσχιδή ανθρωπιστική δράση, ιδίως στη Γαλλία, πέθανε στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπουργκ, παίρνοντας μάλλον τη θέση κάποιας άλλης για να τη σώσει) και πολλοί άλλοι, λιγότερο γνωστοί.
Το αυθεντικό χριστιανικό ήθος όμως το αντιλαμβάνεται σαφέστατα όποιος μελετήσει το ορθόδοξο αγιολόγιο. Εκεί θα βρει, καταγεγραμμένους ως αγίους, κάθε είδους περιθωριακούς ανθρώπους, αναλφάβητους, ζητιάνους, ανάπηρους (που δε θεραπεύτηκαν), νόθα παιδιά, ορφανά, δούλους, και φυσικά πόρνες και τελώνες, καθώς και ανθρώπους που διέπραξαν ποικίλα αμαρτήματα, υπήρξαν φονιάδες, δήμιοι, βασανιστές αγίων, μάγοι, ανελέητοι άρχοντες, βιαστές κ.τ.λ. Έχουν ωστόσο ένα κοινό μεταξύ τους και, θα έλεγα, μια μεγάλη διαφορά από εμάς: μετανόησαν ειλικρινά, σοβαρά και βαθιά. Γι’ αυτό αγίασαν.
Ένας ουμανιστής ηθικός άνθρωπος ή ηθικολόγος εδώ συνήθως αναρωτιέται: μήπως λοιπόν το αγιολόγιο είναι μια βίβλος αποθέωσης της διαφθοράς; Πώς ο χριστιανισμός διδάσκει ότι ο Θεός συγχωρεί τόσο γενναιόδωρα αποτρόπαιους αμαρτωλούς; Τι θα πει «μετανόησαν»; Η δικαιοσύνη απαιτεί να πληρώσουν!
Ανάλογη ερώτηση διατυπώνουν πολλοί, ακόμη και βαφτισμένοι ορθόδοξοι χριστιανοί, πνευματικά όμως αρχάριοι, σκανδαλιζόμενοι που ο Ιησούς δικαιώνει με τέτοιο τρόπο τον άσωτο υιό στην παραβολή του Λουκ. 15, 11-32 – όλοι βέβαια ταυτίζουν τον εαυτό τους με το «δίκαιο» μεγάλο αδελφό, όχι με τον άσωτο, κι αυτό δεν τους επιτρέπει να νιώσουν ανακούφιση, που η παραβολή τους δίνει ελπίδα σωτηρίας.
Κι όμως η παρουσία τόσων αμαρτωλών στα συναξάρια φανερώνει πως ο χριστιανισμός δεν είναι ηθικιστικός· δεν πετάει στα σκουπίδια τον αμαρτωλό, ούτε καταξιώνει την αμαρτία (κατά την παρερμηνεία άλλων, που νομίζουν πως για να γίνει άγιος κάποιος πρέπει οπωσδήποτε να έχει διαπράξει πολλές ή βαριές αμαρτίες), αλλά τον προσκαλεί σε σωτηρία μέσω της μετάνοιας, που είναι η μεταβολή του νου – «ουδέ εγώ σε κατακρίνω· πορεύου και από του νυν μηκέτι αμάρτανε» είπε ο Ιησούς στη μοιχαλίδα που έσωσε από το λιθοβολισμό (Ιω. 8, 11). Η σωτηρία των μετανοούντων οφείλεται στο ότι η μετάνοια προκαλεί άνοιγμα της νοερής καρδιάς, που ήταν κλειστή από τα πάθη, τα οποία οδηγούσαν τον άνθρωπο στην αμαρτία, και επιτρέπει να μπει μέσα της η θεία χάρη, η ενέργεια του Θεού που αγιάζει, δηλαδή σώζει, τον άνθρωπο. Όσο εντονότερη είναι η μετάνοια, τόσο μεγαλύτερο γίνεται το άνοιγμα της καρδιάς και συνεπώς αφθονότερη η είσοδος της θείας χάριτος. Γι’ αυτό η «συντετριμμένη καρδία» οδηγεί και το μεγαλύτερο αμαρτωλό στην αγιότητα.
Όποιος δεν αντέχει να συνυπάρχει με τους αμαρτωλούς (αυταπατώμενος ότι ο ίδιος είναι αναμάρτητος ή λιγότερο αμαρτωλός από τους άλλους ή εφοδιασμένος με μεγαλύτερα ελαφρυντικά από αυτούς) δύσκολα θα συμπαθήσει το χριστιανισμό. Εδώ δεν είναι μια ενάρετη ελίτ, όπως ίσως θα ήθελε για να ενταχθεί πανηγυρικά σ’ αυτήν, αλλά ένα νοσοκομείο, στο οποίο προσέρχονται άνθρωποι ηθικά ασθενείς με σκοπό να γίνουν υγιείς. Στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε αργότερα.
Αν λοιπόν η δύση είχε παραμείνει σε επαφή με τους βίους και τα συγγράμματα των Πατέρων του αρχαίου χριστιανισμού, η ευρωπαϊκή ιστορία σίγουρα θα είχε λάβει άλλη τροπή, και μαζί της η παγκόσμια ιστορία, που επηρεάζεται καταλυτικά από την ευρωπαϊκή. Ελάχιστα δείγματα νομίζω πως είναι αρκετά:
«Απόκτησα, λέει, δούλους και υπηρέτριες... Βλέπεις το μέγεθος της αλαζονείας; Ο λόγος αυτός αποτελεί ανταρσία κατά του Θεού... αφού νομίζει τον εαυτό του κύριο ανδρών και γυναικών, αν μη τι άλλο, ξεπερνά σε υπερηφάνεια την ανθρώπινη φύση [...] Καταδικάζεις σε δουλειά τον άνθρωπο, που η φύση του είναι ελεύθερη και αυτεξούσια και ορθώνεις δικό σου νόμο απέναντι στο νόμο του Θεού ανατρέποντας το νόμο του που διέπει τη ζωή των ανθρώπων. Αυτόν που πλάστηκε γι’ αυτό ακριβώς, για να είναι κύριος της γης, και που ορίστηκε από τον Πλάστη του να άρχει, αυτόν τον υποτάσσεις στο ζυγό της δουλείας που αντιβαίνει και αντιμάχεται τη θεία διαταγή. [...] Απόκτησα δούλους και υπηρέτριες... Με ποια τιμή, πες μας. Τι βρήκες αντάξιό τους στη φύση; [...] Κάποιοι γέννησαν εκείνους κι εσένα, κοινή η ζωή σας, ισχύουν εξίσου τα πάθη της ψυχής και του σώματος, οδύνη και ευθυμία, χαρά κι αδημονία, λύπη και ηδονή, θυμός και φόβος, νόσος και θάνατος. Διαφέρει καθόλου σ' αυτά ο κύριος από το δούλο; Δεν ανασαίνουν τον ίδιο αέρα; Δεν βλέπουν όμοια τον ήλιο;... Ίδια σκόνη δε θα γίνουν και οι δύο μετά το θάνατο;... Αφού σε όλα είσαι ίσος με τους άλλους, πες μου πού πλεονεκτείς ώστε, ενώ είσαι άνθρωπος, να θεωρείς τον εαυτό σου κύριο ανθρώπου;» (άγιος Γρηγόριος Νύσσης, Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν, ομιλία Δ΄, P.G. 44, 664C. 664D. 665A. 665D-668A).
«Όπως το αμπέλι κάνει και άσπρα και μαύρα σταφύλια, έτσι κι ο Θεός δημιούργησε ανθρώπους διαφόρων χρωμάτων, ανάλογα με τον τόπο όπου ζούνε, γιατί κι η γη είναι πολύμορφη» (άγιος Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανής, 4ος αι. Βλ. «Ένας ασκητής επίσκοπος», έκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, σελ. 113-120. εκεί ο άγιος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, αν οι μαύροι μπορούν να πάνε στον παράδεισο, αναφέρει και μερικές περιπτώσεις μαύρων αγίων. Υπάρχουν και γνωστοί μαύροι άγιοι φυσικά, όπως ο άγιος Μωυσής ο Αιθίοπας, ο Αιθίοπας δούλος άγιος Χριστόδουλος, που μαρτύρησε μαζί με την αγία Κέρκυρα, ο άγιος νεομάρτυρας Γεώργιος ο εν Δαμασκώ, η αγία γερόντισσα Κωνσταντία η Αράπισσα -πρώην σκλάβα, που έζησε στη μονή του αγ. Δημητρίου Παλαίρου Αιτωλοακαρνανίας το 19ο αι.- κ.ά.).
«Δε δέχομαι αυτή τη νομοθεσία, δεν επαινώ τη συνήθεια. Οι νομοθέτες ήταν άνδρες, γι’ αυτό η νομοθεσία είναι κατά των γυναικών. Γι’ αυτό και δώσανε τα παιδιά στην εξουσία του πατέρα, αφήνοντας χωρίς φροντίδα το ασθενέστερο.
»Ο Θεός όμως δε φέρθηκε έτσι, αλλά (είπε) “τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, για να ζήσεις καλά”, που είναι η πρώτη εντολή στην παλαιά διαθήκη. […] Βλέπετε την ισότητα της νομοθεσίας. Ένας δημιουργός του άντρα και της γυναίκας, ένα χώμα και οι δυο, μία εικόνα (του Θεού), ένας νόμος, ένας θάνατος, μία ανάσταση. Ομοίως, γίναμε και από άντρα και από γυναίκα. Ένα χρέος οφείλεται από τα παιδιά στους γονείς. Πώς λοιπόν εσύ απαιτείς σωφροσύνη (συζυγική πίστη) από τη γυναίκα σου, ενώ ο ίδιος δεν την προσφέρεις; Πώς ζητάς χωρίς να δίνεις; Πώς νομοθετείς άνισα για σώμα ισότιμο με το δικό σου;
»Αν εξετάζεις τα χειρότερα, δες: αμάρτησε η γυναίκα, το ίδιο και ο Αδάμ. Και τους δύο τους εξαπάτησε ο όφης. Δε βρέθηκε ο ένας πιο αδύναμος και ο άλλος πιο δυνατός. Αλλά εξετάζεις τα καλύτερα; Και τους δύο τους σώζει ο Χριστός με τα πάθη του. Έγινε άνθρωπος για τον άνδρα; Το ίδιο και για τη γυναίκα… Λέγεται ότι προέρχεται [ο Χριστός] από το σπέρμα Δαβίδ. Νομίζεις ενδεχομένως ότι με αυτό τιμάται ο άντρας; Γεννάται όμως από την Παρθένο και αυτό είναι υπέρ των γυναικών» (Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος ΛΖ΄, 6-7 – ομιλία που εκφωνήθηκε στην ΚΠολη ενώπιον του αυτοκράτορα Μ. Θεοδοσίου και πολλών αρχόντων, με αφορμή την ανισότητα κατά των γυναικών στη νομοθεσία).
Στο παραπάνω απόσπασμα, εκτός από το προφανές, την υπεράσπιση των γυναικών κατά των διακρίσεων σε βάρος τους, υπάρχουν κι άλλα αξιοσημείωτα στοιχεία. Ο άγιος δε θεωρεί τους νόμους θεόσδοτους και περιβεβλημένους με «θεϊκή αυθεντία», αλλά προϊόν κοινωνικών συνθηκών. Επίσης, θεωρεί άκυρο ένα νόμο που θίγει τα δικαιώματα προσώπων ή κοινωνικών ομάδων· θέτει δηλαδή στην ουσία θέμα συνταγματικότητας του νόμου! Μόνο που δεν απαιτεί κάποιο είδος «συντάγματος», γιατί έχει ήδη ενώπιόν του το θεμέλιο της εγκυρότητας κάθε νομοθεσίας: το ευαγγέλιο.
«Το σώμα του άνδρα δεν ανήκει στον άνδρα, αλλά στη γυναίκα (του). Ας της διατηρεί λοιπόν ακέραιο το κτήμα και ούτε να της το μειώνει ούτε να της το καταστρέφει. […] Αφού λοιπόν το σώμα του άνδρα είναι κτήμα της γυναίκας, ας δείξει αυτός το ενδιαφέρον του για τη διαφύλαξη αυτής της παρακαταθήκης. Το ότι βέβαια αυτό εννοεί [ο Παύλος] αποδεικνύεται από το εξής: Αφού είπε “ας αποδίδει τη συζυγική αγάπη”, πρόσθεσε: “Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το σώμα της η ίδια, αλλά ο άνδρας της. Παρόμοια και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του, αλλά η γυναίκα του” [Α΄ Κορ. 7, 4]. Όταν λοιπόν δεις μια πόρνη να σε δελεάζει, να σκέπτεται το κακό σου, να επιθυμεί το σώμα σου, πες της: “Δεν είναι δικό μου το σώμα, αλλά της γυναίκας μου. Δεν τολμώ να το σφετερισθώ ούτε να το παραδώσω σε άλλη γυναίκα”. Το ίδιο ας κάνει και η γυναίκα…
»Διότι η γυναίκα σου δεν ήλθε σε σένα για να ατιμάζεται, δεν εγκατέλειψε πατέρα και μητέρα και όλο το σπίτι της για να προσβάλλεται […]. Την πήρες συνοδοιπόρο και σύντροφο της ζωής και ελεύθερη και ισότιμη. Πώς λοιπόν δεν είναι παράλογο να δείχνεις κάθε ενδιαφέρον, όταν παίρνεις την προίκα, χωρίς να αφήνεις να ελαττωθεί καθόλου, ενώ αυτό που είναι πιο πολύτιμο από όλη την προίκα, δηλ. τη σωφροσύνη [=σωματική αυτοσυγκράτηση] και τη σεμνότητα και το δικό σου σώμα, που είναι δικό της κτήμα, να το διαφθείρεις και να το μολύνεις; Εάν ελαττώσεις την προίκα, δίνεις λόγο στην πεθερό σου, εάν όμως μειώσεις τη σωφροσύνη θα δώσεις λόγο στο Θεό, ο οποίος εισήγαγε το γάμο και σου παρέδωσε τη γυναίκα» (άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, P.G. 51, 213-215).
Τον 6ο αιώνα μ.Χ. ένας άνθρωπος που αποστρεφόταν την ανάληψη κάθε εξουσίας, αλλά επιθυμούσε να παραμείνει απλός και ταπεινός μέχρι τέλους (έγινε επίσκοπος μετά από πιέσεις και παραιτήθηκε σε μία μέρα), έγραψε:
«Η αγάπη που προέρχεται από οποιοδήποτε πράγμα του κόσμου τούτου, μοιάζει με μια μικρή λάμψη, που τρέφεται με λάδι, όπως το καντήλι, και έτσι διατηρεί το φως του. Μάλλον μοιάζει με ξερό χείμαρρο, που τρέχει μόνον όταν βρέχει, ενώ, αν σταματήσει η βροχή, σταματά κι αυτός. Η αγάπη όμως που προέρχεται από το Θεό είναι σαν μια πηγή αστείρευτη, γιατί έχει άφθονο και ατελείωτο νερό, γιατί μόνο ο Θεός είναι η πηγή της αγάπης». «Καρδία ελεήμων σημαίνει καύσις καρδίας υπέρ όλης της κτίσεως, δηλαδή υπέρ των ανθρώπων και των ορνέων και των ζώων και των δαιμόνων και υπέρ παντός κτίσματος, από τη θύμηση και τη θεωρία των οποίων τρέχουν από τα μάτια δάκρυα και από την πολλή συμπάθεια και την ελεημοσύνη μικραίνει η καρδιά του ελεήμονος και δεν μπορεί να υποφέρει να δει ή να ακούσει κάποια βλάβη ή κάτι λυπηρό να γίνεται στην κτίση. Γι’ αυτό και υπέρ των αλόγων ζώων και υπέρ των εχθρών της αλήθειας και υπέρ εκείνων που τον βλάπτουν εύχεται κάθε ώρα με δάκρυα, για να τους φυλάξει και να τους ελεήσει ο Θεός».
«Μη μισήσεις ποτέ τον αμαρτωλό, γιατί όλοι είμαστε υπεύθυνοι για αμαρτίες. Κι αν ακόμα κινείσαι από ιερό ζήλο εναντίον του, μάλλον να κλάψεις γι’ αυτόν». «Άνθρωπε, γιατί μισείς τον αμαρτωλό; Τις αμαρτίες του να μισείς και να προσεύχεσαι γι’ αυτόν, για να γίνεις μιμητής του Χριστού, που δεν αγανακτούσε κατά των αμαρτωλών, αλλά προσευχόταν υπέρ αυτών. Δε βλέπεις πώς έκλαψε υπέρ της Ιερουσαλήμ; Ή μήπως κι εμείς σε πολλά δεν ξεγελιόμαστε απ’ το διάβολο; Γιατί λοιπόν να μισούμε εκείνον, που ξεγελάστηκε από τον εχθρό, όπως κι εμείς;». «Γιατί, άνθρωπε, μισείς τον αμαρτωλό; Μήπως τάχα γιατί δεν είναι δίκαιος, σαν εσένα; Και πού είναι η δικαιοσύνη σου, αν δεν έχεις αγάπη; Γιατί δεν κλαις μάλλον γι’ αυτόν, αλλά τον καταδιώκεις; Υπάρχουν μερικοί, που από την ανοησία τους οργίζονται, νομίζοντας πως είναι διακριτικοί στα έργα των αμαρτωλών…».
Αυτός ο άνθρωπος είναι ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος.
Ακολουθώντας πιστά την παράδοση των αρχαίων πατέρων, οι νεώτεροι άγιοι εφαρμόζουν και διδάσκουν τα ανάλογα:
«Η ψυχή δεν μπορεί να έχει ειρήνη, αν δεν προσεύχεται για τους εχθρούς. Χωρίς τη χάρη του Θεού, δε μπορούμε ν’ αγαπούμε τους εχθρούς μας. Το Άγιο Πνεύμα όμως εμπνέει την αγάπη, και τότε η ψυχή λυπάται ακόμη και τους δαίμονες… Σας ικετεύω, δοκιμάστε. Αν κάποιος σας προσβάλει ή σας ατιμάσει ή σας πάρει κάτι από τα υπάρχοντά σας ή και αν καταδιώκει την Εκκλησία ακόμη, προσευχηθείτε στον Κύριο λέγοντας: «Κύριε, όλοι είμαστε πλάσματά Σου. Λυπήσου τους πλανημένους δούλους Σου και κάλεσέ τους σε μετάνοια»… Αν δεν έχεις αγάπη, τουλάχιστον μην τους διαβάλλεις και μην τους καταριέσαι× και τότε καλύτερο θα είναι. Αν όμως κάποιος σκέφτεται το κακό για τους εχθρούς του, σημαίνει μάλλον πως κάποιο πονηρό πνεύμα εισήλθε στην καρδιά του και της φέρνει κακούς λογισμούς» (άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, 1866-1938).
«Η αγάπη αυτή δεν έχει όρια· δεν ερωτά: ποιος είναι άξιος και ποιος δεν είναι; αλλ’ αγαπά τους πάντες: αγαπά φίλους και εχθρούς, αγαπά αμαρτωλούς και κακούργους, δεν αγαπά όμως τις αμαρτίες τους και τα εγκλήματά τους· ευλογεί εκείνους που καταριούνται και ως ήλιος φωτίζει και τους πονηρούς και του αγαθούς (Ματθ. 5, 45-46). […] Η αγάπη του Χριστού είναι πάντοτε παναγάπη. […] Εάν είσαι του Χριστού, ταπείνωσε τον εαυτό σου μέχρι του σκώληκος: σάρκωσε τον εαυτό σου στον πόνο του κάθε πονεμένου, στη θλίψη του κάθε θλιμμένου, στο πάθος του κάθε βασανισμένου, στο άλγος του κάθε ζώου και πουλιού.
»Κοιτάζοντας από τον ουρανό, τι είναι εκείνο που διακρίνουμε περισσότερο πάνω στη γη; Όχι τα βουνά ούτε οι θάλασσες ούτε οι πόλεις ούτε οι ουρανοξύστες. Είναι ο άνθρωπος. Διότι η θεοειδής ψυχή του ανθρώπου είναι ένας ήλιος επί της γης. Όσοι είναι οι άνθρωποι, τόσοι είναι οι ήλιοι επί της γης. Και καθένας απ’ αυτούς τους ήλιους είναι ορατός από τον ουρανό. Αγαπημένο θαύμα του Θεού! Η μικρούτσικη γη, ένα αστεράκι από τα πιο μικρά, να χωράει δισεκατομμύρια ήλιους! Μέσα από το χωματένιο σώμα του ανθρώπου λάμπει ο ήλιος! Ο άνθρωπος! Ένας μικρός θεός μέσα στη λάσπη.
»Είναι ευαγγέλιο, παναληθινό ευαγγέλιο –όχι δικό μου, αλλά των αγίων του Θεού– ότι ο άνθρωπος είναι ένα μεγάλο μυστήριο, ιερό μυστήριο του Θεού. Τόσο μεγάλο και τόσο ιερό, ώστε ο ίδιος ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μας ερμηνεύσει όλο του βάθος του ανθρώπινου μυστηρίου. Η αλήθεια του ευαγγελίου, η παναλήθεια, είναι ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να κάμει τον άνθρωπο θεό κατά χάριν. […] Ο αγώνας για το Θεάνθρωπο είναι αγώνας για τον άνθρωπο» (άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, 1894-1979).
Ίσως σε κάποιον γεννήθηκε μια απορία: άγιοι με τέτοιες ιδέες, πώς μπορούσαν να αναθεματίζουν ως αιρετικούς άλλους ανθρώπους, απλώς και μόνο επειδή είχαν διαφορετική άποψη για το Θεό;
Όμως, αντίθετα με ό,τι έχει πιστέψει ο σύγχρονος άνθρωπος, η ορθοδοξία δεν είναι θέμα πεποιθήσεων, αλλά γνώσης, συγκεντρωμένης και ελεγμένης με τη συσσωρευμένη εμπειρία πολλών γενεών. Η γνώση αυτή προχωράει πέρα από μια θεωρητική κατασκευή περί Θεού: στον τρόπο προσέγγισης του Θεού και ένωσης με Αυτόν, δηλαδή στη σωτηρία των ανθρώπων. Οι αιρέσεις δεν απορρίπτονται επειδή έχουν «εσφαλμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις», πολύ περισσότερο επειδή έχουν «διαφορετικές πεποιθήσεις», αλλά επειδή διδάσκουν εσφαλμένους δρόμους προσέγγισης του Θεού, δρόμους που δεν καταλήγουν στη σωτηρία. Ο αναθεματισμός των αιρέσεων από τις συνόδους δεν έχει σχέση με παιχνίδια εξουσίας, όπως συνέβη στη μεσαιωνική δύση (και όπως φαντάζονται ορισμένοι ότι συνέβαινε και σ’ εμάς), αλλά είναι ανάλογος με την καταδίκη ψευδοϊατρικών τεχνικών από ένα επιστημονικό συνέδριο.
Η ορθοδοξία δεν αναγνωρίζει κανενός είδους «ιερά εξέταση». Στον ιστορικό της χώρο σημειώθηκαν μεμονωμένα περιστατικά διωγμού αιρετικών, από πολιτικούς και όχι εκκλησιαστικούς άρχοντες, στα οποία αντιδρούσαν έντονα οι άγιοι κάθε εποχής, όπως οι άγιοι Μαρτίνος της Τουρ και Αμβρόσιος Μιλάνου στην καταδίκη του Πρισκιλλιανού (γνωστή η έξωση του αυτοκράτορα Μ. Θεοδοσίου από την εκκλησία, κατ’ εντολήν του αγίου Αμβρόσιου, λόγω της σφαγής της Θεσσαλονίκης), ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης στο διωγμό των παυλικιανών από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ραγκαβέ (αντέδρασε επίσης έντονα και στο θέμα της πιθανής απέλασης των Βουλγάρων προσφύγων στον Κρούμο, «πράγμα που γι’ αυτούς θα σήμαινε βέβαιο θάνατο» –βλ. και για τα δύο, Steven Runciman, «Η Βυζαντινή Θεοκρατία», μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, Δόμος 2005, σελ. 87), οι άγιοι Νείλος της Σόρα και Παΐσιος Γιαροσλάβωφ, μαζί με τους ασκητές του Μπελοζέρσκ, στο διωγμό των αιρετικών Ιουδαϊζόντων στη Ρωσία (16ος αι.) κ.ά.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο πιο συκοφαντημένος από τους Πατέρες (εύλογα τον μισούν οι «ηθικοί» πολέμιοι του χριστιανισμού), ένας από τους αγίους που αντιστάθηκαν στην εξουσία της εποχής τους μέχρι θανάτου (χαρακτηριστικό είναι ότι, κατά την εξορία του στη Μικρά Ασία, αντί να φροντίζει με κατάλληλες επαφές για την επιστροφή του, συγκέντρωνε χρήματα δι’ αλληλογραφίας από την ΚΠολη, με τη βοήθεια της σπουδαίας συνεργάτιδάς του αγίας Ολυμπιάδας, για την απελευθέρωση αιχμαλώτων των Ισαύρων), γράφει επ’ αυτού: «Ο σημερινός ψαλμός [ρμα΄] μας προτρέπει σε στράτευση κατά των αιρετικών, όχι για να τους χτυπάμε, ενώ είναι όρθιοι, αλλά για να τους ανορθώσουμε, ενώ είναι πεσμένοι. Γιατί τέτοιος είναι ο πόλεμός μας: δεν κατασκευάζει νεκρούς από τους ζωντανούς, αλλά ζωντανούς από τους νεκρούς, γεμάτος ημεράδα και μεγάλη επιείκεια. Γιατί δεν αποδιώχνω κυριολεκτικά, αλλά διώκω με τα λόγια, όχι τον αιρετικό, αλλά την αίρεση. Δεν αποστρέφομαι τον άνθρωπο, αλλά μισώ την πλάνη και θέλω να [τους] προσελκύσω. […] Θέλω να διορθώσω τη γνώμη, που διέφθειρε ο διάβολος. Όπως ο γιατρός, θεραπεύοντας τον ασθενή, δεν πολεμάει το σώμα, αλλά αναιρεί την κάκωση του σώματος. Έτσι κι εγώ, αν πολεμήσω κατά των αιρετικών, δεν πολεμάω τους ίδιους τους ανθρώπους, αλλά επιθυμώ να διώξω την πλάνη και να καθαρίσω τη μόλυνση. Δική μου συνήθεια είναι να διώκομαι και να μη διώκω, να εκτοπίζομαι και να μην εκτοπίζω. Όπως φέρθηκε και ο Χριστός, που δε σταύρωσε, αλλά σταυρώθηκε, δε ράπισε, αλλά ραπίστηκε. “Αν μίλησα άσχημα, απόδειξέ μου το. Αν μίλησα σωστά, γιατί με δέρνεις;” [Ιω. 18, 23]. Ο Κύριος της οικουμένης απολογείται στο δούλο του αρχιερέα, ακόμη κι όταν ραπίζεται στο στόμα, από το οποίο βγήκε λόγος που χαλίνωσε τη θάλασσα και ανέστησε το Λάζαρο, τέσσερις μέρες νεκρό […] Αν και μπορούσε να ρίξει κεραυνό και να σείσει τη γη και να παραλύσει το χέρι του δούλου, τίποτε απ’ αυτά δεν έκανε, αλλά και απολογείται και φέρεται με πραότητα, διδάσκοντας εσένα, που είσαι άνθρωπος, να μην αγανακτείς ποτέ» (Εις τον άγιον ιερομάρτυρα Φωκάν, P.G. 50, 841-842).
Έτσι απαντήθηκε και η αιτίασή σας για την αντίδραση του Ιησού στο ράπισμα του δούλου κατά τη δίκη Του. Αν τα όμοια έχουν να επιδείξουν και εθνικοί φιλόσοφοι ή συγγραφείς, μπράβο τους (καμιά παραπομπή;). Δικά μας παιδιά είναι, όχι του «εθνικού παρελθόντος».
Σας ευχαριστώ.
1. Ευσεβίου Εκκλησιαστική Ιστορία, P.G. 20 688C-689A. Ιουλιανός, Επιστολαί, #84: «προς τον Αρσάκιο, αρχιερέα της Γαλατίας», μτφρ. στο: Ιουλιανός, Άπαντα #4 (σειρά «Οι Έλληνες» #277), Κάκτος, Αθήνα 1993, σελ. 275.277. Για μια συνολική αποτίμηση του χαρακτήρα, των οραματισμών και των πεπραγμένων του Ιουλιανού βλ. την εξαίρετη μονογραφία του Ιωάννη Κ. Τσέντου Ιουλιανός ο Παραβάτης, εκδ. Τήνος, Αθήνα 2004.