Η ρήξη με τη Μόσχα και το αντάλλαγμα
Η Ελλάδα παρουσιάζει εικόνα προτεκτοράτου των ΗΠΑ στη μάχη τους με τη Ρωσία, χωρίς να είναι σαφές τι θα κερδίσει
Από τον Γιάννη Κουριαννίδη*
Η απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου να αναγνωρίσει την Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας δημιούργησε ήδη μία σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις με συνέπειες απρόβλεπτες όχι μόνο για την Ορθοδοξία, αλλά και για την πατρίδα μας.
Ήδη, το Πατριαρχείο Μόσχας ανακοίνωσε ότι διακόπτει πλέον την κοινωνία του με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «η αποδοχή διαλόγου με σχισματικούς και πρόσωπα στα οποία έχει επιβληθεί ανάθεμα από Εκκλησία άλλης δικαιοδοσίας, η επιβουλή σε ξένα κανονικά όρια, η προσπάθεια αποποίησης δικών της ιστορικών αποφάσεων και υποχρεώσεων, όλα αυτά θέτουν το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως έξω από τα όρια του κανονιστικού πεδίου και προς μεγάλη μας λύπη κάνει πλέον για εμάς αδύνατη την επαφή της ευχαριστίας με τους ιεράρχες, τους πνευματικούς και τους πιστούς». Παράλληλα, ο Πατριάρχης Σερβίας δήλωσε ότι η απόφαση του Βαρθολομαίου να «αναγνωρίσει μία σχισματική Εκκλησία και, ακόμα, να χορηγήσει Αυτοκεφαλία είναι κάτι πρωτάκουστο»!
Η απόφαση αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την έως σήμερα στάση του, αφού στο παρελθόν είχε φτάσει στο σημείο να δηλώνει με επιστολή του προς το Πατριαρχείο της Μόσχας, το 1997, ότι «δεν θέλει να έχουν καμία εκκλησιαστική κοινωνία με τους σχισματικούς» της Ουκρανίας, στους οποίους σήμερα αναγνωρίζει Αυτοκεφαλία!
Είναι προφανές ότι η αλλαγή αυτή της στάσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου οφείλεται σε πολιτικούς λόγους και είναι αποτέλεσμα των ευρύτερων πιέσεων που ασκούνται από αμερικανικής πλευράς στο πλαίσιο της προσπάθειάς της να απομονώσει τη ρωσική επιρροή στον στενό γεωπολιτικό της χώρο βορείως της Χερσονήσου του Αίμου. Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό που διαδραματίστηκε στην Αλεξανδρούπολη, ενώπιον δημοσιογράφων μάλιστα, όπου ο Αμερικανός πρέσβης Τζέφρι Πάιατ επέπληξε τον πρόεδρο του Επιμελητηρίου Εβρου Χριστόδουλο Τοψίδη για την αδελφοποίηση του επιμελητηρίου με αυτό της Συμφερούπολης της Κριμαίας, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «είναι απαράδεκτο το Επιμελητήριο Έβρου να παραμένει αδερφοποιημένο ακόμα με αυτό της Συμφερούπολης, μιας περιοχής όπου υπήρξαν εισβολή ξένης χώρας και κατάκτησή της. Κάτι πρέπει να γίνει για το συγκεκριμένο θέμα», εισπράττοντας την αδιανόητη απάντηση του κ. Τοψίδη ότι «ήταν σοβαρό λάθος αυτό και θα κοιτάξουμε να το λύσουμε, για να πάψει να υπάρχει αυτή η συμφωνία σε ισχύ»!
Και στην περίπτωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και σε αυτή του Επιμελητηρίου Έβρου είναι προφανές ότι δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν οι ιστορικές παράμετροι στις ελληνορωσικές σχέσεις, αλλά και κυρίως το μέλλον των εκατοντάδων χιλιάδων ομογενών μας που ζουν στη Ρωσία και κράτη της ευρύτερης περιοχής που επηρεάζονται άμεσα και καθοριστικά από την πολιτική της υπερδύναμης. Είναι κατανοητό ότι όταν ασκούνται τέτοιου είδους πιέσεις, που έχουν την πηγή τους σε τεράστια γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, είναι δύσκολο να αγνοήσει κανείς τις συνέπειες από μία στείρα εναντίωση στην υλοποίησή τους. Είναι, όμως, λογικό στις περιπτώσεις αυτές το να επιδιώκονται και κάποια εμπράγματα ανταλλάγματα.
Και εδώ ακριβώς είναι το ερώτημα: Ποιο άραγε είναι το αντάλλαγμα που οδήγησε τον Οικουμενικό Πατριάρχη να διακυβεύσει ουσιαστικά εν τοις πράγμασι την ιδιότητά του ως Οικουμενικού με την απόφασή του αυτή; Διότι φαντάζομαι πως δεν υπάρχει κάποιος που να πιστεύει ότι η αποδοχή της οικουμενικότητας του Πατριαρχείου δεν τίθεται εν κινδύνω μετά το ουσιαστικό σχίσμα που δημιουργήθηκε με το Πατριαρχείο της Μόσχας, αλλά και πιθανόν και με αυτό της Σερβίας στη συνέχεια.
Και επειδή προφανώς και η εθελόδουλη στάση του κ. Τοψίδη δεν είναι άσχετη κυβερνητικών πιέσεων για την ανατροπή της αδελφοποίησης με το Επιμελητήριο της Συμφερούπολης, ποιο είναι άραγε το αντάλλαγμα προς όφελος της ελληνικής πλευράς, που βάρυνε περισσότερο στη ζυγαριά σε βάρος μιας ευρύτερης γεωπολιτικής επιρροής της Ελλάδος στον χώρο της παρευξείνιας ζώνης, μιας περιοχής όπου ο Ελληνισμός είχε διαχρονικά σημαντικότατη παρουσία και αποτελούσε ουσιαστικά την πολιτισμική και οικονομική ενδοχώρα του;
Αυτά είναι ερωτήματα που χρήζουν άμεσης απάντησης. Μιας απάντησης που θα είναι ολέθριο αν διαπιστωθεί ότι προήλθε από στενά οικονομικά ανταλλάγματα βραχυπρόθεσμης προοπτικής σε βάρος των μακροπρόθεσμων εθνικών συμφερόντων μας.
*Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα»,