Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Μια πολυεπίπεδη ανάγνωση της θεραπείας του Τυφλού

polyeptyfl2

Μια πολυεπίπεδη ανάγνωση της θεραπείας του Τυφλού

Κώστας Νούσης, Θεολόγος – Φιλόλογος
Ένα από τα πλέον μεστά σε θεολογική σημαντική είναι το ευαγγελικό ανάγνωσμα τού εκ γενετής Τυφλού (Ιω. 9: 1-38). Στην περιεκτική, όσο και σύντομη ματιά μας, θα προσπαθήσουμε να αλιεύσουμε ελάχιστους αγιοπνευματικούς μαργαρίτες μέσα από τον πλούτο της προκείμενης περικοπής. «Εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς»: ο κάθε άνθρωπος γεννιέται τυφλός, φέρων τόσο τη δεδομένη και πεπερασμένη κτιστότητα με τη συνακόλουθη φυσική αδυναμία της, όσο και το προπατορικό πλέον αμάρτημα. Είναι παντελώς αδύνατο να ξεπεράσει τα προβλήματα και αδιέξοδα αυτά μόνος. Η ανάστασή του από τις ποικιλόμορφες πτυχές και διαστάσεις του πόνου, της φθοράς και του θανάτου είναι έργο του ακτίστου όντος, που δύναται και ίσταται με θεία ισχύ και βούληση υπεράνω αυτών των θλιβερών πραγματικοτήτων. Η Τριαδική Θεότητα είναι τούτο το άκτιστο Ον, που εν τω προσώπω του Λόγου εισήλθε στην ιστορία της δημιουργίας.
Ο «τυφλός» εκ των στενών του φυσικών ορίων και της αμαρτίας άνθρωπος βλέπει το αληθινό φως, το οποίο χορηγείται υπό του μοναδικού Φωτός του κόσμου (Ιω. 1:9). Το άκτιστο φως της Θεότητας είναι αυτό που θεραπεύει την ανθρώπινη τυφλότητα στην αιωνιότητα, ακόμη και μετά την απώλεια λόγω ασθενείας ή θανάτου της φυσικής όρασης. Και αν δεν βλέπεις το άκτιστο φως και δι’ αυτού τον Θεό, ακόμη και αν υπάρχεις, στην ουσία είσαι τυφλός και νεκρός, τουτέστιν κολασμένος. Το θαύμα τούτο της χορήγησης του αληθινού φωτός – Χάριτος δίδεται μυστηριακά, δι’ ύδατος, με τη Βάπτιση. Έτσι ο Χριστός τον στέλνει να νιφτεί στον αντίστοιχο τύπο της κολυμβήθρας του Σιλωάμ. Ο Χριστός χορηγεί τη Χάρη δι’ ύδατος και Πνεύματος (τύπος εν προκειμένω η χρίση του τυφλού δια του εμπεπτυσμένου πηλού). Δεν πρόκειται, επομένως, για έναν απλό διδάσκαλο, έναν ακόμη προφήτη. Είναι ο Μεσσίας, ο Σωτήρ, η ίδια η πηγή της Χάριτος. Και ο τυφλός πήγε να νιφτεί στον Σιλωάμ, που σημαίνει απεσταλμένος. Ο Χριστός είναι ο σταλμένος από τον Πατέρα. Ο ανανήψας τυφλός είναι πλέον απεσταλμένος του Μεσσία στον κόσμο, όπως και κάθε πιστός μετά το Βάπτισμά του.
«Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;»: η ερώτηση μάλλον στερείται λογικής, φαίνεται βεβιασμένη, ειδικά ως προς το σκέλος της αμαρτωλότητας τού ίδιου του τυφλού. Πώς είναι δυνατό να αμάρτησε μέσα στην κοιλιά της μάνας του, ώστε να τιμωρηθεί από τα γεννοφάσκια του; Φαίνεται να επέτρεψε ο Θεός την ερώτηση αυτή για δυο λόγους: αφενός για να καταρρίψει τις δαιμονικές φιλοσοφικές θεωρίες περί προΰπαρξης των ψυχών και έκπτωσής τους στα σώματα (πλατωνισμός) και αφετέρου για να αποκαλύψει ότι η ακατάληπτη θεία πρόνοια δεν σύρεται μονάχα από το κακό στον τρόπο που χειρίζεται τα προβλήματα των όντων και αποδίδει τη δικαιοσύνη της (Α΄ Κορ. 2:16), οπότε και εμείς δεν πρέπει να κρίνουμε τον Θεό και να ζούμε με ένα αδιάλειπτο γιατί, αλλά τουναντίον να Τον δοξάζουμε και να τον ευχαριστούμε εν παντί (Α΄ Θεσ. 5:18).
Ο Χριστός μάς συνήθισε στα περισσότερα θαύματά του να ερωτά τους ασθενείς πριν από τη θεραπεία τους. Εδώ προβαίνει στην αποκατάσταση της ανθρώπινης φύσης δια της θεϊκής του εξουσίας, παντοκρατορίας και της προαιώνιας βούλησής του, της αναγόμενης στο απερινόητο μυστήριο της θείας Οικονομίας: έχουμε εξάπαντος τύπο της εσχατολογικής εξανάστασης του σύμπαντος κόσμου και της ανθρωπότητας. Πρόκειται για τη θεραπεία – σωτηρία (: ολοκληρώνω κάτι, το διαφυλάσσω σώο, το κρατάω ακέραιο) της φύσης, όχι όμως και της προαίρεσης (: εξ ου και η αιωνιότητα της κόλασης).
Στέλνει, λοιπόν, τον πρώην τυφλό να πλυθεί στην κολυμβήθρα. Ο Θεός κάνει σχεδόν το παν για τη σωτηρία. Θέλει, όμως, και την ανθρώπινη συνεργία, έστω αυτήν την ελάχιστη. Δεν υπάρχει μαγεία και αυτόματη θεραπεία στην Εκκλησία. Ο Χριστός επιθυμεί να συμμετάσχουμε στη σωτηρία μας, στη θέωσή μας. Άλλως δεν υπάρχει αξία, δεν υπάρχει πρόσωπο και ελευθερία, είμαστε στον μονοφυσιτισμό ή όπου αλλού, πάντως όχι στην Ορθοδοξία.
«Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ»: ο Χριστός αποδεικνύει δια της σαφέστατης τούτης σημειολογικής κίνησης ότι είναι ο Δημιουργός του ανθρώπου και του κόσμου (Ιω. 1:3). Ο Κύριος έφτιαξε το πήλινο (εκ στοιχείων υπαρχόντων στο χώμα γέμον) σώμα μας και το εμψύχωσε. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε μετά το θαύμα αυτό με απόλυτη βεβαιότητα την περίπτωση οιασδήποτε μορφής εξέλιξης (όχι από είδος σε είδος, αλλά εντός του αυτού είδους όσον αφορά στο ανθρώπινο γένος), ωστόσο με άνεση δυνάμεθα, κόντρα στον πλεονάζοντα ορθολογισμό, να πιστέψουμε στην άμεση και έκτακτη δημιουργία του πρώτου ανθρώπου δια της αναμφίλεκτης και υπέρνοης θείας παντοδυναμίας. Στον εμπτυσμό, επίσης, του χώματος και στον πηλό που σχηματίστηκε θα μπορούσαμε να δούμε τη Χρίση του κτιστού προσλήμματος από τη θεότητα στη μήτρα της Παναγίας και τη Σάρκωση του Λόγου.
«Παράγων ὁ Ἰησοῦς»: ο Χριστός περαστικός θεράπευσε τον τυφλό. Ο τυφλός είναι τα έθνη. Ο Κύριος ήρθε να σώσει πρώτα τον Ισραήλ και βρήκε στον δρόμο του της θείας οικονομίας και τα έθνη, τον Ισραήλ της Χάριτος. Και έτσι ίδρυσε την Εκκλησία. Αυτή η νέα ποίμνη, η πάλαι ποτέ τυφλή εκ της αγνοίας του αληθινού Θεού και της ειδωλολατρίας, δέχεται από την αρχή της το μένος και τις επιθέσεις της Εβραϊκής Συναγωγής. Όπως ο τυφλός, ο τύπος της εξ εθνών Εκκλησίας. Διώκεται η Εκκλησία, εξαρχής, διαχρονικά. Αλλά δεν παύει να μαρτυρεί τον Χριστό και τη θεότητά του. Κάτι που ακόμα δεν μπορεί να χωνέψει και να αποδεχτεί ο παλαιός Ισραήλ. Δυστυχώς…
Ο Τυφλός, μετά ουσιαστικά τον φωτισμό του υπό του Αγίου Πνεύματος, ομολογεί τον Χριστό και θεολογεί. Είναι προφανές ότι δεν μιλάει κατά το πλείστον από μόνος του, πως όλα όσα λέει δεν αποτελούν καρπό μελέτης ή ευφυΐας, αλλά άνωθεν αποκαλύψεως. Τον ομολογεί Προφήτη αρχικά και στη συνέχεια τελειώνει την ομολογία του στην παραδοχή της μεσσιανικότητας του Χριστού, τυπώνοντας κατά κάποιον τρόπο και τα διάφορα στάδια της πνευματικής ζωής και γνώσης (κάθαρση, φωτισμό, θέωση).

Οι Φαρισαίοι, οι Νομοδιδάσκαλοι, το Ιερατείο των Εβραίων (μάλλον κάθε εποχής) εμφαίνουν τα θρησκευτικά εξουσιαστικά κατεστημένα στη διαχρονική τους πορεία, με την τυπολατρία και όλα τα θλιβερά παρεπόμενα τής κάθε θρησκειοποίησης. Τάφοι κεκονιαμένοι, ζωντανοί νεκροί, ψυγέντες από την έλλειψη στοιχειώδους αγάπης και ανθρωπιάς, αντί να χαρούν για τη θεραπεία του αδελφού τους που είδε μετά από τόσα χρόνια το φως του, ψάχνουν τα σάββατα, την παράβαση του Νόμου, πώς να παγιδέψουν τον τυφλό και τους γονείς του, με ποιον τρόπο θα καταδικάσουν τον Χριστό σε αίρεση και σε θάνατο. Δαιμονικές καταστάσεις…
Ο φωτισθείς τυφλός κηρύττει με παρρησία τον Χριστό. Οι «τυφλοί» ακόμη γονείς του δειλιάζουν, κρύβονται, τρέμουν μήπως αποβληθούν εκ της Συναγωγής, μη τυχόν και ξεβολευτούν από τις θρησκευτικές και κοινωνικές τους συνήθειες. Έτσι, όμως, κινούνται οι περισσότεροι άνθρωποι κάθε γενιάς, ακόμη και οι επίσημοι εκπρόσωποι των θρησκευτικών συνάξεων, πλανώμενοι μέσα στις ψευδαισθητικές τους αυτασφαλιστικές, ψυχολογικές και άλλες, δικλείδες,  ότι τάχα είναι οι καθαροί, οι αγαπημένοι του Θεού. Αλλά δεν ξέρουν ότι είναι ήδη νεκροί, ότι ο Θεός δεν τους γνωρίζει, τους έχει διαγράψει από τη μνήμη του, πράγμα που ισοδυναμεί με αιώνιο κολασμό (Ματθ. 8:22, Λουκ. 13:25-30).
Η τραγικότητα των πνευματικά αόμματων Ιουδαίων (Ματθ. 23:16) φαίνεται στην υποκρισία, στην κακότητα, στην υπεροψία και στην ανοησία τους: «ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν… ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς;». Είναι εκπληκτικό το πόσο μωραίνεσαι, όταν σε εγκαταλείψει η Χάρη του Θεού. Ισχυρίζονται ότι δήθεν κατέχουν τη θεία αυθεντία και αποστολή του Μωυσέως, τον οποίο «γνωρίζουν» απλά εξ ακοής και παραδόσεως, και εθελοτυφλούν στα αυτονόητα που τους παραθέτει ο πρώην τυφλός, πολλώ δε μάλλον στο πρωτοφανές και ανεπανάληπτο (μέχρι τότε) θαύμα της ομμάτωσης ενός εκ γενετής τυφλώττοντος, το οποίο συνετελέσθη μπροστά τους!
Η απλή, όσο και εκπληκτική θεολογική τοποθέτησή του για τη γνησιότητα της μεσσιανικής ιδιότητας του Ιησού αποστομώνει τους πτωχούς, φαιδρούς και θλιβερούς «θεολόγους» της εποχής, της κάθε εποχής, του γράμματος της κάθε θρησκείας. Ο Κύριος δεν ευαρεστείται στο θανατηφόρο αυτό ψεύδος και στην υποκρισία που εκπορεύονται μέσα από τα πάθη και τον δαιμονισμό των ανθρώπων. Αντικατάστησε κάθε νόμο, ακόμη και τον Μωσαϊκό, με τον καινό, τον δικό του, τον μοναδικό, της διπλής αγάπης σε Θεό και πλησίον (Μαρκ. 12:30-31).
Εξεβλήθη της Συναγωγής. Απερρίφθη από τους κατά κόσμον συγγενείς του. Με τα σημερινά δεδομένα θα μιλούσαμε για αφορισμό. Θεωρήθηκε σχισματικός ή αιρετικός. Ο Κύριος τη δύσκολη τούτη ώρα τον ξαναπροσεγγίζει. Αυτός, άλλωστε, έκανε και στην αρχή το πρώτο βήμα της θεραπείας. Αυτός κάνει πάντα το πρώτο βήμα. Ο Ιησούς και τώρα περιθάλπει τον «αποσυνάγωγο». Τον εντάσσει στην Εκκλησία Του. Στη μόνη και αληθινή Κιβωτό της σωτηρίας. Πόσοι άραγε σε κάθε εποχή τέτοιοι αποσυνάγωγοι από την επίσημη θρησκευτικότητα και τα κοινωνικά status είναι ευάρεστοι στον καρδιογνώστη Κύριο; Και πόσοι, τουναντίον, «καθαροί και άγιοι» είναι βδελυροί ενώπιόν Tου, οι αληθώς, οι αιωνίως αποσυνάγωγοι…
Ο τυφλός θεραπεύτηκε, ανέβλεψε. Πρωτίστως πνευματικά. Γνώρισε, είδε τον Χριστό – Θεό. Αυτό είναι που μετράει, το μόνο σημαντικό και χρειώδες (Λουκ. 10:41-42). Η σωματική θεραπεία έρχεται δεύτερη. Ενίοτε δεν έρχεται ποτέ. Ένα γεγονός μυριομαρτυρημένο στη ζωή των αγίων του Θεού, των μαρτύρων εξάπαντος του Κυρίου. Αλλά και δεν αδιαφορεί ο Χριστός για τη σωματική θεραπεία. Γιατρεύει τον όλο άνθρωπο. Και τώρα, αλλά πολύ περισσότερο και ολοκληρωτικά και αμετάκλητα στην εσχατολογική τελειότητα τής εν Χριστώ εξανάστασης των πάντων. Τα προοίμια από δω, από τότε με τις αναρίθμητες θεραπείες του Θεανθρώπου στο σύντομο διάβα του από την Ιουδαία…
Ο Χριστός είναι το Φως του κόσμου (Ιω. 8:12). Αυτή η υπέρτατη οντολογία διατρέχει όλα τα Ευαγγέλια και ιδιαίτερα εκείνο του Ιωάννη, όπου η ζωή συμπλέκεται άριστα και άρρηκτα με το φως και ταυτίζεται με αυτό, όπως τόσο αριστοτεχνικά καταχωρείται στο πρώτο κεφάλαιό του, στο αναστάσιμο ευαγγελικό ανάγνωσμα. Το φως της Ανάστασής του και με υλικό, ορατό τρόπο, κάθε χρόνο εξέρχεται από τον Πανάγιο, τον Ζείδωρο, τον Φαεσφόρο Τάφο του. Ένα φως που διαχέεται αδιάλειπτα στην οικουμένη, αλλά που δεν παραβιάζει προαιρέσεις και συνειδήσεις. Και έτσι οι τυφλοί αυξάνονται με καταθλιπτικούς ρυθμούς, αναπαράγοντας και σκορπίζοντας στην παγκόσμια ατμόσφαιρα τα δικά τους, τα ολίγιστα, τα ψεύτικα, τα θνησιγενή, τα δαιμονόσχημα φώτα. Οι εχέφρονες, ωστόσο, και ταπεινοί πάντοτε ψάχνουν, επιθυμούν, αναζητούν, επιζητούν, αποζητούν, διψούν, ορέγονται, ανακαλύπτουν, αργά ή γρήγορα, και θεώνται (θεώνονται) το Φως, το Ένα, το μοναδικό και τριαδικό, το όντως αληθινό: τον Χριστό. Και εν Αυτώ και δι’ αυτού ζουν και βλέπουν εις τους αιώνες των αιώνων.