Αγία Μακρίνα († 19 Ιουλίου):
Η “μεγάλη” αδελφή στην αγιασμένη οικογένεια του Βασιλείου και της Εμμέλειας
Γιατί τά ἀδέλφια της, οἱ τόσο σπουδαῖοι ἄνδρες «καλοί καί μεγάλοι», ἀπέδωσαν σ’ ἐκείνη τόν τίτλο «μεγάλη»;…
Ἡ Μακρίνα φανερώνει ἀπό μικρό παιδί ἐντυπωσιακή ἱκανότητα νά μαθαίνει. Ἡ ὑπέροχη μητέρα της, ἡ Ἐμμέλεια, προτιμᾶ νά σπουδάσει ἡ Μακρίνα περισσότερο τή θεία σοφία, ἀλλά ὅλη ἡ μετέπειτα διαγωγή καί δράση τῆς Μακρίνας φανερώνει τή δυνατότητά της νά ἐπιχειρηματολογεῖ καί νά πείθει τούς τόσο ἔξοχα μορφωμένους καί ἱκανούς ἀδελφούς της. Διαθέτει καί ἐξαιρετική ὀμορφιά πού τήν καθιστᾶ περιζήτητη. Ὁ πατέρας της ἐπιλέγει τόν ἐκλεκτό νέο πού θεωρεῖ ἀντάξιό της. Ἀναπάντεχα ὁ Θεός τόν παίρνει κοντά του καί ἡ Μακρίνα θεωρεῖ ὅτι ἡ ἴδια στό Χριστό πλέον μόνο ἀνήκει. Ὕστερα γίνεται στήριγμα τῆς Μητέρας της καί καθοδηγός τῶν ἀδελφῶν της.
Ἀπό τόν ἀδελφό της Γρηγόριο, ἔξοχο φιλόσοφο ἀλλά καί «Πατέρα Πατέρων» τῆς Ἐκκλησίας μας, μαθαίνουμε κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες:
Ὅταν γύρισε ὁ Βασίλειος ἀπό τήν Ἀθήνα, ἤδη διάσημος, εἰσπράττει τήν ἐπιδοκιμασία ὅλων ὡς ρήτωρ καί τῆς ρητορικῆς διδάσκαλος. Τότε ἐπεμβαίνει ἡ Μακρίνα, χρησιμοποιεῖ ὅλο τό κύρος της ἀλλά καί ὅλη τή σοφία πού εἶχε σπουδάσει στά ἱερά γράμματα, γιά νά φανερώσει στόν Βασίλειο πόσο ἀνάξια ἦταν αὐτά τά συνηθισμένα, τά καθημερινά καί ἐπίγεια γιά τίς ἐξαιρετικές δυνατότητες καί τό ὕψος τῆς ἀληθινῆς και βαθιᾶς μόρφωσης πού διέθετε ἐκεῖνος ὁ ἀδελφός της. Καί κατορθώνει ἡ «μεγάλη» ἀδελφή νά στρέψει τόν Βασίλειο στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ, στήν ὑπεράσπιση τῆς πίστεως, στή στήριξη τῆς Ἐκκλησίας, στη μοναδική πρωτοποριακή προσφορά στήν κοινωνία καί τό συνάνθρωπο.
Κατορθώνει ἐκείνη, ἡ Μακρίνα, ν’ ἀναδείξει τόν Βασίλειο Μέγα.
Ἴσως νά βρίσκεται πάλι ἡ δική της προτροπή πίσω ἀπό τή χαριτωμένη διένεξη μεταξύ τῶν ἀδελφῶν της Γρηγορίου καί Πέτρου, ὅταν ὁ Πέτρος ζητᾶ ἀπό τόν Γρηγόριο νά σχολιάσει καί νά συνεχίσει τούς περίφημους λόγους τοῦ Μ. Βασιλείου εἰς τήν «Ἑξαήμερο» δημιουργία τοῦ κόσμου καί διαμαρτύρεται ὁ Γρηγόριος γιά την προτροπή τοῦ Πέτρου νά τολμήσει νά βάλει τή φτωχή «καταβολάδα» τοῦ νοῦ του δίπλα στό «μέγα δένδρο» τῆς διάνοιας τοῦ πρόωρα χαμένου μεγάλου ἀδελφοῦ τους. Τελικά ὅμως ὁ Γρηγόριος ὑπακούει στόν μικρότερο Πέτρο καί ὁλοκληρώνει τούς λόγους.
Πρίν κλείσει ὁ χρόνος ἀπό τό θάνατο τοῦ Μ. Βασιλείου, φθινόπωρο τοῦ 379 μ.Χ. ἡ Μακρίνα, ἡγουμένη Μεγάλης Μονῆς στά κτήματα τῆς οἰκογενείας στόν Πόντο, ἀσθενεῖ. Ὁ ἀδελφός της καί ἐπίσκοπος Νύσσης Γρηγόριος ἴσως τό διαισθάνεται, πάντως ἀποφασίζει ἐκεῖνες τίς ἡμέρες νά τήν ἐπισκεφθεῖ. Ἡ ὁσία «μεγάλη», ἄν και βαριά ἄρρωστη, ἀνασηκώνεται καί δοξολογεῖ τόν Θεό πού τῆς ἔκανε τή χάρη και ἔφερε τόν ὑπηρέτη Του κοντά της. Ἐκεῖ θυμοῦνται τά παιδικά τους χρόνια καί τις εὐλογίες τοῦ Θεοῦ στήν οἰκογένειά τους, ἐκεῖ κάνουν μιά βαθιά φιλοσοφική συζήτηση γιά τά μυστήρια τῆς ἀνθρώπινης φύσης, γιά τό σκοπό καί τό θεῖο σχέδιο πού κρύβεται στίς θλίψεις. Ἐκεῖ ἡ θεόσοφη, πρίν ἀφήσει τήν τελευταία της πνοή στα χέρια τοῦ ἀδελφοῦ της, ἐξέφρασε τή βεβαιότητα ὅτι αὐτός ὁ κόσμος θά γίνει καλός, ὅταν ὁ Θεός γίνει τό πᾶν γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ὅπως κατέγραψε ἀργότερα ὁ Γρηγόριος στό «Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως» ἔργο του, τό ὀνομαζόμενο «Μακρίνεια».