«πρὸς τίνα λαλήσω καὶ διαμαρτυροῦμαι;» (Ἱερεμίας 6,10)
ΑΝΘΡΩΠOΝ ΖΗΤΩ!... ΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ π. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΜΑΝΑΔΗΣ
1. Ἄνθρωπον ζητῶ
Ὁ ἐκ Σινώπης Διογένης ὁ Κυνικὸς φιλόσοφος, τέλος 5ου μὲ 323 π.Χ., ἀφοῦ τὸνἐπισκέφθηκε κι ὁ Μ.Ἀλέξανδρος στὴν Κόρινθο, βγῆκε κάποτε στοὺς δρόμους μέρα μεσημέρι κρατώντας ἀναμμένο φανάρι καὶ φώναζε «ἄνθρωπον ζητῶ».
Ὁ ἴδιος λόγος εἶχε εἰπωθῆ δυὸ φορὲς νωρίτερα 4 αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὸν Διογένη.Ὅμως παρέμεινε στὴν ἱστορία μὲ τὸ ὄνομά του λόγῳ τῆς τρελλῆς ἐκκεντρικότητός του.
Πρῶτος ἀναφέρει τὸν λόγο «ἄνθρωπον ζητῶ» ὁ προφήτης Ἡσαΐας 50,2 περίπου σύγχρονος τοῦ Ὁμήρου. Λέγει «ἦλθον (εἰς Ἱερουσαλὴμ) καὶ οὐκ ἦν ἄνθρωπος. ἐκάλεσα καὶ οὐκ ἦν ὁ ὑπακουσόμενος». Δεύτερος ἔρχεται ὁ προφήτης Ἱερεμίας 6,10. Λέγει «πρὸς τίνα λαλήσω καὶ διαμαρτυροῦμαι;»
Σαὐτὰ τὰ δύο προφητικὰ λόγια θὰ παραθέσουμε τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου.
Γράφει ὁ ἑρμηνευτής. «Ὁ μεγαλοφωνότατος προφήτης καὶ θεατὴς παραδόξων θεαμάτων. Αὐτὸς ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἰδῆ τὰ Σεραφείμ, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν μὲ τὸἐπίγειο σῶμα του. Αὐτὸς ποὺ ἀξιώθηκε νὰ γίνη ἀκροατὴς ἐκείνης τῆς μεγαλειώδουςἀγγελικῆς μουσικῆς. Αὐτὸς λοιπὸν κάποτε εἰσῆλθε στὴν Μητρόπολι τῶν Ἰουδαίων, δηλαδὴ τὴν πολυάνθρωπο Ἱερουσαλήμ. Πῆγε στὴ μέση τῆς ἀγορᾶς. Ἔχοντας δὲ τριγύρω του λαὸν πολὺ καὶ θέλοντας νὰ δείξη, ὅτι ὅποιος δὲν ἀκούει τὰ προφητικὰ λόγια δὲν εἶναιἄνθρωπος, φώναξε δυνατά, «Ἦλθα καὶ δὲν βρῆκα ἄνθρωπο. Προσκάλεσα καὶ δὲνὑπῆρχε ἕνας νὰ ὑπακούση».
Γράφει ὁ ἑρμηνευτής. «Ὁ μεγαλοφωνότατος προφήτης καὶ θεατὴς παραδόξων θεαμάτων. Αὐτὸς ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἰδῆ τὰ Σεραφείμ, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν μὲ τὸἐπίγειο σῶμα του. Αὐτὸς ποὺ ἀξιώθηκε νὰ γίνη ἀκροατὴς ἐκείνης τῆς μεγαλειώδουςἀγγελικῆς μουσικῆς. Αὐτὸς λοιπὸν κάποτε εἰσῆλθε στὴν Μητρόπολι τῶν Ἰουδαίων, δηλαδὴ τὴν πολυάνθρωπο Ἱερουσαλήμ. Πῆγε στὴ μέση τῆς ἀγορᾶς. Ἔχοντας δὲ τριγύρω του λαὸν πολὺ καὶ θέλοντας νὰ δείξη, ὅτι ὅποιος δὲν ἀκούει τὰ προφητικὰ λόγια δὲν εἶναιἄνθρωπος, φώναξε δυνατά, «Ἦλθα καὶ δὲν βρῆκα ἄνθρωπο. Προσκάλεσα καὶ δὲνὑπῆρχε ἕνας νὰ ὑπακούση».
Ἀσφαλῶς τὰ λόγια αὐτὰ λέγονται ὄχι διότι δὲν ὑπῆρχαν παρόντες ἄνθρωποι, ἀλλὰεἰπώθηκαν ἐξ αἰτίας τῆς ραθυμίας τῶν ἀκροατῶν νὰ ἀκούσουν. Γιαὐτὸ φώναξε, «ἦλθα καὶδὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος, καὶ πρόσθεσε, καὶ δὲν ὑπῆρχε ἕνας νὰ ὑπακούση».
Τὸ συμπέρασμα εἶναι, ὅτι ἦσαν μὲν παρόντες ἄνθρωποι, ἀλλὰ δὲν θεωροῦνταν παρόντες, ἐπειδὴ δὲν ἄκουγαν τὰ λόγια τοῦ προφήτη. Γιαὐτὸν τὸν λόγο, ἐπειδὴ ἦλθε καὶδὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος, καὶ προσκάλεσε, ἀλλὰ δὲν βρισκόταν ἕνας νὰ ὑπακούση, στὴσυνέχεια στρέφει τὸν λόγο του πρὸς τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως.
Λέγει, «ἄκουε οὐρανέ, καὶ προσήλωσε τὰ αὐτιά σου γῆ». Διότι ἐμένα μὲ ἀπέστειλε ὁ Θεὸς σὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν μυαλό. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτοὶ εἶναι σὰν νὰμὴν ἔχουν οὔτε λογικὴ οὔτε ἀντίληψι, γιαὐτὸ μιλῶ στὰ φυσικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα πράγματι δὲν ἔχουν λογικὴ καὶ ἀντίληψι. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θέλω νὰ στιγματισθοῦν αὐτοὶ ποὺ τιμήθηκαν μὲν μὲ λογικὴ καὶ ἀντίληψι, ἀλλὰ δὲν τὰ χρησιμοποιοῦν ὅπως πρέπει» (Ἰω Χρυσ εἰς τὸ Σαῦλος δὲ ἔτι ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου Migne PG 51,115).
18.7.2019ἀρ.νι.μα.
2. Ἄνθρωπον ζητῶ
Δεύτερος ἀναφέρει τὸν λόγο «ἄνθρωπον ζητῶ» ὁ προφήτης Ἱερεμίας 6,10 καὶ τρίτος ἔρχεται μετὰ ἀπὸ αἰῶνες ὁ κυνικὸς Διογένης.
Ὁ προφήτης Ἱερεμίας στάθηκε στὴ μέση τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ σὰν νὰ μὴν ἦταν κανένας παρὼν ἔκραξε, «Σὲ ποιὸν νὰ μιλήσω καὶ σὲ ποιὸν νὰ κηρύξω σοβαρά;».
Αὐτὸν τὸν λόγο σχολιάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγοντας, «Τὶ λέγεις προφήτη; Βλέπεις μπροστά σου τόσο πλῆθος ἀνθρώπων καὶ ἐρωτᾶς σὲ ποιὸν νὰ μιλήσης; Ναί, ἀπαντᾶ. Αὐτὸ τὸ πλῆθος ἀποτελεῖται ἀπὸ σώματα. Ὅμως δὲν εἶναι καὶ πλῆθος ἀνθρώπων! Εἶναι πλῆθος σωμάτων, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν ἀκοή. Γιαὐτὸν τὸν λόγο καὶ πρόσθεσε, «τὰ αὐτιά τους εἶναι ἀτρύπητα (δὲν ἔχουν ἀκουστικὴ δίοδο)». Βλέπεις λοιπόν, ὅτι ὅλοι αὐτοί, ἐπειδὴ δὲν ἀκοῦν, γιαὐτὸ δὲν εἶναι ἄνθρωποι!
Ὁ Ἡσαΐας εἶπε, «ἦλθα καὶ δὲν βρῆκα ἄνθρωπο, προσκάλεσα καὶ δὲν ὑπῆρχε ἕνας νὰ ὑπακούση». Ὁ Ἱερεμίας εἶπε, «σὲ ποιὸν νὰ μιλήσω; Τὰ αὐτιά τους εἶναι ἀτρύπητα καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἀκούσουν».
Οἱ δύο προφῆτες ἂν λένε τὰ λόγια αὐτὰ γιὰ τοὺς παρόντες, ἐπειδὴ δὲν πρόσεχαν μὲ ζῆλο στὸ κήρυγμά τους, καὶ μάλιστα λέγουν ὅτι γιαὐτὸ τὸν λόγο δὲν εἶναι ἄνθρωποι, τότε τὶ νὰ ποῦμε ἐμεῖς γιαὐτοὺς ποὺ ὄχι μόνο δὲν ἀκοῦν, ἀλλὰ δὲν καταδέχονται οὔτε νὰ διέλθουν τὴν πόρτα τοῦ Ναοῦ μας. Τὶ νὰ ποῦμε γιὰ τοὺς χριστιανούς μας, ποὺ πλανῶνται μακριὰ ἀπὸ τοῦτο τὸ ἱερὸ ποίμνιο. Γιαὐτοὺς ποὺ στέκουν μακριὰ ἀπὸ τὴν οἰκία τῆς μητέρας Ἐκκλησίας. Γιαὐτοὺς ποὺ τριγυρίζουν στοὺς δρόμους καὶ στὰ στενοδρόμια, σὰν τὰ ἄτακτα καὶ ρέμπελα παιδιά; Διότι ἐκεῖνα ἐγκατέλειψαν τὸ πατρικό τους σπίτι, περιπλανῶνται ἔξω ὅπουδήποτε καὶ περνοῦν τὴν ἡμέρα τους μὲ παιδικὰ παιχνίδια. Γιαὐτὸν τὸ λόγο καὶ τὰ παιδιὰ αὐτὰ πολλὲς φορὲς χάνουν ἀκόμα καὶ τὴ ζωή τους. Πέφτουν στὰ χέρια κλεφτῶν καὶ λωποδυτῶν καὶ πληρώνουν τὴν ἀμυαλιά τους μὲ τὸν θάνατο. Τὰ ἁρπάζουν ἐκεῖνοι, ἀφαιροῦν ἀπὸ πάνω τους τὰ χρυσαφικά τους καὶ ἢ τὰ πνίγουν σὲ ποτάμια, ἢ ἂν φερθοῦν μὲ λίγη φιλανθρωπία τὰ μεταφέρουν σὲ ξένο τόπο καὶ ἐκεῖ τὰ ἐλευθερώνουν.
Αὐτὸ παθαίνουν καὶ οἱ ἀνεκκλησίαστοι χριστιανοί μας. Ἀφοῦ πλανηθοῦν καὶ φύγουν ἀπὸ τὸ πατρικὸ σπίτι καὶ τὴν παραμονή τους μέσα σαὐτό, πέφτουν σὲ στόματα αἱρετικῶν καὶ στὶς γλῶσσες τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας. Ἔπειτα, ὅπως οἱ κλέφτες ἀφαιροῦν ἀπὸ πάνω τους τὰ χρυσᾶ στολίδια τῆς πίστεως. Ἀμέσως τοὺς πνίγουν ὄχι σὲ ποτάμια, ἀλλὰ τοὺς καταποντίζουν στὰ θολερὰ δόγματα τῆς βρωμερῆς αἱρέσεώς τους» (λόγος εἰς τὸ Σαῦλος δὲ ἔτι ἐμπνέων ἀπειλῆς καί… Μigne PG 51,115-116).
ἁγίας Μακρίνας 19.7.2019