Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Οἱ θεολογικὲς προϋποθέσεις τοῦ μητροπολίτου Περιστερίου εἶναι λατινικὲς, καὶ ὄχι τῶν ἀντιδρώντων στὴν ἀφαίρεση τοῦ Ἐσταυρωμένου.

 



Οἱ θεολογικὲς προϋποθέσεις τοῦ μητροπολίτου Περιστερίου εἶναι λατινικὲς, καὶ ὄχι τῶν ἀντιδρώντων στὴν ἀφαίρεση τοῦ Ἐσταυρωμένου.

Γράφει ὁ Καππαδόκης

 

Κατακερματισμός

Στὴν θεολογικὴ σκέψη τοῦ μητροπολίτου Περιστερίου καὶ τῶν ὁμοφρονούντων μὲ αὐτόν, παρατηρεῖται ἕνας διαχωρισμὸς τῶν γεγονότων τῆς θείας οἰκονομίας. Τὸ κάθε γεγονὸς θεωρεῖται ἀποσπασματικὰ καὶ ἀποκομμένο ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα. Ἔγινε τὸ ἕνα, τελείωσε, πήγαμε στὸ δεύτερο, τελείωσε καὶ τὸ δεύτερο καὶ τώρα εἴμαστε στὸ τρίτο. Μὲ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν προσέγγιση, τοποθετοῦνται τὰ γεγονότα μὲ ἕναν ὀρθολογισμὸ σὲ μία διαβάθμιση καὶ ἱεράρχηση. Αὐτὸς ὁ τρόπος σκέψης ὅμως προσιδιάζει στὸν λατινικὸ τρόπο σκέψης.

Ἡ λατινικὴ γλῶσσα, γι’ αὐτὸ εἶναι κατάλληλη γιὰ τὴ νομικὴ ἐπιστήμη, διότι εἶναι πολὺ συγκεκριμένη καὶ ὁρίζει μὲ συγκεκριμένο τρόπο τὶς ἔννοιες. Ἔτσι δὲν ὑπάρχει καμία δυνατότητα ἑλιγμοῦ. Ὅλα εἶναι συγκεκριμένα, ὁριοθετημένα καὶ διαχωρισμένα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, σὲ τέλεια τάξη.

Αὐτὸ δὲν ἰσχύει μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἡ ὁποία ἔχει βάθος καὶ σὲ κάθε ἔκφραση καὶ σὲ κάθε λέξη κρύβει πολλὲς ἔννοιες. Ἡ χρήση τῆς δοτικῆς γιὰ παράδειγμα δηλώνει ταυτόχρονα πολλὲς ἔννοιες. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ μεταφράσουμε τὸ κείμενο τῆς θείας λειτουργίας, χωρὶς νὰ χάσουμε ἔννοιες στὴν μετάφραση καὶ χωρὶς νὰ γίνει φτωχότερο ἐννοιολογικὰ τὸ κείμενο.

Ἔτσι λοιπὸν αὐτὴ ἡ ὑπεραπλουστευτικὴ σκέψη τοῦ μητροπολίτου Περιστερίου μοιάζει θὰ λέγαμε μὲ παιδική: ἕνα, δύο, τρία... τὰ βάζουμε στὴ σειρὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἕνα πᾶμε στὸ ἄλλο. Αὐτὴ ἡ ὑπεραπλούστευση ἀπογυμνώνει τὰ γεγονότα ἀπὸ τὴν θεϊκή τους διάσταση καὶ τὰ παρουσιάζει γυμνὰ καὶ ψιλὰ ὡς γεγονότα τοῦ κόσμου τούτου, ἐγκλωβισμένα στὶς ἱστορικές τους διαστάσεις.

Ἔτσι λοιπόν, κατὰ λογικὴ συνέπεια αὐτῆς τῆς κακόδοξης λογικῆς, βλέπουμε ὅτι ὁ ἐσταυρωμένος Χριστὸς θεωρεῖται ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Περιστερίου ὡς ἕνας νεκρὸς ἄνθρωπος καὶ τίποτα ἄλλο. Ἡ Σταύρωση θεωρεῖται ὡς ἕνα στιγμιαῖο γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἔγινε καὶ τελείωσε καὶ ἔτσι μποροῦμε κάλλιστα νὰ τὸ πετάξουμε στὸν κάλαθο τῶν ἀχρήστων ὡς ἄχρηστο πλέον γιὰ ἐμᾶς, ὡς κάτι ποὺ δὲν μᾶς χρειάζεται πλέον, γιὰ νὰ προχωρήσουμε παρακάτω, στὴν Ἀνάσταση, διότι ὅπως λένε: «δὲν σώζει ἡ Σταύρωση ἀλλὰ ἡ Ἀνάσταση».

Ὁ τρόπος αὐτὸς θεώρησης τῶν γεγονότων τῆς θείας Οἰκονομίας ταυτίζεται πλήρως μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θεωροῦν οἱ αἱρετικοὶ Λατῖνοι τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτοὺς δὲν εἶναι ἄκτιστες οἱ ἐνέργειες ἀλλὰ κτιστές. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ὁ Βαρλαὰμ ὁ ὁποῖος θεωροῦσε τὶς θεοπτίες, ἀκόμα καὶ τὸ ἄκτιστο φῶς ποὺ εἶδαν οἱ μαθητὲς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Κυρίου στὸ ὅρος Θαβώρ, ὡς κτιστὰ φαινόμενα ποὺ «γίνονται καὶ ἀπογίνονται» ὅπως ἔλεγε χαρακτηριστικά. Ξεκινᾶνε καὶ τελειώνουν στὶς πεπερασμένες διαστάσεις τῶν κοσμικῶν φαινομένων τὰ ὁποῖα ἐμφανίζονται γιὰ λίγο καὶ μετὰ ἀφοῦ τελειώσουν περνᾶνε στὴν ἀνυπαρξία, ἔχουν δηλαδὴ ἡμερομηνία λήξης.

Εἶναι φανερὸ ὅτι ἀκριβῶς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο σκέψης προσεγγίζει τὸ γεγονὸς τῆς Σταύρωσης τοῦ Κυρίου ὁ μητροπολίτης Περιστερίου, ὅταν τὸ παρουσιάζει ὡς ἕνα στιγμιαῖο γεγονὸς ποὺ ἔγινε καὶ τελείωσε. Μὲ αὐτὲς τὶς κακόδοξες καὶ αἱρετικὲς προϋποθέσεις θεολογεῖ.

 

Ὁ Σταυρὸς ὡς Μυστήριο

Ἀντίθετα, σύμφωνα μὲ τὸν ὀρθόδοξο τρόπο θεολογίας, ἡ Σταύρωση μπορεῖ νὰ συνέβη ἅπαξ σὲ μία ἱστορικὴ στιγμή, ἀλλὰ δὲν περιορίζεται σὲ αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ στιγμή. Εἶναι τὸ μυστήριο τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου ἐπεκτείνεται τόσο στὸ μέλλον ὅσο καὶ στὸ παρελθόν. Τὸ θέμα τὸ ἀναλύει ἔξοχα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν ὁμιλία του «Εἰς τὸν Τίμιον καὶ ζωοποιὸν Σταυρόν», ὅπου δείχνει πῶς ἡ ἁγιαστική, καθαρτικὴ καὶ σωτήρια ἐνέργεια τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐνεργοῦσε ἀκόμα καὶ στοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Πρὶν κἂν συμβεῖ δηλαδὴ χρονικὰ τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς Σταύρωσης.

Εἶναι μυστήριο λοιπόν, δὲν εἶναι στιγμιαῖο γεγονός. Τὰ γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας ἔχουν σωτηριώδεις διαστάσεις καὶ συνέπειες γιὰ ἐμᾶς οἱ ὁποῖες δὲν σταματοῦν ποτὲ νὰ ἐνεργοῦν. Ἡ ἐνέργεια τους εἶναι ἄκτιστη γι' αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι στιγμιαία ἀλλὰ ἀτελεύτητος. Ἡ ἁγιαστική τους χάρη δὲν περιορίζεται ἀπὸ χρονικοὺς προσδιορισμούς. Ἐνεργοῦν «νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Καὶ ὡς ἄκτιστη, ἡ χάρις τῶν μυστηρίων εἶναι ἁπλὴ καὶ ἑνιαία, δὲν μπορεῖ νὰ κατατμηθεῖ, νὰ ἀπομονωθεῖ καὶ νὰ ἔρθει σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἄκτιστη χάρη κάποιου ἄλλου μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας, ὅπως προσπαθεῖ ὁ μητροπολίτης Περιστερίου νὰ φέρει σὲ ἀντίθεση τὴν Σταύρωση μὲ τὴν Ἀνάσταση.

Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι κοινὸς τόπος στὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων, καθὼς ἡ ἴδια καὶ ἑνιαία ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς χάριτος εἶναι ποὺ καθαίρει τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἁγιάζει, τὸν φωτίζει καὶ τὸν θεώνει, ἀνάλογα μὲ τὸ στάδιο καὶ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται ὁ καθένας. Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀκάθαρτο τὸν καθαίρει, αὐτὸν ποὺ εἶναι καθαρὸ τὸν φωτίζει καὶ τὸν ἁγιάζει καὶ αὐτὸν ποὺ εἶναι φωτισμένο τον θεώνει σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα Του. Ἡ ἴδια ἁπλὴ καὶ ἑνιαία ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ποὺ ἐπιφέρει τὰ διαφορετικὰ αὐτὰ ἀποτελέσματα (ἐνεργήματα) μεταξύ τους κατὰ περίπτωση, ἀνάλογα μὲ τὸν δέκτη.

 

Στὴν Θεία Λειτουργία

Ἔτσι λοιπὸν καὶ στὸ μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας δὲν ἔχουμε ἱστορικὴ ἐπανάληψη τῶν γεγονότων τῆς θείας Οἰκονομίας τὰ ὁποῖα συνέβησαν ἅπαξ καὶ διὰ παντός. Οὔτε ἔχουμε μία ἀναπαράσταση τῶν γεγονότων, οὔτε μία ἁπλὴ ἀνάμνηση τῶν γεγονότων σὰν μία ὑπενθύμιση ἢ σὰν μία ἀναδρομὴ σὲ γεγονότα τοῦ παρελθόντος, ὅπως κάνει ὁ μητροπολίτης Περιστερίου ὁ ὁποῖος τὰ τοποθετεῖ τὸ κάθε ἕνα στὴν σειρά του. Τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτά. Στὴ Θεία Λειτουργία τὰ γεγονότα τῆς Θείας Οἰκονομίας τὰ ζοῦμε στὸ τώρα, στὸ λειτουργικὸ παρόν, δεχόμενοι τὴν ἁγιαστικὴ χάρη ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ αὐτά.

Καὶ στὸ σημεῖο αὐτό, ἡ θεώρηση τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τῶν συμβόλων ἐν τῷ ναῷ, ἐκ μέρους τοῦ μητροπολίτου Περιστερίου βασίζεται σὲ λατινικὲς προϋποθέσεις. Ὅπως χαρακτηριστικὰ λέει ὁ λειτουργιολόγος Σμέμαν: «ἡ λατινικὴ θεολογία ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς διάσπασης καὶ τῆς ἀποσύνθεσης τοῦ συμβόλου. Τὸ σύμβολο ἔχοντας συρρικνωθεῖ σὲ ἀναπαραστατικὸ συμβολισμό, χάνει τὴν ἐπαφή του μὲ τὴν πραγματικότητα» (Εὐχαριστία, σέλ.49).

Μέσα στὴν Θεία Λειτουργία ζοῦμε ἀπὸ ἐδῶ τὰ ἔσχατα, γι’ αὐτὸ λέμε ὅτι ὁ λειτουργικὸς χρόνος εἶναι ἐσχατολογικός. Ὅσα ζοῦμε στὴν ἐκκλησία, τὰ ζοῦμε ἐσχατολογικά. Ἡ ἁγιαστικὴ χάρις ἔρχεται σὲ ἐμᾶς ἀπὸ τὰ ἔσχατα. Ἡ θεία Οἰκονομία ἔχει ὁλοκληρωθεῖ καὶ ἔρχεται σὲ ἐμᾶς ὁλοκληρωμένη. Ἀκόμα καὶ τὸ γεγονὸς τῆς Δευτέρας Παρουσίας ποὺ δὲν ἔχει συμβεῖ ἀκόμα, στὴν θεία λειτουργία τὸ θεωροῦμε ὡς γεγενημένο.

Λέμε στὴν εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς: «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καὶ πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν Καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν Παρουσίας». Ὅλα εἶναι γεγενημένα, ὅλα εἶναι ὁλοκληρωμένα στὴν ἐσχατολογική τους διάσταση καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔρχονται σὲ ἐμᾶς στὸ μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας.

Ἔτσι λοιπὸν ἀκόμη καὶ τὴ Σταύρωση δὲν τὴν ἐπαναλαμβάνουμε ἀποκομμένη ἀπὸ τὴν ἐσχατολογικὴ προοπτική της, ἐγκλωβισμένη στοὺς ἱστορικούς της προσδιορισμούς, λὲς καὶ βρισκόμαστε σὲ ἄγνοια καὶ δὲν ξέρουμε τί θὰ ἐπακολουθήσει μετά. Ὅλα τὰ ζοῦμε ὑπὸ τὴν προοπτικὴ τῶν ἐσχάτων, γι' αὐτὸ καὶ ὁ Σταυρὸς εἶναι ζωοποιὸς καὶ σὲ καμία περίπτωση δὲν παραπέμπει σὲ ἕναν Χριστὸ νεκρὸ καὶ στατικό, ὅπως ἐντελῶς βλάσφημα διδάσκει ὁ μητροπολίτης Περιστερίου, ἀλλὰ σὲ ἕναν Χριστὸ ὁ ὁποῖος διὰ τοῦ σταυρικοῦ θανάτου νίκησε τὸν πεπτωκότα κόσμο καὶ κατήργησε «τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ' ἔστι τὸν διάβολον» (Ἔβρ. 2,14).

Αὐτὸ ἀκριβῶς ὑποστηρίζει καὶ ὁ ὁμοϊδεάτης τοῦ μητροπολίτου Περιστερίου, στὴν αἵρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, μητροπολίτης Ζηζιούλας (βλ. Εὐχαριστία καὶ Βασιλεία Θεοῦ, Σύναξη 51).

Ὅταν μᾶς λέει ὁ ἀπ. Παῦλος ὅτι «ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ» (Α΄ Κόρ. 11,26), προβάλλεται ὁ θυσιαστικὸς χαρακτῆρας τῆς Θείας Λειτουργίας, ποὺ ὡς «ἀναίμακτος» καὶ «λογικὴ» θυσία ταυτίζεται μὲ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ στὸν Σταυρό. Ὁ λόγος αὐτός τοῦ ἀπ. Παύλου εἶναι ἑρμηνεία τῆς φράσης «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λκ. 22,19) καὶ «προσανατολίζει πρὸς τὴν Παρουσία». Ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου δὲν καταγγέλλεται ὡς γεγονὸς τοῦ παρελθόντος ἀλλὰ μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς Παρουσίας τοῦ Κυρίου («ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ»).

Ἔτσι λοιπὸν ἀκόμα καὶ ἡ θυσιαστικὴ ἀντίληψη τῆς θείας Εὐχαριστίας θεμελιώνεται στὴν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ ἔσχατα. «Ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ ὡς τοῦ Πασχαλίου Ἀμνοῦ ἀποτελεῖ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ ἐσχατολογικοῦ σκοποῦ τῆς θυσίας... Ὅταν λοιπὸν λέει ὁ Χριστὸς κατὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ ἐπαναλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας, ὅτι «τοῦτο ἐστὶ τὸ αἷμα μου, τὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης», ἡ σκέψη μας κατευθύνεται πρὸς τὴν ἔλευση καὶ ἐγκαθίδρυση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἁπλῶς πρὸς ἕνα γεγονὸς ποὺ συνέβη στὸ παρελθόν».

Ἔτσι λοιπὸν ἡ Θεία Λειτουργία δὲν εἶναι μία ἁπλὴ ἀναπαράσταση παρελθόντων γεγονότων ἀλλὰ ἡ ἐνεργὸς παρουσία τῆς ἀγαπητικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, ποὺ συνάγει στὴ Βασιλεία Του τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.

Βλέποντας λοιπὸν τὴν θυσία τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ ἐντὸς τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀναγόμαστε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι σὲ ἕνα στατικὸ γεγονὸς τοῦ παρελθόντος, ὅπως ἐντελῶς κακόδοξα διδάσκει ὁ μητροπολίτης Περιστερίου.

 

Ὁ κατακερματισμὸς τοῦ Σταυροῦ

Ἡ κακόδοξη ὅμως αὐτὴ λογικὴ τοῦ κατακερματισμοῦ καὶ τῆς ἀποσπασματικῆς θεώρησης τῶν πραγμάτων καὶ τῆς ἀποκοπῆς τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὸ ἄλλο, δὲν σταματάει μόνο σὲ γεγονότα ποὺ εἶναι διαφορετικὰ μεταξύ τους, ἀλλὰ ἐφαρμόζεται ἀκόμα καὶ στὸ ἴδιο καὶ στὸ αὐτὸ γεγονός! Διαχωρίζεται ὁ Σταυρὸς ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένο. Ἄλλο ὁ σταυρὸς μόνος του, λένε, ἄλλο μὲ τὸν Χριστὸ πάνω του. Ἄλλος ὁ σταυρὸς τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ἄλλος ὁ σταυρὸς τῆς λιτανείας. Ἄλλος ὁ ξύλινος σταυρός, ἄλλος ὁ ἀσημένιος. Καὶ κάπως ἔτσι φτάνουμε στὴν παράνοια!

Ὅπως ὅμως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Τί γὰρ διαφέρει Σταυρὸς μὴ ἔχων τὸ τοῦ Κυρίου ἐκτύπωμα τοῦ ἔχοντος;» Σὲ τί διαφέρει ὁ σταυρὸς ποὺ ἔχει τὸ ἐκτύπωμα τοῦ Κυρίου πάνω του ἀπὸ αὐτὸν ποὺ δὲν τὸ ἔχει; Ἐννοῶντας δηλαδὴ ὅτι δὲν διαφέρει σὲ τίποτα, διότι βλέποντας τὸν σταυρὸ νοοῦμε ταυτόχρονα καὶ τὸν Χριστὸ ποὺ σταυρώθηκε ἐπάνω στὸν σταυρό. Ἀλλιῶς ἕνας σταυρὸς ποὺ δὲν παραπέμπει στὸν ἐσταυρωμένο τί νόημα ἔχει; Ἀπὸ ποῦ λαμβάνει τὴν δύναμη του ὁ σταυρός; Ἀπὸ τὸ σχῆμα του ἢ ἀπὸ τὸν ἐσταυρωμένο Χριστὸ ποὺ θυσιάστηκε ἐπάνω του, στὸν ὁποῖο παραπέμπει; Καὶ ἂν παραπέμπει στὸν ἐσταυρωμένο, τότε ποιά ἡ διαφορὰ καὶ ποιό τὸ πρόβλημα ἂν τὸν ἀπεικονίζει πάνω του; Καὶ ὁ σταυρὸς καὶ ὁ ἐσταυρωμένος εἶναι ἡ ἴδια καὶ ἡ αὐτὴ εἰκόνα: ἡ εἰκόνα τῆς ὑπέρτατης θυσίας τοῦ Χριστοῦ τὴν ὁποία ἀδυνατεῖ νὰ ἀντικρύσει ὁ διάβολος διότι εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετη μὲ τὴν ἀπόλυτη ὑπερηφάνεια ποὺ ἐκφράζει ὁ ἴδιος.

Αὐτὰ λοιπὸν εἶναι τὰ ἀποτελέσματα τοῦ σχολαστικοῦ, λατινικοῦ καὶ ὀρθολογιστικοῦ τρόπου σκέψης ποὺ ὅλα τὰ κατακερματίζει καὶ τὰ ἐξετάζει ἀποκομμένα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, βλέποντας τὰ μονοδιάστατα καὶ γυμνὰ κάτω ἀπὸ τὸ ἐπιστημονικό του μικροσκόπιο.

Στὴν ὀρθόδοξη θεολογία ἀντιθέτως ὑπάρχει τὸ βάθος ποὺ ὑπάρχει ὅπως εἴπαμε καὶ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Ἕνα γεγονὸς ἔχει πολλὲς ὄψεις καὶ ἀλληλοπεριχωρεῖται μὲ ἄλλα. Στὴν θεία λειτουργία γιὰ παράδειγμα τὸ ἴδιο καὶ ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀναγνωρίζεται ὡς «ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος». Δὲν μπορεῖς λοιπὸν νὰ προσεγγίσεις τὰ μυστήρια μὲ τὸν λατινικὸ ὀρθολογισμὸ καὶ νὰ διαχωρίσεις τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ νὰ θεωρήσεις τὸ κάθε ἕνα ἀποσπασματικὰ καὶ ἀποκομμένο ἀπὸ τὰ ἄλλα, διότι εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ καταλήξεις σὲ αἵρεση ὅπως σὲ αἵρεση κατέληξαν καὶ οἱ Λατῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀστόχησαν στὴν ἑρμηνεία τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ τῆς σχέσης τῶν τριῶν προσώπων.

 

Τὸ ἑνιαῖο τῆς Τράπεζας

Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἐνεργεῖ τὰ μυστήρια ἐντὸς τῆς ἐκκλησίας καὶ ἐν Ἁγὶῳ Πνεύματι ὅλα ἑνοποιοῦνται.

Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἐντὸς ἡμῶν καὶ παράλληλα εἶναι μία πραγματικότητα ἐσχατολογική. Ἐντὸς τῆς θείας λειτουργίας ὅμως μετέχουμε σὲ αὐτὴν τὴν ἐσχατολογικὴ πραγματικότητα ἀπὸ ἐδῶ. Ἡ θεία λειτουργία εἶναι τὸ μυστήριο τῆς συναντήσεως καὶ κοινωνίας μὲ τὸν Χριστὸ «ἐπὶ τῆς τραπέζης του ἐν τῇ βασιλείᾳ του» («ἵνα ἐσθίητε καὶ πίνητε ἐπὶ τῆς τραπέζης μου ἐν τῇ βασιλεῖᾳ μου» (Λουκ. 22,30)).

Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας λέει ὅτι «διὰ τοῦτο ὁ Κύριος τὴν ἐν τῷ μέλλοντι τῶν ἁγίων ἀπόλαυσιν καὶ δεῖπνον ἐκάλεσε, ἵνα δείξη ταύτης τῆς τραπέζης μηδὲν ἐκεῖ πλέον εἶναι». Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ παρομοιάζεται ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ δεῖπνο, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ὅ,τι ὑπάρχει στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ὑπάρχει καὶ στὴν Θεία Λειτουργία.

Καὶ ἐπίσης ὅ,τι ὑπάρχει στὴν Τράπεζα τῆς Θείας Λειτουργίας τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ὑπῆρχε καὶ στὴν Τράπεζα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου.

Ἐν Χριστῷ λοιπὸν καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὅλα ἑνοποιοῦνται. Ἔχουμε τρεῖς διαφορετικὲς πραγματικότητες: τὸ μυστικὸ δεῖπνο ποὺ συνέβη ἅπαξ στὸ παρελθόν, τὴν θεία λειτουργία ποὺ συμβαίνει πολλὲς φορὲς στὸ παρὸν καὶ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἕνα ἀναμενόμενο μελλοντικὸ γεγονός. Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς πραγματικότητες, ἐν Χριστῷ καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό.

Σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ δείπνου ποὺ χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι πολλὲς φορὲς σὲ μία γιορτὴ τρῶμε τὸ ἴδιο φαγητὸ (γιὰ παράδειγμα τὸ ἀρνὶ ποὺ τρῶμε κάθε Πάσχα). Στὴν περίπτωση αὐτὴ λέμε ὅτι τὸ φαγητὸ ποὺ τρῶμε κάθε φορὰ εἶναι τὸ ἴδιο, μὲ τὴν ἔννοια ὅμως ὅτι εἶναι τὸ ἴδιο εἶδος κρέατος καὶ ὁ ἴδιος τρόπος μαγειρέματος. Ἄρα λοιπὸν δὲν εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο, ἀλλὰ παρόμοιο. Στὴ θεία λειτουργία ὅμως, αὐτὸ ποὺ τρῶμε δὲν εἶναι παρόμοιο, εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ μὲ αὐτὸ ποὺ ἔφαγαν οἱ μαθητὲς στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ μὲ αὐτὸ ποὺ γεύονται οἱ δίκαιοι στὸ δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὅπως λοιπὸν ἡ ταυτότητα τῆς οὐσίας τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας συνεπάγεται τὸ ἑνιαῖο τῆς θεότητας, μιλᾶμε γιὰ ἕναν Θεό, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση τοῦ δείπνου, ἡ ταυτότητα τῆς τράπεζας συνεπάγεται καὶ τὸ ἑνιαῖο τῆς ἐμπειρίας γεγονότων ποὺ δὲν ταυτίζονται μεταξύ τους καὶ ἀπέχουν χρονικὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο.

Ἂν πᾶς λοιπὸν μὲ τὴν ὑπεραπλουστευτικὴ λογικὴ τοῦ μητροπολίτου Περιστερίου (ἕνα, δύο, τρία) νὰ τὰ βάλεις σὲ σειρά, εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ ἀστοχήσεις θεολογικὰ καὶ θὰ καταλήξεις σὲ αἵρεση. Τὸ εἴδαμε αὐτὸ τόσο στὸ γεγονὸς τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ὅσο καὶ στὸ γεγονὸς τῆς Σταύρωσης, τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ τὰ δύο κατ’ ἐξοχὴν γεγονότα τῆς Θείας Οἰκονομίας τῶν ὁποίων ποιοῦμε τὴν ἀνάμνηση στὴν Θεία Λειτουργία καὶ σχετίζονται ἄμεσα μὲ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ὅπως εἴδαμε καὶ τὰ δύο αὐτὰ γεγονότα δὲν μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ὡς στιγμιαῖα γεγονότα ποὺ ἔγιναν καὶ τελείωσαν, ποὺ «ἔγιναν καὶ ἀπέγιναν» σύμφωνα μὲ τὴν ὁρολογία τοῦ Βαρλαάμ.

 

Ἡ Ἁγία Τράπεζα ὡς Θυσιαστήριο

Χρησιμοποιήθηκαν ἀπὸ πολλούς, πολὺ σωστά, παραπομπὲς σὲ Πατέρες σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες ἡ Ἁγία Τράπεζα θεωρεῖται ὡς Θυσιαστήριο. Καὶ τί πιὸ λογικὸ νὰ τοποθετηθεῖ δίπλα στὸ θυσιαστήριο, παρὰ τὸ ὄργανο τῆς θυσίας ποὺ εἶναι ὁ Σταυρός. Ἀκόμα ὅμως καὶ αὐτὲς οἱ σαφέστατες ἀναφορὲς (πιὸ σαφεῖς δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι) παρερμηνεύτηκαν σκανδαλωδῶς. Λέει ὁ ἅγιος Συμεῶν Θεσσαλονίκης: «ὄπισθεν τοῦ θυσιαστηρίου αὐτοῦ ἐξ ἀνατολῶν, τὸ εὐλογημένο ὄργανο τῆς θυσίας, ὁ θεῖος ἵσταται Σταυρός».

Πόσο πιὸ σαφὴς ἀναφορὰ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει; Καὶ ὅμως! Ἑρμηνεύει ὁ π. Δημήτριος Ἀθανασίου ὅτι τὸ «ὄπισθεν τοῦ θυσιαστηρίου» δὲν σημαίνει πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα ἀλλὰ παραπλεύρως, σὲ εἰδικὸ χῶρο ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος! Εἴπαμε ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει βάθος καὶ περικλείει πολλὲς ἔννοιες σὲ κάθε λέξη, ἀλλὰ ὄχι καὶ ἔτσι! Τὸ «ὄπισθεν» σημαίνει «πίσω ἀπὸ» καὶ μόνο καὶ σὲ καμία περίπτωση δὲν σημαίνει «σὲ εἰδικὸ χῶρο».

Ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο, ἐπιμένει ὁ ἅγιος Συμεῶν: «λαμβάνει (ὁ ἱερεὺς) τὸν Τίμιον Σταυρόν, ὄπισθεν ἱστάμενον τοῦ ἱεροῦ Θυσιαστηρίου». Οὔτε αὐτὸ σημαίνει πίσω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο! Καὶ αὐτὸ σημαίνει κάποιον εἰδικὸ χῶρο ὁ ὁποῖος ἀποκλείεται νὰ εἶναι πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Μὲ τέτοιου εἴδους ἑρμηνεῖες ὅμως τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ καταφέρει νὰ ἀποδείξει κάποιος εἶναι ὅτι «οὔ μὲ πείσεις κἂν μὲ πείσῃς».

 

Ἡ Ἁγία Τράπεζα ὡς Τράπεζα τῆς Βασιλείας

Ἂς ἀφήσουμε ὅμως τὴν θεώρηση τῆς Ἁγίας Τράπεζας ὡς θυσιαστηρίου (ὁπότε εἶναι προφανὴς ἡ θέση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα) καὶ ἂς προχωρήσουμε στὴν θεώρηση τῆς Ἁγίας Τράπεζας ὡς Τράπεζας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ προσεγγίσουμε τὴν σκέψη τοῦ μητροπολίτου Περιστερίου, διότι ὄντως καὶ αὐτὴ εἶναι μία ὀρθὴ θεώρηση. Στὴν ὀρθόδοξη θεολογία ὑπάρχουν πολλὲς ὄψεις τοῦ ἴδιου θέματος. Ὅπως εἴπαμε, στὴν θεία λειτουργία μετέχουμε στὸ ἐσχατολογικὸ δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ στὴν οὐράνια τράπεζα Του. Μετέχουμε στὴν ἴδια τράπεζα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ὅπου ὁ Κύριος φανέρωσε τὸ πλήρωμα τῆς ἀγάπης Του πρὸς τοὺς μαθητὲς Του («εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτοὺς (Ἰω.13,1)), ὅπως πολὺ ὀρθὰ λέει ὁ λειτουργιολόγος Σμέμαν.

Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἂν ἀκολουθήσουμε αὐτὴν τὴν θεώρηση, καὶ πάλι, ὁ Ἐσταυρωμένος εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένος μὲ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Λέει ὁ Σμέμαν: «Ὁ σύνδεσμος ἀνάμεσα στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ τὸ ἐθελούσιο πάθος τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀμφισβητήθηκε πὸτὲ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ μαρτυρεῖται ὄχι μόνο σὲ ὁλόκληρη τὴ λειτουργικὴ Παράδοση, ἀλλὰ πρὼτ’ ἀπ’ ὅλα στὸ ἴδιο τὸ Εὐαγγέλιο. Σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστὸς σκόπιμα τέλεσε τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο πρὶν τὸ Πάθος Του (Λουκ. 22,15) καὶ γνωρίζοντας πὼς εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα Του (Ἰω. 13,1).

Συνέχισε καὶ ὁλοκλήρωσε τὴν ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία πρὸς τοὺς μαθητές Του, ἡ ὁποία εἶχε ἤδη ἀρχίσει ἀπὸ τὸ Δεῖπνο καὶ συνεχίστηκε καθ’ ὁδὸν πρὸς τὸν κῆπο τῆς Γεθσημανή («ἐγείρεσθε ἄγωμεν ἐντεῦθεν» Ἰω. 14,31), ἔτσι ὥστε ὁ ἴδιος ὁ ἀποχωρισμός, ἡ ἄνοδος στὸν σταυρό, νὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ ὡς ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Ἡ ἴδια ἡ Εὐχαριστιακὴ προσευχὴ ποὺ συνδέει σταθερὰ τὴν ἀνάμνηση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου μὲ τὴν ἀνάμνηση τοῦ Σταυροῦ, μαρτυρεῖ γι’ αὐτὴν τὴν σύνδεση».

Ἀναμφισβήτητη λοιπὸν ἡ σύνδεση τῆς Ἁγίας Τράπεζας ὡς Τράπεζας τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο.

Στὴν Θεία Λειτουργία τελοῦμε τὴν Ἀνάμνηση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ὡς Παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο ὁ Κύριος φανέρωσε καὶ παρέδωσε στοὺς μαθητές Του τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν Βασιλεία τῆς Ἀγάπης τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Υἱό: «ἵνα ἡ ἀγάπη ἣν ἠγάπησάς με ἐν αὐτοῖς ᾖ, κἀγὼ ἐν αὐτοῖς» (Ἰω. 17,26), «ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινὼσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας» (Ἰω. 17,23).

Καὶ ἡ Σταύρωση εἶναι ἡ λογικὴ ἀκολουθία αὐτῆς τῆς φανέρωσης τῆς Βασιλείας τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, εἶναι ἡ συνέχεια καὶ ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, διότι ἐπάνω στὸν σταυρὸ ὁ Κύριος μᾶς ἔδειξε τὸ μέτρο τῆς Ἀγάπης. Μέσῳ τοῦ Σταυροῦ, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποκαλύφθηκε μυστικὰ στὸ Δεῖπνο, εἰσέρχεται σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, διότι στὸν κόσμο αὐτὸ τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸν Θεό, ἀναπόφευκτα, ἡ Ἀγάπη μπορεῖ νὰ βιωθεῖ καὶ νὰ φανερωθεῖ μόνο ὡς θυσία καὶ ὡς Σταυρός.

Ἔτσι λοιπόν, ἀκόμα καὶ ἂν θεωρήσουμε τὸ Ἱερὸ καὶ τὴν Ἁγία Τράπεζα ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ (ὅπως θέλει νὰ τὰ θεωρεῖ ὁ μητροπολίτης Περιστερίου), καὶ πάλι, ἡ οὐσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θεϊκὴ ἀγάπη ἡ ὁποία φανερώθηκε καὶ φανερώνεται στὴν τέλεια αὐτοθυσία τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Στὸν κόσμο τοῦτο, καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα μέσα μας, ἡ ἄνοδος στὴν χαρὰ καὶ στὴν πληρότητα τῆς Βασιλείας ποὺ μᾶς ἔχει κληροδοτηθεῖ, ὁλοκληρώνεται μόνο διὰ τοῦ σταυροῦ.

Καὶ καταλήγει ὁ Σμέμαν: «Ἡ Εὐχαριστιακὴ Ἀνάμνηση (ἡ Ἀνάμνηση δηλαδὴ ποὺ τελοῦμε στὴν Θεία Λειτουργία) εἶναι ἡ ἀνάμνηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποκαλύφθηκε καὶ μᾶς παραχωρήθηκε στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Ἡ ἀνάμνηση ὅμως τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὑπὲρ ἡμῶν κλώμενου καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὑπὲρ ἡμῶν ἐκχεόμενου, δὲν ξεχωρίζει ἀπὸ αὐτήν. Γι’ αὐτό, μόνο μέσα ἀπὸ τὸν σταυρό, τὸ δῶρο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνεται σὲ ἀποδοχὴ καὶ φανέρωση του στὴν Εὐχαριστία – στὴν πρὸς τὸν Οὐρανὸ ἄνοδο μας, στὴν συμμετοχή μας στὴν Τράπεζα τοῦ Χριστοῦ "ἐν τῇ βασιλεῖᾳ Του"».

 

Ὁ κατακερματισμὸς τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ

Λέει ὁ Κύριος στὴν Ἀποκάλυψη: «ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ρυπαρὸς ρυπαρευθήτω ἔτι» (Ἄποκ. 22,11). Ὁ πνευματικὸς αὐτὸς νόμος ἐπαληθεύεται πλήρως στὴν καθοδικὴ πορεία τῆς σκέψης τοῦ μητροπολίτου Περιστερίου ἡ ὁποία ἀφοῦ κατακερμάτισε τὰ πάντα στὸ διάβα της, κατέληξε νὰ κατακερματίσει ἀκόμα καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, φτάνοντας ἔτσι στὴν ἔσχατη κατάπτωση.

Σὲ προηγούμενο ἄρθρο μὲ τίτλο «Σταύρωση, Ἀνάσταση ἢ Ἀνάληψη;»[i] ἐπισημάναμε ὅτι μὲ τὸν τρόπο ποὺ σκέφτεται ὁ μητροπολίτης Περιστερίου ἀναπόφευκτα θὰ καταλήξει νὰ θέλει νὰ ἀφαιρέσει καὶ τὴν παράσταση τοῦ νεκροῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ ἀντιμήνσιο ποὺ ὑπάρχει σὲ ὅλες τὶς Ἀγίες Τράπεζες. Δὲν φανταστήκαμε ὅμως ὅτι θὰ τολμοῦσε νὰ προσβάλλει ἀκόμα καὶ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ!

Σὲ ἐγκύκλιο του ἔγραψε ὅτι τὴν Μ. Παρασκευὴ «ἡ Ἐκκλησία δὲν τελεῖ Θ. Λειτουργία, ἀκριβῶς γιὰ νὰ μὴν προσφέρει Σῶμα «πεθαμένου Θεοῦ» στοὺς ἀνθρώπους».

Ἄρα λοιπὸν τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα ποὺ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία σὲ κάθε Θεία Λειτουργία δὲν εἶναι τὸ ἴδιο καὶ ἐξαρτᾶται κάθε φορὰ ἀπὸ τὴν ἑορτὴ ποὺ ἑορτάζουμε.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὅμως λέει (Ὁμιλία Ε΄ εἰς τὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον) : «ὀσάκις ἂν κοινωνῇ μετὰ καθαροῦ συνειδότος Πάσχα ἐπιτελεῖ... ὅταν τῆς θυσίας μετέχει... Πάσχα ἐπιτελεῖ κἂν σήμερον, κἂν αὔριον, κἂν ὀποτεοὺν μετάσχη τῆς κοινωνίας» καὶ «οὐδὲν πλέον ἔχει τὸ ἐν τῷ Πάσχα μυστήριον τοῦ νῦν τελουμένου. ἕν ἐστὶ καὶ τὸ αὐτό, ἡ αὐτὴ τοῦ Πνεύματος χάρις. ἀεὶ Πάσχα ἐστίν... καὶ ἐν Παρασκευῇ καὶ ἐν Σαββὰτῳ καὶ ἐν Κυριακῇ καὶ ἐν ἡμὲρᾳ μαρτύρων ἡ αὐτὴ θυσία ἐπιτελεῖται... οὐχ ὃρῳ καιροῦ περιέγραψε τὴν θυσίαν».

Ἄρα λοιπὸν δὲν ἔχει σημασία πότε τελοῦμε τὴν Λειτουργία. Δὲν διαφέρει ἡ Λειτουργία ἀνάλογα μὲ τὴν ἑορτὴ καὶ ἀνάλογα μὲ τὸν καιρὸ ποὺ τὴν τελοῦμε. Τὸ ἀνάποδο θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυριστεῖ κανείς, ὅτι δὲν τελοῦμε Θεία Λειτουργία τὴν Μ. Παρασκευὴ διότι εἶναι ἡμέρα πένθους καὶ δὲν ταιριάζει αὐτὴν τὴν ἡμέρα νὰ τελέσουμε τὴν Θεία Λειτουργία ποὺ ἔχει πασχάλιο χαρακτῆρα. Αὐτὸ λέει καὶ ὁ Φουντούλης στὴν 262η ἀπάντησή του.

Ὁ Φουντούλης ὅμως παραθέτει καὶ μία δεύτερη αἰτία παραπέμποντας καὶ στὸν ἅγιο Συμεῶν Θεσσαλονίκης. Λέει ὁ Φουντούλης: «Ἡ ἀνάμνηση τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου καὶ τῆς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ἱερουργίας Του, ποὺ εἶναι τὸ θέμα τῆς ἡμέρας αὐτῆς, θεωρήθηκε τόσο πλήρης, ὥστε δὲν ἐκρίθη σκόπιμο καὶ λογικὸ νὰ ἀναδιπλωθεῖ διὰ τῆς τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας ἡ ὁποία ἔχει καὶ αὐτὴ τὸ ἴδιο θέμα».

Λέει καὶ ὁ ἅγιος Συμεῶν Θεσσαλονίκης (Ἀποκρίσεις πρὸς τινὰς ἐρωτήσεις, Ἐρώτησις ΝΒ΄): «Δὲν τελοῦμεν τελείαν λειτουργίαν εἰς τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην Παρασκευήν, διότι ὁ Κύριος, ὅστις τὴν Πέμπτην τὰ μυστήρια εἰς ἀνάμνησιν τοῦ πάθους παρέδωκε, κατὰ τὴν Παρασκευὴν καὶ τὸ πάθος ἑκουσίως ὑπέμεινε καὶ ἱερούργησε διὰ τοῦ σταυροῦ ἐθελουσίως τὸν ἑαυτὸν του εἰς τὸν Πατέρα, ὡς εἴρηται. Διὰ τοῦτο, ὡς γενομένης ἤδη τότε τῆς θυσίας ἐν τῷ θεῖῳ αὐτοῦ σώματι διὰ τοῦ πάθους, δὲν εἶναι χρεία νὰ ἐκτελῶμεν ἡμεῖς τὰ εἰς ἀνάμνησιν τοῦ πάθους του. Διὰ τοῦτο καὶ παρελάβομεν νὰ μὴ ἐνεργήσωμεν τελείαν θυσίαν, ἀλλὰ μόνον τὰ προηγιασμένα νὰ προθέσωμεν καὶ νὰ λειτουργῶμεν».

Ἐφόσον λοιπὸν ὅπως λέει ὁ ἀπ. Παῦλος: «ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε» (Α΄ Κόρ. 11,26) καὶ τὴν Μ. Παρασκευὴ μὲ ὅσα τελοῦμε ζοῦμε στὸ λειτουργικὸ παρὸν τὸ πάθος καὶ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου, δὲν χρειάζεται νὰ τελοῦμε καὶ πάλι τὰ εἰς ἀνάμνησιν τοῦ πάθους Του τελῶντας τὴν Θεία Λειτουργία τὴν ἡμέρα αὐτή.

Πολὺ εὔκολα μπορεῖ νὰ καταλάβει κάποιος ὅτι οἱ ἀνωτέρω ἐξηγήσεις τόσο τοῦ Φουντούλη ὅσο καὶ τοῦ ἁγίου Συμεῶν Θεσσαλονίκης εἶναι ἐνισχυτικὲς τῆς θεολογικῆς ὀρθότητας τῆς παρουσίας τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καθὼς καὶ οἱ δύο τονίζουν τὴν ἄμεση σχέση τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ μὲ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας.

Ἄρα τὸ ἐπιχείρημα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ μητροπολίτης Περιστερίου περὶ μὴ τελέσεως Θείας Λειτουργίας τὴν Μ. Παρασκευή, στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀντίθετο στὴν θεολογική του σκέψη καὶ στὴν πρακτικὴ τῆς ἀφαίρεσης τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα.

Ἡ δὲ δική του ἑρμηνεία τὸ μόνο ποὺ κατορθώνει εἶναι νὰ ἐκθέσει καὶ νὰ φανερώσει στὴν πληρότητα της τὴν βλάσφημη καὶ κακόδοξη θεολογική του σκέψη.

Ἐκτὸς αὐτοῦ ὅμως φαίνεται καὶ πόσο ἕωλα εἶναι τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ μητροπολίτης Περιστερίου, διότι ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεῶν οἱ πιστοὶ παλαιότερα μετεῖχαν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου τὴν Μ. Παρασκευὴ ἀπὸ προηγιασμένα Τίμια Δῶρα.

Τὸ θέμα εἶναι τόσο σοβαρὸ ποὺ ἀπορεῖ κανεὶς τί ἄλλο θὰ πρέπει νὰ πεῖ, νὰ γράψει καὶ νὰ διδάξει δημόσια κάποιος μητροπολίτης γιὰ νὰ ἐπιληφθοῦν τὰ Συνοδικὰ Ὄργανα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου;

 

Η μόρφωση

Ἀντιθέτως βλέπουμε ἀκόμα καὶ παραδοσιακοὺς ἀρχιερεῖς νὰ ἐκθειάζουν τὴν μόρφωση καὶ τὶς σπουδὲς τοῦ μητροπολίτη Περιστερίου, ἐνῷ ὅπως φαίνεται ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ πρόβλημα του, καθὼς ὅπως φαίνεται ἡ θεολογική του σκέψη ἐπηρεάστηκε καίρια ἀπὸ τὶς σπουδές του στὴ Γαλλία καὶ τὸ Καθολικὸ Ἰνστιτοῦτο Παρισίων. Ἄλλωστε ὅπως εἶπε καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Τὸ κακὸ θὰ ἔρθει ἀπὸ τοὺς διαβασμένους».

Ἀλλὰ οὔτε καὶ ὡς διαβασμένος μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὁ μητροπολίτης Περιστερίου, διότι τί θεολογικὰ βιβλία ἔχει διαβάσει ἂν δὲν ἔχει διαβάσει τὸ «Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ; [ii]

Ἂν ὑπάρχει μία Ὀρθόδοξη Δογματική, αὐτὴ εἶναι ἡ «Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος περικλείει καὶ συνοψίζει ὅλους τοὺς Πατέρες πρὶν ἀπὸ αὐτόν. Ἂν ἕνας ὀρθόδοξος θεολόγος θὰ πρέπει νὰ διαβάσει ἕνα βιβλίο, αὐτὸ εἶναι ποὺ θὰ πρέπει νὰ διαβάσει. Ἂν λοιπὸν δὲν ἔχει διαβάσει οὔτε αὐτό, τότε πῶς μπορεῖ νὰ θεωρεῖται διαβασμένος καὶ τί εἴδους μόρφωση ἔχει;

Καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν τὸ ἔχει διαβάσει, διότι ἂν τὸ εἶχε διαβάσει, θὰ εἶχε διαβάσει καὶ τὸ ἑξῆς χωρίο ἀπὸ τὸ κεφάλαιο «Περὶ τῶν ἁγίων καὶ ἀχράντων τοῦ Κυρίου μυστηρίων» ὅπου λέει τὰ ἑξῆς ἀφοπλιστικά: «Προσέλθωμεν αὐτῷ πὸθῳ διακαεῖ καὶ σταυροειδῶς τὰς παλάμας τυπώσαντες τοῦ ἐσταυρωμένου τὸ σῶμα ὑποδεξώμεθα».

Δηλαδή: Ἂς προσέλθουμε (στὸ μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας) μὲ φλογερὸ πόθο καὶ ἀφοῦ σταυρώσουμε τὶς παλάμες (σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας) ἂς ὑποδεχθοῦμε τὸ σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου.

Τὰ σχόλια περιττεύουν. Μὲ μία ἁπλὴ φράση, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς καταρρίπτει πλήρως ὅλο τὸ οἰκοδόμημα τῆς θεολογικῆς σκέψης τοῦ μητροπολίτου Περιστερίου. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ μορφωμένος ἱεράρχης τῆς Συνόδου;

 

Μητροπολίτης Περιστερίου: «Αστεία Πράγματα»!...[iii]

Μητροπολίτης Περιστερίου: «Απελπισία»![iv]

 



[iii] https://imperisteriou.gr/wp-content/uploads/2024/05/egkyklios-estaurwnenos.pdf  σελ.11

 

[iv] https://imperisteriou.gr/wp-content/uploads/2024/05/egkyklios-estaurwnenos.pdf  σελ.13