Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

Τα θέλγητρα του Ινδουϊσµού





Ιερομόναχου Serapheim Rose
Η Ορθοδοξία και η θρησκεία τού μέλλοντος
Τα θέλγητρα του Ινδουϊσµού

Ήµουν µόλις 16 χρόνων όταν δύο γεγονότα άλλαξαν την πορεία της ζωής µου. Πήγα στο ∆οµινικανό Καθολικό γυναικείο µοναστήρι του αγίου Ραφαήλ και συνάντησα για πρώτη φορά το Χριστιανισµό. Την ίδια χρονιά συνάντησα τον Ινδουϊσµό στο πρόσωπο ενός Ινδού µοναχού, ενός Swami, ο οποίος έγινε σύντοµα ο γκουρού, ή δάσκαλός µου. Μια µάχη είχε αρχίσει, αλλά δεν ήµουν ικανή να το καταλάβω για είκοσι χρόνια σχεδόν. Στο µοναστήρι διδάχτηκα τις βασικές αλήθειες του Χριστιανισµού.
 Εδώ βρίσκεται η δύναµη του ταπεινού και µια παγίδα για τον υπερήφανο. Ο άγιος Ιάκωβος έγραψε αληθινά: «Ο Θεός αντιτάσσεται στους υπερηφάνους, και δίνει χάρη στους ταπεινούς» (Ιάκ. 4:6). Και πόσο υπερήφανη ήµουν· δεν παραδεχόµουν την ύπαρξη του προπατορικού αµαρτήµατος, ούτε την ύπαρξη της κόλασης. Και είχα πολλά επιχειρήµατα εναντίον τους. Μια µοναχή πολύ φιλάνθρωπη µου έδωσε το κλειδί όταν είπε: «Προσευχήσου για το δώρο της πίστης». Αλλά η εκπαίδευση του Σουάµι είχε ήδη αποκτήσει επιρροή πάνω µου, και νόµιζα   ότι είναι υποτιµητικό να παρακαλάς κάποιον, ακόµα και το Θεό. Πολύ αργότερα θυµήθηκα τι µου είχε πει. Χρόνια αργότερα, ο σπόρος χριστιανικής πίστης που είχε φυτευτεί µέσα µου πρόβαλε µέσα από µια απέραντη θάλασσα απελπισίας. Με τον καιρό η φύση των βιβλίων που είχα φέρει µαζί µου στο σχολείο, όλα καλυµµένα µε µονόχρωµα καλύµµατα, αποκαλύφθηκε. Βιβλία όπως η Bhagavad Gita, οι Upanishads, η Vedantasara, η Ashtavakra Samhita…


 Εν µέρει το µυστικό µου µαθεύτηκε, αλλά τίποτα ιδιαίτερο δεν ειπώθηκε. Χωρίς αµφιβολία οι µοναχές νόµιζαν ότι θα περάσει, όπως πράγµατι περνούν τα περισσότερα είδη διανοητικής έπαρσης στα νεαρά κορίτσια. Αλλά µια τολµηρή µοναχή µου είπε την αλήθεια. Είναι µια αλήθεια καθόλου δηµοφιλής, και σπάνια την ακούει κανείς. Μου είπε ότι θα πήγαινα στην κόλαση αν πέθαινα µέσα στον Ινδουϊσµό, αφού είχα πρώτα γνωρίσει την αλήθεια του Χριστιανισµού. Ο άγιος Πέτρος το έθεσε έτσι: «∆ιότι από αυτό που ο άνθρωπος έχει νικηθεί, σ’ αυτό και έχει υποδουλωθεί . Εάν, αφού απέφυγαν τα µιάσµατα αυτού του κόσµου δια της γνώσης του Κυρίου και Σωτήρα µας Ιησού Χριστού, πάλι µπλέκονται σ’ αυτά και νικιούνται, τότε τα τελευταία τους έχουν γίνει χειρότερα από τα πρώτα. Θα ήταν καλύτερα γι’ αυτούς να µην είχαν γνωρίσει το δρόµο της δικαιοσύνης, παρά, αφού τον γνώρισαν, να στρέψουν τα νώτα προς την άγια εντολή που τους παραδόθηκε» (Β’ Πέτρου 2:19-21). Πόσο περιφρόνησα την αδελφή για τη «µισαλλοδοξία» της. Όµως αν ζούσε σήµερα θα την ευχαριστούσα µε όλη µου την καρδιά. Αυτό που µου είπε βασάνιζε, όπως θα έκανε η αλήθεια, και επρόκειτο τελικά να µε οδηγήσει στην πληρότητα της Αγίας Ορθοδοξίας. Το σηµαντικό πράγµα που αποκόµισα στο γυναικείο µοναστήρι ήταν ένα µέτρο σύγκρισης, και κάποια µέρα θα το χρησιµοποιούσα για να ανακαλύψω ότι ο Ινδουϊσµός ήταν απάτη. Η κατάσταση άλλαξε πολύ από τότε που ήµουν στο σχολείο. Αυτό που ήταν µια µεµονωµένη περίπτωση Ινδουϊσµού αναπτύχθηκε σε επιδηµία. Τώρα κάποιος πρέπει να έχει µια έξυπνη κατανόηση των δογµάτων του Ινδουϊσµού, αν πρόκειται να προφυλάξει νεαρούς Χριστιανούς από το  να διαπράξουν πνευµατική αυτοκτονία όταν συναντούν ανατολικές θρησκείες. Η γοητεία του Ινδουϊσµού είναι ευρέως φάσµατος· υπάρχουν κολακείες για κάθε χάρισµα και επικλήσεις σε κάθε αδυναµία, αλλά ιδιαίτερα στην υπερηφάνεια.


 Και καθώς ήµουν πολύ υπερήφανη, ακόµα και στα δεκάξι µου χρόνια, ήταν σ’ αυτό που πρωτοέπεσα λεία. Το προπατορικό αµάρτηµα, η κόλαση και το πρόβληµα του πόνου µε στεναχωρούσαν. ∆εν τα είχα πάρει ποτέ στα σοβαρά πριν έρθω στο µοναστήρι. Τότε, ο Σουάµι παρουσίασε µια «διανοητικά ικανοποιητική» εναλλακτική λύση για κάθε άβολο χριστιανικό δόγµα. Η κόλαση ήταν τελικά µόνο µια προσωρινή κατάσταση της ψυχής που είχε προέλθει από το δικό µας κακό κάρµα (περασµένες πράξεις) σ’ αυτήν ή σε µια προηγούµενη ζωή. Και, φυσικά, µια προσωρινή αιτία δεν θα µπορούσε να έχει αιώνιο αποτέλεσµα. Το προπατορικό αµάρτηµα µεταστοιχειώθηκε µε θαυµαστό τρόπο σε προπατορική θεϊκότητα. Ήταν η πατρογονική µου κληρονοµιά, και καµµιά µου πράξη δεν θα ακύρωνε ποτέ αυτή την ένδοξη κατάληξη. Ήµουν θεϊκή. Ήµουν Θεός: «Ο αιώνιος ονειρευτής, που ονειρεύεται πεπερασµένα όνειρα». Όσο για το πρόβληµα του πόνου, η ινδουϊστική φιλοσοφία που είναι γνωστή ως Βεδάντα (Vedanta) έχει ένα αληθινά κοµψό φιλοσοφικό σύστηµα για να το αντιµετωπίσει. Με δυο λόγια, ο πόνος είναι µάγια ή ψευδαίσθηση. ∆εν έχει πραγµατική υπόσταση – κι ακόµα περισσότερο, ο οπαδός της Advaita Βεδάντα µπορεί να ισχυριστεί ότι το αποδεικνύει! Σε µια άλλη περιοχή, ο Ινδουϊσµός προσφεύγει στο πολύ ευυπόληπτο λάθος να υποθέτει ότι ο άνθρωπος είναι τελειοποιήσιµος: µέσω της εκπαίδευσης (µε τη δική τους ορολογία, το γκουρουϊστικό σύστηµα), και µέσω της «εξέλιξης» (της συνεχούς προοδευτικής πνευµατικής ανάπτυξης του ανθρώπου). Επίσης δηµιουργείται ένα επιχείρηµα από τη σκοπιά της πολιτιστικής σχετικότητας· αυτό έχει τώρα προσλάβει τέτοια ευυποληψία, που είναι πραγµατική αµαρτία (γι’ αυτούς που δεν πιστεύουν στην αµαρτία) να αµφισβητήσεις οποιουδήποτε είδους σχετικότητα. Τι θα ήταν πιο λογικό, λένε, παρά διαφορετικά έθνη και λαοί να λατρεύουν το Θεό µε διαφορετικό τρόπο; Έπειτα ο Θεός είναι Θεός, και η ποικιλία στους τρόπους λατρείας συµβάλλει σε ένα γενικό θρησκευτικό «εµπλουτισµό». Αλλά ίσως η πιο ακαταµάχητη, γενικά, έλξη, είναι ο πραγµατισµός. Ολόκληρο το θρησκευτικό οικοδόµηµα του Ινδουϊσµού στηρίζεται από τις πρακτικές θρησκευτικές οδηγίες που δίνονται στο µαθητή από τον γκουρού του. Με αυτές τις πρακτικές ο µαθητής καλείται να επιβεβαιώσει τη φιλοσοφία µε τη δική του εµπειρία. Τίποτα δεν πρέπει να γίνεται δεκτό από πίστη. Και αντίθετα µε τις εκλαϊκευµένες αντιλήψεις, δεν υπάρχουν καθόλου µυστήρια – µόνο µια τεράστια ποσότητα εσωτερικού υλικού – κι έτσι απλώς δεν υπάρχει ανάγκη για πίστη. Σου λένε: «∆οκίµασέ το, και δες αν λειτουργεί». Αυτή η πραγµατιστική προσέγγιση είναι µεγάλος πειρασµός για τον ∆υτικό νου. Φαίνεται τόσο «επιστηµονική». Αλλά σχεδόν κάθε µαθητής πέφτει σε ένα είδος πραγµατιστικής απάτης: π.χ. αν η πρακτική λειτουργεί (και πραγµατικά λειτουργούν), πιστεύει ότι το σύστηµα είναι αληθινό, και, κατά συνέπεια, ότι είναι χωρίς επιφύλαξη καλό. Όµως φυσικά, αυτό δεν είναι επόµενο. Το µόνο που πραγµατικά µπορούµε να πούµε είναι: αν λειτουργούν, τότε λειτουργούν. Αλλά αν µας διαφύγει αυτό το σηµείο, εύκολα καταλαβαίνετε, πως µια µικρή ψυχική εµπειρία ενεργεί µε µεγάλη πειθώ στον καηµένο το µαθητή. Αυτό µε οδηγεί στο τελευταίο καλόπιασµα που θα αναφέρω, το οποίο είναι οι «πνευµατικές εµπειρίες». Αυτές έχουν ψυχική ή και δαιµονική προέλευση.


 Αλλά ποιος από τους ασκούµενους έχει κάποιο τρόπο να ξεχωρίσει την ψευδαίσθηση από την γνήσια πνευµατική εµπειρία; ∆εν έχουν µέτρο σύγκρισης. Αλλά µη νοµίζετε πως ό,τι βλέπουν, ακούν, µυρίζουν και αγγίζουν σ’ αυτές τις εµπειρίες είναι αποτέλεσµα απλής διανοητικής παρεκτροπής. ∆εν είναι. Είναι αυτό που η (ρωσική) Ορθόδοξη παράδοση αποκαλεί prelest (πλάνη) 3. Είναι µια σηµαντική λέξη, γιατί αναφέρεται στη ακριβή κατάσταση ενός προσώπου που έχει ινδουϊστικές «πνευµατικές εµπειρίες». ∆εν υπάρχει ακριβές αντίστοιχο της λέξης «πρελέστ» στο αγγλικό λεξικό. Καλύπτει όλο το φάσµα των ψευδών πνευµατικών εµπειριών: από την απλή παραίσθηση και εξαπάτηση µέχρι την πραγµατική κατάληψη από δαίµονα. Σε κάθε περίπτωση το κίβδηλο εκλαµβάνεται ως γνήσιο και το συνολικό αποτέλεσµα είναι µια επιταχυνόµενη αύξηση της υπερηφάνειας. Μια θερµή, βολική αίσθηση εξαιρετικής σηµασίας σταθεροποιεί το άτοµο στην πλάνη, κι αυτό τον αποζηµιώνει για όλη την αυτοπειθαρχία και τις προσπάθειες του. Στην πρώτη επιστολή του, ο άγιος Ιωάννης προειδοποιεί τους πρώτους Χριστιανούς: «Αγαπητοί, µην πιστεύετε κάθε πνεύµα, αλλά δοκιµάζετε τα πνεύµατα αν είναι από το Θεό…» (Α’ Ιω. 4:1) Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης ήταν προσεκτικός στο να καθοδηγεί τους µοναχούς σχετικά µε τους κινδύνους αυτών των εµπειριών: «’’Ολόγυρα, γύρω από τους αρχάριους και τους ισχυρογνώµονες, οι δαίµονες συνηθίζουν να απλώνουν τα δίχτυα των σκέψεων και των ολέθριων φαντασιώσεων, και προετοιµάζουν τάφρους για την καταστροφή τους…’’ Ένας µοναχός τον ρώτησε: ‘’Τι πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος όταν ο δαίµονας παίρνει τη µορφή αγγέλου του φωτός;’’ ‘’Σ’ αυτή την περίπτωση, ένας άνθρωπος χρειάζεται µεγάλη δύναµη διάκρισης για να διακρίνει σωστά µεταξύ καλού και κακού. Γι’ αυτό στην απερισκεψία σας, µην παρασύρεστε τόσο γρήγορα από αυτό που βλέπετε, αλλά να έχετε βαρύτητα και, δοκιµάζοντας τα πάντα µε προσοχή, δεχθείτε το καλό και απορρίψτε το κακό. Πάντα πρέπει να δοκιµάζετε και να εξετάζετε, και µονάχα µετά να πιστεύετε. Να ξέρετε ότι τα έργα της χάρης είναι φανερά, και ο δαίµονας, παρά τις µεταµορφώσεις του, δεν µπορεί να τα παραγάγει: δηλαδή, πραότητα, φιλικότητα, ταπεινότητα, µίσος του κόσµου, εκκοπή των παθών και των σαρκικών επιθυµιών – που είναι τα αποτελέσµατα της χάρης. Τα έργα των δαιµόνων είναι: υπερηφάνεια, αλαζονεία, εκφοβισµός και όλα τα κακά. Από τέτοια αποτελέσµατα θα µπορείτε να διακρίνετε αν το φως που λάµπει στην καρδιά σας είναι από το Θεό ή το σατανά. Το µαρούλι µοιάζει µε τη µουστάρδα, και το ξύδι µοιάζει στο χρώµα µε το κρασί· αλλά όταν τα δοκιµάζετε ο ουρανίσκος διακρίνει και αποσαφηνίζει τη διαφορά µεταξύ τους. Με τον ίδιο τρόπο η ψυχή, αν έχει διάκριση, µπορεί να διακρίνει µε τη γεύση του νου τα δώρα του Αγίου Πνεύµατος από τις φαντασίες και τις ψευδαισθήσεις του σατανά.» Ο παραπλανηµένος ή υπερήφανος πνευµατικός υποψήφιος είναι πιο τρωτός στην πλάνη. Και η επιτυχία και η αντοχή του Ινδουϊσµού στο χρόνο εξαρτώνται παρά πολύ από αυτόν τον ψεύτικο µυστικισµό. Πόσο ιδιαίτερα ελκυστικός είναι για νεαρούς χρήστες ναρκωτικών, που έχουν ήδη µυηθεί σε τέτοιου είδους εµπειρίες. Τα λίγα τελευταία χρόνια έχουν δει την άνθηση και τον πολλαπλασιασµό των Σουάµι. Είδαν την ευκαιρία για δόξα και ευηµερία σ’ αυτή την έτοιµη αγορά. Και την έπιασαν. 2. Ένας πόλεµος δογµάτων Σήµερα ο Χριστιανισµός δέχεται µαχαιριές από έναν αντίπαλο σχεδόν άγνωστο στους πιστούς. Και αν µπορούσε, θα κάρφωνε στην καρδιά πριν δηλώσει το όνοµά του.


 Ο εχθρός είναι ο Ιουδαϊσµός, και ο πόλεµος που διεξάγεται είναι πόλεµος δόγµατος. Όταν οι ιεραποστολές Βεδάντα (Vedanta societies) ιδρύθηκαν σ΄ αυτή τη χώρα (Αµερική) γύρω στην αλλαγή του αιώνα, οι πρώτες προσπάθειες κατευθύνονταν στο να υποστηρίξουν ότι δεν υπήρχε πραγµατική διαφορά µεταξύ Ινδουϊσµού και Χριστιανισµού. Όχι µόνο δεν υπήρχε διένεξη, αλλά ένας καλός Χριστιανός θα µπορούσε να γίνει καλύτερος Χριστιανός µελετώντας κι εξασκώντας τη Βεδάντα· θα καταλάβαινε τον αληθινό Χριστιανισµό. Στις πρώτες τους διαλέξεις, οι Σουάµι επιχειρούσαν να δείξουν ότι αυτές οι ιδέες που φαίνονταν αποκλειστικές κτήσεις του Χριστιανισµού – όπως ο Λόγος και ο Σταυρός – προέρχονταν στην πραγµατικότητα από την Ινδία. Και οι ιδέες που φαίνονταν αποκλειστικές κτήσεις του Ινδουϊσµού – όπως η αναγέννηση, η µετενσάρκωση της ψυχής, και το σαµάντι (Samadhi ή έκσταση) µπορούσαν επίσης να βρεθούν στις χριστιανικές Γραφές – όταν αυτές ερµηνεύονταν κατάλληλα. Αυτό το είδος παγίδας έπιασε πολλούς ειλικρινείς αλλά παραπλανηµένους Χριστιανούς. Η αρχική ώθηση ήταν εναντίον αυτών που µπορούσαν να χαρακτηριστούν «αιρετικά» δόγµατα και υπέρ µιας θρησκείας αποκαλούµενης ως «επιστηµονικής», βασισµένης σε συγκριτική µελέτη όλων των θρησκειών. Η κύρια έµφαση ήταν πάντα σ’ αυτό: δεν υπάρχει διαφορά. Όλα είναι ένα. Όλες οι διαφορές είναι στην επιφάνεια· είναι φαινοµενικές ή σχετικές, όχι πραγµατικές. Όλα αυτά είναι φανερά από δηµοσιευµένες διαλέξεις που δόθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1900. Σήµερα βρισκόµαστε σε µεγάλο κίνδυνο επειδή αυτή η προσπάθεια ήταν τόσο πολύ επιτυχηµένη. Τώρα στην καθοµιλουµένη το «δόγµα» θεωρείται ως όρος άξιος χλευασµού. Αλλά αυτή η περιφρόνηση δεν θα µπορούσε να προκληθεί από αυτούς που ξέρουν ότι το δόγµα αναφέρεται στην πιο πολύτιµη κληρονοµιά της Εκκλησίας. Πάντως, από τη στιγµή που ο κακός συσχετισµός παγιώθηκε, οι δειλοί, που δεν τους αρέσει να συνδέονται µε τους µη δηµοφιλείς, άρχισαν να µιλούν για «άκαµπτο δόγµα», όρο που είναι πλεονασµός αλλά προδίδει αποδοκιµασία. Έτσι η στάση αυτή αφοµοιώθηκε µε δόλιο τρόπο από «ανοιχτόµυαλους» κριτικούς που είτε δεν ήξεραν ότι το δόγµα δηλώνει τι είναι ο Χριστιανισµός είτε απλώς ο Χριστιανισµός δεν τους αρέσει. Η επακόλουθη προδιάθεση κάποιων Χριστιανών να υποχωρούν όταν αντιµετώπιζαν την κατηγορία ότι έχουν δόγµατα, έχει δώσει όχι µικρή βοήθεια στους Ινδουϊστές. Μια βοήθεια από µέσα είχε στρατηγικά πλεονεκτήµατα. Το απίστευτο γεγονός είναι ότι λίγοι βλέπουν ότι η ίδια η δύναµη που θα ανέτρεπε το χριστιανικό δόγµα δεν είναι από µόνη της τίποτα άλλο, παρά ένα αντίθετο σύστηµα δογµάτων. Αυτά τα δύο δεν µπορούν να αναµειχθούν ή να «εµπλουτίσουν» το ένα το άλλο, γιατί είναι τελείως αντίθετα. Αν οι Χριστιανοί πειστούν να πετάξουν ή (αυτό που είναι πιο έξυπνο σαν τακτική) να αλλοιώσουν τα δόγµατά τους, για να ταιριάξουν µε την απαίτηση για ένα πιο εκσυγχρονισµένο ή «παγκόσµιο» Χριστιανισµό, έχουν χάσει τα πάντα, γιατί αυτό που είναι αγαπητό στους Χριστιανούς και στους Ινδουϊστές προέρχεται άµεσα από τα δόγµατά τους.


Και τα ινδουϊστικά δόγµατα είναι µια ευθεία απόρριψη των χριστιανικών δογµάτων. Αυτό οδηγεί σε ένα συµπέρασµα που σοκάρει: ό,τι οι Χριστιανοί θεωρούν κακό, οι Ινδουϊστές το θεωρούν καλό, και αντιστρόφως: ό,τι οι ινδουϊστές θεωρούν κακό, οι Χριστιανοί του θεωρούν καλό. Η αληθινή πάλη βρίσκεται σ’ αυτό: ότι το έσχατο αµάρτηµα για το Χριστιανό είναι η έσχατη συνειδητοποίηση καλού για τον Ινδουϊστή. Οι Χριστιανοί αναγνώριζαν πάντα την υπερηφάνεια ως το βασικό αµάρτηµα – την κύρια πηγή όλων των αµαρτιών. Και ο Εωσφόρος είναι το αρχέτυπο όταν λέει: «Θα ανεβώ στον Ουρανό, θα υψώσω το θρόνο µου πάνω από τα άστρα του Θεού... θα ανεβώ πάνω από τα ύψη των νεφών... θα είµαι σαν τον Ύψιστο» (Ησ. 14:13-14). Σε κατώτερο επίπεδο, είναι η υπερηφάνεια που µετατρέπει ακόµα και τις αρετές του ανθρώπου σε αµαρτίες. Αλλά για τον Ινδουϊσµό γενικά, και για τον Αντβαϊτίν ή τον οπαδό της Βεδάντα ειδικά, η µόνη «αµαρτία» είναι να µην πιστεύεις στον εαυτό σου και στην ανθρωπότητα όπως στον ίδιο το Θεό. Με λόγια του Σουάµι Βιβεκανάντα (Vivecananda), που ήταν ο κύριος σύγχρονος υπέρµαχος της Βεδάντα: «∆εν καταλαβαίνετε ακόµα την Ινδία! Εµείς οι Ινδοί είµαστε πάνω απ’ όλα ανθρωπολάτρες. Ο Θεός µας είναι ο άνθρωπος!» Το δόγµα του mukti, ή της σωτηρίας, συνίσταται σε αυτό: ότι «ο άνθρωπος πρόκειται να γίνει θείος συνειδητοποιώντας το Θείο». Από αυτό µπορεί κανείς να δει τα δόγµατα του Ινδουϊσµού και του Χριστιανισµού να στέκονται αντιµέτωπα, µαταιώνοντας το ένα το άλλο ως προς τη φύση του Θεού, τη φύση του ανθρώπου και το σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης. Αλλά όταν οι Χριστιανοί δέχονται την ινδουϊστική προπαγάνδα ότι καµµιά µάχη δεν διεξάγεται, ότι οι διαφορές µεταξύ Χριστιανισµού και Ινδουϊσµού είναι µόνο φαινοµενικές και όχι πραγµατικές – τότε οι ινδουϊστικές ιδέες είναι ελεύθερες να καταλάβουν τις ψυχές των Χριστιανών, κερδίζοντας τη µάχη χωρίς αγώνα. Και το τελικό αποτέλεσµα από αυτή τη µάχη είναι πραγµατικά συγκλονιστικό: η διαβρωτική δύναµη του Ινδουϊσµού είναι τεράστια. Στη δική µου περίπτωση, µε όλη τη βασικά καλή εκπαίδευση που έλαβα στο µοναστήρι, είκοσι χρόνια στον Ινδουϊσµό µε έφεραν στην ίδια την πόρτα της αγάπης του κακού. Βλέπετε, στην Ινδία ο «Θεός» λατρεύεται επίσης ως Κακό, µε τη µορφή της θεάς Κάλι. Αλλά γι’ αυτό θα µιλήσω στο επόµενο κεφάλαιο, στις ινδουϊστικές πρακτικές. Αυτό το τέρµα µας επιφυλάσσει το µέλλον, όταν πια δεν υπάρχει χριστιανικό δόγµα. Το λέω αυτό από προσωπική εµπειρία, επειδή έχω λατρέψει την Κάλι στην Ινδία και σ’ αυτή τη χώρα. Κι αυτή, που είναι ο σατανάς, δεν είναι κορόιδο. Αν εγκαταλείψεις τον Ζώντα Θεό, ο θρόνος δεν πρόκειται να παραµείνει άδειος. 3. Ινδουϊστικοί τόποι λατρείας και πρακτικές Το 1956 έκανα κοινωνική εργασία για τους κυνηγούς κεφαλών στις Φιλιππίνες. Ενδιαφερόµουν για την πρωτόγονη θρησκεία – ιδιαίτερα γι’ αυτό που θεωρείται µη εκπολιτισµένη περιοχή – εκεί όπου έχουν πάει λίγοι ιεραπόστολοι. Όταν έφτασα στη φυλή των Ιφουγκάο (Ifugao), δεν πίστευα στη µαύρη µαγεία. Όταν έφυγα, πίστευα. Ένας ιερέας Ιφουγκάο, ένας µουνµπάκι, ονόµατι Ταλούπα, έγινε ο καλύτερος φίλος και πληροφοριοδότης µου. Με τον καιρό έµαθα ότι ήταν φηµισµένος για την επιτηδειότητά του στη µαύρη τέχνη. Με πήρε στο «µπάκι», που είναι µια τελετή µυσταγωγικής µαγείας που γίνεται σχεδόν κάθε βράδυ κατά την περίοδο του θερισµού. Μια δωδεκάδα περίπου ιερείς συγκεντρώθηκαν σε µια καλύβα και η νύχτα πέρασε µε επικλήσεις θεοτήτων και προγόνων, πίνοντας κρασί από ρύζι και κάνοντας θυσίες στις δυο µικρές εικόνες γνωστές ως «µπουλόλ». Οι εικόνες πλένονταν µε αίµα κοτόπουλου, το οποίο είχε µαζευτεί σ’ ένα πιάτο και χρησίµευε για µαντεία του µέλλοντος προτού χρησιµοποιηθεί στις εικόνες. Εξέταζαν το αίµα για το µέγεθος και τον αριθµό των φυσαλίδων µέσα του, το χρόνο που έκανε ώσπου να πήξει· επίσης το χρώµα και η µορφοποίηση των οργάνων του κοτόπουλου τους έδιναν πληροφορίες. Κάθε βράδυ κρατούσα σηµειώσεις µε ευσυνειδησία. Αλλά αυτό ήταν µόνο η αρχή. ∆εν θα αναπτύξω πολύ το θέµα της µαγείας των Ιφουγκάο· αρκούµαι στο να πω ότι τον καιρό που έφυγα, είχα δει τέτοια ποικιλία και ποσότητα υπερφυσικών φαινοµένων που κάθε επιστηµονική εξήγηση ήταν ουσιαστικά αδύνατη. Αν ήµουν προδιατεθειµένη να πιστέψω κάτι όταν έφτασα, αυτό ήταν ότι η µαγεία είχε µια εντελώς φυσική εξήγηση. Επίσης, επιτρέψτε µου να πως ότι δεν τροµάζω πολύ εύκολα. Αλλά η πραγµατικότητα είναι ότι άφησα τους Ιφουγκάο επειδή είδα ότι οι τελετές τους όχι µόνο λειτουργούσαν, αλλά είχαν λειτουργήσει και πάνω µου – τουλάχιστον δύο φορές. Λέω όλα αυτά ώστε ό,τι πω για τις ινδουϊστικές πρακτικές και µέρη λατρείας να µη φανεί απίστευτο, το προϊόν ενός ξαναµµένου µυαλού.



 Έντεκα χρόνια µετά το επεισόδιο στους Ιφουγκάο, έκανα ένα προσκύνηµα στο σπήλαιο του Αµαρνάθ (Amarnath), βαθειά στα Ιµαλάια. Η ινδουϊστική παράδοση το έχει για το πιο ιερό µέρος λατρείας του Σίβα, το µέρος όπου αποκαλύπτει τον εαυτό του στους λάτρεις του και εισακούει τις παρακλήσεις. Είναι ένα µακρύ και δύσκολο ταξίδι πάνω από τη Μαχαγκούνα (Mahaguna), ένα στενό πέρασµα στα 14.000 πόδια και πάνω σ’ ένα παγετώνα· έτσι υπήρχε πολύς χρόνος να τον λατρέψω νοερά στο δρόµο, ιδίως αφού το παιδί που οδηγούσε το πόνυ µε το φορτίο δεν µιλούσε καθόλου Αγγλικά, κι εγώ δεν µιλούσα καθόλου Ινδικά. Αυτή τη φορά ήµουν προδιατεθειµένη να πιστέψω ότι ο θεός που λάτρευα και διαλογιζόµουν σχετικά µ’ αυτόν για χρόνια, θα αποκαλυπτόταν καταδεκτικά σε µένα. Η εικόνα του Σίβα µέσα στο σπήλαιο είναι κάτι αξιοπερίεργο από µόνη της· µια εικόνα από πάγο, σχηµατισµένη από νερό που στάζει. Όταν είναι πανσέληνος, η φυσική εικόνα φτάνει την οροφή του σπηλαίου – περίπου 15 πόδια – και στη χάση του φεγγαριού δεν αποµένει σχεδόν τίποτα από αυτήν. Έτσι µεγαλώνει και µικραίνει κάθε µήνα. Απ’ όσο ξέρω, κανείς ως τώρα δεν έχει εξηγήσει αυτό το φαινόµενο. Πλησίασα το σπήλαιο σε ευνοϊκό καιρό, όταν η εικόνα είχε σχηµατιστεί πλήρως. Σύντοµα επρόκειτο να λατρέψω το θεό µου µε πράσινη καρύδα, θυµίαµα, κόκκινα και λευκά κοµµάτια υφάσµατος, καρύδα, σταφίδες και ζάχαρη – όλα όσα απαιτούσε η τελετή. Μπήκα στο σπήλαιο µε δάκρυα αφοσίωσης. Αυτό που συνέβη τότε δύσκολα περιγράφεται. Το µέρος δονείτο – όπως µια Ιφουγκάο καλύβα µε µπάκι σε πλήρη δραστηριότητα. Συγκλονισµένη που βρήκα το ναό ένα τόπο ανεξήγητου λάθους, έφυγα αναγουλιάζοντας πριν ο ιερέας προλάβει να τελειώσει την προσφορά του στη µεγάλη εικόνα από πάγο. Το προσωπείο του Ινδουϊσµού είχε ραγίσει όταν µπήκα στο σπήλαιο του Σίβα, αλλά πέρασε κάποιος χρόνος προτού ελευθερωθώ. Στο µεσοδιάστηµα, έψαξα για κάτι που να στηρίζει το οικοδόµηµα που κατέρρεε, αλλά δεν βρήκα τίποτα. Εκ των υστέρων, µου φαίνεται ότι συχνά ξέρουµε πως κάτι είναι πραγµατικά κακό, πολύ πριν µπορέσουµε στ’ αλήθεια να το πιστέψουµε. Αυτό έχει εφαρµογή τόσο στις ινδουϊστικές «πνευµατικές πρακτικές», όσο και στα αποκαλούµενα «ιερά µέρη». Όταν ένας µαθητής µυείται από τον γκουρού, του δίνεται ένα σανσκριτικό µάντρα (mantra, µια προσωπική µαγική φόρµουλα), και συγκεκριµένες θρησκευτικές πρακτικές. Αυτά είναι εντελώς εσωτερικά και υπάρχουν στην προφορική παράδοση. ∆εν θα τα βρείτε τυπωµένα και είναι πολύ απίθανο να µάθετε γι’ αυτά από έναν µυηµένο, λόγω των ισχυρών αρνητικών κυρώσεων που είναι σε ισχύ για να προστατέψουν αυτή τη µυστικότητα. Ως αποτέλεσµα ο γκουρού προσκαλεί το µαθητή να αποδείξει τη φιλοσοφία µε τη δική του εµπειρία. Το θέµα είναι, ότι αυτές οι πρακτικές όντως λειτουργούν. Ο µαθητής µπορεί να αποκτήσει δυνάµεις ή «σίντις» (siddhis), όπως να διαβάζει τη σκέψη, δύναµη να θεραπεύει ή να καταστρέφει, να παράγει αντικείµενα, να προλέγει το µέλλον και ούτω καθεξής – όλο το φάσµα των θανατηφόρων ψυχικών κόλπων. Αλλά ακόµα χειρότερα από αυτό, πάντοτε πέφτει σε µια κατάσταση πλάνης, όπου περνά την παραίσθηση για πραγµατικότητα. Έχει «πνευµατικές εµπειρίες» απέραντης γλυκύτητας και ειρήνης. Έχει οράµατα θεοτήτων και φωτός. (Κάποιος µπορεί να θυµηθεί ότι ο ίδιος ο Εωσφόρος µπορεί να εµφανιστεί ως άγγελος φωτός). Όταν λέω «παραίσθηση» δεν εννοώ ότι δεν έχει στ’ αλήθεια εµπειρία αυτών των πραγµάτων· εννοώ µάλλον ότι αυτά δεν προέρχονται από το Θεό. Υπάρχει, φυσικά, το φιλοσοφικό οικοδόµηµα που στηρίζει κάθε εµπειρία, ώστε οι πρακτικές και η φιλοσοφία συµπληρώνουν η µια την άλλη και το σύστηµα γίνεται πολύ δεµένο. Στην πραγµατικότητα, ο Ινδουϊσµός δεν είναι τόσο µια διανοητική ενασχόληση όσο ένα σύστηµα πρακτικών, κι αυτές είναι χωρίς υπερβολή µαύρη µαγεία. ∆ηλαδή, αν βάλεις χ, θα πάρεις ψ: ένα απλό συµβόλαιο. Αλλά οι όροι δεν ανακοινώνονται και σπάνια ένας µαθητής ρωτά από που προέρχονται οι εµπειρίες ή ποιος του δίνει πίστωση – µε τη µορφή δυνάµεων και «όµορφων» εµπειριών. Είναι η κλασική περίπτωση του Φάουστ, αλλά αυτό που δεν γνωρίζει αυτός που τα ασκεί είναι ότι το τίµηµα µπορεί κάλλιστα να είναι η αθάνατη ψυχή του. Υπάρχει µια τεράστια παράθεση πρακτικών – πρακτικών για κάθε χαρακτήρα


 Η θεότητα που εκλέγεται µπορεί να έχει µορφή: να είναι ένας θεός ή µια θεά· ή να είναι άµορφη: το απόλυτο Μπράχµαν (Brahman). Η σχέση µε το εκλεγµένο Ιδανικό επίσης ποικίλει – µπορεί να είναι σχέση παιδιού, µητέρας, πατέρα, φίλου, αγαπηµένου, υπηρέτη, ή, στην περίπτωση της Αντβαΐτα Βεδάντα, η «σχέση» ως ταύτιση. Τη στιγµή της µύησης ο γκουρού δίνει στο µαθητή του ένα µάντρα, κι αυτό καθορίζει την ατραπό που θα ακολουθήσει και τις ασκήσεις που θα κάνει. Ο γκουρού επίσης επιβάλλει το πως θα ζήσει ο µαθητής την καθηµερινή ζωή του. Στη Βεδάντα (ή µοναστικό σύστηµα) οι άγαµοι µαθητές δεν πρέπει να παντρεύονται· όλες τους οι δυνάµεις πρέπει να κατευθύνονται προς την επιτυχία των πρακτικών. Ένας ειλικρινής µαθητής δεν είναι ούτε κρεατοφάγος, γιατί το κρέας θολώνει την οξύτητα της αντίληψης. Ο γκουρού θεωρείται χωρίς υπερβολή ως ο ίδιος ο Θεός – είναι ο λυτρωτής του µαθητή. Κατά βάση, οι πολλές «πνευµατικές» εµπειρίες πηγάζουν µόνο από µερικές βασικές πρακτικές, τις οποίες θα εξετάσω πρόχειρα. Πρώτα, είναι η ειδωλολατρεία. Μπορεί να είναι η λατρεία µιας εικόνας ή µιας ζωγραφιάς, µε προσφορές φωτός, καµφοράς, θυµιάµατος, νερού και γλυκών. Μπορείς να την ξεσκονίζεις µε την ουρά ενός γιακ, να την κάνεις µπάνιο, να την ντύνεις και να τη βάζεις για ύπνο. Αυτό φαίνεται πολύ παιδικό, αλλά είναι φρόνιµο να µην υποτιµούµε τις ψυχικές εµπειρίες που µπορεί να προκύψουν. Η ειδωλολατρία της Vedanta παίρνει τη µορφή της αυτολατρείας, είτε διανοητικά είτε εξωτερικά, µε όλα τα τελετουργικά υποστηρίγµατα. Ένας λόγος – κοινό ρητό στην Ινδία συνοψίζει χαρακτηριστικά αυτή την αυτολατρεία. Είναι το «So Ham, so Ham», ή «Εγώ είµαι αυτός, εγώ είµαι αυτός». Μετά είναι η Τζάπα (Japa), η επανάληψη του σανσκριτικού µάντρα που δόθηκε στο µαθητή κατά τη µύησή του. Ουσιαστικά είναι το ψάλσιµο µιας µαγικής φόρµουλας. Η Πραναγιάµα (Pranayama) συνίσταται σε αναπνευστικές ασκήσεις που χρησιµοποιούνται σε συνδυασµό µε τη Τζάπα. Υπάρχουν κι άλλες πρακτικές που είναι ειδικά χαρακτηριστικά της Τάντρα (Tantra), της λατρείας του Θεού ως µητέρας, της θηλυκής αρχής, δύναµης, ενέργειας, της αρχής της εξέλιξης και της δράσης. Αναφέρονται ως «τα πέντε Μ». Είναι απροκάλυπτα κακές και µάλλον εµετικές, γι’ αυτό δεν θα τις περιγράψω. Αλλά κι αυτές, επίσης, έχουν βρει το δρόµο τους στην Αµερική. Ο Βιβεκανάντα περιέγραψε αυτό το σήµα κατατεθέν του Ινδουϊσµού µαζί µε τη Βεδάντα. Είπε: «Λατρεύω το τροµερό! Είναι λάθος να πιστεύουµε ότι η ηδονή είναι κίνητρο για όλους τους ανθρώπους. Πολλοί έχουν γεννηθεί για να αναζητήσουν µέσω του πόνου. Ας λατρέψουµε τον Τρόµο για δική του χάρη. Πόσο λίγοι τολµούν να λατρέψουν το Θάνατο, ή Κάλι! Ας λατρέψουµε το θάνατο!» Ξανά λόγια του Σουάµι σχετικά µε τη θεά Κάλι: «Υπάρχουν κάποιοι που χλευάζουν την ύπαρξη της Κάλι. Όµως σήµερα αυτή είναι εκεί έξω, ανάµεσα στους ανθρώπους. Αυτοί είναι αλλόφρονες από το φόβο και ο στρατός έχει κληθεί να µοιράσει το θάνατο. Ποιος µπορεί να πει ότι ο Θεός δεν εκδηλώνεται ως Κακό, όπως εκδηλώνεται και ως Καλό; Αλλά µόνο οι Ινδουϊστές τολµούν να τον λατρέψουν ως Κακό».4 Το µεγάλο κρίµα είναι ότι η µονόπλευρη πρακτική του κακού συνεχίζεται µε την απόλυτη βεβαιότητα ότι είναι καλή. Και τη σωτηρία που αναζητείται µάταια µέσω επίπονης αυτοπροσπάθειας στον Ινδουϊσµό, µπορεί να την απεργαστεί µόνο ο Θεός µέσω της χριστιανικής απάρνησης του εαυτού. 4. Προσηλυτισµός στη ∆ύση Το 1893 ένας άγνωστος Ινδουϊστής µοναχός έφτασε στο «Κοινοβούλιο των θρησκειών» στο Chicago


. Ήταν ο Σουάµι Βιβεκανάντα, τον οποίο έχω ήδη αναφέρει. Έκανε καταπληκτική εντύπωση σ’ αυτούς που τον άκουσαν, τόσο µε την εµφάνισή του – µε πορτοκαλί και πορφυρή ρόµπα και τουρµπάνι – αλλά και µε αυτά που είπε. Η υψηλή κοινωνία της Βοστώνης και της Νέας Υόρκης του απέδωσε αµέσως τιµές. Οι φιλόσοφοι στο Harvard εντυπωσιάστηκαν πάρα πολύ. Και δεν άργησε να συγκεντρώσει ένα σκληρό πυρήνα µαθητών που υποστήριζαν αυτόν και το µεγαλεπήβολο όνειρό του: τον ευαγγελισµό του ∆υτικού κόσµου από τον Ινδουϊσµό, και πιο συγκεκριµένα, από τον Βεδαντικό (ή µοναστικό) Ινδουϊσµό.5 Εταιρείες Βεδάντα ιδρύθηκαν στις µεγάλες πόλεις αυτής της χώρας και στην Ευρώπη. Αλλά αυτά τα κέντρα ήταν µόνο ένα µέρος της δουλειάς του. Πιο σηµαντικό ήταν να εισάγει ιδέες της Βεδάντα στην «κυκλοφορία αίµατος» της ακαδηµαϊκής σκέψης. Ο σκοπός ήταν η διάδοση. Λίγο ένοιαζε τον Βιβεκανάντα αν και πόση αξιοπιστία δινόταν στον Ινδουϊσµό, όσο το µήνυµα της Βεδάντα έφτανε στους πάντες. Σε πολλές περιπτώσεις είπε: «Χτυπήστε κάθε πόρτα. Πέστε σε όλους ότι είναι θεϊκοί». Σήµερα µέρη του µηνύµατος µεταφέρονται σε χαρτόδετα βιβλία που µπορείτε να βρείτε σε κάθε βιβλιοπωλείο – γραµµένα από τον Aldous Huxley, τον Christopher Isherwood, τον Somerset Maugham, τον Teilhard de Chardin, κι ακόµα τον Thomas Merton. Ο Thomas Merton βέβαια αποτελεί µια ιδιαίτερη απειλή για τους Χριστιανούς, γιατί παρουσιάζεται σαν ένας Χριστιανός µοναχός αφιερωµένος στην ενατένιση του Θείου, και το έργο του έχει ήδη επηρεάσει το ζωτικό στοιχείο του Ρωµαιοκαθολικισµού, το µοναχισµό του. Λίγο πριν το θάνατό του, ο π. Merton έγραψε µια γεµάτη εκτίµηση εισαγωγή σε µια νέα µετάφραση της Μπαργκαβάντ Γκιτά (Bhagavad Gita), η οποία είναι το πνευµατικό εγχειρίδιο ή «Βίβλος» όλων των Ινδουϊστών, κι ένας από τους θεµέλιους λίθους του µονισµού της Αντβαΐτα Βεδάντα. Πρέπει να θυµόµαστε ότι η Γκιτά αντιτίθεται σχεδόν σε κάθε σηµαντική διδασκαλία του Χριστιανισµού. Το βιβλίο του σχετικά µε τους δασκάλους του Ζεν, το οποίο εκδόθηκε µετά το θάνατό του, είναι επίσης αξιοσηµείωτο, επειδή ολόκληρο το έργο βασίζεται σ’ ένα προδοτικό λάθος: την υπόθεση ότι όλες οι αποκαλούµενες «µυστικιστικές εµπειρίες» σε κάθε θρησκεία είναι γνήσιες. Θα έπρεπε να ξέρει καλύτερα. Οι προειδοποιήσεις γι’ αυτό είναι ισχυρές και ξεκάθαρες, τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στους Αγίους Πατέρες


 Σήµερα ξέρω ένα καθολικό µοναστήρι στην California, όπου αποµονωµένοι µοναχοί πειραµατίζονται µε ινδουϊστικές θρησκευτικές πρακτικές. Έχουν εκπαιδευτεί από έναν Ινδό που έγινε Καθολικός ιερέας. Εάν το έδαφος δεν είχε προετοιµαστεί, νοµίζω ότι δεν θα συνέβαινε τέτοιο πράγµα. Αλλά, σε τελευταία ανάλυση, αυτός ήταν ο σκοπός του ερχοµού του Βιβεκανάντα στη ∆ύση: να προετοιµάσει το έδαφος. Το µήνυµα του Βιβεκανάντα σχετικά µε τη Βεδάντα είναι αρκετά απλό. Φαίνεται πιο περίπλοκο εξαιτίας των παγίδων του: λίγη εκθαµβωτική σανσκριτική ορολογία, και πολύ µπερδεµένη φιλοσοφική δοµή. Το µήνυµα είναι ουσιαστικά αυτό: Όλες οι θρησκείες είναι αληθινές, αλλά η Βεδάντα είναι η υπέρτατη αλήθεια. Οι διαφορές είναι µόνο θέµα «επιπέδων αλήθειας». Με λόγια του Βιβεκανάντα: «Ο άνθρωπος δεν ταξιδεύει από το λάθος στην αλήθεια, αλλά ανεβαίνει από αλήθεια σε αλήθεια, από αλήθεια που είναι χαµηλότερη σε αλήθεια που είναι υψηλότερη.. Η ύλη του σήµερα είναι το πνεύµα του αύριο. Το σκουλήκι του σήµερα – ο Θεός του αύριο». Η Βεδάντα βασίζεται σ’ αυτό: ότι ο άνθρωπος είναι Θεός. Έτσι είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που πρέπει να απεργαστεί τη σωτηρία του. Ο Βιβεκανάντα το έθεσε έτσι: «Ποιος µπορεί να βοηθήσει το Άπειρο; Ακόµα και το χέρι που έρχεται σε σένα µέσα από το σκοτάδι πρέπει να είναι το δικό σου». Ο Βιβεκανάντα ήταν αρκετά εύστροφος για να ξέρει ότι η Βεδάντα θα ήταν υπερβολικό να ακολουθηθεί απ’ ευθείας από Χριστιανούς, από δική τους πρωτοβουλία. Αλλά τα «επίπεδα αλήθειας» προµήθευαν µια ωραία γέφυρα στον τέλειο οικουµενισµό – δεν υπήρχε σύγκρουση γιατί όλοι είχαν δίκιο. Με τα λόγια του Σουάµι: «Αν µια θρησκεία είναι αληθινή, τότε και όλες οι άλλες είναι αληθινές. Έτσι η ινδουϊστική πίστη είναι δική σας όσο και δική µου. Εµείς οι Ινδουϊστές όχι απλώς ανεχόµαστε, αλλά ενωνόµαστε µε κάθε θρησκεία, προσευχόµενοι στο τζαµί του Μωαµεθανού, λατρεύοντας µπροστά στη φωτιά του Ζωροάστρη, και γονατίζοντας στο σταυρό του Χριστιανού. Ξέρουµε ότι όλες οι θρησκείες εξίσου, από τον χαµηλότερο φετιχισµό µέχρι την υψηλότερη απολυτότητα, δεν είναι άλλο παρά πολλές προσπάθειες της ανθρώπινης ψυχής ν’ αρπάξει και να συνειδητοποιήσει το Άπειρο. Έτσι µαζεύουµε όλα αυτά τα λουλούδια και, δένοντάς τα µαζί µε το σχοινί της αγάπης, τα κάνουµε ένα θαυµάσιο µπουκέτο λατρείας». Ακόµα, όλες οι θρησκείες ήταν µόνο βήµατα προς την έσχατη θρησκεία, που ήταν η Αντβαΐτα Βεδάντα. Οίκτιρε ιδιαίτερα για τον Χριστιανισµό, ο οποίος στην καλύτερη περίπτωση ήταν µια χαµηλότερη αλήθεια – µια δυϊστική αλήθεια. Σε προσωπικές συζητήσεις έλεγε ότι µόνο ένας δειλός θα έστρεφε και το άλλο µάγουλο. Όµως ό,τι και να έλεγε για τις άλλες θρησκείες, επανερχόταν πάντα στην αναγκαιότητα της Αντβαΐτα Βεδάντα. «Τέχνη, επιστήµη και θρησκεία», έλεγε, «δεν είναι παρά τρεις διαφορετικοί τρόποι να εκφράσεις µια µοναδική αλήθεια. Αλλά για να το καταλάβουµε αυτό πρέπει να έχουµε τη θεωρία της Αντβαΐτα». Η γοητεία στη νεολαία του σήµερα είναι καταφανής. Η Βεδάντα διακηρύσσει την τέλεια ελευθερία της κάθε ψυχής να είναι ο εαυτός της. Αρνείται κάθε διάκριση µεταξύ ιερού και κοσµικού: είναι µόνο διαφορετικοί τρόποι έκφρασης της µίας αλήθειας. Και ο µόνος σκοπός της θρησκείας είναι να καλύψει τις ανάγκες διαφορετικών ψυχοσυνθέσεων: ένας θεός και µια πρακτική που να ταιριάζει στον καθένα.


Με δυο λόγια, η θρησκεία είναι το «να κάνεις το δικό σου». Όλα αυτά µπορεί να φαίνονταν τραβηγµένα, αλλά ο Βιβεκανάντα έκανε αποτελεσµατική δουλειά. Τώρα θα δείξω πόσο πέτυχε στο να εισάγει αυτές τις ινδουϊστικές ιδέες στο Ρωµαιοκαθολικισµό, όπου η επιτυχία του ήταν πιο χτυπητή. Ο Βιβεκανάντα πρωτοήρθε στην Αµερική να εκπροσωπήσει τον Ινδουϊσµό στο Κοινοβούλιο των Θρησκειών του 1893. Το 1968 ήταν η 75η επέτειος αυτού του γεγονότος, και τότε συγκλήθηκε ένα Συµπόσιο Θρησκειών υπό την αιγίδα της εταιρείας Βεδάντα Βιβεκανάντα του Σικάγο. Ο Ρωµαιοκαθολικισµός εκπροσωπήθηκε από έναν ∆οµινικανό θεολόγο από το Πανεπιστήµιο De Paul, τον π. Robert Campbell. Ο Σουάµι Μπασυανάντα (Bhasyananda) άνοιξε τη συνάντηση µε την ανάγνωση ενός µηνύµατος καλής θέλησης από τρεις πολύ σηµαντικούς ανθρώπους. Το δεύτερο ήταν από έναν Αµερικανό καρδινάλιο. Ο π. Campbell άρχισε την απογευµατινή συνεδρίαση µε µια οµιλία σχετικά µε τη σύγκρουση µεταξύ παραδοσιακών και µοντερνιστών στον σύγχρονο Καθολικισµό. Είπε: «Στο δικό µου Πανεπιστήµιο, έρευνες που έχουν γίνει πάνω στη συµπεριφορά Καθολικών σπουδαστών, δείχνουν ένα µεγάλο ρεύµα προς τις φιλελεύθερες απόψεις τα τελευταία πέντε ή έξι χρόνια. Ξέρω ότι ο ίδιος ο µεγάλος Σουάµι Βιβεκανάντα θα ενέκρινε τις περισσότερες τάσεις στην κατεύθυνση του φιλελεύθερου Καθολικισµού». Αυτό που προφανώς δεν ήξερε ο π. Campbell ήταν ότι τα µοντερνιστικά δόγµατα που περιέγραψε δεν ήταν καθόλου χριστιανικά· ήταν καθαρή και σκέτη Βεδάντα. Για να µην υπάρχει θέµα παρερµηνείας, θα παραθέσω τα λόγια του π. Campbell σχετικά µε τις ερµηνείες των µοντερνιστών σε πέντε θέµατα, έτσι όπως εµφανίστηκαν σε τρεις διεθνείς εφηµερίδες: την Prabuddha Bharata που εκδίδεται στην Καλκούτα, την Vedanta Kesheri που εκδίδεται στο Μαντράς, και τη «Vedanta and the West» (η Vedanta και η ∆ύση) που εκδίδεται στο Λονδίνο. Σχετικά µε τα δόγµατα: «Η αλήθεια είναι κάτι σχετικό, αυτά τα δόγµατα (π.χ. η φύση του Θεού, πως θα έπρεπε να ζει ο άνθρωπος, και η άλλη ζωή µετά το θάνατο) δεν είναι παγιωµένα πράγµατα, αλλάζουν και φτάνουµε στο σηµείο όπου πρέπει να αρνηθούµε µερικά πράγµατα που κάποτε επιβεβαιώναµε ως ιερές αλήθειες». Σχετικά µε το Θεό: «Ο Ιησούς είναι θεϊκός, αλήθεια, αλλά ο καθένας από µας µπορεί να είναι θεϊκός. Για την ακρίβεια, σε πολλά σηµεία, νοµίζω ότι θα βρείτε ότι η φιλελεύθερη χριστιανική αντίληψη σε µεγάλο µέρος της φιλοσοφίας της κινείται στην κατεύθυνση της Ανατολής – τόσο στην αρχή της για το απρόσωπο του Θεού, όσο και στην αρχή ότι όλοι είµαστε θεϊκοί». Σχετικά µε το προπατορικό αµάρτηµα:


«Αυτή η αρχή είναι πολύ προσβλητική στο φιλελεύθερο Χριστιανισµό, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος είναι τελειοποιήσιµος µέσω της εκπαίδευσης και της κατάλληλης παιδείας». Σχετικά µε τον κόσµο: «... οι φιλελεύθεροι διαβεβαιώνουν ότι µπορεί να βελτιωθεί και ότι θα έπρεπε να αφιερωθούµε στο να χτίσουµε µια πιο ανθρώπινη κοινωνία αντί να καθηλωνόµαστε στο να πάµε στον ουρανό». Σχετικά µε τις άλλες θρησκείες: «Η οµάδα των φιλελευθέρων λέει: ‘’Μη στεναχωριέστε για παλιοµοδίτικα πράγµατα όπως να προσπαθούµε να µεταστρέψουµε ανθρώπους κτλ., αλλά ας αναπτύξουµε καλύτερες σχέσεις µε τις άλλες θρησκείες’’». Έτσι λέει ο π. Campbell για τους µοντερνιστές Καθολικούς. Οι µοντερνιστές έχουν παρασυρθεί σαν παιδιά από τη γενναιόδωρη προσφορά της υψηλότερης αλήθειας, βαθύτερης φιλοσοφίας και σπουδαιότερου µεγαλείου – τα οποία µπορούν να αποκτηθούν απλώς µε το να υποτάξουµε τον ζώντα Χριστό στο µοντέρνο άνθρωπο. Εδώ, λοιπόν, βλέπουµε τη θεαµατική επιτυχία του Ινδουϊσµού, ή του Βιβεκανάντα, ή της δύναµης πίσω από τον Βιβεκανάντα. Έχει καθαρά νικήσει κατά κράτος το Ρωµαιοκαθολικισµό. Τα σκυλιά – φύλακές του πέρασαν τον κλέφτη για φίλο του αφεντικού, και το σπίτι έχει ερηµώσει µπροστά στα µάτια τους. Ο κλέφτης είπε: «Ας έχουµε κατανόηση µεταξύ των θρησκειών», και µπήκε από την πύλη. Και το τέχνασµα ήταν τόσο απλό. Οι Χριστιανοί Ινδουϊστές (οι Σουάµι) χρειάζονταν µόνο να παραθέσουν αποσπάσµατα από τη φιλοσοφία της Βεδάντα χρησιµοποιώντας χριστιανικούς όρους. Και οι Ινδουϊστές Χριστιανοί (οι µοντερνιστές Καθολικοί) χρειάζονταν να προεκτείνουν τη θρησκεία τους ώστε να συµπεριλάβουν τον Ινδουϊσµό. Έτσι απαραιτήτως η αλήθεια έγινε λάθος και το λάθος αλήθεια. Αλλοίµονο, κάποιοι θα ήθελαν να σύρουν και την Ορθόδοξη Εκκλησία, σ’ αυτό το ερειπωµένο σπίτι. Αλλά ας θυµηθούν οι µοντερνιστές τα λόγια του Ησαΐα: «Ουαί σ’ αυτούς που λένε το κακό καλό και το καλό κακό· που προβάλλουν το σκοτάδι για φως και το φως για σκοτάδι· που προβάλλουν το γλυκό ως πικρό και το πικρό ως γλυκό! Ουαί σε εκείνους που φρονούν ότι είναι σοφοί και συνετοί, που αυτοπαρουσιάζονται στα µάτια τους ως σοφοί και ως γνωρίζοντες τα πάντα!» (Ησ. 5:20-21).