Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Βαρυσήμαντος επιστολή προς την Ι. Κοινότητα 12 Αγιορειτών Γερόντων δια το Ουκρανικόν: Εὑρισκόμεθα πρὸ νέων πληγῶν εἰς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ἀποκλειστικὸν ὑπεύθυνον τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, καὶ μὲ δικαίωσιν τώρα ὄχι τῶν αἱρέσεων, ἀλλὰ τῶν σχισμάτων.


Τοὺς ἀκοινωνήτους δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀποκαταστήσῃ 
ἄλλη σύνοδος
παρὰ μόνον ἐκείνη ποὺ τοὺς ἐτιμώρησε.













Βαρυσήμαντος επιστολή προς την Ι. Κοινότητα 12 Αγιορειτών Γερόντων δια το Ουκρανικόν


Ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τῇ 17 Μαρτίου 2019
Σεβαστὴν Ἱερὰν Κοινότητα Ἁγίου Ὄρους Ἄθω,εἰς Καρυὰς
Πανοσιολογιώτατοισεβαστοὶ Πατέρες καὶ ἐνΧριστῷ Ἀδελφοίεὐλογεῖτε.
Μετὰ πολλῆς λύπης καὶ ἀνησυχίας πληροφορούμεθα ὅσα λαμβάνουν χώραν ἐν τῇ καθόλου Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἀντικανονικῆς ἀποδόσεως αὐτοκεφαλίας εἰς τοὺς σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίαςἄνευ συναινέσεως τῆς κανονικῆς αὐτονόμου Ἐκκλησίαςτῆς ὑπὸ τὸν μητροπολίτην Ὀνούφριον ὁποία ἐξακολουθεῖ νὰ θεωρῆ σχισματικοὺς τοὺς νέους αὐτοκέφαλουςνὰ μὴ ἔχῃ κοινωνίαν μετ’ αὐτῶνβάσει δὲ τῶν ἹερῶνΚανόνωνκαὶ μὲ ὅσους κοινωνοῦν μὲ τοὺς σχισματικούςἬδη  Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔχει δ ιακόψει τὴν κοινωνίαν μὲ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖοντὸ ὁποῖον αὐτογνωμόνως παρεχώρησε τὸ αὐτοκέφαλονἐπεμβαῖνον ὑπερορίως εἰς ξένην δικαιοδοσίανπαρὰ τὴν ρητὴν ἀπαγόρευσιν τῶν «ἱερῶν ΚανόνωνΘὰ πράξουν δὲ τὸ ἴδιο καὶ ἄλλαι αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαιὅπως ἤδη ἔχουν δηλώσειἈπειλεῖται ἔτσι διεύρυνσις καὶ ἐξάπλωσις τοῦ σχίσματοςεἰς ἔκτασιν παρομοίαν ἐκείνης τοῦ 1054.

Δὲν ἔκλεισαν ἀκόμη αἱ πληγαὶ καὶ τὰ τραύματαποὺ προεκλήθησαν ἀπὸ τὴν Σύνοδον τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης ὁποία μὲ τὴν ἐκκλησιοποίησιν τῶν αἱρέσεων καὶ τὴν ὑποστήριξιν τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διέρρηξε κάθε σχέσιν μὲ τὴν Ὀρθόδοξον Πατερικὴν καὶ συνοδικὴν Παράδοσιντὴν καταδικάζουσαν τὰς αἱρέσειςΕὑρισκόμεθα πρὸ νέων πληγῶν εἰς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίαςμὲ ἀποκλειστικὸν ὑπεύθυνον τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖονκαὶ μὲ δικαίωσιν τώρα ὄχι τῶν αἱρέσεωνἀλλὰ τῶν σχισμάτων.
Πλήττεται ἔτσι καὶ παρεμποδίζεται  σωτηρία τῶν ἀνθρώπωνδιότι εἶναι μυριόλεκτον τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως δίδαγμαὅτι  αἵρεσις καὶ τὸ σχίσμα ὁδηγοῦν εἰς τὴν ἀπώλειανἐπειδὴ εἰςτοὺς χώρους αὐτοὺς δὲν ἐνεργεῖ τὸ Ἅγιον ΠνεῦμαΠεριοριζόμεθα εἰς ἐλαχίστας μόνον μαρτυρίας Μ.Βασίλειοςἀριθμῶν τὸ σχίσμα ὡς τὴν δευτέραν μετὰ τὴν αἵρεσιν ἐκκλησιολογικὴν ἐκτροπήνδιδάσκει ὅτι «οἱ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντεςοὐκ ἔτι ἔσχον τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ’ ἑαυτοὺςἐπέλιπε γὰρ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν»1. Ὅσοι δηλαδήμὲ τὰ σχίσματαφεύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίανδὲν ἔχουν πλέον τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματοςδιότι  διακοπὴ τῆς κοινωνίας συνεπάγεται τὴν διακοπὴν τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου ΠνεύματοςΣυνεχίζει μάλιστα λέγων ὅτι δὲν ἠμποροῦν πλέον νὰ μεταδίδουν εἰς ἄλλους διὰ τῶν μυστηρίων τὴν Χάριν ἀπὸ τὴν ὁποίαν οἱ ἴδιοι ἐξέπεσαν: «Οἱ δὲἀπορραγέντεςλαϊκοὶ γενόμενοιοὔτε τοῦ βαπτίζεινοὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίανοὔτε ἠδύναντο Χάριν Πνεύματος Ἁγίου ἑτέροις παρέχεινἧς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασι»2.
Ἀποτρέπων ἐπίσης  Ἅγιος Ἰωάννης  Χρυσόστομος τὴν δημιουργίαν σχισμάτωνδιδάσκει ὅτι τὸ νὰ σχίση κανεὶς τὴν Ἐκκλησίαν δὲν εἶναι μικρότερον κακὸν ἀπὸ τὸ νὰ ἐμπέση εἰς αἵρεσιν: «Τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τὸ τὴν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττόν ἐστι κακόν»3. Ἐκτιμᾷ ὅτι τίποτε δὲν παροργίζει τὸν Θεὸν περισσότερον ἀπὸ τὰς διαιρέσεις καὶ τὰ σχίσματα καὶ μνημονεύει γνώμην ἁγίου ἀνδρόςκατὰ τὴν ὁποίαν οὔτε τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου ἠμπορεῖ νὰ ἐξαλείψῃ τὴν ἁμαρτίαν τοῦ σχίσματος4.
 αἵρεσις καὶ τὸ σχίσμα εἶναι ἔργον τοῦ ΔιαβόλουὍταν ἀποτυγχάνῃ νὰ παρεμπόδισῃ τὴν σωτηρίαν μὲτὰς αἱρέσειςἐνεργεῖ καὶ προκαλεῖ σχίσματαΕἶναι συνοπτικὴ τοῦ φρονήματος συμπάσης τῆς Ἐκκλησίας ἡ διατύπωσις τοῦ 13ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου (861): «Τὰς τῶν αἱρετικῶν ζιζανίων ἐπισπορὰς ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ  παμπόνηρος καταβαλώνκαὶ ταύτας ὁρῶν τῇ μαχαίρᾳ τοῦ Πνεύματος ἐκτεμνομένας προρρίζουςἐφ’ ἑτέραν ἦλθε μεθοδείας ὁδόντῇ τῶν σχισματικῶν μανίᾳ τὸ Χριστοῦ Σῶμα μερίζειν ἐπιχειρῶν»5.
 λόγος τῆς ἀνησυχίας καὶ τῆς συγγραφῆς τῆς παρούσης ἐπιστολῆς ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι ἐπιθυμοῦμε νὰ διατρανώσωμε τὴν θέλησίν μας νὰ μὴ γίνωμε καὶ ἐμεῖς οἱ Ἁγιορεῖται κοινωνοὶ τοῦ σχίσματος καὶ κινδυνεύσῃ ἔτσι  σωτηρία μαςἘγκαταλείψαμε τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ τερπνὰ καὶ ἀναλισκόμεθα ψυχῇ τε καὶ σώματι εἰς ἀσκητικοὺς ἀγῶναςδιὰ νὰ τύχωμεν τοῦ ἐλέους τοῦ ΘεοῦΔὲν θὰ ἦταν ἀσυγχώρητη ἀμέλεια καὶ ἀφροσύνη νὰ ἀχρηστεύσωμε τοὺς κόπους καὶ τὰς προσδοκίας μὲ τὸ νὰ κοινωνήσωμε μὲ τοὺς ἀκοινωνήτους σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίαςτοὺς καθῃρημένους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσίαςεἰς τὴν ὁποίαν κανονικῶς ὑπάγεται ἐπὶ τρεῖς καὶ πλέον αἰῶνας κατὰ σταθεράνἀδιάκοπον καὶ καθολικὴν ἀναγνώρισιν ὅλων τῶν Ὀρθοδόξωνμηδ’ αὐτοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐξαιρουμένουΕἶναι σαφὴς ἐν προκειμένῳ  Ἱεροκανονικὴ Παράδοσις ΛΓ’ κανὼν τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου ἀπαγορεύει τὰς συμπροσευχὰς μετὰ αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν: «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς  σχισματικοῖς συνεύχεσθαι»6. Καὶ  Β’ κανὼν τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ συνόδου ἀποφασίζει ὅτι αὐτὸς ποὺ κοινωνεῖ μὲ ἀκοινωνήτους καθίσταται καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητος καὶ ὅτι δὲν μπορεῖ ἄλλη Ἐκκλησία νὰ ἀποκαταστήσῃ τοὺς ἀκοινωνήτους: «Μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοιςμηδὲ ἐν ἑτέρᾳ Ἐκκλησίᾳ ὑποδέχεσθαι τοὺς ἐν ἑτέρᾳ Ἐκκλησίᾳ μὴ συναγομένουςΕἰ δὲ φανείη τις τῶν Ἐπισκόπων  Πρεσβυτέρων  Διακόνων τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶνκαὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναιὡς ἂν συγχέοντα τὸνΚανόνα τῆς Ἐκκλησίας»7. Τοὺς ἀκοινωνήτους δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀποκαταστήσῃ ἄλλη σύνοδοςπαρὰ μόνον ἐκείνη ποὺ τοὺς ἐτιμώρησε.
Ὅσοι παραβαίνουν τὸν κανόνα αὐτόνὅπως ἔπραξε  πατριάρχης Βαρθολομαῖος μὲ τοὺς σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίαςτοὺς ὁποίους ἐτιμώρησε  Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καὶ αὐτὴ μόνον ἠμπορεῖ νὰ τοὺς ἀποκαταστήσῃαὐτοὶ λοιπὸν ἀποβάλλονται τῆς ἘκκλησίαςΑὐτὰ διακελεύει καὶ  Δ΄ κανὼν τῆς αὐτῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ συνόδου: «Εἴ τις Ἐπίσκοποςὑπὸ Συνόδου καθαιρεθεὶς  Πρεσβύτερος  Διάκονος ὑπὸ τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου τολμήσειέ τι πρᾶξαι τῆς λειτουργίαςεἴτε  Ἐπίσκοπος κατὰ τὴν προάγουσαν συνήθειανεἴτε ὁ Πρεσβύτεροςεἴτε  Διάκονοςμηκέτι ἐξὸν εἶναι αὐτῷ μηδ’ ἐν ἑτέρᾳ Συνόδῳ ἐλπίδα ἀποκαταστάσεωςμήτε ἀπολογίας χώραν ἔχεινἀλλὰ καὶ τοὺς κοινωνοῦντας αὐτῷ πάντας ἀποβάλλεσθαι τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλισταεἰ μαθόντες τὴν ἀπόφασιν τὴν κατὰ τῶν προειρημένων ἐξενεχθεῖσαντολμήσειεν αὐτοῖς κοινωνεῖν»8.
Τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα στὴν Οὐκρανίαἐνῷ εἶναι ἁπλᾶἔχουν περιπλακῆ ἐπικίνδυνα μὲ τὴν ἀθέμιτον εἰσπήδησιν τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου εἰς ξένην δικαιοδοσίαν καὶ τὴν κοινωνίαν του μὲ τοὺς ἀκοινωνήτους σχισματικούςΜέχρι τὸ 1686  Οὐκρανία ὑπήγετο εἰς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖονὅπως παλαιότερα πρὸ τοῦ 1590 ὑπήγετο ἄλλωστε καὶ  Ἐκκλησία τῆς ΡωσίαςΤὸ 1686 μὲ πρᾶξιν τοῦ πατριάρχου Διονυσίου Δ’ ὑπήχθη εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχαςεἰς τὴν ὁποίαν παραμένεικατὰ πάγκοινον τῶν Ὀρθοδόξων παραδοχήνμέχρι σήμερονἐπὶ 333 ἔτηἩ μετὰ τὴν κατάρρευσιν τοῦ Κομμουνισμοῦ (1990) δημιουργία τοῦ ἀνεξαρτήτου Κράτους τῆς Οὐκρανίας συνεπέφερε καὶ τὸ αἴτημα τῆς δημιουργίας ἀνεξαρτήτου αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Πρόκειται περὶ νομίμου καὶ δικαιολογημένου αἰτήματος, εἰς τὸ ὁποῖον ἀνταπεκρίθη μερικῶς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, παραχωρήσασα καθεστὼς εὐρείας αὐτονομίας καὶ ὄχι πλήρη αὐτοκεφαλίαν. Ἀντιδρῶν εἰς τὴν ἀπόφασιν αὐτὴν ὁ μητροπολίτης Κιέβου Φιλάρετος, κανονικὸς τότε ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, καὶ ἀφοῦ ἀπέτυχε νὰ ἐκλεγῆ πατριάρχης Μόσχας, προκάλεσε σχίσμα δημιουργήσας ἰδικήν του ἀνεξάρτητον ἐκκλησίαν καὶ τιμωρηθεὶς δι’ αὐτὸ μὲ καθαίρεσιν καὶ ἀναθεματισμόν. Ὑπῆρχε ἀκόμη καὶ ἄλλη σχισματικὴ ἐκκλησία ὑπὸ τὸν Μακάριον Μαλέτιτς, καθηρημένον ἱερέα, ὁ ὁποῖος στὴν συνέχεια «χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος» ἀπὸ ὄχι ἁπλῶς σχισματικοὺς ἀλλὰ καὶ στερούμενους καὶ τυπικῆς κανονικῆς διαδοχῆς. Αἱ δύο αὐταὶ ἀκοινώνητοι σχισματικαὶ ὁμάδες, ἐθεωροῦντο σχισματικαὶ ὑφ’ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, ἑνωθεῖσαι δὲ προσφάτως (15-12-2018), ἐγένοντο αὐθαιρέτως δεκταὶ εἰς κοινωνίαν μόνον ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου (6-1-2019)- ὡς κανονικὴ δὲ Ἐκκλησία καὶ νόμιμος θεωρεῖται μέχρι σήμερον ἀπὸ ὅλους ἡ ἀνήκουσα εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας αὐτόνομος Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπὸ τὸν μητροπολίτην Ὀνούφριον.
Δὲν θὰ προβῶμεν εἰς περαιτέρω ἱστορικὰς, κανονικὰς καὶ γεωπολιτικὰς ἀναλύσεις, πολλαὶ τῶν ὁποίων ἐξηγοῦν πειστικῶς τὴν ἀνάμειξιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἰς τὸ Οὐκρανικὸν ζήτημα. Μᾶς ἐνδιαφέρει νὰ τονίσωμεν τὰς ἐκκλησιολογικὰς καὶ σωτηριολογικὰς συνεπείας καὶ νὰ ἀποσαφηνίσωμεν καὶ τὴν ἰδικήν μας θέσιν, νὰ ἐκφράσωμεν τὰς ἰδικάς μας ἀνησυχίας. Εἶναι πρὸ πολλοῦ γνωστὸν ὅτι ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος δὲν τρέφει ἰδιαίτερον σεβασμὸν πρὸς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας, τοὺς ὁποίους πολλάκις παρέβη καὶ παραβαίνει, ἰδιαίτερα εἰς τὰς πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς σχέσεις, τώρα δὲ καὶ εἰς τὰς πρὸς τοὺς σχισματικούς. Ἀνεμίχθη εἰς τὸ Οὐκρανικὸν Αὐτοκέφαλον, χωρὶς νὰ ἔχῃ κανονικὴν δικαιοδοσίαν καὶ ἁρμοδιότητα. Προσεπάθησε κατ’ ἀρχὴν στηριζόμενος σὲ ἐλλιπῶς κατηρτισμένους ἢ ἰδιοτελεῖς θεολογικοὺς συμβούλους νὰ θεμελίωσῃ τὴν εἰσπήδησιν ἐπικαλούμενος τὸν θεσμὸν τῆς ἐκκλήτου, τὸ ὅτι δηλαδὴ αὐτὸς μόνος, ὡς ἄλλος πάπας, δέχεται ἐφέσεις καὶ προσ­φυγὰς ἀπὸ τὰς λοιπὰς αὐτοκεφάλους Ἐκκλησίας, ἀφοῦ δῆθεν δὲν εἶναι πρῶτος μεταξὺ ἴσων (primus inter pares), ἄλλα πρῶτος ἄνευ ἴσων (primus sine paribus), κατὰ τὴν πρωτοφανῆ παπίζουσαν γνώμην μεταπατερικῶν θεολογίσκων. Αὐτὸ ὅμως κατέπεσε παταγωδῶς καὶ ἀμέσως, διότι προσκρούει εἰς τὸ συνοδικὸν σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖον θεωρεῖ ὅτι ὅλοι οἱ πατριάρχαι καὶ οἱ προκαθήμενοι εἶναι μεταξύ των ἴσοι, ὁ δὲ Κωνσταντινουπόλεως ἔχει ἁπλῶς πρωτεῖο τιμῆς, ὄχι πρωτεῖο ἐξουσίας, ὅπως διεκδικεῖ ὁ πάπας. Ἡ δὲ ἔκκλητος ἰσχύει μόνον διὰ τοὺς ἀνήκοντας εἰς τὴν ἰδικήν του δικαιοδοσίαν, καὶ ὄχι εἰς τὴν δικαιοδοσίαν ἄλλων πατριαρχῶν. Εἶναι ἀναμφίβολος καὶ ἀναντίρρητος ἡ Ἱεροκανονικὴ Παράδοσις, τὴν ὁποίαν συνώψισεν ὁ θεοκίνητος νοῦς τοῦ ἐξ ἡμῶν μεγίστου θεολόγου καὶ κανονολόγου Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἐνώπιον τοῦ μεγαλείου τοῦ ὁποίου πρέπει νὰ καταισχυνθοῦν καὶ νὰ κρυβοῦν οἱ καινὰ καὶ κενὰ μελετῶντες καὶ προτείνοντες. Οὗτος σχολιάζει εἰς ἐκτενῆ ὑποσημείωσιν τὸν Θ΄ Κανόνα τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος προβλέπει νὰ προσφεύγουν οἱ ἐπίσκοποι καὶ λοιποὶ κληρικοί, ὅταν ἀμφισβητοῦν δικαστικὰς ἀποφάσεις, εἰς τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως ἤ εἰς τὸν τῆς Βασιλευούσης θρόνον. Ἑρμηνεύει λοιπὸν τὸν κανόνα μὲ βάσιν τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν, πλῆθος ἄλλων ἱερῶν κανόνων, ἐγκρίτους παλαιοὺς κανονολόγους, ἀλλὰ καὶ τὴν βυζαντινὴν νομοθεσίαν τῶν εὐσεβῶν βασιλέων, καὶ συμπεραίνει ὅτι «ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τὰς Διοικήσεις καὶ ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτὸν ἐδόθη ἀπὸ τὸν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ». Παραθέτει δὲ μεταξὺ ἄλλων καὶ γνώμην τοῦ ἐγκρίτου κανονολόγου Ζωναρᾶ, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι «μόνον τῶν ὑποκειμένων τῷ Κωνσταντινουπόλεως ἔχει ὁ Κωνσταντινουπόλεως τὰς ἐκκλήτους, ὥσπερ καὶ τῶν ὑποκειμένων τῷ Ρώμης ἔχει ὁ Ρώμης τὰς ἐκκλήτους» καὶ ὅτι «οὐ πάντων τῶν μητροπολιτῶν πάντως ὁ Κωνσταντινουπόλεως καθεῖται δικαστής, ἀλλὰ τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ»9.
Ὅταν διεπίστωσε λοιπὸν ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ὅτι ὁ θεσμὸς τῆς ἐκκλήτου δὲν μπορεῖ νὰ στήριξη τὴν ὑπερόριον εἰσπήδησιν εἰς ξένην δικαιοδοσίαν, ἀνεκάλυψε, τῇ βοηθείᾳ τῶν προθύμων συμβούλων του, μετὰ ἀπὸ 333 ἔτη, ὅτι ἡ Οὐκρανία δὲν ἀνήκει εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἀλλὰ εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως! Ἀπέκρυψαν καὶ παρερμήνευσαν πλῆθος ἐγγράφων καὶ γνωμῶν οἱ ἀπρόσεκτοι ἤ στρατευμένοι θεολόγοι του, διὰ νὰ βγάλουν τὸ ἀστεῖον συμπέρασμα ὅτι ἦτο προσωρινὴ ἡ παραχώρησις τῆς Οὐκρανίας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσίας (ἡ προσωρινότης ἐκράτησε τρεῖς καὶ πλέον αἰῶνας!), καὶ τώρα αἴρεται αὐτὴ ἡ παραχώρησις. Σημειωτέον ὅτι ὅλαι ἀνεξαιρέτως αἱ αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι ἀδιαλείπτως καὶ ἀδιακόπως μέχρι σήμερον θεωροῦν τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας ὡς μέρος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καὶ ὡς μητροπολίτην Κιέβου ἀναγνωρίζουν τὸν συνετὸν καὶ μετριόφρονα Ἐπίσκοπον Ὀνούφριον.
Συνεπῶς ἀποκατάστασις τῶν σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας ἀπὸ ξένον καὶ εἰσπηδήσαντα Πατριάρχηνκαὶ  ἀπόδοσις εἰς αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ ἰδίου αὐθαιρέτως ἐκκλησιαστικῆς αὐτοκεφαλίαςτὴν ὁποίαν δὲν ἐζήτησεν  κανονικὴ τοπικὴ Ἐκκλησία10, παρὰ τὴν ἀντίθετον γνώμην τῆς οἰκείας ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς καὶ ἄνευ Παν­ορθοδόξου συναινέσεως -μᾶλλον δέμετὰ Πανορθοδόξου ἀντιδράσεως-, διὰ τῆς ἀνυποστάτου καὶ ἀντικανονικῆς ἐπικλήσεως τῆς ἐκκλήτου καίκατόπινδιὰ τῆς ἀστείας διεκδικήσεως δικαιοδοσίας μετὰ ἀπὸ τρεῖς καὶ πλέον αἰῶνας μὲ παρερμηνείαν τῶν σχετικῶν ἐγγράφωνκαθιστοῦν προβληματικὸν τὸ νέον καθεστὼς τοῦ αὐτοκεφάλου. Οἱ σχισματικοὶ παραμένουν σχισματικοὶ καὶ ἡ μόνη κανονικὴ Ἐκκλησία εἰς τὴν Οὐκρανίαν εἶναι ἡ ὑπὸ τὸν μητροπολίτην Ὀνούφριον. Διὰ τοῦτο οὐδεμία μέχρι τώρα αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία -πλὴν τῆς Κων/πόλεως- ἀναγνωρίζει τὸν νέον «μητροπολίτην» τῆς ψευδο-αὐτοκεφάλου «Ἐκκλησίας», τὸν σχισματικὸν Ἐπιφάνιον. Θεωροῦμεν δὲ ὄχι μόνον ἄδικον, ἀλλὰ καὶ στερουμένην στοιχειώδους λογικῆς, τὴν σκόπιμον μυωπίαν τινῶν πρὸς τὴν βασικὴν ταύτην Κανονικὴν θεώρησιν τοῦ ἐν λόγῳ προβλήματος, καὶ τὴν μονομερῆ ἐπικέντρωσίν των εἰς ἄσχετα μὲ αὐτὴν ζητήματα· ὅπως λ.χ. εἰς τὸν Ἐθνικισμὸν ἤ τὸν Οἰκουμενισμὸν κορυφαίων ἐκπροσώπων (παλαιοτέρων καὶ νεωτέρων) τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας -ὄχι, ὅμως, καὶ τῆς Κανονικῆς Οὐκρανικῆς τοιαύτης-, τὰ ὁποῖα μάλιστα προβάλλουν μὲ μεγεθυντικοὺς φακούς, πρὸς δικαίωσιν τῆς ἀντικανονικότητος.
Οἱ πλεῖστοι Ἁγιορεῖται Πατέρες ἐχάρημεν χαρὰν μεγάλην, ὅταν ἡ Ἱερὰ Κοινότης μὲ ἰσχυρὰν πλειοψηφίαν ἀπεφασίσατε νὰ μὴ στείλετε ἐκπροσώπους -οὔτε κἄν εὐχετήριον ἐπιστολὴν- εἰς τὴν ἐνθρόνισιν τοῦ σχισματικοῦ Ἐπιφανίου. Ἐλυπήθημεν σφόδρα διὰ τὰς Μονὰς ποὺ ἐμειοψήφησαν καὶ διὰ τοὺς ἐλαχίστους ποὺ ὑπέκυψαν εἰς πιέσεις, ἠγνόησαν τὴν ἀπόφασίν σας καὶ ἔλαβον μέρος εἰς τὴν ἐνθρόνισιν! Τὰ ἴδια αἰσθήματα χαρᾶς ἐπλήρωσαν τὰς καρδίας μας καὶ διὰ τὴν ὑπὸ πολλῶν Μονῶν παρεμπόδισιν τῆς ἐπισκέψεως «ἐπισκόπων» καὶ «κληρικῶν» τῆς νέας ψευδοεκκλησίας, πικρία δὲ καὶ ἀπαθὴς ὀργὴ δι’ ὅσους, εὐτυχῶς ὀλίγους, φιλοφρόνως τοὺς ἐδέχθησαν ἤ καὶ συνελειτούργησαν!!!
Πανοσιολογιώτατοι σεβαστοὶ Πατέρες,
– λόγῳ τῆς σοβαρότητος τοῦ θέματος,
– διὰ τὸ κῦρος καὶ τὴν ἀπήχησιν, τὴν ὁποίαν κέκτηται ἡ Ἁγιορειτικὴ μαρτυρία ἀνὰ τὴν Οἰκουμενικὴν Ὀρθοδοξίαν, ἀλλὰ καὶ
– διὰ τὴν διασφάλισιν τῆς ἐνδοαγιορειτικῆς ἑνότητος,
ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕΝ
ὅπως ἄχρι Πανορθοδόξου ἀποφάνσεως ἀπαγορεύσητε τὴν εἴσοδον τῶν ἐν λόγῳ σχισματικῶν ἐν τῷ Ἱερῷ ἡμῶν Τόπῳ ἤ -τουλάχιστον- τὸ «ἐνεργῆσαι τι αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς». Τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς τὴν ἐνθρόνισιν τοῦ “Ἀρχιεπισκόπου» Ἐπιφανίου οὐδεμία Ἐκκλησία παρέστη δι’ ἀντιπροσώπου της, ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι κατὰ τὸ διαρρεῦσαν τρίμηνον ἐξ αὐτῆς οὐδεμία Ἐκκλησία ἐκοινώνησε τῇ Ἐκκλησίᾳ» του, παρὰ τὰς γενομένας ἀφορήτους πιέσεις, θεωροῦμεν ὅτι ὑποχρεώνουν εἰς τὴν λῆψιν τῆς ἀνωτέρω ἀποφάσεως. Αἱ δὲ πληροφορίαι διὰ νέα κύματα ἐπισκέψεων τῶν ἐν λόγῳ σχισματικῶν εἰς Ἅγιον Ὄρος, κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, πιέζουν ὥστε ἡ ἀπόφασις νὰ ληφθῆ ἀμεσώτατα.
Θὰ γνωρίζετε, ἄλλωστε, καὶ ἐξ ἑτέρων πηγῶν, ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ τὰ ἐνημερωτικὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα σᾶς ἀπέστειλε ἡ Κανονικὴ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, ὅτι βασικώτατα στελέχη -παλαιότερα καὶ σημερινά- τῆς σχισματικῆς «Ἱεραρχίας» βαρύνονται ἀπὸ καταδίκας ἐξ Ἐκκλησιαστικῶν (οὐχὶ μόνον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἀλλὰ καὶ τῆς Κων/πόλεως, καὶ τῆς Βουλγαρίας, κ.ἄ.), ἀλλὰ καὶ ἐκ Πολιτικῶν δικαστηρίων διὰ βαρύτατα ἠθικὰ ἐγκλήματα, ἀδιανόητα καὶ διὰ λαϊκούς, καὶ διὰ μὴ Χριστιανούς! Ὡς, ἐπίσης, ὅτι βαρύνονται διὰ τὴν ἐνεργῆ ἀνάμιξίν των εἰς τὸ σχετικῶς πρόσφατον Βουλγαρικὸν σχίσμα, διὰ τὰς σχέσεις των μὲ τοὺς Οὐνίτας τῆς Οὐκρανίας, διὰ τοὺς φοβεροὺς διωγμοὺς ποὺ ἐξαπολύουν τῇ συνδρομῇ τῶν κρατικῶν ἀρχῶν ἐναντίον τῆς Κανονικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὰ τελευταῖα πέντε ἔτη, καὶ ἰδίως μετὰ τὴν ἀναγνώρισίν των ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, διὰ τὰς προσφάτους ἀπαραδέκτους δηλώσεις τοῦ «Ἀρχιεπισκόπου» των Ἐπιφανίου διὰ τὴν ὁμοφυλοφιλίαν κ.ἄ.π. Τέλος, θὰ κατανοῆτε ὅτι αἱ ἐπισκέψεις των εἰς τὸν Ἁγιώνυμον ἡμῶν Τόπον οὐδόλως ἔχουν προσκυνηματικὸν χαρακτῆρα, ἀλλὰ στοχεύουν εἰς τὴν ἐκμετάλλευσιν τοῦ κύρους τῆς προσδοκωμένης ὑπ’ αὐτῶν εὐμενοῦς Ἁγιορειτικῆς τοποθετήσεως, διὰ τὸν ἀπεγκλωβισμόν των ἐκ τῆς Πανορθοδόξου ἀπομονώσεώς των καὶ πρὸς ἐπίτευξιν τῶν ἀνόμων σχεδιασμῶν των.
Ἐμεῖς πάντως, Χάριτι Θεοῦ, ἀκολουθοῦντες τὴν ἀλάθητον Συνοδικὴν καὶ Πατερικὴν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, δὲν διακινδυνεύομεν τὴν σωτηρίαν μας κοινωνοῦντες μὲ τοὺς ἀκοινωνήτους σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας, πιστεύοντες ὅτι ὅσοι κοινωνοῦν μὲ τοὺς ἀκοινωνήτους καθίστανται καὶ αὐτοὶ -τουλάχιστον δυνάμει- ἀκοινώνητοι· οὔτε θὰ συνεργήσωμεν διὰ τῆς τοιαύτης κοινωνίας εἰς τοὺς διωγμοὺς κατὰ τῆς Κανονικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ οὔτε καὶ εἰς τὴν διαιώνισιν τοῦ σχίσματος καὶ τοπικῶς καὶ γενικώτερον ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ· φοβούμεθα δὲ καὶ ἐνδοαγιορειτικῶς, ἐὰν δὲν ληφθοῦν ἐγκαίρως ὀρθαὶ καὶ γενναῖαι ἀποφάσεις.
Ἀναμένοντες τὴν ἔγκαιρον
ἀνταπόκρισίν σας
Μετὰ τιμῆς
καὶ τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ
Γέρων Ἀρσένιος Ἱερομόναχος καὶ ἡ συνοδεία αὐτοῦ, Ἱερὸν Κουτλουμουσιανὸν Κελλίον ‘Παναγούδα’. Γέρων Ἀβραὰμ Ἱερομόναχος καὶ ἡ συνοδεία αὐτοῦ, Ἱερὰ Καλύβη Ἁγίου Γερασίμου -Ἱερὰ Κουτλουμουσιανὴ Σκήτη. Γέρων Θεόφιλος Ἱεροδιάκονος καὶ ἡ συν­οδεία αὐτοῦ, Ἱερὸν Γρηγοριάτικον Κελλίον Ἁγίων Ἀναργύρων Παχωμαῖοι. Γέρων Νικόλαος Μοναχός, Ἱερὸν Χιλανδαρινὸν Κελλίον Ἁγίου Δημητρίου. Γέρων Ἰωσὴφ Μοναχὸς καὶ ἡ συνοδεία αὐτοῦ, Ἱερὸν Ἁγιοπαυλίτικον Κελλίον Ἁγίων Θεοδώρων. Γέρων Σάββας Μοναχὸς καὶ ἡ συνοδεία αὐτοῦ, Ἱερὸν Χιλανδαρινὸν Κελλίον Ἁγίων Ἀρχαγγέλων Σαββαίων. Γέρων Νικόδημος Μοναχός, Ἱερὸν Σταυρονικητιανὸν Κελλίον Ἁγίου Νεκταρίου. Γέρων Γαβριὴλ Μοναχός, Ἱερὸν Κουτλουμουσιανὸν Κελλίον Ὁσίου Χριστοδούλου. Γέρων Εὐφρόσυνος Μοναχὸς καὶ ἡ συνοδεία αὐτοῦ, Ἱερὸν Κουτλουμουσιανὸν Κελλίον Τιμίου Προδρόμου. Γέρων Παΐσιος Μοναχὸς καὶ ἡ συνοδεία αὐτοῦ, Ἱερὸν Χιλανδαρινὸν Κελλίον Ἁγίων Ἀρχαγγέλων. Γέρων Νικόδημος Μοναχός, Ἱερὸν Λαυριώτικον Κελλίον Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Γέρων Ἀρσένιος Μοναχός, Ἱερὰ Καλύβη Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Γερασίμου – Ἱερὰ Κουτλουμουσιανὴ Σκήτη.
Κοινοποίησις: Πρὸς τὰς 20 Ἱερὰς Μονὰς τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Σημειώσεις:
1. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Κανὼν Α΄, Πηδάλιον, Ἐκδοτ. Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1990, σελ. 587. 2 Αὐτόθι. 3 Εἰς Ἐφεσίους Ὁμιλία 14, 4, PG 62, 87. 4 Αὐτόθι, ΡG 62, 85: «Οὐδὲν οὕτω παροξύνει τὸν Θεόν, ὡς τὸ Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι… Ἀνὴρ δέ τις ἅγιος εἶπε τι δοκοῦν εἶναι τολμηρόν, πλὴν ὅμως ἐφθέγξατο. Τί δὴ τοῦτό ἐστιν; Οὐδὲ μαρτυρίου αἷμα ταύτην δύναται ἐξαλείφειν τὴν ἁμαρτίαν». 5 Πηδάλιον, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 357. 6 Αὐτόθι, σελ. 433. 7 Αὐτόθι, σελ. 407. 8. Αὐτόθι, σελ. 409. 9. Αὐτόθι, σελ. 191-193. 10. Ταῦτα τὰ τρία, ἤτοι: α΄ἡ αἴτησις τῆς κανονικῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν οἰκείαν ἐκκλησιαστικὴν ἀρχὴν (Μητέρα-Ἐκκλησία), β΄ ἡ σύμφωνος γνώμη τῆς Μητρὸς-Ἐκκλησίας καὶ γ΄ ἡ Πανορθόδοξος συναίνεσις, ἀποτελοῦν τρεῖς ἀπαραιτήτους προϋποθέσεις διὰ τὴν ἀνακήρυξιν τοῦ Αὐτοκεφάλου, κατὰ τὸ ὁμοφώνως ἐγκριθὲν ὑπὸ τῶν ἐκπροσώπων ἁπασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν κείμενον (ἄρθρον 3), τὸν Νοέμβριον τοῦ 1993. Ἅπαντα ταῦτα ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἐν λόγῳ ἀνακήρυξιν!