Κυριακή 6 Μαρτίου 2022

«Η Ιερά Παράδοσις, ως ενότητα πίστεως, εμπειρίας και μαρτυρίας» (ΜΕΡΟΣ Γ΄)

 





«Η Ιερά Παράδοσις, ως ενότητα πίστεως, εμπειρίας και μαρτυρίας»

(Μ. Βασίλειος – Κατά Σαβελλιανών, Αρείου και Ανομοίων – Ε.Π.Ε. ,7)

ΜΕΡΟΣ Γ΄

Στο δρόμο του Αγ. Βασιλείου συναντούμε έναν ακόμη θεολογικό – συνειδησιακό υπομνηματισμό (κύρους) της Ι. Παραδόσεως και των Γραφών, προερχόμενον εκ του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας (του Α΄).

Σε ομιλία του προς τον αιρετικό αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο (428-431), διαβάζουμε:

«Ουκ ενετράπης αθετείν βουλόμενος, Πατέρων και Ευαγγελιστών, και Προφητών παραδόσεις;»

Ερμηνεία – Μετάφρασις: «Δεν ντράπηκες, ώστε να φθάσεις (πλανώμενος) θεληματικά στο σημείο να αρνείσαι (περί της Θεοτόκου) την ορθή διδασκαλία Πατέρων, των Ευαγγελιστών και των Προφητών;» (Ομιλία Δ΄ εν Εφέσω – Προς Νεστόριο «Περί της Θεοτόκου» , P.G. 77, 992-996).

Παρατηρούμε στον υψηλότερο βαθμό εκπεφρασμένη συμφωνία με τον Μ. Βασίλειο: «δυσωπείτω σε η παράδοσις. Ο Κύριος ούτως εδίδαξεν, απόστολοι εκήρυξαν, πατέρες διετήρησαν, μάρτυρες εβεβαίωσαν».

Στα λόγια του Αγ. Κυρίλλου εδρεύει ο έλεγχος προς τον Νεστόριο, ο οποίος πίστευε ότι η Κυρία Θεοτόκος γέννησε απλό άνθρωπο και όχι τον Θεάνθρωπo. Ταυτόχρονα, όμως, συμπυκνώνει σε βάθος (ο Αγ. Κύριλλος) και το κεφάλαιο της Ι. Παραδόσεως, γραπτής και προφορικής.

Έτι δε υπογραμμίζει και το αντίστοιχο σωτηριολογικό – οντολογικό βάρος της.

1ο Σχόλιο: Στις διάφορες κρίσεις της Εκκλησιαστικής ζωής, που παρουσιάζονται στις διάφορες περιόδους, στον εκκλησιαστικό χώρο και χρόνο υπάρχει πάντα η απροσωπόληπτη και αμερόληπτη παρουσίαση – αξιολόγηση των ποιμένων της, θετική ή αρνητική.

Παραδείγματα (εκ του Συνοδικού της Ορθοδοξίας)

Ι) «Άπαντα τα παρά την Εκκλησιαστικήν παράδοσιν, και την διδασκαλίαν, και υποτύπωσιν των αγίων και αοιδίμων Πατέρων καινοτομηθέντα, ή μετά τούτο πραχθησόμενα – Ανάθεμα».

ΙΙ) «Αρείω τω πρώτω θεομάχω, και αρχηγώ των αιρέσεων – Ανάθεμα»

ΙΙΙ) «Γερμανού, Ταρασίου, Νικηφόρου και Μεθοδίου, των ως αληθώς Αρχιερέων Θεού, και της Ορθοδοξίας προμάχων και Διδασκάλων – Αιωνία η μνήμη».

IV) «Θεοδώρου του πανοσίου Ηγουμένου του Στουδίτου – Αιωνία η μνήμη».

V) «Μιχαήλ του ορθοδόξου ημών Βασιλέως και Θεοδώρας της αγίας αυτού μητρός – Αιωνία η μνήμη».

Οι Πατέρες είχαν γνώση της συνεχείας της ορθοδοξίας στο χώρο και χρόνο, γι’ αυτό (ως θεοφώτιστοι) αντιλαμβανότανε την αίρεση, ως προβολή δαιμονικής – ανθρώπινης σύλληψης.

Δυστυχώς, από το σημερινό εκκλησιαστικό πλήρωμα διαφεύγει (συνειδησιακά) η παναίρεση του οικουμενισμού, ως αλλοίωση της αλήθειας της Εκκλησίας.

Οι σημερινοί πιστοί δεν έχουν εκκλησιολογική κατάρτιση περί της συνολικής – καθολικής διδασκαλίας και θεολογίας της Ορθοδοξίας και του ήθους των Πατέρων. Γι’ αυτό και το μέτρο της προσωπικής τους συμμετοχής στην εκκλησιαστική ζωή είναι (περιορίζεται) στον «πάτερ τάδε», που λειτουργεί και ομιλεί ωραία, αγνοούντες αν πράγματι ορθοτομεί τον λόγο της Ορθοδοξίας∙ αγνοούντες ή παραβλέποντες (σε πολλές περιπτώσεις), ότι ο εν λόγω κληρικός, γέροντας ή επίσκοπος, είναι οικουμενιστές.

Ας μην μακρύνουμε, όμως, το σχόλιό μας στο ουσιώδες αυτό πρόβλημα της σημερινής εκκλησιαστικής ζωής.

Στη βάση της ιστορικής θεολογικής διδασκαλίας του Μ. Βασιλείου περί Ι. Παραδόσεως, θεμελιώνει (εν πολλοίς) και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός την διδασκαλία του.

Πριν ακόμη παραθέσουμε παραδείγματα, να αναφέρουμε τις ευλαβικές αναφορές του Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνού, ως έκταση βεβαιότητας, στον Άγιο Βασίλειο (Βλέπε τόμο 4 – Ι. Δαμασκηνού Έργα – Ε.Π.Ε.).

Α) Αποκαλεί τον Μ. Βασίλειο «μακάριο και φωστήρα της Οικουμένης»: «ει δε τινές λέγοιεν περί Βασιλείου του μάκαρος και οικουμενικού φωστήρος» (Σελ. 190).

Β) Αποκαλεί τον Αγ. Βασίλειο «Μέγα»:

«καλώς ο Μέγας Βασίλειος και καλεί και διδάσκει…» (Σελ. 194).

Γ) Αποκαλεί τον Μ. Βασίλειο «σπουδαίο στα θεϊκά πράγματα»:

«Ειτ’ αύθις ο πολύς τα θεία Βασίλειος προς τους πλεονέκτας διαλεγόμενος…» (Σελ. 196).

Δ) Χαρακτηρίζει τον Μ. Βασίλειο ως «θεϊκό»:

«Ως φησιν ο θείος Βασίλειος…» (Σελ. 220).

Ε) Τον αναγνωρίζει ως άγιο:

«Του αγίου Βασιλείου εκ του προς Αμφιλόχιον περί του Αγίου Πνεύματος…» (Σελ. 248).

Στ) Θέτει στον ίδιο άξονα υπακοής τους κανόνες του Αγ. Βασιλείου με την Ι. Παράδοση και τις αποφάσεις των αγίων συνόδων, αναγνωρίζοντας ότι είναι «θεοφάντωρ»:

«Στοιχείν δε και εμμένειν τοις αγίοις κανόσι των αγίων αποστόλων, των τε αγίων συνόδων, και του αγίου και θεοφάντορος Βασιλείου. Ταύτα πάντα φυλάξω θαρρών τοις του Θεού αφάτοις οικτιρμοίς και ταις υμετέραις ευχαίς, και μετά ταύτης της πίστεως παραστήσομαι τω βήματι του Χριστού, και τύχω της αυτού σωτηρίας τη αυτού χάριτι» (Σελ. 36).

Ερμηνεία – Μετάφρασις:

«Επίσης συμφωνώ και επιμένω στους αγίους κανόνες των αγίων αποστόλων και των αγίων συνόδων και του θεοφάντορα Βασιλείου. Όλα αυτά θα τα διαφυλάξω έχοντας εμπιστοσύνη στην απέραντη ευσπλαχνία του Θεού και τις δικές σας ευχές και με την πίστη αυτή θα παρουσιασθώ στο βήμα του Χριστού και θα επιτύχω τη σωτηρία μου με τη Χάρη του» (Λίβελλος περί Ορθού φρονήματος – τόμος 4).

2ο Σχόλιο: Αναμφίβολα, η Ορθόδοξη πνευματική επιβίωση – σωτηρία, η οποία στηρίζεται στην εκδήλωση της σωτηριώδους ομολογίας της πίστεως, όπως αυτή περιγράφεται – ομολογείται από τον Αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, βρίσκεται μακρυά από την αίρεση του οικουμενισμού.

«Αληθώς ο κόσμος όλος μιας ψυχής ουκ εστιν αντάξιος, της φυλαττούσης εαυτήν αμέτοχον και αιρετικής κοινωνίας και παντός κακού» (Αγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης – P.G. 99, 1205B).

(Συνεχίζεται)

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ