ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΝΘΙΜΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ
(ΟΛΟΚΛΗΡΗ
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ κ. ΑΝΘΙΜΟΥ)
Δημοσιογρ.
(Κ. ΜΑΥΡΙΔΗΣ): Θέλω νὰ μᾶς πεῖτε δύο κουβέντες,
Σεβασμιώτατε, γιὰ τὴν Σύνοδο ποὺ ἑτοιμάζεται στὴν Κρήτη, τὴν Μεγάλη Πανορθόδοξη
Σύνοδο καὶ θέλω νὰ τὸ πῶ σὲ σχέση μὲ τὸ ὅτι ἐδῶ στὴν Ἀλεξανδρούπολη ποὺ
βρισκόμαστε, μεταξὺ τῶν πολλῶν Μαρτύρων ποὺ ἔχει ἡ Θράκη, εἶναι καὶ οἱ πέντε
Νεομάρτυρες. Οἱ «ἐξ Σαμοθράκης» Νεομάρτυρες μαρτύρησαν γιὰ τὴν Πίστη τους,
μαρτύρησαν γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, μαρτύρησαν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ πολλὲς φορὲς λέμε ὅτι
ἐνδεχομένως εἴμαστε σ’ ἕνα κομβικὸ κρίσιμο σημεῖο. Τὸ λέω [ἐν σχέσει] μὲ τὸν
διάλογο ποὺ ἔχει ξεκινήσει γιὰ τὴν ἕνωση τῶν ‘’Ἐκκλησιῶν’’, γιὰ τὸ ποιὲς εἶναι
τελικὰ οἱ «κόκκινες γραμμὲς» κι ἂν μποροῦμε νὰ παραβιάσουμε τὶς «κόκκινες
γραμμές».
Μητροπ.
Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος: Τὸ λέτε πολὺ καλὰ καὶ λίγο σκληρά,
δηλαδὴ ἡ Πίστη εἶναι πολὺ ὡραῖο γεγονός. Λέω γεγονός, δὲν εἶναι θεωρία. Εἶναι
κάτι ποὺ ἢ τὸ ζεῖς ἢ δὲν τὸ ζεῖς. Πίστη θεωρητική, στὰ χαρτιά, μία ὡραῖα πίστη
εἶναι ἁπλὰ φιλοσοφία. Εἶναι μία ἄποψη περὶ τῆς ζωῆς. Τὴν Πίστη ἢ τὴ ζεῖ κανεὶς ἢ
δὲν ἀξίζει. Προχωρῶ τὴ σκέψη σας, ὅτι γιὰ τὴν Πίστη μας αὐτή, ὄχι μόνο οἱ πέντε
Μάρτυρες τῆς Σαμοθράκης ποὺ ἔδωσαν τὸ αἷμα τους, καὶ τὸ ἔδωσαν τόσο πρόθυμα, ἀλλὰ
καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους της Πίστεώς μας, καὶ σὲ καιροὺς εἰρηνικοὺς ἔδωσαν ὅλη
τους τὴ ζωὴ προασπίζοντας τὴν καθαρότητά της καὶ τὴν ὀμορφιά της. Καὶ δὲν ἐπέτρεψαν
σὲ τίποτα νὰ τὴν ἀλλοιώσει ἢ νὰ τὴν διαφοροποιήσει. Πέρασαν πολλοὶ αἰῶνες ἀπὸ
τότε. Ἡ Ἐκκλησία γνώρισε μεγάλες διαφοροποιήσεις καὶ ἀλλαγές, σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν
περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα στὴν ὁποία ζεῖ κάθε φορᾶ (1:46).
Εὐτυχῶς ἐμεῖς –νὰ τὸ πῶ καὶ μὴ μὲ παρεξηγήσετε–, ἤμασταν σκλαβωμένοι στοὺς Τούρκους καὶ δὲν φαρμακωθήκαμε ἀπὸ τὰ νάματα τῆς Ἀναγέννησης καὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ, γιατί ἂν τὸ ψάξουμε, ὅλα ἐκεῖνα τὰ ρεύματα ἦταν ἀθεϊστικὰ ρεύματα καὶ ὁπωσδήποτε θὰ μᾶς ἔβλαπταν καί ’μᾶς. Ἂν δὲν εἴχαμε τὸ φρούριο τῆς Τουρκοκρατίας ποὺ ἀπὸ τὴ μία μεριὰ γεννοῦσε Μάρτυρες στὸ ἐσωτερικό της Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐξωτερικὰ, ἦταν κι ἕνα ἀνάχωμα καὶ δὲν ἐπέτρεπε ἀλλοιώσεις στὸ πνεῦμα καὶ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας [θὰ ζημιωνόμασταν στὴν Πίστη]. Ἀλλὰ [καὶ] μέσα στὴν Ἐκκλησία τὴν Ὀρθόδοξη, ποὺ εἶναι ἡ μοναδικὴ κοίτη της ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὰ χρόνια τῶν Ἀποστόλων μέχρι σήμερα, συνέβησαν κι ἐκεῖ πολλά. Ἀπομακρυνθήκαμε [μερικὲς φορὲς ὁ ἕνας Ὀρθόδοξος λαὸς ἀπὸ τὸν ἄλλο], καὶ μὴ ξεχνιόμαστε, ὅτι, καὶ μεταξὺ μας, δὲν βάλαμε τὸ Ποτήριον μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ παραπάνω κι ἀπὸ τὶς ἐθνικότητές μας.
Οἱ Ἕλληνες σκοτωθήκαμε καὶ μὲ τοὺς Βουλγάρους,
σκοτωθήκαμε καὶ μὲ πολλοὺς ἀκόμα σὲ περιόδους ποὺ εἴχαμε ὡς προμετωπίδα τὸ Ἔθνος.
Καλὸ εἶναι τὸ Ἔθνος, ἀλλὰ ὅμως παραπάνω ἀπὸ τὸ ἔθνος εἶναι ἡ κοινὴ Πίστη ποὺ δὲν
τῆς ἐπιτρέψαμε νὰ μᾶς σώσει. Ἄλλες λοιπὸν χῶρες γνώρισαν ἕναν Πανσλαβισμό. Ἡ
Ρωσία ἕνα μεγάλο ἰδεατισμό. Οἱ Ἀσιατικὲς
περιοχὲς γνώρισαν κάποιες πιέσεις ἐξαιρετικοῦ τύπου ποὺ ἔβλαψαν λίγο-ἀπὸ τὸ Ἰσλὰμ
μέσα στὸ ὁποῖο κινοῦνται (3:25). [ΤΙ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΠΕΙ ΕΔΩ;]
Ἡ Ἀφρικὴ σήμερα ἀναγκάζεται νὰ κάνει κάποιες ἱεραποστολές
μας ἐκεῖ, κάποιους συμβιβασμοὺς γιὰ νὰ μπορέσει νὰ μιλήσει μία γλώσσα ποὺ θὰ εἶναι
κατανοητή. Δηλαδή, ὅτι αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ μεταξὺ μας οἱ Ὀρθόδοξοι πλέον ἔχουμε
λίγο ἀπομακρυνθεῖ.
Μαθαίνουμε ὅτι κάποια πράματα γίνονται στὶς Ἐκκλησίες
στὴν Ἄπω Ἀνατολὴ ποὺ ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ τὰ καταλάβουμε. Κάποια πράματα
διαφοροποιημένα γίνονται στὴν Ἀμερικὴ καὶ στὶς Σκανδιναβικὲς χῶρες, εἶναι
πράματα ποὺ χρειάζεται νὰ συγκλίνουν (4:02).
Νὰ μᾶς ποῦνε οἱ πατέρες ποὺ ὑπηρετοῦν ἐκεῖ, οἱ
Χριστιανοὶ ποὺ βιώνουν ἐκεῖ τὸ Εὐαγγέλιο μὲ τὴν Ὀρθόδοξη βιωτή, νὰ μᾶς ποῦν τὰ Ὅριά
τους, τὶς «κόκκινες γραμμὲς» ποὺ εἴπατε, καὶ νὰ ἀποφασίσουμε τελικά, τί εἶναι ἀπ’
αὐτὰ Ὀρθόδοξο, τί πρέπει νὰ μείνει, τί πρέπει νὰ ἐπανέλθει, τί πρέπει νὰ
διαφοροποιηθεῖ. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μόνο μὲ μία τέτοια Σύνοδο. Καταλαβαίνω
καὶ σέβομαι τῆς διαφορὲς ποὺ ἤδη δημιουργήθηκαν, ἀλλὰ ἐγὼ τὸ βλέπω σὰν μία ἀνάγκη
νὰ μάθουμε οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ μιλᾶμε μεταξύ μας.
Τώρα τὸ ἄλλο ποὺ εἴπατε, νομίζω ὅτι οὔτε εἶναι, οὔτε
πρέπει νὰ εἶναι θέμα συζητήσεως. Δὲν μιλᾶμε
γιὰ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν δὲν εἶναι τὸ ζητούμενο σήμερα,
γιατὶ, ἁπλούστατα, δὲν ἔχουμε κάποιο λόγο νὰ ἑνωθοῦμε. Ἔχουμε κάποιο λόγο νὰ
παραμείνουμε ἐμεῖς στέρεοι στὴν κοιτίδα μας τὴν Ὀρθόδοξη Χριστιανική. Νὰ ἑνωθεῖ
ἕνα ποτάμι μὲ τί; Κι ἂν κάποια ποτάμια ὑπάρχουν ποὺ ἐξόκειλαν, ποὺ
διαφοροποιήθηκαν, ποὺ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸν κοίτη, νὰ ξαναγυρίσουν [αὐτὰ]
πίσω. Ἄρα δὲν εἶναι μία διαφορὰ ποὺ προέκυψε ἀπὸ κακὴ συνεννόηση, καὶ «καθίστε
κάτω νὰ τὰ βροῦμε καὶ νὰ τὰ συζητήσουμε». Δὲν εἶναι κάτι τέτοιο. Εἶναι ἡ μία κοίτη
τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία προχωράει καὶ εἶναι μία καὶ μοναδική. Καὶ ὅ,τι
διαφοροποιήσεις ὑπῆρξαν –τώρα τὸ ξέρουμε ὅλοι ὅτι ὑπῆρξαν διαφοροποιήσεις–, νὰ
διορθωθοῦν καὶ νὰ ἐπανέλθουν. Καταλαβαίνετε, δὲν εἶναι θέμα ἡ «Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν».
Εἶναι λάθος νὰ τὸ θέτουμε σὲ τέτοια βάση (5:43). Ἐγὼ δὲν αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη
νὰ χωρίσω μὲ κανέναν, γιατὶ δὲν μάλωσα μὲ κανέναν! Ἐγὼ παραμένω στὴν θέση μου, ἐκεῖ ποὺ μὲ ἔβαλαν· κι ἔχω τὰ παπούτσια
τῶν Ἀποστόλων καὶ περπατάω μὲ τὰ παπούτσια τους, κι ἂν κάποιος ἔφυγε καὶ διαφοροποίησε
τὸ βῆμα του, νὰ φτιάξει τὸν συντονισμὸ τοῦ βηματισμοῦ του.
Δημοσιογρ.:
Ὁ ἅγιος Φλωρίνης, μοῦ εἶπε ὅτι «εἶναι κόκκινη γραμμὴ ἡ Ὀρθοδοξία». Δὲν συζητᾶμε
ἕνωση μὲ τὸν Παπισμό, δὲν τὸν ἀναγνωρίζουμε. Καὶ τὸ λέω εὐθέως γιὰ νὰ ζητήσω
μία εὐθεία ἀπάντηση: Συζητᾶμε τέτοιο θέμα; Γιατί ἐκεῖ [ἔνν. στὴ Μητρόπολη
Φλωρίνης Πρεσπῶν καὶ Ἐορδαίας] καὶ ὁ
πιστὸς λαὸς κάνει τέτοιου εἴδους κουβέντες (6:30).
Μητροπ.
Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος: Ἔχει ἀπόλυτο δίκιο. Ἀσπάζομαι αὐτὸ
ποὺ λέγει ὁ Ἅγιος Φλωρίνης, τὸ ἀποδέχομαι πλήρως, συμφωνῶ ἀπόλυτα. Καὶ θὰ σᾶς πῶ
καὶ κάτι ἀλλο. Δὲν ὑπάρχει τέτοια ἀνάγκη σὲ μᾶς. Θὰ σᾶς μεταφέρω καὶ τὸ πνεῦμα
ποὺ ἐπικρατεῖ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ, ἐπειδὴ εἶμαι
κοντύτερα, τὸ ξέρω καλύτερα. Κανένας δὲν
ἐπιδιώκει ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν.
Δὲν εἶναι ζητούμενο σήμερα ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, οὔτε ἀπὸ
τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται, ὅμως, εἶναι νὰ ὑπάρχει ἕνας
δίαυλος ἐπικοινωνίας. Νὰ λέμε καλημέρα καὶ νὰ μποροῦμε νὰ καθόμαστε καὶ νὰ
συζητᾶμε. Τὴ θεματολογία τῆς συζητήσεως θὰ τὴν καθορίσουμε μὲ τὸ κριτήριο ποὺ σᾶς
εἶπα πρωτύτερα. Δὲν θέλουμε μιὰ ἕνωση, δηλ. νὰ τὰ βολέψουμε, νὰ τὰ ταιριάξουμε,
κάπως νὰ κάνουμε ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις γιὰ νὰ τὰ βροῦμε. Ὄχι. Κάτι τέτοιο δὲν τὸ
θέλω οὔτ’ ἐγώ, κανένας ἀπὸ μᾶς, οὔτε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. [7:28]
Δημοσιογρ.:
Πάντως
ὑπῆρξαν καὶ φωνές, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὅρος, ποὺ ζητοῦν νὰ λήξει αὐτὸς ὁ
Διάλογος.
Μητροπ.
Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος: Δὲν εἶναι σωστό. Γιὰ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν,
Διάλογος δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ γίνει. Ὅ,τι ἦταν νὰ εἰπωθεῖ, εἰπώθηκε. Ἡ ἴδια ἡ
Καθολικὴ Ἐκκλησία σήμερα, ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία, ξέρει ὅτι ἡ ἴδια ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ
τὴν κοιτίδα της. Ὁ Προτεσταντισμός,
γνωρίζει σήμερα ὅτι ἀπομακρύνθηκε δικαίως ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία βλέποντας τὶς
ὑπερβολὲς ποὺ ζοῦσε ἐκεῖ, καὶ πῆγε βέβαια στὸ ἄλλο ἄκρο. Μακάρι ὁ Προτεσταντισμὸς
νὰ ἤξερε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ νὰ ἐπανέκαμπτε στὴν κοιτίδα του. Ἀλλὰ δὲν τὴ
γνώριζε. Ἤμασταν μέσα στὴν τουρκοκρατία.
Ἄρα, νὰ ξεκαθαρίσουμε τὰ πράγματα· δὲν θέλει κανένας
ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν· «νὰ καθίσουμε νὰ τὰ βροῦμε», νὰ φτιάξουμε τὶς λέξεις, νὰ
κάνουμε ὡραῖες, κομψὲς ἔννοιες. Δὲν ὑπάρχει τέτοια ἀνάγκη σὲ μᾶς. Βλέπετε ὅτι ὅλα
αὐτὰ τὰ χρόνια ποὺ γίνεται ὁ Διάλογος, ἕνας Διάλογος ποὺ μέχρι τώρα σὲ μᾶς δὲν ἔφερε
καμία διαφορά, καμία ἀλλοίωση, καμία τροποποίηση. Γιατί; Γιατὶ δὲν ὑπάρχει
περιθώριο. Δὲν ἔχουμε ἐμεῖς κάτι νὰ ἀλλάξουμε! Δὲν ἔχουμε κάτι νὰ διορθώσουμε,
κάπου νὰ ἐπαναποθετηθοῦμε, ἢ νὰ μεταχειριστοῦμε κομψὲς λέξεις γιὰ νὰ
δημιουργήσουμε ἕνα καλὸ φάσμα σχέσεων. Ὄχι. Ἕνα κι ἕνα κάνουν δυό! Τὰ πράγματα
εἶναι στὴν κοιτίδα τους, ἡ Ἐκκλησία εἶναι στὸ ρόλο της, τὸ μυστήριο εἶναι ἀποκεκρυμένο,
ὅπως τὸ κρατᾶμε τόσα χρόνια· δὲν τὸ ἑρμηνεύουμε, δὲν τὸ λογικοποιοῦμε, δὲν τὸ ἀναλύουμε,
δὲν τὸ ἁπλοποιοῦμε, ὅπως ἔκανε ἡ Δύση, καὶ τὸ ζοῦμε –δόξα τῷ Θεῷ– πάρα πολὺ ὄμορφα!
Ζηλεύουν ἀπὸ μᾶς! Ζηλεύουν τὴν Πίστη μας, ζηλεύουν τὴν εὐσέβειά μας, ζηλεύουν τὸν
τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐπανακάμπτουμε ὅταν ἁμαρτάνουμε, ζηλεύουν τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο
χαιρόμαστε τὶς λειτουργίες καὶ τὶς ἀγρυπνίες μας. Δὲν τὰ καταλαβαίνουν αὐτά, ἀλλὰ
τὰ νοιώθουν στὴν Εὐρώπη οἱ Καθολικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες, κι ἐμεῖς πρέπει νὰ τοὺς
δίνουμε αὐτὴ τὴν μικρὴ γεύση γιὰ νὰ καταλαβαίνουν τί ἔχασαν. Καὶ βλέπετε,
σιγά-σιγὰ ἀλληθωρίζουν πρὸς τὰ ’δῶ! Σ’ αὐτὸ ἐξυπηρετεῖ ἐπικοινωνία.
Ἀλλὰ τὸ λέω συνειδητά· κανένας μας μέσα, οὔτε ὁ Οἰκουμενικὸς
Πατριάρχης [θέλει τὴν Ἕνωση].
Δημοσιογρ.:
Νὰ ρωτήσω, μία ποὺ εἴπατε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, καὶ νὰ ζητήσω τὸ σχόλιό σας
γιὰ τὴν συμπροσευχὴ καὶ τὶς πολλὲς ἐπαφὲς τοῦ
Παναγιώτατου μὲ τὸν Πάπα Ρώμης;
Μητροπ.
Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος: Σᾶς τὸ λέω ὑπεύθυνα –τὸ ξέρω, ἔχω
συζητήσει πολλὲς φορές, ξέρω τὴν σκέψη του καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βιώνει τὰ
γεγονότα–, [ο Πατριάρχης] δὲν ἐλπίζει σὲ μιὰ ἕνωση, ἀλλὰ θέλει νὰ ὑπάρχει μιὰ ἐπικοινωνία,
γιατὶ ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἐπικοινωνία ἐκεῖνοι ὠφελοῦνται, ἀντλώντας ἀπὸ τὴν Παράδοση
τὴν δική μας.
Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε
νὰ ὠφεληθοῦμε σὲ κάτι, σᾶς τὸ λέω ὑπεύθυνα.
Λέτε γιὰ τὶς συμπροσευχές. Σᾶς φαίνεται τυχαῖο τὸ
γεγονός, –δὲν εἶναι Χάρις Θεοῦ; – τὸ ὅτι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, ὁ πιὸ
προηγούμενος Πάπας, ὁ Ἰωάννης Παῦλος ὁ Β΄, μετέφρασε ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ στὰ Ἰταλικὰ
τὸν «Ἀκάθιστο Ὕμνο» κι ἐδῶ κι 7-8 χρόνια ψάλλεται στὶς Σάντα Μαρία Ματζόρε μέσα
στὴν Ρώμη;
Τί θὰ καταλάβει ἕνας Ἰταλὸς καθολικὸς ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο
Ὕμνο ποῦ ἔχει ἀπὸ τὸ Α μέχρι τὸ Ω; Ἒ, ὅσο μπορεῖ νὰ καταλάβει. Ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ
Δυτικὴ ἐκκλησία ἔμεινε καὶ μένει ἔκθαμβη μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ ἐξαιρετικὸ ποίημα
στὴν Παναγία, ποὺ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ Μαριολογία τὴ δική τους, ποὺ δὲν τὴ
δεχόμαστε (11:11’). Ἀλλὰ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν Παναγία ὡς πρόσωπο-γέφυρα ποὺ κατέβασε
τὸν Οὐρανὸ στὴ γῆ καὶ ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο στὸν Οὐρανό.
Αὐτὸ όμως εἶναι μιὰ ἐπιστροφὴ τῆς Δύσης στὴν ἀρχέγονη
Παράδοση, την Πίστη, ποὺ κρατιέται και
γεννιέται μέχρι σήμερα στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Σ’ αὐτὸ προσβλέπει, λοιπόν, ἡ
σχέση ποὺ ἔχει δημιουργήσει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα
καὶ μέχρι σήμερα μὲ τὸν νῦν Πατριάρχη μας Βαρθολομαῖο. Δὲν θέλει κανείς, δὲν
προσβλέπει κανείς –δὲν τὸ λένε καὶ ξεκάθαρα, ὅπως σᾶς τὸ λέω ἐγώ, γιατὶ ὅταν
θέλεις νὰ ἔχεις ἕνα καλημέρα μ’ ἕναν ἄνθρωπο, δὲν τοὺ λὲς: «ξέρεις, δὲν θέλω
τίποτα, δὲν προσβλέπω σὲ τίποτα, δὲν μὲ ἐνδιαφέρεις», ἢ ὅτι «δὲν ἔχω νὰ πάρω ἀπὸ
σένα τίποτα». Ἀφήνουμε νὰ κυλᾶ ὁ χρόνος,
ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀντλοῦνε ἐκεῖνοι ἀπὸ τὸν γάργαρο νερὸ τὸ δικό μας.
Τὸ πρόβλημα εἶναι δικό μας, ἂς μὴ φοβόμαστε. Δὲν φοβᾶμαι
ἐγὼ τίποτα· κανέναν. Ὅλοι νὰ ’ρθούνε, ὅλοι νὰ ἀντλήσουν νερὸ ἀπὸ τὸ ποτάμι τὸ Ὀρθόδοξο
καὶ τὸ γάργαρο νερό· δὲν ἔχουμε νὰ χάσουμε.
Γιατὶ ἡ Πίστη μας εἶναι πολὺ ψηλά. Εἶναι πολὺ
δοκιμασμένη.
Καὶ ὅλη ἡ Σύνοδος νὰ ὑπογράψει τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν
–Θεὸς φυλάξοι– καμιὰ ἕνωση δὲν ἐπιτυγχάνεται. Ἕνωση εἶχε ὑπογραφεῖ! Καὶ ὁ μόνος
ποὺ δὲν ὑπέγραψε ἦταν ὁ Μάρκος ὁ Εὐγενικός. Ἡ Ἐκκλησία δὲν τὴ δέχεται.
Δηλαδὴ τὰ «γονίδιά» μας τὰ ὀρθόδοξα, εἶναι πολὺ
παραπάνω ἀπὸ τὴν ὑπογραφὴ τῶν Ἐπισκόπων. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει καὶ θέμα συζητήσεως
στὴν Κρήτη γιὰ τὴν Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Σᾶς τὸ λέω ὑπεύθυνα.
Μπορεῖ νὰ εἰπωθοῦν κάποια πράγματα, θὰ εἶναι καὶ
κάποιοι παρατηρητές, μαθαίνω, ἀπὸ τοὺς Παπικοὺς κι ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες· ἂς εἶναι.
Νὰ δοῦν –τὴν πρώτη μόνο μέρα–, νὰ δοῦν ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ξέρουν τὶς διαφορές
μας, ξέρουν τὶς ἀδυναμίες μας. Νὰ δοῦν ὅμως ὅτι ΕΜΕΙΣ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μποροῦμε
νὰ λειτουργήσουμε ὅλοι μαζί, ἐνῶ μ’ ἐκείνους δὲν μποροῦμε. Δὲν μποροῦμε! Μπορεῖ
νὰ κάνουμε συζητήσεις, μπορεῖ νὰ τρῶμε μαζί, νὰ συζητοῦμε διάφορα θέματα μαζί, ἀλλὰ
νὰ λειτουργήσουμε μαζὶ δὲν μποροῦμε καὶ δὲν τὸ θέλουμε (13:26’). Ἐνῶ μεταξὺ μας
–οἱ Ρῶσοι, οἱ Βούλγαροι, οἱ Σλάβοι, οἱ Ἕλληνες–, παρὰ τὶς διαφορὲς μας μποροῦμε
νὰ εἴμαστε γύρω ἀπὸ τὴν ἴδια Τράπεζα καὶ νὰ κοινωνοῦμε τὸ ἴδιο Σῶμα καὶ τὸ ἴδιο
Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἕνα δίδαγμα γιὰ ἐκείνους.
Δημοσιογρ.:
Μαζὶ μὲ τὸ εὐχαριστῶ καὶ τὶς εὐχές σας,
νὰ σᾶς ρωτήσω κάτι τελευταῖο. Τί μήνυμα στέλνετε σ’ αὐτοὺς –ἱερεῖς, ἀλλὰ καὶ
λαϊκούς– που ετοιμάζονται νὰ ἀντισταθοῦν, ἑτοιμάζονται νὰ πετάξουν προκηρύξεις,
νὰ φωνάξουν γι’ αὐτὸ πού ἑτοιμάζεται νὰ γίνει στὴν Κρήτη;
Μητροπ.
Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος: Νὰ μὴν τὸ κάνουν. Αὐτὸ δείχνει
πανικό, καὶ δείχνει ἔλλειψη αὐτοσυνειδησίας. Δὲν δείχνει μιὰ σιγουριά, μιὰ
στέρεη αἴσθηση πάνω στὸ στέρεο βράχο τῆς Πίστεως ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Ἒ,
λοιπόν, ἂς τὸ καταλάβουμε οἱ Ὀρθόδοξοι: Δὲν εἴμαστε οἱ κομιστὲς μίας θεωρίας
φιλοσοφικῆς καὶ θεολογικῆς. Εἴμαστε ἕνα στέρεο οἰκοδόμημα καὶ τὸ θεμέλιο
λέγεται Ἰησοῦς Χριστός. Κι αὐτὸ τὸ θεμέλιο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κλονίσει
κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας. Τὸ νὰ φοβᾶμαι (14:37’) μὴ τυχὸν ἔρθουν –καὶ τί θὰ μᾶς
κάνουν; – καὶ «θὰ μᾶς βλάψουν» καὶ ἡ «Νέα Ἐποχὴ» καὶ ἡ «Παγκοσμιοποίηση», καὶ ὁ
«Πάπας», καὶ οἱ «Προτεστάντες», καὶ οἱ σέκτες…!
Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς βλάψει. Ἢ πιστεύω ἀπόλυτα ὅτι
ἡ Ἐκκλησία εἶναι βράχος, και πάνω σ’ αυτό το βράχο ή γαντζώνεται κανείς και
σώζεται, ή σπάει τα μούτρα του, ή δεν το πιστεύω. Ἄρα λοιπὸν περισσότερη αὐτοσυνειδησία
χρειάζεται. Δὲν εἶναι καὶ στὸ ἦθος τῶν Χριστιανῶν τῶν Ὀρθοδόξων, ποὺ ἔχουμε μιὰ
αὐτοπεποίθηση γιὰ τὴν πληρότητα τῆς Πίστεώς μας. Ἐγὼ δὲν πανικοβάλλομαι, γιατί ἡ
Πίστη μου ξέρω ὅτι εἶναι αὐθεντική, ὅτι εἶναι καθαρή, ὅτι εἶναι ἀμαγάριστη , ὅτι
δὲν εἶναι νερωμένο κρασί. Ὅποτε δὲν φοβᾶμαι. Μ’ αὐτὴν τὴν αὐτοπεποίθηση προχωράω
καὶ δὲν μὲ νοιάζει ὅ,τι κι ἂν θέλουν οἱ ἄλλοι, ἐνδεχομένως ἢ ἂν ἔχουν [κάτι ἄλλο]
πίσω στὴ σκέψη τοῦ μυαλοῦ τους (14:34’).
Μπροστὰ στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη μόνο νὰ γονατίσει καὶ νὰ
προσκυνήσει κανεὶς μπορεῖ. Τίποτε ἄλλο. Δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς βλάψει κανένας. Τὸ
λέω γενικότερα, γιατί βλέπω τὰ τελευταῖα χρόνια ἕνα πανικὸ νὰ ἐπικρατεῖ εἰς τὴν
Ἑλλάδα. «Οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε αὐτό», καὶ «ὅλοι μας πολεμοῦν» κι «ὅλοι θὰ μᾶς
κάνουν, θὰ μᾶς δείξουν, θὰ μᾶς ράνουν…». Ε, νὰ τὸ καταλάβετε: ὅτι κανένας δὲν
μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει κακό. Γιατί ἡ Ὀρθοδοξία σημαίνει Χριστός. Ἢ τὸ πιστεύουμε ἢ
δὲν τὸ πιστεύουμε. Ἂν δὲν τὸ πιστεύουμε, τότε δὲν εἴμαστε Ὀρθόδοξοι. Κάπου ἀλλοῦ
πάσχουμε. Ἂν εἶμαι ὀρθόδοξος, ἐγὼ δηλαδὴ τὸ μόνο ποὺ θὰ σύστηνα ἐκείνη τὴν ἡμέρα
[ἔνν. πού θὰ ξεκινήσει ἡ «Μεγάλη Σύνοδος»]
νὰ κάνουμε σ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα Λειτουργίες καὶ Ἀγρυπνίες. Καὶ νὰ ποῦμε καὶ στοὺς
παρατηρητὲς ποὺ θὰ ’ρθούν καὶ στοὺς ἄλλους Ὀρθοδόξους ἀδελφούς μας, ὅτι «Ἀκοῦστε
νὰ δεῖτε ἀδελφοί: Σ’ αὐτὴ τὴ χώρα ποὺ ἤλθατε καὶ πατήσατε […] σᾶς ὑποδεχόμαστε
μὲ προσευχή. Γιατί ξέρουμε τὶς ἀδυναμίες μας, οἱ Ὀρθόδοξοι, ξέρουμε τὴν ἀπόκλισή
σας, [δηλαδὴ] πόσο ἔχετε ἀποκλίνει οἱ Καθολικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες, ἀπὸ ἐμᾶς [ἔνν.
τοὺς Ὀρθοδόξους]. Κι ἐμεῖς γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀνθρώπινες ἀδυναμίες τῆς Ἐκκλησίας,
ἕνα πράμα ἔχουμε, ἕνα ὅπλο ἔχουμε: Καὶ κάνουμε προσευχή. Αὐτὴν τὴν ὥρα, –Ἁγιώτατοι,
Παναγιώτατοι, Αἰδεσιμότατοι, Μακαριώτατοι–, αὐτὴ τὴ ὥρα σ’ αὐτὴ τὴ χώρα, ὅλος ὁ
λαὸς προσεύχεται γιὰ νὰ μᾶς φωτίσει ὁ Θεὸς νὰ κάνουμε τὸ καλύτερο. Ε, ἂς ἀνταποκριθοῦμε
στὶς προσευχὲς αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ποὺ αὐτὴ τὴ ὥρα εἶναι στοὺς ναοὺς καὶ
προσεύχονται γιὰ ὅλους ἐμᾶς. Γιὰ νὰ φωτίσει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κάνουμε, ὄχι
ἐγωϊσμοὺς ἀλλὰ τὸ Θέλημά Του. Γιὰ νὰ ἐπικρατήσει ἡ Βασιλεία Του».