«Η ιερότητα του Ευαγγελίου και ο «επίσκοπος»
Άνθιμος (Αλεξανδρουπόλεως)»
Ο
Απ. Παύλος προειδοποίησε προφητικά – αποκαλυπτικά στην ομιλία του στην Μίλητο,
προς τους πρεσβυτέρους της Εφέσου, ότι η αλήθεια της Εκκλησία θα απειληθεί
σοβαρά στο μέλλον από κληρικούς με χαρακτήρα «εγκυρότητας», χωρίς οι λόγοι τους
να είναι υγιείς, ασφαλείς, με την σιγουριά της αλήθειας. Τόνισε με απόλυτη
κατηγορηματικότητα: «και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες
διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών» (Πραξ. 20, 30)».
Μετάφραση: «και από σας τους
ιδίους θα εγερθούν άνδρες οι οποίοι θα διαστρέψουν την αλήθειαν για να
παρασύρουν τους μαθητάς ώστε να ακολουθήσουν αυτούς».
Σήμερα
η επαλήθευση της προφητείας του Απ. Παύλου συντελείται (κυρίως) στη διαδικασία
γένεσης, λειτουργίας και εξάπλωσης του οικουμενισμού, φοβερής αιρέσεως στην
περιοχή της σημασίας του Θείου λόγου και της εφαρμογής του.
Αφθονούν στη σημερινή εκκλησιαστική πραγματικότητα «άνδρες λαλούντες διεστραμμένα».
Η
αίρεση αυτή συντελείται με πρωτοφανείς αντορθόδοξες διδασκαλίες, με εκπτώσεις –
διαστροφές σε θέματα δόγματος και σε πρακτικές αλλοιώσεως του ορθοδόξου ήθους.
Είναι φορτισμένη, ακόμη, με ανατροπές Ι. Κανόνων και Οικουμενικών Συνόδων και,
το θλιβερότερον, με τη σιωπή του κλήρου και του μοναχισμού, που συγκατατίθενται
στο νέο οικουμενιστικό – εκκλησιολογικό σύστημα. Σιωπή – ανοχή σημαίνει
προδοσία της πίστεως! Βαραίνει στους ώμους τους και μια ορολογική σύγχυση,
λέγοντες ότι «είμεθα με υπακοή εντός εκκλησίας», χωρίς να απαντούν στο κρίσιμο
ερώτημα:
«Είναι
δυνατόν η ορθόδοξη εκκλησία μαζί με τις αιρέσεις να αποτελούν μαζί την Εκκλησία
του Χριστού, όπως ισχυρίζεται η ψευδοσύνοδος της Κρήτης;».
Στην
συναρτημένη με αδιαφορία άγνοια των πιστών στηρίζεται και η επιδίωξη
«γιγαντισμού» του οικουμενισμού, όπως αντανακλάται και στην έλλειψη αντίδρασης
στις δηλώσεις του Ανθίμου (20/01/2019), με τις οποίες διαμόρφωσε κλίμα
απόρριψης της Ιερότητας – Θεοπνευστίας του Ευαγγελίου με εκμηδενιστική
απλούστευση του περιεχομένου του. Δήλωσε: «Εγώ θα πω αυτό που λέει η Εκκλησία,
δηλ. το πλήρωμα των πιστών. Θα αφουγκραστώ τους Χριστιανούς τι λένε, ποιο
θεωρούν σωστό. Ακόμα και αν αυτό που οι Χριστιανοί μας θεωρούν σωστό, ακόμα και
αν είναι αντίθετο με το Ευαγγέλιο, εγώ θα υπερασπιστώ αυτό που λένε οι
Χριστιανοί μας, γιατί οι Χριστιανοί μας έφτιαξαν το Ευαγγέλιο, δεν έφτιαξε το
Ευαγγέλιο την Εκκλησία».
Παρατηρούμε
μια διφυία στην περίπτωση του κ. Ανθίμου δηλ. δίπλα στον επισκοπικό βαθμό
ιερωσύνης υπάρχει μία προσωπικότητα που
«ευαγγελίζεται» έναν ριζοσπαστικό οικουμενισμό∙ έναν δηλ. οικουμενισμό που
προχωρεί σε αλλοίωση – τροποποίηση του Ιερού Ευαγγελίου και ανάπτυξη
«ποιμαντικής» κοινωνικού μετασχηματισμού ανέλιξης του οικουμενισμού στη ζωή του
πληρώματος, σ’ αντίθεση με τους λόγους του Αρχιερέως Χριστού:
Α)
«Πλανάσθε μη ειδότες τας Γραφάς» (Ματθ. 22, 29)
Β)
«Ερευνάτε τας Γραφάς» (Ιωάν. 5, 39)
Γ)
«Μετανοείτε και πιστεύετε εν τω Ευαγγελίω» (Μαρκ. 1, 15).
Πού
μας φέρνει αυτή η θέση του κ. Ανθίμου, που δίδει προτεραιότητα στη «Σημαντική»
της γνώμης του πληρώματος έναντι του Ευαγγελίου; Είναι, αναμφίβολα, απόπειρα
εφαρμογής πραγματισμού και κοσμικής κοινωνιολογίας στη καθημερινή ζωή της εκκλησίας∙
μια απόπειρα σύνοψης της φύσης του κόσμου ή μάλλον της σκέψης» του κόσμου ως
νέο ευαγγέλιο∙ μια απόπειρα φυγής από την πνευματική πραγματικότητα του
Ευαγγελίου, μιας και ο ανθρώπινος (μεταπτωτικός) εγκέφαλος τείνει στην υλική
γνώση – αναγκαιότητα για μια «εγγυημένη» επιβεβαίωση των γεγονότων.
Μας
θυμίζουν, ακόμη, οι θέσεις του «επισκόπου» Ανθίμου τους στοχασμούς του νεαρού Engels:
«το νέο ιερό είναι η αυτοσυνειδησία της ανθρωπότητος», «αυτή είναι η υψίστη
αποκάλυψη, η αποκάλυψη του ανθρώπου προς τον άνθρωπο» (Βλέπε φυλλάδιο στα Marx –
Engels, Worke).
Ξέχασε
ο κ. Άνθιμος τις εμφατικές επιβεβαιώσεις του Ιερού Ευαγγελίου, ότι ουδέποτε ο
κόσμος (άνθρωπος) μπορεί να πολεμήσει τα νεκρά στοιχεία του (αμαρτίες) χωρίς τη
δύναμη του λόγου του Θεού;
Δεν
μπορεί να αντιληφθεί, ότι η δική του ποιμαντική εμπειρία δεν αντισταθμίζεται με
τα δύο χιλιάδες χρόνια ζωής των Ορθοδόξων – Αγίων που ζούσαν, σκέπτονταν,
μοχθούσαν και πέθαιναν Ευαγγελικά;
Κρατώντας
σφιχτά στα χέρια μας τον μίτο της λογικής των Αγίων, με νηφάλια (όχι επιθετική)
διάθεση – ψυχολογία, προσευχόμαστε ώστε ως επίσκοπος Άνθιμος να κατανοήσει, ότι
«Επίσκοπος» σημαίνει (κυρίως) Ευαγγελική βούληση και όχι: Αμφισβητώ ή εμποδίζω
ή αποτρέπω το γνησίως «Ευαγγελικώς εμπολιτεύεσθαι».
Στις
δηλώσεις του δεν υπάρχει η πνευματική ανησυχία για ύψωση στις δυσανάβατες
κορυφές της Επισκοπικής διακονίας∙ υπάρχει, όμως, μια σαφή τάση αποδέσμευσης ή
απαγκίστρωσης, ως μορφή αειφυγίας από τις υποχρεώσεις ενός ορθοδόξου επισκόπου.
Αντίθετα,
η Εκκλησία επαινεί (παράδειγμα) τον Αγ. Κοσμά τον Αιτωλό, «ως των Αποστόλων
δεδεγμένος τον ζήλον, Ευαγγελίου υποφήτης εδείχθης…».
Η
ποιμαντική των Ι. Κανόνων, ως συνείδηση διαρκείας της Εκκλησία, απαιτεί την
καθαίρεσή του, αλλά βρίσκει απέναντί της μια απρόθυμη Ιερά σύνοδο της
(οικουμενιστικής) εκκλησίας της Ελλάδος, που μετά την αναγνώριση του
οικουμενισμού χρησιμοποιεί, πάντα, σε αδιάσπαστο χρόνο, την κληροδοσία της
«Συνόδου» της Κρήτης.
Ολόκληρη
η ουσία του Ορθοδόξου Χριστιανισμού αποκαλύπτεται στις σελίδες του Ευαγγελίου
(Γραφής). Στη διδασκαλία των Πατέρων υπάρχει μια πραγματική, ζωντανή παρουσία
του Ευαγγελίου.
Στα
κείμενά τους διακρίνεις τον Ευαγγελικό τρόπο αντιλήψεως, κρίσεως και αισθήσεως
της Ορθοδοξίας. Παράδειγμα:
-
Ι. Χρυσόστομος: «Εμοί δε δακρύειν επέρχεται, όταν ακούσω από της ημετέρας Εκκλησίας
τινάς λέγοντας, μη ειρήσθαι ταύτα εν ταις θείαις Γραφαίς∙ και τούτο ου μόνον
παρά λαϊκών, αλλά και παρά των δοκούντων είναι ποιμένων, και τόπους επεχόντων
αποστόλων και προφητών, αλλ’ ου τρόπους∙ προς ους εύκαιρον ειπείν∙ ουαί υμίν,
οι οδηγοί τυφλοί, και αμαθείς και αστήρικτοι».
Ερμηνεία: «Μου έρχεται να
κλάψω όταν ακούω μερικούς από την εκκλησία μας να λένε, ότι δεν τα λένε αυτά οι
θείες Γραφές. Kαι αυτό δεν το ακούμε μόνο από τους λαϊκούς, αλλά και απ’ αυτούς που
νομίζουν ότι είναι ποιμένες και κατέχουν τον τόπο των αποστόλων και προφητών,
όχι όμως και τους τρόπους, προς τους οποίους είναι ευκαιρία να τους πούμε.
Αλίμονό σας, οδηγοί τυφλοί, και αγράμματοι και ακατάρτιστοι» (Ι. Χρυσόστομος, P.G.
59, 556 – 560: Λόγος περί ψευδοπροφητών και ψευδοδιδασκάλων).
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ