ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
1. Ἡ μοναδική ὁδός ἀληθινῆς θεογνωσίας καί σωτηρίας εἶναι ἡ πίστη στήν Ἁγία Τριάδα, στό σωτηριῶδες ἔργο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί στήν ἱδρυθεῖσα ἀπό Αὐτόν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
2. Φυλάσσουμε ἀμετακίνητα καί ἀπαραχάρακτα ὅσα οἱ Ἀπόστολοι ἐδίδαξαν καί οἱ πατέρες ὅρισαν καί ἐθέσπισαν. Ἀποδεχόμαστε ὅσα ἀποδέχονται καί καταδικάζουμε ὅσα κατεδίκασαν.
3. Ἀπό τίς ἀρχαῖες αἱρέσεις, πού ἐπιβιώνουν μέχρι σήμερα, καταδικάζουμε τόν Μονοφυσιτισμό τῶν Κοπτῶν, Συροϊακωβιτῶν καί Ἀρμενίων, σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Δ΄ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451) καί τήν διδασκαλία μεγάλων Ἁγίων Πατέρων, ὅπως τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, τοῦ Μ. Φωτίου, ὡς καί τῶν ὕμνων τῆς λατρείας.
4. Διακηρύσσουμε ὅτι ὁ Παπισμός εἶναι ὄχι μόνο αἵρεση ἀλλά μήτρα αἱρέσων καί πλανῶν. Σύνολος ὁ χορός τῶν Πατέρων σέ Συνόδους, ὅπως ἡ θεωρουμένη Η'Οἰκουμενική ἐπί Μ.Φωτίου (879) καί ἄλλες νεώτερες, ἀλλά καί στά συγγράμματά τους καταδικάζουν τόν Παπισμό ὡς αἵρεση, διότι ἐκτός τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ (Filioque) παρήγαγε μέγα πλῆθος πλανῶν, παλαιοτέρων καί νεωτέρων.
5. Τά ἴδια ἰσχύουν, σέ μεγαλύτερο βαθμό, γιά τόν Προτεσταντισμό, ὁ ὁποῖος ὡς τέκνο τοῦ Παπισμοῦ κληρονόμησε πολλές αἱρέσεις, πρόσθεσε ὅμως καί πολλές ἰδικές του.
6. Ἡ νέα παναίρεση τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ὁ Οἰκουμενισμός, προτεσταντικῆς κατ΄ἀρχήν προελεύσεως, τώρα δέ καί παπικῆς ὡς καί «ὀρθοδόξου» ἀποδοχῆς εἶναι ἡ χειρότερη αἵρεση ὅλων τῶν αἰῶνων.
Στήν διαχριστιανική του διάσταση προσβάλλει τό δόγμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, διότι δέχεται ὅτι καί οἱ αἱρέσεις εἶναι ἐκκλησίες, νομιμοποιεῖ δηλαδή ἐκκλησιαστικά τίς αἱρέσεις. Καμμία ἐκκλησία κατά τούς Οἰκουμενιστάς δέν δικαιοῦται νά διεκδικήσει ἀποκλειστικά γιά τόν ἑαυτό της τόν χαρακτήρα τῆς καθολικῆς καί ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Κάθε μία εἶναι μέρος τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ὅλες μαζύ συναποτελοῦν τήν Ἐκκλησία. Τό βάπτισμα σέ ὁποιαδήποτε «ἐκκλησία» ἀναγνωρίζεται ὡς ἔγκυρο. Ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», αὐτή καθ΄ἑαυτή, ὡς πράξη, σημαίνει ἀπόρριψη τῆς ἐκκλησιολογικῆς της αὐτοσυνειδησίας, ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί υἱοθέτηση αὐτῆς τῆς νέας ἐκκλησιολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Στήν διαθρησκειακή του διάσταση ὁ Οἰκουμενισμός θεωρεῖ ὅτι καί οἱ θρησκεῖες τοῦ κόσμου ἀποτελοῦν ὁδούς σωτηρίας. Ὁ ἄνθρωπος σώζεται ὄχι μόνον ἐν Χριστῷ μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί ἐκτός αὐτῆς. Προσβάλλεται ἑπομένως τό θεμελιῶδες δόγμα τῆς μοναδικῆς ἐν τῷ κόσμῳ Ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς διά τοῦ ἔργου Αὐτοῦ μοναδικῆς δυνατότητος σωτηρίας.
7. Ὅσοι ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων, κληρικοί καί λαϊκοί, δέχονται καί κηρύσσουν τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» θέτουν οὐσιαστικῶς ἑαυτούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀνωτέρω ἔχουν μεγάλη εὐθύνη, διότι α)ἀμφισβητοῦν ἔμπρακτα τήν ὀρθοξοπατερική μας Παράδοση καί Πίστη β) σπέρνουν τήν ἀμφιβολία στίς καρδιές τοῦ ποιμνίου καί κλονίζουν πολλούς, ὁδηγώντας τους σέ διαιρέσεις καί σχίσματα γ) παρασύρουν μέρος τοῦ ποιμνίου στήν πλάνη καί μέσῳ αὐτῆς στόν πνευματικό ὄλεθρο. Διακηρύσσουμε λοιπόν ὅτι γιά τούς λόγους αὐτούς οἱ κινούμενοι σ΄αὐτήν τήν οἰκουμενιστική ἀνευθυνότητα, ὅποια θέση καί ἄν κατέχουν στόν ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό, ἀντιτάσσονται στήν Παράδοση τῶν Ἁγίων μας καί συνεπῶς βρίσκονται σέ ἀντίθεση μαζί τους. Γι΄αὐτό ἡ στάση τους πρέπει νά καταδικάζεται καί νά ἀπορρίπτεται ἀπό τό σύνολο τῶν Ἱεραρχῶν καί τόν πιστό λαό. Ὅσοι συμπράττουν ἤ συμφωνοῦν εἶναι καί αὐτοί καταδικαστέοι.
8. Ἐμεῖς πιστεύουμε καί ὁμολογοῦμε ὅτι μόνον ἐν Χριστῷ ὑπάρχει ἡ δυνατότης τῆς σωτηρίας. Οἱ θρησκεῖες καί οἱ αἱρέσεις ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία. Μόνον αὐτή διεφύλαξε πιστά, χωρίς καινοτομίες, τῶν Ἀποστόλων τό κήρυγμα καί τῶν Πατέρων τά δόγματα. Μόνον ἐντός αὐτῆς ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στίς αἱρέσεις τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέν ὑπάρχει Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅλα εἶναι ἀχαρίτωτα χωρίς τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν ἔχουν οὔτε Ἱερωσύνη, οὔτε Βάπτισμα, οὔτε ἄλλα μυστήρια.
9. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι αὐστηρή στή ρύθμιση τῶν σχέσεων μέ τούς αἱρετικούς ἀπό ἀγάπη καί γιά θεραπευτικούς λόγους∙ ἐν πρώτοις γιά νά συνειδητοποιήσουν τήν πλάνη καί νά ἰαθοῦν, ἀλλά καί γιά νά μή νοσήσουν τά ὑγιῆ μέλη της. Ἐφ΄ὅσον ἐξακολουθοῦν νά παραμένουν στήν πλάνη, ἀποφεύγουμε τήν μετ΄αὐτῶν πνευματική κοινωνία, ἰδιαίτερα τίς συμπροσευχές. Οἱ Ἱεροί Κανόνες ἀπαγορεύουν ὄχι μόνο τά συλλείτουργα καί τίς ἐντός τῶν ναῶν συμπροσευχές, ἀλλά καί τίς ἁπλές συμπροσευχές σέ ἰδιωτικούς χώρους.
10. Εἶναι λάθος νά γίνεται λόγος γιά ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ Ἐκκλησία εῖναι μία καί ἀδιαίρετη. Οἱ αἱρετικοί πρέπει νά ἑνωθοῦν μέ τήν Ἐκκλησία, ἀποκηρύσσοντες τήν πλάνη. Δέν νοεῖται ἀληθινή ἕνωση, ἐνῶ ὑπάρχει ἡ πλάνη. Ἡ κανονική ἀκρίβεια ἀπαιτεῖ τήν ἀποδοχή τῶν αἱρετικῶν διά Βαπτίσματος, διότι τό προηγούμενο «βάπτισμα», χωρίς τήν Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ἐνεργεῖ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ὁ τελετουργός ἔχει κανονική Ἱερωσύνη καί τό μυστήριο τελεῖται ὀρθῶς, δέν εἶναι βάπτισμα εἶναι ἀνύπαρκτο καί ἀνυπόστατο.
11. Ὅταν κινδυνεύει ἡ πίστη μέ τήν ὑποστήριξη παλαιῶν ἤ νέων αἱρέσεων, τίς ὁποῖες ὑποψιθυρίζει ὁ Διάβολος, γιά νά ἀποκόψει τούς πιστούς ἀπό τήν Ἐκκλησία, τότε ὅλοι οἱ πιστοί ὀφείλουν νά ὁμολογοῦν καί νά διακητρύσσουν τήν ἀλήθεια τῶν δογμάτων, ἰδιαίτερα ὅμως οἱ Ποιμένες, πού ὀφείλουν νά ἐκδιώκουν τούς λύκους ἀπό τήν αὐλή τῶν προβάτων, καί οἱ Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι,μέ τήν δικαιολογημένη εὐαισθησία τους σέ θέματα πίστεως, ἀναδείχθηκαν σέ στύλους καί προμάχους τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀπρίλιος 2009