ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΑΠΘ ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕ.
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου:
Ιωάννης Κουρεμπελές,
Ηδονοδοξία
Κριτική στη μεταπατερική θεώρηση της Παρθενίας της Θεοτόκου
(εκδ. Αθ. Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη 2019).
Το βιβλίο του Ιωάννη Κουρεμπελέ, Καθηγητή «Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας», στο Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ, με τίτλο Ηδονοδοξία, Κριτική στη μεταπατερική θεώρηση της Παρθενίας της Θεοτόκου, κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2019 από τις εκδόσεις του Αθανασίου Αλτιντζή. Το βιβλίο αφιερώνεται από τον συγγραφέα στη μνήμη του αειμνήστου καθηγητή Νίκου Ματσούκα. Πρόκειται για έναν καλαίσθητο τόμο 318 σελίδων, ο οποίος κοσμείται στο εξώφυλλο από ζωγραφικό σχέδιο του ιερομονάχου Αναστασίου, που φέρει τον τίτλο: «η ροδιά». Τοιουτοτρόπως γίνεται από ζωγραφική άποψη παραπομπή στην Αειπάρθενο Κόρη, την Παναγία.
Η Εκκλησία, σε κάθε Λειτουργία ή Ακολουθία, ομολογεί: «Της Παναγίας Αχράντου Υπερευλογημένης, Ενδόξου, Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας», αλλά και μετά τον Καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, στη Λειτουργία, ο ιερεύς εκφωνεί: «Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου, Υπερευλογημένης, Ενδόξου, Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας». Συνεχώς και αδιαλείπτως η Ευχαριστιακή Κοινότητα, μέσα και από την υμνολογία της, ομολογεί την Αειπαρθενία της Θεοτόκου.
Διαπιστώνεται όμως, από τον συγγραφέα του βιβλίου, ότι το επίθετο «Αειπάρθενος», ενοχλεί ιδιαιτέρως κάποιους εκ των μεταπατερικών «θεολόγων». Πράγματι, αυτοί θέλοντας να παρέμβουν διορθωτικά στο πνεύμα των Πατέρων της Εκκλησίας, προχωρούν στην παράδοση «σωτηριολογικών μαθημάτων» στην Ορθόδοξη πνευματική παράδοση, εξ’ ου, βέβαια, και η διαπίστωση, ενός εξ αυτών των «κατηχητών της Ορθοδοξίας», ότι η τόσο εκτεταμένη προβολή της Παρθενικής ιδιότητος της Θεοτόκου συνδέεται άμεσα με την καταθλιπτικότητα. Συνεπώς, έτσι, η Εκκλησία, δεν παρουσιάζεται ως κοινωνία Αναστάσεως, που πραγματώνει αφθόρως ο άκτιστος Θεός Λόγος, ενώ ταυτόχρονα υποβαθμίζεται και η ασκητική σημασία της Ορθόδοξης Πνευματικότητας.
Άλλο καινοφανές σημείο, στο οποίο στέκεται κριτικά το βιβλίο, είναι εκείνο που αφορά την πτώση του ανθρώπου. Για κάποιους μεταπατερικούς συγγραφείς η πτώση από την κοινωνία με τον Θεό δεν αποτελεί ιστορικό γεγονός. Θεωρείται δηλαδή εν τέλει ότι ο Θεός έπλασε πτωτικούς ανθρώπους, χωρίς τη δυνατότητα της επιλογής.
Ο ακαδημαϊκός μεταπατερικός τρόπος «κατήχησης» φέρεται, απευθυνόμενος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ωσάν να πρόκειται περί «παιδίσκης», η οποία πρέπει να εκτελέσει τις μεταπατερικές εντολές «δήθεν για το καλό της». Ο εντολοδότης, όμως, δικαιώνει μόνο την ανθρώπινη φθαρτότητα, αποτέλεσμα της οποίας είναι η εφεύρεση του αναμάρτητου ανθρώπου, οπότε η συμβολή της Αειπαρθένου Μαρίας στη σάρκωση του Λόγου απαξιώνεται επιδεικτικά.
Το εν λόγω βιβλίο, λοιπόν, του Ι. Κουρεμπελέ, έρχεται κριτικά απέναντι σε όλη αυτή την παραφθορική της θεολογίας γραφή.
Ο Χριστός, δυστυχώς, σύμφωνα με μεταπατερική γραφή, «θα μπορούσε να γεννηθεί κι από μια έγγαμη γυναίκα». Όμως, με αυτόν τον τρόπο, η σωτηρία του ανθρώπου θα αποτελούσε ουτοπία, αφού ένας πτωτικός «Χριστός» δεν θα μπορούσε με τη γέννησή του να νικήσει τη φθορά και θα ταυτιζόταν «με τον μηδενιζόμενο άνθρωπο».
Η μεταπατερική αυτή στάση που τίθεται υπό κριτική παραφθείρει συστημικά και σύγχρονους λογοτέχνες, που έχουν θεολογικές αναφορές, όπως π.χ. τον θεσσαλονικιό δημιουργό Ν.Γ.Πεντζίκη, για τον οποίον λέγεται ότι παρομοιάζει την Ορθόδοξη Εκκλησία με «πόρνη». Ενάντια σε αυτή τη στάση στέκεται κριτικά το παρουσιαζόμενο βιβλίο, όπου δείχνεται ότι ο Ν.Γ.Πεντζίκης ομολογεί συνεχώς την αγιότητα της Ευχαριστιακής Κοινότητας και ουδέποτε εκθέτει την Εκκλησία «ως πόρνη», που φέρει επάνω της ως «ρωγμές» τις αμαρτίες των πιστών.
Παντελώς ξένη προς την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι και η άποψη της μεταπατερικής συγγραφής ότι δήθεν ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος αναφέρει την πορνεία ως αμαρτία μόνον όταν αποτελεί στοιχείο πλεονεξίας και όχι χαρακτηρίζοντας την κάθε ερωτική συνέρευση εκτός του ευλογημένου από την Ορθόδοξη Εκκλησία μυστηρίου του γάμου.
Δυστυχώς, φαίνεται ότι η μεταπατερική συγγραφή εισχώρησε στη διδασκαλία του σύγχρονου Μαθήματος των Θρησκευτικών, στο οποίο απαξιώνεται η διαχρονία του Ορθόδοξου πολιτισμού στην ιστορική εντοπιότητά του και παραφθείρεται η διαφανής γνώση της Ορθόδοξης θεολογίας μέσα από την αληθειολόγο επιστημονική έρευνα.
Η έκδοση του βιβλίου Ηδονοδοξία άργησε, αλλά το αποτέλεσμα της επιστημονικής δουλειάς του συγγραφέα δικαίωσε την αναμονή. Ελπίζουμε ότι θα ακολουθήσουν και άλλες ακαδημαϊκές προσπάθειες, υψηλού επιπέδου, όπως η παρουσιαζόμενη, ώστε να αναδειχθεί στις μέρες μας ο αναλλοίωτος λόγος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφού οι μεταπατερικές γραφές αποδεικνύονται ότι αποτελούν άναρθρες κραυγές και συστημικές προσπάθειες καταξίωσης της ανθρώπινης (δια)φθοράς, της εναντίωσης στη δημιουργικότητα της αληθινής κοινωνίας, που συμβαίνει μέσα από την ύπαρξή του ανθρώπου ως θεούμενου δημιουργήματος του Θεού.
Αναστάσιος Πολυχρονιάδης
δρ. Θεολογίας ΑΠΘ