Πάρε ένα μπισκότο
Γράφει ο Θεόφιλος Πουταχίδης
Ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος πρόσφατα σχολίασε αρνητικά την ευχή «Καλή Παναγιά» που ανταλλάσσουν αρκετοί ενόψει της γιορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η ευχή αυτή, είπε ότι δεν στέκεται ούτε λεκτικά ούτε θεολογικά ούτε και λογικά.
Στον δημόσιο διάλογο που ακολούθησε δόθηκαν πληρωμένες απαντήσεις στον Δεσπότη.
Η ουσία του θέματος είναι ήσσονος σημασίας. Περισσότερο ενδιαφέρον έχει το γιατί ένιωσε ένας μητροπολίτης την ανάγκη να κάνει ένα τέτοιο σχόλιο. Εάν το προϊόν της καλοπροαίρετης «λαϊκής μούσας» (δημοτικό τραγούδι, παροιμία, έκφραση ή ό,τι άλλο) δεν είναι πνευματικώς επιβλαβές, γιατί θα πρέπει κανείς να το στηλιτεύσει δημόσια; Θεμιτό να πει εάν του αρέσει, αν το ασπάζεται ή όχι· αλλά να το ψέξει… Για ποιον λόγο;
Η άκακη ευχή που, όντως, ακούγεται τα τελευταία χρόνια, δεν είναι για να την εξετάζει κανείς σχολαστικά. Είναι μια έκφραση με στόφα δημώδους ποίησης. Ως τέτοια, έχει τα στοιχεία της αφαίρεσης και της υπερβατικότητας που χαρακτηρίζουν την ποίηση.
Επομένως, το εάν είναι σόλοικη, παράλογη ή –κατά τον τύπο μιας κάποιας ακαδημαϊκής θεολογίας– άστοχη, είναι ένα ερώτημα αβάσιμο.
Σε μια υπέροχη σκηνή της ταινίας Το βλέμμα του Οδυσσέα, του Θόδωρου Αγγελόπουλου, συμμετέχουν δύο σπουδαίοι ηθοποιοί. Ο δικός μας καλός άνθρωπος, ο αξιολάτρευτος Θανάσης Βέγγος, και ο Αμερικανός Χάρβεϊ Καϊτέλ. Ο Θανάσης σταματά το ταξί στον έρημο ορεινό δρόμο μέσα στα χιόνια. Λέει στον επιβάτη του: «Ξέρεις κάτι… H Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός, κάναμε τον κύκλο μας. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα. Και πεθαίνει… Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα να πεθάνει γρήγορα, γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο».
Κι ύστερα ανεβαίνει στο πεζούλι, στην άκρη του δρόμου, και μέσα στο έρημο, κατάλευκο, ορεινό τοπίο φωνάζει: «Μωρή φύση μόνη σου είσαι, μόνος μου είμαι και εγώ. Πάρε ένα μπισκότο!». Και όντως, πετάει κάτω στις χιονισμένες ρεματιές ένα μπισκότο που βγάζει απ’ την τσέπη. Η τελευταία φράση είναι δείγμα ανυπέρβλητης ποιητικής δημιουργίας. Εάν κάποιος ρωτά «τι είναι ποίηση;», δείξτε του αυτήν τη σκηνή: «Να! Αυτό θα πει ποίηση».
Τα λόγια που λέει ο Βέγγος, αλλά και η επιλογή του γι’ αυτόν το ρόλο, έχουν σημασία.
Γιατί αυτός, υπηρετώντας την τέχνη του, έχει ηθογραφήσει με συγκινητικό και συνάμα αστείο τρόπο τον απλό, φιλότιμο, καλόκαρδο, αγαθό αλλά και φιλοσοφημένο λαϊκό άνθρωπο και βιοπαλαιστή Έλληνα της εποχής του. Νιώθει κανείς, όμως, την ανάγκη παρακολουθώντας τη συγκεκριμένη σκηνή, να επιχειρηματολογήσει δημόσια υποστηρίζοντας ότι η φράση που εκστομίζεται δεν στέκει ούτε λεκτικά ούτε θεολογικά ούτε επιστημονικά ούτε λογικά; Ίσως κανένας μεγαλόσχημος να είναι ικανός να φτάσει ακόμα και σ’ αυτό το σημείο.
Εγώ θα φταίω τότε να ξαναθυμίσω το πώς έβλεπε τα πράγματα το οξυδερκές βλέμμα κάποιου άλλου Οδυσσέα; Εννοώ τον Οδυσσέα Ελύτη που είπε ότι «πάσχουμε από μια μόνιμο, πλήρη, και κακοήθη ασυμφωνία μεταξύ του πνεύματος της εκάστοτε ηγεσίας μας και του ήθους που χαρακτηρίζει τον βαθύτερο ψυχικό πολιτισμό του ελληνικού λαού στο σύνολό του».
Στο πλαίσιο αυτής της ασυμφωνίας, αναμενόμενο είναι να ενοχλεί η άδολη κι ακίνδυνη λαϊκή ευσέβεια και το ορθό θεολογικό αισθητήριο της μικρής μαγιάς π’ απόμεινε στο έθνος, ενώ από την άλλη γίνεται αποδεκτή η κακοδοξία και η δυσσέβεια ορισμένων θεσμικών παραγόντων της Εκκλησίας και ακαδημαϊκών θεολόγων.
Έτσι γίνεται και η ποίηση αντιμετωπίζεται με όρους συμβατικής λογικής, ενώ η επιστήμη με όρους ενός ακραιφνούς σουρεαλισμού που ακόμα και ως ποιητική δοκιμή θα χαρακτηριζόταν αδέξια και κακή.
Για παράδειγμα, δείτε τι είχε δηλώσει ο εν λόγω μητροπολίτης –που είναι και επίτιμος διδάκτορας της Ιατρικής Σχολής Ιωαννίνων–, μαχόμενος με πάθος υπέρ του εμβολιασμού κατά του κορονοϊού:
«Σήμερα βλέπουμε συνεχώς να κυριαρχούν οι ναζιστικές νοοτροπίες. Οι ναζιστικές θεωρίες συνδέονται με τον αντιεμβολιασμό. Και συνδέονται γιατί απλούστατα η θεωρία του Νίτσε και του Χίτλερ είναι να εξαφανιστούν όλα τα αδύνατα στοιχεία μέσα στην κοινωνία και να υπάρξουν υγιείς άνθρωποι, η λεγόμενη Αρία Φυλή. Οπότε δεν χρειάζονται εμβόλια, να έρχονται οι αρρώστιες και να εξαφανίζονται οι άνθρωποι για να παραμείνουν οι υγιείς τελικά. Αυτό μια ελεύθερη πολιτεία, μια ελεύθερη κυβέρνηση και μια δημοκρατία δεν το επιτρέπει. Να είμαστε ελεύθεροι πολίτες απαλλαγμένοι από νοοτροπίες ναζιστικές και φασιστικές. Αμήν!».
Πρόκειται για αδιάκριτη σπίλωση και μαύρη προπαγάνδα, η οποία περιέχει τόσες ανακρίβειες και λογικά κενά που καταντά σουρεαλιστική.
Οι παθογόνοι μικροοργανισμοί δεν δύνανται να λειτουργούν ως εργαλεία επιλογής υπεράνοσων και εσαεί υγιών υπερανθρώπων που τυγχάνουν οπαδοί του ναζισμού. Ακόμα και ο πιο μικρόνους ναζιστής καταλαβαίνει ότι η «υγεία» δεν είναι κάποιο πάγιο χαρακτηριστικό όπως τα γαλάζια μάτια και το ξανθό μαλλί. Ο καθένας είναι υγιής, μέχρι ν’ αρρωστήσει. Τα παθογόνα στις επιδημίες προσβάλλουν και σκοτώνουν αδιακρίτως. Δηλαδή, τα εκατομμύρια που πέθαναν στην ισπανική γρίπη του 1918 ήταν αδύνατα στοιχεία, κι όσοι επιβίωσαν Άριοι; Ή μήπως όσοι επιβιώνουν των επιδημιών δεν προσβάλλονται από άλλες λοιμώξεις, καρκίνο, ή από πλείστες όσες άλλες ασθένειες;
Επιζήσαντες του Άουσβιτς ηλικιωμένοι Εβραίοι, πάντως, σε πρόσφατες δημόσιες παρεμβάσεις τους ερμηνεύουν το ίδιο επίκαιρο ζήτημα τελείως αντιδιαμετρικά σε σχέση με τον μητροπολίτη. Αυτό τα λέει όλα.