Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Δημήτριος Τσελεγγίδης, Θεολογική Τριλογία με αφορμή την Μεγάλη Σύνοδο.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ

Θεσ­σα­λο­νί­κη 30/8/2016
Πρός
Την Ἱ­ε­ρά ύ­νο­δο
τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος
Ἰ. Γεν­να­δί­ου 14
115 21 Ἀ­θή­να          
Κοι­νο­ποί­η­ση:
Πρός ὅ­λους τούς Ἱ­ε­ράρ­χες
τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος




Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε Ἅ­γι­ε Πρό­ε­δρε,
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι Ἅ­γιοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς,
Ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, θά ἤθελα νά θέσω ὑπόψη Σας μία μικρή «Τριλογία» μου, ἐπειδή πιστεύω, ὅτι θά μποροῦσενά συμβάλει κάπως στή στήριξη τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ «Τριλογία» αὐτή ἀναφέρεται στήν «Ὑπεραξία τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας», στήν «βάναυση κακοποίηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας» καί στήν «ταύτιση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν Διοίκησή της».
Ἡ λεγόμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης συγκλήθηκε, κατά τούς ἐμπνευστές καί διοργανωτές της, γιά νά ἐκφράσει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά ὁ λόγος τῆς συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, γιά ἀνάδειξη τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἄγνωστος καί ξένος πρός τήν ἱστορία τῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, πού προέκυψαν ἀπό αὐτήν τήν σύγκληση, ὄχι μόνον δέν δικαίωσαν τήν φιλόδοξη στοχοθεσία, ἀλλά ἀνέδειξαν καί τήν κεκαλυμμένη πονηρία τῶν διοργανωτῶν της. Ἄς δοῦμε, ὅμως, ποιά εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθεαυτήν, καί μέ ποιόν τρόπο τήν «διακήρυξε» ἡ συγκεκριμένη αὐτή «Σύνοδος».
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητά της, εἶναι δεδομένη ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκφράζει τήν αὐτοσυνειδησία της, ἡ ὁποία διατυπώθηκε ἱστορικά στόν Ὅρο - Ἀπόφαση τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381), ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε καί τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας.
Στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὁμολογοῦμε ὅτι πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἄν, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία» –κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας- τότε, δέν μποροῦν, κατά κυριολεξία, νά ὑπάρχουν ἑτερόδοξες-αἱρετικές Ἐκκλησίες.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἰδιότητα τοῦ ἑνός σώματος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀπολύτως καί ἀμετακλήτως διασφαλισμένη ἀπό τήν Κεφαλή της, τόν Χριστό, διά τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ αὐτήν ἤδη ἀπό τήν Πεντηκοστή.
Κατ’ ἀρχήν, πρέπει νά ποῦμε, ὅτι ἡ ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μεταξύ τους –πού συνιστᾶ καί τόν ὑπέρτατο βαθμό ἑνότητας τῶν ἀνθρώπων- εἶναι ὁ κύριος καί οὐσιαστικός σκοπός τῆς ὅλης Θείας Οἰκονομίας, ἡ ὁποία ἐκφράστηκε διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί εἰδικότερα διά τῆς ἐγκαθιδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας Του.
Ἡ Ἐκκλησία, ὡς μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ χαρισματικός χῶρος, ὅπου συγκροτεῖται, βιώνεται καί φανερώνεται ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν, ὡς εἰκόνα τῆς ἑνότητας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Κατά συνέπεια,
οἱ θεολογικές καί ὀντολογικές προϋποθέσεις γιά τήν ἀναφορά τῶν πιστῶν στήν Τριαδική ἑνότητα βρίσκονται στήν ἵδρυση καί σύσταση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεανθρωπίνου σώματος τοῦ Χριστοῦ, στό ὁποῖο ἁρμόζονται οἱ πιστοί, ὡς ὀργανικά μέλη Του. Τήν ἀδιάπτωτη ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐγγυᾶται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς θεανθρώπινη Κεφαλή της.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθεαυτήν, εἶναι ἀδιάσπαστη ὀντολογικῶς καί φανερώνεται θεσμικῶς στήν πίστη, τήν λατρεία καί τήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τριπλῆ αὐτή ἑνότητα θεμελιώνεται στό τρισσό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ καί ἀντλεῖται ἀπό αὐτό: δηλαδή, τό προφητικό, τό ἀρχιερατικό καί τό βασιλικό. Κατά συνέπεια, οἱ τρεῖς αὐτές φανερώσεις τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπει νά θεωροῦνται ὡς ὀργανικά ἀλληλοεξαρτώμενες, ἀλληλοπεριχωρούμενες καί ἀδιάσπαστες συντεταγμένες τῆς μιᾶς καί πλήρους ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς συνόλου, παρέχεται μυστηριακῶς, συντηρεῖται ὅμως καί καλλιεργεῖται μέ τήν ἄσκηση τῶν θείων ἐντολῶν καί φανερώνεται, κατεξοχήν, εὐχαριστιακῶς. Ἑπομένως, ἡ ἑνότητα αὐτή δέν ὀφείλεται σέ προσόν τῆς φύσεώς μας, οὔτε πολύ περισσότερο εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς αὐτονομημένης δραστηριότητας τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἀποτελεῖ καρπό καί δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού προκύπτει ἀπό τήν ἐκ μέρους τους οἰκείωση τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μόνο μέσα στόΠΛΑΊΣΙΟ τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς μίας καί μόνης Ἐκκλησίας Του. Καί τοῦτο, γιατί ἡ ἑνότητα αὐτή προϋποθέτει τήν ἄνωθεν, ἄκτιστη καί χαρισματική γέννηση καί θεραπεία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἀπό τίς ὑπαρξιακές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἀλλά καί τήν δωρεά τῆς ἀκτίστου θείας Χάριτος καί ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Χρίσματος.
Ἔτσι, ἐγκαθίσταται ἀμετακλήτως ἡ ἐντός τῶν πιστῶν ἄκτιστη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὅμως παραμένει ἐνεργός μόνον ὑπό τήν προϋπόθεση τῆς ἀγαπητικῆς τηρήσεως τῶν θείων ἐντολῶν, ἀλλά καί τῆς ἀκατακρίτου μετοχῆς στά θεουργά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή, ἀκριβῶς, ἡ ἐντός τῶν πιστῶν ἐνεργός Βασιλεία τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ καί τήν κατεξοχήν ὀντολογική ἑνότητα τῶν πιστῶν κατ’ ἀρχήν μέ τόν Τριαδικό Θεό καί στή συνέχεια μεταξύ τους, ἐπειδή τότε φανερώνεται ἡ χαρισματική –μυστηριακή οἰκείωση τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος- καί τότε γίνονται πρακτικῶς ἕνα Πνεῦμα μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μεταξύ τους. Τότε, τό ἑνοῦν αὐτούς -ἡ ἑνοποιός, δηλαδή, δύναμη-  εἶναι ἡ δωρηθεῖσα καί ἐνεργοῦσα χαρισματικῶς σ’ αὐτούς ἄκτιστη θεία ἀγάπη, ἡ θεία Δόξα καί Βασιλεία, ὅπως τήν  ἔζησαν ἱστορικά οἱ πρόκριτοι τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν θεία Μεταμόρφωσή Του, καί ὅλοι μαζί μετά καί μόνιμα, κατά τήν Ἁγία Πεντηκοστή.
Ὁ τρόπος, λοιπόν, πραγματώσεως αὐτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας δέν εἶναι κτιστός, ἀλλά ἄκτιστος. Καί αὐτό μᾶς τό διαβεβαιώνει ἡ σαρκωμένη Ὑποστατική Ἀλήθεια, στήν Ἀρχιερατική Προσευχή. Ὁ πυρήνας τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ἀφορᾶ τήν ἑνότητα, τόσο ὡς πρός τόν ὀντολογικό χαρακτῆρα της, ὅσο καί ὡς πρός τόν τρόπο οἰκειώσεώς της: «κἀγώ τήν δόξαν, ἥν δέδωκάς μοι, δέδωκα αὐτοῖς», λέγει ὁ Χριστός στόν Θεό Πατέρα, «ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί αὐτοί ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν, ἵνα γινώσκει ὁ κόσμος ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας καί ἠγάπησας αὐτούς καθώς ἐμέ ἠγάπησας» (Ἰω. 17,22-23).
Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἄκτιστη Δόξα καί Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι ὄχι μόνον ὁ τρόπος πραγματώσεως αὐτῆς τῆς Θεανθρώπινης ἑνότητας, ἀλλά καί τό μοναδικό πνευματικό «κλειδί» τῆς «ἄρρητης» βιώσεως καί τῆς «ἀπερινόητης» κατανοήσεώς της, ὡς φανερώσεως τῆς ἀκτίστου ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατέρα, πού παρέχεται διά τοῦ Χριστοῦ καί οἰκειώνεται βιωματικῶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ βαθμός τῆς χαρισματικῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν, ὡς κτιστῶν ὄντων, παραλληλίζεται -πάντοτε τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν- μέ τόν βαθμό τῆς κατά φύση ἀκτίστου ἑνότητας πού ἔχει ὁ Θεός Πατέρας μέ τόν Υἱό Του ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἀπό τό παραπάνω Βιβλικό χωρίο προκύπτει, ὅτι ὁ σκοπός τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά τούς πιστούς –κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς, ἀγάμους καί ἐγγάμους- εἶναι ὁ ἴδιος  ἀκριβῶς γιά ὅλους ἀνεξαιρέτως καί στόν ἴδιο βαθμό. Εἶναι νά γίνουν ἕνα Πνεῦμα μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μεταξύ τους, προκειμένου νά φθάσουν «ἀφθάστως» τήν ἄκτιστη τελειότητα καί νά τήν γεύονται καί στήν παροῦσα ζωή, γιατί μόνον ἔτσι μποροῦν νά δίνουν ἐμπειρικά-βιωματικά τήν μαρτυρία τους γιά τήν τέλεια καί ἄκτιστη ἀγάπη Του καί νά παρέχουν θεοπειθῶς τήν ἱεραποστολή τους πρός τόν ἀλλοτριωμένο ἀπό τόν Θεό κόσμο.
Κατά συνέπεια, μόνο ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, δηλαδή μόνον ἀκτίστως, μποροῦμε νά γίνουμε ἕνα στήν Ἐκκλησία, γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού παίρνουμε χαρισματικῶς δι’ αὐτῆς, εἶναι ἄκτιστη πραγματικότητα. Διά τῆς ἀκτίστου αὐτῆς ἑνότητας καταξιώνεται στόν ὑπέρτατο βαθμό τόσο ἡ παροῦσα ὅσο καί ἡ μέλλουσα αἰώνια ζωή τῶν πιστῶν, ὡς σκοπός τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσα στήν μία καί μόνη Ἐκκλησία Του. ΣτόΠΛΑΊΣΙΟ αὐτό τῆς χαρισματικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἔχουν καμμία ὑπαρξιακή θέση οἱ ραφιναρισμένες εἰδωλοποιήσεις οὔτε τῶν ἐγγάμων (συζύγων καί παιδιῶν) οὔτε τῶν ἀγάμων –κληρικῶν ἤ μοναχῶν- σέ ὁποιαδήποτε πρόσωπα ἤ θεσμούς. Γι’ αὐτό, ἄν κάποια μορφή ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας συμβαίνει νά εἰδωλοποιεῖται καί νά ἐμφανίζονται ὡς λάτρεις της κληρικοί ὅλων τῶν βαθμῶν καί λαϊκοί, τοῦτο σημαίνει, ὅτι αὐτή ἡ μορφή ἑνότητας εἶναι κτιστή καί αὐτονομημένη ἀπό τήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, γι’ αὐτό καί εἶναι, σαφῶς, ἀπόβλητη, ὡς ξένη πρός τόν χαρακτῆρα της.
Ἡ τέλεια καί χαρισματική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας νοεῖται καί φανερώνεται στήν πράξη, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὡς συμφωνία στό φρόνημα –τήν πίστη-, ἀλλά καί ὡς συμφωνία στήν ἐσωτερική διάθεση – τήν ἀγάπη. Πρωτίστως, ὅμως, ἡ ἑνότητα προϋποθέτει τό ἴδιο -ἑνιαῖο φρόνημα. Μάλιστα, ἡ ὁμοφροσύνη εἶναι αὐτή πού, πρακτικῶς, ἐγγυᾶται τήν ἑνότητα, ἐνῶ ἡ ἀγάπη –κατά τόν ἴδιο Πατέρα –προκύπτει ἀπό τήν ὀρθή πίστη (PG 62, 509). Γι’ αὐτό ἀκριβῶς, ἡ «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στή θεία Λατρεία προϋποθέτει ὄχι μόνο τήν πίστη, ἀλλά ἀπαραιτήτως καί μία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή, ἡ ὁποία εἶναι, κατεξοχήν, ζωή γνήσιας καί ἄκτιστης ἀγάπης. Μέ αὐτές τίς βιωματικές προϋποθέσεις, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς συνόλου, καί ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν, ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν καί τήν ὁρατή φανέρωσή τους στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη, στό πλαίσιο τῆς Θείας Λατρείας.
Ἀπ’ ὅσα λέχθηκαν παραπάνω, φρονοῦμε, ὅτι γίνεται σαφές καί ἀπόλυτα κατανοητό, ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατη -ὀντολογικῶς καί πρακτικῶς- ἡ ἑνότητα μέ τούς καταδικασθέντες, ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους, αἱρετικούς, χωρίς τήν ἐν μετανοίᾳ καί τήν κατά τούς Ἱερούς Κανόνες ἔνταξή τους στήν Μία καί μόνη, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τήν Ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτό καί εἶναι προφανές, ὅτι ἡ ἀπροϋπόθετη καί αὐθαίρετη «ἐκκλησιαστικοποίηση» τῶν αἱρετικῶν, ἀπό τή λεγόμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης, εἶναι ἐκκλησιαστικῶς ἀπαράδεκτη, ἄκυρη καί ἀνίσχυρη, καί συνιστᾶ πνευματική μοιχεία, τήν ὁποία, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, βδελύσσεται ὁ Θεός, ὡς Θεός «ζηλωτής». Ἡ ἐν λόγῳ ἀντι-Κανονική «ἐκκλησιαστικοποίηση» δέν δεσμεύει ἐπ’ οὐδενί, ἐκκλησιαστικῶς, κανέναν Ὀρθόδοξο πιστό, ὁ ὁποῖος θέλει νά παραμένει -ὡς κυριολεκτικά πιστός- στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, «ἑπόμενος» –μέ τό συγκεκριμένο αὐτό τρόπο – «τοῖς ἁγίοις Πατράσι».
Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστές –Πατριάρχες, Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς καί λαϊκοί θεολόγοι- ἀναφερόμενοι κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες, ὅλως παραπλανητικῶς στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, κάνουν –κατά κόρον- παράχρηση τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ καί εἰδικότερα τοῦ ἐπίκεντρου αὐτῆς: «ἵνα ὦσιν ἕν».
Ἡ συστηματικήπροσπάθεια,ὅμως, γιά μιά βάναυση κακοποίηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἄρχισε ἤδη ἀπό τό 1961, πρίν πενήντα πέντε χρόνια, μέ τίς Προσυνοδικές Διασκέψεις.
Ἔτσι, ἡ δογματικοῦ χαρακτῆρα ἀπόφαση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς ξαφνικό καί βαρύτατο θεολογικό ἀτόπημα, ἀλλά προσχεδιασμένο καί συστηματικά προωθούμενο πολυχρόνιο σκοπό, ἀπό τούς ἐκφραστές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐντός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ «Σύνοδος» αὐτή ἐπέλεξε ὅ,τι ἀνώτερο καί ἁγιώτερο στήν Ἐκκλησία -τήν ἀρραγῆ καί ἁγιοπνευματική ἑνότητά της- καί τήν βεβήλωσε ἐν ὀνόματι τῆς ὑπερασπίσεως καί τῆς διακηρύξεώς της. Παράλληλα, μέ τίς Προσυνοδικές, τίς Συνοδικές διαδικασίες –μέ βάση τόν Κανονισμό Λειτουργίας τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης- ἀλλά καί ὅλες τίς συμπαρομαρτοῦσες ἐνέργειες, κακοσυστήθηκε ἀνεπίτρεπτα τό ἁγιοπνευματικό, Συνοδικό, πολίτευμα τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας.
Συγκεκριμένα, στή Σύναξη τῶν Προκαθημένων καί τῶν ἐκπροσώπων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν στό Σαμπεζύ τῆς Ἑλβετίας, ἀλλά καί στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, κυριάρχησε, μέ παραπλανητικό τρόπο, ὡς προμετωπίδα, ἡ ἀπατηλή προβολή τῆς ὑπέρτατης ἀξίας τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς προηγουμένως νά προσδιοριστεῖ -μέ κάθε θεολογική ἀκρίβεια- ἡ ὀρθή νοηματοδότηση τοῦ ὅρου «ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως ἀντίστοιχα ἔγινε ἀπό τούς Ὀρθόδοξους Οἰκουμενιστές καί μέ τόν ὅρο «ἀγάπη».
Προβλήθηκε συστηματικά ἡ ἀπροσδιόριστη θεολογικά ἑνότητα, καί παράλληλα, ἀφοῦ ἀπολυτοποιήθηκε, αὐτονομήθηκε καί εἰδωλοποιήθηκε, καλλιεργήθηκε ψυχολογικά τό φόβητρο τῆς διαιρέσεως, μέ τό σλόγκαν: «Νά μή διασπαστοῦμε», μέ ἀποτέλεσμα νά κυριαρχήσει ἡ παπική ἀντίληψη περί τοῦ «Πρώτου» καί νά προωθηθοῦν οἱ προσχεδιασμένες ἀνεπίτρεπτες ὑποχωρήσεις καί οἱ δογματικές ἐκπτώσεις, γιά νά υἱοθετηθεῖ ἄκριτα, ἀπό τούς «λάτρεις» της, ὡς πανάκεια, ἡ «φιλάδελφη»,ὄχι ὅμως καί φιλόθεη, Οἰκουμενιστική θεώρηση τῆς ἑνότητας. Προέβαλαν τήν ἀνώτατη ὑπεραξία τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς, ἑστιάζοντας αὐτονομημένα καί ἀπροϋπόθετα στήν συμπύκνωση τοῦ περιεχομένου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, τήν ὁποία ἐκφράζει ἡ Βιβλική ρήση: «ἵνα ὦσιν ἕν», καί τήν κακοποίησαν, ὅπως καί οἱ ἑτερόδοξοι Ρωμαιοκαθολικοί καί Προτεστάντες. Προέβαλαν δηλαδή μιά ἑνότητα, οὐσιαστικά γενικόλογη, ἀθεολόγητη καί κυρίως χωρίς προϋποθέσεις. Ἔτσι, οἱ συνελθόντες στήν Κρήτη Ἀρχιερεῖς, ὡς μή «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί Ἀληθείᾳ» κινούμενοι, δέν ὀρθοτόμησαν τόν «λόγο τῆς Ἀληθείας», γιατί, ἐν ὀνόματι τῆς κακῶς νοουμένης ἑνότητας, ἔκαναν ἐκπτώσεις στό δόγμα.
Ἀκόμη εἰδικότερα, στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἐπιχειρήθηκε νά καθιερωθεῖ θεσμικά μία νέα, παράδοξη, διπλῆ Ἐκκλησιολογία, ἀφοῦ οὐσιαστικά  παραμερίστηκε ἡ θεωρητικά πάντοτε ἀποδεκτή ὀντολογική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἑνότητα τοῦ πληρώματός της ἐν Χριστῷ καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέ τόν Θεό Πατέρα.
Στήν πραγματικότητα, δηλαδή, μέ τήν ψήφιση τοῦ Στ΄ Κειμένου προέκυψε ἀπό τούς ἑτεροζυγοῦντες δέκα Προκαθημένους, ἕνα ἑτερογενές «ἀποκύημα», ἕνας «τραγέλαφος», ἕνα «τέρας». Τοῦτο ἔγινε μέ τήν ἄμικτη μίξη τῆς Ὀρθόδοξης καί τῆς ἑτερόδοξης Ἐκκλησιολογίας, ἀφοῦ θεωρήθηκαν ὡς Ἐκκλησίες οἱ ἑτερόδοξοι, δηλαδή οἱ καταδικασθέντες αἱρετικοί ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
Οἱ ψηφίσαντες Ἀρχιερεῖς ἀποδέχθηκαν ἀβασάνιστα –θεολογικῶς καί πνευματικῶς– τούς αἱρετικούς, ὡς Ἐκκλησίες. Ἐμφανίστηκαν νά ἀποδέχονται –θεωρητικά– τήν ὀντολογική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί παράλληλα ἀναγνώρισαν «ἐκκλησιαστικότητα» καί στούς αἱρετικούς. Ἔτσι, εἰσηγήθηκαν μιά ἑτεροδιδασκαλία –μιά κακόδοξη Ἐκκλησιολογία. Υἱοθέτησαν στήν πράξη τήν μετα-πατερική θεολογία καί τήν θεολογική διγλωσσία. Ἀντί τοῦ Βιβλικοῦ, τό «ναί, ναί» καί τό «οὔ, οὔ» (Μθ. 5,37), δέχθηκαν τό «ναί» καί «ὄχι» τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν θεολογικά καί πνευματικά ἀπαράδεκτη καί βέβηλη κοινωνία τοῦ «φωτός» μέ τό «σκότος» (Βλ. Β΄ Κορ. 6,14).
Ἀλλά, μέ τήν ἀνεπίτρεπτη –θεολογικά καί πνευματικά– διγλωσσία καί τήν διπλῆ Ἐκκλησιολογία, πού εἰσηγοῦνται οἱ ψηφίσαντες Ἀρχιερεῖς στό Στ΄ Κείμενο, ὑπονομεύεται καί νοθεύεται ὁ χαρακτήρας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀνοίγεται διάπλατα ἡ «πόρτα» σέ κάθε Χριστιανική αἵρεση, νομιμοποιεῖται θεσμικά ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀλλοιώνεται στήν πράξη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, πού ὁριοθετήθηκε –μέ κάθε θεολογική ἀκρίβεια– στόν Ὅρο καί Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Οἱ συνελθόντες Ἀρχιερεῖς στήν Κρήτη -ἀβασάνιστα καί ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ, κινούμενοι μέ ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐλαυνόμενο «φιλάδελφο» κίνητρο- ψήφισαν μιά νόθη ἐκκλησιαστική ἑνότητα, πού νοεῖται ὡς σύνθεση τῆς διαχρονικῆς ἁγιοπνευματικῆς, χαρισματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τήν αἱρετικοῦ χαρακτῆρα ἑνότητα, πού εἰσηγοῦνται τά πονηρά πνεύματα τῆς πλάνης.
Ἔτσι, στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἀποκαλύφθηκε τό ὑπᾶρχον ἤδη σοβαρό ἔλλειμμα τῶν κριτηρίων γιά τό Ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς θεολογεῖν. Ἀποδείχθηκε, ἐμπειρικῶς, ὅτι οἱ ψηφίσαντες δέν ἔχουν τό θεμελιῶδες –γιά τόν πνευματικό ἡγέτη– ἁγιοπνευματικό χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων. Καί τοῦτο, γιατί ἔκαναν σύγχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων, ἀφοῦ δέν διέκριναν –πρακτικῶς– τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού διέπει τό Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τά ἀκάθαρτα πνεύματα, πού κυριαρχοῦν στίς αἱρέσεις.
Λαμβάνοντας, σοβαρά, ὑπόψη τήν «συνοδική» διαδικασία, ἀλλά καί τό ἀποτέλεσμα τῆς ψηφοφορίας, κατανοοῦμε σαφῶς, –μέ πόνο ψυχῆς– ὅτι οἱ ψηφίσαντες Ἀρχιερεῖς δέν ἔβλεπαν πρός τόν Χριστό, ἀλλά πρός τόν «Πρῶτο». Ἔτσι, δέν μπόρεσαν νά ἐνεργήσουν ὡς Συν-Οδικοί, κατά κυριολεξία, ἀφοῦ δέν ἦσαν –πρακτικά– «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», τόσο στή διαδικασία τῆς Ὁδοῦ, ὅσο καί στό περιεχόμενο τῆς Ὑποστατικῆς Ὁδοῦ. Αὐτό τεκμαίρεται, ἀδιαμφισβήτητα καί κατεξοχήν, ἀπό τό ἀποτέλεσμα τῆς ψηφοφορίας.
Τεράστια εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική εὐθύνη, ὄχι μόνον ἐκείνων τῶν Ἀρχιερέων, πού ὡς «Συνοδικοί» Ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Κρήτη, δέχτηκαν -ἀδιαμαρτύρητα καί ἐνυπογράφως- τήν εἰσήγηση τοῦ Προκαθημένου τους, ἀλλά καί τῶν μή συμμετασχόντων Ἀρχιερέων, οἱ ὁποῖοι ἀποδέχτηκαν παθητικά καί δέν ἀντέδρασαν, ἕως σήμερα, στίς ἐσφαλμένες ἀποφάσεις καί εἰδικότερα στήν παραβίαση τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Πρακτικῶς, οἱ ψηφίσαντες Ἀρχιερεῖς ἐμφανίστηκαν νά ἐπιδιώκουν νά ἀρέσουν στούς νομιζόμενους προϊσταμένους (Προκαθημένους) τους, καί ὄχι σέ Ἐκεῖνον (στόν Παράκλητο), πού τούς χειροτόνησε, ὡς ἰσοτίμους Ἀρχιερεῖς. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀποκαλύφθηκε ὁ ὑφέρπων Παπισμός τῶν ψηφισάντων Ἀρχιερέων. Κατά ἐπιστημονική ἀκρίβεια, θά λέγαμε, ὅτι ἐδῶ ἔχουμε «μετάλλαξη» τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου, μέ τήν ἐπίφαση τῆς Συνοδικότητας, ἀφοῦ αὐτή ἡ Συνοδικότητα δέν λειτούργησε μέ βάση τίς Ὀρθόδοξες προδιαγραφές της. Στή «Σύνοδο» ἐμφανίστηκε ἕνα συλλογικό Πρωτεῖο τῶν Προκαθημένων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Οἱ ἐπιμέρους εἰκοσιτέσσερεις Ἀρχιερεῖς τῆς κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀκινητοποιήθηκαν –πρακτικῶς– μή ἔχοντας δικαίωμα ψήφου. Βέβαια, ἡ παπικοῦ τύπου μετάλλαξη τῆς λειτουργίας τοῦ Πρώτου ἐμφανίστηκε ἤδη –πρακτικῶς– στίς Προσυνοδικές Διασκέψεις, γιά χάρη τῆς ἐσφαλμένης θεωρήσεως τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ὅλως -σκανδαλωδῶς-προκλητικό καί ταυτόχρονα τραγικό εἶναι, ὅτι καί σήμερα ὁρισμένοι ἀπό τούς μή μετασχόντες Ἀρχιερεῖς στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης -ἔχοντας ἐσφαλμένη θεώρηση γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνδιάφερονται διακαῶς νά μή διασπαστοῦν μεταξύ τους καί μέ τόν Προκαθήμενό τους, ὡς «φιλάδελφοι», ἀλλά δέν ἀνησυχοῦν καθόλου -φιλοθέως- γιά τό σοβαρότατο πλῆγμα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἐξαιτίας τῆς υἱοθετήσεως τῆς διπλῆς Ἐκκλησιολογίας τους, μέ τήν ἀπαράδεκτη «ἐκκλησιαστικοποίηση» τῶν καταδικασμένων καί ἀμετανοήτων αἱρετικῶν. 
Στήν πραγματικότητα, ἡ «Σύνοδος»  τῆς Κρήτης ὄχι μόνο δέν λειτούργησε στήν κατεύθυνση τῆς ἐκφράσεως τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὑποτίθεται ὅτι στόχευε, ἀλλά ἀποδόμησε καί τήν ὑπάρχουσα ἕως τότε ἑνότητα μεταξύ τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί μεταξύ τῶν Ἐπισκόπων, πού τίς ἀντιπροσώπευσαν. Αὐτό ἔγινε σαφές ἀπό τήν μή συμμετοχή στή «Σύνοδο» αὐτή τεσσάρων Πατριαρχείων (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας καί Γεωργίας), τά ὁποῖα ἀριθμοῦν συντριπτικά περισσότερους πιστούς ἀπ’ ὅσους ἀριθμοῦν οἱ δέκα Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, πού ἀντιπροσωπεύτηκαν σ’ αὐτήν. Ἡ ἀποδόμηση ὅμως τῆς ἐπιδιωκόμενης ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἔγινε καί ἐκφράστηκε, πρακτικῶς, καί ἀπό τούς μή ὑπογράψαντες Ἀρχιερεῖς τό Στ΄ Κείμενο.
Στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἔγιναν ἀποδεκτά «δύο μέτρα καί δύο σταθμά», ὡς μέσο ἐξυπηρετήσεως τῆς κακῶς νοουμένης ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, ὅπως αὐτά λειτούργησαν στίς περιπτώσεις τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς Σερβίας καί τῆς Ἑλλάδος. Συγκεκριμένα, ὁ Προκαθήμενος τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας ἐψήφισε τό Στ΄ Κείμενο, ἐκφράζοντας τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας του, ἐρχόμενος ὅμως σέ ἀντίθεση μέ τήν πλειοψηφία (17 ἀπό τούς 24) τῶν Συνοδικῶν του, ἐνῶ ὁ Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀδιαφόρησε γιά τήν ὁμόφωνη συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας του καί ψήφισε ἀντίθετα πρός αὐτήν, γιά χάρη τῆς κακῶς νοουμένης ἑνότητας. Ψήφισε, δηλαδή, γιά μιά ἑνότητα, αὐτονομημένη ἀπό τήν συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας του. Στήν ἐνέργειά του αὐτή ἐνισχύθηκε ἀπό τήν ἀσυνεπῆ, πρός τήν ὁμόφωνη συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας, ὑπογραφή τοῦ Κειμένου ἀπό τούς 23 συνοδικούς Ἀρχιερεῖς, μέ λαμπρή ἐξαίρεση τοῦ 24ου Ἐπισκόπου τῆς ἀντιπροσωπείας του.
Ἀλλά καί ἡ περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου δέν ἦταν καλύτερη, ἀφοῦ ὁ Προκαθήμενός της –μετά τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης– κάκισε τήν στάση τῶν διαφωνησάντων τεσσάρων Ἀρχιερέων, πού δέν ὑπέγραψαν τό Στ΄ Κείμενο, καί ὅλως αὐθαιρέτως –παρά πᾶσαν διοικητικήν καί πνευματικήν δεοντολογίαν– ὑπέγραψε ἀντ’ αὐτῶν, γιά χάρη τῆς κακῶς νοουμένης ἑνότητας, πρᾶγμα πού συνιστᾶ ὄχι μόνον παπική νοοτροπία καί ἀνεντιμότητα ἐκκλησιαστικοῦ ἄνδρα, ἀλλά καί πράξη ποινικῶς διώξιμη.
Ἔτσι, ἡ πανηγυρική διάψευση τοῦ στόχου γιά τήν ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, πού τέθηκε καί ὡς σκοπός συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» στήν Κρήτη, ἔγινε –στήν πράξη– μέ τή μή συμμετοχή τεσσάρων Πατριαρχείων, τήν κραυγαλαία διαμυστηριακή ἀκοινωνησία δύο Πατριαρχείων (Ἱεροσολύμων καί Ἀντιοχείας), τήν θεσμικά ἀσυνεπῆ ψήφιση τοῦ Στ΄ Κειμένου ἀπό τόν Προκαθήμενο μιᾶς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας (Ἑλλάδος), τήν μή ὑπογραφή τοῦ ἐπίμαχου δογματικοῦ περιεχομένου Κειμένου ἀπό σημαντικό ἀριθμό συμμετασχόντων Ἀρχιερέων, καί τέλος, μέ τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας.
Γιά τούς παραπάνω θεολογικούς λόγους, ἡ ἐκκλησιολογική εὐθύνη τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, συνολικῶς, εἶναι ἐξαιρετικά σοβαρή καί μεγάλη. Εὐτυχῶς, τό εὐλαβές ἐκκλησιαστικό πλήρωμα παραμένειπιστό στήν Ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου –«ἑπόμενο τοῖς ἁγίοις Πατράσι»– καί ἀπορρίπτει κατηγορηματικάτήν διπλῆ Ἐκκλησιολογία, τήν ὁποία εἰσηγήθηκε καί ψήφισε ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης, νομιμοποιώντας ἔτσι «θεσμικά» τό καρκίνωμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στό «ἄσπιλο» σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰδικότερα, οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὀφείλουν νά πάρουν ὑπεύθυνα θέση, καταρχήν προσωπικά, ἀλλά καί κατόπιν συλλογικά, στήν ἑπόμενη Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, ἔναντι κυρίως τοῦ Στ΄ Κειμένου, μέ τήν ψήφιση τοῦ ὁποίου ἀναγνωρίστηκαν οἱ αἱρετικοί ὡς Ἐκκλησίες, στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Ἀλλά καί τό εὐλαβές πλήρωμα, ὡς φύλακας τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας (Σύνοδος τοῦ 1848), ἀναμένει τίς δέουσες ἐξηγήσεις, γιά ποιό λόγο δηλαδή, δέν ἐκπροσωπήθηκε ἡ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό τόν Προκαθήμενό της. Πολύ περισσότερο ἀναμένει ἀπό τήν Ἱεραρχία νά καταδικάσει τήν διπλῆ, αἱρετική, συγκρητιστική καί Οἰκουμενιστική Ἐκκλησιολογία τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης.
Ὡς πιστοί, ἀναμένουμε –στή συνέχεια– νά ἀναληφθοῦν πρωτοβουλίες καί σέ συνεργασία μέ τά τέσσερα Πατριαρχεῖα, πού δέν ἔλαβαν μέρος στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, νά συγκληθεῖ -μελλοντικῶς- μιά Πανορθόδοξη Σύνοδος, γιά νά ἀποκαταστήσει, μέ τό μεῖζον κῦρος της –ἐπίσημα καί θεσμικά– τήν διασαλευθεῖσα ἐκκλησιαστική ἑνότητα, νά καταδικάσει τήν διπλῆ Ἐκκλησιολογία τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, καί νά δημοσιοποιήσει τά Πρακτικά τῆς ἀμφισβητούμενης «Συνόδου».
Τέλος, ἐπιθυμοῦμε νά κλείσουμε μέ μία ρεαλιστική αἰσιοδοξία. Φρονοῦμε, ὅτι μέ ὅσα γράφουμε, παραμένουμε –«ὡς ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι»– μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του, καί κατά συνέπεια παραμένουμε μέ τόν παρόντα και τόν ἐσχατολογικό Νικητή. Βέβαια, μέ δεδομένη τήν ἀδιαμφισβήτητη Βιβλική καί Πατερική Ἀλήθεια, ὅτι ὁ εἰσηγητής ὅλων τῶν αἱρέσεων εἶναι ὁ διάβολος, εἶναι βέβαιο, ὅτι ὁ πονηρός νόμισε πρός τό παρόν πώς πέτυχε ἐξαιρετικά μεγάλη νίκη κατά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, ἀφοῦ δι’ αὐτῆς –μέ τό Στ΄ Κείμενό της– «ἀναγνωρίστηκαν» ὅλες οἱ Χριστιανικές αἱρέσεις, ὡς Ἐκκλησίες. Καί, προφανῶς, ἔχει κάθε λόγο νά πανηγυρίζει σέ βάρος τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ δέν ὑπῆρξε ποτέ μιά τέτοια «Σύνοδος» στήν Ἱστορία της, πού νά νομιμοποιήσει θεσμικά ὅλες μαζί τίς αἱρέσεις διά μιᾶς, πρᾶγμα πού προκαλεῖ βαθύτατη θλίψη καί ὀδύνη στούς πιστούς ἐκείνους, πού συμβαίνει νά πληροφοροῦνται καί νά κατανοοῦν καλῶς τά συμβαίνοντα στήν Ἐκκλησία τους.
Παρά ταῦτα, ὅμως, εἶναι ἀπολύτως βέβαιο, ὅτι ἡ χαρά του ἤδη μεταβάλλεται σέ βαρειά θλίψη. Καί τοῦτο, γιατί τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, κινούμενο ἀπό ἔλλογη ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, διαχρονικά, καί ὄχι ἄκριτα στήν Διοίκησή της, ἐξαιτίας τῆς ὑπαρξιακά βιούμενης μετάνοιας, τῆς ἀσκητικῆς ἡσυχίας καί τῆς προσευχῆς, δέν πρόκειται νά ἀποδεχτεῖ ποτέ αὐτήν τήν «Σύνοδο». Ἔτσι, ἀκυρώνει –στήν πράξη– τήν ἐπαίσχυντη –θεολογικῶς καί πνευματικῶς– ἀπόφαση τῆς «ἐκκλησιαστικοποίησης» τῶν αἱρέσεων.
Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης γιά τήν συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὡς μή γενομένη.
Ἡ «Σύνοδος»τῆς Κρήτης, ὡς γνωστόν, δέν ἀναφέρθηκε –διαχρονικά- στίς προηγούμενές της Οἰκουμενικές ἤ Πανορθόδοξες Συνόδους, οὔτε καί καταδίκασε καμία ἀπό τίς προγενέστερα καταδικασμένες αἱρέσεις, οὔτε βέβαια καί κάποια ἀπό τίς σύγχρονες, πρᾶγμα πού συνιστᾶ «πρωτότυπη» παραφωνία στήν Ἱστορία τῶν Συνόδων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ὅλως παραδόξως, ὅμως, ἡ «Σύνοδος» αὐτή ἀπειλεῖ ὅσους ἀπό τούς Ὀρθοδόξους θά ἀντιδράσουν στίς ἀποφάσεις της.
Ἐπιπροσθέτως, ἡ παραπάνω «Σύνοδος» κάνει ἀνεπίγνωστη σύγχυση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκησή της.
Γιά τό σοβαρότατο αὐτό θέμα θά σημειώσουμε –μέ κάθε δυνατή συντομία- τά ἑξῆς σημαντικά, ἀπό Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογική ἄποψη.
Ἡ πρόσφατη ἐκκλησιολογική ἐκτροπή τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης κατέδειξε, γιά μία ἀκόμη φορά, αὐτό πού εἶναι ἤδη καταγεγραμμένο στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Κατέδειξε, δηλαδή, ὅτι τό Συ­νο­δι­κό Σύ­στη­μα ἀ­πό μό­νο του δέν δι­α­σφα­λί­ζει μη­χα­νι­στι­κά τήν ὀρ­θό­τη­τα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως. Αὐ­τό γί­νε­ται μό­νο, ὅ­ταν οἱ Συ­νο­δι­κοί Ἐ­πί­σκο­ποι ἔ­χουν μέ­σα τους ἐ­νερΓΟ­ποι­η­μέ­νο τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καί τήν Ὑ­πο­στα­τι­κή Ὁ­δό, τό Χρι­στό δη­λα­δή, ὁ­πό­τε ὡς Συν-Ο­δι­κοί (ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς Ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό) εἶ­ναι στήν πρά­ξη καί «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι».
Ὅπως ἀποδείχθηκε, δυστυχῶς, αὐτό δέν εἶναι καθόλου αὐτονόητο στίς μέρες μας. Γι’ αὐτό καί εἶναι λανθασμένο τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται κατά κόρον τόσο ἀπό πιστούς ὅσο καί ἀπό Ἱερεῖς καί Ἐπισκόπους, ὅτι θά πράξουμε «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «περιμένουμε τήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας», ἐννοώντας συνήθως καί ἄκριτα τήν ὁποιαδήποτε ἀπόφαση τῆς Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ἀγνοώντας, ὅτι ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις.
Τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας συνιστοῦν οἱ Ἐπίσκοποι στήν Ἐπισκοπή τους καί οἱ Σύνοδοι τῶν Ἐπισκόπων σέ Τοπικό ἤ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο. Αὐτοί μαζί μέ τούς πρεσβυτέρους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τόν εὐσεβῆ λαό συναποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κατά συνέπεια, δέν μπο­ρεῖ ὁ Ἐ­πί­σκο­πος νά ἀ­γνο­εῖ τούς πρε­σβυ­τέ­ρους καί τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐτό ἀποδεικνύεται καί ἱστορικῶς. Στήν Α΄ Ἀ­πο­στο­λι­κή Σύ­νο­δο- ὅπου Πρῶτος καί Πρόεδρος δέν ἦταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλά ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος- ἐκ­φρά­στη­κε ἡ Συ­νο­δι­κή Ἀ­λή­θεια «σύν ὅ­λῃ τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ»: «Ἔ­δο­ξε τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι καί ἡ­μῖν». Τό «ἡ­μῖν» δέν ἦ­ταν ἁ­πλῶς μό­νον οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, ἀλ­λά καί «οἱ σύν αὐ­τοῖς», δη­λα­δή οἱ Πρε­σβύ­τε­ροι, «σύν ὅ­λῃΤ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ». Καί ὅ­λη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι καί ὁ ἁ­πλός λα­ός. Ἀλλά καί στήν περίπτωση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ θεολογική θέση ἑνός νεαροῦ Διακόνου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ἐξέφρασε τήν ὅλη Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, καί αὐτή ἡ ὀρθότητα καί Οἰκουμενικότητα μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου κρίνεται ἀλαθήτως ἀπό τό πλήρωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερα ἀπό τήν γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία (συνείδηση) στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἀποτελεῖ τό μόνο ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν διαπίστωση τῆς γνησιότητας τοῦ φρονήματός της.
Κι ὅταν λέμε δογματική συνείδηση, ἐννοοῦμε τήν πνευματική γνώση, πού γεννιέται –χαρισματικῶς– στήν καρδιά τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἁγιοπνευματική ἄκτιστη Χάρη τοῦ ἐνεργοποιημένου Ἁγίου Χρίσματός τους. Εἶ­ναι ἡ συμ­πυ­κνω­μέ­νη πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, τό λει­τουρ­γοῦν δηλαδή μέ­σα μας Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο λά­βα­με.Καί αὐ­τή εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κή ἰ­σό­τη­τα με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων μέ­σα στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Γι’ αὐτό, καί ἡ δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι τελείως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν κατά κόσμον μόρφωσή τους καί ἀπό τήν ἐνδεχόμενη διανοητική ἤ μή διανοητική ἐνασχόλησή τους. Ὅ­ταν, λοι­πόν, αὐτή ἡ δογματική συνείδηση τῶν μελῶν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶ­ναι ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νη, ἀναδεικνύεται σέ ὑπέρτατο κριτήριο τῆς ἀληθείας.
Ἕνα γεγονός, πού προκύπτει ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί μαρτυρεῖται ἀδιάψευστα ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν ὄχι μόνον Πατριάρχες, Μητροπολίτες καί Ἐπίσκοποι αἱρετικοί, ἀλλά καί Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, πού –ἐνῶ συνιστοῦν τό ἀνώτατο Διοικητικό ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας- ἀπορρίφθηκαν ἀπό τήν συνείδηση τοῦ πληρώματός της καί χαρακτηρίσθηκαν Ψευδοσύνοδοι ἤ Ληστρικές Σύνοδοι.
Κι αὐτό, γιατί στά δογ­μα­τι­κά θέ­μα­τα ἡ ἀ­λή­θεια δέν βρί­σκε­ται στήν πλει­ο­νο­ψη­φί­α τῶν Συ­νο­δι­κῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων. Ἡ ἀ­λή­θεια, κα­θε­αυ­τήν, εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φι­κή.Δη­λα­δή καί ἕ­νας ὅ­ταν τήν ἐκ­φρά­ζει, αὐ­τή πλει­ο­ψη­φεῖ, ἔ­ναν­τι τῶν ἑ­κα­το­μυ­ρί­ων καί δι­σε­κα­το­μυ­ρί­ων ἄλ­λων ψή­φων, πού εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τες. Για­τί ἡ Ἀ­λή­θεια στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι ἰ­δέ­α, δέν εἶ­ναι ἄ­πο­ψη. Εἶ­ναι Ὑ­πο­στα­τι­κή. Εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός.Γι’ αὐ­τό, καί ὅ­σοι δι­α­φω­νοῦν μέ αὐ­τήν, ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­φοῦ κα­θαι­ροῦν­ται καί ἀ­φο­ρί­ζον­ται, κα­τά πε­ρί­πτω­ση.
Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι τό ἴ­διο τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, τό Ὁ­ποῖ­ο λει­τουρ­γεῖ καί ἐκ­φρά­ζε­ται καί μέ με­μο­νω­μέ­να πρό­σω­πα. Αὐ­τό τό ἔδειξεΧΑ­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἡ ἱ­στο­ρί­α στό πρό­σω­πο τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Ὁμολογητοῦ, καθώς καί τοῦ Ἁ­γί­ου Μάρ­κου τοῦ Εὐ­γε­νι­κοῦστήν ψευ­δο­σύ­νο­δο τῆς Φλω­ρεν­τί­ας, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἤ­τα­νε μο­νά­δες, ἔ­ναν­τι τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας.
Ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἐδῶ, πώς ἕ­νας ἄν­θρω­πος ἔ­δω­σε τήν ἀ­πάν­τη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τόν δι­καί­ω­σε ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α καί ἁ­γί­α­σε σέ σχέ­ση μέ ὅ­λους τούς ἄλ­λους, τόν Αὐ­το­κρά­το­ρα, τόν Πα­τριά­ρχη καί ὅ­λους τούς ἄλ­λους πού συμ­με­τεῖ­χαν, καί οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἐ­ξέ­θε­σαν τήν ἀλήθεια. Ἄ­ρα, δέν εἶ­ναι θέ­μα ἀ­ριθ­μοῦ, ἀλ­λά θέ­μα Ἀ­λη­θεί­ας ἤ μή Ἀ­λη­θεί­ας. Αὐ­τό τό πρᾶγ­μα δέν πρέ­πει νά τό ξε­χνοῦ­με, για­τί εἶ­ναι ἡ ποι­ο­τι­κή δι­α­φο­ρά με­τα­ξύ Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί ἑ­τε­ρο­δο­ξί­ας, στήν πρά­ξη. Στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, τά πράγ­μα­τα δέν λει­τουρ­γοῦν πα­πι­κά. Δέν εἶ­ναι ὁ Πά­πας ὑ­πε­ρά­νω καί τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὅ­πως ἐ­κεῖ, οὔ­τε φυ­σι­κά ἐ­δῶ ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος ἐ­πι­μέ­ρους Πά­πας, πού νά το­πο­θε­τη­θεῖ πά­νω ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
Ἄ­ρα, κρι­τή­ριο στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι, ὅ­τι συ­νῆλ­θε ὅ­λη ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καί ἀπεφάσισε κάτι πλειοψηφικά. Θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι θε­ω­ρη­τι­κά καί ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, καί ἕ­νας, δύ­ο, τρεῖς ἤ ἐ­λά­χι­στοι ἀ­πό αὐ­τούς νά λέ­γα­νε κά­τι τό ἀν­τί­θε­το. Δέν ση­μαί­νει, ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο, πού θά πεῖ ἡ συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Ἐ­πι­σκό­πων, ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­χέγ­γυ­ο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, καί ὅ­τι θά πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε αὐ­τό νά τό ἀ­πο­δε­χτεῖ τό πλή­ρω­μα. Ὄ­χι, δέν εἶ­ναι ἔ­τσι τά πράγ­μα­τα στήν Ἐκκλησία. Κρι­τή­ριο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας εἶ­ναι, ἐ­άν τά λε­γό­με­να στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους εἶ­ναι «ἑ­πό­με­να τοῖς Ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι».
Εἶναι θέμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας νά ἀποτιμήσει στό μέλλον, ἐν Συνόδῳ, θεολογικά καί τελεσίδικα, τίς ἀποφάσεις αὐτοῦ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ «Συνεδρίου». Ἕως τότε, ὅμως, μπορεῖ καί πρέπει ὁ κάθε πιστός νά τοποθετηθεῖ στίς μετέωρες αὐτές ἀποφάσεις αὐτοῦ τοῦ «Συνεδρίου» μέ τά κριτήρια τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας,διαχρονικῶς. Τά ἀσφαλῆ κριτήρια αὐτῆς τῆς δογματικῆς συνειδήσεως συνοψίζονται στό περιεχόμενο τῆς ἁγιοπατερικῆς ρήσεως: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Καί ἡ ρήση αὐτή ἀφορᾶ καίρια τόσο τόν τύπο τῶν Συνόδων ὅσο καί τήν δογματική διδασκαλία τους.
Μέ ἄλλα λόγια, ἄν τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς φορέας τῆς δογματικῆς συνειδήσεώς της- ἐπιβεβαιώνει τήν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ἀκυρώνει ἀποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων θεωρώντας τες ὡς Ψευδοσυνόδους, τότε εἶναι προφανές, ὅτι ἔχει τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση νά ἐκφραστεῖ μέ φόβο Θεοῦ καί ἔνθεο ζῆλο καί στήν προκειμένη περίπτωση γιά τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης (Βλ. σχετικῶς καί π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, Μιά Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σσ. 80-83).
Μέ βα­θύ­τα­το σε­βα­σμό
ἀσπάζομαι τήν δεξιάν Σας
Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης
Κα­θη­γη­τής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς

τοῦ Α.Π.Θ.

[AΠΟ http://aktines.blogspot.gr/2016/09/blog-post_47.html#more]