Ο θεοειδής βίος στα άγια των αγίων της Θεοτόκου
Ευτυχία Γιούλτση - Θεολόγος
Ο βίος της Μαρίας στο ιερό ήταν η προϋπόθεση για περαιτέρω πρόοδο στην αρετή. Όσο περισσότερο προσέγγιζε το αγαθό τόσο πιο πολύ η ζωή της εκεί έμοιαζε θεϊκή. Έτσι ήδη πριν από τον Ευαγγελισμό έφθασε να είναι τέλεια και άγια, έτοιμη να υποδεχθεί τον Θεό. Η συνεχής προσευχή και η αδιάκοπη πνευματική εσωστρέφεια κρατούσαν την Μαρία σε μια κατακόρυφη ενατένιση από τον εσωτερικό της κόσμο προς τον Θεό και αντίστροφα. Η προσευχή κυρίως την ωθούσε σε διαρκή ανάταση, κοινωνία και διάλογο με τον Θεό, πράγμα που απέτρεπε κάθε παρέκκλιση από το καλό.
Όλα αυτά είναι ενδεικτικά του έντονου μόχθου που απαιτεί ο δρόμος της πνευματικής ανόδου. Η αρετή της Παρθένου είναι καρπός μεγάλου και μοναχικού αγώνα, ζωντανής πίστεως και ελευθερίας του πνεύματος μέσα στα άδυτα του ιερού. Η ίδια ανατίθεται στο ναό για να τελειωθεί. Προσάγεται, ως άσπιλος αμνάς, ολοκαύτωμα στον Θεό. Αυτήν καλούνται να μιμηθούν οι άνθρωποι, να ενδυθούν τις ποικίλες αρετές της και να μελετήσουν όλα τα απόρρητα μυστήρια που την περιβάλλουν. Σε ένα σώμα, που δεν είχε ακόμη βιολογικά πλήρως διαμορφωθεί, φαινόταν να αναπτύσσονται και να πλεονάζουν πνευματικά χαρίσματα. Παράλληλα η νεαρή καθαρή ψυχή της εξέπεμπε «υπέρ φύσιν πλεονεκτήματα».
Γι’ αυτό ήσαν ουσιαστικά αδιάφορα για την Παρθένο τα πράγματα αυτού του κόσμου. Αυτό βέβαια δεν εσήμαινε περιφρόνηση των υλικών, αλλά σώφρονα μετοχή σε αυτά.
Η τροφή και ο ύπνος, που είναι από τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανθρώπινη επιβίωση, ήταν απαραίτητες και για την Παρθένο, αλλά το πνεύμα και η ψυχή της κινούνταν πάνω από αυτά, προς τα υψηλά και τα θεία. Έτσι ζούσε διαρκώς μέσα στη νοερά και αδιάλειπτη προσευχή, στη θεωρία και την έλλαμψη. Γι’ αυτό θεωρήθηκε το τέλειο πρότυπο της ησυχαστικής ζωής και η αυθεντική οδός για την ιερά ησυχία και τη θέωση.
Ολόκληρη η ψυχοσωματική της ύπαρξη αποπνέει αγιότητα. Απέχει από όλα εκείνα που μπορούν να νοθεύσουν την καθαρότητα του νου. Διατηρεί μόνον καθαρούς λογισμούς και απορρίπτει, πριν γευθεί, κάθε περιττή και ψυχοβλαβή σκέψη, γράφει ο Ιωάννη Δαμασκηνός. Αντιλαμβάνεται με σύνεση και μέτρο τα αναγκαία, αφού οι οφθαλμοί της είναι πάντοτε ανηρτημένοι από τη μεγαλειότητα του Κυρίου. Διατηρεί την ακοή της μόνιμα καθαρή και ανέπαφη, για να ακροάται το θείο λόγο και τα θεία μηνύματα. Τα χείλη και η γλώσσα, που εμφορούνται από θεία γλυκύτητα, ανυμνούν και δοξολογούν τον Θεό και διακρίνουν τους λόγους του. Η αμόλυντη, αγνή και καθαρή καρδιά της ποθεί μόνο τον Θεό. «Υπ’ ουδενός των παρόντων τον λογισμόν παρε¬τράκπην· προς γαρ την σην μόνην απησχόλησα τούτον μελέτην, όργανον εμαυτήν υμνολογικόν κατεσκεύασα, όργανον ηρμοσμένον τω Πνεύματι, όργανον της καθαρότητος ενηχούν μελωδίαν», προσθέτει ο Ιάκωβος Μοναχός.
Η Παρθένος Μαρία δεν απασχολούσε τη σκέψη της με γήινα πράγματα. Σκεφτόταν μόνο τον Θεό και προς αυτόν έστρεφε τις σκέψεις και τους λογισμούς της. Δεν θα μπορούσε να γεφυρώσει το χάσμα Θεού και ανθρώπων, εάν δεν αξιοποιούσε το αποτέλεσμα της ασκήσεώς της. Οι αρετές της στάθηκαν ικανές να ανακόψουν την πορεία της κακίας των ανθρώπων όλων των αιώνων.
Το ήθος της Παρθένου ήταν ασύγκριτο. Όσο ενηλικιωνόταν, τόσο πλήθαιναν και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Αυτά εμπλούτιζαν την προσωπικότητά της με θεία δωρήματα, όπως τη συνομιλία με αγγέλους και τη θέα του Θεού. Την υψηλή εποπτεία του αγγέλου στα άγια των αγίων διαισθάνθηκε ες αρχής ο ιερέας ως ένδειξη και προάγγελο άλλου πιο παράδοξου γεγονότος, της ζωντανής παρουσίας του Γαβριήλ, αλλά και της διακριτικής προετοιμασίας της Μαρίας για αυτά που θα συνέβαιναν. Ο Ιερέας που γνώριζε από το Άγιο Πνεύμα αυτά τα παράδοξα και είχε διαισθανθεί τη συμμετοχή της στη σωτηρία του κόσμου, απέδιδε μεγάλο σεβασμό προς την κεχαριτωμένη, μεριμνούσε και φρόντιζε για το ήθος της και για το κάλλος της ψυχής της .
Αυτό το κάλλος, που η ίδια διαρκώς προήγαγε, ενέπνευσε πολλούς Πατέρες οι οποίοι δεν εγνώριζαν πως να το ονομάσουν. Στην προσπάθειά τους μάλιστα να το ερμηνεύσουν, χαρακτήρισαν την Μαρία όχι άνθρωπο ούτε άγγελο, αλλά κάποια άλλη υψηλή φύση. Γι’ αυτόν το λόγο δεν φάνηκε τόσο φοβερό το μήνυμα του αγγέλου ούτε η λαμπρή ψυχή της απώθησε την αποδοχή του παράδοξου μηνύματος του Ευαγγελισμού. Αυτή την κορυφαία αγία που έγινε μητέρα του Κτίστη των πάντων δεν επαρκεί να δοξολογήσει ούτε η δύναμη των ανθρώπων ούτε ολόκληρη η φύση.
Η Παρθένος, κατά τον Νικόλαο Καβάσιλα, με το άπειρο κάλλος όχι μόνο της ψυχής αλλά και του σώματος, που ήταν καθαρό και λαμπρότερο από τον ήλιο, απέσπασε την εύνοια του Θεού. Η αγάπη της για τον Θεό ήταν τόσο δυνατή, που απορρόφησε κάθε άλλη επιθυμία της ψυχής της. Η δική της ωραιότητα ανέδειξε ωραία και την κοινή ανθρώπινη φύση. Η Παναγία είναι η «καινή γη», χαρακτηρισμός που ερμηνεύεται διπλά. Πρώτα επειδή η ίδια προέρχεται από τη γη, και ακολούθως επειδή ανακαίνισε αυτή τη γη με τον εαυτό της που έγινε το νέο φύραμα για τη ζύμωση του παλαιού και την ανάδυση του ανακαινισμένου γένους των ανθρώπων. Πρόσφερε σε όλους το καλύτερο και χάριν αυτού του καλύτερου και της ευτυχίας του κόσμου «η κτίσις εξφάνθη τω ποιητή… και ου τούτο μόνον, αλλά και τον Θεόν έγνωμεν… και πλάνης απηλλάγημεν και σκότους, και την των αρρήτων αγαθών περιμένομεν κτήσιν».
Η Παναγία, που αναδείχθηκε η πρώτη αγία με την προσωπική προετοιμασία της για την υποδοχή του σωτήρα Χριστού, άνοιξε τη θύρα της αγιοσύνης σε όλους, και στους προφήτες και στους ιερείς, αλλά και σε εκείνους που αξιώθηκαν να συμμετάσχουν στα θεια μυστήρια. Η δύναμή της ήταν η τελειότητα της αρετής της. Με αυτήν νίκησε τον κόσμο της πτώσεως και μεταποίησε το ανθρώπινο γένος. Αφάνισε τη λύπη της προγονικής κατάρας και φύτεψε στη γη τη θεϊκή ελπίδα, την προσδοκία της βασιλείας του Θεού και την αναλλοίωτη χαρά. Με τον ενάρετο βίο της δίδαξε στους ανθρώπους την οδό των αληθινών αρετών. Με αυτόν τους ελευθέρωσε από τη δουλεία των ειδώλων και υπέδειξε την «υπέρ ανθρωπον» σοφία.
Η τελειότητα της Παρθένου που νοείται ως καθαρότητα νου και καρδιάς, έργων και λόγων, αλλά και ως σταθερή φορά προς τον Θεό, υπήρξε πόλος έλξεως της φιλανθρωπίας του Θεού. Αυτήν ο Θεός χρησιμοποίησε ως κλίμακα για την κάθοδό του και ως δίοδο για την προσέγγιση των ανθρώπων. Αυτό διακήρυξε η Εκκλησία με τη διδασκαλία και τη λατρεία της επισημαίνοντας τη συμμετοχή του ανθρώπινου γένους στην πραγματοποίηση του έργου της σωτηρίας του κόσμου με τον τέλειο εκπρόσωπό της, την Παρθένο. Μέσω αυτής κατέβηκε ο Θεός στη γη και μέσω αυτής μπορεί ο κάθε άνθρωπος να ανέβει στον ουρανό.
(Ευτυχίας Γιούλτση, «Η Παναγία Πρότυπο της πνευματικής τελειώσεως», εκδ. Π. Πουρναρά – Θεσ/νίκη, σ. 80-86)