Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΕΣΙΣ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΓΙΝΗ Η ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΦΙΛΩΤΑ
Σ’ αὐτὸ τὸν θλιβερὸ μετὰ τὴν πτώση πλανήτη μας, ὅπου κυριάρχησε τὸ κακό, ἡ φθορὰ καὶ ὁ Θάνατος, δὲν ὑπάρχει τίποτε ὀμορφότερο καὶ πιὸ χαρμόσυνο ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Τὸ μήνυμα τοῦ ἀγγέλου τὴ νύχτα ἐκείνη, τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τὸ πλέον αἰσιόδοξο· «ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ» (Λκ. 2,10-11). Τὰ γεγονότα ἐκεῖνα ποὺ ἀποτελοῦσαν στὸ πρὸ Χριστοῦ παρελθὸν ἀντικείμενο ἀγωνιώδους στοχασμοῦ γιὰ τοὺς πατριάρχες, καὶ οἱ προφῆτες τὰ προφήτευαν, και οἱ εὐσεβεῖς ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὰ δοῦν, ἐπαληθεύτηκαν καὶ πραγματοποιήθηκαν σήμερα· ὁ Θεός -δηλαδή- παρουσιάστηκε στὴ γῆ μὲ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ συναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ λαὸς ποὺ βρίσκεται στὸ σκότος τῆς ἀγνοίας, ἂς δεῖ Φῶς μέγα, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ θὰ κατανοεῖ τὴν ἀλήθεια. “Τὰ παλαιὰ τελείωσαν. Νὰ τώρα ὅλα ἔγιναν νέα”. Τὸ γράμμα ὑποχωρεῖ, τὸ πνεῦμα κυριαρχεῖ. Οἱ σκιὲς διαλύονται, τὴ θέση τους πλέον παίρνει ἡ ἀλήθεια. Αἰῶνες τώρα τὸ κακὸ ποὺ φαίνεται νὰ κυριαρχεῖ στὸν κόσμο ἀποδείχθηκε ἀνίκανο νὰ ξεριζώσει τὸν πόθο μας γιὰ τὸ ὑπερβατικό, τὸ ξένο καὶ παράδοξο μυστήριο τῆς λύτρωσής μας. Γι’ αὐτὸ τοῦτες τὶς ἡμέρες πάντοτε ἡ ψυχή μας νιώθει μιὰ ἔκτακτη θαλπωρή, μιὰ ἀνέκφραστη μυστικὴ ἀγαλλίαση τὴν ὁποία ἐκφράζουμε “ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζοντες” στὸν Ἱερὸ Ναό, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μυηθοῦμε καὶ νὰ βιώσουμε ἐν πνεύματι Ἁγίῳ τὸ ὑπερφυσικὸ γεγονὸς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. «Βηθλεὲμ ἑτοιμάζου, εὐτρεπιζέσθω ἡ φάτνη, ἡ ἀλήθεια ἦλθεν», ὁ «Θεὸς ἐν φάτνῃ ἀνακλίνεται».
Τὸ μυστήριο ὄντως εἶναι ξένο καὶ παράδοξο. Εἶναι ἀκατανόητο ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀρχαγγέλους. Διότι, ἂν εἶναι θαυμαστὸ νὰ ἔλθουν στὴν ὕπαρξη ἐκεῖνα ποὺ κάποτε δὲν ὑπῆρχαν καὶ νὰ ἀποτελοῦν ὄντα, εἶναι ἀπείρως θαυμαστότερο καὶ πολυύμνητο νὰ γίνει κάποιο ἀπὸ αὐτὰ Θεός, μὲ τὸ νὰ γίνεται ὁ Θεὸς ἄνθρωπος χωρὶς νὰ παύει νὰ εἶναι Θεός. Ὁ Ὤν, “Αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει” πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, ὁ Θεὸς Λόγος, ὁ Ὁποῖος δὲν ὑπῆρχε καιρὸς ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχει, ἀφοῦ «ἐν ἀρχὴ ἦν ὁ Λόγος», καὶ ποὺ εἶναι βέβαια συνάναρχος καὶ συναΐδιος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ Ὁποῖο «ἦν μὲν ἀεὶ καί ἐστι καὶ ἔσται, μᾶλλον δέ ἐστιν ἀεί», ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, προσλαμβάνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση μας, ἄρχεται, γιὰ νὰ γίνει ὁ λόγος τῆς ζωῆς μας· «σήμερον ὁ ἄναρχος ἄρχεται, καὶ ὁ Λόγος σαρκοῦται». Πρὶν τὴν ἐνανθρώπηση ὡς Υἱὸς Θεοῦ γεννᾶται ἀπὸ τὸν Πατέρα ἀχρόνως καὶ ἀνάρχως (ἐκτὸς χρόνου καὶ χωρὶς ἀρχή) καὶ εἶναι ἀμήτωρ. Μὲ τὴν ἔνσαρκη Οἰκονομία ὡς υἱὸς ἀνθρώπου, χωρὶς νὰ παύσει νὰ εἶναι καὶ Θεός, δηλαδὴ Θεάνθρωπος, γεννήθηκε ἐν χρόνῳ ἀπὸ τὴν Κυρία Θεοτόκο καὶ εἶναι βέβαια ἀπάτωρ. Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γίνεται σὲ μᾶς ἡ πιὸ προσιτὴ πραγματικότητα καὶ ἔχει στὸ ἑξῆς ἱστορία. Ὡς Θεάνθρωπος ἀποτελεῖ πλέον ἱστορικὸ πρόσωπο. Γίνεται αἰσθητός, εἶναι ὁ ἐγγύς, ὁ πλησίον καὶ ἐπὶ τοῦτο, οἱ εὐαγγελιστὲς καταθέτουν γι’ αυτὸν τὴν μαρτυρία τους· «ὃ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν» (Α΄ Ιω.1,1). Γι’ αὐτὸ ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση Του, γενεαλογεῖται, ἐπειδὴ ἔχει προγόνους. Ἀφοῦ ἔγινε Υἱὸς ἀνθρώπου ἀνήκει σὲ φυλὴ, σὲ γένος καὶ σὲ πατριά.
Μεταξὺ τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀδάμ γίνεται ἐκλογὴ, ὥστε ἀπὸ τοὺς πολλοὺς νὰ εὐρεθεῖ ἱκανὸ δοχεῖο τῆς θείας ἐκείνης υἱοθεσίας καὶ χάριτος ποὺ θὰ ὑπηρετήσει ἀποτελεσματικὰ τὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ, και νὰ ἀναδειχθεῖ σκεῦος ἄξιο γιὰ τὴν καθ’ ὑπόσταση ἕνωση τῆς θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ὁποῖα ὄχι μόνο τοποθετεῖ ἄνω τὴ φύση μας, ἀλλὰ καὶ ἐπανορθώνει τὸ (ἀνθρώπινο) γένος στὴν ἀρχική του κατάσταση. Τέτοιο σκεῦος ἀναδείχθηκε ἡ Θεόπαις καὶ Θεομήτωρ Παρθένος, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελλο Γαβριὴλ ἀναγορεύθηκε Κεχαριτωμένη, ὡς ἐκλεκτὴ ἐκλεκτῶν καὶ σκεῦος ἄμωμο καὶ ἀμόλυντο, ἄξιο νὰ χωρέσει καὶ νὰ συνεργασθεῖ μὲ τὴ θεανδρικὴ ὑπόσταση. Αὐτὴν, λοιπὸν, προορίζει ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων, τὴν ἐκλέγει ἀνάμεσα στοὺς (ἀνθρώπους) ἀπὸ τῶν αἰώνων, καὶ τὴν ἀξιώνει περισσότερη ἀπ’ ὅλους χάρη, ἀφοῦ τὴν κατέστησε ἁγία ἁγίων καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν ξένο τόκο, γι’ αὐτὸ καὶ εὐδόκησε νὰ τὴν ἐνοικήσει στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, δεχόμενός την σύσκηνη καὶ σύνοικη ἀπὸ παιδὶ ἀκόμη. Τὴν ἐκλέγει ὄχι ἀπλῶς ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἀνέκαθεν ἐκλελεγμένους καὶ θαυμαστοὺς καὶ περιβόητους γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν σύνεση, γιὰ τὰ θεοφιλῆ καὶ κοινωφελῆ μαζὶ ἤθη της καὶ λόγια καὶ ἔργα.
Μεταξὺ τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀδάμ γίνεται ἐκλογὴ, ὥστε ἀπὸ τοὺς πολλοὺς νὰ εὐρεθεῖ ἱκανὸ δοχεῖο τῆς θείας ἐκείνης υἱοθεσίας καὶ χάριτος ποὺ θὰ ὑπηρετήσει ἀποτελεσματικὰ τὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ, και νὰ ἀναδειχθεῖ σκεῦος ἄξιο γιὰ τὴν καθ’ ὑπόσταση ἕνωση τῆς θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ὁποῖα ὄχι μόνο τοποθετεῖ ἄνω τὴ φύση μας, ἀλλὰ καὶ ἐπανορθώνει τὸ (ἀνθρώπινο) γένος στὴν ἀρχική του κατάσταση. Τέτοιο σκεῦος ἀναδείχθηκε ἡ Θεόπαις καὶ Θεομήτωρ Παρθένος, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελλο Γαβριὴλ ἀναγορεύθηκε Κεχαριτωμένη, ὡς ἐκλεκτὴ ἐκλεκτῶν καὶ σκεῦος ἄμωμο καὶ ἀμόλυντο, ἄξιο νὰ χωρέσει καὶ νὰ συνεργασθεῖ μὲ τὴ θεανδρικὴ ὑπόσταση. Αὐτὴν, λοιπὸν, προορίζει ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων, τὴν ἐκλέγει ἀνάμεσα στοὺς (ἀνθρώπους) ἀπὸ τῶν αἰώνων, καὶ τὴν ἀξιώνει περισσότερη ἀπ’ ὅλους χάρη, ἀφοῦ τὴν κατέστησε ἁγία ἁγίων καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν ξένο τόκο, γι’ αὐτὸ καὶ εὐδόκησε νὰ τὴν ἐνοικήσει στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, δεχόμενός την σύσκηνη καὶ σύνοικη ἀπὸ παιδὶ ἀκόμη. Τὴν ἐκλέγει ὄχι ἀπλῶς ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἀνέκαθεν ἐκλελεγμένους καὶ θαυμαστοὺς καὶ περιβόητους γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν σύνεση, γιὰ τὰ θεοφιλῆ καὶ κοινωφελῆ μαζὶ ἤθη της καὶ λόγια καὶ ἔργα.
Στὴν γενεαλογία βέβαια ποὺ παραθέτουν οἱ Εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος καὶ Λουκᾶς, φυσικὴ καὶ νομικὴ αντίστοιχα, δὲν φαίνεται νὰ γενεαλογεῖται ἡ Θεομήτωρ, ἀφοῦ δὲν ἀναφέρονται οἱ πρόγονοί της. Γιὰ ποιό λόγο δὲν συμπεριλαμβάνονται οἱ προπάτορες καὶ τῆς Μαριάμ; “Δὲν ἦταν συνήθεια στοὺς Ἰουδαίους, γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, νὰ γενεαλογοῦν τὶς γυναῖκες”. Ἐπίσης πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὑπῆρχε νόμος καὶ ἔθιμο στὸν Ἰσραὴλ ποὺ δὲν ἐπέτρεπε γάμο ἀπὸ ἄλλη φυλή. Στοὺς Ἑβραίους, μιὰ φυλὴ διαιροῦνταν στὰ γένη, αὐτά ἦταν οἱ οἶκοι, τὰ δὲ γένη στὶς λεγόμενες πατριές, δηλαδή τὶς οἰκογένειες. Ὅμως καὶ ἀπὸ ἄλλο γένος καὶ ἄλλη οἰκογένεια δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ λάβει κανεὶς γυναῖκα. Ἐὰν λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ ἦταν “ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυΐδ”, ὁπωσδήποτε ἀπὸ ἐκεῖ καταγόταν καὶ ἡ Μαριάμ. Ἡ δὲ καταγωγή της ἀποβαίνει σὲ μᾶς γνωστή καὶ ἀπὸ τὸ θεομητορικὸ γεγονὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ποὺ ὑπομνηματίζεται στὸ κατὰ Λουκᾶν. Ἐκεῖ σημειώνεται· «ἐν δὲ τῷ μηνὶ τῷ ἕκτῳ ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς πόλιν τῆς Γαλιλαίας, ᾗ ὄνομα Ναζαρέτ, πρὸς παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἴκου Δαυΐδ…» (Λκ. 1,26-27). “Ἡ φράση αὐτή -λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος- πρέπει νὰ θεωρήσουμε πὼς εἰπώθηκε γιὰ τὴν Παρθένο”. Ἑπομένως ἀποδεικνύεται περίτρανα ὅτι, καθὼς γενεαλογεῖται ὁ Ἰωσήφ, στὴν πραγματικότητα γενεαλογεῖται καὶ ἡ Παναγία, καὶ δὲν ὑπάρχει κανένα ἑρμηνευτικὸ πρόβλημα. Στὴν γενεαλογία, βέβαια, ποὺ μᾶς παραθέτουν οἱ Εὐαγγελιστὲς, σαφῶς ἀναφέρονται ὅλα ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα ποὺ ἀποτέλεσαν τὸ λεῖμμα, τὴν μαγιὰ, ἀπὸ ὅπου προῆλθε ἡ Παναγία, ὡς ἡ ἐκλεκτότερη ἐκπροσώπηση τοῦ γένους μας, καὶ συνεπῶς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ Χριστός, τοῦ ὁποίου τὴ γέννηση ὑπομνηματίζει ὁ Ματθαῖος λέγοντας·
1,1 Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ,
Βιβλίο της ενσάρκου Οικονομίας του Ιησού Χριστού,
υἱοῦ Δαυῒδ, υἱοῦ Ἀβραάμ.
απογόνου του Δαυῒδ, ο οποίος υπήρξε απόγονος του Αβραάμ.
Εξηγεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Και δια ποίον λόγον την αποκαλεί Βίβλον γενέσεως του Ιησού Χριστού, αν και δεν περιέχει τούτο μόνον την γέννησιν αλλά όλην την οικονομίαν. Διότι πράγματι εδώ υπάρχει η συγκεφαλαίωσις όλης της οικονομίας και αποβαίνει δι' ημάς η αρχή και το τέλος όλων των αγαθών. Όπως λοιπόν ο Μωϋσής δίδει τον τίτλον Βιβλίον ουρανού και γης (στο πρώτο βιβλίο της παλαιάς Διαθήκης που οναμάζεται Γένεσις), μολονότι δεν ωμίλησε περί ουρανού και γης μόνον αλλά και περί όλων των ενδιαμέσων, ομοίως και αυτός εκάλεσε το βιβλίον από το σημαντικώτερον γεγονός. Διότι βέβαια αυτό που είναι γεμάτο από έκπληξιν και υπερβαίνει κάθε ελπίδα και κάθε προσδοκίαν είναι το ότι ο Θεός έγινεν άνθρωπος και όταν επραγματοποιήθη τούτο, επακολουθούν όλα τα άλλα με λογικήν ακολουθίαν». Με βάση αυτή την ερμηνεία του Χρυσοστόμου γίνεται φανερό: α. Ότι ο πρώτος στίχος αποτελεί τον τίτλο όλου του Ευαγγελίου του Ματθαίου. Γι’αυτό και τον ξεχωρίζουμε από την γενεαλογία του Χριστού που παραθέτει στην συνέχεια ο Ευαγγελιστής και τον θέτουμε ως επικεφαλίδα. β. Επομένως, δεν είναι ερμηνευτικά ορθό το «Βίβλος γενέσεως» να μεταφράζεται γενεαλογικός κατάλογος, αφού δεν απηχεί την πατερική ερμηνεία. Πέραν τούτου και μεταφραστικά δεν είναι σωστό, όπως σημειώνει ο σύγχρονος ερμηνευτής Σιαμάκης Κωνσταντίνος, διότι ο όρος «βίβλος» ποτέ δεν σημαίνει κατάλογο αλλά βιβλίο. γ. Όσοι μεταφράζουν το «Βίβλος γενέσεως» ως «γενεαλογικός κατάλογος» περιορίζουν επίσης το θεολογικό εύρος της έννοιας Θεία Οικονομία, που δηλώνει το απολυτρωτικό έργο του Χριστού για την σωτηρία και την θέωση του ανθρώπου, της οποίας ένσαρκης πλέον, με την Γέννηση του Χριστού, Οικονομίας, που το περιεχόμενο της αδρομερώς εκθέτει ο Ματθαίος ως αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς παραδίδοντάς μας το Ευαγγέλιο του ως υπομνηματισμό, της εν σαρκί και στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου Θείας Αποκαλύψεως, έχοντας, βέβαια, σαφή ιστορικό χαρακτήρα, μη αποτελώντας όμως, με την στενή έννοια, ιστοριογραφία. Γι’ αυτό δεν είναι ενδεδειγμένη η μετάφραση «Βιβλίο της ιστορίας του Ιησού Χριστού».
Σαφώς, πιο κάτω ο Ευαγγελιστής παραθέτει και την γενεαλογία του Χριστού ως γενεαλογικό κατάλογο, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο πρώτος στίχος αναφέρεται μόνο σε αυτόν, όπως γράφει ο Χρυσόστομος, αλλά σε όλο το Ευαγγέλιο. Πέραν αυτών όμως, γνωρίζουμε ότι ο όρος «γένεσις» διαφέρει από την λέξη «γέννησις». Διότι «Γένεσις» σημαίνει την «ἐξ οὐκ ὄντων δημιουργία», ήτοι παρθενογένεση, δηλαδή, δημιουργία από το τίποτε ή, πιο σωστά, πρώτη πλάση! Σύμφωνα όμως με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δημιούργησε «συνέπηξεν» για τον εαυτό του σάρκα με ψυχή λογική και νοερά «οὐ σπερματικῶς ἀλλὰ δημιουργικῶς» διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.[1] Το «συνέπηξεν... οὐ σπερματικῶς ἀλλὰ δημιουργικῶς διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» αυτό ακριβώς σημαίνει, την πρώτη δημιουργική πλάση. Αυτό επισημαίνεται ακόμη πιο καθαρά στο προηγούμενο κεφάλαιον 45 «Περὶ τῆς θείας οἰκονομίας καὶ περὶ τῆς δι᾿ ἡμᾶς κηδεμονίας καὶ τῆς ἡμῶν σωτηρίας», στο οποίο ο όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εξειδικεύοντας αυτολεξεί ομιλεί για γένεση «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ τῆς πρώτης τοῦ Ἀδὰμ γενέσεως[2]» Επομένως, κατά τον Ευαγγλισμό της Θεοτόκου, στην «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου» σύλληψιν του Ιησού Χριστού, έχουμε γένεση, γι’ αυτό θεόπνευστα εκφράζεται ο Ευαγγελιστής λέγοντας «Βίβλος γενέσεως». Κατά δε τον τοκετό όμως, έχουμε και την Γέννησιν του Σωτήρος Χριστού, όπως την διδάσκει η Εκκλησία μας.[3] Με την ενανθρώπησή Του, βέβαια, ο Υιός και Λόγος προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση μας για να την θεραπεύσει. «Ὅλον γὰρ ὅλος ἀνέλαβέ με, καὶ ὅλος ὅλῳ ἡνώθη, ἵνα ὅλῳ τὴν σωτηρίαν χαρίσηται· “τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον”»! Όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος: «Αὐτός, ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»!
Πάντως, όταν μεταφράζουμε «Βιβλίο της ενσάρκου Οικονομίας του Ιησού Χριστού» πιάσαμε και τα δύο, και τηνΓένεση και την Γέννησιν, διότι, το «ενσάρκου» υποδειλωνει την γέννησιν. Έτσι, δεν αφιστάμεθα της ερμηνείας του ιερού Χρυσοστόμου κρατώντας ως νόημα και τον όρο που χρησιμοποιεί ο Ευαγγελιστής, απηχούμε επίσης την ορθόδοξη δογματική διδασκαλία για τον τρόπο της συλλήψεως του Θεανθρώπου αλλά συμπεριλαμβάνουμε και την Γέννησι του Χρστού και ως τοκετό, έστω και αν αποτελεί μυστήριο, αληθινά και όχι φανταστικά!
[1] Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός που συστηματοποίησε την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας στο «Περὶ τοῦ τρόπου τῆς συλλήψεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τῆς θείας αὐτοῦ σαρκώσεως» ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 46, του έργο του «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως», «Μετὰ οὖν τὴν συγκατάθεσιν τῆς Ἁγίας Παρθένου Πνεῦμα Ἅγιον ἐπῆλθεν ἐπ᾿ αὐτὴν κατὰ τὸν τοῦ Κυρίου λόγον, ὃν εἶπεν ὁ ἄγγελος, καθαῖρον αὐτὴν καὶ δύναμιν δεκτικὴν τῆς τοῦ Λόγου θεότητος παρέχον, ἅμα δὲ καὶ γεννητικήν. Καὶ τότε ἐπεσκίασεν ἐπ᾿ αὐτὴν ἡ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου ἐνυπόστατος σοφία καὶ δύναμις, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ τῷ Πατρὶ ὁμοούσιος, οἱονεὶ θεῖος σπόρος, καὶ συνέπηξεν ἑαυτῷ (δημιούργησε για τον εαυτό του) ἐκ τῶν ἁγνῶν καὶ καθαρωτάτων αὐτῆς αἱμάτων σάρκα ἐψυχωμένην ψυχῇ λογικῇ τε καὶ νοερᾷ, ἀπαρχὴν τοῦ ἡμετέρου φυράματος, οὐ σπερματικῶς ἀλλὰ δημιουργικῶς διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οὐ ταῖς κατὰ μικρὸν προσθήκαις ἀπαρτιζομένου τοῦ σχήματος, ἀλλ᾿ ὑφ᾿ ἓν τελειωθέντος, αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος χρηματίσας τῇ σαρκὶ ὑπόστασις· οὐ γὰρ προϋποστάσῃ καθ᾿ ἑαυτὴν σαρκὶ ἡνώθη ὁ θεῖος Λόγος, ἀλλ᾿ ἐνοικήσας τῇ γαστρὶ τῆς Ἁγίας Παρθένου ἀπεριγράπτως ἐν τῇ ἑαυτοῦ ὑποστάσει ἐκ τῶν ἁγνῶν τῆς Ἀειπαρθένου αἱμάτων σάρκα ἐψυχωμένην ψυχῇ λογικῇ τε καὶ νοερᾷ ὑπεστήσατο ἀπαρχὴν προσλαβόμενος τοῦ ἀνθρωπίνου φυράματος, αὐτὸς ὁ Λόγος γενόμενος τῇ σαρκὶ ὑπόστασις».
[2] « Τί γὰρ μεῖζον τοῦ γενέσθαι τὸν Θεὸν ἄνθρωπον; Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἀτρέπτως ἐγένετο ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Ἁγίας Ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου, καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων χρηματίζει ὁ μόνος φιλάνθρωπος, οὐκ ἐκ θελήματος ἢ ἐπιθυμίας ἢ συναφείας ἀνδρὸς ἢ γεννήσεως ἐνηδόνου ἐν τῇ ἀχράντῳ μήτρᾳ τῆς Παρθένου συλληφθείς, ἀλλ᾿ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ τῆς πρώτης τοῦ Ἀδὰμ γενέσεως».
[3] «ὡς γὰρ Θεὸς ἀληθὴς ὁ ἐξ αὐτῆς γεννηθείς, ἀληθὴς Θεοτόκος ἡ τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἐξ αὐτῆς σεσαρκωμένον γεννήσασα· Θεὸν γάρ φαμεν ἐξ αὐτῆς γεγεννῆσθαι, οὐχ ὡς τῆς θεότητος τοῦ Λόγου ἀρχὴν τοῦ εἶναι λαβούσης ἐξ αὐτῆς, ἀλλ᾿ ὡς αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ Λόγου τοῦ πρὸ αἰώνων ἀχρόνως ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντος καὶ ἀνάρχως καὶ ἀιδίως ὑπάρχοντος σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐν τῇ γαστρὶ αὐτῆς ἐνοικήσαντος καὶ ἐξ αὐτῆς ἀμεταβλήτως σαρκωθέντος καὶ γεννηθέντος. Οὐ γὰρ ἄνθρωπον ψιλὸν ἐγέννησεν ἡ Ἁγία Παρθένος, ἀλλὰ Θεὸν ἀληθινόν· οὐ γυμνὸν ἀλλὰ σεσαρκωμένον, οὐκ οὐρανόθεν τὸ σῶμα καταγαγόντα καὶ ὡς διὰ σωλῆνος δι᾿ αὐτῆς παρελθόντα, ἀλλ᾿ ἐξ αὐτῆς ὁμοούσιον ἡμῖν σάρκα ἀναλαβόντα καὶ ἐν ἑαυτῷ ὑποστήσαντα» Ενθ. Ανωτ. (ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 56. Ὅτι Θεοτόκος ἡ ἁγία Παρθένος).