Μοναχού Σεραφείμ Ζήση, Η ενδοτριαδική μοναρχία του Πατρός και ο καινοφανής μονάρχης της φαναριωτικής εκκλησιολογίας
Εἰσήγηση τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ (Ζήση) στήν Ἡμερίδα «Τό Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο καί ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου» (Θεσσαλονίκη, 22 Ἰουνίου 2019). Τή βιντεοσκοποημένη Ὁμιλία μπορεῖτε νά τήν παρακολουθήσετε ἐδῶ. Ὁλόκληρη τήν Ἡμερίδα μπορεῖτε νά τή δεῖτε ἐδῶ.
Τό ἴδιο κείμενο σέ διαμόρφωση γιά ἐκτύπωση καί στόν σύνδεσμο: https://www.scribd.com/document/432120801/Η-ενδοτριαδική-Μοναρχία-του-Πατρός-και-ο-καινοφανής-μονάρχης-της-φαναριωτικής-εκκλησιολογίας
Σεβαστοί Πατέρες,
ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί !
Ἡ παρεμβατική καί ἀπολυταρχική ἐκκλησιαστική πολιτική τοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ἡ ὁποία κατά τή γνώμη τοῦ ὑποφαινομένου ἀρχίζει ἤδη ἀπό τήν ἄθεσμη καί ἄδικη ἐκδίωξη τῆς Ἐξαρχίας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἀπό τήν Αὐστραλία τό 1993[1], κορυφώνεται σήμερα μέ τήν παράλογη παρ’ ἐνορίαν ἀναγνώριση Αὐτοκεφαλίας στούς σχισματικούς τῆς Οὐκρανίας, μέ πρωτοφανῆ περιφρόνηση τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐκ μέρους τοῦ Φαναρίου! Ἔχουν προηγηθεῖ, βεβαίως, πολυάριθμες ἄλλες περιπτώσεις τέτοιας παρεμβατικῆς πολιτικῆς τοῦ ἐπιδόξου ἐκκλησιαστικοῦ μονάρχη κ. Βαρθολομαίου, ἐκτεινόμενες ἀπό τίς παρεμβάσεις του στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐναντίον ὅσων Ὀρθοδόξων ἐπικρίνουν τόν ἴδιο ἤ τόν Μητροπολίτη Περγάμου[2] αἱρετίζοντας, μέχρι τήν προσπάθεια τῆς ἐκ πλαγίου ἰδιοποιήσεως τῶν ἑλλαδικῶν Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν, ἀλλά καί τήν πρόσφατη διαδικασία ἐκλογῆς τοῦ ἐπιβληθέντος νέου Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς κ. Ἐλπιδοφόρου[3].
Ὁ ἐκκλησιαστικός αὐτός «παρεμβατισμός», ἀδιάψευστη ἔνδειξη ἑνός φρονήματος ἐκκλησιαστικῆς ἀπολυταρχίας, μακράν τῆς ὀρθοδόξου συνοδικότητος, ὑποστυλώνεται πλέον ἀπό μία καινοφανῆ ἐκκλησιολογία ἑνός «παγκοσμίου πρώτου» μέ ἄρωμα Παπισμοῦ, βασισμένη σέ ἠθελημένη καί ἔντεχνη θεολογική παρερμηνεία τῆς μοναρχίας τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ παροῦσα εἰσήγηση θά προσπαθήσει νά παρουσιάσει σέ βασικό ἐπίπεδο κάποια εὐαίσθητα σημεῖα τῶν πεδίων τῆς Τριαδολογίας καί τῆς Ἐκκλησιολογίας, δηλαδή τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας περί Ἁγίας Τριάδος καί Ἐκκλησίας, στό σημεῖο πού τά πεδία αὐτά, εἴτε μέ τήν παραδοσιακή, τῶν Ἁγίων Πατέρων, διδασκαλία, εἴτε μέ ἐκείνη τήν καινοφανῆ, τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἀλληλοπεριχωροῦνται! Στόν τίτλο ἀναφέρομαι σέ «ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου», «φαναριωτική», διότι ἀφ΄ ἑνός δέν θέλω νά ταυτίσω μέ τόν ἱερό θεσμό καί τό ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου τήν καινοφανῆ παπιστική αἵρεση τοῦ «Πρώτου ἄνευ ἴσων» («Primi inter pares»), ἀφ’ ἑτέρου ὅμως δέν μπορῶ καί νά περιορίσω αὐτήν τήν νεοφανῆ (στά καθ΄ ἡμᾶς) αἵρεση μόνον στόν κ. Βαρθολομαῖο, ἀφοῦ τήν ἀσπάζονται καί ἄλλοι κληρικοί του, ὅπως λ.χ. ὁ προσφάτως ἐκλεγείς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς ἀπό Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρος, ὁ Μητροπολίτης Σηλυβρίας κ. Μάξιμος κ. ἄ., κατά πρῶτον δέ λόγον ὁ εἰσηγητής καί θεωρητικός τῆς θεολογικῆς καί ἐκκλησιολογικῆς αὐτῆς αἱρέσεως, ὁ ἰθύνων νοῦς τοῦ διαλόγου μέ τούς Παπικούς, Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας κ.ἄ. Τεράστιες καί αἰώνιες εἶναι βεβαίως καί οἱ εὐθῦνες τῆς ἐν ΚΠόλει Πατριαρχικῆς Συνόδου, ἀνεχομένης ταῦτα πάντα.
Α. Ἡ μοναρχία τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός
Πρός εὐχερέστερη κατανόηση τῶν διαπραγματευομένων, πρέπει νά διευκρινισθεῖ, τί ἐννοοῦμε θεολογικῶς μέ τόν ὅρο «μοναρχία», «μόνη ἀρχή». Ἡ λέξη «ἀρχή», στήν θεολογική της συνάφεια, ἐνδέχεται νά σημαίνει, ὅπως ἄλλωστε καί στήν καθομιλουμένη γλῶσσα, τήν χρονική ἀφετηρία καί ἔναρξη· ἔτσι, τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ, τά δημιουργήματα, ἔχουν χρονική ἀφετηρία, ὅπως καί ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ[4], διότι ἀντιθέτως πρός τήν Ἁγία Τριάδα[5], τά κτίσματα δέν εἶναι ἄκτιστα («ἀδημιούργητα») καί ἀΐδια (ἤ «ἀείδια», πάντοτε ὑπάρχοντα ἀναλλοιώτως[6], ἀένναα, κατά τόν λεξικογράφο Ἡσύχιο), συνεπῶς καί ἄναρχα, πέραν χρονικῆς ἀρχῆς, ἀλλά ἦλθαν ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, εἶναι δηλαδή «ἀρκτά»[7].
Ὑπό τήν πρώτη αὐτή, χρονική, ἔννοια τῆς «ἀρχῆς», τά τρία ἅγια Πρόσωπα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ζωοποιοῦ καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος, Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ Θεός ἡμῶν, εἶναι ἄναρχα ἤ, ἀκριβέστερα, «συνάναρχα», ἀφοῦ πάντοτε, ἀιδίως (συν)ὑπῆρχαν· κατά τήν ἱερά ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας «τρία ἄναρχα δοξάζω, τρία ἅγια ὑμνῶ, τρία συναΐδια ἐν οὐσιότητι μιᾷ κηρύττω»[8] ἤ ἀλλιῶς «Συνάναρχα τρία, ὁμόθρονα μέν, ἀμερίστου μιᾶς δέ Θεότητος, δοξάζω αὐτεξούσια, τά Πρόσωπα σαφῶς» [9].
Ὅμως, ἡ λέξη «ἀρχή» στήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα μπορεῖ νά σημαίνει καί τήν κυριαρχία, τήν ἐξουσία, ὅπου ὡς «οἱ ἐν ἀρχῇ» ἐννοοῦνται οἱ ἄρχοντες, καί μονάρχης ὁ ἀποκλειστικός ἄρχων· ἐπίσης σημαίνει καί τήν ἀφετηρία ἤ πηγή ἤ αἰτία τῆς ὑπάρξεως[10].
Πρίν ἀναπτυχθεῖ ἡ μή χρονική ἔννοια τῆς «ἀρχῆς», ἄς λεχθοῦν τά ἑξῆς :
Ὡς γνωστόν, στήν «σφαῖρα» τοῦ ἀκτίστου, δηλαδή τῆς θείας ὑπάρξεως καί ζωῆς, ἡ ἱερά ἀποκάλυψη καί Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας γνωρίζει (1ον) τά Τρία Πρόσωπα, δηλαδή τίς Τρεῖς Ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, Πατέρα καί Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, πού εἶναι μεταξύ τους ὡς πρός τίς ὑποστατικές τους ἰδιότητες (οἱ ὁποῖες δέν ταυτίζονται μέ τά θεῖα Πρόσωπα) «ἀκοινώνητα» Πρόσωπα, (2ον) τήν θεία Οὐσία, κοινή μεταξύ τῶν Τριῶν, ἡ ὁποία (ὅπως καί τά Πρόσωπα) εἶναι ἀπολύτως ἀμέθεκτη, ἀκατανόητη, ἀπρόσιτη, ἀνώνυμη καί ἀνέκφραστη ἀπό ὁποιοδήποτε κτίσμα, ἀκόμη καί λογικό, ἀγγέλους ἤ ἀνθρώπους, καί (3ον) τήν θεία θέληση ἤ δύναμη ἤ ἐνέργεια[11], ἐπίσης κοινή μεταξύ τῶν Τριῶν Ὑποστάσεων, ἡ ὁποία, ὡς κίνηση τῆς θείας οὐσίας ἀποτελεῖ τήν τῆς Ἁγίας Τριάδος πρός τά ἔξω «πρόοδο» («ἐξωστρεφῆ κίνηση») καί φανέρωση πρός τά κτίσματα καί ἡ ὁποία, καθότι μεθεκτή, ἐπιτρέπει τήν πρός αὐτά κοινωνία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ θεία ἐνέργεια, ἄκτιστη, «μερίζεται ἀμερίστως» (ὅπως θά λέγαμε λ.χ. ὅτι τό ἡλιακό φῶς, καίτοι ἁπλό, διαθλᾶται στούς χρωματισμούς τῆς ἴριδος καί εἶναι ταυτοχρόνως φωτιστικό, θερμαντικό, καυστικό, σωματιδιακό ἤ κυματικό κ.λπ.)[12]. Ἀναλόγως δηλονότι τῆς θείας προνοίας καί τῆς φυσικῆς δεκτικότητος τῶν κτισμάτων, ἐμψύχων ἤ ἀψύχων, λογικῶν ἤ ἀλόγων, ἡ θεία ἐνέργεια ἔχει καί ἀνάλογα κτιστά «ἐνεργήματα», ἀποτελέσματα φυσικά ἤ ὑπερφυῆ καί ἔκτακτα (δηλ. θαύματα), καί διακρίνεται (πέραν τῆς δημιουργικῆς) σέ ἐνέργεια συνεκτική (ἡ ὁποία συνέχει, συγκρατεῖ τό πᾶν), προνοητική (ἡ ὁποία προνοεῖ διά τήν πρόοδο τῆς σωτηριώδους «οἰκονομίας» τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς κτίσεως) καί θεουργική, ἡ ὁποία καθαίρει, φωτίζει καί θεοποιεῖ τούς ἀνθρώπους[13] ἤ θεοποιεῖ τούς ἀγγέλους. Ἡ θεία ἐνέργεια ἤ ἀλλιῶς οἱ θεῖες ἐνέργειες δέν εἶναι ὑποστατικές, δηλαδή προσωπικές[14]: δέν ἔχουν πηγή ἕκαστο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά τήν θεία Φύση ἤ Οὐσία καί εἶναι λοιπόν φυσικές καί κοινές τῶν θείων Προσώπων, ἀφοῦ «τά πάντα ἐνεργεῖ ὁ Πατήρ, δι΄ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» [15]. Ἄλλωστε, γιά τόν λόγον αὐτό ἡ Ἕκτη Οἰκουμενική σύνοδος καταδίκασε τόν Μονοθελητισμό καί Μονοενεργητισμό, διότι ὁ Χριστός, ἕνα θεῖο Πρόσωπο σέ δύο τέλειες φύσεις, θεία καί ἀνθρώπινη, δέν ἔχει μία ὑποστατική (προσωπική) θέληση καί ἐνέργεια, ἀλλά δύο φυσικές θελήσεις καί ἐνέργειες, θεία καί ἀνθρώπινη[16]. Βασική γιά ὁποιαδήποτε ὀρθόδοξη προσέγγιση τῆς Τριαδολογίας, Χριστολογίας καί λοιπῆς Θεολογίας μας εἶναι ἡ διάκριση ἀφ’ ἑνός τοῦ ἀκτίστου Τριαδικοῦ Θεοῦ, δηλαδή τῶν Τριῶν Ὑποστάσεων, τῆς θείας Οὐσίας καί τῆς θείας ἐνεργείας, ὅλων ἀκτίστων, τά ὁποῖα πρέπει νά διακρίνονται εὐσεβῶς, ἀλλά εἶναι μεταξύ τους παντελῶς ἀδιαίρετα, καί ἀφ’ ἑτέρου τῆς κτίσεως, τῆς δημιουργίας, ἡ ὁποία μετέχει μόνον τῶν κοινῶν ἁγιοτριαδικῶν θείων ἐνεργειῶν, καί ὄχι τῶν θείων Ὑποστάσεων ἤ τῆς θείας οὐσίας.
Μετά ἀπό αὐτές τίς διευκρινίσεις, διακρίνουμε ὑπό τήν δευτέρα ἔννοια τῆς «ἀρχῆς», τήν μή χρονική, δύο εἴδη θεϊκῆς «ἀρχῆς», δηλ. αἰτίας ἤ ἐξουσίας[17]. Πρόκειται ἀφ’ ἑνός περί τῆς ἐνδοτριαδικῆς μοναρχίας τοῦ Πατρός, ἔναντι τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατά τήν ὁποία μόνος ἄναρχος (δηλ. «ἀναίτιος», χωρίς νά ἐκπηγάζει ὑπαρξιακῶς ἀπό κάποια «ἀρχή») εἶναι ὁ Πατέρας[18], ἐπειδή δέν ἔχει τήν αἰτία τῆς ὑπάρξεώς Του σέ ἄλλο Πρόσωπο τῆς Τριάδος, ἀλλά εἶναι ἡ μόνη αἰτία, ἡ μόνη ἀρχή στήν Ἁγία Τριάδα, ὑποστατική ἀρχή, ἡ μόνη «πηγαία θεότης»[19] ἔναντι τῶν δύο «αἰτιατῶν», τοῦΥἱοῦ καί Λόγου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ἐξ οὗ γίνεται λόγος (ἄν καί σπανιώτατα) περί μοναρχίας τοῦ Πατρός.
Στήν ἐνδοτριαδική αὐτή μοναρχία, ὁ Πατήρ εἶναι ὁ μόνος αἴτιος τῆς ὑπάρξεως τῶν δύο ἄλλων Προσώπων, Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ μέν διά τῆς ὑπερφυοῦς Γεννήσεως, τοῦ δέ διά τῆς Ἐκπορεύσεως ἤ Προβολῆς. Τό τί σημαίνει ὑποστατική Γέννησις καί Ἐκπόρευσις καί σέ τί διαφέρουν, εἶναι θέματα παντελῶς ἀπρόσιτα στήν κτιστή μας λογική[20] · ἁπλῶς γνωρίζουμε, ὅτι ὁ Θεός Πατήρ ὡς «πηγαία καί θεογόνος θεότης» εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τῶν δύο ἄλλων Προσώπων, χωρίς τοῦτο νά σημαίνει οὔτε, βεβαίως, ὅτι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι χρονικῶς μεταγενέστεροι τοῦ Πατρός (ἔχοντες δηλ. χρονική ἀρχή), οὔτε ὅτι εἶναι δῆθεν κατώτερης οὐσίας, ἀλλά ὅτι εἶναι ὁμοούσιοι πρός τόν Πατέρα, ὥστε νά εἶναι μέ Αὐτόν, «εἷς Θεός», ἕνας Θεός. Πρόκειται βεβαίως, περί τῶν ὑψίστων τριαδολογικῶν θεμάτων καί ἀγώνων περί τήν Α΄ καί τήν Β΄ Οἰκουμενικές Συνόδους κατά τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν καί Πνευματομάχων, οἱ ὁποῖοι ἐξελίχθηκαν ἀπό τόν πρώιμο αἱρετικό «Μοναρχιανισμό» [21], ἀπό τήν πίστη, ὅτι δῆθεν μόνος κατά κυριολεξίαν Θεός εἶναι ὁ Πατήρ καί ὄχι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, πού εἶναι «κατώτεροι θεοί» ἤ ἀκριβέστερα «ἀνώτατα κτίσματα» [22]. Εἶναι, λοιπόν, δυνατόν ὁ λόγος περί «μοναρχίας τοῦ Πατρός» νά παρεκκλίνει στήν αἵρεση τοῦ μοναρχιανισμοῦ, δηλαδή τῆς ἐπιστροφῆς σέ μία μονοπρόσωπη μονοθεΐα, ἰουδαϊκοῦ τύπου, ὅπου μόνος οὐσιαστικῶς Θεός εἶναι ὁ Πατήρ.
Ἡ ἰσότης, τό ὁμοούσιον καί ὁμότιμον, τῶν Τριῶν θείων Προσώπων ἀπαγορεύει ὁποιαδήποτε ἀξιακή κατά τήν φύση (ὄχι ὅμως κατά τήν ὑποστατική αἰτία) ἱεράρχησή τους, ὥστε νά μή εἶναι ἐπιτρεπτή στήν πατερική Θεολογία ἡ ἀναφορά σέ πρῶτο καί δεύτερο καί τρίτο Θεό, ἀλλά νά εἶναι δυνατή ἀκόμη καί ἡ ἐναλλαγή στήν τάξη τῆς ἀναφορᾶς τῶν ὀνομάτων τους, θέση πού ἀνέπτυξε ἰδιαιτέρως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἀντιπαράθεση πρός τούς «πνευματομαχοῦντας» Λατίνους, ὅπως καί μία χιλιετία ἐνωρίτερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος· γράφει ὁ τῆς Θεσσαλονίκης ὑπέρλαμπρος φωστήρ: «Διότι οὔτε σεβόμαστε τόν Πατέρα ὡς πρῶτο Θεό, δεύτερον δέ τόν Υἱό, τρίτο δέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὥστε πάντοτε νά ἀναφέρουμε τό δεύτερο [ὄνομα] μετά τό πρῶτο καί μετά ἀπό αὐτό τό τρίτο, βάζοντας σέ τάξη ἀναγκαστικῶς ἐκεῖνα πού εἶναι ὑπεράνω τάξεως, ὅπως εἶναι ὑπεράνω καί τῶν ἄλλων πάντων [κτιστῶν]»[23].
Ἡ ἄλλη, ἡ μή ἐνδοτριαδική, μοναρχία εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ἀναφέρεται σέ σύνολη τήν Ἁγία Τριάδα, τόν Θεόν ἡμῶν· συνιστᾷ «ἀρχή» – ἐπί πάντων τῶν κτισμάτων – τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὡς δημιουργική ἀρχή τους καί ἐξουσία ἐπάνω σέ αὐτά, κοινή τῶν Τριῶν Προσώπων, φυσική λοιπόν, ἀρχή[24], ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ὀνομάζουμε «Θεόν μονάρχην τῶν ὅλων» [25] καί ψάλλουμε στίς Ἐκκλησίες, «εἰ γάρ καί τριλαμπεῖ, μοναρχεῖ τό θεῖον» [26], δηλαδή: ὁ Θεός ἄν καί εἶναι Τρία Φῶτα, ὅμως συνιστᾷ μία ἑνιαία, «μόνη», κυριαρχία, μοναρχία (καί βέβαια καί δημιουργική αἰτία) ἐπί τῶν δημιουργημάτων.
Σέ συντριπτικό ποσοστό περιπτώσεων ὁ ὅρος «θεία μοναρχία» στήν ἐκκλησιαστική διδασκαλία ἀναφέρεται στήν μοναρχία αὐτή συνόλου τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ὄχι ἐκείνην τοῦ Πατρός[27]!
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ φράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, περί τοῦ ποία εἶναι ἡ μοναρχία τήν ὁποία λατρεύουμε οἱ Χριστιανοί· ἀποτελεῖ δέ καί ἄμεση ἀπάντηση στήν νεοφανῆ «πατρομονιστική» ἤ «πατρο-κεντρική» ἐκκλησιολογία τῶν Οἰκουμενιστῶν τῆς ΚΠόλεως: «Εἶναι ἡ [θεολογική] μοναρχία ἐκείνη πού τιμᾶται ἀπό ἐμᾶς· ἡ μοναρχία ἐκείνη, ὅμως, τήν ὁποία δέν περιγράφει ἕνα Πρόσωπο […] ἀλλά τήν συνιστᾷ ἡ ὁμοτιμία τῆς φύσεως [τῶν Τριῶν Προσώπων], καί ἡ σύμπνοια τῆς γνώμης, καί ἡ ταυτότητα τῆς κινήσεως, καί ἡ συμφωνία πρός τό Ἕνα Ἐκείνων πού προέρχονται ἀπό αὐτό (πού εἶναι πρᾶγμα ἀδύνατο γιά τήν κτιστή φύση) […] καί τοῦτο εἶναι γιά ἐμᾶς ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό ἅγιον Πνεῦμα»[28] (σημειούσθω, ὅτι ὁ Ἀμερικῆς κ. Ἐλπιδοφόρος, ὡς ἄν ἦτο ἕνας καθ΄ ὅλα decent καί proper αἱρετικός, σέ σχετική ὑποσημ. κειμένου του[29] παρέθεσε τό ὡς ἄνω χωρίο κολοβωθέν: «ἡμῖν δέ μοναρχία τό τιμώμενον» καί οὐδέν ἄλλο … ).
Κατ’ αὐτήν τήν μή ἐνδοτριαδική, ἀλλά «οἰκονομική», μοναρχία, πού ἀναφέρεται στό θεῖο σχέδιο τῆς σωτηρίας, τήν θεία Οἰκονομία, ἔχουμε συνεπῶς τήν «ἀρχή» συνόλου τῆς Ἁγίας Τριάδος – καί ὄχι μόνον τοῦ Πατρός – ἐπί τῆς κτίσεως, ἐπί τῆς δημιουργίας· αὐτή εἶναι κυριαρχία τοῦ Θεοῦ φυσική, ἡ ὁποία ἀσκεῖται μέσῳ τῶν ἀκτίστων θείων δυνάμεων ἤ ἐνεργειῶν· στήν δέ κτίση, ἄγγελοι, δαίμονες, ἄνθρωποι καί λοιπά κτίσματα, εἶναι ὅλοι ὁμόδουλοι[30], ὑπόκεινται σέ φυσική δουλεία πρός τόν Θεό· κατά τό ψαλμικόν, «τά σύμπαντα δοῦλα Σά»[31] (δηλ. «τά πάντα ὑπόκεινται ὡς δοῦλοι σέ Σέ»). Ἐδῶ ὁ ὅρος «μοναρχία» θεωρεῖται ταυτόσημος μέ τήν «Μονοθεΐα», γιά νά δηλώσει, ὅτι δέν ὑπάρχουν οὔτε πολλοί Θεοί[32] μέ ἀντικρουόμενες θελήσεις καί ἐνέργειες (θεοί δημιουργοί, συντηρητές, καταστροφεῖς), ὅπως στήν πολυθεΐα τοῦ ἐθνισμοῦ τῶν διαφόρων θρησκειῶν[33], οὔτε πάλιν ἡ διαρχία, ὁ δυϊσμός (dualismus), δηλαδή ἡ μεταφυσική ἰσοδυναμία καλοῦ καί κακοῦ, φωτός καί σκότους, Θεοῦ καί ὕλης[34], ὅπως πρεσβεύουν κάποια φιλοσοφικά συστήματα ἤ ὁ ἀρχαῖος γνωστικισμός τῶν Μανιχαίων, τῶν λοιπῶν ὁμοφρόνων τους καί τῶν πνευματικῶν ἀπογόνων τους, τῶν Ἐλευθεροτεκτόνων.
Κατά ταῦτα ὑμνοῦμε καί δοξάζουμε τήν «τριαδικήν μονοκρατορίαν»[35] τήν μή ἐνδοτριαδική, ἀλλά «οἰκονομική» μοναρχία, ἡ ὁποία ἀφορᾷ καί στά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τά ὁποῖα καί καθ΄ ἕκαστον καί ἀπό κοινοῦ ἔχουν, ὡς «εἷς Θεός», μοναρχίαν ἐπί τῆς κτίσεως.
Ποιά εἶναι, ὅμως, ἡ σχέση τῆς Τριαδικῆς τριλαμποῦς μοναρχίας μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία ;
Β. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, τό θεμέλιό της καί οἱ ὀρθόδοξες Σύνοδοι
Στήν ἐκκλησιολογία τῶν ἁγίων Πατέρων ὁ Θεάνθρωπος Χριστός συνιστᾷ τήν Κεφαλή, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα τήν Ψυχή τῆς Ἐκκλησίας· μέσῳ τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθίσταται γνωστός στόν κόσμο καί ὁ Θεός Πατήρ, διά τῆς κοινῆς στά Τρία Πρόσωπα ἀκτίστου ἐνεργείας[36], ἡ ὁποία ἐνεργεῖται στήν Ἐκκλησία διά τῶν θείων Μυστηρίων. Ἀντιθέτως, στά καινοφανῆ περί Συνόδου διδάγματα τοῦ φαναριωτικοῦ φιλοπαπικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γίνεται προσπάθεια νά ἀναπτυχθεῖ μιά νεωτεριστική, πέραν τῆς μαρτυρουμένης, σχέση Τριαδολογίας καί Ἐκκλησιολογίας[37].
Βάσει τῆς ἰδίας τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ Ἐκκλησία πιστεύεται ὡς «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» καί «Σῶμα Αὐτοῦ [τοῦ Χριστοῦ], πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» [38], τῆς ὁποίας ὄχι μόνον θεμέλιο, ἀλλά καί οἰκοδομή, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλος παρά ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός[39]. Εἶναι ἐξόχως χαρακτηριστικό, ὅτι τό ρῆμα πού χρησιμοποιεῖται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως περί τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι οὔτε τό «ὁμολογῶ», πού χρησιμοποιεῖται περί τοῦ Βαπτίσματος, οὔτε τό «προσδοκῶ», πού χρησιμοποιεῖται περί τῆς μελλούσης ἀναστάσεως νεκρῶν, ἀλλά χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα «πιστεύω», ὅπως ἀκριβῶς περί Πατρός καί Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος[40] στά ἀντίστοιχα ἄρθρα. Ἄρα, ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ μετέχει καί τῆς θείας ζωῆς, εἶναι προέκτασις τοῦ Θεανθρώπου, εἶναι ὁ Χριστός «παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας» καί δέν πρόκειται περί ἁπλοῦ ἐγκοσμίου καθιδρύματος, ἀλλά περί ὀντότητος πιστευομένης, θεανθρωπικῆς, ὁρατῆς καί συνάμα ἀοράτου, κτιστῆς καί ἀκτίστου.
Ὡς ἀλάθητος καί ὑπέρτατος θεσμός τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀνέκαθεν πιστευθεῖ καί ἐκκλησιολογικῶς ἑρμηνευθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος· σύμφωνα μέ τό ὁμολογιακό σύνθημα τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου τόν 6ο αἰ., πού συνιστᾷ καί εὐρύτερη θεολογική γνώμη, «ὅποιος δέν δέχεται τίς τέσσερις [τότε] Συνόδους, ὅπως τά τέσσερα Εὐαγγέλια, νά εἶναι ἀνάθεμα»[41]. Ἡ ἀνωτερότης καί τό ὑπέρτατον κῦρος τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου στήν Ἐκκλησία συνιστοῦσε σταθερά καί ἀδιάλειπτα κοινό τόπο τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας ἀνά τούς αἰῶνες[42]. Εἶναι ἐνδεικτικό, ὅτι τό κείμενο τῆς Πατριαρχικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ ἔτους 1895, πού ἀπαντώντας στήν παπική πρόσκληση γιά ψευδένωση ὑπό τόν Πάπα τῆς Ρώμης ἀναιρεῖ ἐν συντόμῳ ὅλες τίς παπικές αἱρέσεις, γράφει περί τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα: «Ἀλλ’ ἀνατρέχοντας στούς Πατέρες καί τίς οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων ἐννέα αἰώνων πληροφορούμαστε, ὅτι ποτέ δέν θεωρήθηκε ὁ ἐπίσκοπος Ῥώμης ὡς ἡ ἀνωτάτη ἀρχή καί ἡ ἀλάνθαστη κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅτι κάθε ἐπίσκοπος εἶναι κεφαλή καί πρόεδρος τῆς δικῆς του τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὑποκείμενος μόνον στίς συνοδικές διατάξεις καί ἀποφάσεις ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας ὡς στίς μόνες ἀλάνθαστες, χωρίς διόλου νά ἐξαιρεῖται ἀπό αὐτόν τόν κανόνα ὁ Ἐπίσκοπος Ῥώμης, καθώς δεικνύει ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία· μόνος δέ αἰώνιος ἀρχηγός καί κεφαλή ἀθάνατη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός […] Σέ σπουδαῖα δέ ζητήματα, πού ἀπαιτοῦσαν τό κῦρος ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας, γινόταν ἔκκληση σέ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία μόνη ἦταν καί εἶναι τό ἀνώτατο κριτήριο σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Τέτοιο ἦταν τό ἀρχαῖο τῆς Ἐκκλησίας πολίτευμα· οἱ δέ ἐπίσκοποι ἦταν ἀνεξάρτητοι ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον καὶ ἐλεύθεροι ἐντελῶς μέσα στά δικά τους ὁ καθένας ὅρια, ἀκολουθώντας μόνον τίς συνοδικές διατάξεις, καί παρεκάθηντο στίς Συνόδους ὡς ἴσοι πρός ἀλλήλους· κανείς δέ ἀπό αὐτούς δέν διεκδικοῦσε ποτέ μοναρχικά δικαιώματα ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας»[43].
Ἡ ἴδια αὐτή ὀρθόδοξη θέση συνομολογήθηκε καί σέ πρόσφατο κοινό κείμενο τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Παλαιοκαθολικῶν ἀπό τίς ἀντιπροσωπεῖες τους, μόλις τό 1981 (σ.σ. οἱ Παλαιοκαθολικοί ἀποσκίρτησαν ἀπό τόν Παπισμό λόγῳ τοῦ δόγματος τοῦ παπικοῦ ἀλαθήτου, καθιερωθέντος στήν Α΄ Βατικάνεια Σύνοδο τό 1870). «Ἀνώτατο ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἀλάθητη διακήρυξη τῆς πίστεώς της εἶναι μόνο ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος (…) Αὐτή ἀποφαινομένη ὑπό τήν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει τό ἀλάθητον αὐτῆς ὡς ἐκ τῆς συμφωνίας αὐτῆς μεθ’ ὁλοκλήρου τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἄνευ τῆς συμφωνίας ταύτης οὐδεμία σύναξις εἶναι Οἰκουμενική Σύνοδος»[44]. Καί σέ ἄλλο παρόμοιο κείμενο τοῦ ἰδίου διαλόγου: «Ἐπιμέρους φορεῖς καί ὄργανα αὐθεντίας στήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος καί οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας καί κατ’ ἐξοχήν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι»[45].
Τό ἀλάθητον καί συνεπῶς καί ἡ ὑπεροχή τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δέν προκαθορίζεται ἤ ἐξασφαλίζεται ἀπό κάποιες τυπικές προϋποθέσεις· ἱστορικῶς ὑπῆρξαν σύνοδοι οἱ ὁποῖες πληροῦσαν πολλές ἤ ὅλες τίς τυπικές αὐτές προϋποθέσεις, ὅμως ἀπέβησαν κακόδοξες ἤ ἀκόμη καί λῃστρικές, ὅπως ἡ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου τοῦ ἔτους 449· αὐτήν τήν ἱστορική πραγματικότητα δέν μποροῦν νά ἀρνηθοῦν οὔτε οἱ ἴδιοι οἱ Οἰκουμενιστές. Γι’ αὐτό μία Σύνοδος δέν μπορεῖ νά προεξαγγελθεῖ καθοριστικῶς ὡς Οἰκουμενική, παρά μόνον ἐκ τῶν ὑστέρων νά ἀναγνωρισθεῖ ὡς τέτοια, ὅταν διϋλισθοῦν ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση τά δόγματά της, στόν βαθμό πού, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, «ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης ἐγκρίνει τάς συνόδους»[46]. Βασικό κλειδί κατανοήσεως τῆς αὐθεντίας τῶν Συνόδων, ἀποτελεῖ ἡ ἁγιότητα τῶν μελῶν της. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔχει εἰδικῶς ἐπισημάνει τοῦτο τό σημεῖο, τό ὁποῖο παραθεωροῦν ἄλλοι καθηγητές τῆς Δογματικῆς. Τονίζεται, λοιπόν, ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες πού συμμετεῖχαν σέ Οἰκουμενικές Συνόδους ἀναγνωρίστηκαν ὡς ἅγιοι καί ἑορτάζονται ὡς τέτοιοι ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὄχι ἐπειδή συμμετεῖχαν σέ «ἅγιες Οἰκουμενικές Συνόδους» ! Ἀντιθέτως, οἱ Σύνοδοι ἐκεῖνες πού ἀπαρτίσθηκαν, ἔστω κατά πλειονότητα, ἀπό ἁγίους, δηλαδή μετόχους τῆς θεωτικῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι πού ἀπεδείχθησαν Οἰκουμενικές[47]! Διότι χάρις στήν κοινή ἁγιότητα τῶν μελῶν τους, δηλαδή χάρις στήν θεία ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι ἑνοποιητική, ὁδηγήθηκαν στό νά ἐκφράσουν ὁμοφώνως καί ἀλανθάστως δογματικό φρόνημα συνεχές καί ἀπαράλλακτο πρός τήν ἱστορική του συνέχεια καί τήν γεωγραφική, παγκόσμια, οἰκουμενικότητά του, δηλαδή πρός τήν ἐκκλησιαστική καθολικότητα. Αὐτό ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση τῆς θείας ὑποσχέσεως τοῦ Σωτῆρος, ὅτι Ἐκεῖνος παρευρίσκεται, ὅπου ὑπάρχουν δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι στό ὄνομά Του[48] καί ὡς τέτοιοι ἐννοοῦνται κυρίως οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν κάνει τήν θεοποιό προσευχή ἐνδελέχημα τῆς καρδίας τους καί οἱ ὁποῖοι, ὅπως τονίζει ἡ πατερική διδασκαλία καί ἡ ἱερά ὑμνογραφία, ἐπειδή ὡς ἐμπνεόμενοι ὑπό τοῦ Πνεύματος ἔχουν ἕνα θέλημα μέ τόν Θεό, ἔχουν καί μεταξύ τους ἀπόλυτη ὁμοφροσύνη καί σύμπνοια[49]. Διά τῆς θείας θελήσεως καί ἐνεργείας, λοιπόν, καί ὄχι δι’ ἐνός ἐπί γῆς «μονάρχου» ἐξασφαλίζεται ἡ ὁμόνοια, ἡ ὁμοφροσύνη καί ἡ εἰρήνη τῶν Συνόδων καί τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς ὑποταγῆς, ἐσωτερικῆς (ἐν Πνεύματι) καί ἐξωτερικῆς (δογματικῶς καί ἱεροκανονικῶς), στά διά τῆς ἱστορίας κελεύσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Πνεύματος τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο συνιστᾷ καί τήν «ψυχή», τόν ὁδηγό, τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν Πεντηκοστή καί ἐφεξῆς.
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ φράση τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, περί τῆς θεώσεως τῶν ἀνθρώπων ὡς μετοχῆς στά «ἄκτιστα ἔργα» τοῦ Θεοῦ καί περί τῆς – μέσῳ αὐτῆς τῆς θεώσεως – ἑνώσεώς τους: «Ὅταν ὅλα αὐτά ἔλθουν μέσα μας (διότι εἶναι φυσικά ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ), σύμφωνα μέ αὐτά γινόμαστε σύμμορφοι μέ τόν Θεό καί κοινωνοί τῆς θείας φύσεως, ὅπως εἶπε ὁ θεσπέσιος [σ. Ἀπόστολος] Πέτρος[50] · καί καθώς οἱ πολλές ἑτερότητές μας [σ. διαφορετικότητές μας] συμπτύσσονται, ἑνωνόμαστε μέσῳ τούτων [τῶν θείων ἐνεργειῶν] μέ τούς ἑαυτούς μας καί μέ τόν Θεό, ὁ ὁποῖος κατά τρόπο ἑνιαῖο αὐτά τά προβάλλει πρό αὑτοῦ καί ὑπερέχει ἀπό αὐτά. Καί αὐτό εἶναι ἡ προσδοκωμένη ἀπό τούς ἀξίους θέωση, ἡ κοινωνία τῶν θείων ἰδιωμάτων, στό βαθμό πού εἶναι δυνατόν» [51].
Ἄρα, εἶναι ἡ ἁγιότης, ἡ θέωση, ἐκείνη πού ἑνοποιεῖ μέ τρόπο ἀσφαλῆ τό φρόνημα τῶν μελῶν τῶν ἁγίων Συνόδων καί συνόλου τῆς Ἐκκλησίας, καί ὄχι κάποιος ἄνωθεν ἐπιβεβλημένος μονάρχης Ἐπίσκοπος.
Γ. Ἡ ἐκκλησιαστική μοναρχία τοῦ Πάπα
Σέ ἀντίθεση μέ τήν ὡς ἄνω ἐκκλησιολογική καί μόνη γνησίως ἐκκλησιαστική θεώρηση τῶν Συνόδων καί τοῦ ἀλαθήτου τῆς Ἐκκλησίας, βασισμένη πρωτίστως στήν Χριστολογία καί τήν Πνευματολογία, ὁ Παπισμός διεμόρφωσε ἀργά καί σταδιακά, ἀλλά σταθερά, καί τίς δικές του ἀντιευαγγελικές διδασκαλίες περί τοῦ Πρωτείου ἐξουσίας (ὄχι ἁπλῶς τιμῆς) καί περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης. Εἶναι πρακτικῶς ἀδύνατον ἔστω καί νά διαγράψουμε ἐδῶ τήν ἱστορική καί νομοκανονική ἐξελιξή του. Εἶναι ὅμως κοινή ἐκτίμηση, ὅτι ἡ θέση τοῦ Πάπα στήν Ἐκκλησία ὑπέστη φοβερή διαστρέβλωση στήν β΄ μ.Χ. χιλιετία, ἐν συγκρίσει πρός τήν α΄, ὅπως ἔχει ἀποδείξει σέ ἐργώδη, διεξοδική μελέτη του ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος[52]. Θά μπορούσαμε νά προβοῦμε στήν ἐκτίμηση, ὅτι ὁ Παπισμός ἀκόμη καί μέσα στήν αἵρεση, δέν μποροῦσε νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν παραδοσιακή στούς Ἁγίους θεμελίωση τῆς Ἐκκλησιολογίας στήν Χριστολογία, ὅτι δηλαδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τόν Χριστό, καί μέσῳ Αὐτοῦ πρός τόν Θεόν καί Πατέρα καί τό Παράκλητον Πνεῦμα ! Ὁ αἱρετικός Παπισμός ὑπεβίβασε τό Πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσῳ τῆς αἰρέσεως τοῦ Filioque, καί τό ἔθεσε σέ κατώτερη ὀντολογική βαθμίδα, οὐσιαστικῶς ἐκείνην τῶν κτισμάτων, ἐφόσον τό ἅγιον Πνεῦμα δέν εἶναι σέ ἴση «τάξη» (ἐντός εἰσαγωγικῶν) αἰτιότητος μέ τόν Υἱό, ἔχοντας δηλ. ὡς μόνη αἰτία του τόν Θεό Πατέρα, ὅπως ὁ Υἱός, ἀλλά εἶναι κατώτερο, ἀφοῦ καθώς καί τά κτίσματα[53] ἔχει δύο Πρόσωπα ὡς αἱτία ὑπάρξεως, τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν («Filioque» = καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ)· ἀναδεικύονται τοιουτοτρόπως διά τῆς παπικῆς αἱρέσεως καί δύο πηγές ὑπάρξεως στήν Ἁγία Τριάδα, Πατήρ καί Υἱός, μία κεκρυμμένη διθεΐα, ἡ ὁποία ἐπισημάνθηκε καί καυτηριάσθηκε ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες[54].
Ἡ ὅλη τριαδολογική παρέκκλιση καί αἵρεση τοῦ Φιλιόκβε, μέ τήν ὑποτίμηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐξυπηρέτησε ἕνα σχῆμα ἐκκλησιολογίας καί ἐκκλησιαστικῆς διαδοχῆς ἀλλότριο τοῦ Ὀρθοδόξου! Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Πρωτοπρεσβύτερος καθηγητής π. Θεόδωρος Ζήσης, τό Filioque «ἐδήλου μείωσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἔξαρσιν τοῦ Χριστοῦ, ὅπερ ἐπρόκειτο νά ἔχῃ συνεπείας ἐπί τῆς ἐκκλησιολογίας καί τῆς καθόλου πνευματικότητος. Ἡ ἐκκλησιολογία ἀναπτύσσεται ἐπί τῆς γραμμῆς Χριστός-Πέτρος-Πάπας, καί ὄχι ἐπί τῆς γραμμῆς Χριστός-Ἅγιον Πνεῦμα-Ἀπόστολοι» [55] γραμμῆς, δηλαδή, ἡ ὁποία ἀπολήγει σέ Συνόδους Ἁγίων, Τοπικές καί Οἰκουμενικές. Ἀντί τούτου, λοιπόν, ἔχουμε στήν Δύση τήν «πετρίνειο διακονία» καί ἀπολυταρχική μοναρχία τοῦ Πάπα, δῆθεν μόνου διαδόχου τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ἐπί τῆς Ἐκκλησίας. Θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ, ὅτι ὁ Παπισμός καί ἡ ὑποτελής του Δύση ἐστερημένοι τῶν θείων ἐνεργειῶν, ἀφοῦ ἡ χάρις τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν ἐνεργεῖ ἐκτός Ἐκκλησίας[56], δέν εἶχαν βιώματα τῆς ἁγιότητος τῶν Ἁγίων καί ἐμπειρία τῆς ἑνοποιητικῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γι΄ αὐτό ἄλλωστε καί ὁ Προτεσταντισμός ἤ οἱ Προτεσταντισμοί κατεσπάραξαν τήν Δύση σέ ἑκατοντάδες ὑποδιαιρέσεις. Στή θέση τῆς ἀπούσης ἑνοποιητικῆς θείας χάριτος, ἔπρεπε ὁ Παπισμός νά υἱοθετήσει τά ἐγκόσμια σχήματα καί νά οἰκοδομήσει τήν ἑνότητά του γύρω ἀπό ἕνα φοβερό συγκεντρωτισμό, καί ἔτσι προέκυψε τό Πρωτεῖο (ὄχι ἁπλῶς τιμῆς, ἀλλά παγκοσμίου ἐξουσίας) τοῦ Πάπα καί τό βλάσφημο ἀλάθητό του. Συμφώνως πρός τήν περιγραφή τῆς καταπτώσεως αὐτῆς ἀπό τόν μακαριστό θεολόγο καί εἰκονολόγο Λεωνίδα Οὐσπένσκυ, στή ρωμαιοκαθολική ἐκκλησιολογία «ἡ σμίκρυνση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς κόλπους τῆς Τριάδος [σ. μέ τό Filioque], ἑρμηνεύεται μέσα στήν οἰκονομία Της [σ. στήν ἐγκόσμια δράση Της] ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ οὐσιώδεις ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας, αὐτές πού δημιουργήθηκαν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα (ἡ ἑνότητα, ἡ ἁγιότητα, ἡ καθολικότητα), τέθηκαν στά χέρια τοῦ Πάπα: μόνον στόν Πάπα ἀνήκει ἡ πραγματοποίησή τους. Ἔτσι τά ἐρωτήματα πού ἀφοροῦν τήν πίστη καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας βρίσκονται ἑνωμένα στά χέρια ἑνός μόνου ἀνθρώπου πού (ἀκόμα καί μέσα σέ ὁρισμένες συνθῆκες) δέν μπορεῖ νά σφάλει. Σύμφωνα μέ τά δόγματα τῶν δύο τελευταίων συνόδων τοῦ Βατικανοῦ ἡ ρωμαιοκαθολική ἐκκλησιολογία βλέπει στό πρωτεῖο τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης τήν καθοριστική ἀρχή τῆς ὁρατῆς ἕνωσης τῆς Ἐκκλησίας»[57].
Τό μοντέλο αὐτό, τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συγκεντρωτισμοῦ περί ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἔχει βρεῖ πλέον τούς φανερούς ἐραστές του καί στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή μεταξύ τῶν Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι – ἐπίσης γυμνοί τῆς θείας χάριτος λόγῳ τῆς συνειδητῆς ἀπό αὐτούς αἱρέσεως καί παραποιήσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς Πίστεως τῶν Ἁγίων Πατέρων – ἀναζητοῦν κεντρομόλο ἐκκλησιαστική δύναμη μακράν τῆς θείας καί ἀκτίστου χάριτος, σέ μία ἀνατολική θρησκευτική «μοναρχία». Δέν μπορεῖ τοῦτο νά εἶναι παντελῶς ἀσύνδετο πρός τήν σεσημασμένη ἀντικατάσταση τῆς θείας Χάριτος ἀπό τό φιλοσοφικό «πρόσωπο» καί στήν ἀνθρωπολογική συνάφεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Μητρ. Περγάμου[58].
Δ. Ἡ νέα δῆθεν ὀρθόδοξος μοναρχία τοῦ «Πρώτου ἄνευ Ἴσων» (τοῦ “Primus sine paribus”)
Στίς μέρες μας καθιστάμεθα, δυστυχῶς, μάρτυρες τῆς ὁριστικῆς διαμορφώσεως τῆς ἐκκλησιολογίας μιᾶς (δῆθεν) «ὀρθοδόξου» ἐκκλησιαστικῆς μοναρχίας, ἑνός ἀνατολικοῦ, φαναριωτικοῦ Παπισμοῦ, ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου Ἀρχοντώνη· αὐτή ἀναφύεται ἐντός τοῦ εὐρυτέρου μέν πλαισίου τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά καί τῆς ἄμεσης γεωπολιτικῆς χρηστικότητός της γιά τά συμφέροντα τῆς Δύσεως[59], ὅπως ἀναπτύσσει σχετικῶς στήν εἰσήγησή του ὁ πολύ ἀξιόλογος ἀναλυτής δρ. Χαράλαμπος Μηνάογλου.
Καθώς στήν φραγκολατινική Δύση τό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα, πρωτεῖο ἐξουσίας καί ὄχι ἁπλῶς (καί ὀρθοδόξως) πρωτεῖο τιμῆς, διαμορφώθηκε τελικῶς ὑπό τήν ἐπιρροή τῆς Φραγκικῆς, Γερμανικῆς Αὐτοκρατορίας στή Δύση, ὥστε νά ἐξυπηρετήσει[60] τήν αὐτονομία καί ἐξύψωσή της ἔναντι τοῦ Ὀρθοδόξου Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῆς Αὐτοκρατορίας πού αὐτός ζωοποιοῦσε, ἔτσι καί ἡ τωρινή «μοναρχία» τοῦ κ. Βαρθολομαίου ἀναπτύσσεται σέ ἐποχή, κατά τήν ὁποία ἡ παγκοσμιοποίηση, ὑπό τήν ἀμερικανική ἡγεμονία, ὁδηγεῖ σέ θρησκευτικές συνενώσεις καί συγχωνεύσεις, ὥστε νά ἀφομοιώνει τίς ἀνεπιθύμητες ἰδιαιτερότητες. Ἕνας ἀπό τούς θεωρητικούς τῆς παγκοσμιοποιήσεως λ.χ., ὁ Τζούλιαν Χάξλεϋ, πρῶτος Γενικός Διευθυντής τῆς UNESCO (1946), δήλωνε σέ ἄρθρο του, ὅτι ἀπαιτεῖται παγκοσμίως, πέραν τῆς πολιτικῆς ἑνοποιήσεως, πολύ περισσότερο μία ἑνοποίηση τῶν παραδόσεων καί τῆς νοοτροπίας[61]. Ἀργότερα, τό 1990, ὁ Ρόμπερτ Μύλλερ, γνωστός νεοεποχίτης καί βραβευμένος παιδαγωγός καί διανοητής παρά τῷ ΟΗΕ, ἐμπνευσμένος ἀπό τίς «θεότητες» τῆς Νέας Ἐποχῆς τῆς Ἀλίκης Μπέηλυ, δήλωνε τή σημασία πού ὁ Πάπας Ρώμης ἀναμενόταν νά ἔχει γιά τήν προώθηση μιᾶς νέας παγκόσμιας πνευματικότητος[62]. Δέν μπορεῖ βεβαίως στήν συνάφεια αὐτή νά παραθεωρηθεῖ ἡ σημασία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως γιά τήν προώθηση τῶν ἀμερικανικῶν ἤ γενικότερα τῶν ΝΑΤΟϊκῶν συμφερόντων ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου, ἀλλά καί στίς μέρες μας[63]. Σύμφωνα μέ τήν ἔρευνα τοῦ καθηγητοῦκ.Παύλου Σεραφείμ σέ ἀποχαρακτηρισμένα, πρώην ἀπόρρητα, ἀρχεῖα τῶν ἐμπλεκομένων δυτικῶν δυνάμεων, ἡ παρέμβαση τῶν ΗΠΑ στήν πατριαρχική ἐκλογή τοῦ Ἀθηναγόρου Σπύρου στό Φανάρι τό 1948 συνηρτᾶτο ἀμέσως μέ τήν γεωπολιτική σημασία τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου, ὡς θρησκευτικοῦ παράγοντος ἀμυντικῆς, ἀλλά καί ἐπιθετικῆς, φύσεως: «Οἱ Ἀμερικανοί γνώριζαν σαφῶς ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο διαχρονικά ἦταν ἡ κεφαλή τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἤθελαν νά διατηρήσει αὐτό τή θέση του, ἀλλά καί νά εἶναι φιλικά διακείμενο πρός τίς ΗΠΑ. Δέν ἤθελαν νά ἐκλεγεῖ στό Πατριαρχεῖο φιλορῶσος πατριάρχης, γιατί αὐτό θά σήμαινε ὅτι ἡ ΕΣΣΔ θά αὔξανε τόν ἔλεγχό της καί στίς ὑπόλοιπες ὀρθόδοξες ἐκκλησίες. Ἐξάλλου, ἄν ἡ ἐξωτερική πολιτική τῶν ΗΠΑ ἄλλαζε καί γινόταν πιό δυναμική ἔναντι τῆς ΕΣΣΔ («πολιτική τῆς Ἀναδίπλωσης», rollback policy) καί ἀποφάσιζαν οἱ Ἀμερικανοί νά διεισδύσουν στίς ὀρθόδοξες σοβιετοκρατούμενες χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, τότε ἕνας ἀνώδυνος τρόπος θά ἦταν μέσῳ τῆς κάλυψης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου»[64]. Τό ἐνδιαφέρον αὐτό τῶν ΗΠΑ γιά τό Φανάρι, ὡς βραχίονα τῆς δυτικῆς πολιτικῆς, συνεχίζεται καί ἐνθαρρύνεται μεμαρτυρημένα μέχρι καί σήμερα. Μή λησμονοῦμε, ἄλλωστε, ὅτι ἡ παγκοσμιοποίηση ἀνάγεται χωρίς δυσκολία στόν παγκόσμιο ἐξαμερικανισμό[65].
Παρένθεσις: Εἶναι ἐνδεικτική βεβαίως καί ἡ ἄκρα θεολογική ἀντίφαση πού παρατηρεῖται ἐντός τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπό πλευρᾶς ὀρθοδόξου: ἐνῷ στούς διαλόγους μέ τούς Προτεστάντες (στό πλαίσιο τοῦ Π.Σ.Ε.) υἱοθετεῖται ὁ δογματικός «πλουραλισμός», δηλ. σχετικισμός (ὡς μή ὤφελε), μέ χαρακτηριστικές τίς ἀποφάσεις τοῦ Porto Alegre (2006)[66], ὡστόσον ἐξ ἀντιθέτου στόν διάλογο μέ τούς Παπικούς υἱοθετεῖται ἡ ἐκκλησιολογική, συγκεντρωτική «μονοφωνία» καί «μονολιθικότητα» ἑνός Πρωτείου (ἡ κύρια πηγή τῆς παπικῆς αἱρέσεως). Εἶναι τοῦτο καταφανής ἀπόδειξη τῆς ὑπάρξεως τῶν γνωστῶν μηχανισμῶν πού ἐπιδιώκουν ἀπροϋπόθετη (διά τοῦ σχετικισμοῦ) καί ἀφομοιωτική συγχώνευση τῶν πάντων σέ ὁλονέν συμπαγέστερες «ἑνώσεις».
Στή συγκυρία αὐτή ἔρχεται («συμπτωματικῶς» ….) ἀρωγός ἡ νέα θεολογία τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου καί καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς κ. Ἰωάννου Ζηζιούλα. Ὁ Περγάμου κ. Ἰωάννης, ἀφ΄ ἑνός ἀξιοποίησε τροποποιώντας την τήν οἰκουμενιστική «εὐχαριστιακή θεολογία» τοῦ Ρώσσου Πρεσβυτέρου Νικολάου Ἀφανάσιεφ, ἡ ὁποία διακρινόταν ἀπό τήν ἀπαρέσκεια πρός ἕνα ἐκκλησιαστικό πρωτεῖο[67], ἀφ’ ἑτέρου ἀνέπτυξε, ὅπως καί ὁ κύριος παράγων ἐπιρροῆς του, ὁ καθηγητής Χρῆστος Γιανναρᾶς[68], τήν φιλοσοφία τοῦ προσώπου, ἀξιοποιώντας τήν πολύ εὐρύτερη σχετική δυτική φιλοσοφική προσωποκρατική-ὑποκειμενιστική παράδοση ἤδη ἀπό τόν Μανιχαϊσμό καί τόν ἱερό Αὐγουστῖνο, ἡ ὁποία διέβη καί πρός τούς Καρτέσιο καί Λόκ, προπάντων τόν Κάντ, καί τούς Φίχτε καί Σέλλινγκ, τόν ὑπαρξιστή Χάιντεγκερ κ.ἄ.· αὐτή, πλήν τοῦ ὅτι διαπνέει καί τήν σύγχρονη δυτική θεολογική σκέψη, πέρασε καί στούς Ρώσσους μετανάστες θεολόγους τῆς Γαλλίας, τῶν Παρισίων, ὅπως τόν Ν. Μπερντιάεφ (καί ἐν μέρει στόν Βλ. Λόσσκι)[69]! Κατά τήν φιλοσοφία αὐτή τοῦ Μητρ. Περγάμου τό Πρόσωπο ἐννοεῖται δῆθεν μόνον ὡς σχέση καί ὁδηγεῖ ἀπελευθερωτικῶς σέ ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἀναγκαστικότητα τῆς οὐσίας, τῆς φύσεως. Ἔφθασε δέ ἡ περσοναλιστική αὐτή τάση μέχρι τοῦ σημείου νά γραφεῖ ἀπό τόν Μητροπολίτη Περγάμου, ὅτι ἡ διαφορά τοῦ ἀνθρώπου πρός τά ζῶα δέν ἔγκειται στήν κατά τήν φύση διαφορότητα (βλ. καί τήν πατερική ἑρμηνευτική στό Γένεσις 2, 7, στό ἐμφύσημα τῆς ζώσης ψυχῆς στόν ἄνθρωπο), ἀλλά στό ὅτι ὁ Ἀδάμ ἔλαβε τήν θεία κλήση (δέν διευκρινίζεται ποιά)[70]. Ἀκόμη χειρότερα, σέ παλαιό κείμενό του ὑποστήριξε, ὅτι ἡ προπατορική πτώση τοῦ Ἀδάμ – ἡ αἰτία τοῦ ἀνθρωπίνου δράματος – ὑπῆρξε καταξίωση τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας (!)[71] ·
Αὐτός ὁ περσοναλισμός ἤ ὑπαρξισμός τοῦ Ἰωάννου Ζηζιούλα βρῆκε ἀνταπόκριση σέ πολλούς θεολογικούς κύκλους παγκοσμίως, ἀκόμη καί στήν σερβική θεολογική σκέψη, σέ σημεῖο πού στή Θεολογική Σχολή τοῦ Βελιγραδίου νά διδάσκεται ἡ Δογματική τοῦ κ. Ἰωάννου Ζηζιούλα ἀντ’ ἐκείνης τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς[72]. Μεταξύ ἄλλων του θεολογικῶν παρεκκλίσεων, γιά τίς ὁποῖες ὁ κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας ἔχει βρεθεῖ στό στόχαστρο κατηρτισμένης κριτικῆς ἀπό διάφορες πλευρές, θεολόγων Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων, ἀλλά καί ἀδιαφόρων ἤ Οἰκουμενιστῶν[73], ἡ ἐφαρμογή στήν Χριστιανική Τριαδολογία αὐτῆς τῆς φιλοσοφίας τοῦ Προσώπου, δηλ. τοῦ «περσοναλισμοῦ», ἐφαρμογή τήν ὁποία κληρονόμησε ἀπό τόν π. Ἀλέξανδρο Σμέμαν[74], ὁδήγησε τόν Μητροπολίτη Περγάμου σέ μία ἐσφαλμένη προτεραιοποίηση τοῦ Προσώπου τοῦ Πατρός ὡς σημείου ἑνότητος τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔναντι τῆς θείας οὐσίας, σέ ἕναν δηλαδή παρεκκλίνοντα τριαδολογικό «περσοναλισμό» [75][1], δυνάμει τοῦ ὁποίου ἔφθασε νά διδάσκει ἐγγράφως ὁ κ. Ζηζιούλας τήν δράση ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἐνεργείας (δημιουργικῆς ἐν προκειμένῳ), πού πηγάζει ἀπό τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Πατρός[76], ἀλλά καί τήν ἄσκηση ὑποστατικῆς βουλήσεως ἀπό τά ἄλλα θεῖα Πρόσωπα[77]. Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου ἰσχυρίζεται, ὅτι ἡ προσέγγισή του αὐτή ἔχει ἀρχική ἀφετηρία στούς Καππαδόκες Πατέρες, πρᾶγμα ἐλεγχόμενον ἀπό πολλούς συγγραφεῖς ὡς ἀναληθές.
Ἡ κατά σειράν ἐφαρμογή αὐτῆς τῆς περσοναλιστικῆς Τριαδολογίας ἀπό τόν Περγάμου Ἰωάννη καί στήν Ἐκκλησιολογία, ἐφαρμογή ἡ ὁποία φαίνεται νά ἔχει ἐπηρεασθεῖ καί ἀπό τήν ἀνάλογη δυτική θεολογική σκέψη[78], ὁδήγησε, ὅπως θά δοῦμε ἐκτενῶς κατωτέρω, σέ ἐμφανῆ ἀπομείωση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡς τοῦ θεσμοῦ τοῦ ἀνωτάτου κύρους στήν Ὀρθοδοξία καί στήν ἀντικατάστασή της ἀπό ἕναν παγκόσμιο Πρῶτο, ἕναν παγκόσμιο Προκαθήμενο, σέ ἀντιστοιχία πρός τόν Θεόν Πατέρα. Δηλαδή, ἡ παράδοξη αὐτή ἐκκλησιολογία προσπαθεῖ νά θέσει τίς ἐπισκοποκεντρικές βάσεις της περισσότερο στήν νέα αὐτή Τριαδολογία, ὅπου τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Πατρός ὡς ἐνδοτριαδικοῦ μονάρχη χρησιμεύει ὡς ὑπόδειγμα γιά τήν μοναρχία ἑνός παγκοσμίου ἐκκλησιαστικοῦ μονάρχη ἐφ΄ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, εἴτε τοῦ νέου, ἀνατολικοῦ, Πάπα τοῦ Φαναρίου.
Ἐν τέλει, ὡς ἀποδεικνύουμε κάτωθι, τριαδολογικῶς ἡ κατά Ζηζιούλαν «μοναρχία» τοῦ Πατρός ἐξολίσθησε σέ ἐμφανέστατο ἀρειανισμό, μέ τήν διδασκαλία περί «χρονικῆς προτεραιότητος τοῦ Πατρός» ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος καί περί «ὑπακοῆς» ἤ ἄλλοτε «ὑποστατικῆς» (διαιρετῆς) βουλήσεως τῶν θείων Προσώπων. Στό πλαίσιο, συνεπῶς, τῆς συνόλου ἑρμηνείας του, μέ τήν ὁποία ἐξυψώνεται ἔτι περαιτέρω τό Πρόσωπο τοῦ Πατρός ὡς μονάρχου μέσα στήν Ἁγία Τριάδα, καί βάσει τούτου καί ὁ θεσμός τοῦ Παγκοσμίου Προκαθημένου-Πρώτου μέσα στό παγκόσμιο Ἐπισκοπᾶτο στό πεδίο τῆς ἐκκλησιολογίας, ὁ Μητροπολίτης Περγάμου κατέληξε σέ ἀρειανισμό, παραδεχόμενος, ὅτι ὁ Θεός Πατήρ εἶναι χρονικῶς προγενέστερος τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θέση πού ὡς γνωστόν συνιστᾷ τήν πεμπτουσία τοῦ πρώιμου ἤδη Ἀρειανισμοῦ[79]. Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται ἀπό πολλούς ἐκ τῶν πολεμίων τῆς Θεολογίας τοῦ Περγάμου, ὅπως εἶναι καί ὁ Πρωτοπρεσβύτερος καθηγητής π. Νικόλαος Λουδοβῖκος[80].
Τοῦτο, βεβαίως, εἶναι κατ’ ἀρχήν ἀπίστευτο (ἄν καί στά ἐκκλησιαστικά μας πράγματα ὁ χαρακτηρισμός τείνει πλέον νά καταστῇ κενό γράμμα), ὅπως πολύ περισσότερο ἀπίστευτη εἶναι ἡ ἔναντι τούτου συνοδική κώφευση καί ἀπραγία τῆς καθ΄ Ἑλλάδα Ἐκκλησίας ! (περισσότερα περί τοῦ προβλήματος, στήν ἑπομένη ἑνότητα).
Ὁ μέν ἀνθρωπολογικός «περσοναλισμός» τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου εὐτυχῶς δέν βρῆκε παρά ἐλάχιστη, σχεδόν μηδαμινή, συνοδική ἐπικύρωση στήν Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, χάρις στίς προσπάθειες τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, ὑποστηριχθέντος, μεταξύ ἄλλων, καί ἀπό τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος[81].
Ὁ τριαδολογικός «περσοναλισμός» τοῦ κ. Ζηζιούλα καί ἡ ἐκκλησιολογική ἀπόληξή του, πού ἔχουν φανερωθεῖ σταδιακῶς σέ κείμενά του, υἱοθετήθηκαν μεταξύ ἄλλων καί ἀπό τόν Μητροπολίτη Προύσης καί νῦν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς κ. Ἐλπιδοφόρο καί ἄλλους Κληρικούς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί βρῆκαν μία εὐρεῖα συνοδική ἐπικύρωση, δυστυχῶς, πρό 10 ἐτῶν στό Κείμενο τῆς Ραβέννας, ἄν καί τοῦτο δέν εἶναι ἐκ πρώτης ὄψεως ἐμφανές.
Στό κοινό κείμενο Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, ἀπό τήν Συνάντηση τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς γιά τόν Διάλογο Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν στή Ραβέννα τῆς Ἰταλίας τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2007, μολονότι στήν παράγραφο 45 μετατίθεται στό μέλλον ἠ ἀνάλυση γιά τό πῶς πρέπει νά κατανοεῖται ἀπό Ὀρθοδόξους καί Παπικούς τό παγκόσμιο Πρωτεῖο τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, ὡστόσο ἤδη στίς προηγούμενες παραγράφους, ἰδιαιτέρως τήν 43η, φαίνεται ὅτι τό παγκόσμιο πρωτεῖο τοῦ Ρώμης δέν ἦταν ἁπλῶς τιμῆς, ἀλλά ἦταν ἀνάλογο τοῦ πρωτείου πού ἔχει ὁ Ἐπίσκοπος στήν Ἐπαρχία του ἔναντι τῶν Πρεσβυτέρων· ἔτσι ὑποβαθμίζεται ὁ ρόλος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων· γράφει ἡ 43η : «Τό πρωτεῖον καί ἡ συνοδικότης ἀλληλεξαρτῶνται ἀμοιβαίως. Διά τοῦτο τό πρωτεῖον εἰς τά διάφορα ἐπίπεδα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, τοπικόν, ἐπαρχιακόν καί παγκόσμιον, πρέπει νά θεωρῆται πάντοτε εἰς τό πλαίσιον τῆς συνοδικότητος, καθώς ἐπίσης καί ἡ συνοδικότης εἰς τό πλαίσιον τοῦ πρωτείου». Ἡ «μοναρχία» τοῦ Πατρός στήν Ἁγία Τριάδα ὑπονοεῖται στό κείμενο τῆς Ραβέννας, ὡς ἡ πηγή ἑνός ἐκκλησιαστικοῦ παγκοσμίου «Πρώτου»· γράφει ἡ παράγραφος 5: «Ἡ συνοδικότης ἀντανακλᾷ τό Τριαδικόν μυστήριον καί εὑρίσκει εἰς αὐτό τήν τελικήν θεμελίωσίν της. Τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος “ἀριθμοῦνται”, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος (Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 45)[82], χωρίς ὁ χαρακτηρισμός των ὡς “δευτέρου” ἤ “τρίτου” προσώπου νά ὑποδηλώνῃ μείωσιν ἤ ὑποταγήν τινα. Ὁμοίως, ὑφίσταται ἐπίσης μία τάξις μεταξύ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία ἐν τούτοις δέν ὑποδηλώνει ἀνισότητα εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν των φύσιν»[83].
Καί ὅμως, ἐπειδή τό Κείμενο τῆς Ραβέννας δέχθηκε πανορθοδόξως πάρα πολλές ἀντιδράσεις, καί ἀπορρίφθηκε γιά ἐκκλησιολογικούς λόγους ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας, τό 2014 στό Ἀμμάν τῆς Ἰορδανίας ἔγινε ἐκ νέου προσπάθεια νά θεμελιωθεῖ ἀκόμη ἐντονώτερα τό Πρωτεῖο τοῦ ΚΠόλεως πάνω στό Δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος· ὅπως σημειώνει ὁ ἐκλεκτός ἐκκλησιαστικός δημοσιογράφος κ. Γ. Παπαθανασόπουλος, τοῦτο προκάλεσε τήν ἔκπληξη ἀκόμη καί τῶν παπικῶν ἐκπροσώπων: «Ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ ἐκπροσώπου τοῦ Φαναρίου [σ. τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου] ἦταν τόσο ἐντυπωσιακά κενόδοξη, πού ξάφνιασε ἀκόμη καί τούς ἐκπροσώπους τοῦ Πάπα. Οἱ τελευταῖοι στά διαλείμματα τῶν συνεδριάσεων ἀπελογοῦντο στούς ἐκπροσώπους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί δήλωναν ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ποτέ δέν στήριξε τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα στά ἐπιχειρήματα πού ἐξέθεσε ὁ Μητροπολίτης Περγάμου. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί σημείωσαν ὅτι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Πάπας εἶναι διάδοχος στήν ἐξουσία ἐπί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πέτρου, ἀλλά ὅτι ποτέ δέν ἐξέφρασαν τήν ἄποψη ὅτι ὁ Πάπας εἶναι, κατ΄ ἀναλογίαν, στήν θέση τοῦ Θεοῦ Πατρός στήν Ἁγία Τριάδα, θέση πού ὑποστήριξε γιά τόν Ρώμης καί γιά τόν Κωνσταντινουπόλεως ὁ Μητροπολίτης Περγάμου ! … »[84]
Ἄς δοῦμε ἐπί λέξει μερικές σχετικές ἐκκλησιολογικές θέσεις τῶν ἰδίων τῶν τριαδολογικῶν «περσοναλιστῶν»:
Σέ γερμανικό ἄρθρο του τοῦ 1982, σχετικῶς μέ τήν Χριστολογία, τήν Πνευματολογία καί τούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς ἐξ ὀρθοδόξου ἐπόψεως, ὁ καθηγητής (τότε) Ἰωάννης Ζηζιούλας ἔγραφε: «Τό ὅτι ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν διαθέτει Πάπα, εἶναι σωστό (νομίζω κατά φυσικό λόγο: τοῦτο ἰσχύει). Τό ὅτι ὅμως ἀντί τούτου ἔχει συνόδους, τοῦτο εἶναι λάθος. Οἱ σύνοδοι στήν ὀρθόδοξη Θεολογία δέν κατανοοῦνται ὡς ὑποκατάστατο τοῦ ρωμαιο-καθολικοῦ Πάπα, καί αὐτό γιά τόν ἁπλό λόγο, ὅτι ἡ σύνοδος δέν μπορεῖ νά διαδραματίσει τόν ρόλο τοῦ Πάπα ἤ νά ἀντικαταστήσει τό ἀξίωμά του. Τό τί σημαίνει ἀληθῶς ἡ συνοδικότητα στήν ὀρθόδοξη Θεολογία, μπορεῖ νά κατανοηθεῖ μόνον ὑπό τό φῶς αὐτοῦ πού ἔχω ὀνομάσει ἐδῶ συστατικό ρόλο τῆς Πνευματολογίας στήν Ἐκκλησιολογία καί ὑπό τό φῶς τῆς πραγματικότητος, ὅτι ἡ διδασκαλία περί Πνεύματος συμπεριλαμβάνει τήν ἔννοια τῆς κοινωνίας (communio)». Ἔπειτα, ἐκθέτει τίς αἱρετικές ἀπόψεις του περί δῆθεν κοινωνίας τῶν θείων Προσώπων (πού ὑπενθυμίζουμε ὅτι εἶναι καθ΄ ὑπόστασιν ἀκοινώνητα!) προσδιορίζοντας (φραγκολατινικῷ τῷ τρόπῳ)[85] τήν κοινωνία αὐτή ὡς τήν οὐσία (!) τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν Τριαδολογία τῶν ἁγίων Καππαδοκῶν (τοῦ Μ. Βασιλείου)[86] καί προσθέτει, ὅτι δέν μπορεῖ ἕνας θεσμός, ὅπως ἡ Ἐκκλησία νά ἐκφράζει τήν ἑνότητά της μέσω κάποιου ἄλλου θεσμοῦ (δηλ. τῆς Συνόδου) πού ἀπορρέει ἀπό τήν ἑνότητά της, τήν κοινωνία της, ἀλλά μέσῳ ἑνός θεσμοῦ πού νά προηγεῖται αὐτῆς τῆς ἑνότητος· καί ἔτσι, βάσει τοῦ 34ου Ἀποστολικοῦ Κανόνος καταλήγει στήν ἀναγκαιότητα τοῦ Πρώτου Ἐπισκόπου· «Γιά νά ὁλοκληρώσω στό σημεῖο αὐτό, ἄς τονισθεῖ ἀκόμη μία φορά: Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατανοεῖται ἐξ ὁλοκλήρου ἐσφαλμένως, ἄν κάποιος τήν νομίσει ὡς μία συνομοσπονδία τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ ὀρθόδοξη κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας ἀπαιτεῖ, τοὐλάχιστον κατά τήν ὀπτική μου, ἕνα θεσμό πού νά ἐκφράζει τήν ἑνότητα [σ. Eins-Sein] τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι μόνον τήν ποικιλία της. Ἡ ποικιλία ὅμως δέν εἶναι ὑποδεεστέρα τῆς ἑνότητος: εἶναι συστατική τῆς ἑνότητος. Καί τά δύο στοιχεῖα, ἡ ἑνότης καί ἡ ποικιλία, πρέπει νά συμπέσουν σέ ἕνα θεσμό, ὁ ὁποῖος διαθέτει ἕνα διττό ἀξίωμα: τό ἀξίωμα τοῦ “Πρώτου” καί τό ἀξίωμα τῶν “πολλῶν” (οἱ ὁδηγοί τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν)»[87]. Ὁ κ. Ζηζιούλας καταλήγει στά ἑξῆς συμπεράσματα: «Ἡ παροῦσα κατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡστόσο, δέν ἀνταποκρίνεται πλήρως οὔτε ἀπό θεολογικῆς ἀπόψεως οὔτε ἐξ ἐπόψεως ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου στήν Παράδοση τήν ὁποία ἔχω ἐξηγήσει στήν διάλεξή μου. Οἱ συνοδικοί θεσμοί δέν ἀντικατοπτρίζουν πλέον τήν ἀληθῆ ἰσορροπία μεταξύ τοῦ “ἑνός” καί τῶν “πολλῶν”, πολλές φορές ἐπειδή εἴτε ὁ “ἕνας” δέν εἶναι ἱκανός στή διαχείριση ἤ δέν ὑπάρχει καθόλου καί πολλές φορές ἐπειδή ὁ “ἕνας” ἤ οἱ πολλοί “ἕνας”, ἀγνοοῦν τούς “πολλούς”» καί καταλήγει: «Ἡ πυραμιδοειδής δομή, ἡ ὁποία ἀκόμη στήν Ἐκκλησία ἴσως ἔχει διατηρηθεῖ, θά ἐξαφανισθεῖ. Καί μάλιστα μπορεῖ τό κυρίως ἐμπόδιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος, τό παπικό ἀξίωμα, νά μετακινηθεῖ πρός ἕνα περισσότερο θετικό φῶς[88]. Τόσο πολλά καί ἴσως πολύ περισσότερα ἐξαρτῶνται ἀπό τήν ὀρθή σύνθεση, ἡ ὁποία κατασκευάζεται στήν Ἐκκλησιολογία μεταξύ τῆς Χριστολογίας καί τῆς περί Πνεύματος διδασκαλίας» [89].
Στό βιβλίο του «Κοινωνία καί ἑτερότητα» τοῦ 2006, ὁ Μητροπολίτης κ. Ἰωάννης γράφει τά ἑξῆς: «Ἄν ἡ ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας διαμορφωθεῖ μέ μοντέλο τίς προσωπικές σχέσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, τότε γίνεται μέρος τοῦ εἶναι, καί ὄχι ἁπλῶς τοῦ εὖ εἶναι, τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκριβῶς ὅπως στήν Τριάδα ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ εἶναι μία κίνηση ἀπό τόν Πατέρα πρός τόν Υἱόν καί πρός τό Πνεῦμα, ἡ ὁποία ἐπιστρέφεται τελικῶς στό πρόσωπο τοῦ Πατρός, ἔτσι καί στήν Ἐκκλησία, ἐπίσης, τό πᾶν κινεῖται πρός τά ὑπόλοιπα μέρη ἀπό μία διακονία, ἡ ὁποία ἀντανακλᾶ καί εἰκονίζει τόν Πατέρα, ὥστε νά μπορεῖ τελικῶς νά ἐπιστραφῇ πρός “τόν Πατέρα τόν ἐν οὐρανοῖς”»[90].
Ἀκριβῶς τήν ἴδια ἐκκλησιολογία τῆς ὑποβαθμίσεως τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τῆς ἀναδείξεως ἑνός «Πρώτου», συμφώνως μέ τήν παρερμηνευόμενη «μοναρχία» τοῦ Θεοῦ Πατρός μέσα στήν Ἁγία Τριάδα, ἐξέφρασε τό 2009 στή Θεολογική Σχολή τοῦ Τ. Σταυροῦ Βοστώνης ὁ Μητροπολίτης Προύσης, πρώην Ἀρχιγραμματεύς τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου καί καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, ὁ προσφάτως γενόμενος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς, κ. Ἐλπιδοφόρος Λαμπρινιάδης.
«Ἡ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως πρωτείου τινός στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἑνός πρωτείου τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά ἐνσαρκώσει παρά κάποιος Πρῶτος – τοὐτέστι κάποιος Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἔχει τό προνόμιο νά εἶναι ὁ πρῶτος μεταξύ τῶν ἀδελφῶν του Ἐπισκόπων – συνιστᾷ αἵρεση. Εἶναι ἀπαράδεκτο αὐτό πού συνήθως λέγεται ὅτι ἡ ἑνότητα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων διασφαλίζεται εἴτε ὑπό μιᾶς κοινῆς πίστεως καί λατρείας εἴτε ὑπό τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καί οἱ δύο αὐτοί παράγοντες εἶναι ἀπρόσωποι, ἐνῷ στήν ὀρθόδοξη θεολογία μας ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητάς μας εἶναι πάντοτε ἕνα πρόσωπο. Πράγματι, ὅπως στό ἐπίπεδο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητας δέν εἶναι ἡ θεία οὐσία, ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ Πατρός (ἡ «μοναρχία» τοῦ Πατρός), ἔτσι καί στό ἐκκλησιολογικό ἐπίπεδο, στήν τοπική ἐκκλησία, τό σημεῖο τῆς ἑνότητας δέν εἶναι τό πρεσβυτέριο ἤ ἡ κοινή λατρεία τῶν χριστιανῶν, ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου. Ἑπομένως, ἐπί πανορθοδόξου ἐπιπέδου ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητας δέν μπορεῖ νά στηρίζεται ἐπί μιᾶς ἰδέας ἤ ἑνός θεσμοῦ, ἀλλά πρέπει νά εἶναι κάποιο πρόσωπο, ἄν βέβαια θέλουμε νά παραμείνουμε συνεπεῖς στή θεολογία μας» [91].
Παρομοίως ἐκφράσθηκε ὁ πρώην Προύσης καί νῦν Ἀμερικῆς κ. Ἐλπιδοφόρος σέ ἄρθρο του ἐναντίον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἐπειδή ἐκεῖνο δέν συνυπέγραψε τό Κείμενο τῆς Ραβέννας. Τό ἄρθρο αὐτό εἶναι ἀνηρτημένο ἀπό τό 2014 στήν ἐπίσημη ἱστοσελίδα τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου, ὅπου καί ἐπαναλαμβάνονται – μέ τήν γνωστή διαστρέβλωση τῶν πατερικῶν θέσεων – τά ἴδια ἐπιχειρήματα περί μοναρχίας τοῦ Πατρός μέ ἐκκλησιολογικές προεκτάσεις: «Παλαιόθεν καί συστηματικῶς ἡ Ἐκκλησία ἐξέλαβε τό πρόσωπον τοῦ Πατρός ὡς τόν Πρῶτον (“ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός”) τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐάν γένηται ἀποδεκτή ἡ λογική τῆς ὑπό κρίσιν καινοτομίας τῆς Ἐκκλησίας Μόσχας, ὀφείλομεν νά συμπεράνωμεν ὅτι ὁ Θεός Πατήρ δέν εἶναι ὁ ἴδιος ἡ ἄναρχος αἰτία τῆς θεότητος καί τῆς πατρότητος […] ἀλλ’ ὅτι γίνεται ἀποδέκτης τοῦ “πρωτείου” του» κ.λπ. [92].
Τίς θέσεις αὐτές τῶν Μητροπολιτῶν Περγάμου κ. Ἰωάννου καί Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου, μεταξύ ἄλλων κακοδοξιῶν, ἐπέκριναν ὡς «λατινογενεῖς καί μετα-συνοδικές» σέ κείμενα καταρτισθέντα μέ λιπαρή θεολογική τεκμηρίωση τό μέν 2014 ἀπό κοινοῦ οἱ Μητροπολῖτες Κονίτσης κ. Ἀνδρέας, Γλυφάδας κυρός Παῦλος, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, Αἰτωλίας κ. Κοσμᾶς καί Γόρτυνος κ. Ἱερεμίας[93], καί ἤδη ἀπό τό 2011 ἡ Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν τῆς Γατζέας[94]!
Ὅπως ἐπισημαίνουν οἱ πέντε Μητροπολῖτες, παραγνωρίζει ὁ κ. Ἐλπιδοφόρος, ὅτι σέ ἀντίθεση μέ τήν Ἁγία Τριάδα καί σύμφωνα μέ τούς ἱερούς Κανόνες, (1) ἡ Σύνοδος δέν «γεννᾶται» ἤ «ἐκπορεύεται» ἀπό τόν Προκαθήμενό της, ἀλλά αὐτή τόν «γεννᾷ» (διότι τόν ἐκλέγει ἤ καί τόν καθαιρεῖ)· ἄρα «Πατήρ» στήν ἐκκλησιολογία εἶναι ἡ Σύνοδος καί ὄχι ὁ Προκαθήμενός της· (2) ὅτι ὁ «Πρῶτος» τῆς Συνόδου μπορεῖ καί νά καθαιρεθεῖ καί νά ἐκπέσει· (3) ὅτι ἄν ὁ «Πατήρ» ἦταν πρότυπο γιά τήν Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, θά εἴχαμε ἐνανθρώπηση τοῦ Πατρός καί ὄχι τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου· ἀναπτύσσοντας τήν σκέψη αὐτή τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν, θά λέγαμε, ὅτι ἡ ἀνάγκη τῆς ταπεινῆς, κενωτικῆς, προσλήψεως ἀπό τόν Θεό τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως στήν ἄφθορο μήτρα τῆς Παναγίας Θεοτόκου, ὡς καί ἡ ἀνάγκη νά παραμείνει ἀσύγχυτη ἡ ἰδιότης τῆς υἱότητος[95] ἐπέβαλαν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ, καί ὄχι ἄλλου Θείου Προσώπου. Μᾶς δίδεται, λοιπόν, στό Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου, τό παράδειγμα τῆς ταπεινοφροσύνης καί τῆς ὑποταγῆς μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης υἱότητος, καί ὄχι τῆς πατρικῆς «μοναρχίας». Ἄς προστεθεῖ καί (4) ὅτι ἱεροκανονικῶς ἡ Σύνοδος ἤ καί τό Ποίμνιο μπορεῖ νά δραστηριοποιεῖται καί ἄνευ τοῦ «Πρώτου» τους σέ ἔκτακτες περιστάσεις (ὅπως εἶναι καί ἡ ἀποτείχιση, ἡ διακοπή μνημονεύσεως τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου δημοσίᾳ αἱρετίζοντος[96]), διότι κατά τό φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι προτιμότερο νά εἴμαστε ἐκκλησιαστικῶς ἀκυβέρνητοι, παρά νά κυβερνώμεθα ἀπό κακούς Ποιμένες[97]!
Τίς θέσεις αὐτές, περί τοῦ «κατ΄ εἰκόνα Πατρός» Οἰκουμενικοῦ Πρωτείου τοῦ «Πρώτου μονάρχου» – πού εἰρωνικῶς, ἀλλά πολύ προσφυῶς ὀνομάστηκε «Βishopoque» («καί ἐκ τοῦ Ἐπισκόπου»), κατά τό Filioque – ἀναπαράγουν δυστυχῶς καί ἄλλοι Κληρικοί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου· ὁ Μητροπολίτης Σηλυβρίας Μάξιμος, ὤν ἀκόμη Ἀρχιδιάκονος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, συνέγραψε βιβλίο τιτλοφορούμενο «Τό Πρωτεῖο στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν Πρώτη στήν Δεύτερη Βατικάνεια Σύνοδο : Μία Ὀρθόδοξη Προσέγγιση» (2013), τό ὁποῖο παρουσίασε, καί τοῦ ὁποίου τίς ἐκκλησιολογικές θέσεις πλήρως ἐνστερνίσθηκε, ὁ ἐπίσης Οἰκουμενιστής καί φιλοπαπικός Ἀρχιμανδρίτης Παντελεήμων Μανουσάκης, καθηγητής φιλοσοφίας στό Κολλέγιο τοῦ Τ. Σταυροῦ, ὁ ὁποῖος δέν διστάζει νά ὁμιλεῖ γιά τήν «αἵρεση τοῦ ἀντι-παπισμοῦ» καί γιά τίς ἐνδο-ορθόδοξες διαιρέσεις, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς καθ’ ἡμᾶς ἐλλείψεως ἑνός … Πάπα[98]. Ὁ Ἀρχιδιάκονος Μάξιμος (νῦν Μητροπολίτης Σηλυβρίας), μεταξύ ἄλλων ἔγραφε στό βιβλίο του, ἐπαινώντας καί τήν τριαδολογική-πατρομοναρχική «συμβολή» τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου: «Ἡ σύνολος συνάφεια ἐντός τῆς ὁποίας θά ἔπρεπε νά τεθεῖ ἡ σχέση ἀναμέσον πρώτου καί συνόδου εἶναι τριαδολογική, δηλ. ἡ κοινωνιακή ζωή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς διακονίας τοῦ πρώτου εἶναι ἐπίσης μία ἀντανάκλαση τῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος, καθώς, ὅπως ἔχουμε μόλις δεῖ, ὁ Ζηζιούλας, λέγει ὅτι τό πρόσωπο διά τοῦ ὁποίου ἡ κοινωνία τῆς Ἁγίας Τριάδος γίνεται ἑνότητα, εἶναι ὁ Πατήρ» [99].
Τά ἴδια γράφει καί ὁ καθηγητής π. Παντελεήμων Μανουσάκης, ἐρειδόμενος ἐπί τῶν τριῶν ἄλλων, ἄνωθι ἀναφερθέντων, ὁμοφρόνων του: «Εἶναι εὐρέως γνωστό, ὅτι ἐκεῖνο τό ὁποῖο διαφυλάσσει τήν μονότητα τοῦ Θεοῦ καί προφυλάσσει τήν πίστη στήν Ἁγία Τριάδα ἀπό τήν ἔκπτωση σέ τριθεΐα εἶναι τό πρόσωπον τοῦ Πατρός. Ἡ “μοναρχία τοῦ Πατρός” ἐνδεικνύει καθαρῶς ὅτι ἡ σύμπτωση καί συν-επιβεβαίωση τῆς ἑνότητος καί τῆς πολλαπλότητος στήν Ἁγία Τριάδα ἀσκεῖται ἀπό ἕνα πρόσωπο, τόν Πατέρα […] Τό ἐπιχείρημά μου ἐδῶ εἶναι, ὅτι πρέπει νά ὑπάρχει μία συνέπεια μεταξύ τούτων τῶν δογματικῶν ἰσχυρισμῶν καί τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ μας μοντέλου, ἄν δέν ἐπιθυμοῦμε νά διαζεύξουμε τήν ἐκκλησιολογία ἀπό τήν θεολογία. Καί ἐκκλησιολογικῶς, λοιπόν, ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητος γιά ὅλα καί καθέν ἀπό τά τρία ἐπίπεδα ἐκκλησιαστικῆς δομῆς πρέπει νά εἶναι ἕνα πρόσωπο, ἕνας πρῶτος»[100].
Σέ μία ἄκρα ἀσυνέπεια πρός τήν ἔμφασή τους στήν «διαπροσωπική κοινωνία» τῶν ἀνθρώπων, τόσο ὁ κ. Ἐλπιδοφόρος (στό ὡς ἄνω παράθεμα τῆς ἐν Ἀμερικῇ ὁμιλίας του), ὅσο καί ὁ ἕτερος «περσοναλιστής», ὁ κ. Παντελεήμων Μανουσάκης, κατηγοροῦν τήν Οἰκουμενική Σύνοδο ὡς ἀπρόσωπη, ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι … διαπροσωπική (!)· γράφει ὁ Μανουσάκης: «… στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἡ μία αὐθεντία μέ ἀπόλυτη ἰσχύ νά ἀποφασίζει ἐπί δογματικῶν καί κανονικῶν θεμάτων εἶναι ἕνα διαπροσωπικό (καί συνεπῶς ἀπρόσωπο) σῶμα: ἡ οἰκουμενική σύνοδος»[101]. Περιττόν νά λεχθεῖ, ὅτι ἔτσι ἀπογυμνώνεται ἐνώπιόν μας ἡ ἀτομοκρατία τῆς δυτικῆς φιλοσοφικῆς σκέψεως ἡ ὁποία τούς ἔχει ἀπορροφήσει, ἀπ’ ἐναντίας τῆς ὀρθοδόξου κοινωνίας Θεοῦ μέν καί ἀνθρώπου, ἀναμέσον δέ καί τῶν ἀνθρώπων μέ ἐπίκεντρο τόν Θεάνθρωπο, θεανθρωπο-κεντρικῶς, κατά τό ἀρχαῖο πατερικό παράδειγμα τοῦ κύκλου καί τῆς περιμέτρου, τοῦ ἁγίου Ἀββᾶ Δωροθέου τῆς Γάζης[102].
Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀνισόρροπη ἤ ἀσυνεπής ἐφαρμογή ἀπό τόν κ. Ζηζιούλα τῆς «κοινωνίας τῶν προσώπων», ἔχει ἀντίκρυσμα καί στήν Τριαδολογία τοῦ Μητρ. Περγάμου, μέ τήν ὑπερβολική ἔμφαση στό Πρόσωπο τοῦ Πατρός· ἔχει ὀρθῶς ἐπισημανθεῖ ἀπό ἑτεροδόξους (Προτεστάντες) θεολόγους πού ἀσκοῦν κριτική στήν τριαδολογία τοῦ κ. Ζηζιούλα, ὅτι: «Ἄν ἡ βάσις τῆς προσωπικότητος στήν Τριάδα εἶναι ἡ κοινωνία τῶν τριῶν προσώπων [κατά τόν Ζηζιούλα], τότε ἡ θεία μοναρχία δέν θά ἔπρεπε νά ὑφίσταται ἀποκλειστικῶς χάρις στήν αἰτιότητα τοῦ Πατρός μόνον, ἀλλά μᾶλλον χάρις στήν περιχώρηση τῶν τριῶν. Μέ ἄλλα λόγια “ἡ κοινωνία” θά ἔπρεπε νά ἀποκαλύπτει τήν ὕπαρξη μιᾶς “περιχωρητικῆς μοναρχίας” καί ὄχι μιᾶς ἱεραρχικῆς, πατρο-κεντρικῆς. Ἡ “κοινωνία” ὑποδηλώνει μία τριαδική Θεότητα, ὄχι μία μόνη πατρικῶς ὑποστατική ὕπαρξη πού εἶναι περισσότερο οὐσιώδης ἀπό τίς ἄλλες δύο συγκεκριμένες ὑποστατικές ἐπιβεβαιώσεις»[103].
Εἶναι λυπηρό, καί βεβαίως ἀπολύτως ἀναμενόμενο, ὅτι αὐτά τά τριαδολογικά (ἐπιεικῶς) «πειράματα» τῶν αἱρετιζόντων, οἱ ἐκκλησιολογικές παρεκκλίσεις καί ὁ «νεοπαπισμός» (κατά τόν Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ) τῶν τωρινῶν ἐν λόγῳ Φαναριωτῶν, ἐπισημαίνονται καί στιγματίζονται ἀπό τούς Ρώσσους Ὀρθοδόξους καί ὄχι μόνον[104] · παρέχουν λοιπόν στούς Ὀρθοδόξους τοῦ Βορρᾶ, ἴσως γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία τόσον ἐντόνως (ἄν καί πάντοτε ἐμφανίζονταν αἱρετικοί Πατριάρχες ΚΠόλεως), ἕνα στερρό θεολογικό ἐφαλτήριο ἀμφισβητήσεως τοῦ κύρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, δάκνοντος τάς ἰδίας σάρκας τοῖς ὀδοῦσι τῶν αἱρετιζόντων Κληρικῶν του, τῆς ἀμερικανικῆς διπλωματίας ἐπιχεούσης τό ἀκεσώδυνον.
Ε. Ὅταν ἡ οἰκουμενιστική τριαδολογική «μοναρχία» φθάνει ὡς τόν ἀρειανικό «Μοναρχιανισμό»
Ἄς δοῦμε, ὅμως, καί τίς ἄκρως αἱρετικές πτυχές τῆς τριαδολογίας αὐτῆς τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου, ἐκεῖνες δηλαδή πού σαφῶς δίνουν μία χρονική προτεραιότητα στήν ὕπαρξη τοῦ Πατρός, ἔναντι τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἀναγνωρίζουν ὑποστατικές βουλήσεις καί ὑπακοή (!) ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό ὁποῖο συνιστᾷ βεβαίως αἱρετικό «Μοναρχιανισμό»[105] καί «ὑποταγή» (subordinatio), δηλ. πρώιμο Ἀρειανισμό:
Σέ ὁμιλία του στήν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν τοῦ Βόλου στίς 23 Φεβρουαρίου τοῦ 2008 ὁ Μητροπολίτης Περγάμου εἶπε τά ἑξῆς φοβερά καί ἀδιανόητα : «Ἐδῶ ἔχουμε νά κάνουμε μέ θεολογικό ζήτημα. Ἡ ἔννοια τῆς “ἱεραρχίας” ἀκριβῶς ὑποδηλώνει μία διαβάθμισι. Δηλαδή, δέν ἔχουμε αὐτόματη συνύπαρξη, ἀλλά ἔχουμε ὕπαρξη ἡ ὁποία προέρχεται … μεταφέρεται ἀπό ἕναν σέ ἄλλον. Ὀντολογικά ἱεραρχία αὐτό σημαίνει. Καί στήν Ἁγία Τριάδα – πολύ βασικό αὐτό – ἡ πηγή, ἡ ἀρχή, εἶναι ὁ Πατήρ. Ἀπό ἐκεῖ πηγάζουν τά ἄλλα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐάν ποῦμε, λοιπόν, ὅτι τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐμφανίζονται ἔτσι ξαφνικά, καί τά τρία μαζί – ὅπως θά ἤθελαν πολλοί βάσει τῶν σημερινῶν ἰδεῶν, τῶν κοινωνιολογικῶν – τότε καταργοῦμε ὅλη τήν ἔννοια τῆς αἰτιότητος τήν ὁποίαν ὑπεστήριξαν οἱ καππαδόκες Πατέρες καί ἡ ὁποία εἶναι πολύ βασική (στό τελευταῖο βιβλίο μου, στό ἀγγλικό, αὐτό θέλω νά τονίσω, ὅτι ἡ αἰτιότητα δέν εἶναι κάτι πού μποροῦμε νά τό παραβλέψουμε· εἶναι βασικό στοιχεῖο τῆς ἑτερότητας. Διότι, […] ἄν ἡ ἑτερότητα βγαίνει ἔτσι αὐτομάτως, δέν εἶναι ἑτερότητα ἡ ὁποία προέρχεται ἐλεύθερα, ἀλλά ἑτερότητα ἡ ὁποία περίπου φυσικά ἀναδύεται. Λοιπόν, στήν Ἁγία Τριάδα ἡ ἑτερότητα τῶν προσώπων δέν ἀναδύεται ἔτσι αὐτομάτως. Ὑπάρχει ἕνα πρόσωπο τό ὁποῖο τήν προκαλεῖ, πού εἶναι ἡ αἰτία, καί εἶναι ὁ Πατήρ. Ἀλλά ἀπό τήν στιγμή πού εἰσάγουμε αὐτήν τήν αἰτιότητα, εἰσάγουμε ἱεραρχία. Δέν εἶναι δυνατόν νά λές, ὅτι “ὁ Υἱός προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα”, “εἶναι ἐκ τοῦ Πατρός”,καί συγχρόνως νά βάλεις τόν Υἱό πάνω ἀπό τόν Πατέρα ! -Πῶς θά τόν βάλεις; Ἤ δίπλα –δίπλα ;» [106].
Ἀλλοῦ (στό βιβλίο του Κοινωνία καί ἑτερότητα, 2006, κάπως πιό συνεσκιασμένα) γράφει: «Ἐάν κάνουμε τήν Τριάδα, τό Τριπρόσωπον, ἀπώτατo ὀντολογικό ἔδαφος στόν Θεό, ἐξαφανίζουμε ὁποιαδήποτε ἰδέα ὀντολογικῆς προελεύσεως στό θεῖον εἶναι. Στήν περίπτωση αὐτή, τά τρία πρόσωπα συν-ἀναδύονται και συν-υπάρχουν ταυτοχρόνως καί αὐτομάτως –ὄχι βεβαίως μέ χρονική ἔννοια, ἀλλά λογικῶς […] Μία συν-ανάδυση τῶν τριῶν προσώπων, ἡ ὁποία ἐμφαίνεται στήν “Τρι-ενότητα” καί τά λοιπά, δέν μπορεῖ νά μετατραπεῖ στήν ἀπώτατη ὀντολογική πραγματικότητα στόν Θεό, χωρίς νά στερήσουμε ἀπό τήν [φράση] “ἐκ τοῦ Πατρός” τήν ἀπώτατη ὀντολογική σημασία της […] Σέ αὐτήν τήν περίπτωση ἡ ἑτερότητα – τά πρόσωπα τῆς Τριάδος – δέν προέρχεται ἀπό ἕναν συγκεκριμένον Ἄλλο, ἀλλά εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀπώτατη ἐξήγηση τοῦ ἑαυτοῦ της. Δέν μποροῦμε ἔτσι νά ἀποδώσουμε ἀπώτατη ὀντολογική σημασία στήν ἔκφραση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως – καί τῆς Ἁγίας Γραφῆς – “ἐκ τοῦ Πατρός”, διότι αὐτή ἡ ἔκφραση δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ μέ κανένα ἄλλο τρόπο παρά μόνον ὑπό τήν ἔννοια τῆς ὀντολογικῆς προελεύσεως»[107].
Αὐτό ἑρμηνεύεται ὡς ἑξῆς: ἄν δῆθεν «ἐσφαλμένως» (κατά τόν κ. Ζηζιούλα) παραδεχθοῦμε ὅτι τό ὀντολογικό ὑπόβαθρο τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι καί τά Τρία θεία Πρόσωπα, καί ὄχι μόνον ὁ Θεός Πατήρ, τότε προσκρούουμε στήν Ἁγία Γραφή καί στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀλλά καί πάλιν – κατά τόν κ. Ζηζιούλα – δέν μποροῦμε παρά νά θεωροῦμε δεδομένη τήν χρονική προτεραιότητα τοῦ Πατρός: «συνυπάρχουν ταυτοχρόνως καί αὐτομάτως, ὄχι βεβαίως μέ χρονική ἔννοια» (!).
Χρονική ἀκολουθία, δηλαδή χρόνο, ἀλλά καί ὑποστατική (κατά τά Πρόσωπα) διαίρεση εἰσάγει ὁ κ. Ζηζιούλας καί στήν ἄκτιστη θεία βούληση τῶν Τριῶν Προσώπων (ἡ ὁποία ὅμως ἀνήκει στήν γενική «σφαῖρα» τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν), ὅπου -σέ ἀντίθεση μέ τήν πατερική διδασκαλία πού δέν δέχεται ἐπί τῆς θείας φύσεως διαιρετές, ὑποστατικές, γνῶμες[108] – ὁ Μητροπολίτης Περγάμου εἰσάγει … διάλογο (!) ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ ex cathedra πρωτοβουλία τοῦ Θεοῦ Πατρός: «Ἑπομένως, ἡ πρωτοβουλία γιά τήν ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τοῦ Πατρός […] Ὑπάρχει δηλαδή στήν Ἁγία Τριάδα ὡς πρός τή θέληση, ὡς πρός τήν εὐδοκία, μία κίνηση. Δέν ὑπάρχει στατικότητα στήν Ἁγία Τριάδα, ὥστε συγχρόνως (μέ τήν ἔννοια τῆς αἰωνιότητος) νά ἀναφύονται οἱ βουλήσεις τῶν τριῶν προσώπων ἤ νά ταυτίζονται χωρίς διάκριση. Ὁ Πατήρ εὐδοκεῖ, ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα “συνευδοκοῦν”, δηλαδή λένε “ναί”. Ὑπάρχει καί ἕνα “ναί” μέσα στήν Ἁγία Τριάδα, ἕνας διάλογος. Ὁ Υἱός συγκατατίθεται – εὐδοκεῖ καί Αὐτός …» κ.λπ. [109].
Ἐπίσης, στό ἔργο του «Εὐχαριστία καί Κοινωνία», παραθέτει συναφῆ, ἐξ ἴσου ἀδιανόητη πατερικῶς[110], θέση περί ἐνδοτριαδικῆς ὑπακοῆς στόν Πατέρα: «… περίπου ὅπως ἡ ἱεραρχία πού ὑφίσταται στήν Ἁγία Τριάδα, ὅπου δέν ἀπουσιάζει ἡ ὑπακοή, ἀλλά βασίζεται ἐπί τῶν δραστηριοτήτων τοῦ καθενός προσώπου, πού καί αὐτές καθ’ ἑαυτές καθορίζονται ἀκριβῶς ἀπό τίς σχέσεις πού ἔχουν μεταξύ τους καί μέ τόν κόσμο πού ἔχουν δημιουργήσει καί ἀγαποῦν» [111].
Πολύ ὀρθῶς, λοιπόν, ἐπισημαίνει ὁ θεολόγος Δρ. Γεώργιος Σίσκος σέ περιεκτικό ἀπαντητικό κείμενό του πού υἱοθέτησε καί ἡ Ἱερά Μητρόπολις Ναυπάκτου, ὅτι: «Οἱ περσοναλιστές, διαμέσου ἀρειανικῆς ἐπιχειρηματολογίας, ἀφοῦ κατοχυρώσουν μιά ἐντελῶς ἀστήρικτη – κειμενικά – ἔννοια πρωτείου στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Πατρός (ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται ἐσχάτως καί ἀπό μουσουλμάνους γιά νά κατοχυρώσουν τή μονοθεΐα τοῦ Πατρός καί τήν ἄρνηση τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλαδή χρησιμοποιοῦν κείμενα Ὀρθοδόξων, γιά νά ἀποδείξουν τήν ἀνυπαρξία τῆς Ἁγίας Τριάδος), στή συνέχεια μεταφέρουν αὐτή τήν ἔννοια τοῦ “πρωτείου τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐπί τῶν ἄλλων δύο Θείων ὑποστάσεων” στόν ἐπίσκοπο, γιά νά κατοχυρώσουν ἕνα ὅλως ἰδιότυπο πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου καί τῆς τάξης τῶν πατριαρχείων στήν Ἐκκλησία. Ρητῶς ἀναφέρεται, ὡς κοινός περσοναλιστικός τόπος πλέον, ὅτι τό πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου ἤ κάποιων πατριαρχείων σέ σχέση μέ ἄλλα πατριαρχεῖα, ἔχει δογματική θεμελίωση στήν Ἁγία Τριάδα. Ὅλα αὐτά ἦταν ἀδιανόητες ἑρμηνεῖες μέχρι πρίν κάποιες δεκαετίες στο σύνολο τῆς παράδοσης» [112].
Σύνοψη καί ἐπίλογος
Ἀπό ὅσα πολύ περιληπτικῶς διαγράψαμε ἀνωτέρω, προκύπτουν συνοπτικῶς τά ἑξῆς:
1) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία συνδέεται ἀρρήκτως καί πρωτίστως μέ τήν Χριστολογία καί τήν Πνευματολογία καί μέσῳ αὐτῶν μέ τήν Τριαδολογία, διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, τά μέλη τῆς ὁποίας κυβερνῶνται διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς ψυχῆς καί ἑνοποιοῦ παράγοντος τῆς Ἐκκλησίας, μέσῳ τῶν κοινῶν θείων τριαδικῶν ἐνεργειῶν Πατρός καί Υἱοῦ καί Πνεύματος.
2) Ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ παρεγνώρισε καί ὑποβάθμισε – μέ τό Φιλιόκβε – τήν θέση καί δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ὑποβαθμίστηκε ἡ σημασία τῶν ἁγίων Συνόδων, οἱ ὁποῖες «συνδιασκέπτονται» μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα, καί ἐξῄρθη ἡ θέση τοῦ Πάπα ἔναντι τῶν Συνόδων, μέσῳ τοῦ δῆθεν Πρωτείου τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καί τῆς «πετρινείου διακονίας» του.
3) Στήν πρόσφατη ὀρθόδοξη θεολογική σκέψη, ἐπί τῇ βάσει τῆς διδασκαλίας τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα καί τῶν σύν αὐτῷ, ἐπηρεασμένης ἀπό τά φιλοσοφικά ρεύματα τοῦ ὑπαρξισμοῦ καί τοῦ περσοναλισμοῦ καί τῆς συναφοῦς παρισινῆς θεολογίας κ.ἄ. ἄρχισε νά ἀναπτύσσεται μεταξύ ἄλλων ἕνας μονομερής ἐπισκοποκεντρισμός στήν ἐκκλησιολογία, μέ παραθεώρηση τῶν ὀρθοδόξων δικλίδων οἱ ὁποῖες διαφυλάσσουν τήν διαχρονική Ὀρθόδοξη Πίστη, τά ἱερά Δόγματα κ.ο.κ. καί φράσσουν (ὡς ἡ ἀποτείχιση) τήν δράση αἱρετιζόντων Ἐπισκόπων.
Παρένθεσις: Ἄς προσέξουμε, ὅτιμέ ἀφορμή τό Οὐκρανικό θέμα μᾶς συκοφαντοῦν γιά φιλο-ρωσσισμό οἱ ὑποκριτές ἐκεῖνοι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πού εἰσήγαγαν στή ρωμαίϊκη, ὀρθόδοξη, θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων τίς κάκιστες ὄψεις τῆς φιλοσοφίας τῶν Ρώσσων ἐμιγκρέδων τῆς Γαλλίας !!!
4) Στήν Τριαδολογία, ὑπό τίς ἴδιες ἐπιδράσεις τοῦ κ. Ἰω. Ζηζιούλα, τονίζεται μέ τρόπο πρωτοφανῆ, μονομερῆ, ἡ ἑνοποιητική «μοναρχία» τοῦ προσώπου τοῦ Πατρός ἔναντι τῶν ἄλλων δύο προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, σέ σημεῖο πού νά καταλήγει αὐτή ἡ «μοναρχία» σέ σαφῆ αἱρετικά, ἀρειανικά, συμπεράσματα περί ἐνδοτριαδικῆς χρονικῆς (καί ἀξιακῆς, λοιπόν[113]) ἱεραρχήσεως τῶν θείων Προσώπων.
5) Ἐνῷ ἡ ἐνδο-τριαδική μοναρχία τοῦ Θεοῦ Πατρός προβλήθηκε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες ὡς θεολογικό ἐπιχείρημα κατά τῆς φραγκο-λατινικῆς ἀνυψώσεως τοῦ Υἱοῦ ὡς δευτέρας ἀρχῆς καί «θεογόνου θεότητος» μέσα στήν Ἁγία Τριάδα, ὁ Μητροπολίτης τῆς Περγάμου καί οἱ σύν αὐτῷ «ἀπό κοιλίας» θεολογοῦντες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, προσπαθοῦν νά στηρίξουν ἐπ’ αὐτῆς ὄχι τήν ὀρθόδοξη ἀντιπαπική ἄμυνα, ἀλλά τήν παπίζουσα ἐπισκοποκεντρική ἐκκλησιολογία τους! Μέ ἁπλούστερα λόγια: οἱ Οἰκουμενιστές τροποποίησαν τήν ἀντιπαπική διδασκαλία περί Ἁγίας Τριάδος, ὥστε νά στηρίξουν τήν ἰδέα ἑνός Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ μονάρχη – Πάπα !
6) Ἡ ἐνδοτριαδική αὐτή μοναρχία τοῦ Πατρός χρησιμοποιεῖται μέ τρόπο καινοφανῆ ὡς πρότυπο γιά τήν παγκόσμια ἐκκλησιαστική «μοναρχία» ἑνός «Πρώτου ἄνευ ἴσων» στήν ἐκκλησιολογία, ἑνός Πατριάρχη ὑπεράνω τῶν Συνόδων, κατά παράβαση τῆς διαχρονικῆς ὀρθοδόξου ἀνυψώσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὡς τοῦ ἀνωτάτου θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας· παραλλήλως παρασιωπᾶται, ὅτι γιά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ἑνοποιητικός παράγων στό ἀνώτατο αὐτό ἐπίπεδο εἶναι εἴτε ἡ χάρις καί ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσῳ Ἁγίων Ἐπισκόπων Συνέδρων, εἴτε ἡ ὑπακοή τῶν Συνέδρων στά ἤδη θεσπισμένα ἀπό τούς Θεοφόρους, Πνευματοφόρους Συνέδρους ἁγίους Πατέρες, δηλ. στά ἱερά Δόγματα καί τούς ἱερούς Κανόνες[114]· ὑποκρύπτεται λοιπόν, οὐσιαστικῶς, στό σημεῖο αὐτό ἡ ἀπιστία τῶν περί τῶν κ. Ζηζιούλα καί τῶν λοιπῶν Οἰκουμενιστῶν στήν χάρη, στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
7) Οἱ διδασκαλίες τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου καί τῶν σύν αὐτῷ ἔλαβαν συνοδική ἐπικύρωση, ὡς πρός τήν ἐκκλησιολογία τοῦ παγκοσμίου Πρώτου, συνεσκιασμένως στό Κείμενο τῆς Ραβέννας τό 2007, ὡς πρός δέ τήν ἀνθρωπολογία δέν ἐπεκράτησαν στό σχετικό (1ο) κείμενο τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου τό 2016, χάρις στήν καί ἐκεῖ θεολογική ἀντίσταση, ἐπιτυχῆ ἐν προκειμένῳ, τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου.
8) Ἡ πολεμική κατά τῶν διδασκαλιῶν τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου ἀναπτύχθηκε σέ κύκλους τόσο Οἰκουμενιστῶν ἤ ἀδιαφόρων, ὅσο καί Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων, τίς τελευταῖες δύο ἤ τρεῖς τουλάχιστον δεκαετίες· παρά ταῦτα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ταυτίστηκε ἐπισήμως μέ αὐτές, ὅπως δείχνει τό Διεθνές Συνέδριο πρός τιμήν του κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα στήν Ἀκαδημία τοῦ Βόλου τό 2011[115], ὅπως δείχνουν τά Κείμενα τῆς Ραβέννας καί τά παρασκήνια τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, καί ἐν τῇ πράξει ἡ «μοναρχιανική» ἐκκλησιαστική πολιτική τοῦ κ. Βαρθολομαίου.
9) Εἶναικαινοφανής στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή ἡ διδασκαλία περί ἑνός παγκοσμίου «Πρώτου» ὄχιμέ τά πρεσβεῖα ἁπλῶς τῆς τιμῆς, τῆς πρωτοκαθεδρίας, τοῦ παραδοσιακοῦ «Πρώτου μεταξύ ἴσων» (τοῦ γνωστοῦ “Primus inter pares”), ἀλλά μέ τά πρεσβεῖα τῆς παγκοσμίου ἐξουσίας καί δικαιοδοσίας, τά ὁποῖα ἀποδίδονται εἴτε στόν Πάπα Ρώμης εἴτε τώρα πιά στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη ὡς σέ ἕναν «Πρῶτο ἄνευ ἴσων» (τόν “Primus sine paribus”) · ἡ διδασκαλία αὐτή γιά ἕναν παγκόσμιο ἐκκλησιαστικό «μονάρχη», ἡ ὁποία ὠσμώνεται ἀπό μιά Τριαδολογία στρεβλή, βασισμένη στήν ἀνθρώπινη φιλοσοφία καί ὄχι τήν θεία Ἀποκάλυψη, πολύ βολικῶς (ἤ «ἐντελῶς τυχαίως», ὅπως θά ἤθελαν μερικοί) ἁρμόζει πλήρως στόν γεωπολιτικό ρόλο πού οἱ ΗΠΑ θέλουν τά τελευταῖα 70 χρόνια νά διαδραματίζει τό Φανάρι ὑπεράνω τῶν Ὀρθοδόξων Λαῶν καί ἰδίως τῆς ὑπερδυνάμεως Ρωσσίας[116], ἡ ὁποία συνιστᾷ πολιτισμικό ἀντίποδα τῆς δυτικῆς κοινωνικῆς διαφθορᾶς[117].
10) Ἡ ἄρνηση τοῦ κ. Βαρθολομαίου νά ἐπιλύσει τό οὐκρανικό θέμα μέ πανορθόδοξη συναίνεση ἤ διηυρυμένη Σύνοδο ἤ ἔστω μέ τόν νεωτεριστικό καί παπίζοντα θεσμό τῆς «Συνόδου τῶν 14 Προκαθημένων», ἀποδεικνύει, ὅτι τά παραπάνω τριαδολογικά καί ἐκκλησιολογικά αἱρετικά διδάγματα τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου ἔχουν ἀφομοιωθεῖ καί μεταβολισθεῖ γεωπολιτικῶς ἀπό τό Φανάρι· δυστυχῶς, πολλοί ὀρθόδοξοι ἐπικριτές τῶν διδαγμάτων αὐτῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου, ἀδυνατοῦν – παρά τήν κραυγάζουσα κακοδοξία τῶν ἐν λόγῳ Φαναριωτῶν – νά ἀναγνωρίσουν τήν ἐνσάρκωση τῶν διδαγμάτων αὐτῶν στήν, πρόσφατη κυρίως, διορθόδοξη δραστηριότητα τοῦ κ. Βαρθολομαίου.
Σεβαστοί Πατέρες,
ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί !
Ἡ ἀπόδοση ἰδιαιτέρου βάρους στήν ἔννοια τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν, δηλαδή τῶν πέντε ἀρχαίων Πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων, πού τελευταῖα προβάλλεται κατά κόρον, καί μονομερῶς ἐπί πηγῶν προγενεστέρων (καί εἰς βάρος) τῶν μετά ταῦτα ἀνακυψασῶν περιπτώσεων ἐκκλησιαστικῆς Αὐτοκεφαλίας (Σέρβων 1557, Ρώσσων 1589 κ.λπ.), δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιεῖται ὡς μοχλός ἀνυψώσεως τῆς μοναρχίας τοῦ κ. Βαρθολομαίου[118], διότι συμφώνως μέ τόν Πατριάρχη Πέτρο Ἀντιοχείας, ἤδη τόν 11ο αἰῶνα, ἡ πενταρχία τῶν Πατριαρχῶν «ἀπό μία καθοδηγεῖται κεφαλή, ἐννοῶ τόν ἴδιο τόν Χριστό. Καί ὅπως ὑπεράνω τῶν πέντε αἰσθήσεων δέν ὑπάρχει ἄλλη αἴσθηση, ἔτσι οὔτε καί ὑπεράνω τῶν πέντε Πατριαρχῶν δέν θά παραδεχθεῖ κάποιος, ὅτι ὑπάρχει ἄλλος Πατριάρχης» [119].
Ὁ σοφός πανεπιστήμων Ἀρχιεπίσκοπος Εὐγένιος Βούλγαρις, περιγράφοντας τήν παλαιά αἱρετική ὑπερύψωση τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρώμης ὑπεράνω τῶν λοιπῶν Πατριαρχείων, γράφει τά ἑξῆς, μέ τά ὁποῖα νομίζουμε ὅτι περιγράφεται, δυστυχῶς γιά τήν εὐλογημένη Ρωμηοσύνη μας, καί ἡ σημερινή προσπάθεια τοῦ οἰκουμενιστικοῦ Φαναρίου: «Κάποτε ἦταν μαζί μέ τούς τέσσερις ὁ τῆς Ρώμης ἐπίσκοπος καί συγκοινωνοῦσε μέ τό ὅλο Σῶμα [τῆς Ἐκκλησίας], ὅταν ἡ Πεντάδα τῶν ἐγκρίτων Θρόνων συγκροτοῦσε τήν καθολική [Ὀρθόδοξη] Ἐκκλησία, ὥστε νά εἶναι καθολικότερη καί τήν ἔδειχνε νά ἐπεκτείνεται σέ περισσότερους [Θρόνους] [120] · ἀλλά ἐπειδή φρόνησε ὑψηλότερα ἀπό ὅσα ἔπρεπε καί ἔδειξε ἀπαρέσκεια στό νά εἶναι μέλος καί πόθησε νά κυριαρχήσει πάνω σέ ὅλους, ἐξέπεσε – ἀλίμονο – ἀπό τό ὅλον Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας· καί κατέληξε, λοιπόν, γιά τή Ρώμη ἡ ἀρρώστια της γιά ἀθέμιτη μοναρχία, σέ ἐξαίρετη πτώση» [121].
«… καί γέγονεν ἄρα τῇ Ρώμῃ τό πρός ἀθέμιτον μοναρχίαν νόσημα εἰς ἐξαίσιον πτῶμα».
Σᾶς εὐχαριστῶ !
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ
[1] Τά «αὐτοφυῆ» δικαιώματα τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας στήν ἤπειρο τῆς Αὐστραλίας, ὅπου τό παλαίφατο Πατριαρχεῖο τῶν Ἱεροσολύμων ἐπεδίωξε περί τό 1993 τήν ἵδρυση ἁπλῶς μιᾶς Ἐξαρχίας, πρός διαποίμανση τῆς ἐκεῖ ἀραβοφώνου παλαιστινιακῆς ὁμογενείας του (ὅπως πράττουν ὅλες οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες) καί ἐνίσχυση ὑλική καί ἔμψυχη τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος, πηγάζουν καί ἀπό τό γεγονός, ὅτι ἡ πρώτη ἐν Αὐστραλίᾳ ὀρθόδοξη δικαιοδοσία περί τό ἔτος 1900 ἦταν ἱεροσολυμιτική (Κ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, «Αὐστραλία», ΘΗΕ 3 (1963) 480). Ἡ ἀφιλάδελφη καί ἀπολυταρχική στάση τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, μέ τήν ὑπό τήν αἰγίδα του καθαίρεση ἀπό «διηυρυμένη» (βολικῶς …) «Μείζονα καί Ὑπερτελῆ» Σύνοδο δύο ἐξαρχικῶν ἐν Αὐστραλίᾳ Ἁγιοταφιτῶν Ἐπισκόπων καί τεσσάρων Πρεσβυτέρων ἐπί τῷ λόγῳ τούτῳ, ἀναδεικνύεται ἐπαρκῶς, ἄν γίνει ἡ σύγκρισή της μέ τήν μεγαλόψυχη, θετική ἀπόκριση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους (τό 1716, Πρόθεσις ε΄ τοῦ κειμένου) καί τήν ἐπιθυμία τους, νά μνημονεύουν τιμητικῶς στήν Ἀγγλία λόγῳ εὐλαβείας, ἀντί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐκεῖνον τόν Ἱεροσολύμων. Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι τῆς ἀφιλαδέλφου αὐτῆς στάσεως τοῦ νεοπαγοῦς τότε Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου πρός τήν ἱστορική Μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἁγία Σιών εἶχε προηγηθεῖ ἡ εὔλογος ἀποχώρηση τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἀπό τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν τό 1989 καί ἡ ὑπό τούτου καταγγελία τῆς προδοτικῆς, οὐνιτίζουσας, Συμφωνίας τοῦ Balamand τό 1993. Βλ. γιά τίς σχετικές περί Αὐστραλίας πενιχρές εἰδήσεις Ὀρθόδοξος Τύπος 1036 καί 1055 (13 Αὐγ & 24 Δεκ 1993) 4 & 4 ἀντιστοίχως.
[2] Βλ. τό σχετικό Γράμμα (ἀρ. πρωτ. 218) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου πρός τόν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμον Β΄ (16 Μαρ 2012) ἐναντίον τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφείμ (http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=en&id=1463&tla=gr)· ἐπίσης, τήν ἐπιστολή (ἀρ. πρωτ. 1153, 18 Νοε 2016), κατά τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν Καλαβρύτων κ. Ἀμβροσίου καί Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, καθώς καί τοῦ π. Θ. Ζήση καί μελῶν τῆς Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν (11 Δεκ 2016) https://www.ekirikas.com/δρομολογούνται-εξελίξεις-στην-εκκλη/
[3] Βλ. γιά τήν καταστρατήγηση τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς τό σχετικό ἄρθρο, ΧΡ. ΜΑΛΑΣΠΙΝΑΣ, «ΓΝΩΜΗ: Γύρω από την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ. Ελπιδοφόρου», (11 Μαϊ 2019) στό https://www.panhellenicpost.com/2019/05/11/γνωμη-γύρω-από-την-εκλογή-του-αρχιεπισ/ .
[4] Δοξαστικόν τῶν Στιχηρῶν τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου (2ας Φεβρουαρίου): «… ὁ γάρ ἄναρχος Λόγος τοῦ Πατρός ἀρχήν λαβών χρονικήν, μή ἐκστάς τῆς Αὐτοῦ Θεότητος, ὑπό Παρθένου ὡς βρέφος τεσσαρακονθήμερον Μητρός ἑκών προσφέρεται ἐν Ναῷ τῷ νομικῷ».
[5] ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 1, 13PG 94, 856C: «Θεός ἐστιν ἀίδιος οὐσία καί ἀπαράλλακτος, δημιουργική τῶν ὄντων, εὐσεβεῖ συνειδήσει προσκυνουμένη».
[6] Παλαιοί φιλόλογοι καί συγγραφεῖς ἐτυμολογοῦν τό ἐπίθετο «ἀΐδιος», ὡς παραγόμενον μόνον ἐκ τοῦ ἐπιρρήματος «ἀεί» (βλ. π.χ. τούς Ὁμηρικούς Ἐπιμερισμούς, τοῦ 9ου αἰ., μέ ἐρμηνεία τήν ὁποίαν ἐπαναλαμβάνει τό Ἐτυμολογικόν τοῦ Συμεῶνος, 12ου αἰ.)· συνεπῶς ἀΐδιος εἶναι ὁ παντοτινός, ὁ ἀένναος. Ἄλλες ἐτυμολογήσεις ἔχουμε ὡς ἑξῆς: M. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ (νόθον), Περί ὅρων 7,PG 28, 536D: «Ἀΐδιόν ἐστι τό ἀεί διάγον» καί (ΨΕΥΔΟ-)ΖΩΝΑΡΑΣ, Συναγωγή λέξεων, α΄, στό Iohannis Zonarae lexicon ex tribus codicibus manuscriptis, τόμ. 1, ἐπιμ. J. Tittmann, ἐκδ. Hakkert, Amsterdam 1967, σ. 75: «Ἀΐδιος. Ὁ ἀεί διών, ὁ μηδέποτε ἀρξάμενος μηδέ λήγων». Στήν πατερική γραμματεία τό «ἀΐδιος» δέν ταυτίζεται μέ τό «αἰώνιος» (ἄνευ τέλους, διότι καί κάποια κτίσματα, λ.χ. τά λογικά, μολονότι ἔλαβαν ἀρχήν ὑπάρξεως, ὡστόσον εἶναι χάριτι αἰώνια, δηλ. ἀθάνατα, ἀτελεύτητα: «τό γάρ ἄναρχον ἀτελεύτητον, τό δέ χάριτι ἀτελεύτητον οὐ πάντως ἄναρχον, ὥσπερ οἱ ἄγγελοι», κατά τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν Δαμασκηνό, (Ἔκδοσις ἀκριβής … 1, 8 PG 94, 813C).Τό «ἀΐδιος» ταυτίζεται μέ τό «ἄκτιστος» καί τό «προαιώνιος», δηλ. μόνον μέ τόν Θεόν, διότι ὁ Θεός εἶναι ἄνευ χρονικῆς ἀρχῆς (προαιώνιος) καί πέραν τέλους, ἄναρχος δηλονότι καί ἀτελεύτητος. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ,Πρός Εὐνόμιον 2, 17· PG 29, 608C.D· «… ἀΐδιον δέ τό χρόνου παντός καί αἰῶνος κατά τό εἶναι πρεσβύτερον […] Ἤδη δέ καί τούς αἰῶνας ἀξιοῦσί τινες τῆς τοῦ ἀϊδίου προσηγορίας, ὡς ἐκ τοῦ ἀεί εἶναι τῆς κλήσεως ταύτης τετυχηκότας. Ἡμεῖς δέ τῆς αὐτῆς λογιζόμεθα παρανοίας καί τῇ κτίσει προσμαρτυρεῖν τό ἀΐδιον καί τόν Δεσπότην τῆς κτίσεως τῆς ὁμολογίας ταύτης ἀποστερεῖν». ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Κατά Εὐνομίου 1· PG 45, 460Α·«… τῆς τοῦ ἀϊδίου σημασίας δι’ ἀμφοτέρων κατά τόν ρηθέντα λόγον συμπληρουμένης, ἔκ τε τῆς ἀρχῆς καί ἐκ τῆς τοῦ τέλους ἀλλοτριώσεως». Ο ΑΥΤΟΣ, Κατά Εὐνομίου 2· PG 45, 525D· «Τό γάρ πρό τοῦ αἰῶνος ταὐτό ἐστι τῷ ἀϊδίῳ κατά τήν ἔννοιαν». Βεβαίως, καί ὁ ἄνθρωπος θεωθείς καθίσταται κατά χάριν (ὄχι φύσιν) ἀΐδιος, διά μετοχῆς: «Χρή γάρ εἶναι καινούς τούς Λόγου τοῦ Θεοῦ μετειληφότας. Τό δέ ἀϊδιότητος μετειληφός ἐξομοιοῦσθαι φιλεῖ τῷ ἀφθάρτῳ» (ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, Παιδαγωγός 1, 5· PG 8, 273B)· ἐπίσης: «… ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως καί τῆς αὐτοῦ ἀϊδιότητος μέτοχοι καί φανῶμεν αὐτῷ ὅμοιοι κατά τήν ἐκ χάριτος θέωσιν» (ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΉΣ, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καί οἰκονομικά, 1η ἑκατοντάς, 42· PG 90, 1193D). Πρβλ. καί G. LAMPE, A Patristic Greek Lexicon, Oxford University Press, London 1961, σσ. 47.48.
[7] ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περί ἀγάπης ἑκατοντάδες 4, 6 PG 90, 1049A: «Ἤ πῶς κυρίως δημιουργήματα, εἰ συναΐδια τῷ Δημιουργῷ; […] οὐκ ἐξ ἀιδίου συνύπαρκτα τῷ Θεῷ τά δημιουργήματα». AΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ,Λόγοι ἀποδεικτικοί περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγ. Πνεύματος 2, 44, στό Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, ἐκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1988, τόμ. Α΄, 117: «Ἅ γάρ μή τῶ θέλειν, ἀλλά τῷ πεφυκέναι ἐκ Θεοῦ, προάναρχά ἐστιν, ἀλλ’ οὐκ ἀρκτά».
[8] Ἐκ τῆς α΄ ᾠδῆς τοῦ Τριῳδίου τοῦ Ἀποδείπνου τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων (ἐν τῷ Τριῳδίῳ).
[9] Ἐκ τοῦ Τριαδικοῦ τῆς ε΄ ᾠδῆς τοῦ β΄ κανόνος (α΄ ἤχου) τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τοῦ Ὄρθρου τῆς 6ης Δεκεμβρίου. Βλ. καί τό Τριαδικόν τῆς η΄ ᾠδῆς τοῦ κανόνος τοῦ Σταυροῦ (πλ. δ΄ ἤχου) τοῦ Ὄρθρου τῆς 1ης Αὐγούστου: «Ὁμοφυῆ, συνάναρχον, συναΐδιον, σύνθρονον, φύσιν μέν ἁπλῆν, διαιρετήν προσώποις δέ, Πατέρα ἀγέννητον, Υἱόν καί Πνεῦμα Ἅγιον, ἄκτιστον οὐσίαν, καί Θεότητα πάντες, ὑμνοῦντες μελῳδοῦμεν· Ἱερεῖς εὐλογεῖτε, λαός ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τούς αἰῶνας».
[10] Βλ. H. LIDDELL – R. SCOTT, A Greek-English Lexikon, Clarendon Press, Oxford 1996, p.252. Ἀκριβῶς στήν ἴδια αὐτή ἐννοιολογική διαίρεση τῆς λέξεως ἀναφέρεται καί ὁ ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Λόγοι ἀποδεικτικοί περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 1, 39, ἐκδ. Π. Χρήστου, 1, 69ἑ.: «Πατήρ μέν οὖν καί ἀρχή καί αἴτιον ἐπί Θεοῦ πάντῃ τε καί πάντως ἕν· […] ἀρχήν δέ λέγω οὐ τήν καταρχήν [=ἔναρξιν], οὐδέ τήν δημιουργικήν, οὐδ’ ᾗ τό τῆς δεσποτείας ἐστίν ἐπώνυμον».
[11] Γιά τήν πολύ λεπτή «ὑποδιάκριση» θείας θελήσεως (βουλήσεως), δυνάμεως καί ἐνεργείας, βλ. Ἱερομ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΜΠΟΥΛΟΒΙΤΣ, Τό μυστήριον τῆς ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι διακρίσεως τῆς θείας οὐσίας καί ἐνεργείας κατά τόν Ἅγιον Μᾶρκον Ἐφέσου τόν Εὐγενικόν, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 39, ἐκδ. Π.Ι.Π.Μ., Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 109.123. Βλ. σ. 123:«Ὁ Παντοδύναμος Θεός ἔχει τήν θείαν Αὐτοῦ θέλησιν, ἔπειτα τήν “σύνδρομον” δύναμιν τήν “προαγομένην” εἰς ἐνέργειαν, πάντα δέ ταῦτα ἀποτελοῦσι τήν μίαν καί ἑνιαίαν “κίνησιν δραστικήν” αὐτοῦ» (ἐπί τῇ βάσει τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ).
[12] Πρβλ. ἀνάλογο παράδειγμα ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ἀντιρρητικοί πρός Ἀκίνδυνον 1, 7, 24 ἐκδ. Π. Χρήστου, 3, 56.
[13] ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ,Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 2 (28)42PG 94, 962C: «Τά δέ λοιπά πάντα τῷ θεῷ ἀναθετέον· ἥ τε γάρ γένεσις ἡμῶν τῆς δημιουργικῆς αὐτοῦ δυνάμεώς ἐστι, καί ἡ διαμονή τῆς συνεκτικῆς δυνάμεως αὐτοῦ, καί ἡ κυβέρνησις καί σωτηρία τῆς προνοητικῆς αὐτοῦ δυνάμεως». ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Περί θείας ἑνώσεως καί διακρίσεως 15.16ἑ.,ἐκδ. Π. Χρήστου, 2, 79: «Αἱ τοῦ Θεοῦ ἄρα πρόοδοι καί ἐνέργειαι καί μεταδόσεις, αἱ οὐσιώσεις, αἱ ζωώσεις, αἱ σοφοποιήσεις καί ὅσα τούτοις παραπλήσια, πρόνοιαι καί ἀγαθότητές εἰσιν ἄκτιστοι Θεοῦ […] πολυειδές ὑπέστησε τό πᾶν ὁ προαγωγεύς καί κοσμήτωρ τοῦ παντός, τά μέν εἶναι μόνον ἐθελήσας, τά δέ πρός τῷ εἶναι κεκτῆσθαι καί ζωήν· καί τά μέν νοερᾶς ταύτης εὐμοιρεῖν, τά δέ μόνης ἀπολαύειν τῆς κατ΄ αἴσθησιν, ἔστι δ΄ ἅ καί μικτήν ταύτην ἐξ ἀμφοτέρων ἐσχηκέναι· καί τῶν λογικήν καί νοεράν παρ’ αὐτοῦ λαβόντων τήν ζωήν, τῇ πρός αὐτόν ἐθελουσίῳ νεύσει τῆς αὐτοῦ ἑνώσεως ἐπιτυγχάνειν καί ζῆν οὕτω θείως καί ὑπερφυῶς τῆς αὐτοῦ κατηξιωμένα θεουργοῦ χάριτος καί ἐνεργείας· ἡ γάρ αὐτοῦ θέλησις γένεσίς ἐστι τοῖς οὖσιν, ἤ προαγομένοις ἐκ μή ὄντος ἤ βελτιουμένοις καί τοῦτο διαφόρως». Περί θεοποιοῦ μεθέξεως 19,ἐκδ. Π. Χρήστου, 2, 154: «Οὐκ ἄρα τῶν ἀποτελεσμάτων μόνων, ἀλλά καί αὐτῶν τῶν τοῦ Θεοῦ ἐνεργειῶν ἀγγελομιμήτως τε καί ἀγγελοπρεπῶς οἱ ἅγιοι μετέχουσιν».
[14] ΑΓ. ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, 3 (14) 58PG 94, 1036A· «Φυσικά γάρ καί οὐχ ὑποστατικά φαμεν τά θελήματα καί τάς ἐνεργείας»· ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ἀντιρρητικοί πρός Ἀκίνδυνον 5, 10, 38 ἐκδ. Π. Χρήστου, 3, 316: «… ἡ δέ θεία κρίσις καί ἡ θέλησις καί ἡ δημιουργική ἐνέργεια καί τά τοιαῦτα φύσιν μόνην ἀλλ’ οὐχί καί ὑπόστασιν χαρακτηρίζοντα, κοιναί εἰσιν ἐνέργειαι Πατρός, Υἱοῦ καί Πνεύματος».
[15] ΑΓ. ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἐξήγησις εἰς τό Κατά Λουκᾶν 22, PG 72, 908Β: «Πᾶσα γάρ χάρις καί πᾶν δώρημα τέλειον ἐφ’ ἡμᾶς ἔρχεται παρά Πατρός δι΄ Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι».
[16] Ὅρος Πίστεως τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi XI, 637: «… καί δύο μέν φυσικά [ἐν Χριστῷ] θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μή γένοιτο, καθώς οἱ ἀσεβεῖς ἔφησαν αἱρετικοί, ἀλλ’ ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπῖπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ Αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι».
[17] ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Πρός Βαρλαάμ A΄ 21, ἐκδ. Χρήστου, 1, 236ἑ.: «Τρόπος γάρ ἕτερος δημιουργικῆς ἐστιν ἀρχῆς καί τῆς κατ’ αὐτήν μοναρχίας, καί τῆς ἀρχῆς καί μοναρχίας ἐκείνης ἕτερος, ἥ τῆς θεογονίας ἐστίν ἐπώνυμον, ὅς καί σῴζεται τῷ τόν Υἱόν καί τό Πνεῦμα τήν ὕπαρξιν ἔχειν ἐκ τοῦ Πατρός, ὥσπερ ἐκεῖνος τῷ δι’ Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι δημιουργόν εἶναι τόν Πατέρα» (μετάφραση: «Διότι εἶναι ἄλλος ὁ τρόπος τῆς δημιουργικῆς ἀρχῆς καί τῆς σύμφωνης μέ αὐτήν μοναρχίας, καί ἄλλος [ὁ τρόπος] τῆς ἀρχῆς καί μοναρχίας ἐκείνης ἡ ὁποία εἶναι συνώνυμη μέ τήν θεογονία, ὁ ὁποῖος [δεύτερος τρόπος] συνίσταται στό ὅτι ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα ἔχουν τήν ὕπαρξη ἀπό τόν Πατέρα, ὅπως ἐκεῖνος [ὁ πρῶτος τρόπος, συνίσταται] στό ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι δημιουργός διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι»). Ἱερομ. ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΡΑΝΤΟΒΙΤΣ, Τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος κατά τόν ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 16, ἐκδ. Π.Ι.Π.Μ., Θεσσαλονίκη 1973, σ. 134: «Ἐνταῦθα διακρίνεται σαφῶς ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός, ἡ ἀφορῶσα εἰς τήν προαιώνιον ὕπαρξιν τῶν θείων ὑποστάσεων, ἐκ τῆς “κοινῆς” μοναρχίας, ἀναφερομένης εἰς τήν δημιουργίαν τῶν ὄντων. Ἡ δευτέρα μοναρχία εἶναι ἡ ἐν χρόνῳ μοναρχία, ἐνῷ διά τῆς πρώτης ἐπ’ οὐδενί λόγῳ εἰσάγεται ὁ χρόνος εἰς τόν αἰώνιον Θεόν, λόγῳ τοῦ συναϊδίου τῶν προσώπων».
[18] ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ,Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 1, 8PG 94, 829C: «Εἷς πατήρ ὁ Πατήρ καί ἄναρχος, τοὐτέστιν ἀναίτιος· οὐ γάρ ἔκ τινος. Εἷς υἱός ὁ Υἱός καί οὐκ ἄναρχος͵ τοὐτέστιν οὐκ ἀναίτιος· ἐκ τοῦ Πατρός γάρ. Εἰ δέ τήν ἀπό χρόνου λάβοις ἀρχήν, καί ἄναρχος· ποιητής γάρ χρόνων οὐχ ὑπό χρόνον». ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Λόγοι ἀποδεικτικοί περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 1, 14, ἐκδ. Π. Χρήστου, 1, 41: «Ὁ δέ Πατήρ πρός τῷ πηγή τῶν πάντων εἶναι διά τοῦ Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, καί πηγή καί ἀρχή ἐστι θεότητος μόνος θεογόνος ὤν».
[19] ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περί θείων ὀνομάτων 2, 5 PG 3, 641D: «Μόνη δέ πηγή τῆς ὑπερουσίου θεότητος ὀ Πατήρ».
[20] ΑΓ. ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 1, 8 PG 94, 817Β-820Α:«Κατά μέν οὖν τό πρῶτον σημαινόμενον [σ. τό ἀγένητον] κοινωνοῦσιν αἱ τρεῖς τῆς ἁγίας Θεότητος ὑπέρθεοι ὑποστάσεις (ὁμοούσιοι γάρ καί ἄκτιστοι ὑπάρχουσι), κατά δέ τό δεύτερον σημαινόμενον [σ. τό ἀγέννητον] οὐδαμῶς (μόνος γάρ ὁ Πατήρ ἀγέννητος· οὐ γάρ ἐξ ἑτέρας ἐστίν αὐτῷ ὑποστάσεως τό εἶναι) καί μόνος ὁ Υἱός γεννητός (ἐκ τῆς τοῦ Πατρός γάρ οὐσίας ἀνάρχως καί ἀχρόνως γεγέννηται) καί μόνον τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορευτόν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, οὐ γεννώμενον, ἀλλ’ ἐκπορευόμενον. Οὕτω μέν τῆς θείας διδασκούσης Γραφῆς, τοῦ δέ τρόπου τῆς γεννήσεως καί τῆς ἐκπορεύσεως ἀκαταλήπτου ὑπάρχοντος. (Πρβλ. καί αὐτόθι PG 94, 816C· «Ἅλλος τρόπος ὐπάρξεως οὗτος [ἡ τοῦ Πνεύματος ἐκπόρευσις], ἄληπτός τε καί ἄγνωστος, ὥσπερ καί ἡ τοῦ Υἱοῦ γέννησις»).
[21] ΙΩ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, Ἱστορία τῶν Δογμάτων, τόμ. Α’, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 156.161: «Κατ’ αὐτούς ὑπάρχει ἕν μόνον θεῖον Ὄν, ἄρα Μοναρχία (ὁ ὅρος ἀπαντᾷ τό πρῶτον παρά τῷ καταπολεμοῦντι τούς Μοναρχιανούς Τερτυλλιανῷ) […] ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς διά τῆς διδασκαλίας του ἀποτελεῖ καί πρόδρομον τῶν κατά τόν ἑπόμενον αἰῶνα μεγάλων Χριστολογικῶν κακοδοξιῶν [σ. Ἀρειανισμοῦ, Εὐνομιανισμοῦ]» .
[22] Περί τῶν ἀπόψεων τοῦ Ἀρείου, ὅτι ὁ Υἱός εἶναι «κτίσμα τοῦ Θεοῦ τέλειον, ἀλλ’ οὐχ ὡς ἕν τῶν κτισμάτων» καί ὅτι «οὐκ ἔστιν ἀληθινός Θεός ὁ Χριστός, ἀλλά μετοχῇ καί αὐτός ἐθεοποιήθη» καί τῶν συναφῶν βλ. Κ. ΣΚΟΥΤΕΡΗΣ, Ἱστορία Δογμάτων, τόμ. Β΄, Ἀθήνα 2004, σσ. 114-120.
[23] ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Λόγοι ἀποδεικτικοί περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 1, 32, ἐκδ. Π. Χρήστου, 1, 61: «Οὐδέ γάρ πρῶτον μέν Θεόν τόν Πατέρα σέβομεν, δεύτερον δέ τόν Υἱόν, τρίτον δέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἵν’ ἀεί τό δεύτερον μετά τό πρῶτον λέγωμεν καί μετ’ αὐτό τό τρίτον, ὑπό τάξιν ἐξ ἀνάγκης ἄγοντες τά ὑπεράνω τάξεως, ὥσπερ καί τῶν ἄλλων πάντων». Ἡ συνήθης ἀναφορά τοῦ Υἱοῦ μετά τόν Πατέρα, ὡς ἀναπτύσσει κατωτέρω ὁ Ἅγιος, ἔρχεται εὐλόγως, κατά τήν ἐννοιολογική συνάφεια πατρότητος-υἱότητος, ὥστε νά μή νομισθεῖ τό Πνεῦμα ὡς Υἱός («εἰ πρό τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τῷ Πατρί συνημμένον θείημεν, δόξαι ἄν Υἱός τό Πνεῦμα»). Τό θέμα τῆς γενικῆς ἐνδοτριαδικῆς ἱεραρχήσεως τῶν Τριῶν, κατά τήν τάξη καί τό ἀξίωμα, ἀφήνουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὑπό ἐρώτησιν, ὡς θεολογούμενο (ὄχι βεβαίως τήν τοῦ Πατρός ἀρχήν καί αἰτίαν, ἀλλά κυρίως τήν ἱεράρχηση μεταξύ Υἱοῦ καί Πνεύματος) διότι εἶναι θέμα ἐν πολλοῖς ἄγνωστο σέ μᾶς (ὁ ἅγιος Παλαμᾶς βασίζεται στόν Θεολόγο Γρηγόριο καί τόν Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟ, Κατ’ Εὐνομίου 3, 1 PG 29, 653B-656A). Βλ. καί ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος 23 (Εἰρηνικός),10.11, PG 35, 1161Β.C· «Τριάς δέ, οὐ πραγμάτων ἀνίσων ἀπαρίθμησις […] ἀλλ’ ἴσων καί ὁμοτίμων σύλληψις […] Οὕτω φρονοῦμεν καί οὕτως ἔχομεν, ὡς, ὅπως μέν ἔχῃ ταῦτα σχέσεώς τε καί τάξεως, αὐτῇ μόνῃ τῇ Τριάδι συγχωρεῖν εἰδέναι καί οἷς ἄν ἡ Τριάς ἀποκαλύψῃ κεκαθαρμένοις, ἤ νῦν ἤ ὕστερον». Πρβλ.Ο ΑΥΤΟΣ, Λόγος 31 (Θεολογικός Ε΄), 20, PG 36, 156B· «Γελῶ σου καί τάς προαριθμήσεις καί τάς ὑπαριθμήσεις, αἷς σύ μέγα φρονεῖς, ὥσπερ ἐν τῇ τάξει τῶν ὀνομάτων κειμένων τῶν πραγμάτων […] Τά αὐτά [θεῖα Πρόσωπα] καί προαριθμεῖται καί ὑπαριθμεῖται παρά τῇ Γραφῇ διά τήν ἰσοτιμίαν τῆς φύσεως». Βλ. καί τήν σχετική καί ἐκτενῆ θαυμάσια ἀνάπτυξη στό ΑΓ. ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Θεολογικός πρῶτος καί κατά τῶν τιθεμένων τό “πρῶτον” ἐπί τοῦ Πατρός, 6, ΕΠΕ-Φ 19Β, 32· «Καί προέταξεν ἑαυτόν τοῦ Πατρός [ὁ Υἱός καί Λόγος]. Τί τοῦτο; Ἵνα δείξῃ τό ἐν πᾶσιν ἰσότιμον καί ὁμόδοξον ἑαυτοῦ μετά τοῦ Πατρός καί ὅτι οὔτε ὁ Πατήρ πρῶτος, κἄν αἴτιος τοῦ Υἱοῦ, οὔτε δεύτερος ὁ Υἱός, κἄν ἐκ τοῦ Πατρός, οὔτε τρίτον τό Πνεῦμα τό ἅγιον, κἄν ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύηται […] σύνδρομον γάρ τήν ἄναρχον ἔσχον ἀρχήν καί συναΐδιον»· τήν θέση τοῦ Ἁγίου Συμεών ἐπεσήμανε ἀπό τήν «Πατερική Παράδοση» ὁ Π. ΣΗΜΑΤΗΣ, «Καταδίκη από αγ. Συμεών της περί Πρώτου θεωρίας του κ. Ιω. Ζηζιούλα» (1 Ἰουλ 2012). Βλ. κάτωθι (ὑποσημ. 82) τήν ἀντίθετη «περσοναλιστική» θέση τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας περί «ἀριθμήσεως» (καί «τακτοποιήσεως») τῶν θείων Προσώπων.
[24] ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Λόγοι ἀποδεικτικοί περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 1, 30, ἐκδ. Π. Χρήστου, 1, 58: «Ὡς, καθάπερ ἐπί τῶν δημιουργημάτων ἑκατέρου [Πατρός καί Υἱοῦ] ὑπάρχοντος ἀρχῆς, μία οὐδέν ἧττόν ἐστιν ἀρχή […] Ἐκεῖ μέν γάρ, καθάπερ ἔφημεν, φυσική ἐστιν, ἀλλ’ οὐχ ὑποστατική, διά τοῦτο ἡ δημιουργική δύναμις μία καί ἀμφοῖν· ἐνταῦθα δέ οὐχί τό γόνιμον [τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρός] ἀμφοῖν [ὄχι δηλ. στόν Πατέρα καί τόν Υἱόν]». ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Πρός Ἀκίνδυνον 1, 5, ἐκδ. Π. Χρήστου, 1, 207: «Ἡ δημιουργική ἀρχή μία ἐστίν, ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον […] ἀρχήν καί πηγήν καί αἴτιον καί τόν Υἱόν ἐν ἁγίῳ Πνεύματί φαμεν, οὐχ ἑτέραν, ἄπαγε, ἀλλά τήν αὐτήν, ὡς τοῦ Πατρός δι’ αὐτοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καί προάγοντος καί ἐπανάγοντος καί συνέχοντος καλῶς τά πάντα [δηλ. τά κτίσματα]». ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Λόγοι ἀποδεικτικοί περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 1, 14, ἐκδ. Π. Χρήστου, 1, 41: «…“ἡ ἀρχή τῶν” κτισμάτων τοῦ Θεοῦ [ὁ Υἱός], οὐχ ὡς καταρχή [=χρονική ἔναρξη], ἄπαγε, Θεός γάρ, ἀλλ’ ὡς δημιουργός αὐτῶν· κοινωνός γάρ ἐστι τῆς ἐξ ἧς ταῦτα πατρικῆς ἀρχῆς, ἤ καί τῆς πάντων δεσποτείας ἐστιν ἐπώνυμον».
[25] Ἐκ τῆς α΄ ᾠδῆς τοῦ Τριαδικοῦ Κανόνος ἐν τῷ Μεσονυκτικῷ τῆς Κυριακῆς τοῦ γ΄ ἤχου.
[26] Ἐκ τοῦ β΄ Ἀντιφώνου τῶν Ἀναβαθμῶν τῆς Ὀκτωήχου, ἐν τῷ Ὄρθρῳ τῆς Κυριακῆς τοῦ δ΄ ἤχου.
[27] Ἐπισημαίνουν οἱ ἕξι Μητροπολῖτες στό κατά τοῦ Κειμένου τοῦ Πουσᾶν ὑπόμνημά τους, ὅτι ἡ ἐνδοτριαδική μοναρχία προβάλλεται τούς τελευταίους αἰῶνες ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες κυρίως πρός ἀντιμετώπιση τῆς παπικῆς, ἕνεκα τοῦ Filioque, διαρχίας ἐν τῇ Τριάδι, Πατρός καί Υἱοῦ «Ὑπόμνημα [ἀρ. πρωτ. 28] πέντε Μητροπολιτῶν κατά τῶν ἀποφάσεων τοῦ ΠΣΕ ἐν Πουσάν» (30 Ἀπρ 2014), https://www.impantokratoros.gr/D416764F.el.aspx (καί στή Θεοδρομία 16, 1 [Ἰαν-Μαρ 2014] 90) καί http://anastasiosk.blogspot.com/2014/03/blog-post_3414.html (19 Μαρ 2014).
[28] ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος 29 (Θεολογικός Γ΄), 2, PG 36, 76Β· «Ἡμῖν δέ μοναρχία τό τιμώμενον· μοναρχία δέ, οὐχ ἥν ἕν περιγράφει πρόσωπον […] ἀλλ’ ἥν φύσεως ὁμοτιμία συνίστησι, καί γνώμης σύμπνοια, καί ταὐτότης κινήσεως, καί πρός τό ἕν τῶν ἐξ αὐτοῦ σύννευσις, ὅπερ ἀμήχανον ἐπί τῆς γεννητῆς φύσεως […] Καί τοῦτό ἐστιν ἡμῖν ὁ Πατήρ, καί ὁ Υἱός, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα».
[29] Βλ. περί τοῦ σχετικοῦ κειμένου κατωτέρω, καί τήν ὑποσημ. 92.
[30] ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Κεφάλαια ἑκατόν πεντήκοντα 27, ἐκδ. Π. Χρήστου, 5, 50: «Σύνδουλος οὐκοῦν ἡμῖν ἐστι πᾶσα νοερά φύσις καί κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος, εἰ καί ἡμῶν τιμιώτεροι ὡς σωμάτων ἐκτός ὄντες».
[31] Ψαλμ. 118, 91.
[32] Πρβλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Λόγος Κατηχητικός ὁ Μέγας 3, PG 45, 17D: « … ἀλλ’ ἐπειδάν τό διακεκριμένον ἐν τούτοις κατανοήσῃς, πάλιν ἡ τῆς φύσεως ἑνότης τόν διαμερισμόν οὐ προσίεται, ὡς μήτε τό τῆς μοναρχίας σχίζεσθαι κράτος εἰς θεότητας διαφόρους κατατεμνόμενον, μήτε τῷ Ἰουδαϊκῷ δόγματι συμβαίνειν τόν λόγον». ΑΓ. ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Λόγος Ζ΄ (Εἰς τό Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου) 4, PG 96, 684Α: «Ἐξοστρακισθείς δέ τοῦ ἐνδύματος [ὁ ἄνθρωπος], εἰ μή ταῖς θείαις προμηθείαις ἀντανίστατο, οὐκ ἄν εἰς τήν πολυπαθεστάτην ἀλλοίωσιν κατηγάγετο, ἀντί Θεοῦ μονάρχου πολυθεΐαν σεβόμενος». Βεβαίως, ἡ αἱρετική λατινική ἀναγωγή τοῦ Υἱοῦ σέ δεύτερη ἐνδοτριαδική ἀρχή μετά τόν Πατέρα, ἐπίσης ἀπολήγει οὐσιαστικῶς σέ διθεΐα, ἄρα καί πολυθεΐα (βλ. κάτωθι, ὑποσημ. 54)· τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν λατινική αἵρεση περί κτιστότητος τῆς θείας χάριτος, διότι τότε θά διῃρεῖτο ἡ προσκυνητή καί λατρευτή Θεότητα στήν ἄκτιστη «ὑπερούσιον οὐσίαν» καί στίς … «κτιστές-θεϊκές» (κατά τούς Δυτικούς) ἐνέργειες (πρβλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὅτι Βαρλαάμ καί Ἀκίνδυνος 5, ἐκδ. Π. Χρήστου, 2, 266: «… ἄθεοι ὄντως καί κτισματολάτραι διθεΐται εἰσί, κτιστήν καί ἄκτιστον λέγοντες τοῦ Θεοῦ τήν θεότητα»). Ἀλλά περί ταύτης τῆς διττῆς τριαδολογικῆς διαρχίας τῶν Παπιστῶν «οὐδείς λόγος» ἀπό τούς προδότες «μοναρχιανικούς» Οἰκουμενιστές (!).
[33] Μέ χαρακτηριστική τήν θεολογική θέση τῆς ἀντιχρίστου Μασονίας, τῆς ἀπογόνου τῶν ἀρχαίων Γνωστικῶν, τήν ὁποία καί ἄλλοτε, ἀφοῦ ἐπισημάναμε, ἐπικρίναμε : Β. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ, Το Μαύρο Λεξικό της Ελληνικής Μασονίας [ἐπανέκδοση τῆς ἀπό τοῦ 1951 Ἐγκυκλοπαιδείας τῆς Ἐλευθέρας Τεκτονικῆς τοῦ Ν. Λάσκαρι], εκδ. Βασδέκης, Αθήνα 2001, σ. 392 (β΄μέρους): «Εἰς ὅλας τάς ἀρχαίας μυθολογίας ὑπῆρχον Τριάδες ἀποτελούμεναι ἀπό τήν μυστηριώδη ἕνωσιν τριῶν θεοτήτων. Ἑκάστη τριάς ἐθεωρεῖτο γενικῶς ὡς ἀποτελουμένη ἀπό ἕνα δημιουργόν, ἕνα συντηρητήν καί ἕνα καταστροφέα». Ἐν τῇ συνεχείᾳ τοῦ λήμματος φαίνεται, ὅτι ὁ Τεκτονισμός μειγνύει τίς (ἀντίθετες) ἐνέργειες αὐτές καί ἀναδεικνύει ἕνα Θεό, ἐμφανιζόμενο μόνο – καί ὄχι τῇ ἀληθείᾳ ὑπάρχοντα – σέ τρία πρόσωπα (σαβελλιανικῶς, σάν μέ ἐναλλασσόμενα προσωπεῖα).
[34] ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΑΠΟΛΟΓΗΤΗΣ, Πρός Αὐτόλυκον 2, 4 PG 6, 1052B: «Εἶτα ὑποτίθενται Θεόν καί ὕλην ἀγένητον, καί ταύτην φασί συνηκμακέναι τῷ Θεῷ. Εἰ δέ θεός ἀγένητος καί ὕλη ἀγένητος, οὐκ ἔτι ὁ θεός ποιητής τῶν ὅλων ἐστίν κατά τούς Πλατωνικούς, οὐδέ μήν μοναρχία θεοῦ δείκνυται, ὅσον τό κατ’ αὐτούς». ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Κατά Μανιχαίων 11, PG 94, 1516A.B: «Καί τοῦτο δέ ἡμῖν ἐρωτῶσιν εἴπατε· Ἡ πολυαρχία ἐστί καλόν καί στάσιμον καί τακτικόν ἤ ἡ μοναρχία; Πᾶσι δῆλον, ὡς ἡ πολυαρχία ἀναρχία ἐστί καί στασιώδης καί πολέμου καί μάχης καί κακῶν αἰτία καί λύσεως, ἡ δέ μοναρχία βεβαία καί ἔννομος καί εἰρήνης αἰτία καί τάξεως καί γαλήνης καί δικαιοσύνης καί τῆς ἐπί τό κρεῖττον αὐξήσεως. Εἰ οὖν δύο ἀρχαί ἄναρχοι καθ’ ὑμᾶς, πολυαρχία ἀρχή τῶν ὄντων, καί ἀρχή τῶν πάντων κακία, καί οὕτω μία ἀρχή ἡ κακία». Τά ἀγαθά τῆς τοῦ Θεοῦ μοναρχίας ἐκπηγάζουν ἀπό τήν παναγαθότητα, πανσοφία καί παντοδυναμία Του. Ἀντιθέτως, στούς ἀνθρώπους (καί Ἐπισκόπους καί Πατριάρχες), ἐνδεχομένη «μοναρχία» ἀντί τῆς ἐν Πνεύματι συνοδικότητος καί συνεπομένη ἀσυδοσία, εἶναι χείμαρρος κακῶν· διότι, ἄν ἡ ἐξουσία φθείρει, τότε ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία φθείρει ἀπόλυτα (“Power tends to corrupt, and absolute power corrupts absolutely. Great men are almost always bad men”, Lord Acton, 1887).
[35] Ἐκ τοῦ α΄ Ἀντιφώνου τῶν Ἀναβαθμῶν τῆς Ὀκτωήχου, ἐν τῷ Ὄρθρῳ τῆς Κυριακῆς τοῦ α΄ ἤχου.
[36] Βλ. τό εἰδικό κεφάλαιο «Ἡ ταυτότης θελήσεως καί ἐνεργείας τῶν τριῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος ἐν τῇ διακυβερνήσει τῆς Ἐκκλησίας» στό Κ. ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ, Ἡ οὐσία καί τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν διδασκαλίαν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀθῆναι 1958, σσ. 125ἑἑ. Περί τοῦ Θεανθρώπου ὡς Κεφαλῆς καί τοῦ Παρακλήτου ὡς ψυχῆς τῆς Ἐκκλησίας, βλ. αὐτόθι, σσ. 128-140.
[37] Ἀκόμη καί ὅταν στήν Ἐκκλησιολογία διδάσκεται, σέ περιχώρηση μέ τήν Τριαδολογία, ἡ ἄρρηκτη σχέση τοῦ Θεοῦ Πατρός πρός τήν Ἐκκλησία, δέν μπορεῖ νά παραθεωρεῖται, ὅτι ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρός, τελεσιουργήθηκε δι’ Υἱοῦ: «Ὅλως ἰδιάζουσαν θέσιν κατέχει ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τό δεύτερον πρόσωπον[sic] τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ» (Κ. ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ, αὐτόθι, σ. 128) καί κατά συνέπειαν, ἀντιθέτως πρός τήν ἀναφανεῖσα πατρο-κεντρική ἐκκλησιολογία, «τήν θέσιν τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ διαβλέπει ὁ θεῖος Χρυσόστομος καθοριζομένην κατ’ ἐξαίρετον τρόπον ἐν τοῖς περί τήν Ἐκκλησίαν προσδιορισμοῖς τοῦ Παύλου, “Σῶμα Χριστοῦ” καί “Νύμφη Χριστοῦ”» (αὐτόθι, σ. 106ἑ.). Πρβλ. Ἱερομ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΜΠΟΥΛΟΒΙΤΣ, ἔνθ’ ἀνωτ, σ. 369ἑ. «… [ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ] τό μυστήριον τῆς θεώσεως ἔχει ἐν ταὐτῷ χριστολογικόν καί πνευματολογικόν χαρακτῆρα. Κατ’ ἀκρίβειαν δ’ εἰπεῖν, ἔχει χαρακτῆρα τριαδολογικόν», πλήν (αὐτόθι, σ. 365) «Τό θεμέλιον καί τό κέντρον τοῦ μυστηρίου τῆς θεώσεως ἡμῶν κεῖται ἐν τῷ μυστηρίῳ τῶν μυστηρίων – ἐν τῇ ἀφάτῳ καί ἀπερινοήτῳ Ἐνανθρωπήσει τοῦ Θεοῦ Λόγου».
[38] Α΄ Τιμ. 3, 15 καί Ἐφ. 1, 22.23
[39] Α΄ Κορ. 3, 11: «Θεμέλιον γάρ ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός», Ἐφεσ. 2, 20-22 «ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομή συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναόν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· ἐν ᾧ καί ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι».
[40] Πρβλ. Δ. ΛΙΑΛΙΟΥ, Ἑρμηνεία τῶν Δογματικῶν καί Συμβολικῶν Κειμένων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. Α΄, ἐκδ. Ἀφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 112ἑ.
[41] ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΣΚΥΘΟΠΟΛΙΤΗΣ, Βίος τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Σάββα, §56, στό Kyrillos von Skythopolis, von Eduard Schwartz, Hinrichs Verlag, Leipzig 1939, s. 152: «Ὁ ἀββᾶς Θεοδόσιος ἀφίησιν τοιαύτην φωνήν τῷ λαῷ λέγων· εἴ τις οὐ δέχεται τάς τέσσαρας συνόδους ὡς τά τέσσαρα εὐαγγέλια, ἔστω ἀνάθεμα» (ΕΠΕ-Φιλοκαλία 5, 344). Βλέπε χαρακτηριστικῶς καί τήν ταυτόσημη διακήρυξη τοῦ Πάπα Μεγάλου Γρηγορίου Α΄ τόν ἴδιο (6ο) αἰῶνα· S. GREGORIUS PAPA I, Epistolae III, x (Ad Savinum subdiaconum), PL 77, 613B·«Sic quator Synodos Sanctae universalis Ecclesiae sicut quator libros Sancti Evangelii recipimus» (μτφρ.: «Λοιπόν, ἀποδεχόμεθα τάς τέσσαρας ἱεράς Συνόδους τῆς Ἁγίας καθολικῆς Ἐκκλησίας καθώς τάς τέσσαρας βίβλους τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου»). Στό Ἀρχιμ. ΣΠ. ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, τόμ. Α΄, ἐκδ. Ἀδελφότητος «Εὐνίκη», Ἀθῆναι 1988[2], σ. 69.
[42] Βλ. ἐπίσης ἐνδεικτικῶς· ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΣ, Θεολογικόν ἤ Ἱερά Θεολογία, εἰσαγ. Ἀρχιμ. Εἰρηναίου Δεληδήμου, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 126: «Ἐφεδρεύει τοίνυν δικαστής ἡ ἐκκλησία διά Συνόδων τῶν οἰκουμενικῶν, ἐν ταῖς ἅπαντας τούς Χριστιανούς ἀφορώσαις ὑποθέσεσιν». ΑΓ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ,Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1990,σ. 120· «Εἶπα δέ ὅτι ἔσχατος κριτής ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ δέν εἶναι ἡ ἁγία Γραφή, ὡς λέγουσι τοῦτο οἱ Λουθηροκαλβινισταί, ἀλλ’ ἡ Οἰκουμενική σύνοδος, καθ’ ὅτι εἰς πολλά μέρη ἀσαφῶς λαλοῦσα ἡ θεία Γραφή, καί ἕκαστος τῶν αἱρετικῶν πρός τήν ἐδικήν του αἵρεσιν στρεβλῶν τό ἀσαφές νόημα τῶν Γραφῶν, ἐξ ἀνάγκης χρειάζεται ἑρμηνέα διά νά ἐξηγήσῃ τό ἀληθές νόημα, ὅς τις δέν εἶναι ἄλλος, παρά ἡ Οἰκουμενική σύνοδος».
[43] Ἐγκύκλιος πατριαρχική καί συνοδική ἐπιστολή – Ἀπάντησις τῆς ἐν ΚΠόλει Συνόδου τοῦ 1895 πρός τόν Πάπαν Λέοντα ΙΓ΄ §§14.16, ἐν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. ΙΙ, Akademische Druck und Verlagsanstalt, Graz-Austria 1968[2], 938.940 [1024.1026]: «Ἀλλ’ ἀνατρέχοντες εἰς τούς Πατέρας καί τάς οἰκουμενικάς Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων ἐννέα αἰώνων πληροφορούμεθα, ὅτι οὐδέποτε ἐθεωρήθη ὁ ἐπίσκοπος Ῥώμης ὡς ἡ ἀνωτάτη ἀρχή καί ἀλάνθαστος κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅτι πᾶς ἐπίσκοπός ἐστι κεφαλή καί πρόεδρος τῆς ἑαυτοῦ κατά μέρος Ἐκκλησίας, ὑποκείμενος μόνον ταῖς συνοδικαῖς τῆς καθόλου Ἐκκλησίας διατάξεσί τε καί ἀποφάσεσιν ὡς μόναις ἀλανθάστοις, ἥκιστα τοῦ κανόνος τούτου ἐξαιρουμένου τοῦ Ἐπισκόπου Ῥώμης, ὡς δείκνυσιν ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, μόνος δέ αἰώνιος ἀρχηγός καί κεφαλή ἀθάνατος τῆς Ἐκκλησίας ἐστίν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός […] Ἐν σπουδαίοις δέ ζητήμασι, δεομένοις τοῦ κύρους τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, ἐγίνετο ἔκκλησις εἰς οἰκουμενικήν Σύνοδον, ἥτις μόνη ἦν καί ἔστι τό ἀνώτατον ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ κριτήριον. Τοιοῦτον ὑπῆρχε τό ἀρχαῖον τῆς Ἐκκλησίας πολίτευμα· οἱ δέ ἐπίσκοποι ἦσαν ἀνεξάρτητοι ἀπ’ ἀλλήλων καί ἐλεύθεροι ὅλως ἐν τοῖς ἰδίοις ἕκαστος ὁρίοις, μόνον ταῖς συνοδικαῖς διατάξεσιν ὑπείκοντες, καί παρεκάθηντο ἴσοι πρός ἀλλήλους ἐν ταῖς συνόδοις· οὐδείς δέ αὐτῶν διεξεδίκει ποτέ μοναρχικά δικαιώματα ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας».
[44] Κείμενον Β΄ «Τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας», στό Ἐπίσκεψις 259 (1981) 12. Στό ΓΡ. ΛΙΑΝΤΑΣ, Διορθόδοξος Διακονία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος και η συμβολή των δύο Εκκλησιών στους διμερείς θεολογικούς διαλόγους με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και την Εκκλησία των Παλαιοκαθολικών, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 107.
[45] Κείμενον Α΄ «Ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας καί ἐν τῇ Ἐκκλησία», στό Ἐπίσκεψις 259 (1981) 9.
[46] ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ,Περί τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ αὐτοῦ ἐξορίᾳ, ἤτοι ἐν Βιζύῃ 12, PG 90, 145C.D· «Εἰ τάς γενομένας συνόδους αἱ κελεύσεις τῶν βασιλέων κυροῦσιν, ἀλλ’ οὐχί εὐσεβής πίστις, δέξωνται καί τάς κατά τοῦ ὁμοουσίου γενομένας συνόδους, ἐπειδή κελεύσει βασιλέων γεγόνασι». Αὐτόθι 12.13, PG 90, 148A.B· «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καί ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβής τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἅς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν […] ΘΕΟΔ. Ὡς λέγεις ἐστίν· ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης ἐγκρίνει τάς συνόδους».
[47] ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓ. ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ, Ἐμπειρική Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας (κατά τίς προφορικές παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη), τόμ. Β΄, ἐκδ. Ἱ.Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβαδειά 2011, σ. 442: «Ἡ μελέτη τῶν ὀρθοδόξων Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀποδεικνύει ὅτι οἱ ἀποφάσεις τους εἶναι ὀρθόδοξες, γιατί στηρίχθηκαν σέ Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον γνώριζαν θεωρητικά τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἦταν καί φορεῖς τῆς ἀποκαλύψεως. Ὁπότε οἱ θεούμενοι Πατέρες ἔδωσαν κύρος στήν Σύνοδο καί ὄχι ἡ Σύνοδος στούς Πατέρες».
[48] Ματθ. 18, 20· «οὗ γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τόν ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν».
[49] Πρβλ. ἐξαποστειλάριον ἐν τῷ Ὄρθρῳ τῆς Τετάρτης μετά τήν Πεντηκοστήν: «Καθώς ἐπηγγείλατο αὐτεξουσίως μολόν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τοῖς Ἀποστόλοις, Χριστέ, εἰς μίαν συνήρμοσε Πίστεως συμφωνίαν τῆς ἀκτίστου Τριάδος γλώσσας τάς διαφόρους τῆς ἐθνῶν πανσπερμίας». ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὁμιλία 15 (τῇ Κυριακῇ τῶν Βαΐων) PG 151, 188B· «… πάντες διά τῆς Αὐτοῦ χάριτος ἕν ἐσμεν τῇ πίστει τῇ εἰς Αὐτόν καί εἰς ἕν Σῶμα τελοῦμεν τῆς Αὐτοῦ Ἐκκλησίας, κεφαλήν μίαν ἔχοντες Αὐτόν καί ἕν Πνεῦμα ἐποτίσθημεν διά τῆς τοῦ Παναγίου Πνεύματος χάριτος».
[50] Β΄ Πετρ. 1, 4
[51] ΑΓ. ΜΑΡΚΟΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ,Πρός τά δεύτερα, Canon Gr. 49, φ.76v. (εἶναι ὁ ἀνέκδοτος καί καείς κῶδιξ Μ. Σπηλαίου 48,2) « … ἁπάντων ἐν ἡμῖν γινομένων (φυσικά γάρ εἰσιν ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ), συμμορφούμεθα κατ’ αὐτά τῷ Θεῷ καί κοινωνοί γινόμεθα θείας φύσεως, ὡς ὁ θεσπέσιος ἔφη Πέτρος· καί τῶν πολλῶν ἡμῶν ἑτεροτήτων συμπτυσσομένων, ἑνούμεθα διά τούτων ἑαυτοῖς τε καί τῷ Θεῷ, τῷ ἑνιαίως ταῦτα προέχοντί τε καί ὑπερέχοντι. Καί τοῦτό ἐστιν ἡ προσδοκωμένη θέωσις τοῖς ἀξίοις – ἡ κοινωνία τῶν θείων ἰδιωμάτων, ἐφ’ ὅσον ἐστίν ἐγχωροῦν» (στό Ἱερομ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΜΠΟΥΛΟΒΙΤΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ.375).
[52] Πρωτ. ΑΝ. ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καί ὁ Ἐπίσκοπός της στά Πρακτικά καί στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐκδ. Χριστιανικός Ὀρθόδοξος Φιλανθρωπικός Σύλλογος Φίλων Ἱ. Ἡσυχαστηρίου Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου «Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Λητή Θεσσαλονίκης 2016.
[53] Βλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Λόγοι ἀποδεικτικοί περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 1, 15, ἐκδ. Π. Χρήστου, 1, 44: «Πῶς δέ οὐκ ἄν τό Πνεῦμα εἴη κτίσμα; Ἐπί γάρ τῶν κτιστῶν ὁ Υἱός συναίτιος».
[54] Βλ. χαρακτηριστικῶς ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Λόγοι ἀποδεικτικοί περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 1, 37, ἐκδ. Π. Χρήστου, 1, 68: «Ἐπεί τοίνυν κατά ταῦτα λέγουσιν ἐκ τῶν δύο τό ἕν [οἱ Λατῖνοι δηλ., διά τοῦ Filioque], καθ’ ἅ καί ἡ ἀρχή καί τό αἴτιον καί νοεῖται καί λέγεται, ἐκ δύο ἀρχῶν λέγουσι τό ἕν καί δύο ἀρχάς καί δύο αἴτια καί πολυθεΐαν εἰσάγουσιν. Οὐ γάρ μόνον ὅτι μία φύσις εἷς Θεός, ἀλλ’ ὅτι καί εἰς ἕν πρόσωπον τήν ἀναφοράν ἔχει τά ἐξ αὐτοῦ, καί εἰς ἕν αἴτιον καί μίαν ἀρχήν τά ἐξ ἀρχῆς ἀναφέρεται». Ἐπίσης Ο ΑΥΤΟΣ, Λόγοι ἀποδεικτικοί περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 1, 40, ἐκδ. Π. Χρήστου, 1, 70: «Ὁρᾶς ἀθετουμένην σαφῶς τήν μοναρχίαν καί τό καθ’ ὑπόστασιν ἑνιαῖον τοῦ Πατρός ὑπό τῶν λεγόντων καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα καί μή ἀναγόντων ἑκάτερον τῶν προσώπων εἰς μίαν μόνην τήν τῆς Θεότητος πηγήν;». Βλ. καί ΑΝΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, «Πνευματολογία εἰς τόν Ἡσυχασμόν τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ», στό Ο ΑΥΤΟΣ, Μαρτυρία καί διακονία τῆς Ὀρθοδοξίας σήμερα, τόμ. ΙΙΙ, ἐκδ. Ἀφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1998, σ.126
[55] Πρβλ. Πρωτ. Θ. ΖΗΣΗΣ, Ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι. Ἀρχές καί κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, Πατερικά 1, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 180 καί τήν αὐτόθι σχετική θέση τοῦ Π. ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ, Ἡ Ὀρθοδοξία, μτφρ. Ἀγ. Μουρτζόπουλος, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 41: «Ἐνῷ ἡ Ὀρθοδοξία βιώνεται ὡς συνεχιζόμενη Πεντηκοστή, ἀντλώντας ἀπό τοῦτο τήν ἀρχή μιᾶς ἐξουσίας συλλογικῆς, συνοδικῆς, στήν Δύση ἡ Ρώμη αὐτοβεβαιώνεται ὡς συνεχιζόμενος Πέτρος, μόνος ἡγεμόνας καί ἐκπρόσωπος (βικάριος) ὅλων τῶν ἐξουσιῶν τοῦ Χριστοῦ».
[56] Ὥστε ἀκόμη καί ὁ ἐκ τῶν Οἰκουμενιστῶν καί διωκτῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπίσκοπος πρώην Ζαχουμίου καί Ἐρζεγοβίνης κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΕΦΤΙΤΣ, νά διορθώνει, μέ γνώμονα τούς ἁγίους Πατέρες, τήν «περιεκτική» ἐκκλησιολογία τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι: «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ περί τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας» Θεολογία 81, 4 (2010) 137-158.
[57] ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΟΥΣΠΕΝΣΚΥ, Ἡ Θεολογία τῆς Εἰκόνας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μτφρ. Σπ. Μαρίνης, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1998, σ. 671.
[58] Καθώς καιρίως ἐπισημαίνει σέ σχετική ἑνότητα ἄρθρου του ὁ Πρωτ. N. LOUDOVIKOS, «Person instead of Grace and Dictated Otherness; John Zizioulas’ Final Theological Position», The Heythrop Journal XLVIII (2009) 1-5.
[59] Ἔχουμε δέ ἐπισημάνει τίς σχετικές γεωπολιτικές παραμέτρους καί στό ἡμέτερο «Ὁ Μασόνος Πατριάρχης Ἀθηναγόρας Α΄, ἡ πολιτική τῶν ΗΠΑ καί ἡ σημερινή Οὐκρανία» (29 Ἀπρ 2018), https://www.katanixis.gr/2018/04/blog-post_825.html (καί Θεοδρομία 20, 3 [Ἰουλ-Σεπ 2018] 454-499).
[60] Πρωτ. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, «Ὀρθόδοξος καί Βατικάνειος συμφωνία περί Οὐνιτισμοῦ», στό Καιρός – τόμος τιμητικός στόν Ὁμ. Καθηγητή Δαμιανό Δόικο, ΕΕΘΣΠΘ(Τμ.Θ.) (Νέα Σειρά) 5 (265) «… οἱ Φρἀγκοι ἀπό σκοποῦ προκαλοῦσαν μόνιμο σχίσμα ὡς μέρος τῆς ἀμυντικῆς τους στρατηγικῆς κατά τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί τῶν σχεδίων τους διά παγκόσμιον κυριαρχίαν».
[61] J. HUXLEY, «A New World Vision», The Humanist 39 (March-April 1979) 38: «The unifying of traditions into a single common pool of experience, awareness, and purpose is the necessary prerequisite for further major progress in human evolution. Accordingly, although political unification in some sort of world government will be required for the definitive attainment of this stage, unification in the things of the mind is not only necessary also, but it can pave the way for other types of unification». Τό παράθεμα στό θαυμάσιο κατά τοῦ ἐξελικτισμοῦ βιβλίο τοῦ H.M. MORRIS, That Their Words May Be Used Against Them. Quotes from Evolutionists Useful for Creationists, Master BooksInc., Green Forest AR, 1997, σ. 392.
[62] R. MULLER, Essays on Education, ed. Joanne Dufour, (ἄ.χ.) σ.59: «I hope that religious leaders will get together and define before the end of this century the cosmic laws which are common to all their faiths […] They should tell the politicians what the cosmic laws are, what God, or the gods, or the cosmos are expecting from humans […] We must hope also that the Pope will come before the year 2000 to the United Nations, speak for all the religions and the spiritualists on this planet and give the world the religious view of how the third millenium should be a spiritual millenium, a millenium which will see the integration and harmony of humanity with creation, with nature, with the planet, with the cosmos and with eternity».
[63] Βλ. τήν ἐκ μέρους τοῦ καθηγητοῦ Ἀλεξάνδρου Κύρου παρότρυνση πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, νά ἀξιοποιήσει τήν «δυναμική» τῶν σημερινῶν ἀναγκῶν τῶν ΗΠΑ σέ Ρωσσία καί Ἀν. Μεσόγειο, στό ἡμέτερο «Ὁ Μασόνος Πατριάρχης Ἀθηναγόρας Α΄ …», Θεοδρομία, ἔνθ ἀνωτ., σσ. 469.499.
[64] Π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στη δίνη του Ψυχρού Πολέμου. Η εκλογή του Πατριάρχη Αθηναγόρα (1948), εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2017, σ. 67. Βλ. καί τήν ἀναφορά τοῦ Ἀμερικανοῦ διπλωμάτη, ὑποπροξένου στήν ΚΠολη Rivinus (17 Ὀκτ 1947) : «I personally feel that the question of the patriarchate is a vital one. I am at present engaged in a small piece of research in an effort to demonstrate country by country just how far behind the well-known curtain a strong ecumenical patriarch could reach» (National Archives Department of State, Classified General Records 1936-1958, 840.4 στό Π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ.68, ὑποσημ. 69). Ἀναδεικνύεται ἐδῶ, λοιπόν, ὅτι ἡ χρηστικότης τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου στούς Ἀμερικανούς δέν ἦταν ἁπλῶς «ἀμυντική», ἔναντι τῆς πολιτισμικῆς (ὅθεν καί θρησκευτικῆς) ἐπιθετικότητος τοῦ (μετ’ ὀλίγον συμπαγέντος) Συμφώνου τῆς Βαρσοβίας, ἀλλά προοριζόταν καί γιά ἐνεργοποίηση behind enemy lines, ὄπισθεν τοῦ Σιδηροῦ Παραπετάσματος.
[65] Κατά τήν παρατήρηση τοῦ Dr. D. CONVERSI, «The Limits of Cultural Globalisation?», Journal of Critical Globalisation Studies 3 (2010), 42f.: «If Americanisation materialized and expanded before globalisation, can globalisation be described as one of the many consequences and aspects of Americanisation? Is globalisation thus inconceivable without Americanisation? If we firmly stand by our definition and division in historical stages, the answer is largely yes: in its present-day form, globalisation could not have taken place without the preceding export of profit-prizing values, norms and ideology first conceived and applied by US elites». Ὁ δρ. Ντανιέλ Κονβέρσι ἐργάζεται στό Βασκικό Ἵδρυμα Ἐπιστημῶν Ikerbasque.
[66] Πρβλ. Ι.Μ. ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ, «Ὀρθόδοξες ἐκκλησιολογικές (ἐκ)πτώσεις στό Porto Alegre» (https://www.impantokratoros.gr/B46B3299.el.aspx),
[67] Βλ. τήν εὐρεῖα καί διεισδυτική ἀνάλυση τῶν διαχειριστῶν τοῦ Ἱστολογίου «Κατάνυξις» «Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου καί ἡ αἱρετική διδασκαλία περί “εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας”»(6 Μαρ 2014), https://www.katanixis.gr/2014/03/blog-post_676.html
[68] Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ A.TORRANCE, Persons in Communion, an Essay on Trinitarian Description and Human Participation, T&T Clark Ltd., Edinburgh 1996, σ. 35 (ὑποσημ. 69), περί τῆς ἤδη ἀπό τοῦ 1975 συγκλίσεως τῶν δύο διανοητῶν, καθώς καί ὁ N. LOUDOVIKOS, «Person instead of Grace…», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 3.
[69] Περί τῆς ἰδεολογικῆς αὐτῆς γραμμῆς βλ. ὅσα λέγει σέ σχετική εἰσήγησή του ὁ Πρωτ. καθηγητής π. Ν. ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ, «Ο π. Νικ. Λουδοβίκος για το “Πρόσωπο”» (5 Δεκ 2011) https://www.youtube.com/watch?v=z-6kYUhSvdc καθώς καί τό ἄρθρο του Πρωτ. N. LOUDOVIKOS, ἔνθ’ ἀνωτ., 2ἑ. Γιά τήν ὀντολογία τοῦ προσώπου ὡς (ἤ καί) τῆς σχέσεως στήν δυτική θεολογία ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς (νεο)σχολαστικῆς μή διακρίσεως ἐπί Θεοῦ τῶν ἀκτίστων οὐσίας-ἐνεργειῶν (K. Barth, K. Rahner, J. Ratzinger, W. Kasper, J. Moltmann καί W. Pannenber), βλ. Δρ. Γ. ΣΙΣΚΟΣ, «Σημαντικοί σταθμοί με ερμηνευτική την οντολογία της σχέσης στη δυτική Χριστιανοσύνη του 20ου αιώνα» (13 Ὀκτ 2018) στό πλαίσιο σχετικοῦ Συνεδρίου https://www.pemptousia.gr/video/simantiki-stathmi-me-ermineftiki-tin-ontologia-tis-schesis-sti-ditiki-christianosini-tou-20ou-eona/.
Γιά τήν ἀξιοποίηση καί τροποίηση τῶν περί «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας» ἀπόψεων τῶν π. Ν. Ἀφανάσιεφ καί Ἀλ. Σμέμαν, βλ. τό ὑποστηρικτικό τοῦ π. Ἀφανάσιεφ (καί ἐπικριτικό τοῦ Μητρ. Περγάμου) ἄρθρο V. ALEXANDROV, «Nicholas Afanasiev’s Ecclesiology and Some of Its Orthodox Critics», Sobornost 31, 2 (2009) 45-68.
[70] J. ZIZIOULAS, Communion and Otherness. Further Studies in Personhood and the Church, London 2006 (φάκελος), 41ἑ. καί ὑποσημ. 82: «Through the call, Adam is constituted, therefore, as a being other than God and the rest of creation […] This is the costitutive event of humanity. Outside this event of divine call, humanity is part of animal species […] By making the human being emerge as a particularity in creation through the divine call, we are defining it as a being distinguished from the rest of the animals not genetically, but by way of relationship to God and the rest of creation, that is, by freedom». Βλ. τήν ἐπισήμανση καί τό ἐπ’ αὐτοῦ σχόλιο τοῦ – θετικῶς πρός αὐτά διακειμένου – Δρος Daniel Munteanu: «Zizioulas geht sogar so weit und bejaht die Konstitution Adams durch den Ruf Gottes. Adam gewinnt seine Identität als jemand anderes erst durch diesen Ruf. Der Unterschied zwischen dem Menschen und den Tieren liegt laut Zizioulas nicht in der menschlichen Natur, die sehr schwer vom Rest der Säugetierte differenziert werden kann, sondern im erwähnten Ruf Gottes» (D. MUNTEANU, “Anthropologie der Freiheit. Grundlagen des trinitarischen und ekklesiologischen Freiheitsverständnisses von Johannes Zizioulas”, Ökumenische Rundschau 62 (Januar-Märch 2013) 70.71).
[71] «Αὐτό μᾶς ἐπιτρέπει νά ποῦμε ὅτι εἶναι καλύτερα πού ὁ Ἀδάμ ἔπεσε διατηρώντας τό δικαίωμά του στήν ἀπόλυτη ἐλευθερία, παρά ἄν εἶχε παραμείνει ἄπτωτος ἀρνούμενος αὐτό τό δικαίωμα, πρᾶγμα πού θά τόν ὑποβίβαζε στή θέση τοῦ ζώου» (ΙΩ. ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ, Ἡ κτίση ὡς εὐχαριστία. Θεολογική προσέγγιση στό πρόβλημα τῆς Οἰκολογίας, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1992,σ.111). Ἡ ἐπισήμανση καί κριτική τῆς (μασονικῆς προελεύσεως) θέσεως αὐτῆς, στό Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΣ, Οἰκουμενισμός ἤ Ὀρθοδοξία; Ἡ κρίσις τῆς θεολογίας τοῦ Ἰω. Ζηζιούλα, ἀνάτυπον ἐκ τοῦ «Ὀρθ. Τύπου», Ἀθῆναι 1993, σ. 46.
[72] Πρβλ. «Ὁ ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος Γιέφτιτς μεταφέρει στή Σερβία τήν θεολογία τοῦ Μητροπολίτη Ἰωάννη Ζηζιούλα» (24 Ἰουλ 2010), http://thriskeftika.blogspot.com/2010/07/o_24.html καί τοῦ ἀδίκως ἐπί ἔτη διωκομένου Ἱερομ. ΣΥΜΕΩΝ ΒΙΛΟΦΣΚΙ, «Οἱ θεολογικές μου διαφορές ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἀθανάσιο Γιέφτιτς», Θεοδρομία ΙΓ΄1 (Ἰαν-Μαρ 2011) 151-159.
[73] Ὑποστηρικτές ἤ καί μαθητές τοῦ Μητρ. Περγάμου, θεολόγους καί μή (ἐν οἷς διακρίνονται, νομίζω, καί λόγῳ ἀκαδημαϊκῆς περιωπῆς ὁ ὁμότιμος καθ. τοῦ ΑΠΘ Γ. Μαρτζέλος, ὁ καθ. Ἀριστοτέλης Παπανικολάου τοῦ Fordham University τῆς Ν. Ὑόρκης, ὁ καθ. τοῦ ΕΚΠΑ Στ. Γιαγκάζογλου καί ἄλλοι) βλ. στήν τιμητική ἔκδοση «Πρόσωπο, Εὐχαριστία καί Βασιλεία τοῦ Θεοῦ σέ ὀρθόδοξη καί οἰκουμενική προοπτική», ἐκδ. Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου-Ἐκδοτική Δημητριάδος, Βόλος 2016 (σσ. 350). Βεβαίως, ἦταν ὁ «διδάσκαλος» τοῦ κ. Ζηζιούλα καθηγ. Χρῆστος Γιανναρᾶς ἐκεῖνος πού χαρακτήρισε τόν Μητροπολίτη Περγάμου «ὡς τόν σημαντικότερο ὀρθόδοξο θεολόγο τῆς μετά τόν Γρηγόριο Παλαμά ἐκκλησιαστικῆς περιόδου» (Ὀρθοδοξία καί Δύση στή νεώτερη Ἑλλάδα, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1999, σ. 461).
Μεταξύ τῶν κατά καιρούς γραψάντων εἰδικῶς κατά τοῦ Μητρ. Περγάμου ἐπί διαφόρων πτυχῶν τῆς διδασκαλίας του (ἀπό ὅλο τό εὐρύ φάσμα τῶν ὀρθοδόξων θεολογικῶν τάσεων), ἀναφέρονται ἐνδεικτικῶς: οἱ προαπελθόντες καθηγητές ΙΩ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ («Ὀντολογία ἤ Θεολογία τοῦ Προσώπου;», Σύναξις 13.14 (1985) 63-79.35-47), ΣΑΒ. ΑΓΟΥΡΙΔΗΣ («Μποροῦν τά πρόσωπα τῆς Τριάδας νά δώσουν τήν βάση γιά περσοναλιστικές ἀπόψεις περί τοῦ Ἀνθρώπου;», Σύναξις 33 (1990) 67-78) καί ΙΩ. ΚΟΡΝΑΡΑΚΗΣ («Κριτική στις θέσεις “περί προσώπου” τοῦ Ἐπισκόπου Περγάμου κ. Ἰωάννου Ζηζιούλα» http://imglyfadas.gr/portal/gr/details.asp?cdPro=%7BA1DA10EE-FF10-4467-BCA1-F35468DE9879%7D). Ἀκόμη, ὁ καθηγ. Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΣ, «Οἰκουμενισμός ἤ Ὀρθοδοξία;», ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ ὁμότ. καθηγ. (φιλοσοφίας στό Στρασβοῦργο) JEAN-CLAUDE LARCHET, Personne et nature, Les Éditions du Cerf, Paris 2011 (ὅπου καί εἰδικό κεφάλαιο-τό 4ο– κατά τῶν περσοναλιστικῶν θεωριῶν Γιανναρᾶ καί Ζηζιούλα)· βλ. ἐπίσης ἐνδεικτικῶς μεταξύ πολλῶν ἄλλων κειμένων ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓ. ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ (ΒΛΑΧΟΣ), “Ἡ ὀντολογία τοῦ προσώπου”: ἡ συστηματική παρερμηνεία τῶν ἁγίων Ἀθανασίου, Καππαδοκῶν καί Μαξίμου ἀπό τόν Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, Ναύπακτος 2016 (http://www.parembasis.gr/images/anakoinoseis/2016/NI_ONTOLOGIA%20PROSWPOY-PI_FEB2016.pdf) καί τήν σχετική περί «προσώπου» 7η ὑποενότητα στό ἄρθρο-παρέμβαση «Τά οὐσιαστικά προβλήματα μέ τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» (Μάιος 2016), http://www.parembasis.gr/images/AGIA_MEGALH_SYNODOS_2016/NAYPAKTOY-IEROTHEOY_AMSOE-problemata-1.pdf· πλεῖστα ἔχει γράψει ὁ Πρωτοπρεσβύτερος καθηγ. τῆς ΑΕΑΘ π. Ν. Λουδοβῖκος, στά ἐξειδικευμένα ἐν προκειμένῳ πονήματα N. LOUDOVIKOS, «Christian Life and Institutional Church”, στό The Theology of John Zizoulas, ed. D.Knight, Ashgate Publishing Company, Aldershot 2007, 125-132, καί A Eucharistic Ontology: Maximus the Confessor’s Eschatological Ontology of Being as Dialogical Reciprocity, transl. Elizabeth Theokritoff, Holy Cross Orthodox Press, Brookline MA 2010· ἐπίσης, «Person instead of Grace and Dictated Otherness”, ἔνθ’ ἀνωτ., (2009) 1-16 καί «Possession or Wholeness? Maximus the Confessor and John Zizioulas on Person, Nature and Will», Participatio 4 (2013) 258-286 καί τέλος τό Church in the Making: An Apophatic Ecclesiology of Consubstantiality, 21st Century Greek Theologians 1, St. Vladimir’s Seminary Press, New York 2016. Ἐπίσης, ὁ Πρωτοπρ. π. Δημήτριος Μπαθρέλλος (τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Cambridge καί τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν τοῦ Βόλου) ἔχει ἀσκήσει κριτική στόν μονομερῆ ἐπισκοποκεντρισμό τοῦ Μητρ. Περγάμου, στό ἄρθρο του D. BATHRELLOS, «Church, Eucharist, Bishop: The Early Church in the Ecclesiology of John Zizioulas», στό The Theology of John Zizoulas, ἔνθ’ ἀνωτ., 133-145.
Σύνοψη τοῦ περιεχομένου τῆς κριτικῆς πού ἀσκήθηκε ἀπό τούς π. Ν. Λουδοβῖκο καί π. Δ. Μπαθρέλλο, ἀλλά καί ἄλλους Ἕλληνες καί ξένους ἐπικριτές τοῦ κ. Ζηζιούλα (ὅπως εἶναι οἱ καθηγητές Alan J. Torrance, τοῦ St. Andrews University τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σκωτίας, καί Miroslav Volf (ἐπίσης Προτεστάντης), τοῦ Yale University) παρέχει ἡ διδακτορική διατριβή τοῦ JEF. WONG, John Zizioulas’ Ecclesiology of “The One and the Many”, University of Otago, New Zealand 2019 (σσ. 304). Ἐπικριτικές ἐκτιμήσεις τῶν θέσεων τοῦ κ. Ζηζιούλα ἀπό Ὀρθόδοξους θεολόγους (τούς καθηγητές Lucian Turcescu, Andrew Louth and π. John Behr), διαγράφονται ἁδρῶς στό Τ. JIANG, «A critical study on Zizioulas’ ontology of personhood», Open Access Theses and Dissertations 108, 2014.
Βλ. περαιτέρω,Γ. ΚΑΡΑΛΗΣ, «Τό αὐγουστινιακό ὑπόβαθρο τῆς θεολογίας τῶν Παρισίων», Ὀρθόδοξος Τύπος, 1448-1450(1-8-15 Μαρ 2002), τήν κοινή καταγγελία-ψήφισμα πρός τήν Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῶν Συλλόγων «Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης» καί «Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος» (11 Δεκ 2011) (https://paterikiparadosi.blogspot.com/2011/12/blog-post_14.html#more)· ἐνδιαφέρουσα ὡς ὁμολογιακή καί καταγγελτική παρέμβαση εἶναι καί ἡ σχετική ἀρθρογραφία στόν «Ἀμέθυστο», ὅπως λ.χ. ΣΤ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, «Τό ὑποκείμενο ἐκκλησιάζεται» (Δεκ 2010), https://amethystosbooks.blogspot.com/p/blog-page_2152.html καθώς καί ἡ περιεκτική θέαση τοῦ θέματος καί ἀνάλυση στό Π. ΣΗΜΑΤΗΣ, «“Μεταπατερική”, “Βαπτισματική” καί “Εὐχαριστιακή” θεολογία: τά ὅπλα γιά τήν ἅλωση τῆς Ὀρθοδοξίας», α΄ καί β΄ μέρη (30 Ὀκτ & 1 Νοε 2011), http://aktines.blogspot.com/2011/10/blog-post_4931.html.
Δέν ἐπαναλαμβάνω ἐδῶ ὅσες ἐξ ἴσου σημαντικές πηγές καί ἀναλύσεις καταγράφονται σέ ἄλλες ὑποσημειώσεις τῆς παρούσης εἰσηγήσεως, ὅπως τό ὑπόμνημα τῶν ἕξι Μητροπολιτῶν, τό κείμενο τῆς Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν, τό ὁποῖο ἀντικατοπτρίζει τίς θέσεις καί τῶν Πρωτοπρεσβυτέρων καθηγητῶν π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ καί Θεοδώρου Ζήση (ὑποσημ. 27 & 94 τοῦ παρόντος) καί λοιπές συμβολές.
[74] Κατά τήν ἐπισήμανση τοῦ δημοσιογράφου κ. Παπαθανασόπουλου, «Μεταδοτικό μικρόβιο τό παπικό πρωτεῖο …», Θεοδρομία ΙΖ΄1 ( Ἰαν-Μαρ 2015) 155ἑ.· τό σχετικό κείμενο τοῦ π. Σμέμαν εἶχε περιληφθεῖ στόν συλλογικό τόμο «La primauté de Pierre dans l’ Église Orthodoxe» (Editions Delachaux et Niestlé, Neuchâtel, Suisse 1960)· τήν εἴδηση τῆς ἀναλύσεως αὐτῆς τοῦ κ. Παπαθανασόπουλου στήν «Θεοδρομία» ὀφείλω πάνυ εὐγνωμόνως στόν Πρωτ. Π. Θεόδωρο Ζήση.
[75] Εἰσερχόμαστε, βεβαίως, στήν διαμάχη μεταξύ «περσοναλιστῶν» καί (τῶν καταχρηστικῶς λεγομένων) «οὐσιανιστῶν», δηλαδή περί τό θέμα τοῦ ἄν στή Ἁγία Τριάδα ἔχει ὑπαρξιακή προτεραιότητα τό Πρόσωπον τοῦ Θεοῦ Πατρός ἤ ἡ κοινή τῶν Τριῶν θείων Προσώπων οὐσία. Ἡ πατερική Θεολογία παρουσιάζει ἐν τούτῳ ἰσορροπία: ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Λόγοι ἀποδεικτικοί περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 1, 37, ἐκδ. Π. Χρήστου, 1, 68: «Ἀλλ’ ἡμῖν εἷς Θεός, εἰς ἕν αἴτιον καί Υἱοῦ καί Πνεύματος ἀναφερομένων, ἐξ οὗ μόνου ἔχει καί τήν ὕπαρξιν ἑκάτερον αὐτῶν· καί ὅτι μία ἀρχή, ὁ Πατήρ, ὡς καί ὁ θαυματουργός Γρηγόριος λέγει – κατά τοῦτο τοίνυν εἷς Θεός· καί ὅτι μία φύσις τοῖς τρισίν». Συνεπῶς, ὁ Θεός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «ἕνας» λόγῳ καί τῆς μοναδικότητος τῆς θεογόνου ἀρχῆς (τοῦ Πατρός) καί τῆς ἑνότητος καί μονότητος τῆς θείας οὐσίας (βλ. ἐπίσης ἀνωτέρω, ὑποσημ. 54).
Προφανῶς, ἡ αἱρετική περσοναλιστική παρέκκλιση τοῦ Μητρ. Περγάμου ἔκανε πιό αἰσθητή τήν ἀνάγκη τονισμοῦ τῆς σημασίας τῆς θείας Οὐσίας ὡς περιεχομένου τοῦ Προσώπου, καί ὄχι ὡς «ὀντολογικοῦ βάρους» του,ὅπως φρονεῖ ὁ κ. Ζηζιούλας. Βλ. ἐνδεικτικές ἀναφορές στήν πρώιμη φάση τῆς ἀντιπαραθέσεως: Ἱερομ. ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΡΑΝΤΟΒΙΤΣ, ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 189ἑ. (ἰδίως ὑποσημ. 3), μέ ἀναφορά στή σχετική περί «περσοναλισμοῦ» διαφωνία τῶν καθηγητῶν π. Ἰω. Ρωμανίδου καί π. Ἰω. Meyendorff (περί τήν φράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ «οὐ γάρ ἐκ τῆς οὐσίας ὁ Ὤν, ἀλλ’ ἐκ τοῦ Ὄντος ἡ οὐσία»)· βλ. καί τήν ἔτι περισσότερο «περσοναλιστικῆς» τάσεως «γραμμή» τοῦ Ἱερομ. ΕΙΡ. ΜΠΟΥΛΟΒΙΤΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 35-40 (δέν ἀποτελεῖ, λοιπόν, ἔκπληξη ἡ μετά ταῦτα ἐπικράτηση τῆς διδασκαλίας τοῦ κ. Ἰω. Ζηζιούλα στή Θεολογία τοῦ Βελιγραδίου). Ὁ Ἱερομ. π. ΜΑΞΙΜΟΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ, ἐχόμενος – στή συνάφεια αὐτή – τῆς στάσεως τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, τονίζει ὅτι: «Ἦταν ὄντως σκανδαλῶδες γιά τό Μονοθελητικό Περσοναλισμό, πού θρασύτατα ἀντιστρατευόταν τόν Οὐσιανισμό τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας (325) τό νά τονισθεῖ γιά ἄλλη μία φορά ἡ πάγια Προτεραιότητα τῆς Φύσεως ἔναντι τῶν ἐντός αὐτῆς εἴτε ἀναιτίως [σ. τοῦ Πατρός] εἴτε δι’ αἰτίαν [σ. Υἱοῦ καί Πνεύματος] ὑφισταμένων προσώπων, προτεραιότητα ἡ ὁποία ἀνέκαθεν συνιστοῦσε τό κατ’ ἐξοχήν γνώρισμα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας» (ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Θεολογία τῆς Φύσεως, μτφρ. Ἠ. Πετρόπουλος, ἐπιμέλεια-εἰσαγωγή-σχόλια π. Μάξιμος Λαυριώτης, ἐκδ. Ἁρμός, σ. 42ἑἑ.). Βεβαίως, ὑπάρχει καί ἡ γενικώτερη πολεμική κατά τῶν ἀπόψεων τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰ. Ζηζιούλα, ἡ ὁποία συμπερικλείει στήν θεματική της καί τό θέμα τοῦ «περσοναλισμοῦ», ἀνθρωπίνου καί … Τριαδικοῦ ! (βλ. ἀνωτ. ὑποσημ. 73).
[76] JOHN D. ZIZIOULAS, Communion and Otherness; Further Studies in Personhood and the Church, edited by P. McPartlan, ed. T&T Clark, London- New York 2009, σσ. 98: «Whatever exists or happens is given to us by a person […] Whatever we are or have is attributed to an Other – not to Self or to nature […] Faith is thus an attitude of gratitude to every Other and of doxology to the Other par excellence, the author of all otherness» (μόνον πού Αὐτός δέν εἶναι ἕνα πρόσωπο, ἐκτός ἄν ὁ συγγραφεύς εἶναι … Ἰουδαῖος ἤ Χιλιαστής ἤ Μωαμεθανός ἤ Μασόνος)· βλ. ἐπίσης αὐτόθι, σ. 141: «A person is always a gift from someone […] [Persons] owe their being who they are, their distinctive otherness as persons, to another person». Λοιπόν, οἴχεται («πάει περίπατο») ἡ ἐκκλησιαστική διδασκαλία περί κοινῆς δημιουργικῆς ἐνεργείας τῆς Ἁγίας Τριάδος.
[77] Βλ. Παρακάτω (ἑνότητα Ε΄ τοῦ κειμένου, ὑποσημ. 108 & 110), στά κακοδόξως γραφόμενα περί ἐνδοτριαδικῆς δῆθεν «ὑπακοῆς» Υἱοῦ καί Πνεύματος πρός τόν Πατέρα.
[78] Ὅπως ἐπισημαίνουν σχετικῶς μέ τήν ἐπίδραση ἐπί τοῦ Μητρ. Περγάμου τῆς (ἀντι-νεοσχολαστικῆς) “Nouvelle Théologie” (καί τῶν Y.Congar, Μ.D. Chenu, H. de Lubac, K. Rahner, H. Balthasar, J.Daniélu, H. Küng, J. Ratzinger), σέ ἀξιόλογο πόνημά τους, οἱ Μον. ΠΑΪΣΙΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ, Ὀρθόδοξη κριτική ἐπί τοῦ κειμένου Conciliarity and Primacy (Συνοδικότητα καί Πρωτεῖον) τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου Ἰω. Ζηζιούλα, ἐκδ. Ἱ. Κ. Ἁγ. Ἀρχαγγέλων, Ἅγιον Ὄρος 2017, σ. 13.
[79] ΙΩ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 188ἑ.: «Παρά τοῦ ὡς δευτέρου ἀνωτέρω χαρακτηρισθέντος Λουκιανοῦ φαίνεται ὅτι εἶχε διδαχθῆ ὁ Ἄρειος τήν ἀριστοτελικήν φιλοσοφίαν καί ἐνέμενεν εἰς τήν περί κατηγοριῶν διδασκαλίαν τῆς φιλοσοφίας ταύτης. Εἰς τάς κατηγορίας ὑπάγεται, ἐν εὐρυτέρᾳ ἐννοίᾳ, καί ἡ “ἀγενησία” (ἐκ τοῦ γίγνεσθαι), ἀποδιδομένη μόνον εἰς τόν Θεόν (Πατέρα) ὡς εἰς τήν πρώτην ἀρχήν, προαιωνίως ἀκίνητον καί ἀναλλοίωτον οὖσαν, ἑπομένως δέ καί “ἀγέννητον” (ἐκ τοῦ “γεννᾶσθαι”), ἐνῷ ἡ “γέννησις” εἰς τόν Υἱόν ἀποδιδομένη, ἐπιφέρει, κατά τήν ἀνωτέρω σκέψιν, κίνησιν καί μεταβολήν καί ἀλλοίωσιν καί εἶναι ἑπομένως καί γένεσις (δημιουργία-δημιούργημα) […] Κατά τόν Ἄρειον […] ἐδημιουργήθη [ὁ Υἱός] διά τοῦ θελήματος τοῦ Πατρός “ἐξ οὐκ ὄντων” (ἐκ τοῦ μηδενός) ὡς ὁ ἀναγκαῖος μεσάζων διά τήν λοιπήν δημιουργίαν, οὕτω δέ ἔχει καί ἀρχήν (ἔναρξιν)· “ἀρχήν τοῦ κτίζεσθαι ἔσχε καί αὐτός”» (Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Κατά Ἀρειανῶν Λόγοι 1,5 PG 26, 21A).
[80] Πρωτ. καθηγητής π. Ν. ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ, «Ο π. Νικ. Λουδοβίκος για το “Πρόσωπο”» (5 Δεκ 2011) https://www.youtube.com/watch?v=z-6kYUhSvdc (ἀπό τό 9΄ 51΄΄ καί ἑξῆς).
[81] Διότι, παρά τήν τελική παραμονή τοῦ (γνωστοῦ καί στούς Πατέρες) ὅρου «πρόσωπον» στό 1ο κείμενο τῆς «ἉκΜΣ», «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον», δέν ἐγκρίθηκε ἡ προσυνοδική, προβληματική τριαδολογικῶς καί ἀνθρωπολογικῶς, πρόταση περί τοῦ ἀνθρώπου ὡς «συγκεκριμένου φορέως τῆς εἰκόνος τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ καί ὡς κοινωνίας προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων».Βλ. τίς σχετικές ἀποτιμήσεις τῶν κειμένων τοῦ Κολυμπαρίου ὑπό τοῦ κ. Ἱεροθέου στήν «Θεοδρομία»: Μητρ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ & ΑΓ. ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ, «Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο καί ἡ κατάληξή τους», Θεοδρομία ΙΗ΄ 3-4 (Ἰουλ-Δεκ 2016) 410-414.435
[82] Τό ὅτι ἀριθμοῦνται, δέν σημαίνει, ὅμως, καθώς ἐγράψαμε ἀνωτέρω, ὅτι καί ἱεραρχοῦνται· πρᾶγμα γιά τό ὁποῖο ἡ γραφίδα τῶν ἁγίων Πατέρων μᾶς κατέλιπε πολλές μαρτυρίες ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Λόγοι ἀποδεικτικοί περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 1, 33, ἐκδ. Π. Χρήστου, 1, 63: «τήν δέ δεύτερον μέν ἐκ τοῦ Υἱοῦ, τρίτον δέ ἀπό Πατρός τιθεῖσαν [τάξιν] τό Πνεῦμα τό ἅγιον, οὔθ’ ἡμεῖς ἴσμεν οὔτε οἱ διδάσκαλοι καί προασπισταί τῆς ἀληθείας».Αὐτόθι1, 37, ἐκδ. Π. Χρήστου, 1, 68: «… οὐχ ὅτι δεύτερα καί τρίτα τῇ τιμῇ καί τῇ ἀξίᾳ – καί γάρ ὁμότιμα …» (βλ. καί ἀνωτέρω, ὑποσημ. 23).
[83] Γιά τά κείμενα τῆς Ραβέννας καί μία ὀρθόδοξη ἐπ΄ αὐτῶν κριτική βλ. Ἀρχιμ. Γ. ΚΑΨΑΝΗΣ, «Τό Κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα», στό Ἐν Συνειδήσει (ἔκτακτη ἔκδ. Ἱ.Μ.Μ. Μετεώρου) (Ἰούν 2009) 90-99 καί καθ. Δ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Ὀρθόδοξοι προβληματισμοί μέ ἀφορμή τό κείμενο τῆς Ραβέννας», Ἐν Συνειδήσει …, αὐτόθι, σσ. 100-111.
[84] Γ. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ, σ. 153ἑ.
[85] Ὀρθῶς ἐπισημαίνουν τόν καί σέ ἄλλο σημεῖο ἀπαράδεκτο προσδιορισμό ὑπό τοῦ Μητρ. Περγάμου τῆς (ὀρθοδόξως ἀπροσδιορίστου) θείας οὐσίας ὡς τῆς κοινωνίας τῶν θείων Προσώπων οἱ Μον. ΠΑΪΣΙΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 16ἑ. Τό νά δύναται νά προσδιορίζεται ἡ θεία οὐσία, καί δή ὡς ἡ σχέση Πατρός καί Υἱοῦ, ὅπως διεκήρυξαν καί οἱ Σχολαστικοί τῆς μεσαιωνικῆς Δύσεως, συνιστᾷ τόν ἀρχαῖο Εὐνομιανισμό· πρβλ. ΑΓ. ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΜΕΛΕΝΙΚΙΩΤΗΣ, Κατά τοῦ Καθ’ Ἑλλήνων δῆθεν λεγομένου βιβλίου Θωμᾶ Λατίνου, §553, στόΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Καλλίστου Ἀγγελικούδη κατά Θωμᾶ Ἀκινάτου, Ἀθῆναι 1970, σ. 261: «“ Ἡ θεία οὐσία αὐτή ἐστιν ἡ τῆς πατρότητος καί υἱότητος σχέσις” […] Ἔτι· “οὐδέν κωλύει μίαν οὐσίαν ταὐτόν εἶναι καί πατρότητι καί υἱότητι”. Ἐπί τήν προτέραν πάλιν ἄγνοιαν περιπίπτει [σ. ὁ Ἀκινάτης] καί λέγει τοιαῦτα, ὁποῖα νήπιος ταῖς φρεσίν εἶπεν ἄν ἤ Σαβέλλιος καί Εὐνόμιος».
[86] JOHN ZIZIOULAS, «Christologie, Pneumatologie und kirchliche Institutionen aus orthodoxer Sicht» (Sonderdruck; übersetzt von Ursula Schierse), Kirche im Wandel –Eine kritische Zwischenbilanz nach dem Zweiten Vatikanum, Patmos Verlag, Düsseldorf 1982, σ. 133: «Daß die orthodoxe Kirche keinen Papst besitzt, ist richtig (ich meine natürlich: es trifft zu). Aber daß sie statt dessen Konzilien hat, das ist falsch. Die Konzilien werden in der orthodoxen Theologie nicht als Ersatz für den römisch-katholischen Papst verstanden, und dies aus dem einfachen Grund, weil das Konzil nicht die Rolle des Papstes spielen oder sein Amt ersetzen kann. Was die Konziliarität in der orthodoxen Theologie wirklich bedeutet, kann nur im Licht dessen verstanden werden, was ich hier die konstitutive Rolle der Pneumatologie in der Ekklesiologie gennant habe, und im Licht der Tatsache, daß die Pneumalehre den Begriff der Gemeinschaft (communio) einschließt». […] «Basilius scheint über den Begriff der Substanz als einer ontologischen Kategorie nicht sehr glücklich zu sein und sucht ihn – für unser Thema bezeichnend genug – durch den Begriff κοινωνία (Gemeinschaft) zu ersetzen. So spricht er nicht von der Einheit Gottes in Begriffen seiner einen Natur, sondern er zieht es vor, die Einheit in Begriffen der Personengemeinschaft darzustellen. Gemeinschaft ist für Basilius eine ontologische Kategorie. Die Natur, das Wesen Gottes ist Gemeinschaft. Dies bedeutet nicht, daß die göttlichen Personen eine ontologische Priorität vor der einen Substanz Gottes haben, sondern daß die eine Substanz Gottes mit der Gemeinschaft der drei göttlichen Personen zusammenfällt».
[87] JOHN ZIZIOULAS, αὐτόθι, σ.135: «Um diesen Punkt abzuschließen, sei noch einmal betont: Die orthodoxe Kirche wird völlig falsch verstanden, wenn man sie nur für eine Konföderation von Ortskirchen hält. Das orthodoxe Kirchenverständnis erfodert, zumindest in meiner Sicht, eine Institution, die dem Eins-Sein der Kirche und nicht nur ihrer Vielfalt Ausdruck verleiht. Die Vielfalt aber ist nicht dem Eins-Sein untergeordnet: sie ist für das Eins-Sein konstitutiv. Beide Elemente, das Eins-Sein und die Vielfalt, müssen in einer Institution zusammenfallen, die über ein zweifaches Amt verfügt: das Amt des “Ersten” und das Amt der “Vielen” (die Leiter der Ortskirchen)».
[88] Περίπου τήν ἴδια αὐτή ἐποχή («συμπτωματικῶς» …) ὁ ἐπιφανής Παπικός κληρικός Pierre Duprey δήλωνε, ὅτι τό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα θά «σερβιρισθεῖ» στούς Ὀρθοδόξους μέ τρόπο πού νά μᾶς εἶναι ἀποδεκτός καί διαχειρίσιμος, καθώς μαρτυρεῖ ὁ μακαριστός Ἀρχιμ. καί Καθηγούμενος π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, «Ἀνησυχία γιά τήν προετοιμαζομένη ἀπό τό Βατικανό ἕνωσι Ὀρθοδόξων – Ρωμαιοκαθολικῶν» (4 Σεπ 2007), https://alopsis.gr/ανησυχία-για-την-προετοιμαζομένη-από/ : «Πρό τεσσαράκοντα περίπου ἐτῶν συμμετεῖχα σέ σύναξι Ὀρθοδόξων θεολόγων ἐν Ἀθήναις, στήν ὁποία προσκληθείς ὁ γνωστός Ρωμαιοκαθολικός κληρικός καί στέλεχος τοῦ Βατικανοῦ Πιέρ Ντυπρέ μᾶς εἶπε: “Τό Πρωτεῖον θά τό διατυπώσουμε μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε θά τό δεχθῆτε”. Τοῦ παρετήρησα, ὅτι δέν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ διατύπωσις, ἀλλά ἡ οὐσία τοῦ Πρωτείου. Δέν πρόκειται νά δεχθοῦμε Πρωτεῖον μέ τήν ἔννοια πού τό κατέχει ὁ Πάπας τῆς Ρώμης».
[89] JOHN ZIZIOULAS, «Christologie …», ἔνθ’ ἀνωτ., σσ.139.140: «Die gegenwärtige Situation der Orthodoxie aber entspricht weder in theologischer noch in kirchenrechtlicher Hinsicht voll der Tradition, die ich in meinem Referat dargelegt habe. Die synodalen Institutionen spiegeln nicht mehr das wahre Gleichgewicht zwischen dem “Einen” und den “Vielen” wieder, manchmal weil der “Eine” nicht handlunsfähig ist oder überhaupt nicht existiert, und manchmal weil der “Eine” oder die “Einen” mit den “Vielen” nichts im Sinn haben […] Die pyramidenförmige Struktur, die sich in der Kirche noch erhalten haben mag, wird verschwinden. Und es mag sogar das Haupthindernis der kirchlichen Einheit, das Papstamt, in ein positiveres Licht gerückt werden. So vieles und vielleicht noch viel mehr hängt von der richtigen Synthese ab, die zwischen der Christologie und der Pneumalehre in der Ekklesiologie hergestellt wird».
[90] JOHN D. ZIZIOULAS, Communion and Otherness, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 147ἑ. «If Church hierarchy is modelled on the personal relations of the Holy Trinity, it becomes part of the esse, and not simply of the bene esse, of the Church. Just as, in the Trinity, the very being of God is a movement from the Father to the Son and to the Spirit, which is returned finally to the person of the Father, so in the Church, too, everything moves from a ministry reflecting and imaging the Father to the rest of the members, in order that it may finally be returned to “the Father who is in heaven”».
[91] Ἐπίσκεψις 698 (31 Μαρ 2009)· τό ἀγγλικό κείμενο στό «Challenges of Orthodoxy in America and the Role of the Ecumenical Patriarchate» (16 Μαρ 2009), http://www.spc.rs/eng/challenges_orthodoxy_america_and_role_ecumenical_patriarchate
[92] Μητρ. ΠΡΟΥΣΗΣ ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ, «Pimus sine paribus: Ἀπάντησις εἰς τό περί Πρωτείου κείμενον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας» (12 Φεβ 2014), https://www.patriarchate.org/el/-/primus-sine-paribus-hapantesis-eis-to-peri-proteiou-keimenon-tou-patriarcheiou-moschas-tou-sebasmiotatou-metropolitou-prouses-k-elpidophorou
[93] «Ὑπόμνημα [ἀρ. πρωτ. 28] πέντε Μητροπολιτῶν κατά τῶν ἀποφάσεων τοῦ ΠΣΕ ἐν Πουσάν», ἔνθ’ ἀνωτ., (καί στή Θεοδρομία 16, 1 [Ἰαν-Μαρ 2014] 88-92).
[94] «Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι», Φώτης Κόντογλου (Χριστούγεννα 2011) 19-89 καί Θεοδρομία ΙΓ΄ 4 (Ὀκτ-Δεκ 2011) 635-638 (ὅπου τό ἐπίμαχο σημεῖο περί τῆς «λατινογενοῦς “μετα–συνοδικῆς” ἐκκλησιολογίας τοῦ Μητροπολίτου Προύσης»).
[95] Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ πατερική θεολογική θέση, ὅτι ἐνηνθρώπησε ὁ Υἱός καί ὄχι ὁ Πατήρ, ὥστε νά διατηρεῖται στήν Θεολογία καί τήν Οἰκονομία ἡ ἀντιστοιχία τῆς θεϊκῆς υἱότητος μέ τήν ἀνθρωπίνη (καί λοιπόν τό ἀμετάθετό της)· ΑΓ. ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 4 (4) 77, PG 94, 1108A: «Ἡ γάρ ἰδιότης ἀκίνητος· ἤ πῶς ἄν ἰδιότης μένοι κινουμένη καί μεταπίπτουσα; Διά τοῦτο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, υἱός ἀνθρώπου γίνεται, ἵνα μείνῃ ἡ ἰδιότης ἀκίνητος. Υἱός γάρ ὤν τοῦ Θεοῦ, υἱός ἀνθρώπου γέγονεν, σαρκωθείς ἐκ τῆς ἁγίας Παρθένου, καί οὐκ ἐκστάς τῆς υἱικῆς ἰδιότητος».
[96] Βλ. τήν πλήρη ἀνάλυση τοῦ σχετικοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου τοῦ 861 στό Πρωτ. Θ. ΖΗΣΗΣ, Δέν εἶναι σχίσμα ἡ ἀποτείχιση. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις, Καιρός 24, Θεσσαλονίκη 2017.
[97] ΑΓ. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εἰς τήν πρός Ἑβραίους (ὁμιλία 34η) 8, 1 PG 63, 231: «… ἔστι καί τρίτον κακόν, ὅταν ὁ ἄρχων ᾖ κακός. Οἶδα κἀγώ, καί οὐ μικρόν τοῦτο κακόν, ἀλλά καί τῆς ἀναρχίας πολλῷ κάκιον. Κρεῖττον γάρ ὑπό μηδενός ἄγεσθαι ἤ ὑπό κακοῦ ἄγεσθαι. Ὁ μέν γάρ πολλάκις μέν ἐσώθη, πολλάκις δέ ἐκινδύνευσε. Οὗτος δέ πάντως κινδυνεύσει, εἰς βάραθρα ἀγόμενος».
[98] J.P. MANOUSSAKIS, For the Unity of All; Contributions to the Theological Dialogue between East and West, Cascade Books, Eugene-Oregon 2015, σσ.36.38: «The history of Orthodoxy’s Balkanization and the present state of its diaspora make it difficult to deny that the consequences of the heresy of anti-papism – that is, the denial of a personal primacy in the universal church – have historically been linked to racism, which was condemned as a heresy in 1872 under the name of ethnophyletism […] The denial of the pope’s primacy has created a lacuna of authority in the Orthodox Church […] I hope that our Catholic brothers and sisters will learn something from our predicament».
[99] M. VGENOPOULOS, Primacy in the Church from Vatican I to Vatican II: An Orthodox Perspective, Northern Illinois University Press, DeKalb Illinois 2013, σ. 129: «The overall context in which the relation between the primate and the synod should be placed is a trinitarian one, i.e., the communional life of the Holy Trinity. The very existence of the ministry of the primate is also a reflection of the life of the Holy Trinity, for, as we have just seen, Zizioulas says that the person through whom the communion of the Holy Trinity becomes unity is the Father». Βλ. τό παράθεμα στό Πρωτ. ΑΓ. ΑΓΓΕΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, «Μία ὀρθόδοξη κριτική ματιά στήν παρουσίαση τῆς μελέτης τοῦ Μ. Ἀρχιδιακόνου Μαξίμου γιά τό πρωτεῖο ἀπό τόν Παν. Ἀρχιμ. Παντελεήμονα Μανουσάκη» (6 Μαϊ 2014), http://aktines.blogspot.com/2014/05/blog-post_6004.html. Εὐχαριστῶ γιά τίς σχετικές πρός ἐμέ ἐπισημάνσεις του τόν ὀτρηρό καί γενναιόφρονα Πρωτ. π. Ἄγγελο Ἀγγελακόπουλο, ὁ ὁποῖος πάντοτε μάχεται ὀξείᾳ τῇ γραφίδι ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν μέσῳ κινδύνων καί θλίψεων.
[100] J.P. MANOUSSAKIS, ἔνθ’ ἀνωτ., σ.32ἑ. «It is well known that what safeguards the oneness of God and prevents faith in the Holy Trinity from lapsing into tritheism is the person of the Father. The “monarchy of the Father” indicates clearly that the coincidence and co-affirmation of unity and plurality in the Holy Trinity is exercised by a person-the Father […] My argument is that there must be a consistency between these dogmatic claims and our ecclesiological model, if we do not wish to divorce ecclesiology from theology. Ecclesiologically too, then, the principle of unity for all and each of the three levels of ecclesial structure must be a person, a primus» (καί συνεχίζει ἐπικαλούμενος ὡς … πηγή τόν ὁμόφρονα κ. Ἐλπιδοφόρο).
[101] J.P. MANOUSSAKIS, αὐτόθι,σ. 29: «… in the Orthodox Church- the one authority with absolute power to decide dogmatic and canonical matters-is an interpersonal (and thus impersonal) body: the ecumenical council».
[102] ΑΓ. ΑΒΒΑΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ, Διδασκαλίαι δάφοροι 6, 9 (78) 1696B-D.
[103] N. G. AWAD, «Personhhod as Particularity: John Zizioulas, Colin Gunton, and the Trinitarian Theology of Personhood», Journal of Reformed Theology 4 (2010) 8: «If the basis of personhood in the Trinity is the communion of the three persons, then the divine monarchy should not exclusively be by virtue of the Father’s causation alone, but rather by virtue of the perichoresis of the three. In other words, “communion” should reveal the existence of a “perichoretic monarchy” not a hierarchical, patro-centric one. “Communion” implies a trinitarian Godhead, not a single, fatherly hypostatic being that is more substantial than the other two particular hypostatic attestations». Ὁ καθηγητής Awad ἐπεξεργάζεται ἐδῶ τήν παρόμοια θέση τοῦ καθηγητοῦ A.TORRANCE, Persons in Communion, an Essay on Trinitarian Description and Human Participation, T&T Clark Ltd., Edinburgh 1996, σ. 292.
[104] Πολύ χαρακτηριστικό ἐπί παραδείγματι τό κείμενο τοῦ Δρ. π. Γ. ΜΑΞΙΜΩΦ, «Αίρεση του Παπισμού Κωνσταντινουπόλεως» (25 Ἰαν 2019), https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/26628-airesi-tou-papismou-konstantinoupoleos
[105] Βεβαίως, ἡ εἰσαγωγή χρονικῆς προτεραιότητος στήν ὕπαρξη τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, Tήν διαιρεῖ σέ Πρόσωπα κτιστά καί ἄκτιστα (ἑτερούσια, μή ὁμοούσια), καί συνεπῶς συνιστᾷ Ἀρειανισμό: ΑΓ. ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἡ βίβλος τῶν Θησαυρῶν περί τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου Τριάδος 9 PG 75, 112Α· «[…] οὐ προσγέγονεν ὁ Υἱός τῷ Πατρί, ἀλλ’ ἦν ἀεί συναΐδιος ἐξ αὐτοῦ. Καί ὥσπερ, εἰ προσγεγονώς ἐφαίνετο, οὐκ ἄν ἦν ὁμοούσιος, οὕτως, ἐπεί μή τοῦτό ἐστιν, ἀλλ’ ἦν ἀεί σύν αὐτῷ, πάντως ἔσται καί ὁμοούσιος».
[106] «Zizioulas Legrand Part4» ἐκδίδει ὁ amethystos (15 Φεβ 2013), https://www.youtube.com/watch?v=PLvb2IJOmhU&feature=youtu.be (ἀπό τό 26΄28΄΄ καί ἑξῆς) (μᾶς ἐγνωρίσθη ἐμμέσως ἀπό τήν ἀνώνυμη δημοσίευση τοῦ ἐκλεκτοῦ Ἱστολογίου «Τάς Θύρας, τάς Θύρας» (11 Ἰουν 2019) «Αἰτία Οὑκρανικοῦ», https://tasthyras.wordpress.com/2019/06/11/aἰτία-οὐκρανικοῦ/). Ἀρνεῖται δηλονότι ὁ Μητρ. Περγάμου τήν ὁμόφωνη (ἀντι-αρειανική) πατερική διδασκαλία ὅτι «ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα Πνεῦμα τό ἅγιον»· ἐπίσης, εἰσάγει ἰδιαίτερες παραμέτρους «κατανοήσεως» τῶν θείων φυσικῶν ἰδιωμάτων, διά τοῦτο καί δέν κατανοεῖ, ὁ παρήκοος τῇ Ἐκκλησίᾳ, πῶς μπορεῖ νά ὑπάρχει αἰτιότης (ἡ τοῦ Πατρός ὑποστατική) ἄνευ χρονικῆς προτεραιότητος στά (ἀκατάληπτα, ὡς ἐγράψαμε εἰσαγωγικῶς) ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Λόγοι ἀποδεικτικοί περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 2, 49, ἐκδ. Π. Χρήστου, 1, 123 «… ἅμα ἐστίν ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον· καί οὔτε τῷ ἐκ τοῦ Πατρός εἶναι τόν Υἱόν προσίσταταί τι κωλῦον ἅμα τῷ Πατρί ἐξ ἀϊδίου εἶναι τόν Υἱόν, οὔτε τῷ ἐπινοίᾳ μόνῃ κατά τόν τῆς οἰκείας αἰτίας λόγον, τοὐτέστιν ὡς Υἱόν, προθεωρεῖσθαι ἀπό τοῦ Πατρός, προσίσταταί τι κωλῦον τοῦ Υἱοῦ ἔχεσθαι τό Πνεῦμα καί σύν αὐτῷ ἅμα εἶναι ἀπό τοῦ Πατρός».
[107] JOHN D. ZIZIOULAS, Communion and Otherness, ἔνθ’ ἀνωτ.,σσ. 134ἑ. 135: «If we make “Trinity”, “Tripersonality”, and so on, the ultimate ontological ground in God, we do away with any idea of ontological derivation in divine being. In this case, the three persons co-emerge and co-exist simultaneously and automatically — not of course in terms of time but logically […] In this case, otherness — the persons of the Trinity — is not derived from a particular Other but is itself the ultimate explanation of itself. We are thus unable to ascribe ultimate ontological significance to the credal — and biblical — expression “from the Father” (ἐκ τοῦ Πατρός), for this expression cannot be understood in any other way than in terms of ontological derivation» […] A co-emergence of the three persons, which is implied in “Triunity” and so on, cannot be made into the ultimate ontological reality in God without depriving the ἐκ τοῦ Πατρός of its ultimate ontological significance».
[108] ΑΓ. ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 2 (22) 36 PG 94, 948Α.Β: «Ἡ γάρ γνώμη συνδιαιρεῖται ταῖς ὑποστάσεσι, πλήν τῆς ἁγίας καί ἁπλῆς καί ἀσυνθέτου καί ἀδιαιρέτου θεότητος. Ἐκεῖ γάρ τῶν ὑποστάσεων μή εἰς ἅπαν διαιρουμένων καί διϊσταμένων οὐδέ τό θελητόν διαιρεῖται. Κἀκεῖ μέν, ἐπειδή μία ἡ φύσις͵ μία καί ἡ φυσική θέλησις· ἐπειδή δέ καί αἱ ὑποστάσεις ἀδιάστατοί εἰσιν, ἕν καί τό θελητόν καί μία ἡ κίνησις τῶν Τριῶν Ὑποστάσεων».
[109] ΜΗΤΡ. ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΙΩ. ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ, Θέματα Εκκλησιολογίας, Θεσσαλονίκη 1991 (πολυγραφημένες πανεπιστημιακές παραδόσεις), σσ. 40.41.
[110] Βλ. τήν ὀρθόδοξη ἀναίρεση τῆς πλάνης αὐτῆς: ΑΓ. ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, 3 (14) 58PG 94, 1041A· «Ὑπήκοος δέ γενόμενος τῷ Πατρί ὁ Κύριος οὐ καθό Θεός γέγονεν, ἀλλά καθό ἄνθρωπος. Καθό γάρ Θεός οὔτε ὑπήκοος οὔτε παρήκοος· τῶν ὑπό χεῖρα γάρ ταῦτα, καθώς ὁ θεηγόρος ἔφη Γρηγόριος». Καί Περί τῶν ἐν τῷ Χριστῷ δύο θελημάτων 27PG95, 160A· «Οὐ γάρ κατά τό θεῖον αὐτοῦ θέλημα γέγονεν ὑπήκοος τῷ πατρί· τό γάρ θεῖον θέλημα οὔτε ὑπήκοον οὔτε παρήκοον». Εὐλόγως, οἱ ἴδιες τριαδολογικές δογματικές θέσεις ἰσχύουν καί γιά τόν «ἄλλον Παράκλητον», τό Ἅγιον Πνεῦμα.
[111] JOHN D. ZIZIOULAS,The Eucharistic Communion and the World, edited by Luke Ben Talon, T&T Clark Intl., London-New York 2011, σ. 23: «[…] something like the hierarchy existing in the Holy Trinity where obedience is not absent, but is based upon the activities of each person, themselves determined precisely by the relationships they have with one another and with the world they have created and love».
[112] Δρ. Γ. ΣΙΣΚΟΣ, «Ἡ ὀντολογία τοῦ προσώπου καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» (7 Ἰουλ 2016), http://www.parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-239/4531-2016-06-13-ontologia-proswpou-amsoe.
[113] Διότι ὡς μεταγενέστεροι, ὁ Υἱός καί Λόγος καί τόν Ἄγιον Πνεῦμα, δέν θά μποροῦσαν νά εἶναι παρά κτίσματα (μόνον τά κτίσματα ἔχουν ἔναρξη ὑπάρξεως, εἴτε αἰωνίως, εἴτε ἐν χρόνῳ), καί συνεπῶς θά ἦταν κατώτεροι τῆς Θεότητος τοῦ Πατρός (βλ. ἀνωτέρω, ὑποσημ. 105).
[114] Ἐπισημαίνουμε, σέ ἀντίθεση μέ σχετικούς ὑπαινιγμούς συγχρόνων ὀρθοδόξων θεολόγων (ὡς περίπου καί τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου), ὅτι ἡ ἐπί τά ἴχνη τῶν τεθεωμένων Ἁγίων θεολογική διδασκαλία (βάσει ἱερῶν κανόνων, δογμάτων, συνοδικῶν κειμένων κ.τ.σ.) θεωρεῖται πατερικῶς ἐξ ἴσου ἀσφαλής μέ τήν θεολογία τῶν Ἁγίων, τήν ἐξ ἀμέσου φωτισμοῦ καί θεοπτίας. Δέν ἀπαιτεῖται, δηλαδή, νά ἔχει φθάσει κάποιος σέ ὕψος θεοπτίας γιά νά ἀποφαίνεται ἐπί θεολογικῶν θεμάτων ἤδη διαλευκανθέντων ὁμοφώνως ἀπό τούς παλαιούς θεόπτες, τούς ἁγίους Πατέρες· ἀρκεῖ ἁπλῶς νά τούς ἀκολουθεῖ: «καί τοῦτ΄ ἴσασιν οἱ μεμυημένοι – ὅσοι λαμπρότητα Θεοῦ καί εἶδον καί ἔπαθον […] πρός δέ τούτοις καί οἱ τούτοις ἀσφαλῶς πιστεύσαντες» (ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Λόγοι ἀποδεικτικοί περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 2, 28, ἐκδ. Π. Χρήστου, 1, 103:)
[115] Τό Διεθνές Συνέδριο ἔλαβε χώρα κατά τό διήμερο 28-30 Οκτωβρίου 2011, μέ γενικό τίτλο «Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Δ. Ζηζιούλας: Πρόσωπο, Εὐχαριστία καί Βασιλεία τοῦ Θεοῦ σέ ὀρθόδοξη καί οἰκουμενική προοπτική».
[116] Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ (ἐπ’ ἐσχάτων συνήθως αὐτο-αναιρούμενος ἐπιστημονικῶς) καθηγητής Βλάσιος Φειδᾶς, ἐπισημαίνει τήν χρήση τοῦ ὑψίστης σημασίας θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν ἐκ μέρους αἱρετικῶν-Μονοφυσιτῶν πολιτικῶν ἀρχόντων τοῦ 5ου αἰ., πρός προώθηση πολιτικῶν τους συμφερόντων: «… ἡ ἑνωτική πολιτική τούτων, ἀφορῶσα εἰς τό συμφέρον τῇ Πολιτείᾳ, ἐκέκτητο σαφῶς ἀντισυνοδικόν χαρακτῆρα, ἕνεκα τῆς τάσεως ἐπιβολῆς τῆς ἑνότητος ὀρθοδόξων καί μονοφυσιτῶν διά τοῦ προσωπικοῦ κύρους τῶν πένε πατριαρχῶν, παρά τήν σθεναράν ἀντίδρασιν τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων» (ΒΛ. ΦΕΙΔΑΣ, Ὁ θεσμός τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν, τόμ. ΙΙ, Ἀθῆναι 1977, σ. 254).
[117] Τῆς διαφθορᾶς αὐτῆς μάρτυς, ὁ χρηματίσας σύμβουλος δύο Προέδρων τῶν ΗΠΑ καί μέλος τῆς Τριμεροῦς Ἐπιτροπῆς, διπλωμάτης καί πολιτικός ἐπιστήμων Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι – ὁ ἄνθρωπος πού ἐνορχήστρωσε τήν σοβιετική ἧττα στό Ἀφγανιστάν (ZBIGNIEW BRZEZINSKI, Η Μεγάλη Σκακιέρα. Η αμερικανική υπεροχή και οι γεωστρατηγικές της επιταγές, μτφρ. Ελ. Αστερίου, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1998, σσ. 133.364): «Τό ἀποτέλεσμα [στή Δυτική Εὐρώπη] εἶναι μιά πολιτισμική κατάσταση πού συνδυάζει τή δραπέτευση πρός τόν ἡδονισμό μέ τήν πνευματική κενότητα – κατάσταση τήν ὁποία μποροῦν νά ἐκμεταλλευθοῦν ἐθνικιστές ἐξτρεμιστές ἤ δογματικοί ἰδεολόγοι […] Ἐπιπρόσθετα, τόσο ἡ Ἀμερική ὅσο καί ἡ Εὐρώπη δυσκολεύονται νά ἀντιμετωπίσουν τίς πολιτισμικές συνέπειες τοῦ κοινωνικοῦ ἡδονισμοῦ καί τή δραματική παρακμή τοῦ κεντρικοῦ ρόλου πού ἔπαιζαν στήν κοινωνία οἱ βασισμένες στή θρησκεία ἀξίες». Τήν παρακμή αὐτή, βεβαίως, μέ κάθε τρόπο ἐνίσχυσε ἡ ἀμερικανική κουλτούρα καί τά προϊόντα της, ἐναντίον της δέ φαίνονται νά ἀγωνίζονται τώρα σθεναρῶς, θεσμικῶς τοὐλάχιστον, ἡ πολιτική καί ἐκκλησιαστική ἡγεσία τῆς Ρωσσικῆς Ὁμοσπονδίας.
[118] Καθώς ἐμφαίνεται σέ ὅσα ἔγραφε καί ὁ καθ. ΒΛ. ΦΕΙΔΑΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., τόμ. Ι, Ἀθῆναι 1977, σ. 335: «… ὑπό τό πνεῦμα τοῦτο πρέπει νά ἑρμηνευθῇ τόσον ἡ μητροπολιτική, ὅσον καί ἡ πατριαρχική ὀργάνωσις τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως, οὐχί δέ ὡς ἀναγνώρισις κυριαρχίας τῶν ἐπισκόπων τῶν πέντε ἐπισημοτάτων θρόνων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί ὑπεροχῆς τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας τῶν ἐπισκόπων τῶν θρόνων τούτων ἔναντι τῶν λοιπῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας […] πάντες οἱ ἐπίσκοποι κέκτηνται θείῳ δικαίῳ τήν αὐτήν πνευματικήν ἐξουσίαν καί εἶναι ἴσοι πρός ἀλλήλους».
[119] ΠΕΤΡΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, Ἐπιστολή (τῷ ἀρχιεπισκόπῳ Γρανδέσης ἤτοι Ἀκυλίας) 2, 4 PG 120, 760Α· «Τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ τῶν πιστῶν λέγω Ἐκκλησία … ὑπό πέντε αἰσθήσεων οἰκονομούμενον, τῶν εἰρημένων μεγάλων θρόνων, ὑπό μιᾶς ἄγεται κεφαλῆς, αὐτοῦ φημι τοῦ Χριστοῦ. Καί ὥσπερ ὑπέρ τάς πέντε αἰσθήσεις, ἑτέρα τις αἴσθησις οὐκ ἔστιν, οὕτως οὐδέ ὑπέρ τούς πέντε πατριάρχας ἕτερον πατριάρχην δώσει τις εἶναι». Βλ. στό Ἀρχιμ. ΣΠ. ΜΠΙΛΑΛΗΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 128, καί τήν ἐκεῖ σύνολη διαπραγμάτευση περί Πενταρχίας καί τῆς αὐθαιρέτου παπικῆς μοναρχίας.
[120] Ἀντιθέτως σήμερα βλέπουμε νά ἀμφισβητεῖται ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν Φαναριωτῶν ἤ τῶν φίλα πρός αὐτούς προσκειμένων ἡ ἤδη ἐδῶ καί αἰῶνες ἐγνωσμένως ἰσχύσασα καί ἰσχύουσα Αὐτοκεφαλία τῶν μεταγενεστέρων Θρόνων, ὥστε ἀντί νά ἐπεκτείνεται, κατά τόν Βούλγαρι, ἡ Ὀρθοδοξία σέ περισσοτέρους Θρόνους, ἄρα καί γεωγραφικούς χώρους (διότι «παντί τρόπῳ, εἴτε προφάσει εἴτε ἀληθείᾳ, Χριστός καταγγέλλεται. Καί ἐν τούτῳ χαίρω, ἀλλά καί χαρήσομαι», Φιλ. 1, 18), ἀντιθέτως νά «ὀξύνεται» παρανόμως ἡ κατακόρυφη, πυραμιδοειδής ἱεράρχηση κάτωθι τοῦ ἐπιδόξου «Πρώτου» καί μονάρχου, ὄχι πλέον τῆς Παλαιᾶς, ἀλλά τῆς Νέας Ρώμης, τῆς ὑπό τήν δυτική γεωπολιτική δουλεία τελούσης !
[121] ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΣ, ἔνθ’ ἀνωτ, σ. 118: «Συνῆν ποτε τοῖς τέτταρσιν ὁ τῆς Ῥώμης Ἐπίσκοπος καί συνεκοινώνει τῷ καθόλου σώματι, ὅτε ἡ πεντάς τῶν ἐγκρίτων θρόνων καθολικωτέραν συνέστη καί ἐπί πλείους ἐπεκτεινομένην ἐδείκνυ τήν καθολικήν Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ ὑψηλότερα φρονήσας τοῦ πρέποντος, καί τῷ μέλος εἶναι ἀπαρεσθείς, τοῦ τε ὅλου ἐπιβῆναι ποθήσας, τοῦ ὅλου, φεῦ, τῆς Ἐκκλησίας ἐκπέπτωκε σώματος καί γέγονεν ἄρα τῇ Ρώμῃ τό πρός ἀθέμιτον μοναρχίαν νόσημα εἰς ἐξαίσιον πτῶμα» (στό Ἀρχιμ. ΣΠ. ΜΠΙΛΑΛΗΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 240)