Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Η ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ



Το παρακάτω -εκπληκτικό κατά τη γνώμη μας- οδοιπορικό, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά πριν αρκετά χρόνια στο φόρουμ «Αγιο Όρος» και αναδημοσιεύτηκε στα ιστολόγια «Ελλάς-Ορθοδοξία» και «Αγιορείτικες μνήμες», από τα οποία το πήραμε κι εμείς. Ευχαριστούμε τον εν Χριστώ αδελφό Παναγιώτη που το συνέγραψε κι ελπίζουμε να σας ωφελήσει κι εσάς όσο ωφέλησε κάποτε κι εμάς!

* * *

Μέσα της δεκαετίας του 80. Τρεις φίλοι γύρω στα 19 συναντιούνται στα ΚΤΕΛ Πατρών. Ενας απ’ αυτούς ο γράφων. Βραδάκι-Ιούνιος - ζέστη.

Έχοντας πρόσφατα ακούσει κάποια διήγηση, έκριναν σκόπιμο να επισκεφτούν το Όρος. Όχι όμως μόνο το Όρος. Σχεδίασαν να πάνε κάποιες λίγες μέρες εκεί και εν συνεχεία να κατηφορίσουν για Σποράδες, Σκιάθο και Σκόπελο. Εξάλλου το να πάνε αποκλειστικά και μόνο στο Άγιο Όρος αποτελούσε γι’ αυτούς κάτι πέραν της λογικής τους και της γενικότερης διάθεσης που συνήθως έχουν οι νέοι, όσον αφορά τις καλοκαιρινές διακοπές. Εκεί δεν έχει γυναίκες! Ξυπνάς ξημερώματα! Οι καλόγεροι θα είναι σίγουρα φορτικοί και γκρινιάρηδες!
Μια άλλη δυσκολία είναι το πώς θα το πεις στους γονείς σου! Και ειδικά στη μητέρα.
Καλύτερα να πεις στη μάνα σου ότι θα πας διακοπές στο Αφγανιστάν ή στη λωρίδα της Γάζας ή στην Βηρυττό εν μέσω βομβαρδισμών, παρά να της πεις ότι θα πας στο Άγιο Όρος!
Ανήκουστο! Πάει το παιδί! Θα το κρατήσουν εκεί διά της βίας! Θα του κάνουν άλλα κι άλλα.....οι καλόγεροι!
Τελικά όμως συναντηθήκαμε για να φύγουμε! Πρώτα για το Όρος και αν δεν μας αρέσει ή μας πρήζουνε εκεί, τότε φεύγουμε για Σποράδες.


Ήμουν σχεδόν άθεος. Και λέω «σχεδόν» γιατί μου άρεσε για παράδειγμα να κάνω Ανάσταση στο χωριό. Ή πάλι θα μπορούσα να πω ότι διατηρούσα έναν κάποιο σεβασμό για την πίστη των άλλων. Ως εκεί όμως, τίποτα παραπάνω. Και μάλιστα θα μπορούσα να πω ότι στο Άγιο Όρος θα πηγαίναμε καθαρά από περιέργεια. Και για ΠΛΑΚΑ! Με στόχο εκτός της ικανοποίησης της περιέργειάς μας, να κάνουμε και το κομμάτι μας. Να χασκογελάσουμε με τους συντηρητικούς και κολλημένους περίεργους ρασοφόρους. Να ζήσουμε μαζί τους για να τους περιεργαστούμε, ως παράξενα όντα, να τους λοιδωρήσουμε, εμείς οι έξυπνοι φοιτητές, οι μορφωμένοι αστοί! Τρομάρα μας! Που να ‘ξερα.....


Το λεωφορείο έφευγε από Πάτρα για Θεσσαλονίκη γύρω στις 9 με 10 το βράδυ και έφτανε Θεσσαλονίκη κατά τις 5 το πρωί. Ολονύκτιο ταξίδι - ταλαιπωρία. Στροφές - φουρκέτες και μετά

ευθείες. Την διαδρομή δεν γινόταν να την ευχαριστηθεί το μάτι μέσα στο σκοτάδι.
Εν τέλει φτάσαμε! Και τώρα πως πάμε Ουρανούπολη;
Ουρανούπολη! Παιδιά για να πάτε εκεί πρέπει να πάτε στον σταθμό Χαλκιδικής, είναι στην άλλη άκρη της πόλης!
Και πώς θα πάμε;
Με ταξί.
Τρέξτε να προλάβουμε! Κατά τις 6 φεύγει!
Προλάβαμε!
Λίγος κόσμος. οι πιο πολλοί λαϊκοί και κάποιοι μοναχοί. Το λεωφορείο έφυγε. Ο ήλιος ξημέρωσε. Τι όμορφη η Χαλκιδική!

Πόσο πράσινη! Σαν καρτ-ποστάλ από κάτι χώρες της Βόρειας Ευρώπης!


 

Ουρανούπολη, η ώρα 9 περίπου. Ήσυχα. Κατηφορίζουμε στην θάλασσα. Ένα εντυπωσιακό κτίσμα μπροστά μας, ο πύργος. Τι καταπληκτικό καλωσόρισμα των μέσα στους έξω!
Το καΐκι θα φύγει σε λίγο. Είναι μια απλή μεγαλούτσικη ξύλινη βάρκα, με πάγκους αριστερά και δεξιά, αλλά και δύο σειρές ξύλινα καθίσματα στο κέντρο, που κι αυτά κοιτάζουν προς τα πλάγια και όχι εμπρός. Μπαίνοντας στο καΐκι δώσαμε τις ταυτότητές μας. Μας είπαν ότι θα τις πάρουμε στις

Καρυές, όταν θα βγάλουμε τα διαμονητήριά μας!
Τι είναι οι Καρυές; Τι είναι τα διαμονητήρια; Γιατί να μην κρατήσουμε τις ταυτότητες και να τις επιδείξουμε οι ίδιοι σ αυτόν που θα μας δώσει τα διαμονητήρια; Τέλος πάντων.
Το καΐκι ξεκινάει. Τα τελευταία σπίτια του έξω κόσμου μπροστά μας. Τα πιο πολλά περιποιημένα, θα τα έλεγες βιλίτσες. Αραιώνουν , τελειώνουν, τελείωσαν.
Μια ανομοιομορφία στην βλάστηση της χερσονήσου παρατηρείται σε κάποιο σημείο, σαν να αποτελεί κάτι σαν σύνορο, σαν όριο. Κάτι σαν απομεινάρι παλιού τείχους δίπλα. Πιο κάτω, στη θάλασσα, ένα περίεργο ερειπωμένο οίκημα.
Περνάμε όντως τα σύνορα! Αυτό το κτίσμα είναι εντός του Όρους. Άντε παιδιά καλά να περάσουμε!



Μπροστά μας είναι ένας κάβος ορεινός. Κόβει τη θέα. Είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι περνώντας τον, θα ανοιχτεί μπροστά μας η πλήρης άποψη του πράγματος. Μα που πάμε αλήθεια; Τι πάμε να κάνουμε; Εν τάξει οι άλλοι συνταξιδιώτες στο πλοιάριο, μεγάλοι σε ηλικία οι περισσότεροι, πάνε να σώσουν την ψυχή τους, εμείς τι δουλειά έχουμε;
Περνάμε τον κάβο. Κάποια κτήρια σκάνε μύτη. Σε λίγο μπροστά μας ένα μοναστήρι! Κι όμως δεν είναι μοναστήρι! Ήταν κάποτε. Σώζεται το τείχος του και ένας μπλε ή πράσινος τρούλος εντός. Κι όμως το ταπεινό αυτό ερείπιο μας φαίνεται ένας παραδεισένιος κόσμος προς εξερεύνηση. Εννοείται ότι τίποτα το πνευματικό δεν σκιρτά μέσα μας, απλά μια τρομερή επιθυμία να πάμε παντού αμέσως, να τα μάθουμε όλα, να καταλάβουμε τι γίνεται, να δούμε ό,τι περισσότερο!
Να κι άλλα οικοδομήματα! Αυτό το επόμενο είναι απίστευτο, εντυπωσιακό μοναστήρι, με τεράστιο πύργο και με λιμανάκι.
Ούτε αυτό είναι μοναστήρι! Είναι ο αρσανάς της Ζωγράφου,

Αρσανάς Ι.Μ. Ζωγράφου
της Βουλγαρικής μονής. Αντε ξανά ερωτήματα, τι ειναι «αρσανάς»; Υπάρχουν βουλγάρικα μοναστήρια; Μια πληθώρα γνώσεων που μας διαφεύγουν! Για να τα μάθεις όλα αυτά πρέπει να έρθεις πολλές φορές και το κυριότερο πρέπει να χάσεις ενδεχόμενα άλλα μέρη (πχ Σαντορίνη, Κέρκυρα, Ρόδο κλπ), να τα θυσιάσεις για το ίδιο μέρος, δηλαδή τον Άθω. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.
Επιτέλους εμφανίζονται τα πραγματικά μοναστήρια! Η 
Ι.Μ. Ξενοφώντος
Δοχειαρίου, η Ξενοφώντος, το Ρωσικό!
Δέος!
Η λαμπρή και πλήρης ελληνική γλώσσα, χάνει το μεγαλείο της, δεν μπορεί να περιγράψει τίποτα. Με γουρλωμένα μάτια και ανοιχτά στόματα, προσπαθούμε να ανακαλύψουμε ,να εφεύρουμε άλλα εκφραστικά μέσα, για να βγάλουμε προς τα έξω τα εντός μας.
Να και η Δάφνη, φτάσαμε. Αποβίβαση.

Δάφνη

Ένα μικρό χωριουδάκι, συμπαθητικό.
Κατευθείαν στο λεωφορείο. Υποχρεωτικά! Είστε υποχρεωμένοι να πάτε στις Καρυές, στην Ιερά Επιστασία, να πάρετε τα διαμονητήρια. Θα σας επιστραφούν εκεί οι ταυτότητές σας και μετά είστε ελεύθεροι να πάτε όπου θέλετε.

Εδώ πρέπει να ανοίξει μια παρένθεση
Εκείνη την εποχή, το καραβάκι από Ουρανούπολη πήγαινε κατευθείαν Δάφνη χωρίς να σταματήσει κάπου αλλού. Το ίδιο έκανε και το καραβάκι από Ιερισσό, όταν βέβαια το επέτρεπε ο καιρός, πήγαινε απευθείας Ιβήρων. Από Δάφνη ή Ιβήρων οι προσκυνητές ανέβαιναν υποχρεωτικά στις Καρυές με λεωφορεία, έπαιρναν τα διαμονητήριά τους και στη συνέχεια ήταν ελεύθεροι να πάνε όπου θέλουν. Ο μόνος δρόμος που υπήρχε ήταν αυτός. Από Δάφνη στις Καρυές και από κει στην Ιβήρων. ΤΕΛΟΣ!
Μπορούσες να ξανακατέβεις Δάφνη ή Ιβήρων με το διαμονητήριό σου και με τα πλοιάρια να πας στις παραλιακές μονές που προηγουμένως δεν μπορούσες να κατέβεις κλπ.
Δεν έκλεινες θέση εισόδου στο Όρος, ούτε έπαιρνες τηλέφωνο σε κάποια μονή, όπουδήποτε σε δεχόντουσαν. Και όπου δεν έπιανε το καραβάκι μπορούσες να πας μόνο πεζή ή με μουλάρι. Βέβαια οι επισκέπτες ήταν λιγοστοί σε σχέση με τώρα.
Κλείνει η παρένθεση


Στοιβαζόμαστε στο λεωφορείο στη Δάφνη, ο ένας πάνω στον άλλον. Παλιό το όχημα, από κείνα τα πράσινα με την

καμπύλη στην οροφή τους.
Στις μπροστινές θέσεις κάθονται μοναχοί, λογικό, τιμής ένεκεν.
Κάτι περίεργο σ αυτούς τους μοναχούς διαφαίνεται. Δεν μοιάζουν σαν τους ρασοφόρους του έξω κόσμου. Ούτε στην ενδυμασία αλλά – κυρίως – ούτε στην όψη, στο ύφος, στη ματιά.
Το ταλαίπωρο τροχοφόρο ανεβαίνει την ανηφόρα μουγγρίζοντας και σηκώνοντας σύννεφα σκόνης. Κερδίζει γρήγορα ύψος και κάνει στάση- Μονή Ξηροποτάμου. Τυχερό 
Ι.Μ. Ξηροποτάμου
μοναστήρι, είναι το μοναδικό που πάει ο δρόμος στην πύλη του. Κατεβαίνουν 2-3.
Στη συνέχεια η βλάστηση γίνεται οργιώδης. Σαν ένα σώμα, χαμηλή βλάστηση, θάμνοι και δέντρα, όλα ένα. Ζούγκλα!
Περνάμε το ψηλότερο σημείο. Χαμηλά κάτω οι Καρυές ! 
Καρυές
Απίστευτο! Υπάρχει κανείς αλήθεια που περίμενε, μη έχοντας βέβαια δει φωτογραφίες ή ακούσει διηγήσεις ,ότι η πρωτεύουσα του όρους θα έμοιαζε έτσι;
Εδώ είχε κόσμο πολύ! Το σκηνικό μαγικό! Η πολεοδομία του χώρου και η διαρρύθμιση των κατασκευών πέρα από κάθε φαντασία! Σαν να γύρισες πίσω 1000 χρόνια ξαφνικά! Μοναχοί, λαϊκοί, ιερείς. Αγωγιάτες πολλοί με μουλάρια!
Ανάψαμε τσιγάρο κοντά στο Πρωτάτο. Απαγορεύεται μας

λέει κάποιος μοναχός! Δεν μας άρεσε αυτό! Ακόμα δεν ήρθαμε κι άρχισαν οι απαγορεύσεις!
Μια μικρή ουρά σχηματίζεται εντός του κτηρίου της Ιεράς Επιστασίας. Φτάνει η σειρά μου να πάρω το διαμονητήριο.
Μήπως είστε μαθητής, φοιτητής, άπορος ή πολύτεκνος με ρωτά ο μοναχός.
Φοιτητής απαντώ
Γράφει με το χέρι τα στοιχεία μου και μου το δίνει.
Εντύπωση μου κάνει το κόστος. Αν πχ. Η κανονική τιμή του διαμονητηρίου ήταν 200 δρχ, το φοιτητικό έπεφτε στις 50 δραχμές. Δεν θυμάμαι το ποσόν ακριβώς αλλά η μείωση ήταν πολύ μεγάλη.

Ετοιμοι λοιπόν ξεκινάμε με τα πόδια (το μόνο μέσον) για την Παντοκράτορος.
Λογική διαδρομή φαίνεται βάσει του χάρτη να πάμε Παντοκράτορος – Σταυρονικήτα -Ιβήρων- Φιλοθέου -Καρακάλλου και βλέπουμε.



ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ - ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ


Κατηφορίσαμε εντός 2ώρου στην Παντοκράτορος. Η πρώτη Αγιορείτικη πεζοπορία.
Φτάσαμε κάποτε αφού διαβήκαμε ένα μονοπάτι εκπληκτικό! Η φύση απαράμιλλη!
Αφού ακούσαμε στα πόδια μας, δίπλα, αριστερά και δεξιά , να σέρνονται διάφορα πλάσματα, φαντάζομαι φίδια,σαύρες και άλλα συναφή!
Αφού ακούσαμε στο δρόμο μας μια συναυλία πρωτόγνωρη από εκατομμύρια τζιτζίκια που τερέτιζαν στ’ αυτιά μας!
Αφού κάναμε ένα σημαντικό λάθος σε μια διχάλα μονοπατιών και ακολουθώντας λανθασμένα ανηφορική διαδρομή, βγήκαμε στην Σκήτη του Προφήτη Ηλία!
Στα πόδια μας η Μονή Παντοκράτορος! Πανέμορφη!
Η κατάβαση από την Σκήτη εύκολη.
στην πύλη φτάνοντας της Μονής,αντιληφθήκαμε για άλλη μια φορά πόσο αστοιχείωτοι ήμασταν σε σχέση με τα Αγιορείτικα πράγματα.
Τον πρώτο μοναχό που συναντήσαμε ,τον χαιρετήσαμε με κάτι σαν «καλησπέρα σας» ή κάτι σαν «χαίρετε»! Από κάποιον άλλον λίγο μετά μάθαμε το «Ευλογείτε - Ο Κύριος»! Νέα έκπληξη! Αλλος κόσμος το Ορος!

Το μοναστήρι εγκαταλελλειμένο σχεδόν. Σε κατάσταση διάλυσης, θαρρείς. Πατώματα, εξώστες, πόρτες, σουμιέδες, όλα έτριζαν! Τα σανίδια απ’ τα οποία αποτελούνταν η πλειοψηφία των όποιων κατασκευών, σάπια και πανάρχαια!
Ελάχιστοι μοναχοί και αυτοί απόμακροι και απρόσιτοι. Και θα ‘λεγες βλοσυροί!
Το αρχονταρίκι (κι άλλη νέα λέξη!), βρώμικο και καταθλιπτικό. Σεντόνια και άλλα παρεμφερή, έμοιαζαν ξαναχρησιμοποιημένα πολλές φορές!
Λίγο αργότερα ένας μοναχός μας καλεί και μας οδηγεί σε μια αίθουσα να φάμε. Τρία λιτά πιάτα με κάτι σαν κριθαράκι μέσα, κόκκινο, με αρκετό πιπέρι. Δεν ήταν άσχημο.
Εσπερινό δεν πήγαμε.
Δεν μας είπε κανείς τίποτα.
Μάθαμε αργότερα ότι η Παντοκράτορος ήταν ιδιόρρυθμο μοναστήρι. Οπως και πολλά άλλα. Το Βατοπαίδι, η Ιβήρων, η Εσφιγμένου, η Διονυσίου. Κοινοβιακά και ιδιόρρυθμα ήταν περίπου μοιρασμένα.
Το τι ακριβώς σήμαινε αυτό, θα το μαθαίναμε επακριβώς πολύ αργότερα.
Μόνο οι 3 μας επισκέπτες του μοναστηριού.
Για ύπνο νωρίς. Δεν νιώθαμε άλλωστε και τόσο ξεκούραστοι για ξενύχτι.
Ξυπνήσαμε νωρίς κατά τις 9, τα μαζέψαμε και φύγαμε. Σαν τους κλέφτες.
Το προηγούμενο σούρουπο, στο όμορφο κιόσκι έξωθεν της πύλης, ατενίζαμε τον επόμενο σταθμό στο βάθος, τη Σταυρονικήτα.
Ξεκινήσαμε για 'κει.


ΣΤΑΥΡΟΝΙΚΗΤΑ


Μαγευτική και πάλι η διαδρομή. Ισκιερή, πλάι στη θάλασσα, σε ένα ύψος 15-20 μέτρων. Σε μια ωρίτσα φτάσαμε.
Σταυρονικήτα! Ομορφο όνομα! Από τη μία ο Σταυρός, από την άλλη το ωραίο όνομα Νικήτας! Πομπώδες όνομα, βαρύγδουπο! Θύμιζε τον Νικηταρά, τον ήρωα του 21!

Καθόμαστε κάτω από ένα κλήμα έξω απ την πύλη.
Το μοναστήρι ένα κουκλάκι, σαν μικρό φρούριο , ένα κομψοτέχνημα!
Επιτέλους προσφωνούμε σωστά τον Αρχοντάρη! Ευλογείτε!


Μας φέρνει καφεδάκι και λουκούμι. Τι ωραία!
-Θα μείνετε εδώ παιδιά;
-Αν γίνεται, θα το θέλαμε!
-Βεβαίως και γίνεται! Πάμε να σας δείξω το δωμάτιό σας!
Ανεβήκαμε 3 πατώματα. Ο γέροντας ανοίγει μια πόρτα. Ορίστε το δωμάτιό σας!
Οι 3 φίλοι εκπλήσσονται! Στο παράθυρο του δωματίου, θέα, όλο το Αιγαίο Πέλαγος! Από κάτω, ο ελαφρύς βοριάς, στέλνει τεράστιους όγκους θάλασσας, να συντριβούν πάνω στη ρίζα του βράχου, πάνω στον οποίο είναι - λες - καρφωμένο το μοναστήρι! Φαντάσου τι θα γίνεται το χειμώνα, όταν θα ανταριάζει η θάλασσα!
Το μυαλό κάνει χαρούμενα παιχνίδια! Η διάθεση αλλάζει!

Το δωμάτιο πολύ λιτό, αλλά εξαιρετικά περιποιημένο. Πεντακάθαρο. Τακτοποιημένα σκεπάσματα, σεντόνια , πετσέτες. Κάτω απ’ του καθενός την κλίνη, ένα ζευγαράκι παντοφλάκια! (Αργότερα θα διαπίστωνα , ότι τα δικά μου, ήταν διαφορετικό μέγεθος- νούμερο, το δεξί απ’ το αριστερό! Τι σημασία έχει! Καμμιά!)
Υπέροχα.


Βγαίνουμε στον κεντρικό χώρο του αρχονταρικιού. Ακόμα πιο όμορφα! Ενα στρογγυλό τραπέζι, λίγα βιβλία σε ένα ραφάκι. Τζαμαρία απ’ τη μια άκρη στην άλλη, προσφέρει στα αχόρταγα μάτια μας, μια τέλεια ενατένιση του πελάγους, σε ακτίνα πολλών μιλίων! Εδώ-εκεί κανα-δυό βαρκούλες!
Πίσω -αριστερά στο βάθος η Παντοκράτορος. Τι τεράστια αντίθεση ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα!
Πάνω στο τραπέζι ένα σταχτοδοχείο. Τι καλά! Επιτρέπεται το κάπνισμα! Ανάβουμε όλοι τσιγάρα, σαν εξαρτημένοι μανιακοί του καπνού!

Ο γέροντας προηγουμένως μας είχε αναφέρει το πρόγραμμα των γευμάτων και των ακολουθιών.
Α ! όλα κι όλα! Εδώ θα πάμε και εκκλησία! Οχι όπως χτες!

Κάναμε κάποιες βολτούλες στα πέριξ. Μικρές εξερευνήσεις. Σαν τον Χιούη, τον Λιούη και τον Ντιούη αισθάνονταν τα 3 παιδιά! Η ηλικία τους, με κάποιον περίεργο τρόπο, είχε ελαφρώς μικρύνει!

Ανεβαίνοντας στο δωμάτιο αργότερα, έναν όροφο χαμηλότερα, μας απευθύνεται μια ψιθυριστή φωνή. Ενας μοναχός απ’ το πλάι. Μας κάνει νεύμα.
Νέος φαινόταν, ίσως καμμιά 5ετία μεγαλύτερός μας. Μας λέει τα’ όνομά του, του λέμε τα δικά μας.
Πατήρ Ιερεμίας!
Ιερεμίας όνομα και πράγμα!
Ηρεμία! Μια ανεπαίσθητη φωνή, ήπια, ψιθυριστή, μελωδική.
Ελληνικά, σωστά μεν, αλλά σπαστά. Καταγόταν από την Αυστραλία.
(Τον συνάντησα χρόνια μετά, στην Ιβήρων, είχε γίνει μάλιστα ιερομόναχος.)
Μας μιλούσε για την πνευματικότητα του Ορους, που τον είχε γοητεύσει. Τότε δεν πήγαινε πολύς κόσμος στο Ορος, κάτι που έκανε τους μοναχούς , κομματάκι πιο εξωστρεφείς. Οταν δεν βλέπεις συχνά άλλους, πιο εύκολο είναι να τους απευθύνεις το λόγο.
Μιλούσε πολύ χαμηλόφωνα. Κρατούσα την ανάσα μου, για να μην μου ξεφύγει κάτι απ’ τα λεγόμενά του.
Εμοιαζε κάπως με παιδί… μικρό παιδί! Μικρό παιδί, με ράσα και μακριά γένεια!
Μας μιλούσε στεκόμενος όρθιος, μπροστά σε μια μισάνοιχτη πόρτα, που απ’ ό,τι εύκολα συμπέραινες, ήταν το κελλί του. Ηταν προς τα ενδότερα της μονής. Μικρό, σκοτεινό… Το μόνο που παρατήρησα ήταν κάτι μαύρα ρούχα, κρεμασμένα σ ένα καρφί στον τοίχο.
Αντί να τον ευχαριστήσουμε εμείς που μας μίλησε τόσο φιλικά, μας ευχαρίστησε αυτός και φύγαμε.
Πήγαμε στο δωμάτιό μας. Είχαμε μια συζήτηση μεταξύ μας.
Καθήστε ρε παιδιά, τι γίνεται εδώ πέρα;
Αυτοί που μένουν εδώ όλη τους τη ζωή, εγκαταβιώνουν σ’ ένα μικρό κελλάκι, τόσο φτωχικό, χωρίς τίποτα, στα ενδότερα της μονής! Κι εμάς τους άσχετους, που ήρθαμε για μια μέρα μόνο και αύριο θα φύγουμε, που συν τοις άλλοις είμαστε και άθεοι, μας δίνουν τα καλύτερα δωμάτια, να απολαύσουμε όσο το δυνατόν την διαμονή μας, να ρεμβάζουμε με το ένα πόδι πάνω στο άλλο καπνίζοντας και χαχανίζοντας!
Ας είναι καλά οι άνθρωποι! Τι άλλο να πει κανείς!

Το απογευματάκι εσπερινός.
-Κύριε εκέκραξα προς σε εισάκουσόν μου.....Εν τω κεκραγέναι.....
Ο γράφων ως πρώην, αλλά και νυν μουσικός, αντιλαμβάνεται αμέσως κάποιους δρόμους χιτζάζ και ουσάκ της ανατολίτικης παραδοσιακής μουσικής. Είναι βέβαια βασικά συστατικά και της Βυζαντινής. Τά ’χα ακούσει κι έξω βέβαια. Μόνο που τώρα ήταν πολύ πιο όμορφα! Απέριττα! Μέσα στο σκοτάδι και τη σιγή!
Μετά τον Εσπερινό, κατάπληξη ευχάριστη η κοινοβιακή Τράπεζα. Λιγάκι αστεία μας φάνηκε η απαγγελία κατά την διάρκεια του φαγητού.

Κατά τις 5 το πρωί πάλι στην εκκλησία.
Κατεβαίνουμε τα σκαλιά μες στο σκοτάδι. Δεν βλέπουμε τίποτα! Σαν τυφλοί , με απλωμένα τα χέρια, αγκαλιάζουμε τοίχους, κολώνες, αρπαζόμαστε από ξύλινες προεξοχές για να μην πέσουμε!
Η εκκλησία κλειστή! Η πύλη ανοιχτή! Κάποια ψαλμωδία ίσα που ακουγόταν, από μακριά ,έξω απ’ τη μονή. Εύκολα γινόταν αντιληπτό ότι η λειτουργία τελείτο σε κάποιο σημείο, έξω απ’ το μοναστήρι.
Μικρά φαναράκια, τακτοποιημένα δεξιά κι αριστερά, σε αραιά διαστήματα έδειχναν το δρόμο. Ενας πίσω απ’ τον άλλον, με προσεκτικά βήματα, ακολουθούσαμε τους λύχνους.
Άλλη μια κατανυκτική ακολουθία, σ ένα παρεκκλήσι, κοντά στη μονή.

Εμελλε η Ι.Μ. Σταυρονικήτα, να αποτελέσει στο εξής και κατά πάσα πιθανότητα, διά παντός πια, την αγαπημένη μου Μονή του Αγίου Ορους, τον τόπο όπου περισσότερο από οπουδήποτε αλλού ηρεμώ και αναπαύομαι ως τα σήμερα!

Μαζεύουμε τα πράγματά μας για να φύγουμε για Ιβήρων. Πόσο ακατάστατοι είμαστε! Τσουβαλιάζουμε σπρώχνοντας μέσα στις αποσκευές ό,τι είναι αφημένο έξω!

Μέσα στο μυαλό μου κάτι συμβαίνει. Σκέφτομαι. Κάτι αλλάζει. Κάτι διαφοροποιείται. Όχι σε δραματικό βαθμό βέβαια. Απλά υπάρχει μια κινητικότητα.

Τα σακίδια στον ώμο, φεύγουμε για Ιβήρων!



ΙΒΗΡΩΝ-ΦΙΛΟΘΕΟΥ-ΚΑΡΑΚΑΛΛΟΥ
(ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗ ΜΕΡΑ)





Το μονοπάτι για Ιβήρων, τυπική μορφή παραλιακού Αγιορείτικου μονοπατιού.
Φυλλοσκεπές αρχικά, με χαμηλή έως και καθόλου βλάστηση στη συνέχεια.
Σε κάποιο σημείο το μονοπάτι στενεύει πάρα πολύ, στα πρανή μιας πλαγιάς πάνω απ’ τη θάλασσα. Αριστερά μας ένα χάος, όχι και τόσο μεγάλου ύψους, αλλά σε κάθε περίπτωση ακατάλληλο για υψοφοβικούς. Μεταφέρω το σακίδιο στον δεξί ώμο, ώστε το κέντρο βάρους να πάει όσο το δυνατόν πιο μακριά απ’ το γκρεμό. Περνάμε το σημείο αυτό.
Στα μέσα της διαδρομής κατεβαίνουμε πλάι στο ακρογυάλι, πατάμε πια κροκάλες και άμμο. Μπροστά μας ο πύργος της

Καλιάγρας. Στάση!
Βγάζουμε τ άρβυλα, σηκώνουμε τα μπατζάκια. Τσαλαβουτάμε τα πόδια μας στο νερό της θάλασσας. Μοιάζει λιγάκι με πλαζ το σημείο. Ολες οι εκδοχές της ελληνικής επικράτειας, απαντώνται στο περιβόλι της Παναγίας!
Φεύγοντας απ’ την Καλιάγρα, βλέπουμε έναν μοναχό στην άκρη μιας ετοιμόρροπης ξύλινης σκάλας, που οδηγεί στην αρκετά υπερυψωμένη πόρτα του πύργου. Ευλογείτε! μας προλαβαίνει πρώτος αυτός! Η απάντηση, Ο Κύριος έρχεται δύσκολα στα χείλη. Και αυτό διότι ως τα τώρα, είχαμε συνηθίσει, εμείς να είμαστε αυτοί που πρώτοι χαιρετούσαμε.
Αλλη μια σκέψη έρχεται στο νου. Ποιοί είμαστε εμείς που θα ευλογήσουμε αλήθεια; Με ποιο ανάστημα είναι δυνατόν να μπορέσουμε να το κάνουμε αυτό;

Πλησιάζοντας στην Ιβήρων είδαμε ένα φίδι, μια οχιά. Το αναφέρουμε σε έναν καλόγερο που βαδίζει αντίθετα σε μας, πλησίον της πύλης της μονής.
-Πολλά φίδια φέτος Μάη μήνα, αποκρίνεται.
-Ποιόν Μάη μήνα; Αφού έχουμε Ιούνιο και μάλιστα προχωρημένο! Α, ξέχασα! Εδώ πάνε 13 μέρες πίσω! Το γράφει και το διαμονητήριο άλλωστε.

Εντυπωσιασμός από τον αχανή εσωτερικό χώρο της Ιβήρων. Ανεβαίνουμε στο αρχονταρίκι. Εδώ, εκτός των άλλων μας κερνούν και ρακή! Κάποιος εξ ημών, κάνει το σφάλμα και πίνει το ποτηράκι μονοκοπανιά! Του κόπηκε η ανάσα! Πολλοί οι βαθμοί του οινοπνεύματος!

Στην συνέχεια είχαμε μια συνάντηση με έναν μοναχό. Η συμπεριφορά του μας ξένισε, μας απώθησε, δεν μας άρεσε, σχεδόν μας τρόμαξε. Εμπεριείχε εκείνα τα στοιχεία που ακούγονται κατά καιρούς από διάφορους για τους μοναχούς.
Δεν πειράζει, δεν είναι δυνατόν, ακόμα κι εδώ, να είναι όλα τέλεια.
Ασε που υπάρχει και το ενδεχόμενο, να ‘χουμε κάνει λάθος στην εκτίμησή μας (Αν και δεν το νομίζω). Ας μην αναφερθεί τίποτα άλλο επ’ αυτού.

Ο στόχος μας είναι να συνεχίσουμε από την Ιβήρων και αφού περάσουμε από την Φιλοθέου, να καταλήξουμε στην Καρακάλλου και να διανυκτερεύσουμε εκεί.
Κάποιος από τους κοσμικούς που βρίσκονται στη μονή, μας λέει να περιμένουμε λιγάκι, γιατί όταν θα ‘ρθει το καραβάκι από Ιερισσό, θα μας ξεναγήσουν όλους μαζί και θα προσκυνήσουμε και την Παναγία την Πορταΐτισσα. Ας περιμένουμε λοιπόν λιγάκι.

Καθόμαστε στον ίσκιο ενός πελώριου δέντρου.
Ένας μοναχός έρχεται και μας ρωτά αν έχουμε δουλειά και αν μπορούμε να βοηθήσουμε σε κάτι. Μα και βέβαια μπορούμε! Μας ενθουσίασε μάλιστα αυτό!
Φεύγει και επιστρέφει σε λίγο κρατώντας κάτι μαύρες μεγάλες σακούλες, απ’ αυτές που βάζουν σκουπίδια! Θα μαζέψετε, μας λέει, φλαμούρι. Αυτό το δέντρο από πάνω μας είναι φλαμουριά. Έχει πολύ μικρά ανθάκια που κόβωντάς τα πρέπει να κόβεις μαζί και το τελευταίο πράσινο τρυφερό

φυλλαράκι. Όταν τα βράσεις αυτά φτιάχνεις το τίλιο! Και με αυτά τα μικροσκοπικά πραγματάκια να γεμίσουμε αυτές τις τεράστιες σακούλες, αν είναι δυνατόν! Χρειάζεσαι μέρες για να το κάνεις αυτό.
Του εξηγούμε ότι περιμένουμε να προσκυνήσουμε και να κινήσουμε για Καρακάλλου.
Δεν πειράζει λέει, όσα μαζέψετε ,ας είναι ευλογημένο!
Μαζέψαμε πολλά! Κάπου μισή σακούλα ο καθένας μας, δεν ήταν τελικά και τόσο χρονοβόρο.
Το καραβάκι ήρθε. Δίνουμε τη σοδειά στον γέροντα.
Η αμοιβή σας εις τους ουρανούς, μας λέει!
Τι ευχή! Τι πληρωμή ήταν αυτή! Πόσο όμορφη! Κι ας μην πιστεύαμε στην ευόδωσή της!

Προσκυνήσαμε τα Άγια Λείψανα και την Πορταΐτισσα. Σαν

να προσκυνούσαμε κάτι κοινό. Βλέπαμε τους άλλους γονυπετείς και με μετάνοιες, ακόμα και ανθρώπους ηλικιωμένους, μοναχούς και λαϊκούς, να προσκυνούν και μας φαινόταν περίεργο. Αναχρονιστικό.
Κατεβήκαμε φεύγοντας, στο αγίασμα, εκεί όπου βρέθηκε πρώτη φορά η εικόνα της Πορταΐτισσας και είχαμε άλλη μια σύντομη συζήτηση. Περί εικονομάχων και εικονολατρών. Εμείς σίγουρα, αν ζούσαμε στην εποχή εκείνη, θα ανήκαμε στην πρώτη κατηγορία.

Ξεκινήσαμε την ανηφόρα για την Φιλοθέου. Αυτό το μονοπάτι ήταν πέρα από κάθε τι που είχαμε ως τα τώρα δει. Μέσα σε δάσος, του οποίου το κάλλος, η πυκνότητα, η 
δροσιά, τα τρεχούμενα νερά και η ησυχία παρέπεμπαν σε κάτι παράξενα αρχαϊκό και παρθένο. Υπήρχαν σημεία που ‘λεγες ότι το φως του ήλιου ποτέ, μα ποτέ δεν έφτανε στη γη από την πυκνότητα των φυλλωσιών!
Κάναμε στάση σ ένα γεφυράκι. Ένα μικρό ποταμάκι πεντακάθαρο κυλούσε από κάτω. Φτιάξαμε με το παγωμένο νερό του καφέ στο σέικερ.

Κάτσαμε εκεί αρκετά. Όταν ξεκινήσαμε διαπιστώνω ότι πονούσε το πόδι μου πολύ. Λίγο πάνω απ τη φτέρνα, κάπου εκεί που είναι ο Αχίλλειος τένοντας.
Είχα καθήσει σ’ ένα πεζουλάκι, με έναν ανορθόδοξο κάπως τρόπο, πλακώνοντας με όλο μου το βάρος, το δεξί πόδι. Το συνήθιζα άλλωστε γενικά αυτό. Και να τα αποτελέσματα.
Ταλαιπωρήθηκα να φτάσω στη Φιλοθέου. Και καθυστέρησα όπως ήταν φυσικό όλη την παρέα. Εν τέλει φτάσαμε. Ο πόνος αμείωτος.


Αυστηρή μονή η Φιλοθέου, απ’ ό,τι μας είπαν δύο άλλοι προσκυνητές που συναντήσαμε εκεί.

Νέκρα επικρατούσε. Απόλυτη σιγή.
Πλήρης τάξη στη μονή. Μια νοικοκυροσύνη δέσποζε στον χώρο, που φαινόταν να προέκυπτε, από το γεγονός ότι φαινόταν σαν όλα να ακολουθούσαν μια νομοτέλεια, που υπαγορευόταν από αυστηρά καθορισμένους ρόλους, ενός εκάστου, των διαμενόντων εκεί.

Στο μοναστήρι, απ’ ό,τι επίσης μας είπαν, λειτουργούσε, ή θα λειτουργούσε οσονούπω (δεν θυμάμαι καλά), πλήρες οδοντιατρείο, από κάποιον μοναχό ο οποίος ήταν οδοντίατρος στην πρότερη ζωή του.

Προσκυνήσαμε τα Άγια Λείψανα και την Παναγία την 
Γλυκοφιλούσα.
Ο μοναχός που μας ξεναγούσε, μας είπε ότι η εικόνα είναι θαυματουργή και μάλιστα η ιδιότητά της αυτή είχε παρατηρηθεί ,ακόμα και στο μόλις πρόσφατο παρελθόν. Ζητήστε, μας είπε, ό,τι θέλετε και αν έχετε πίστη, θα πραγματοποιηθεί η ευχή σας.
Εντελώς αφελώς και άνευ οποιασδήποτε εσωτερικής έντασης, ζήτησα από μέσα μου, σιωπηρά, να περάσει ο πόνος του ποδιού.

Φύγαμε για την Καρακάλλου. Κατηφόρα, επιτέλους!

Λίγα μέτρα πιο κάτω, στα δεξιά, το μονοπάτι κλεινόταν από 
μια περίεργη ξυλοκατασκευή, ευρύτατα διαδεδομένη στο Ορος. Επρόκειτο για κάτι σαν φράκτη, που όμως ανεβαίνοντας δυό σκαλάκια στο πλάι του και ανοίγοντας μια μικροσκοπική πορτούλα σπρώχνοντάς την, περνούσες τον φράκτη, κατεβαίνοντας δυό άλλα σκαλοπάτια.
Εκεί στο ψηλό σημείο αυτής της διάταξης, με κάποιο τρόπο μπερδεύτηκε το πόδι μου, ίσως λόγω του ότι περπατούσα αδέξια λόγω του πόνου και σωριάστηκα φαρδύς – πλατύς κάτω απ’ τα δυο σκαλάκια , προς τα εμπρός, μπρούμυτα. Και μάλιστα με πλάκωσε και η βαρειά αποσκευή που είχα στους ώμους. Τσακίστηκα! Θυμάμαι ότι έγδαρα και τις παλάμες μου ελαφρά.
Η πτώση μου πρέπει να ήταν εξαιρετικά κωμική, γιατί είδα τους άλλους δύο πίσω μου, να έχουν ξελιγωθεί απ’ τα γέλια!

Ξεκινάμε και πάλι. Έλα όμως που κάτι είχε συμβεί! Το πόδι δεν πονούσε πλέον!
Πριν από 3 λεπτά είχα ευχηθεί μπροστά στην Γλυκοφιλούσα να σταματήσει να πονάει! Και σταμάτησε! Αμέσως!

Ασφαλώς δεν επρόκειτο περί θαυματουργικού γεγονότος. Ήταν μια απλή σύμπτωση. Αλλού είναι όμως το ζήτημα.

Όλοι εκείνοι οι εκπληκτικοί μηχανισμοί, που με σοφία ο Θεός έχει τοποθετήσει μέσα στον νου του ανθρώπου και που στην δικιά μου περίπτωση, δεν είχε χρειαστεί να λειτουργήσουν ποτέ, τίθενται ξαφνικά σε κίνηση.
Η μηχανή υπήρχε. Και μάλιστα ολοκαίνουρια. Και καλολαδωμένη. Αλλά το ρεζερβουάρ της ήταν άδειο. Κάποιος έριξε μέσα στο τεπόζιτο της μηχανής λίγα καύσιμα. Όχι πολλά. Ελάχιστα. Κάποιες σταγόνες. Και γύρισε και τον διακόπτη, τη μίζα. Κάποιος.....
Αρχίζουν οι σκέψεις. Οι εσωτερικοί διάλογοι. Οι ερωταποκρίσεις.
Τι συνέβη; Εγινε αυτό; Εγινε το άλλο; Τι άραγε;

Πρώτη φορά, ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ, ο αφελής νεαρός αναρωτιέται αν τάχα αυτό που συνέβη, υπάρχει μια περίπτωση στο εκατομμύριο, να οφείλεται σε παράγοντες που δεν έχουν καμμιά σχέση με τα μαθηματικά, την φυσική ή την θεωρία των πιθανοτήτων.
Και μόνο μια φευγαλέα σκέψη να κάνει κανείς προς αυτή την κατεύθυνση, έστω και μία, τότε δεν πρόκειται για βήμα, ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΑΛΜΑ, πρόκειται για μια αλληλουχία λογισμών, που η κατάληξή τους, είναι δυνατόν να οδηγήσει σε κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που ως τώρα πίστευε.
Περπατήσαμε και φτάσαμε στην Καρακάλλου. Ηταν πολύ κοντά, ούτε μισή ώρα.

Την διαδρομή δεν την πρόσεξα καθόλου. Συνεχώς σκεφτόμουν.







ΚΑΡΑΚΑΛΛΟΥ
Τελικά μου αρέσουν περισσότερο τα μικρά μοναστήρια. Ίσως εκεί όπου περιορίζεται το εύρος του δραστικού χώρου του σώματος, ίσως εκεί να ανοίγει χώρος για να φτερουγίσει πιο εύκολα η ψυχή, να πλαταίνει ο δρόμος για το πνεύμα να απεραντωθεί!

Στην εμπασιά της μονής και αριστερά, μια πηγή με κρυστάλλινο νερό, στον ίσκιο μιας καρυδιάς. Το νερό της, σχεδόν δεν πίνεται! Τόσο παγωμένο είναι!
Επιδιδόμαστε στην αγαπημένη μας συνήθεια. Καφέ και τσιγάρο! Και βέβαια κουβεντούλα.
Η κουβέντα χωρίζεται σε δυό, ας τις πούμε, ενότητες.
Η πρώτη πνευματική, φιλοσοφική. Σαφέστατα επηρεασμένη από τα πρόσφατα γεγονότα. Συζητάμε για την γνώση και την πίστη. Αλλο να ξέρεις κάτι και άλλο να πιστεύεις κάτι. Κάθετί που αφορά την γνώση, αποδεικνύεται. Οπως επίσης αποδεικνύεται και το αντίθετό του.
Σε αντίθεση με την πίστη, που δεν αποδεικνύεται τίποτα. Για παράδειγμα, ποτέ δεν πρόκειται να αποδειχθεί ότι υπάρχει Θεός. Και βέβαια, απ’ την άλλη, ποτέ δεν θα αποδειχθεί και ότι δεν υπάρχει. Κανείς δεν λέει «ξέρω ότι υπάρχει», απλά θα πει «πιστεύω σ’ Αυτόν».
Η δεύτερη ενότητα της συζήτησης , πεζή μεν, αλλά και πρακτική. Πάμε για τέταρτη μέρα στο Όρος και ως τώρα δεν υπάρχει πουθενά δρόμος. Ούτε ηλεκτρικό ρεύμα. Ούτε τηλέφωνο. Στις Καρυές είχαμε δει μια ουρά προσκυνητών, να περιμένει στο μοναδικό τηλέφωνο με μετρητή, στο μικρό κατάστημα του ΟΤΕ. Οι μανάδες μας θα ανησυχούν για τους κανακάρηδες!
Ακόμα δεν υπάρχουν καθρέφτες. Πως θα ξυριστούμε; Δεν υπάρχει η δυνατότητα ούτε να κάνουμε μπάνιο.
Ένα άλλο πρόβλημα, είναι τα κουνούπια που μας έχουν διαλύσει! Αυτά τα φιδάκια που ανάβουμε, πολύ λίγο τα ενοχλούν! Τρομερά κουνούπια! Απίστευτη ράτσα εντόμων ευδοκιμεί στο Άγιο Όρος! Ίσως λόγω του ελάχιστου αριθμού των κατοικούντων εδώ, να είναι πολύ πεινασμένα, μόλις απαντήσουν άνθρωπο, τον ρημάζουν στο τσίμπημα!
Βαρειά η καλογερική, λέει αστεϊζόμενος ένας μας. Πράγματι, πολύ βαρειά. Ασήκωτη!
Τίθεται για πρώτη φορά το θέμα να φύγουμε απ’ το Όρος.
Δεν θέλουμε όμως να φύγουμε! Αυτός ο παράξενος τόπος, που ήρθαμε απλά να τον κάνουμε χάζι, έχει κάτι γοητευτικά χαλαρωτικό από τη μια, μια ένταση που σε ξεσηκώνει απ’ την άλλη.

Ένα άλλος λόγος που αποτρέπει τις σκέψεις της φυγής απ’ το Άγιο Όρος, είναι μια νέα πρόκληση που έχουμε μπροστά μας.
Το μονοπάτι για τη Λαύρα!
Και τι δεν λένε γι’ αυτό! Δύσκολο, μακρύ, ανεβαίνει ψηλά στον αυχένα του Άθωνα και ξανακατεβαίνει. Σε κάποια σημεία σε μπερδεύει. Κάπου ίσως να ‘χει κλείσει κιόλας απ’ τη βλάστηση.

Είμαστε νέοι και με αρκετή ενέργεια μέσα μας, για να αφήσουμε αυτή την πρόκληση να πέσει κάτω! Αύριο θα πάμε στη Λαύρα! Απ’ το μονοπάτι!
Μας λένε ότι αν ο καιρός είναι καλός θα περάσει το καΐκι απ’ τον αρσανά, να περιμένουμε να δούμε τον καιρό και βλέπουμε.
Όχι! Θα φύγουμε τα ξημερώματα απ’ το μονοπάτι, έρθει δεν έρθει καΐκι, δεν μας νοιάζει!
Όλα κύλησαν ήσυχα στην πανέμορφη Καρακάλλου. Στον εσπερινό, στην τράπεζα. Η γλυκειά κούραση και η αυριανή προσμονή, μας έστειλαν για ύπνο, σχεδόν με τη δύση.




Ξημερώματα, μόλις άνοιξε η πύλη, φύγαμε. Δεν πήγαμε στην ακολουθία, ούτε στην τράπεζα. Θέλαμε να κερδίσουμε όσο περισσότερο χρόνο γινόταν, προτού σηκωθεί ο ήλιος. Οι μέρες ήταν ζεστές, καύσωνας επικρατούσε.

Μετά από πολλές ώρες φτάσαμε στη Λαύρα. Έχοντες βιώσει εμπειρία απερίγραπτη, ασύλληπτη!
Ηταν πράγματι εκπληκτική η πεζοπορία μας στο μαγικό εκείνο μονοπάτι! Ξεκινώντας και περπατώντας για αρκετή ώρα παράλληλα με την ακτογραμμή, αλλά σε αρκετό ύψος απ’ αυτήν, έφτανες κάποτε στο αγίασμα του Αγίου

Αθανασίου του Αθωνίτου.
Εκεί ξαπόσταινες για ένα ικανό χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια, το μονοπάτι είχε αρκετές αυξομειώσεις στην κλίση του, διαβαίνοντας λαγκάδια και ρέματα. Πολλές φορές συναντούσες νερά τρεχούμενα, κάποιων των οποίων, ο όγκος ήταν μεγάλος. Χείμαρροι, μικρά ποταμάκια, κατέβαιναν απ’ τα φαράγγια του Άθωνα. Ο παράδεισος επί της γης!
Σε μια περίπτωση ο όγκος του νερού ήταν αρκετά μεγάλος, τόσο όσο θα μπορούσες να κολυμπήσεις κιόλας! Αν βέβαια άντεχες σε συνθήκες Σιβηρίας!
Η υδάτινη θερμοκρασία ήταν τόσο χαμηλή, που τα πόδια αμέσως μούδιαζαν όταν τολμούσες να τα βυθίσεις μέσα. Βόρειος Πόλος! Η μάλλον καλύτερα Νότιος Άθως!
Σε κάποια σημεία, σε κάποιες διχάλες και σταυροδρόμια, το λιγότερο εμφανές, το λιγότερο βατό και λιγότερο προσιτό τμήμα του μονοπατιού, ήταν τελικά το σωστό, αυτό που έπρεπε να ακολουθηθεί. Πώς να το συμπεράνεις όμως αυτό, πώς να το ξέρεις? Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, συνηθίζαμε να στέλνουμε έναν μας μπροστά, ο οποίος σαν ιχνηλάτης τρόπον τινά, έκανε μια πρόχειρη αναγνώριση και φώναζε από κάποια απόσταση «είναι οκ, ελάτε», ή επέστρεφε, έχοντας χωθεί προηγουμένως σε πυκνή βλάστηση, ή μην βρίσκοντας κάποια σαφή συνέχεια του δρόμου.
Ηταν ομολογουμένως κουραστική, εξαντλητική και μακρά η πορεία προς τη Λαύρα. Ξεθεωθήκαμε! Αλλά φτάσαμε!
Όταν φανερώθηκε μπροστά μας το επιβλητικό, το μέγιστο του Όρους λαμπρό οικοδόμημα της μονής, ένα «Δόξα Σοι ο Θεός» ήρθε στα χείλη! Κι ας μην γνώριζε και πολλά ο νους, τότε, για την Δόξα αυτή.
Στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής, πολύ κοντά στη μονή, συναντήσαμε έναν μοναχό.
Ευλογείτε!
Ο Κύριος! Από που έρχεστε;
Από Καρακάλλου.
Μπράβο! Χαρά στο κουράγιο σας!
Ανοίγω μια παρένθεση
Μεγάλη τιμή και ευλογία αποτελεί για μας, το ότι μας αξίωσε ο Θεός να διαβούμε εκείνο το μονοπάτι. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που θα το κάναμε αυτό.
Και αυτό διότι εκείνο το μονοπάτι, που το περπάτησαν Άγιοι, αυτοκράτορες, που και ο ίδιος ο Άγιος Αθανάσιος ο

Αθωνίτης, στον ίσκιο του βαδίζοντας θαυματούργησε με την βοήθεια της Θεοτόκου και χτυπώντας με το ραβδί του τον
βράχο, ξεπήδησε το Αγίασμα, εκείνο το μονοπάτι, που με τα ίδια τα χέρια τους το φτιάξανε οι καλόγεροι της παλιάς εποχής, χύνοντας ποταμούς ιδρώτα και που -πόσες φορές άραγε;- λέγοντας την ευχή, κουβαλούσαν τις πέτρες των καλντεριμιών του και των όμορφων μικρών γεφυριών του, εκείνο το ίδιο μονοπάτι που απ’ την ίδρυση της Μ. Λαύρας το 963, χάραζε διακριτικά και ωραία την νοτιοανατολική πλευρά του Άθωνα, εκείνο το μονοπάτι, επρόκειτο να αντικατασταθεί από έναν άχαρο χωματόδρομο, έναν πλατύ δρόμο, που μετέτρεψε σε κρανίου τόπο, ένα μεγάλο μέρος της περιοχής.
Το μεγαλύτερο μέρος του μονοπατιού αυτού, έμελλε να παραδοθεί, στην ανελέητη ισχύ των εκρήξεων της δυναμίτιδας. Έμελλε να παραδοθεί στα σιδερένια δόντια των φοβερών μηχανοκίνητων θηρίων, εκσκαφέων και μπουλντοζών. Τα άσπλαχνα ερπυστριοφόρα τέρατα, με τα ατσαλένια νύχια τους θα ξεθεμελίωναν τις αρχαίες πέτρες των καλντεριμιών. Θα γκρέμιζαν τα απείρου κάλλους χιλιόχρονα γεφυράκια. Θα αφάνιζαν μια για πάντα, από το πρόσωπο της γης, την ατραπό εκείνη που συνέδεε για αιώνες ολόκληρους, την απομακρυσμένη Αγία Μονή με τις Καρυές.
Είμαι βέβαιος, ότι από κάπου ψηλά απ’ το βουνό, ή πίσω απ’ τις φυλλωσιές της πλαγιάς, ο Κτήτωρας της Λαύρας και ιδρυτής του Αγίου Ορους Αθανάσιος, θα παρακολουθούσε την ολοκλήρωση του έργου της πυρίτιδας και των μηχανημάτων. Ακούγοντας τις ανατριχιαστικές κλαγγές των μετάλλων και τους άγριους βρυχηθμούς των κινητήρων.

Ο δρόμος για την Λαύρα έπρεπε να γίνει, αυτό εννοείται. Η μονή είναι πολύ απομακρυσμένη, ενώ επικρατούσε και λειψανδρία τότε.
Αλλά όπως αργότερα εκφράστηκε και μάλιστα εκ μέρους και των ίδιων των μοναχών, έπρεπε να υπάρξει λίγη παραπάνω σπουδή και προσοχή στην μελέτη και στην χάραξη.
Έτσι ώστε το ωφέλιμο (δηλαδή ο δρόμος), να μην φθείρει ανεπανόρθωτα το τερπνό (το μονοπάτι).
Μήπως όμως αλήθεια αντιστρέφονται οι αποδέκτες των επιθέτων ωφέλιμο και τερπνό; Μήπως το τερπνό είναι ο δρόμος άραγε; Δεν ξέρω.

Αρκετά με την γκρίνια όμως. Στο κάτω-κάτω είναι τόσο ανεξάντλητες οι ομορφιές του Ορους, που κι αν χάθηκε μία, δεν πειράζει. Δεν βαριέσαι, κατά το ελληνικότερον.
Σίγουρα πάντως δεν ευθύνονται γι’ αυτό, ούτε οι μοναχοί, ούτε το ίδιο το Άγιο Όρος.

Κλείνει η παρένθεση.

Ένας κόσμος ολόκληρος η Λαύρα. Σαν μεσαιωνικό ελληνικό

χωριό. Με 3 μεγάλες εκκλησίες και πλήθος παρεκκλησίων. Με μια εντυπωσιακή τράπεζα πολλών αιώνων.
Δυό θεόρατα κυπαρίσσια έξω απ’ την πύλη του Καθολικού, φυτεμένα εδώ και χίλια χρόνια!
Στο αντικρινό δέντρο επάνω, ένα σύστημα περίεργων ξύλινων πλήκτρων, που πιέζονται από χέρια και πόδια ταυτόχρονα, συνδεδεμένα με διαφόρων μεγεθών και οξύτητας ήχου καμπανάκια, καλούν μοναχούς και προσκυνητές στα γεύματα και τις ακολουθίες.

Στο πρώτο πάτωμα, αριστερά ανεβαίνοντας τα σκαλάκια, το αρχονταρίκι. Ο πατήρ Βασίλειος, τόσο φιλόξενος και πρόσχαρος! Καφεδάκια, λουκούμι, ρακές, κρύο νερό.
Και πατρικές νουθεσίες.
Μας μιλάει για την εξομολόγηση με γλαφυρό και παραστατικό τρόπο.
Οι άνθρωποι από την φύση τους, είναι δεδομένο ότι θα υποπέσουν κάποιες φορές σε λάθη, σε αμαρτήματα.
Το ζήτημα είναι όταν πέφτει κάποιος, να μπορεί μετά να σηκωθεί. Να μην παραμένει πεσμένος. Αυτό γίνεται με την εξομολόγηση, με το ξαλάφρωμα της ψυχής από το βάρος.
«Να πέφτετε μεν, αλλά τσακ! Αμέσως να σηκώνεστε! Να μην μένετε κάτω!», μας έλεγε χαμογελώντας, ωσάν να γνωριζόμασταν χρόνια!

Το απογευματάκι πήγαμε κοντινούς περιπάτους.
Προς τα δυτικά της μονής, στον δρόμο προς Αγία Άννα, υπήρχαν πολλές καλύβες. Στον κήπο μιας απ αυτές, ένας ηλικιωμένος μοναχός, σκάλιζε το χώμα. Μόλις μας είδε, μας κάλεσε.
Μας ρώτησε από που είμαστε, πως μας λένε, με τι ασχολούμαστε. Το όνομά του είτε δεν το ρωτήσαμε, είτε δεν το θυμάμαι. Μας έδωσε ένα δωράκι, κάτι μικρές χάρτινες εικονίτσες.
Μετά μας ρώτησε αν διαβάζουμε καθόλου πνευματικά βιβλία. Η απάντηση δεν μπορούσε παρά να είναι η αλήθεια. Όχι!
Είπε τότε: Θα δώσω αυτό το βιβλίο σε όποιον από σας κάνει τον κόπο να το διαβάσει. (Νομίζω ήταν η Καινή Διαθήκη).
Όπως είναι φυσικό, αρνηθήκαμε ευγενικά, λέγοντας ότι το πιθανότερο είναι να μην το κάνουμε, δεν θα μπορούσε κανείς να υποσχεθεί ότι θα το διαβάσει.
Λέει τότε: Ας το πάρει κάποιος με την προϋπόθεση ότι θα διαβάζει που και που, μία μόνο παράγραφο.
Μα και πάλι φαινόταν, αμφίβολη εξ ημών η τήρηση της δέσμευσης.
Ο γέροντας απτόητος, το δίνει σε έναν μας λέγοντας: Πάρτο εσύ και μια φορά την ημέρα, απλά να το ανοίγεις και χωρίς να διαβάσεις τίποτα, να το ξανακλείνεις αμέσως, αυτό είναι αρκετό.
Είναι πραγματικά απίστευτο! Αλλά και πάλι δυστυχώς, με κατεβασμένο κεφάλι, ο εν λόγω φίλος, παραδέχτηκε ότι δεν μπορεί ούτε καν αυτό,
να το θεωρήσει εφικτό από μέρους του!
Φύγαμε από την καλύβα του γέροντα, αφού μας ευλόγησε σταυρώνοντάς μας με τα δάχτυλά του. Χωρίς το βιβλίο, αλλά με πολλές σκέψεις και ερωτήματα του ενός στον άλλον και του καθενός προς τον εαυτό του.

Ξημέρωσε το άλλο πρωί.
Τίθεται το θέμα να μείνουμε και δεύτερη μέρα στη Λαύρα. Για δύο λόγους. Ο πρώτος ότι το βράδυ έχει αγρυπνία, θα έρθει πολύς κόσμος επί τούτου. Ο άλλος λόγος, ότι το αυριανό καραβάκι που θα έρθει στον αρσανά, θα κάνει τον περίπλου του Άθωνα, θα καβατζάρει Ακραθω και Νυμφαίο και θα δέσει για διανυκτέρευση στον αρσανά της Σκήτης της Αγίας Άννης.

Όλα μάς πηγαίνουν αίσια! Εκεί που λέμε, ωραία ήταν, μια χαρά, ας φύγουμε τώρα απ’ το Όρος, όλο εμφανίζονται σειρές ευχάριστων συμπτώσεων, ιδιαίτερων και ενδιαφερουσών εκδοχών, οι οποίες κεντρίζουν ξανά το ενδιαφέρον, για μια ακόμα παράταση της παραμονής μας στον Άθω!

Θα μείνουμε λοιπόν και σήμερα! Ενημερώνουμε σχετικά τον αρχοντάρη. Ξεκούραστοι και ευδιάθετοι περπατούμε έξω από την μονή. Καθόμαστε στο γοητευτικό κιόσκι δίπλα στην

πύλη, έχει δροσούλα, αύρα πελαγίσια. Τσιγάρα το ένα πάνω στο άλλο και καφές. Η ομορφότερη καφετέρια σε ολόκληρο τον κόσμο, λέει κάποιος προσκυνητής, που κάθεται κι αυτός εκεί!
Ένας καλόγερος έρχεται και μας ρωτά αν μπορούμε να βοηθήσουμε σε κάτι. Αυτονόητο είναι να δεχτούμε!

Αυτή τη φορά η δουλειά είναι σκληρούτσικη. Δυτικά της μονής, υπάρχουν σε παράταξη πολλές σειρές ντοματιές. Πρέπει να μαζέψουμε ντομάτες.
Παίρνουμε τελάρα και κοφίνια και σκυφτοί ξεκινάμε αράδα αράδα, να αλαφρώνουμε τα φυτά απ το βάρος τους και όταν γεμίζει ένα ένα τελάρο, το μεταφέρουμε σε συγκεκριμένο σημείο. Κάθε γεμάτο τελάρο θάναι πάνω κάτω 25-30 κιλά. Μούσκεμα στον ιδρώτα, κάτω απ’ το λιοπύρι του Ιουνίου, φορώντας στο κεφάλι κάτι ψαθάκια που μας δώσανε, τελειώνουμε τη δουλειά μετά από κανά δύωρο. Βαρειά η καλογερική! Βαρειααααά!

Πέρασε η ώρα.
Αργά αργά μπαίνουμε στο καθολικό για την αγρυπνία.

Σκοτάδι. Σιγή.
Ακούγεται μέσα στην ησυχία χαρακτηριστικά, το σύρσιμο των ποδιών των μοναχών και των αρκετών προσκυνητών που έχουν συρρεύσει για τη γιορτή, καθώς και ο λεπτός και μυστηριακός ήχος του θροΐσματος των ράσων των καλογέρων.

Στο φως ενός και μόνο κεριού αρχίζει η αγρυπνία.

Κάτι, που όποια και αν είναι η ιδιοσυγκρασία του καθενός, δεν υπάρχει περίπτωση να μην τον αγγίξει, είναι το τελετουργικό. Η ακολουθία αρχίζει στο σκοτάδι, μετά με ένα μόνο κερί, μετά με περισσότερα, ακολουθεί η αφή ενός καντηλιού, δύο, τριών, κι άλλων κεριών κι άλλων καντηλιών.
Στα μισά της Λειτουργίας έχουμε την πλήρη σχεδόν φωταψία του ναού. Μετά αρχίζει πάλι η αντίστροφη πορεία. Ένα-ένα φως σβήνει, και το πέπλο του σκοταδιού, σιγά-σιγά ξαναπέφτει στο καθολικό, με το πέρας της τελετουργίας.
Όσο για το μελωδικό μέρος, τι να πρωτοθαυμάσει κανείς! Οι φωνές απ’ τα ψαλτήρια, σαν αγγελικά αηδόνια του παραδείσου! Αν τα αυτιά του ανθρώπου αποκτούσαν ποτέ δικιά τους θέληση και αυτάρκεια, μπορώντας να αποκοπούν από το σώμα, θα περνούσαν ολόκληρη τη ζωή τους, μέσα σε κάποιον Αγιορείτικο ναό, όπου τελείται αγρυπνία!

Δεν άντεξα να παρακολουθήσω ολόκληρη την ακολουθία. Κόντεψε να με πάρει ο ύπνος στο στασίδι.

Ξημέρωσε πάλι.

Η πανηγυρική τράπεζα τελείωσε. Φάγαμε πεντανόστιμο

ψάρι.
Κατεβαίνουμε στον αρσανά για να πάρουμε το καΐκι. Λίγο πριν τη θάλασσα ένας περίεργος πύργος από μπετόν, ξενίζει το μάτι. Δεν ταιριάζει καθόλου με την μορφολογία των κτισμάτων του ‘Ορους.
Είναι παλιός πύργος μεν, αλλά προφανώς, για να μην καταρρεύσει το πάνω τμήμα του, υποχρεώθηκαν να μπαλώσουν την κατάσταση πρόχειρα.
Απετέλεσε για κάποιο διάστημα, χώρο στέγασης στρατιωτικού σώματος, πού είχε παλιότερα έδρα την περιοχή.

Ήρθε το καΐκι, δυσκολεύεται τρομερά να μπει στο λιμανάκι, ίσα-ίσα που χωράει, περνώντας σε απόσταση αναπνοής απ’ τα βράχια.

Ξεκινάμε, ανοιγόμαστε.
Να ο Ακράθως. Λίγο πριν, ψηλά, το μοναστηριακού τύπου οικοδόμημα, της Ρουμάνικης Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου.
Να τα καλύβια της Βίγλας.
Φτάνουμε στον κάβο, πλησιάζουμε.
Το τοπίο έχει μια τραχύτητα, μιαν άγρια ομορφιά!
Τα πρώτα βράχια μοιάζουν με ξυράφια, καλά ακονισμένα απ’ τον άνεμο κι απ’ τα άγρια χτυπήματα των μανιασμένων κυμάτων. Ξεκινώντας απ’ τα απύθμενα βάθη, φτάνουν στην επιφάνεια και σαν κοφτερές λεπίδες, σηκώνονται σε μεγάλο ύψος πάνω απ’ το νερό.
Εδώ σ αυτές τις ίδιες ξέρες, 25 αιώνες πριν, κομματιάστηκε ο Περσικός στόλος! Ούτε ψύλλος στον κόρφο των Περσών ναυτών!

Θεόρατοι, απολύτως κάθετοι, γρανιτένιοι όγκοι, υψώνονται κατακόρυφα, εκατοντάδες μέτρα πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Ψηλά, που και που διακρίνονται κάποια ασκηταριά, τα πιο πολλά ακατοίκητα.
Συνεχώς κοιτάζουμε προς τα πάνω, σε βαθμό που να σε πονά ο σβέρκος από την έκτασή του!

Κάποια στιγμή χωρίζουν λιγάκι τα βράχια, ένας μικρός όρμος, να τα Καυσοκαλύβια! Θαυμάσια εικόνα χωριού από το παρελθόν!
Στα δρομάκια του ανάμεσα, διακρίνονται από μακριά, κάποιες μαύρες φιγούρες μοναχών που περπατούν, ή που στέκονται αγναντεύοντας το καΐκι μας.

Να σε λίγο και τα Κατουνάκια πάνω απ’ τα βράχια, εκεί που σταματά η καθετότητα της πέτρας και σχηματίζεται ένα μικρό ίσιωμα.

Να και τα τρομερά Καρούλια! Επιφωνήματα έκπληξης και δέους στην θέα τους! Λαξευμένα στον βράχο σπιτάκια, σπηλιές κλεισμένες μπροστά για προστασία απ’ τα στοιχεία της φύσης, φρικτά παραπήγματα -στοιχειώδης έννοια καταλύματος, για ανθρώπους που έχουν ξεπεράσει εντελώς την ανάγκη φροντίδας του σώματος- σιδερόσκαλες και σκοινιά ανάμεσα στα βράχια και στα φοβερής και απόκοσμης όψης, πρόχειρα ανθρώπινα κατασκευάσματα!

Τι θέληση αλήθεια και τι πίστη, χρειάζεται κανείς, για να ζει εδώ!

Πλησιάζουμε, να και η Αγία Άννα.
Πολύ μεγάλη Σκήτη!
Τεράστια η απόσταση και η διαφορά ύψους, ανάμεσα στο χαμηλότερο και στο πιο ψηλό κελλί!
Αποβίβαση.
Κοιτάζω επάνω.
Γολγοθάς! Πώς θ ανέβουμε εκεί πάνω? Είναι και καταμεσήμερο!
Βάζω ως ορόσημο ένα πορφυρού χρώματος κτίσμα, εκεί είναι το Κυριακό της Σκήτης, εκεί θα μείνουμε.
Αρχίζει η ανάβαση.



ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ – Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΝΘΙΜΟΣ


 Ενας παράγοντας, ο οποίος δυσκολεύει πολύ την πεζοπορία, κατά την διάρκεια ανηφορικής διαδρομής, είναι η άμεση οπτική επαφή με το σημείο στο οποίο καταλήγει η διαδρομή αυτή. Κάθε τόσο σηκώνεις κατάκοπος τα μάτια, ελπίζοντας ότι πλησιάζεις στο τέρμα, αλλά με απογοήτευση διαπιστώνεις ότι βρίσκεσαι περίπου στο ίδιο σημείο. Κάτι σαν οπτική απάτη!
Ετσι και τώρα, ανεβαίνοντας μέσα στη ζέστη, κοιτάζουμε κάθε τόσο, προς τα πάνω, αλλά εκείνο το κόκκινο κτίσμα παραμένει, θαρρείς, στην ίδια απόσταση. Μοιάζουν σαν να μας κοιτάζουν με ειρωνεία οι πορφυροί εξώστες του, σαν να μας λένε: «Δεν θα φτάσετε ποτέ!»

Πλήθος μουλάρια ανεβοκατεβαίνει στη Σκήτη.
Το καΐκι απ’ τη Δάφνη, είχε αράξει στην αποβάθρα, λίγο πριν φτάσει το δικό μας πλοιάριο. Και ξεφόρτωσε ένα σωρό προμήθειες. Τις προμήθειες αυτές ανέβαζαν τώρα τα μουλάρια στον ανήφορο.
Κιβώτια, φιάλες υγραερίου, τσουβάλια με όσπρια κι αλεύρι.
Τα συμπαθέστατα τετράποδα κατέβαιναν χωρίς φορτίο, αλλά ανέβαιναν σηκώνοντας βάρος μεγάλο. Σίγουρα, τα δυστυχή ζώα, θα προτιμούσαν την αντίθετη εκδοχή. Να κατέβαιναν δηλαδή φορτωμένα και να ανέβαιναν ξεφόρτωτα. Για κακή τους όμως τύχη, αυτή είναι η φύση, ο χαρακτήρας κι η γεωγραφία του τόπου, όπου τους έλαχε να ζουν. Εύκολος κατήφορος κι εξαιρετικά επίπονος ανήφορος.
Μήπως τάχα και των ανθρώπων η ζωή, κάπως έτσι δεν μοιάζει;

Κάθε φορά που συναντούσες τις πομπές των μουλαριών, έπρεπε να βγεις ελαφρώς από το δρόμο, είτε σκαρφαλώνοντας λιγάκι προς την άκρη της πλαγιάς, είτε γλιστρώντας με ζυγισμένα και προσεκτικά βήματα, προς την πλευρά του γκρεμού.
Κάπως έτσι γίνεται και τώρα. Μια αράδα ζώα κατεβαίνει. Θα ‘ναι 4-5, το ‘να πίσω απ’ το άλλο, δεμένα μεταξύ τους με ένα σχοινί. Ένας μοναχός τα συνοδεύει, πεζός. Βγαίνουμε απ’ το δρόμο.
Ευλογείτε! Λέμε στον μοναχό.
Ο Κύριος! Μας απαντά, χαμογελαστός!
Είναι απ’ αυτούς τους καλογέρους, που η ηλικία τους είναι εντελώς αδιόρατη! Θα τον έκανες από 40 μέχρι 60 χρονών, μπορεί και λίγο παραπάνω! Πάντως κι αυτός έμοιαζε με μικρό παιδί! Μικρό παιδί με μαύρα ρούχα και άσπρη γενειάδα.

Ξεγελώντας με κάποιο τρόπο το κοκκινωπό κτήριο που μας ειρωνευόταν, φτάνουμε τελικά στην αυλή του Κυριακού της Σκήτης.
Μουσκίδι στον ιδρώτα και με 150 καρδιακούς παλμούς, σωριαζόμαστε σ' ένα παγκάκι, κάτω από έναν ίσκιο.

Ησυχία. Φαίνεται σαν κανείς να μην μας έχει αντιληφθεί.
Περιεργάζομαι τον χώρο. Πόσο αλλιώς είναι εδώ! Πόσο διαφορετικά απ’ το περιβάλλον των μοναστηριών, πού ‘χουμε ως τα τώρα επισκεφθεί!
Αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι στο λιακωτό ενός χωριάτικου

σπιτιού!
Μα βέβαια! Όντως, βρισκόμαστε στο λιακωτό ενός σπιτιού, σε κάποιο χωριό!
Με τη μόνη διαφορά, ότι οι κάτοικοι αυτού του χωριού, είναι όλοι τους καλόγεροι!
Πόσες πρωτόγνωρες, πόσες περίεργες και όμορφες εκπλήξεις, μας περιμένουν άραγε ακόμα, σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο;
Σε λίγο, ένας από τους κατοίκους του χωριού που αναφέρθηκε, μας φέρνει τον δίσκο με το κέρασμα και αργότερα μας οδηγεί στο μοναδικό δωμάτιο του ξενώνα.
Πιο απλή μορφή ξενώνα δεν θα μπορούσε να υπάρξει! Ένα σκοτεινό δωμάτιο, με 7-8 κρεβάτια σε παράταξη και τίποτα άλλο! Ούτε ένα ντουλάπι, ούτε μία καρέκλα!
Μια χαρά είναι! Τίποτα άλλο δεν μας χρειάζεται!
Ξαπλώνουμε για ολιγόωρη ξεκούραση.

Νωρίς το απόγευμα, στην αυλή συναντούμε άλλους δύο προσκυνητές. Καθόμαστε μαζί τους. Συζητήσαμε λιγάκι μαζί τους. Μας λένε ότι ήρθαν να δουν τον γέροντα, τον πατέρα Άνθιμο. Όπου να ’ναι θα έρθει.
Πράγματι, σε 5-10 λεπτά, από ένα χαγιάτι στο πλάι, ανεβαίνοντας δυό τρία σκαλάκια, εμφανίζεται μιά βιβλική μορφή. Η έκφρασή του, είναι αυστηρή και επιβλητική. Βλέποντάς τον, σού ‘ρχονται στο μυαλό, εικόνες από πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Αβραάμ, ο Ααρών, ο Μωυσής.

Ευλογείτε γέροντα!
Ο Κύριος!
Σηκωνόμαστε όρθιοι,
Καθήστε παιδιά. Μην σηκώνεστε, μας λέει.

Είναι εμφανές, ότι οι άλλοι δύο φίλοι, γνωρίζονται με τον γέροντα. Κάθονται μαζί του, σε μια απόσταση δύο περίπου μέτρων από εμάς και συζητούν χαμηλόφωνα. Οι εκδηλώσεις των 2 λαϊκών προς τον πατέρα Άνθιμο είναι γεμάτες απεριόριστο θαυμασμό και σεβασμό. Του ασπάζονται το χέρι πολλές φορές και κρέμονται απ’ τα χείλη του, καθώς τους μιλά.
Αισθανόμαστε λιγάκι παρείσακτοι. Και πέρα απ’ αυτό, θέλουμε και να καπνίσουμε. Αφήνουμε τους 3 συζητητές και σηκωνόμαστε.
Βγαίνουμε απ’ την αυλή και κατηφορίζουμε λίγο το μονοπάτι που είχαμε ανέβει το μεσημέρι. Ιδανικό σημείο για τσιγάρο!
Να πάλι ο ίδιος μοναχός που συνόδευε τα μουλάρια. Αυτή τη φορά έφιππος σε ένα απ’ αυτά.
Ευλογείτε. - Ο Κύριος! Αυτή η καταπληκτική προσφώνηση, που ξεκίνησε σαν ένα αφελές παιχνιδάκι, έχει γίνει μια πάρα πολύ γλυκειά ρουτίνα! Τι ωραίο που είναι, κάθε φορά που βλέπεις κάποιον να έρχεται προς το μέρος σου, να σου προξενεί τόση χαρά, απλά και μόνο το γεγονός ότι πρόκειται να ανταλλαγεί μεταξύ σας, αυτός ο τόσο θαυμάσιος χαιρετισμός!

Επιστρέφουμε στην αυλίτσα. Να και πάλι ο γέροντας. Μόνος τώρα.
Ευλογείτε. - Ο Κύριος.

Ο π. Άνθιμος μας κοιτάζει στα μάτια με το γνώριμο αυστηρό ύφος του. Με μια ματιά ήρεμη μεν, αλλά κοφτερή σαν σπαθί.

Και μπαίνει κατευθείαν στο θέμα.
Εσείς παιδιά, τι ακριβώς ήρθατε να κάνετε εδώ στο Άγιον Όρος;
!!!!!!!!!!
Αμάν!
Τι καταπέλτης είναι τώρα αυτή η ερώτηση?
Κανείς μέχρι τώρα δεν μας ρώτησε κάτι τέτοιο!
Πώς να απαντήσεις? Και τι να πεις?
Λίγα δευτερόλεπτα αμηχανίας περνούν.....

(Ώστε ο γέροντας λοιπόν, τα είχε καταλάβει όλα! Ίσως απ’ την εμφάνισή μας, ίσως απ’ τη φυσική μας συστολή λόγω της άγνοιας, ίσως απ’ τα κατεβασμένα μας βλέμματα. Ήξερε τι μυαλά κουβαλάμε μέσα στο κεφάλι μας. Με κάποιον περίεργο τρόπο, ήξερε τα πάντα!)

Τι να του πεις τώρα του γέροντα? Ψέμματα? Αυτό δεν γίνεται! Την απόλυτη αλήθεια μήπως? Δηλαδή να του πούμε ότι ήρθαμε στον Άθω από περιέργεια, ή για να δούμε πως είναι εδώ τα πράγματα? Ούτε κι αυτό λέγεται.

Μέσα στην αμηχανία, μού ‘ρχεται στο μυαλό κάτι και χωρίς πολλή σκέψη το αφήνω να ακουστεί:
Ψαχνόμαστε πάτερ .....
Δαγκώθηκα μόλις το είπα. Το μετάνιωσα.
Αυτή η έκφραση δεν είχε αυτή την απλή έννοια, όπως ακούγεται αυτή την στιγμή.
Ήταν μια έκφραση με κάποιον υπαινιγμό αμφισβήτησης. Ήταν λιγάκι επαναστατική. Έκφραση ευρύτατα διαδεδομένη στους περίγυρούς μας, ως νέων. Την χρησιμοποιούσε η γενιά της εποχής, οι ανήσυχοι φοιτητές, οι σπουδαστικές νεολαίες.
Και αυτή την έκφραση, την είχα εκστομίσει στον γέροντα!
Με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα, περιμένουμε στωικά την καταιγίδα να ξεσπάσει, από μέρους του.

Κάτι τέτοιο όμως, δεν συμβαίνει!
Χωρίς να χαθεί κάτι απ’ την αυστηρότητα της ματιάς του, ο γέροντας λέει:
Ώστε ψαχνόσαστε. Μάλιστα. Απ’ τις καλές κουβέντες που έχω ακούσει είναι αυτή! Να ψαχνόσαστε, να ψαχνόσαστε. Καλό είναι αυτό! Και αν εκεί που ψάχνετε, βρείτε πουθενά και το Ευαγγέλιο, ανοίξτε το. Διαβάστε το! Εντάξει παιδιά? Για να μην πάει και χαμένος τόσος κόπος, τόσο ψάξιμο!

Εντάξει γέροντα!
Ξεκινάει να φύγει. Τον ασπαζόμαστε. Όπως του φιλώ το χέρι, αισθάνομαι το άλλο χέρι του, να μου ακουμπάει ελαφρώς τα μαλλιά.
Την ευλογία σας! λέμε.
Του Κυρίου, του Κυρίου.....

Κοιτάζω τον γέροντα όπως απομακρύνεται, βλέπω την πλάτη του όπως φεύγει με πολύ αργά βήματα.
Δεν θα ξαναέβλεπα ποτέ τον π. Άνθιμο. Την επόμενη φορά που θα πήγαινα στην Αγία Άννα, θα αντίκρυζα στο μικρό κοιμητήριο της Σκήτης, έναν απέριττο ξύλινο σταυρό με το όνομά του.

Σκεφτόμουν αργότερα, ότι ο γέροντας, με εκείνα τα λόγια του, κατά το κοινώς λεγόμενον, μας έκανε σκόνη! Μας συνέτριψε! Αλλά αυτό το έκανε, χωρίς να μας ελέγξει και τόσο, χωρίς να μας θίξει, χωρίς να μας προσβάλλει.

Και απ την άλλη σκέφτομαι, ότι αυτό που με φόβο, εκστόμισα τότε προς αυτόν, ήταν τελικά ολόκληρη, πλήρης η αλήθεια, για τον λόγο που ήμασταν στο Όρος.
Μπορεί να την είπα κατά λάθος, αλλά ήταν η αλήθεια.

Αρκετή ώρα μετά από την σύντομη αλλά συγκλονιστική συνάντηση με τον γέροντα, ένας μοναχός μας ξεναγεί στο Κυριακό. Μπαίνουμε στον σχεδόν κατασκότεινο, ναό. Μας δείχνει την θαυματουργή εικόνα της Αγίας Άννης. Μας λέει ότι έχει πολλές φορές βοηθήσει άκληρα ζευγάρια να αποκτήσουν παιδί.
Στη συνέχεια μας καλεί να προσκυνήσουμε το Άγιο Λείψανο, του κάτω άκρου της Αγίας. Και αμέσως μετά μας παρατηρεί αρκετά έντονα!


Δεν φιλάμε, μας λέει την λειψανοθήκη! Ένα κομμάτι σίδερο είναι αυτή, δεν είναι απολύτως τίποτα! Ασπαζόμαστε το ίδιο το Άγιο Λείψανο! Και σκύψτε και λιγάκι! Ταπεινωθείτε λιγάκι!
Χωρίς δεύτερη κουβέντα, συμμορφωνόμαστε με τα λόγια του μοναχού και ασπαζόμαστε με ταπείνωση, το ίδιο το Άγιο Λείψανο, που ξεπροβάλλει από μια οπή της λειψανοθήκης.


Ανοίγει εδώ μία παρένθεση
Δεν έχω συστήσει ακόμη την παρέα των τριών μας, σ εκείνο το πρώτο ταξίδι στο Όρος.
Ήμουν εγώ, ένας έτερος συνονόματός μου Παναγιώτης και ο Νίκος. Με τον Παναγιώτη ξαναπήγαμε έκτοτε, άλλες δύο φορές στο Όρος, ενώ με τον Νίκο, με κάποιες εξαιρέσεις, συνεχίζουμε να πηγαίνουμε ανελλιπώς ως τα σήμερα.

Μια και μίλησα για το προσκύνημα στην Αγία Άννα, να πω και τούτο:
Καμμιά 20ετία μετά από τότε, ο Νίκος, θα ξαναγονάτιζε μπροστά στην εικόνα και στο Άγιο εκείνο Λείψανο. Απολύτως οικειοθελώς αυτή τη φορά. Και χωρίς υποδείξεις και νουθεσίες, περί του τρόπου και της αναγκαίας ταπεινότητας. Και θα έπαιρνε και λαδάκι απ’ το καντήλι της Αγίας.
Μετά από αρκετές ταλαιπωρίες και παρά την βοήθεια των επιστημόνων και ιατρών, δεν είχαν καταφέρει με την σύζυγό του να αποκτήσουν παιδί.
Γύρω στο ένα έτος αργότερα, θα αποκτούσαν.

Ούτε κι αυτό όμως, ενδεχομένως, ήταν κάποιο θαυματουργικό γεγονός.
Εξάλλου, όπως προελέχθη, βοήθησαν εκ νέου, η επιστήμη, οι γιατροί, κάποιες μικροεπεμβάσεις, πλήθος φαρμάκων. Οι επιστήμονες, απ’ την πλευρά τους, απέδειξαν τα πάντα.
Τα έχουμε ξαναπεί όλα αυτά όμως. Άλλο γνώση ,άλλο πίστη.

Κλείνει η παρένθεση

Η γεμάτη, πλήρης, μεστή εκείνη μέρα, τελείωσε.
Με τον εσπερινό και την Τράπεζα.
Μόνοι οι τρεις μας, σε ένα δωμάτιο, φάγαμε για πρώτη φορά στη ζωή μας, ένα νοστιμότατο φακόρυζο. Ούτε είχα διανοηθεί ποτέ, ότι θα μπορούσε να υπάρξει αυτός ο περίεργος συνδυασμός τροφών, φακής και ρυζιού!
Την επομένη ξυπνήσαμε πολύ νωρίς. Αισθανόμασταν υποχρέωσή μας να πάμε στην εκκλησία, σχεδόν απ’ την αρχή της ακολουθίας. Δεν μας επέβαλλε κανείς κάτι τέτοιο. Αλλά το ύφος και η αυστηρότητα του χώρου, σε έκαναν να αντιληφθείς από μόνος σου, ότι έτσι θα ήταν σωστό να γίνει.

Ένα μοναδικό θέαμα το οποίο παρακολουθήσαμε, ήταν, η σχεδόν ταυτόχρονη προσέλευση των στα γύρω κελλιά διαμενόντων μοναχών στο Κυριακό της Σκήτης για να παραστούν στη Λειτουργία. Θα ‘ταν φαίνεται Κυριακή ή κάποια γιορτή. Ήμουν τόσο αδαής τότε, που τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ήξερα.


Από πάνω, από κάτω, απ’ τα πλάγια, σε κάθε μονοπατάκι, σε ολόκληρη σχεδόν την πλαγιά, έβλεπες αναμμένα κεριά, φαναράκια ή φακούς, που κρατούσαν οι προσερχόμενοι στο Κυριακό, για να βλέπουν τον δρόμο, μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Απ’ όλα, μα όλα τα κελλιά, έρχονταν, σιγά-σιγά στο Κυριακό, τα φωτάκια, πλησίαζαν αργά-αργά, μέσα στην ησυχία και στο απαλό αεράκι της νύχτας. Μια εξαίσια αδελφική σύναξη, μέσα σε μια ανείπωτα όμορφη μυσταγωγική ατμόσφαιρα. Τα λόγια, φτωχά, για να περιγράψουν την πανδαισία των μικρών λυχνιών, που κατέληγαν μία-μία, στην αυλίτσα μας, δίπλα μας!
Η ακολουθία τελείωσε.


Παίρνουμε τον δρόμο για την μονή Αγίου Παύλου.

ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ-ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ-ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ-
ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΑ
Μείναμε από μία μέρα στην καθεμιά από τις 4 μονές.
Καθημερινά βαδίζαμε την μία με μιάμιση ώρα, της μεταξύ τους απόστασης.
Οι διαδρομές δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλες σε απόσταση, αλλά όμως ήταν αρκετά κουραστικές. Και αυτό γιατί το μονοπάτι, ανεβοκατέβαινε διαρκώς, από την ρίζα του κάθε βράχου, σε μεγάλο ύψος πάνω σε αυτόν. Έμπαινε μέσα στον κάθε όρμο και κολπίσκο, κατά μήκος του αναγλύφου της ακτής. Ανέβαινε και κατέβαινε το κάθε μικρό ή μεγάλο φαράγγι, χαμήλωνε μέσα στις ισκιερές λαγκαδιές και σηκωνόταν πάλι στα ψηλά ακροβούνια, για να παρακάμψει τους πέτρινους όγκους, που φύτρωναν στα πλαϊνά αυτών των πανέμορφων κοιλωμάτων που έφτιαχνε η θάλασσα και που θα έλεγες ότι έμοιαζαν με μικρά φιόρδ.

Είχαμε πια εξοικειωθεί με τα Αγιορειτικά πράγματα. Αισθανόμασταν κάπως έμπειροι, χωρίς βέβαια να είμαστε. Κοντεύοντας όμως 10 μέρες στο Όρος, όταν συναντούσαμε κάποιον προσκυνητή, που κι αυτός είχε έρθει για πρώτη φορά, όλο και κάτι είχαμε να του πούμε, να τον συμβουλεύσουμε.

Και στα καθήκοντά μας, αρκετά τυπικοί και συνεπείς.
Δεν χάναμε τις ακολουθίες, τα γεύματα, τις ξεναγήσεις, τις συζητήσεις.
Το μόνο στο οποίο, αυτές τις μέρες, δεν δείχναμε τον πρέποντα σεβασμό, ήταν το σύντομο απόδειπνο.
Ίσως γιατί, τα ηλιοβασιλέματα της δυτικής ακτής του Άθωνα, 
Ηλιοβασίλεμα στη Σ/πετρα
ήταν τόσο μαγευτικά, τόσο μεγαλόπρεπα.!
Ειδικά εκείνο το λιόγερμα, που ατενίσαμε απ’ το μπαλκόνι του τελευταίου, του έβδομου ορόφου της Σιμωνόπετρας, κοιτώντας τους πλαϊνούς βράχους, το λιμανάκι του αρσανά της και στο βάθος την απέναντι χερσόνησο της Χαλκιδικής, κανείς Μιχαήλ Άγγελος και κανένας Πικάσσο ή Ντα Βίντσι, δεν θα ήταν δυνατόν να το ζωγραφίσει!

Θυμάμαι το καστρομονάστηρο του Αγίου Παύλου με τα ψηλά τείχη και τον επιβλητικό πύργο. Και με μια σειρά κληματαριές, στο δρομάκι που περπατά κανείς, πλησιάζοντας την πύλη του. Εκεί μπαίνοντας ο φίλος Παναγιώτης, είχε παρατηρηθεί από κάποιον μοναχό, διότι είχε ανά χείρας ένα ψηλό πεζοπορικό ραβδί, κάτι το οποίο δεν θεωρείται πρέπον, όπως μάθαμε.
Εκεί επίσης, κάποιος μοναχός μας είπε, ότι τον τελευταίο καιρό, είχαν γίνει κάποιες ζημιές από κουνάβια, των οποίων ο πληθυσμός παρουσίαζε αύξηση.
Μια τρομερή έκπληξη, είναι αλήθεια, μας κατέλαβε, όταν μας έβγαλαν για προσκύνημα, τα Τίμια Δώρα των 3 μάγων, προς

τον Χριστό.

Στην Διονυσίου εντύπωση μας έκαναν οι προφητικές και κάπως τρομακτικές τοιχογραφίες της αποκάλυψης. Η κατάνυξη στο όμορφο, αλλά λιγάκι κλειστοφοβικό Καθολικό, με την Παναγία του Ακαθίστου στο μικρό παρεκκλήσι του.


Ένα μικρό μπαλκονάκι, στο πιο ψηλό σημείο της μονής, πάνω απ’ το χάος, που καταλήγει στον θαλάσσιο βράχο, ήταν το σημείο που περάσαμε αρκετές ώρες, συζητώντας και ηρεμώντας.

Οι γραφικές καμάρες που σχηματίζουν οι κολώνες της νοτιοανατολικής πλευράς της Γρηγορίου. Τι φιλόξενοι οι μοναχοί εδώ! Όχι ότι αλλού δεν είναι βέβαια.
Είχαμε και μια πνευματική συζήτηση στην Γρηγορίου. Για την αγάπη που πρέπει να δείχνουμε στους συνανθρώπους μας. Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης, μάθαμε ότι η μονή, είχε ξεκινήσει μια προσπάθεια βοήθειας προς ανθρώπους εξαρτημένους από ναρκωτικές ουσίες.
Αυτό μας χαροποίησε ιδιαίτερα, λόγω του ότι, εξαιτίας της ηλικίας και των συναναστροφών μας, είχαμε στον περίγυρό μας δει με τα μάτια μας, διάφορους νέους που αντιμετώπιζαν τέτοια προβλήματα.

Στην Σιμωνόπετρα, το βράδυ, ο Νίκος αποφάσισε την άλλη μέρα, όταν θα φτάναμε στη Δάφνη, να φύγει για τον Βόλο.

Θα πήγαινε να μείνει σε κάποιους γνωστούς και θα διεκπεραίωνε εκτός αυτού και τα αναγκαία για την μετάβασή μας στις Σποράδες. Εισιτήρια καραβιών, κλείσιμο δωματίων στα νησιά.
Εμείς θα μέναμε δυό μέρες ακόμα. Θέλαμε να πάμε οπωσδήποτε στο Ρώσικο, που τόσο μας είχε εντυπωσιάσει, όταν το είδαμε μπαίνοντας στ’ Όρος.

Το πρωί κατηφορίζουμε στον αρσανά, να πάρουμε το καΐκι για την Δάφνη.

Κατηφορίζουμε τον κακοτράχαλο κατήφορο.
Είναι εύκολη η κατηφόρα. Ούτε ιδρώτας, ούτε κούραση. Έχει όμως κάποιους κινδύνους. Τα βήματα πρέπει να είναι προσεκτικά.
Σε αντίθεση με την ανηφόρα, η οποία σε ξεθεώνει, αλλά είναι πολύ πιο ασφαλής. Αν για παράδειγμα, ανηφορίζοντας, σκοντάψεις και πέσεις, δεν έγινε και τίποτα. Απλά από μικρή απόσταση, θα ακουμπήσεις στο έδαφος.
Ενώ αν -ο μη γένοιτο-, γλιστρίσεις στον κατήφορο, τότε δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί. Ίσως τραυματιστείς άσχημα! Μπορεί να φύγεις πέφτοντας, ολόκληρα μέτρα μακριά και το χειρότερο, μπορεί και να κατρακυλήσεις σε κανέναν γκρεμό. Και δυστυχώς, οι άγριοι γκρεμοί και οι κοφτερές χαράδρες του Αγίου Όρους, δεν ενδείκνυνται καθόλου για κάτι τέτοιο. Άμα πέσεις πού να ‘βρεις σταματημό! Μόνο ο Θεός σε σώζει σε τέτοια περίπτωση!

Κατεβαίνουμε λοιπόν προσεκτικά.

Κάθε τόσο, γυρίζουμε και ρίχνουμε μια ματιά στο μοναστήρι που απομακρύνεται πίσω μας. Τι ανυπέρβλητο μεγαλείο εκπέμπει η θωριά της Σίμωνος Πέτρας! Πώς άραγε την χτίσανε αυτή την 7όροφη πολυκατοικία πάνω στον βράχο, εδώ και 700 χρόνια;

Κατηφορίζουμε χαρούμενοι και ευδιάθετοι!
Η Σιμωνόπετρα μας επεφύλαξε χθες και άλλη μια ευχάριστη έκπληξη! Μπάνια και ντουζιέρες! Με κρύο νερό βέβαια, αλλά ποιός νοιάζεται γι’ αυτό!
Τις 10 τελευταίες μέρες στο Όρος, η ατομική καθαριότητα, ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη και κατ’ ανάγκην πρόχειρη. Ενώ τώρα επιτέλους, βγάλαμε από πάνω μας το χώμα, τον ιδρώτα και την σκόνη τόσων πεζοποριών!
Αστειευόμενοι σχολιάζουμε το χθεσινό ντους, γελώντας δυνατά και λέγοντας πως ελπίζουμε να μην βούλωσαν τα μοναστηριακά σιφώνια!

΄Ερχεται το καΐκι για την Δάφνη.
Αλήθεια, το ξεχάσαμε, χρειαζόμαστε κάποια λεφτά γι’ αυτό! Κάποια ελάχιστα κέρματα, κάποιες δραχμούλες! Τα πορτοφόλια μας βρίσκονται στους πάτους των αποσκευών, όντας αχρείαστα και αζήτητα! Όλο αυτό το διάστημα, έχουμε χάσει την έννοια και την αίσθηση του χρήματος, δεν έχουμε πληρώσει τίποτα πουθενά! Το καραβάκι που έκανε τον περίπλου, μας πήρε δωρεάν, γιατί του είχαν τελειώσει τα αποκόμματα μισών-φοιτητικών εισιτηρίων.
Είναι εντυπωσιακή η διαπίστωση, ότι μπορείς να βρίσκεσαι τόσον καιρό στον Άθω, χωρίς να χρειάζεται να ξοδέψεις ούτε μία δραχμή!

Να η Δάφνη, το όμορφο και γραφικό χωριουδάκι. Την βλέπουμε για δεύτερη φορά. Αλλά τούτη τη φορά, μετά από τόσες μέρες περιήγησης σε μοναστήρια και σκήτες, μας φαίνεται σχεδόν σαν μεγαλούπολη.
Αρκετός κόσμος, κάποια μαγαζάκια. Και αυτοκίνητα! Αρκετά αυτοκίνητα και κάποια φορτηγά! Έχουμε να δούμε ή να ακούσουμε αυτοκίνητο, από τότε που μας άφησε το λεωφορείο στις Καρυές!

Αποχαιρετούμε τον Νίκο. Φεύγει για Ουρανούπολη. Εμείς θα μείνουμε λιγάκι, θα κάνουμε καμμιά βολτούλα στην Δάφνη και μετά θα ξεκινήσουμε τον αγαπημένο μας πια ποδαρόδρομο για το Ρώσικο.
Με μια χαρούμενη νότα, με κάποια συγκίνηση, αλλά και μια μικρή δόση χιούμορ βέβαια, αγκαλιαζόμαστε και αποχωριζόμαστε λέγοντας “Ευλογείτε – Ο Κύριος”, όλοι μαζί ταυτόχρονα αισθανθήκαμε ,ότι έτσι θα ‘πρεπε να ‘ναι ο αποχαιρετισμός μας!


Περιδιαβήκαμε για λίγη ώρα την Δάφνη, ήπιαμε καφεδάκι και μπήκαμε και σ ένα μικρό κατάστημα. Εκεί αγόρασα ένα μικρό ξύλινο σταυρουδάκι που μπορούσες να το περάσεις στον λαιμό με πετονιά. (Το έχω ακόμα και σήμερα, έχει λιώσει το ξύλο του, έχει απομείνει σχεδόν το μισό).


ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ – ΡΩΣΙΚΟ
Όντως μεγαλειώδης μονή. Θαυμάσια. Περίλαμπρη. Αγέρωχη. Λαμπρή.

Αλλά έξω απ’ την ιδιοσυγκρασία μας.

Άλλες τεχνοτροπίες.
Άλλες διακοσμήσεις.
Το Βυζαντινό στοιχείο απουσίαζε απ’ τις εκφράσεις των προσώπων των Αγίων στις εικόνες.
Πάρα πολύ χρυσάφι στα τέμπλα των εκκλησιών.

Φυσικά και θαυμάσαμε την μονή και ήταν τιμή μας η παρουσία μας εκεί. Και η φιλοξενία των Ρώσων μοναχών άψογη.

Ανεβήκαμε και στο περίφημο καμπαναριό και με δέος βρεθήκαμε κάτω απ’ αυτή την γιγαντιαία καμπάνα των 15 τόννων. Και μάλιστα παρατηρήσαμε ότι αυτός ο τεράστιος όγκος, κρεμόταν με χοντρές αλυσίδες, από δύο και μόνο μαδέρια, όχι και τόσο μεγάλων διαστάσεων. Πώς άντεχαν τέτοιο βάρος? Εκπληκτικό μας φάνηκε!

Ένα στοιχείο που μας ξένισε και αλήθεια είναι ότι δεν μας ενθουσίασε, ήταν το ότι το αρχονταρίκι και τα δωμάτια φιλοξενίας, ήταν έξω απ’ το μοναστήρι.
Πολύ μεγάλου αριθμού, θα ‘λεγες εκατοντάδες, μικρά τρίκλινα κελλάκια, σε κάτι μεγάλους και μακρόστενους διαδρόμους, σε τρεις διαδοχικούς ορόφους, κάποιων κολοσσιαίων διαστάσεων κτηρίων, που ήταν τόσο διαφορετικά, από κάθε είδους κατασκευή, πού ‘χαμε ως τα τώρα δει στο Όρος.

Η Ρώσικη Λειτουργία, πολύ αλλιώτικη, απ’ την Βυζαντινού χρώματος και ήχου γνώριμή μας. Και ελαφρώς μονότονη.

Θυμάμαι και το φαγητό στην Τράπεζα. Ρώσικο μπορς. Μια σούπα, σαν ζωμός, σκούρου κόκκινου χρώματος, μέσα στον 
Η τράπεζα της Ι.Μ. Αγ. Παντελεήμονος (Ρωσσικού)
οποίο αιωρούνταν ή επέπλεαν, κάποια κομματάκια διάφορων λαχανικών. Ευτυχώς που στο τραπέζι, υπήρχε άφθονη ποσότητα φρεσκοψημμένου, μαύρου, ζυμωτού, πεντανόστιμου ψωμιού!

Το βραδάκι στο κελί μας, κουβεντιάζουμε, κάνουμε κάποιον απολογισμό της εμπειρίας μας στο Όρος.

Οι άνθρωποι εδώ, οι μοναχοί, ζουν έναν τελείως διαφορετικό τρόπο ζωής απ’ το δικό μας. Έχουν έναν άλλο κώδικα. Άλλους νόμους.
Τους κώδικες όμως και τους νόμους τους, τους τηρούν. Αυστηρά. Όχι σαν κι εμάς, έξω.
Και όποιος από εμάς, θέλει να ‘ρθει να ζήσει εδώ για λίγες μέρες, το μόνο πράγμα που πρέπει να κάνει, είναι να συμβιβαστεί λιγάκι με αυτούς τους νόμους και τους κώδικες. Τίποτα παραπάνω. Ίσως μάλιστα, ούτε καν αυτό το ελάχιστο, να μην χρειάζεται να κάνει!

Και θα φιλοξενηθεί. Θα ΦΙΛΟΞΕΝΗΘΕΙ. Με όλη την σημασία της λέξης. Θα είναι δηλαδή ένας ξένος, ο οποίος θα θεωρηθεί φίλος. ΦΙΛΟΣ. Και θα αντιμετωπισθεί ως φίλος.
Όχι τυπικά φίλος.
Ουσιαστικά ΦΙΛΟΣ. Και αδελφός.

Κανείς δεν μας ενόχλησε. Κανείς δεν μας υποχρέωσε να κάνουμε κάτι. Κανείς δεν μας συμπεριφέρθηκε άσχημα.

Και μάλιστα μας συμπεριφέρθηκαν με καλωσύνη, με αγάπη, με ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΤΑ.
Σαν να μας χρωστούσαν αυτοί αγάπη και ταπεινότητα. Ενώ κανονικά, θα έπρεπε να τους την χρωστάμε εμείς, που μας φιλοξένησαν και μας περιποιήθηκαν, σαν να ήμασταν τα αδέρφια τους.

Ίσως αυτή η ταπεινότητα να είναι, που τους κάνει τους Αγιορείτες, ανεξάρτητα απ’ την ηλικία τους, να μοιάζουν με μικρά παιδιά.

Είναι ώριμοι και έμπειροι και ενήλικοι και κάποιοι από αυτούς ΓΕΡΟΝΤΕΣ, στο μυαλό και στο πνεύμα.
Αλλά είναι όλοι τους, παιδιά στην καρδιά!
Ναι, μικρά παιδάκια είναι, με τρυφερές και ταπεινές καρδούλες, γεμάτες ΑΓΑΠΗ!


ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ
Την επομένη, βαδίσαμε στην Ξενοφώντος, για την τελευταία μας διανυκτέρευση.

Απολύτως τυπικοί πια, ακολουθήσαμε πλήρως, το

πρόγραμμα της μονής.
Η μονή ήταν ήσυχη και αυστηρή, παρά το γεγονός ότι είχε πολλούς επισκέπτες. Είναι η θέση της τέτοια και οι δυνατότητες φιλοξενίας της σημαντικές, ώστε είναι φυσιολογικό να δέχεται αρκετούς προσκυνητές.

Το απογευματάκι στην μικρή προβλήτα του μοναστηριού, ένας μοναχός ψάρευε. Και η ψαριά, ήταν πολύ καλή! Είχε πιάσει αρκετά και μεγαλούτσικα ψάρια.

Οι σκέψεις μας εκείνο το τελευταίο βράδυ στο Όρος, ήταν διαφορετικές. Ήταν απολύτως κοσμικές.
Τα σώματά μας ήταν ακόμα στο Όρος, αλλά οι ψυχές μας φτερούγιζαν έξω.
Σκεφτόμασταν τους γονείς μας, που είχαμε να επικοινωνήσουμε τόσον καιρό μαζί τους. Τους φίλους, τις φίλες μας.
Σκεφτόμασταν πόσο ανενημέρωτοι ήμασταν, για κάθε είδους εξελίξεις, που πιθανόν θα έχουν λάβει χώρα στον έξω κόσμο.
Η απομόνωση ήταν τόσο έντονη. Τίποτα δεν μαθαίνεις στο Όρος για τα πράγματα που συμβαίνουν έξω. Για παράδειγμα και πόλεμος ακόμα αν είχε ξεσπάσει, εμείς δεν θα το μαθαίναμε.
Συζητήσαμε και άλλα πεζά πράγματα. Για εκδρομές που είχαμε πάει. Για τις αγαπημένες μας ποδοσφαιρικές ομάδες. Και βέβαια για τις Σποράδες που θα πηγαίναμε.

Το τελευταίο πρωινό, είχαμε πολύ χρόνο στην διάθεσή μας, μέχρι να ‘ρθει το καΐκι, που θα μας έβγαζε απ’ το Άγιο Όρος.
Και είπαμε να πάμε να το πάρουμε από την γειτονική Δοχειαρίου. Μόνο 20 λεπτά απείχε.

Στην Δοχειαρίου προσκυνήσαμε την Παναγία την Γοργοϋπήκοο. Και περιεργαστήκαμε ένα πάρα πολύ βαθύ και όμορφα φτιαγμένο πηγάδι στο εσωτερικό της μονής.

Περιμένοντας στο λιμάνι το καραβάκι, σκέφτηκα ότι είμαστε για 13η μέρα στο Όρος. Ακριβώς όση είναι η διαφορά, παλιού και νέου ημερολογίου!
Δηλαδή ήταν σαν να κάναμε μια περίεργη βουτιά στον χρόνο, ένα πισωγύρισμα στον καιρό και βγαίναμε απ’ το Όρος ακριβώς την ίδια μέρα, την ίδια ημερομηνία, κατά την οποία μπήκαμε! Το μόνο που άλλαζε ήταν το ημερολόγιο! Μπήκαμε την τάδε Ιουνίου με το καινούργιο, βγαίνουμε την ίδια ακριβώς μέρα του Ιουνίου με το παλιό!
Απίστευτη συγκυρία, περίεργη σύμπτωση.
Ένα παράξενο παιχνίδι που έπαιξε το μυαλό, με συμπαίκτες του το Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ημερολόγιο!

Να το καραβάκι, έρχεται!
Σβήνουμε τα τελευταίο, εν Άθω, τσιγάρο μας.
Κοιτάζουμε την όμορφη Δοχειαρίου πριν ανέβουμε στο καΐκι.

Μας ελέγχουν τις αποσκευές μας. Ανακατεύουν τα τσαλακωμένα και σκονισμένα μας ρούχα.

Το μικρό ταξίδι ως την Ουρανούπολη, μας φάνηκε μεγάλο.

Αφήσαμε πίσω μας εκείνον τον κάβο, που μπαίνοντας, λαχταρούσαμε να τον περάσουμε, για να δούμε να ξετυλίγεται μπροστά μας η μαγεία του Όρους.
Ο Άθως δεν φαίνεται πια.

Να εκείνο το συμπαθητικό ερείπιο, στα σύνορα του έξω κόσμου.
Άλλη μια μικρή συγκίνηση στο πέρασμά του! Αλήθεια, τι ορίζοντες, τι όμορφες προσδοκίες μας είχε δώσει, η θέα αυτού του κτίσματος, πριν 13 μέρες!

Ξάφνου, απίστευτο!

Δελφίνια! Δυο μικρά παιχνιδιάρικα δελφίνια, ακολουθούν το σκάφος μας!

Σαν παιδιά κι αυτά! Παίζουν, λικνίζονται, πηδάνε σχεδόν έξω απ’ το νερό!

Όταν αφήσαμε, μπαίνοντας στο Όρος, την Ουρανούπολη πίσω μας, μας είχαν υποδεχτεί, μας είχαν καλωσορίσει, ένα σωρό γλαροπούλια!
Τώρα μας αποχαιρετά, μας ξεπροβοδίζει, αυτό το ζευγάρι των δελφινιών!

Αυτό το καταπληκτικό, αυτό το ονειρεμένο ταξίδι στο Όρος, απ’ την αρχή ως το τέλος του, μας καταπλήσσει, μας συγκινεί, μας αφήνει άφωνους!
Τι χαρά! Τι ομορφιά!
Πλησιάζουμε στην Ουρανούπολη.
Τα χαριτωμένα μικρά κήτη, μ έναν απότομο ελιγμό, χάνονται στ ανοιχτά του πελάγου.

Αποβίβαση στον έξω κόσμο.

Κόσμος, φασαρία, αυτοκίνητα, οχλαγωγία, χαμός.

Να και γυναίκες! Πολλές γυναίκες!

Μας φαίνονται λιγάκι περίεργες, τόσον καιρό που έχουμε να τις δούμε!

Σκέφτομαι πάλι τους Αγιορείτες.
Πώς είναι δυνατόν να διάλεξαν να περάσουν ολόκληρη τη ζωή τους, χωρίς την συντροφιά αυτών των πανέμορφων πλασμάτων;
Και όμως!
Πόσο διαφορετικές επιλογές μπορεί αλήθεια να κάνει στη ζωή του ο καθένας μας! Πόσο διαφορετικές!
Να, το λεωφορείο για την Θεσσαλονίκη περιμένει.

Μια τελευταία ματιά, κατά τα νότια, κατά τον Άθω!

Θα ξανάρθουμε Παναγιώτη;
Θα ξανάρθουμε!


ΤΕΛΟΣ




Πρέπει με το τέλος της ιστορίας, να γίνουν κάποιες επισημάνσεις.


ΥΓ1:
Μετά όντως πήγαμε στις Σποράδες!
Δεν πήγαμε στη Σκιάθο. Ξεκινήσαμε απ’ την Αλόννησο για 3-4 μέρες και άλλες 2 μετά στη Σκόπελο. Ίσως γιατί θέλαμε να υπάρχει μια λογική διαβάθμιση, από την ακμή στην παρακμή.
Και ο τρόπος ζωής μας εκεί, σίγουρα δεν θα έβρισκε σύμφωνους τους
Αγιορείτες. Εξάλλου εκεί υπήρχαν και γυναίκες και ξενύχτια και μπαρ.
Αλλά όμως υπήρχε ένα μέτρο. Σαν ένα φρένο να είχε μπει, σε ένα βαθμό τουλάχιστον, στις διάφορες υπερβολές.


ΥΓ2:
Εννοείται ότι διάφορες λέξεις και περιγραφές συναισθημάτων, αφορούν το τότε (πριν τόσα χρόνια) και όχι το τώρα. Αυτό για να μην παρεξηγηθώ, που χρησιμοποίησα κάποιες εκφράσεις, κάπως ασεβείς. (Πχ. γκρινιάρηδες καλόγεροι ή δεν μου άρεσε το τάδε πράγμα κλπ.)


ΥΓ3:
Από τότε έμελλε να επισκεφτώ πολλές φορές ακόμα το Άγιο Όρος. Απλά τότε, την πρώτη φορά, μπήκε ,ας πούμε, η μαγιά, για το μέλλον. Και σιγά-σιγά αυτός ο προορισμός, από ταξιδιωτικός και εκδρομικός, θα γινόταν προορισμός καθαρά πνευματικός. Η εκπληκτική φύση και το περικαλλές περιβάλλον, απλά βοηθούν και βεβαίως ομορφαίνουν, το πνευματικό ταξίδι.


ΥΓ4:
Όπως είναι αυτονόητο, σε ένα σημαντικό βαθμό δυστυχώς, μια σημαντική παρακμή, με ακολουθεί ως τα σήμερα.
Με γκρίνιες, θυμούς, ψεμματάκια, μικρά και μεγαλύτερα λάθη, εγωισμούς.
Μήπως κι αυτή η ιστορία άλλωστε, δεν είναι ένας μικρός εγωισμός?
Και βέβαια είναι. Αν θα αρέσει σε κάποιον που θα την διαβάσει, αυτό θα μου αρέσει και μένα. Άρα, δυστυχώς, είναι κι αυτή, ένας κάποιος εγωισμός.


ΥΓ5:
Βίωσα χρόνο με το χρόνο, όλες τις σημαντικές αλλαγές, του Αγίου Όρους. Κάθε φορά που έβλεπα κάποια αλλαγή, στενοχωριόμουν βαθειά.
Έχω πολλές φορές σκεφτεί, αν οι 3 φίλοι της ιστορίας, με το σκεπτικό και το μυαλό που είχαν τότε, πήγαιναν για πρώτη φορά στο Όρος, με τις σημερινές συνθήκες που επικρατούν εκεί, θα κατάφερναν άραγε κατ’ αρχήν να αντεπεξέλθουν? Να κλείσουν θέσεις μήνες πριν, να συναντήσουν πολύ κόσμο, να μετακινούνται με ταξί; Και αν κατάφερναν να αντεπεξέλθουν σ αυτό, μετά θα μπορούσαν να δουν και να συγκρατήσουν ορισμένα από τα πράγματα, που τους έκαναν τελικά να αντιληφθούν, τι ακριβώς συμβαίνει στο Όρος;
Απαντώ: Κατά πάσα πιθανότητα ναι. Θα το κατάφερναν. Θα μπορούσαν. Θα γινόταν πιστεύω τελικά το ίδιο, αλλά με κάποιον άλλον τρόπο, με άλλες παραστάσεις και με άλλες εκδοχές.

Θα προτιμούσα το Όρος να μην είχε αλλάξει τόσο. Θα το προτιμούσα όπως το πρωτογνώρισα. Παρ’ όλα αυτά όμως, είναι τόσο μεγάλη η ωφέλεια του να πηγαίνεις εκεί, είναι τόσο αγαπημένος τόπος, είναι τόσο το ίδιο όμορφο όπως και τότε, που πραγματικά δεν αξίζει να το συζητήσουμε άλλο.
Στο κάτω-κάτω, αισθάνομαι ελάχιστο το ανάστημά μου, για να μπορέσω να κρίνω τους ανθρώπους εκεί. Είναι πραγματικά αδύνατον να τους κρίνω.
Επίσης για τις αλλαγές που συντελέστηκαν, κατά ένα μέρος, ευθύνομαι και εγώ ο ίδιος. Γιατί πηγαίνω συχνά, γιατί πολλές φορές παίρνω μαζί μου φίλους που δεν έχουν ξαναπάει, αυτοί μετά ξαναπάνε με άλλους φίλους τους κλπ. Και άρα ευθύνομαι και εγώ και όλοι μας, για την μεγάλη αύξηση του αριθμού των προσκυνητών, η οποία αύξηση αυτή, είναι η βασική αιτία, των όποιων αλλαγών γίνονται.
Είπαμε όμως. Είναι τόσο τεράστια η ωφέλεια.
Και πραγματικά πιστεύω, ότι ακόμα και αν βάλουν ελικοδρόμια παντού, ακόμα και αν όλοι οι χωματόδρομοι γίνουν άσφαλτοι, ακόμα και αν σε κάθε αρσανά τοποθετηθεί τελεφερίκ που θα σκαρφαλώνει σε κάθε αρχονταρίκι και σε κάθε κελλί, πάλι θα συνεχίσω να πηγαίνω στο Ορος.

Μόνο ένα πράγμα θα άλλαζε οριστικά και αμετάκλητα την εικόνα του Όρους.
Η κατάργηση του αβάτου.
Θα σήμαινε το τέλος του.

Και εδώ να πούμε δυό καλές κουβέντες για τις γυναίκες του site.
Μας ζηλεύουν λιγάκι, που πηγαίνουμε στο Όρος, ενώ αυτές δεν μπορούν. Και είναι λογικό αυτό.
Αλλά όχι μόνο υπομένουν και ανθίστανται σε αυτό, αλλά υπερασπίζονται με σθένος και με επιχειρήματα, την ανάγκη διατήρησης του αβάτου. Μπράβο τους.

Είναι τιμή μας των ανδρών που πηγαίνουμε στο Όρος.
΄Οπως είναι και τιμή τους των γυναικών, που δεν πηγαίνουν.

Ίσως με αυτό τον τρόπο να βοηθούν στην διατήρηση του Όρους περισσότερο από εμάς τους άνδρες.
Σκέφτομαι ότι αν για κάποιο λόγο, σταματήσουν να πηγαίνουν οι άνδρες λαϊκοί στο Όρος, τότε το Όρος και βέβαια θα συνεχίσει να υπάρχει, με την επάνδρωση από μοναχούς.
Αν όμως πάνε οι γυναίκες εκεί, τότε τέλος!
Άρα με την μη παρουσία τους, βοηθούν στην διατήρηση του Αγίου Όρους, περισσότερο από όσο εμείς με την παρουσία μας!


ΥΓ6:
Να απευθυνθώ εδώ και στους αδελφούς, που βρίσκονται στην άλλη πλευρά, στην απέναντι όχθη, σε αυτούς που δεν πιστεύουν σε ανώτερες δυνάμεις.
Μ’ αυτό τον τρόπο, είναι σαν να απευθύνομαι και στα 3 παιδιά της ιστορίας, που πήγαν για πρώτη φορά στο Όρος.

Αγαπητοί
Ακόμη και αν έχετε εσείς δίκιο, ακόμη και αν όπως λέτε, δεν υπάρχει τίποτα πάνω από μας, ακόμα και αν οι μεγάλοι υλιστές φιλόσοφοι τα γράφουν όλα σωστά στα έργα τους, ακόμα και τότε.
Ακόμη και τότε λοιπόν, οι μοναχοί του Όρους με την αγάπη και την ταπεινότητά τους, προσφέρουν σημαντικό και τεράστιο έργο. Εκείνα τα μικρά παιδιά, με τα μαύρα ράσα και τις γενειάδες στον Άθω, που βοηθούν τους ανθρώπους να ξεπερνούν τα προβλήματά τους, που τους βοηθούν να αντιμετωπίζουν θέματα υγείας, που βοηθούν άκληρα ζευγάρια να αποκτούν παιδάκια, που μας κάνουν όλους καλύτερους φιλοξενώντας μας, δείχνοντάς μας αγάπη. Εκείνα τα μικρά παιδιά στον Άθω, που με ταπείνωση περνούν ολόκληρη την ζωή τους, αφιερωμένοι και αφοσιωμένοι στην αγάπη και στην βοήθεια των άλλων. Εκείνα τα παιδιά, κάνουν καλύτερους τους συνανθρώπους μας, την πατρίδα μας, την κοινωνία μας.

Πηγαίνετε μια βόλτα στο Όρος να το διαπιστώσετε.
Μόνο πριν ξεκινήσετε, βάλτε μέσα στις αποσκευές σας, λίγη καλή θέληση, λίγη υποχωρητικότητα, λίγη συγκατάβαση.
Όχι περισσότερη συγκατάβαση, από όση επιδεικνύετε όταν σας φιλοξενεί κάποιος στο σπίτι του. Και σίγουρα λιγότερη, από όση θα εισπράξετε, από τους οικοδεσπότες σας στο Όρος.

Πηγαίνετε, δεν θα χάσετε!


ΥΓ7:
Ας τελειώσει επιτέλους αυτή η ιστορία, που τόσο σας ταλαιπώρησε, αδελφές και αδελφοί μου!



Ας τελειώσει με μιά μόνο λέξη



Με μια λέξη:


Ειλικρινή


Εγκάρδια


Καλωσυνάτη


Ολόψυχη


Αληθινή


Απλή


Αγιορείτικη




Και η λέξη αυτή:





ΕΥΛΟΓΕΙΤΕ!!!!!