Ο
Μητροπολίτης Φλωρίνης έγραψε ό,τι ο Καζαντζάκης είπε: "Ο άνθρωπος, όταν
νιώθει πόνο...είναι ζωντανός...", δηλαδή αδελφοί, καταλάβατε;
Απ' ό,τι φαίνεται ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός
που ΔΕΝ ένιωθε πόνο (αλλά και όλοι σχεδόν οι άγιοι Μάρτυρες...), ΔΕΝ ήταν
ΖΩΝΤΑΝΟΣ. Δηλαδή, ΔΕΝ ήταν άνθρωπος πραγματικός, αληθινός αλλά ΦΑΙΝΟΤΑΝ ως
άνθρωπος ή αλλιώς η ανθρώπινη φύση του απορροφήθηκε από την Θεϊκή, και τα
ΠΑΡόμοια των καταδικασμένων και αναθεματισμένων Μονοφυσιτών.... και θέλετε να
έχουμε ΚΟΙΝΩΝΙΑ μετά των τέκνων εκείνων. ΑΜ ΔΕ!
Δ.Ε.
ΣΧΟΛΙΟ:
Ο π. Αθανάσιος Μυτιληναίος λέγει ότι στα έσχατα -ο Αντίχριστος και οι
Αντίχριστοι οπαδοί αυτού- εκτός από τα φόβητρα (π.χ. μην αντιδράς γιατί θα
βρεθείς εκτός Εκκλησίας-Σωτηρίας) θα μεταχειρίζεται/ονται ποικίλες μηχανές
εξαπάτησης (ενν. των ακατήχητων αλλά και νηπίων αδελφών μας). Ιδού μία από τις
πολλές Ζηζιούλιες ΑΠΑΤΕΣ.... που με συστηματικό τρόπο εισάγει ο
ψευδοδιδάσκαλος-δεσπότης της Φλώρινας κ.κ. Ειρηναίος.
....................................
ΠΕΡΙ
ΕΝΟΡΙΑΣ Α' ΜΕΡΟΣ
Η
θεολογία της ενορίας εμπεριέχει την εκκλησιολογική θεώρηση της εν Χριστώ
υπάρξεως αρκεί να μεταδίδεται σύμφωνα με τις αρχές της Εκκλησίας. Η πρώτη
ιστορική αναφορά του όρου <<Ενορία>> προέρχεται από μια επιστολή
του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης (4ος αιων.) προς τον Φλαβιανό. <<Και τίνος
μηνύσαντος κατά την ορεινήν αυτών ενορία διάγειν>> (Ε.Π. 46-1001 Α). Σ’
αυτό το κείμενο γίνεται διάκριση ανάμεσα στην Ενορία και την Εκκλησία που
ταυτιζόταν με την Επισκοπή με την έννοια της μικρής περιοχής στην οποία
κατοικούσαν Χριστιανοί. Την ίδια εποχή περίπου ο όρος ενορία αναφέρεται και από
τον Άγιο Επιφάνειο Σαλαμίνος της Κύπρου <<Ως κάτοικοι εν τη της
Ελευθερουπόλεως Ιερουσαλήμ ενορία επέκεινα της Χεβρών>> (Ε.Π. 41, 677).
Αυτό
που σήμερα ονομάζεται ενορία στην Κ. Διαθήκη εκφραζόταν με τον όρο
<<Εκκλησία>> γιατί αργότερα συντελείται η διάθλαση της μιας υπό τον
Επίσκοπο τοπικής Εκκλησίας σε <<ενορίες>> υπό τους πρεσβυτέρους.
Στην Ορθόδοξη πραγματικότητα η μικρότερη ενότητα εκκλησιαστικής ζωής είναι η
Ενορία. Ως ευχαριστιακή σύναξις των πιστών εμφανίζεται η (κάθε) ενορία – σε
συνάρτηση βέβαια πάντα με την Επισκοπή στην οποία ανήκει οργανικά – ως η
Καθολική Εκκλησία. Στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο ο πιστός ζει το μυστήριο
της Εκκλησίας στη ζωή και πράξη της Ενορίας του, μέσα την οποία ο αγιαζόμενος
και αγωνιζόμενος ενώνεται με το Χριστό και τους εν Χριστώ αδελφούς του
πραγματοποιώντας συνεχώς την εν Χριστώ ύπαρξη του, την εκκλησιαστικότητα του. Ο
λόγος συνεπώς για την ενορία και τη ζωή της είναι στην ουσία του λόγος για την
ίδια την Εκκλησία και την παρουσία της στον κόσμο.
2
ΤΙ
ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ;
Η
Εκκλησία είναι <<σώμα Χριστού>> (Α’ Κορ. Κεφ. 12), η εν Αγίω
Πνεύματι ένωση και ενότητα των πιστών στην θεώμενη <<δοξασμένη>>
ανθρωπότητα (=ανθρώπινη φύση) του Χριστού μας. Χριστός και Εκκλησία είναι
ενότητα αδιάσπαστη και αδιαίρετη. Είναι κατά τον Ιερό Χρυσόστομο <<γένος
εν Θεού και ανθρώπων>> (Ελλην. Πατρολογία 52- 789). Κατά την ημέρα της
Πεντηκοστής η δοξασμένη (κατά φύσιν ενωμένη αδιαίρετα και ασύγχυτα με τη θεία
ουσία) ανθρώπινη φύση του Χριστού μας επανέρχεται στον κόσμο μετά την ανάληψη
της στους άκτιστους ουρανούς της Τρισιλείου Θεότητος. Για να συνεχισθεί η
παρουσία του Χριστού στους πιστούς (Ματθ. 28-20) <<και ιδού εγώ μεθ’ ημών
ειμί πάσας της ημέρας έως της συντέλειας του αιώνος>>. Μια παρουσία όμως
με ένα διαφορετικό τρόπο τώρα εν αγίω Πνεύματι. Ο Χριστός επιστρέφει εν Αγίω
Πνεύματι για να είναι ο τόπος της συναντήσεως και ενώσεως των σωζόμενων δι’
Αυτού και εν Αυτώ.
Χρειάζεται
όμως να αναλυθεί λίγο περισσότερο αυτή η θεμελιακή για την εκκλησιαστική
(ενοριακή) ζωή μας στην αλήθεια.
Κατά
τον Μυστικό Δείπνο ο Χριστός έδωσε στους Μαθητάς του μερικές (επιφανειακά)
περίεργες υποσχέσεις. <<Πάλιν έρχομαι και παραλείψομαι ημάς προς εμ’
αυτόν. Ίνα όπου εγώ ειμί και ημείς ήτε>> και στη συνέχεια <<ουκ
αφήσω ημάς ορφανούς, έρχομαι προς ημάς (Ιωάν. 14-3, 17). Συνεχίζοντας τους
περίεργους για τους Μαθητάς λόγους του ο Χριστός μας αναφέρεται στην ημέρα κατά
την οποία οι Μαθηταί θα γνωρίσουν ότι ο Χριστός είναι εν τω Πατρί. Οι Μαθηταί
στον Χριστό και ο Χριστός μέσα σ’ αυτούς (εν αυτοίς).
Κατά
την ημέρα δηλαδή εκείνη οι Μαθηταί θα αποκτήσουν εμπειρία της παρουσίας του
Χριστού μέσα τους. Αυτό σημαίνει ότι θα βλέπουν τον Χριστό και μετά την Ανάληψη
Του, διότι ο Χριστός ζει και αυτοί θα ζουν μαζί Του (Ιωάνν. 14,19). Η υπόσχεση
αυτή του Χριστού μας δεν έμεινε καθόλου ασαφής και απροσδιόριστη γιατί
διαλευκαίνεται παρακάτω. Σύμφωνα με το κατά Ιωάννη, ο Χριστός υπόσχεται να
εμφανίσει τον Εαυτό Του σ’ όποιον Τον αγαπά (Ιωάνν. 14-21) και ότι θα έλθει να
κατοικήσει μέσα του μαζί με τον Πατέρα (Ιωάνν 14-23). Όλα αυτά όμως θα
πραγματοποιηθούν εν Αγίω Πνεύματι, Με την έλευση του Αγίου Πνεύματος, ο
Παράκλητος (το Άγιον Πνεύμα) θα διδάξει τους Μαθητάς πάντα και θα τους
υπενθυμίσει όλα όσα τους είπε ο Χριστός ζώντας ανάμεσα τους (Ιωάνν 14-26). Αλλά
και στην Αρχιερατική Του προσευχή ο Κύριος παρεκάλεσε μεταξύ άλλων τον Πατέρα
<<Πάτερ ους δέδωκας μοι θέλω, ίνα όπου ειμί εγώ και κείνοι ώση μετ’ εμού
ίνα θεωρήσει την δόξαν την εμοί (Ιωάνν. 17-24).
3
Ζητά να
είναι μαζί Του όλοι οι πιστοί Του για να βλέπουν την άκτιστη δόξα Του, το
άκτιστο φως της Θεότητας Του. Τα λόγια αυτά του Χριστού μας εκπληρώθηκαν και
πραγματώθηκαν την ημέρα της Πεντηκοστής. Τότε επανήλθε ο Χριστός εν Αγίω
Πνεύματι (και μαζί τους είναι και ο Πατέρας) για να κατοικήσει μέσα στους
πιστούς, ώστε αυτοί να θεωρούν (βλέπουν) την άκτιστη δόξα και βασιλεία (Το
άκτιστο φως) της Αγίας Τριάδος. Η θεωρία του Άκτιστου φωτός ή θεωπτία, είναι η
θέωση και ένωση με τον Χριστόν δι’ αυτού δε και με όλη την Αγία Τριάδα. Τόπος
συναντήσεως και θεώσεως όσων αγαπούν το Θεό Πατέρα γίνεται η ανθρώπινη φύση του
Χριστού και η φυσική της δόξα την οποία ο Χριστός ως άναρχος Θεός-Λόγος έλαβε
από τον Πατέρα. Την ανθρώπινη φύση του Χριστού μας ενωμένη με την δόξα της
Θεότητας κοινωνούμε και κατά την Θεία Μετάληψη για να κατοικήσει ο Χριστός μέσα
μας και εμείς σ’ εκείνον.
Την
Πεντηκοστή συνεπώς, δεν ιδρύεται η Εκκλησία γιατί βρισκόταν προαιώνια μέσα στη
βουλή του Θεού και είναι προαιώνια συνδεδεμένη με τον Θεό-Λόγο, το δεύτερο
Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Κατά την Πεντηκοστή συγκροτείται αγιοπνευματικά και
φανερώνεται στον κόσμο, γενάται η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού. Γιατί η ανθρώπινη
φύση του Χριστού είναι παρούσα και ο Χριστός ενώνεται ολόκληρος με κάθε μέλος
του σώματος Του μεριζόμενος αμερίστως εν μεριστοίς κατά την εύστοχη
αγιοπατερική έκφραση. Από την ημέρα της Πεντηκοστής και μέχρι συντέλειας των
αιώνων ο όλος Χριστός θα βρίσκεται μέσα σε όποιον έχει τις προϋποθέσεις κατά
χάρη ενωμένος με αυτόν. Ο λόγος του Χριστού μας στο Μυστικό Δείπνο ημείς
καθαροί έσται αλλά ουχί πάντες (Ιωάνν. 13,10) που υπονοούσε τον Ιούδα, ο οποίος
μένοντας ακάθαρτος δεν μπόρεσε να φθάσει στη δόξα του Χριστού και να δεχθεί το
Άγιο Πνεύμα όπως οι άλλοι.
Τα
παραπάνω σημαίνουν ότι ο Χριστός είναι ο εκκλησιαστής μας γιατί μας συνάγει στο
Πανάγιο Σώμα Του, αλλά συγχρόνως είναι και η Εκκλησία μας αφού γίνεται ο τόπος
της συνάξεως μας. Όταν μιλούμε συνεπώς για Εκκλησίας, εμείς οι Ορθόδοξοι
εννοούμε πρωταρχικά και κύρια τον ίδιο τον Χριστόν μέσα στον οποίο
πραγματοποιείται η ένωση μας. Δεν μπορεί να υπάρξει Εκκλησία χωρίς τον
(αληθινό) Χριστό, ούτε να στηριχθεί σε κάποια ιδεολογία έστω και αν λέγεται
χριστιανική. Γιατί η Εκκλησία είναι αδιάσπαστα συνυφασμένη με το Πρόσωπο του
Θεού-Λόγου του σαρκωμένου Λόγου του Θεού του Σωτήρος και Κυρίου μας Χριστού. Η
Εκκλησία δεν είναι σώμα χριστιανών, μια ένωση ανθρώπων με κοινούς σκοπούς, αλλά
Σώμα Χριστού.
Όλοι οι
μετέχοντες στο σώμα του Χριστού, κλήρος και λαός, είναι μέσα στο σώμα, ποτέ δε
πάνω ή έξω από το σώμα. Γι’ αυτό και κάθε έννοια υπερεπισκόπου ή δεσποτισμού
είναι αδιανόητη στη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η Εκκλησία έχει καταδικάσει
τον δεσποτισμό. Ένας είναι ο Δεσπότης, ο Ιησούς Χριστός. Η Εκκλησία έχει
θεσπίσει επισκόπους. Την χριστοκεντρική αυτή πραγματικότητα της εκκλησιαστικής
κοινωνίας εικονίζει και εκφράζει αλλά και πραγματώνει μια λειτουργική πράξη που
λαμβάνει χώρα στο τέλος της Θείας Λειτουργίας. Πρόκειται για τη συστολή των
τιμίων Δώρων μέσα στον Άγιο Ποτήριο μετά τη θεία μετάληψη.
4
Ο
λειτουργός συστέλλει, μαζεύει μέσα στο Άγιο Ποτήριο ότι άλλο υπάρχει στο
δισκάριο εκτός από τον Αμνό-Χριστό. Την μερίδα της Θεοτόκου, τα τάγματα των
Αγγέλων και των Αγίων, τα μνημονευθέντα από τον Λειτουργό ζώντα και τεθνεώτα
μέλη του Σώματος του Χριστού, που συνεπετέλεσαν στη Θεία Λειτουργία με πρώτο
τον Επίσκοπο ο οποίος έστω και σωματικά απών αποτελεί το νοητό ορατό κέντρο της
Θείας Ευχαριστίας. (Το αόρατο είναι ο ίδιος ο Χριστός <<Ο αόρατος ημίν
συνών>> που διακρατεί την ενότητα της τοπικής Εκκλησίας).
Μέσα
στο Άγιο Ποτήριο το ατομικό σώμα του Χριστού γίνεται τώρα ένα με το κοινωνικό
Του σώμα. Η εν Χριστώ Κοινωνία των πιστών είναι ήδη όλη συναγμένη μέσα στο Άγιο
Ποτήριο. Στη Θεία Λειτουργία δεν πραγματοποιείται απλά μια κατακόρυφη κοινωνία
κάθε πιστού ατομικά με τον Χριστό, αλλά και η οριζόντια ένωση όλων των μελών
του σώματος μεταξύ τους. Η Εκκλησία, Χριστός, κεφαλή και σώμα γίνεται ορατή
πραγματικότητα. Έτσι κατανοείται ο ορισμός του Αγίου Μαξίμου του Ομολογιτή για
την Εκκλησία <<Εικών εστί του Θεού η Αγία Εκκλησία, ως την αυτήν τω Θεώ
περί τους πιστούς ενεργούσα ένωσιν (Ε.Π. 91-668Β). Στην Εκκλησία
πραγματοποιείται η εν Χριστώ ενότητα των πιστών που εικονίζει την ενότητα των
Αγιοτριαδικών Προσώπων. Ο Απ. Παύλος κάνει διάκριση μιας τοπικής ευχαριστιακής
συνάξεως από ευρύτερες τοπικές Εκκλησίες.
Ποια η
σχέση των τοπικών Εκκλησιών μεταξύ τους; Ο πληθυντικός αριθμός Εκκλησίες έχει
εδώ την λογική έννοια του μέρους αντί του όλου. Κάθε τοπική Εκκλησία όταν
ενσαρκώνει την καθολική αλήθεια, την Ορθοδοξία που είναι η Εκκλησία, η όλη
Εκκλησία σε συγκεκριμένο τόπο. Η γεωγραφική διαίρεση δεν τεμαχίζει την ΜΙΑ
Εκκλησία όπως και μένει ένας και ολόκληρος σε κάθε Αγία Τράπεζα που προσφέρεται
ως τροφή του σύμπαντος κόσμου. Κατά τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρον, όπου υπάρχει
ολόκληρος ο Χριστός στο πλήρωμα της αληθείας Του, εκεί υπάρχουν και η καθολική
(η Μία και Μοναδική) Εκκλησία (Ε.Π. 5-713).
Η
τοπικότητα στην περίπτωση της Εκκλησίας είναι ένα απλό τοπικό φανέρωμα της Μίας
και Μοναδικής Καθολικής Εκκλησίας. Οι δε τοπικές Εκκλησίες μπορούν να νοηθούν
ως επιφανειακές πηγές που προέρχονται όμως από ένα και το αυτό πάντα υπόγειο
ποτάμι. Η Θεία Ευχαριστία εξασφαλίζει την ενότητα του Εκκλησιαστικού Σώματος.
Αυτό είναι το μήνυμα της Α’ προς Κορινθίους (10, 15-17). Το ένα σώμα ταυτίζεται
εκεί με τον ευχαριστιακό άρτο <<Ότι εις άρτος εν σώμα, οι πολλοί έσμεν οι
γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν. Την ίδια ακριβώς εικόνα θα
χρησιμοποιήσει μισό περίπου αιώνα μετά η Διδαχή (Κεφ. 9-10). Οι πολλοί μάλιστα
δεν γίνονται εν άλλα <<ΕΙΣ>> (Γαλ. 3.28).
5
Ο ένας
Κύριος μέσα στη Θεία Ευχαριστία η Εκκλησία όλων των αιώνων την υπέρβαση όλων
των φυσικών και κοινωνικών διαιρέσεων. Γι’ αυτό δεν είναι περίεργο ότι η αρχαία
εκκλησιαστική πράξη ήταν να τελείται μόνο μια Ευχαριστία σε ένα τόπο την ίδια
μέρα. Ο σκοπός αυτής της πρακτικής ήταν η εξασφάλιση της δυνατότητας να
μετέχουν όλοι οι πιστοί ενός τόπου στην ίδια Θεία Ευχαριστία. Από τα παραπάνω
συνάγονται ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα για την εκκλησιαστική ζωή μας.
Α)
Αποδεικνύεται η απόλυτη ανάγκη συμμετοχής στην τακτική Θεία Ευχαριστία Κυριακών
και εορτών αφού έτσι πραγματοποιείται η εκκλησιαστική ύπαρξη, η αδελφότητα και
ενότητα των μελών του τοπικού εκκλησιαστικού σώματος (της ενορίας).
Β) Δεν
μπορούν Ορθόδοξα να νοηθούν ιδιωτικές Θείες Λειτουργίες π.χ. για οικογένειες,
κοινωνικές ομάδες ή τάξεις (παιδιά, φοιτητές, συλλόγους, προύχοντες) αφού η
σύναξη γίνεται για όλους τους πιστούς. Ακόμη και σε ιδιωτικές Εκκλησίες, ο
ιδιοκτήτης δεν μπορεί να αποκλείσει κανενός τη συμμετοχή είτε του αρέσει είτε
δεν του αρέσει.
Κάθε
τέτοια ενέργεια (ιδιωτικοποιήσεως της θείας Ευχαριστίας) συνιστά άρνηση της
καθολικότητας της ευχαριστιακής κοινότητας (ενορίας) και τρίτον η εκκοσμίκευση
της Θείας Λειτουργίας με το άνοιγμα της και σε μη Ορθόδοξους Χριστιανούς ή και
άπιστους, θα ήταν πράξη ακατανόητη και ανεπίτρεπτη στους πρώτους χριστιανικούς
αιώνες.
Τότε
που δεν λειτουργούσαν οι εκπτώσεις. Από τότε που άρχισαν να εφαρμόζονται οι
εκπτώσεις από πλευράς Ιεραρχίας φτάσαμε στη σημερινή απαξίωση, κάτι που
εμποδίζει την ενεργοποίηση της Θείας χάρης. Στους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες
ταυτιζόταν η εν τόπω Εκκλησία (κατ’ οίκον Εκκλησία) με την ενορία. Η Θεία
Ευχαριστία ήταν επισκοπικοκεντρική με την συμμετοχή σ’ αυτήν όλου του τοπικού
κλήρου (Επισκόπου, πρεσβυτέρων και διακόνων). Η ενότητα αυτή δεν διαταράχτηκε
από τα τέλη του Β’ αιώνα για πρακτικούς κυρίως λόγους. Εμφανίστηκαν στην
περιφέρεια της επισκοπής οι ενορίες οι οποίες θα είναι μεν πρεσβυτεροκεντρικές,
αλλά τελούν αδιάσπαστα σύνδεσμο με τον Επίσκοπο. Με την επισκοπικοκεντρικότητα
της ενορίας διασώζεται η χριστοκεντρικότητα του σώματος. Σύμφωνα με την διδασκαλία
του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου πρέπει να λεχθεί ότι η ενορία δεν εμφανίστηκε
ως υποκατάστατο της αρχικής επισκοποκεντρικής Εκκλησίας.
6
Διότι η
επισκοποκεντρική Εκκλησία συνεχίζεται εις τους μετέπειτα αιώνες. Η επισκοπή (ο
Επίσκοπος) παραμένει πάντα στην Ορθοδοξία το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής. Η
Ενορία δεν είναι μια νέα (άλλη) Εκκλησία ώστε να έχουμε πολλές επιμέρους
Εκκλησίες σε κάθε επισκοπή. Οι ενορίες δεν εννοήθηκαν ποτέ ως αυτοτελείς
ευχαριστιακές ενότητες μέσα στην Επισκοπή, αλλά μόνο ως οργανικοί κλάδοι της
επισκοπής. Η παρουσία του Επισκόπου στην τοπική Θεία Ευχαριστία δεν θα παύσει
να θεωρείται απαραίτητη στην ευχαριστιακή σύναξη κάθε ενορίας. Γι’ αυτό και
μνημονεύεται ο Επίσκοπος σε κάθε Θεία Ευχαριστία αμέσως μετά τον καθαγιασμό των
Τιμίων Δώρων (στο εν πρώτοις μνήσθητη Κύριε του Επισκόπου) ως να ήταν και
σωματικά παρών στην σύναξη. Στην θέση του Επισκόπου του τελεί ο κάθε Πρεσβύτερος
το μυστήριο μαζί με όλη την σύναξη των πιστών.
Η
επισκοποκεντρική ευχαριστία συνεπώς δεν διασπάται στο τέλος του δεύτερου αιώνα
με τη γέννηση της ενορίας αλλά πραγματοποιείται επιμερισμός του σύνθρονου του
πρεσβυτερίου για την πρακτική αντιμετώπιση των αναγκών του αριθμητικά αυξημένου
Εκκλησιαστικού σώματος. Η ενορία γίνεται έτσι επέκταση της μιας υπό τον
Επίσκοπο Ευχαριστίας μέσα στα γεωγραφικά όρια της Επισκοπής χωρίς να
δημιουργούνται νέα κέντρα Ευχαριστιακής ενότητας. Πρέπει να τονισθεί ότι ο
Επίσκοπος κατά την τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας είναι το κέντρο
του μυστηρίου. Έξω από το μυστήριο της Ευχαριστίας ο Επίσκοπος δεν επιτρέπεται
να αποφασίζει ατομικά και ειδικά να διαχειρίζεται τα οικονομικά. Οφείλει να
λειτουργεί συνοδικά όπως επιτάσσει η Εκκλησία.
Η
διαμόρφωση της εκκλησιαστικής ενοριακής ζωής ήδη κατά την αποστολική εποχή
έλαβε τον χαρακτήρα μιας πλήρους θεοκρατίας. Βέβαια θα πρέπει να διευκρινιστεί
ότι ο θεοκρατικός χαρακτήρας της εκκλησιαστικής ζωής δεν μπορεί να έχει τίποτε
κοινό με τον παπισμό ή την μουσουλμανική θεοκρατία. Δεν εννοείται ποτέ ως
κληρικοκρατία ή φεουδαρχική ανθρωποκρατία αλλά ως χριστοκρατία. Δυστυχώς σήμερα
στην ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία έχει επιβληθεί η κληρικοκρατία και η
φεουδαρχική αντίληψη. Γι’ αυτό και είναι ο μεγάλος ασθενής του τόπου μας.
Η
Ορθόδοξη Θεοκρατία είναι αυτό που εκφράζει κατά τρόπο μοναδικό δύο
σημαντικότατες λειτουργικές φράσεις που ηχούν συνεχώς στα αυτιά κάθε Ορθόδοξου
πιστού (Α’) <<Εις Άγιος, εις Κύριος Ιησούς Χριστός>> και (Β’)
<<Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ
παραθώμεθα>>. Αν συνδέσουμε την πρώτη φράση με το χρόνο και χώρο της
εμφανίσεως της, το Ιουδαϊκό και ελληνορωμαϊκό περιβάλλον, τότε θα
συνειδητοποιήσουμε σαφέστατα την βαθύτερη έννοια της. Δεν είναι κάποιος κοσμικός
Καίσαρας ο Κύριος του Λαού του Θεού της Εκκλησίας στον οποίο παραδίδονται και
υποτάσσονται οι πιστοί, αλλά ο αιώνιος Δεσπότης Χριστός, ο Κύριος και Θεός και
ελευθερωτής της όλης ζωής μας. Το ότι κάποιοι που ανέλαβαν το ύψιστο καθήκον να
διακονούν το ΛΑΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ εκμεταλλευόμενοι τα προνόμια που τους δίνουν τα
διακονήματα τους, τα καταχρώνται και μετατρέπονται σε καίσαρες αυτό είναι άλλο
θέμα.
7
Η
θεοκρατία της Εκκλησίας είναι η διαρκής συναίσθηση και εμπειρία της ζωντανής
παρουσίας του Χριστού. Του Κυρίου στη ζωή του σώματος Του της Εκκλησίας και της
συνεχούς διαποιμάνσεως και διακυβερνήσεως του εκκλησιαστικού σώματος άμεσα από
Αυτόν, εν Αγίω Πνεύματι. Έτσι μπορεί να κατανοηθεί χωρίς παρεξήγηση και η θέση
των κληρικών μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα. Ο Επίσκοπος παρά την θεμελιακή και
αμετάθετη θέση του στην ευχαριστιακή σύναξη και όλη τη ζωή της τοπικής
Εκκλησίας δεν είναι καθόλου <<αντικαταστάτης>> ή
<<αντιπρόσωπος>> του Χριστού σαν να μπορούσε να αναπληρώσει τον
απόντα σωματικά Χριστό (αυτό είναι παπισμός). Αλλά στο πρόσωπο του Επισκόπου
γίνεται ορατός και φανερός ο πάντοτε <<αόρατος ημίν συνών>> (=παρών
Χριστός). Στη συνάφεια αυτή θα υπενθυμίσουμε μια πράξη της λειτουργικής ζωής
μας. Όταν ο Επίσκοπος εισέρχεται στην Εκκλησία για να λειτουργήσει ή να
χειροτονήσει, κάνει μετάνοιες μπρός από την ωραία Πύλη και ευλογεί τον Λαό,
προχωρεί προς τον επισκοπικό θρόνο πάνω στον οποίο υπάρχει η εικόνα του Χριστού.
Ο Επίσκοπος κάνει πάλι μετάνοιες, ανεβαίνει στον θρόνο, προσκυνεί τον Χριστό
και μετά στρέφεται προς τον Λαό.
Η
εικόνα του Χριστού υπενθυμίζει και στον Επίσκοπο και στο πλήρωμα ότι ο Δεσπότης
ΌΛΩΝ είναι ο Χριστός, τον οποίο βλέπουμε τη στιγμή εκείνη στο πρόσωπο του
Επισκόπου μας. Ο Επίσκοπος ουδεμία εξ ιδία έχει εξουσία. Είναι υποχρεωμένος να
τηρεί κατά πνεύμα και κατά γράμμα της εντολές του Κυρίου και Θεού Λόγου σύμφωνα
με τις υποδείξεις που υπέδειξαν και καθιέρωσαν οι Άγιοι Απόστολοι στην Εκκλησία
δια των Ιερών Κανόνων. Υπάρχουν σημαντικές πατερικές αναφορές στο σημείο αυτό.
Κατά τον ανυπέρβλητο εκκλησιολόγο μας, τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, στη Θεία
Ευχαριστία <<προσφέρων>> δεν είναι μόνο ο Λειτουργός αλλά μαζί του
και όλη η κοινότητα, ο δε καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων <<ουκ εστίν
ανθρώπινης φύσεως κατόρθωμα, αλλά η του πνεύματος χάρις παρούσα και πάσιν
εφιπταμένη την μυστικήν εκείνην κατασκευάζει θυσίαν>>. Ο Λειτουργός απλώς
<<την εαυτού δανίζει γλώτταν και την εαυτού παρέχει χείραν (Ελλην. Πατέρ.
62-204). Σε άλλο δε σημείο, αναφερόμενος ο ίδιος σε <<πρόβατα και
ποιμένες>> παρατηρεί <<πρόβατα και ποιμένες προς την ανθρώπινην
ίσιν διαίρεσιν προς δε τον Χριστόν (ενώπιων του Χριστού) πάντες πρόβατα και γαρ
οι ποιμαίνοντες και οι ποιμενόμενοι εφ ενός, του άνω Ποιμένος ποιμένοντες (Ε.Π.
52-784). Όλοι κληρικοί και λαϊκοί είμασθε πρόβατα του ΜΟΝΟΥ ΠΟΙΜΕΝΟΣ του
Χριστού.
Η
ενότητα του Εκκλησιαστικού σώματος δεν επιτρέπει κοσμικές διαφοροποιήσεις των
μελών σε άρχοντες και αρχόμενους. Δεν μπορούν να υπάρξουν στην Ορθόδοξη
Εκκλησία. Τη μόνη διαφορά μεταξύ κληρικών και λαϊκών εντοπίζει ο Ιερός
Χρυσόστομος στον κόπο και τον μόχθον των πρώτων για τους δεύτερους, στη
διακονία και όχι σε υπεροχικές αυτοεξάρσεις και στη διεκδίκηση τιμών. Η
θεοκρατική οργάνωση της Εκκλησιαστικής ζωής επιτρέπει να καταλάβουμε γιατί δεν
μπορεί να υπάρχουν στην Εκκλησίας αξιώματα και εξουσίες με την κοσμική τους
έννοια παρά μόνο λειτουργήματα και διακονίες. Κάθε διακονία ή λειτούργημα
απορρέει από τον ίδιο τον Χριστό και είναι διακονία η λειτουργία του σώματος
Του. Ένας είναι ο Χριστός αλλά πολλές οι διακονίες του σώματος Του.
Η
διάρθρωση της εκκλησιαστικής ζωής δεν είναι επινόημα, ανθρώπινο ιδεολογικό
κατασκεύασμα απόρροια των απαιτήσεων κάποιου καταστατικού ορθολογικά
συντεταγμένου. Γεννώνται μέσα στην εν Χριστώ ζωή, είναι χαρίσματα του Αγίου
Πνεύματος που μετασχηματίζονται σε διακονήματα-διακονίες. Γιατί τα
αγιοπνευματικά δώρα (Α’ Κορ. 12-14) ενεργοποιούνται σε διακονήματα για την κατά
Χριστόν λειτουργία του σώματος. Αυτή η ενεργοποίηση κάθε χαρίσματος αποτελεί
βιωμένη πραγματικότητα. Εμπειρία που αργότερα γράφεται και κωδικοποιείται είτε
μέσα στην Αγία Γραφή είτε στα δόγματα της Εκκλησίας από τους Αγίους Πατέρες.
Αυτό που στην Ορθοδοξία προηγείται, δεν είναι τα κείμενα (Γραφή, συνοδικά και
πατερικά έργα) αλλά ο τρόπος ζωής, η πράξη, η εμπειρία.
8
Τα
λειτουργήματα στην Εκκλησία έχουν πολύ προσωπικό χαρακτήρα. Δεν είναι αφηρημένα
αξιώματα και τίτλοι όπως κατάντησαν δυστυχώς να είναι τα διάφορα οφίκια. Τα
πρόσωπα που ενσαρκώνουν τα λειτουργήματα συγκροτούν την Εκκλησιαστική Ιεραρχία.
Αρκεί να θυμόνται το (Α’ Καρυνθ 12-28) <<Ο Θεός έθετο εν τη Εκκλησία
πρώτον Αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις,
έπειτα χαρίσματα, ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών>> -
<<Προς την τελειοποίησιν των αγίων δια το έργον της διακονίας δια την
οικοδομήν του σώματος του Χριστού εώσου καταντήσωμεν πάντες εις την ενότητα της
πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού εις άνδρα τέλειον εις μέτρον
ηλικίας του πληρώματος του Χριστού δια να μη είμεθα πλέον νήπιοι>> (Εφες.
4-12-13).
Μέχρι
τον 4ον αιώνα ο Επίσκοπος ήταν λειτουργός και όχι διοικητής. Οι ποιμένες και
διδάσκαλοι, οι διδάσκαλοι ήσαν οι σημερινοί Πρεσβύτεροι που αποτελούσαν τους
διοικητικούς συμβούλους του Επισκόπου και διακονούσαν το πλήρωμα ως διδάσκαλοι
και κατηχειταί. Οι κατ’ εξοχήν διδάσκαλοι της Αρχαίας Εκκλησίας ήσαν οι
πρεσβύτεροι όπως ο Κλήμης ο Αλεξάνδρειας και ο Ριγένης τον 3ον αιώνα. Τον 3ον
αιώνα μάλιστα λειτουργούσε τακτικός θεσμός συνάξεων για προσευχή και διδασκαλία
χωρίς την τέλεση μυστηρίων. Και τη σύναξη αυτή την διεύθυναν Πρεσβύτεροι.
Ημέρες ήταν Τετάρτη και Παρασκευή με περιεχόμενο η κατήχηση των πιστών εν τη εν
Χριστώ ζωή.
Η διασύνδεση του Επισκόπου κυρίως με το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
φαίνεται και από την εκκλησιαστική χρήση του όρου <<πατήρ>>. Αρχικά
μόνο ο Επίσκοπος ονομαζόταν πατήρ γιατί όπως εξηγεί ο Άγιος Περγάμου μόνο αυτός
καθόταν <<εις τόπον Θεού>> (Άγιος Ιγνάτιος). Μεταφέρθηκε και στους Πρεσβύτερους όταν
εμφανίστηκε η ενορία και ανέλαβαν οι Πρεσβύτεροι την τέλεση του μυστηρίου, γι’
αυτό ο όρος πατήρ είναι ο σπουδαιότερος τίτλος τιμής για τους κληρικούς κάθε
βαθμού. Και θα πρέπει να προτιμάται από κάθε άλλον, αρκεί να θυμηθούμε ότι στην
υμνογραφία μας που διασώζει την αυθεντική εκκλησιαστική γλώσσα οι άνδρες άγιοι
προσφωνούνταν Πάτερ και οι γυναίκες με το Μήτερ.
Δόξα τη
ση αήττητο δύναμη. Δόξα τη ση ανείκαστω ισχύ
Στο
επόμενο η συνέχεια.https://www.orthodoksigeografia.net/post/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9-%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CE%B1-%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%82