Πόσου χιόντσι ἀ ρὰ στοὺ χουργιό σας; (γράφει ο Αρχιμανδίτης π. Νικηφόρος Μανάδης)
Πόσου χιόντσι ἀ ρὰ στοὺ χουργιό σας; Γλέπου μνιὰ μέρα
ἕνα βιντιάκ᾿. Ἔδειχναν αὐτοῦϊας σιακάτ’ σνΚαρίτσα ἕνα καλό φρέσκου πιδὶ κι τςἴλιγι πῶς μιτροῦντοὺ χιόν’ ἰκεῖ σιαὐτοί, στοὺ χουργιότς. Πχιὸ πολὺ ἦταν ἡ τρόπους ἁπ’ τἄλιγι. Ἦταν ντὶπ χουργιάτκους. Ἡ Καρίτσαεἶνι καλὸ χουργιὸ στὰ πλάϊα τ’Κίσσαβου. Τςἴλιγι τὄνα κι τἄλλου ἀ κι οἱ ἄλλ’ χάνουνταν στὰ γέλια.
Ἔτσιας εἶπα κι γὼ νὰ γκρατσουνίσου λίγου, ἀ κι νὰ πῶ πῶςτοὔλιγαν οἱ παπποῦδιζμας φόντας χιόντζι. Ὢπ χιόν’, ἴλιγαν. Πρῶτα ἀπιρνοῦσαν τὰ γκαρούλια. Ἦταν μνιὰ σειρὰ πλιά, νιρόκουτις μαῦρις, σὰν τρανὸ V φώναζαν ὅλα μαζὶ γκρ γκργκρ κι κλουθουγυρνοῦσαν κι πάηναν στὰ ζιστὰ μέργιασιακάτ’ ἀ κὶ πίσου ἀπ’ τ’Μπνάσια. Ἄει, ἴλιγάμι, πέρασαν τὰγκαρούλια, ὅπ’ νἆνι θὰ χιουνίσ’. Ἅμα πάλι τὰ πρόβατα βουσκοῦσαν μαζιμένα, ἴλιγαν οἱ τρανοί, ἄει θὰ μᾶς χιουνίσ’, τὰ πρόβατα δὲν σήκουσαν κιφάλ’, βουσκοῦσαν μαζιμένασουρόν.
Ἅμα ἀρχινοῦσι νὰ ρίχ’ ἀποὺ καμνιά, ἴλιγαν, ἄει μυγιάζ’.
Ἅμα ἔρχνι λίγου, ἴλιγαν, ἄει μᾶς τοὺ πασπάλτσι.
Μὶ λίγου παραπάν’, ἴλιγαν, ἔπχιασι μνιὰ σουλότα κι τοὺχιόν’ τοὔλιγαν σλουτόχιουνου. Ἅμα ἦταν κὶ λίγου νότχιου, ἴλιγαν, ἄει χιουνόνιρου.
Ἅμα ἔρχουνταν λίγου σφιχτό, ἴλιγαν, ἄει μᾶς τοὺ ρίχ’ σπειρουτό. Αὐτὸ ἅμα ἔπιφτι ἀπάν’ σὶ λαμαρίνις ἀκούουντανκιόλας τσιούγκ τσιούγκ.
Ἅμα ἔρχνι λίγου παραπάν’, ἴλιγαν, ἄει μᾶς ἔρξι τςγάτας τοὺχιόν’. Ἴσια ἴσια ὅσου πατάει ἡ γάτα κι ἀφίν’ τουρό, ντὶπλίγου.
Ἅμα ἔρχνι καναδγυὸ πόντ’, ἴλιγαν, ἄει ἴσια μὶ ἕνα τσαρούχ’. Ὡς ἰκεῖ ἁπ’ ἔχν τςφασκιὲς γιὰ σφίξιμου τὰ τσαρούχια.
Ἅμα τὄρχνι σὰν πατσιαβούργια, ἴλιγαν μνιὰ πθαμή, δγυὸπθαμές, ἢ ἕνα γόνα.
Ἅμα ἔρχνι χιόν’ μὶ ἀέρα κι χιουνουθύιλα τοὔλιγάμι ριμπούρ’γιρὸ ἀκι δρουλάπ’. Αὐτόϊας ἅμα σ’ἵβρισκνι στοὺ δρόμου, σὶβάρινι, σὶ γκάβουνι, δὲν ἴγλιπνις ντὶπ κι σ’ἔκουβι τνἀνάσα.
Ἔρχνι κάναν κιρὸ ἰτότις πουλλὰ χιόνια. Θἆταν κα’τοὺ 1975τοὺν Γινάρ’. Πάτουσι χιόν. Ἅμα ξέκουψι, χρειάσκι νὰκατιβοῦμι μὶ τὰ μπλάργια μας κάτ’ στΜπάρα, γιὰ νὰπάρουμι τοὺν Δημήτρη κι τ’Βασιλκή, νιόπαντρ’ ἰτότις. Ἦρθαν ὡς τ’Μπάρα μὶ τοὺ ταξὶ τ’Δημήτρητ’Τριανταφυλλίδη, ἀδιρφοῦ τ’Ἄλκη, ἀπ’ τὰ Σέρβγια. Ἰμεῖςμὶ τςἈράπδις κὶ τοὺ Γκέϊσ’, μαζὶ μὶ τοὺ Βασίλ’, κατέφκαμιΠαλιάμπιλα κι ἔπριπι νὰ πάρουμι τοὺ μουνουπάτ’ γιὰτ’Μπάρα. Ὅλα ἦταν σὰν ἕνα ἀπέραντου-καρσὶ ἄσπρουσιντόν’. Δὲ λαλοῦσι καντίπουτας. Καμπθινὰ μουνουπάτ’. Κι δὲν ἤξιρνάμι καταποῦ πέφτ’. Πρώτ’ φουρὰ κατέβηνάμι. Ἀμπρουστὰ ἡ Ἀράπς ἡ τρανός. Τί νουὴ εἶχι ἰκείνου τοὺμπλάρ’! Πῶς τοὺ βρῆκι κι πῆρι τοὺ μουνουπάτ’ μέσα ἀπ’ τὰπουρνάργια κιμᾶς ἔβγαλι ντὶπ στ΄Μπάρα!!! Ἰκεῖ βγήκαμι κι φουτουγραφία. Ἦταν μαζί μας κι ἡ Γιώργουςτ’Σγκρουμπουκώτσιου. Ἡ Βασίλτς φώναξι, ὮμπάρμπαΚώστα κάναδγυὸ φουρές, τοὺν Ξινουγκουντῆ, ἁπ’ εἶχιμαντρὶ ἰκεῖ κάτ’, ἀλλὰ δὲν ἀπηλουήθκι. Τοὺν λιέει ἡ θχειὸςἡ Δημήτρης. Βασίλ’, φώναξι, Ὦ μπάρμπα Γκουντῆ, κι τότιμᾶς ἀπηλουήθκι. Κι ὕστιρα μουνουπάτ’ σιαπὰν’ σιαπάν’ τνἀνηφόρα ὡς τοὺ χουργιό.
Ἡ Βασίλτς, ἡ Βασιλκή, ἡ Γιώργους, ἡ Πάνους, ἡ Νένις, ἡ παπαΧρίσους, ἡ μάνναμ’ κι τόσ’ ἄλλ’ μᾶς καρτιροῦν ἰκεῖἈπάν’, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, λύπη καὶ στεναγμός, οὔτεχιόνια καὶ δρολάπια, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος….».
Ἄει καλὸν παράδεισουν σὶ ὅλ’.
ἀρνιμα
21 Γιναρίου 2025 ἁη Εὐγένιου Τραπεζούντιου.
Γιουρτάζ’ στοὺν Παράδεισου κι ἡ Εὐγένιους (ἅγιου πιδάκ’)τ’φίλουμ’ τ’Κώστα.
500λέξεις