Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ «ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ»
ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ;
Εἰσήγηση στὴν διοργανωθεῖσα
ὑπὸ τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Γλυφάδας Ἡμερίδα τὴν 11.03.2012
Ἀθανάσιος Ἀβραμίδης, Καρδιολόγος
Καθηγητὴς Παθολογίας Πανεπ. Ἀθηνῶν
Ὁ ὁρισμὸς τοῦ θανάτου
Ἀνέκαθεν ὁ θάνατος ἀπετέλεσε θέμα φιλοσοφικῆς ἐνασχολήσεως. Περὶ τὸν θάνατο, οἱ διάφορες Θρησκεῖες ἀνὰ τὸν κόσμο ἔχουν διατυπώσει τὶς δοξασίες, τὶς θέσεις καὶ τὰ «πιστεύω» τους. Εἶναι ὁ θάνατος ἕνα θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο ἐνδιαφέρονται καὶ πολλοὶ κοινωνικοὶ παράγοντες. Περισσότερο μάλιστα μὲ τὰ προβλήματα τοῦθανάτου καὶ τὴν «θανατολογία» ἀσχολοῦνται: ἡ Νομική, ἡ Δεοντολογία, ἡ Ἠθική, ἡ Βιοηθική, ἡ Κοινωνιολογία, τελευταίως δὲ καὶ ἡ Γενετική.
Γιὰ τὴν ἐπιστήμη τῆς Βιολογίας, θάνατος εἶναι τὸ τέλος τῆς ζωῆς ἐμβίου ὄντος.
Ἡ Χριστιανικὴ Θρησκεία ὁμιλεῖ καὶ περὶ τοῦ «πνευματικοῦ θανάτου». Καὶ μὲ αὐτὸ ἐννοεῖ τὴν ἀποκοπὴ τῆς σχέσεως ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Θεόν, μὲ αἰτία τὴν ἁμαρτία. Ὁ θάνατος γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας εἶναι «μυστήριον». Γιὰ τὴν Ἐκκλησία δὲ «οὐ φέρει τὸ μυστήριον ἔρευναν», δηλαδὴ τὸ μυστήριον δὲν ἐρευνᾶται.
Ὁ βιολογικὸς θάνατος
Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὴν Βιολογία, «εἶναι ζῶον (δηλαδὴ ὂν τὸ ὁποῖον ἔχει μέσα τοῦ ζωήν), λογικὸν (μὲ λογικὴ καὶ συναίσθηση), τὸ ὁποῖον γεννᾶται, τρέφεται, αὐξάνεται, πολλαπλασιάζεται, γηράσκει καὶ ἀποθνήσκει». Καὶ ὡς θάνατος γιὰ τὴν Ἰατρική, νοεῖται τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ὡς βιολογικοῦ ὄντος.
Τὸ πότε ὅμως ἀποθνήσκει ἕνας ἄνθρωπος ὡς βιολογικὸ ὄν, καὶ πότε θεωρεῖται νεκρὸς ἕνας ἄνθρωπος, εἶναι ἕνα θέμα τὸ ὁποῖο ἔχει ἀπασχολήσει πολύ τοὺςἐπιστήμονας. Ἀπὸ τοὺς διαφόρους δὲ ὁρισμοὺς τοῦ «βιολογικοῦ θανάτου», ὡς πληρέστερος θεωρεῖται ὁ ὁρισμὸς κατὰ τὸν ὁποῖον ἐπέρχεται τὸ μὴ ἀνατάξιμο τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς. Κατ’ αὐτόν:
«Ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ὑπέστη εἴτε, α) μὴ ἀναστρέψιμη παύση τῆς κυκλοφορικῆς καὶ ἀναπνευστικῆς λειτουργίας, εἴτε β) μὴ ἀναστρέψιμη παύση ὅλων τῶν λειτουργιῶν ὁλοκλήρου τοῦ ἐγκεφάλου συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ἐγκεφαλικοῦ στελέχους, εἶναι νεκρός. Ὁ ὁρισμὸς αὐτὸς πρέπει νὰ ἐφαρμόζεται σύμφωνα μὲτοὺς παραδεδεγμένους ἰατρικοὺς κανόνες. Ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη κατέληξε στὸ ὅτι ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ ὁρισθεῖ ἐπακριβῶς εἴτε μὲ καρδιοαναπνευστικὰ εἴτε μὲνευρολογικὰ κριτήρια».
Μὲ τὸν ὁρισμὸ αὐτόν, τὸν ἀναφερόμενο καὶ ὡς «ὁμοιόμορφον» ἢ «ὁμοειδῆ» (uniform definition) εἶναι προφανὲς ὅτι δὲν παρέχεται προτεραιότητα ἢ προτίμηση, οὔτε στὸν καρδιοαναπνευστικό, οὔτε στὸν νευρολογικὸ θάνατο. Εἶναι οἱ δύο τους «ἰσόκυροι». Μὲ αὐτὸν τὸν ὁρισμὸ τοῦ «βιολογικοῦ θανάτου» μάλιστα, μὲ τὴν τόση σαφήνεια καὶ τὴν πληρότητά του, τὸν ὁποῖο καὶ ὁ πλέον ἁπλὸς τῶν ἀνθρώπων μπορεῖ εὐχερῶς νὰ κατανοήσει, εἶναι στοὺς πάντες προφανεῖς καὶ οἱ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους, τόσο ὁ ὅρος «ἐγκεφαλικὸς θάνατος» ὅσο καὶ ὁ ὅρος «θάνατος τοῦ ἐγκεφαλικοῦ στελέχους», εἶναι ἀνεπαρκεῖς προκειμένου ἕνας ἄνθρωπος νὰ χαρακτηρισθεῖὡς «νεκρός».
Ὁ «κλινικὸς» θάνατος
Περὶ τὸν ὅρο αὐτὸν ὑπάρχει μεγάλη σύγχυση. Πολλοὶ συγχέουν τὸν «κλινικὸ» μὲ τὸν «βιολογικὸ» θάνατο. Ἄλλοι συγχέουν τὸν «κλινικὸ» θάνατο μὲ τὸν «ἐγκεφαλικό», ἀκόμη καὶ μὲ τὴν «φυτικὴ ζωή». Ἄλλοι δὲ ὁμιλοῦν γιὰ «δύο θανάτους», τὸν κλινικὸ καὶ τὸν ἐγκεφαλικὸ θάνατο, χωρὶς προφανῶς νὰ ἔχουν κατανοήσει ἐπαρκῶς τὸ περιεχόμενο αὐτῶν τῶν ὅρων. Χρειάζεται ἑπομένως νὰ γίνουν μερικὲς διευκρινίσεις.
Ὡς «κλινικὸς θάνατος» ὁρίζεται τὸ στάδιο τῆς πορείας πρὸς τὸν ὁριστικὸ ἢ «βιολογικὸ θάνατο», κατὰ τὸ ὁποῖο στάδιο εἶναι δυνατὴ ἡ ἀναστροφὴ τῆς πορείας πρὸς ἀνάκτηση τῆς ζωῆς. Τέτοιος εἶναι ὁ «καρδιακὸς κλινικὸς θάνατος», τὰ ὅρια τοῦ ὁποίου εἶναι 4-5 λεπτὰ τῆς ὥρας, τὰ ὁποία ὅμως τώρα πλέον μποροῦν εὐχερῶς νὰἐπεκτείνονται καὶ ἐπὶ μακρότερο χρονικὸ διάστημα. (Ἐπιμήκυνσις τῶν ὁρίων τοῦ κλινικοῦ θανάτου κατὰ τὴν καρδιακὴν ἀνακοπήν. Διατριβὴ ἐπὶ Ὑφηγεσία, 1964/1967). Ἔτσι ὥστε καὶ ἀκόμη περισσότεροι ἄνθρωποι νὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπαναφέρονται στὴν ζωή, μετὰ τὴν παύση τῆς καρδιοαναπνευστικῆς λειτουργίας τους. Καὶ νὰἀποδίδονται στὴν κοινωνία διάγοντες μία ζωὴ φυσιολογική, ὅση ἡ ὑπόλοιπη κατάσταση τῆς ὑγείας τους τὸ ἐπιτρέπει. Ὁ κλινικὸς θάνατος, ἑπομένως, εἶναι κατάσταση ἰάσιμη, θεραπεύσιμη. (Ἀναζωογόνησις ἐκ καρδιακῆς ἀνακοπῆς. Διδακτορικὴ διατριβή, 1958).
Αὐτὰ πραγματοποιοῦνται εὐχερῶς τώρα πλέον, στὰ Χειρουργεῖα, στὶς Μονάδες Ἐντατικῆς Θεραπείας, ἀλλὰ καὶ στοὺς θαλάμους τῶν ἀρρώστων, καὶ μέσα στὰἀσθενοφόρα, μπορεῖ καὶ νὰ δρομολογοῦνται ἢ καὶ νὰ ὁλοκληρώνονται ἀκόμη… καὶ στὸ πεζοδρόμιο! Καὶ ὅλος ὁ κόσμος ἔχει ἀκούσει γιὰ ἀνθρώπους ποὺ «σταμάτησε ἡκαρδιὰ τοὺς» ἀπότομα, καὶ τὴ βάλανε ξανὰ μπροστά», ἢ ὅτι κάποιος «πέθανε καὶ τὸν ἐπανέφεραν στὴν ζωή». Αὐτὰ συμβαίνουν πλέον σήμερα μὲ ρυθμοὺς «ρουτίνας». Πρόκειται γιὰ ὑπέροχα ἐπιστημονικὰ ἐπιτεύγματα.
«Φυτικὴ» κατάσταση
Στὴν «φυτικὴ κατάσταση» ὁ ἄνθρωπος «δὲν εἶναι κλινικῶς νεκρός». Ἔχει κανονικὴ τὴν καρδιακὴ καὶ τὴν ἀναπνευστικὴ λειτουργία του. Δὲν ἔχει ὅμως ἐπίγνωση τῶν συμβαινόντων γύρω του. Τοῦ λείπει καὶ ἡ «αὐτογνωσία» λόγῳ βλάβης σὲ διάφορες περιοχὲς τοῦ ἐγκεφάλου του. Ἀλλὰ δὲν θεωρεῖται, οὔτε καὶ εἶναι, «ἐγκεφαλικῶς νεκρός». Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τέτοιους ἀνθρώπους, δὲν λαμβάνονται ὄργανα πρὸς μεταμόσχευση. Ἄλλωστε, κάποιοι ἀπὸ αὐτούς, μετὰ μικρότερο ἢ μεγαλύτερο χρονικὸδιάστημα μέχρι καὶ πολλὰ χρόνια, ἀνακάμπτουν σὲ ἄλλοτε ἄλλο βαθμὸ καὶ ἀποκτοῦν δυνατότητες ἐπικοινωνίας μὲ τὸ περιβάλλον. Καὶ περισσότερο τὰ νεώτερα κατὰτὴν ἡλικία ἄτομα, μεταξὺ ἐκείνων τὰ ὁποῖα ἔχουν ὑποστεῖ βαρειὲς ἐγκεφαλικὲς βλάβες. Μέχρι περίπου καὶ τῆς πλήρους ἀποκαταστάσεως. Ἡ «φυτικὴ κατάσταση», πάντως, δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὸ «ἐγκεφαλικὸ κῶμα».
Ὁ λεγόμενος «ἐγκεφαλικὸς» θάνατος
Ὁ ὅρος «ἐγκεφαλικὸς θάνατος» εἶναι προϊὸν ἐπιστημονικῆς ἐπινοήσεως πρὸς ἐξεύρεση ὀργάνων γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν τότε ἀναπτυσσομένων μεταμοσχεύσεων.
Ἀνεζητήθησαν ἀρχικῶς μεταξὺ νέων ἀνθρώπων μὲ βαρειὲς κρανιοεγκεφαλικὲς κακώσεις, οἱ ὁποῖοι περιήρχοντο σὲ ἐγκεφαλικὴ κωματώδη κατάσταση χωρὶς ἐπιστροφή, μὴ ἔχοντας πλέον ἐλπίδα ζωῆς. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἄτομα θὰ μποροῦσαν νὰ ληφθοῦν τά, κατὰ τεκμήριον, ὑγιῆ ὄργανά τους πρὸς μεταμόσχευση. Αὐτὸ ὅμως τὸ«ὑπερβεβηκὸς κῶμα» (Coma Depassé τῶν Mollaret καὶ Goulon, 1959) ἦταν ἀνεπαρκὲς γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν μεταμοσχεύσεων. Ὅμως, εἶχε ἀρχίσει νὰ ἀμφισβητεῖται πλέον ἡ παύση τῆς καρδιοαναπνευστικῆς λειτουργίας ὡς τοῦ τέρματος τῆς ζωῆς ἐκ τοῦ λόγου ὅτι, α) εἶχε ἀναζωογόνηση καὶ ἡ ἐπαναφορὰ ἀνθρώπων στὴ φυσιολογικὴζωὴ καί, β) ἄτομα ἀποκατασταθέντα καρδιοαναπνευστικῶς, παρέμεναν σὲ μιὰ μακροχρόνια «φυτικὴ κατάσταση» ἢ εἶχαν ἀνάγκη μηχανικῆς ὑποστηρίξεως τῆς ἀναπνοῆς ἢ καὶ τῆς κυκλοφορίας, χωρὶς τὴν ὁποία θὰ ἀκολουθοῦσε ἡ διαταραχὴ τῆς ἐσωτερικῆς ὁμοιοστάσεως καὶ ἡ προοδευτικὴ κυτταρικὴ ἐκφύλιση καὶ νέκρωση. Οπότε προέκυψε τὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ «κέντρου τῆς ζωῆς».
Ἡ συνέχεια εἶναι ἐνδιαφέρουσα, μὲ στοιχεῖα καὶ ἀπὸ τὸ βιβλίο «Προβληματισμοὶ περὶ Μεταμοσχεύσεων» τῆς Μητροπόλεως Γλυφάδας, πηγὴ πληροφοριῶν γιὰκληρικοὺς καὶ ἰατρούς. Σὲ αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ ἄρθρο τοῦ Norm Barber: The Nasty Side of Organ Transplanting. The Cannibalistic Nature of Transplan Medicine. Δηλαδή: Ἡἄσχημη, δυσάρεστη ἢ ἀηδιαστικὴ πλευρὰ τῆς μεταμόσχευσης ὀργάνων. Ἡ καννιβαλικὴ φύση τῆς μεταμοσχευτικῆς ἰατρικῆς.
Ὁ Barber μᾶς πληροφορεῖ τὸ πῶς ἐξελίχθηκε τὸ «medical and legal fiction», ἤτοι «τὸ μυθιστόρημα ἰατρικῆς καὶ νομικῆς φαντασίας περὶ τὸν ἐγκεφαλικὸ θάνατο». Ἄρχισε δὲ ἀπὸ τὴν πρώτη μεταμόσχευση καρδιᾶς τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1967 στὴ Νότιο Ἀφρικὴ ἀπὸ τὸν Christiaan Barnard στὸν Louis Washkansky, ὅποτε ἀνέκυψε τὸπρόβλημα γιὰ τὸ σταμάτημα τῆς ἐν λειτουργίᾳ καρδίας τῆς Denice Durval (δότριας) μὲ καρδιοπληγικὰ φάρμακα καὶ προφανῆ τὸν κίνδυνο νὰ κατηγορηθεῖ, βάσει τοῦνόμου, γιὰ φόνο. Γιὰ τὴν παράκαμψη τοῦ νόμου, ὅμως, τὴν σκυτάλη παρέλαβε ἡ ἐπινόηση τῶν «Κριτηρίων τοῦ Χάρβαρντ» τὸ 1968.
Ἡ Ἐπιτροπὴ Χάρβαρντ, λοιπόν, συνεκροτήθη μὲ ἀποστολὴ τὸν καθορισμό του «μὴ ἀναταξίμου ἐγκεφαλικοῦ κώματος». Καὶ συνέταξε τὰ «κριτήρια» μὲ τὰ ὁποῖα θὰ γίνεται ἡ διάγνωσή του ὅτι, «ἔχει ἐπέλθει ἡ νέκρωση τοῦ ἐγκεφαλικοῦ στελέχους». Ὅποτε ὁ ἄνθρωπος θὰ μπορεῖ νὰ χαρακτηρίζεται πλέον καὶ ὡς «ἐγκεφαλικῶς νεκρὸς» (Brain Death).
Ἡ μεθόδευση αὐτὴ ἀπέβλεπε στὴ μεγαλύτερη καὶ ταχύτερη ἀπόκτηση ὀργάνων πρὸς μεταμόσχευση. Καὶ παράλληλα στὴν ἐξεύρεση κενῶν κλινῶν στὶς Μ.Ε.Θ. Ἐπειδὴ καὶ τὸ χάσμα «μεταξὺ προσφορᾶς καὶ ζητήσεως» μεγάλωνε μὲ ἀκόμη ταχύτερους ρυθμοὺς πλέον, ἀφ’ ὅτου οἱ μεταμοσχεύσεις ἐπεξετάθησαν περισσότερο, μετὰ καὶ τὴν ἐπινόηση μεθόδων «μὴ ἀπόρριψης» τῶν μεταμοσχευμένων ὀργάνων.
Στὸ βιβλίο τοῦ Σεβ. Γλυφάδας ἀναδημοσιεύεται καὶ τὸ ἄρθρο τῆς Mita Giacomini: A change of heart and a change of mind: Technology and the redefinition of death in 1968. Soc. Med., 33: 1465-82, 1997. Σὲ μετάφραση δέ: «Μιὰ ἀλλαγὴ καρδίας καὶ μιὰ ἀλλαγὴ μυαλοῦ-τρόπου σκέψεως. Τεχνολογία καὶ ὁ ἐπαναπροσδιορισμὸς τοῦθανάτου». Αὐτὸ δὲ ἀπὸ ἔρευνα στὰ ἀρχεῖα τῆς ad hoc (ἐπὶ τούτῳ συσταθείσης) Ἐπιτροπῆς Χάρβαρντ γιὰ τὸν καθορισμὸ τοῦ «ἐγκεφαλικοῦ θανάτου» («brain death»). Ἀπὸ τὴν ἔρευνα αὐτή, λοιπόν, προέκυψε ὅτι: α) Ὑπῆρξε χειραγώγηση τῆς Ἐπιτροπῆς μὲ «πρωταρχικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς μεταμοσχεύσεις», β) Πρωταρχικὸς στόχος τῆςἘπιτροπῆς ἦταν ἡ δημιουργία τοῦ ὄρου «ἐγκεφαλικὸς θάνατος», γ) Τὰ «ἐγκεφαλικῶς νεκρὰ» ἄτομα ἔπρεπε νὰ δημιουργηθοῦν, νὰ ἀναγνωρισθοῦν καὶ νὰπεριγραφοῦν, ὥστε νὰ ὁρισθοῦν μὲ τὰ συνταχθέντα καὶ ἀναφερόμενα πλέον διεθνῶς ὡς «Κριτήρια Χάρβαρντ». Καὶ ὅτι, δ) Ἡ Ἐπιτροπὴ φρόντισε νὰ ἀπαλειφθοῦν ἀπὸτὸ τελικὸ κείμενο φράσεις μὲ διαφωνίες καὶ ἀμφισβητήσεις. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἄκρως ἐνδιαφέρον ἄρθρο, 59 σελίδων στὸ Internet.
Ὁ λεγόμενος «ἐγκεφαλικὸς θάνατος», πάντως, οὐδέποτε ἔπαυσε νὰ ἀμφισβητεῖται ἀπὸ ἐπιστήμονες, καὶ μάλιστα μεγάλου ἐπιστημονικοῦ κύρους. Νὰχαρακτηρίζεται μάλιστα καὶ ὡς ἐπινόηση πρὸς «χρηστικὴ σκοπιμότητα», «κοινωνικὸ» «νομικό», καὶ «κλινικὸ κατασκεύασμα» ἐξυπηρέτησης τῶν μεταμοσχεύσεων. Εἶναι δὲ βέβαιο ὅτι, ὁ «θάνατος τοῦ ἐγκεφαλικοῦ στελέχους» εἶναι κάτι τὸ πολὺ διαφορετικὸ καὶ ἀπὸ τὸν νευρολογικὸ ἐγκεφαλικὸ θάνατο.
Στὰ πολλὰ «τεχνάσματα ὑφαρπαγῆς ὀργάνων» γιὰ τὶς μεταμοσχεύσεις, προσετέθη μὲ τὸν ν. 3984/2011 (ΦΕΚ/27.6.2011) καὶ ἡ «εἰκαζομένη συναίνεση» τοῦ δότη. Παρὰ τὶς ἔντονες ἀντιδράσεις στὴ Βουλή, ἀπὸ πολλοὺς φορεῖς ἐπίσης, ἀλλὰ καὶ τὸν χαρακτηρισμὸ τῆς διατάξεως αὐτῆς ὡς ἀντισυνταγματικῆς, βάσει τῶν ἄρθρων 2 πάρ. 1 καὶ πάρ. 1 τοῦ Συντάγματος. Ὁ νόμος δὲ αὐτός, κατὰ τὸν ὑπουργὸ Ὑγείας, θὰ ἐφαρμοσθεῖ μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια, ἀφοῦ θὰ ἐνημερώσουν τὸν κόσμο, ὥστε νὰ τὸν δεχθεῖ (!). Προφανῶς δέ, θὰ ἀποτύχουν καὶ πάλι, ὅπως συνέβη καὶ μὲ τὸν ν. 2737/1999.
Στὸν νέο αὐτὸ νόμο, τὸ ἄρθρο 9 διαλαμβάνει: «5. Ἡ ἀφαίρεση ὀργάνων ἀπὸ θανόντα δότη διενεργεῖται μετὰ τὴν ἐπέλευση τοῦ θανάτου, κριτήριο γιὰ τὴν ὁποία εἶναι ἡ νέκρωση τοῦ ἐγκεφαλικοῦ στελέχους [...] ὅπως ὁρίζεται στὴν ἀπόφαση τοῦ ΚΕ.Σ.Υ. (ἀπόφαση 9 τῆς 21/203/1985)».
Ἡ ἀπόφαση ὅμως αὐτὴ τοῦ ΚΕ.Σ.Υ. ἔχει ἀποδειχθεῖ ἐπιστημονικῶς λανθασμένη.
Πρὶν ἡ σκυτάλη περάσει στοὺς Καθηγητᾶς τῆς Ἰατρικῆς, θεωρῶ χρέος μου νὰ καταθέσω ἐρωτήματα τινὰ γιὰ τοὺς ἐκ τοῦ Κλήρου εἰσηγητᾶς, αὐτὰ δὲ ἐπὶ τῶν θέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιὰ τὸν λεγόμενο «ἐγκεφαλικὸ θάνατο».
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γιὰ τὸν «ἐγκεφαλικὸ θάνατο»
Ἀπὸ τὶς 55 Βασικὲς Θέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπὶ τῆς Ἠθικῆς τῶν Μεταμοσχεύσεων, τὸ ἄρθρο 12 διαλαμβάνει:
12) «Ἡ Ἐκκλησία σέβεται καὶ ἐμπιστεύεται τὴν ἰατρικὴ ἔρευνα καὶ κλινικὴ πρᾶξιν. Διὰ τὸν λόγον αὐτόν, ἂν καὶ δὲν εἶναι ἁρμοδία, θὰ ἠμποροῦσε νὰ δεχθῆ τὴν διεθνῶς ὁμόφωνον ἄποψιν ὅτι ὁ ἐγκεφαλικὸς θάνατος ταυτίζεται μὲ τὸ ἀμετάκλητον βιολογικὸν τέλος τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἐγκεφαλικὸς θάνατος ἀποτελεῖ γεγονὸς ὁριστικῆς καὶ ἀνεπιστρέπτου καταστροφῆς τοῦ ἐγκεφάλου καὶ κατάστασιν πλήρους ἀπωλείας αἰσθήσεων καὶ συνειδήσεως». Στὸ ἄρθρο αὐτὸ διαπιστώνονται σοβαρὰλάθη καὶ ἀνακρίβειες. Καὶ στὸ ἄρθρο 13, ἐπίσης. (Περὶ αὐτῶν βλ. καὶ Ἀθ. Β. Ἀβραμίδης: «Μεταμοσχεύσεις καὶ Ἐκκλησία». Ἔκδ. «ΤΗΝΟΣ», 2007, σελ. 25-30).
Ἔτσι, ὅμως καὶ χαρακτηρίζονται οἱ «ἐγκεφαλικῶς νεκροὶ» ὡς «νεκρὰ σώματα» ἢ «πτώματα», καὶ τὰ ἐξ αὐτῶν λαμβανόμενα ὄργανα ὡς «πτωματικά». Ἐνῶ δὲν ἔχουν γίνει τέτοια, τουλάχιστον ἀκόμη, ἐπειδὴ «ὁ ἐγκεφαλικὰ νεκρὸς δὲν εἶναι νεκρὸς» τὴν στιγμὴ ἐκείνη. Ἔστω δὲ κι ἂν ἡ καρδιακὴ λειτουργία ὑποστηρίζεται μηχανικῶς, «ὁ λεγόμενος ἐγκεφαλικὸς θάνατος δὲν εἶναι θάνατος τοῦ ἀτόμου, καὶ πολὺ περισσότερο θάνατος τοῦ προσώπου “ἄνθρωπος”».
Εὔλογο, ἑπομένως καὶ τὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν κατάταξη τοῦ ἄρθρου 12 στὶς «Βασικὲς Θέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὶς Μεταμοσχεύσεις». Ἀλλὰκαὶ γιὰ τὴν «ἡμερίδα» τῆς 15ης Φεβρουαρίου 2003 στὸ Γ. Ν. Ἀεροπορίας ὑπὸ τὴν «αἰγίδα» τῆς Ι.Σ.Ε.Ε.: «Πρὸς ἐνημέρωση τῶν Ἰατρῶν ὑπὲρ τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου», ἡὁποία ἐπανελήφθη στὶς 23 Φεβρουαρίου 2003 πρὸς «ἐνημέρωση» καὶ τῶν Ἱερέων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Καὶ στὶς δύο αὐτὲς «ἐνημερώσεις», ὅμως, ἦταν ἐμφανὴς ἡ ἀπουσία πειστικότητος ὑπὲρ τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου.
Τὴν πρὸς τοὺς Ἱερεῖς «ἐνημέρωση», ἀπομαγνητοφώνησε ὁ π. Στέφ. Στεφόπουλος. Τὸ αὐτὸ καὶ ἐγὼ κατὰ τὴν «πρὸς ἰατρούς», μιὰ ἑβδομάδα νωρίτερα, ὥστε νὰἔχω αὐτολεξεὶ τὰ λεχθέντα. Ἂν χρειασθεῖ. Καὶ πράγματι χρειάσθηκε.
Πρὸς ἀποφυγὴν ἐνδεχομένης παρερμηνείας ἐπισημαίνεται ὅτι, πλὴν τοῦ λεγομένου «ἐγκεφαλικοῦ θανάτου» –αὐτοῦ δὲ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν– ὑπάρχει καὶ ὁ χωρὶς εἰσαγωγικὰ ἐγκεφαλικὸς θάνατος.
Στὸ βιβλίο «Ἐκκλησία καὶ Μεταμοσχεύσεις» τῆς Ι.Σ.Ε.Ε. ὑπάρχει ἄρθρο τοῦ Σταύρου Μπαλογιάννη ὑπὸ τὸν τίτλο: Ἐγκεφαλικὸς θάνατος.
Ὁ συγγραφεύς του, διακεκριμένος ἐρευνητὴς καθηγητὴς Νευρολογίας, ὑποστηρίζει ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ ἐξ οἱασδήποτε ἀρρώστιας ἢ αἰτίας, ἀποθνήσκουντελικῶς μὲ πλήρη καταστροφὴ τῆς ἐγκεφαλικῆς τους οὐσίας, εἴτε εἶναι καρδιοαναπνευστικὴ εἴτε νευρολογικὴ ἡ αἰτία ἐπελεύσεως τοῦ βιολογικοῦ θανάτου.
Αὐτά, ἔστωσαν πρὸς πληρέστερη ἐνημέρωση καὶ ἀποφυγὴ παρεξηγήσεων περὶ τὴν σημασία τῶν ὅρων.
Ἔχω ὅμως καὶ μία ἀκόμη ἐρώτηση, μᾶλλον δὲ ἀπορία:
Ἡ Ἀκαδημία Ἐπιστημῶν τοῦ Βατικανοῦ γιὰ τὸν «ἐγκεφαλικὸ θάνατο»
Παρουσίασε τὸ 2005 παγκοσμίως διὰ τοῦ διαδικτύου τῆς Ρ/Καθολικῆς Ἐκκλησίας (Catholic Woίld News) τὴν «Διακήρυξη τῆς Παπικῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν», ἡὁποία εἶχε ὡς τίτλο: «Βrain Death» is Nοt Death! (http//www.cwnews.com/news/viewstoρy.cfm?iecnum=37837).
Τὸ «Βrain Death» is Nοt Death!, μεταφραζόμενο στὰ ἑλληνικὰ σημαίνει ὅτι: «Ὁ ἐγκεφαλικὸς θάνατος» δὲν εἶναι θάνατος.
Ὁ Πάπας Παῦλος-Ἰωάννης ὁ Β΄ εἶχε ζητήσει ἀπὸ τὴν Συνδιάσκεψη τῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν, (2-3 Φεβρουαρίου 2005): «τὴν ἐπανεξέταση καὶ ἐπαλήθευση τῆςἐγκυρότητας τῶν κριτηρίων τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου ἐπὶ ἑνὸς καθαρῶς ἐπιστημονικοῦ ἐπιπέδου». Στὸ μήνυμά του δὲ πρὸς τὴν Σύνοδο τῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν δήλωνε ὅτι ἡ Ἐκκλησία «ὑποστηρίζει τὴν πρακτικὴ τῆς μεταμοσχεύσεως ὀργάνων ἀπὸ θανόντες». Καὶ ὅτι, «οἱ μεταμοσχεύσεις εἶναι ἀποδεκτές, μόνον ὅταν διενεργοῦνται μὲ τρόπο ποὺ ἐγγυᾶται τὸν σεβασμὸ πρὸς τὴν ζωὴ καὶ τὸν ἄνθρωπο».
Ἡ Ρ/Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἑπομένως, ἀπορρίπτει τελείως τὸν «ἐγκεφαλικὸ θάνατο». Κατ’ αὐτήν, «ὁ ἐγκεφαλικὸς νεκρός, δὲν εἶναι νεκρός».
Θεωρῶ, λοιπόν, ὅτι εἶναι σῶφρον, σεβαστοὶ πατέρες, νὰ τὰ συνεκτιμήσει καὶ αὐτὰ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας.
Ὁ λεγόμενος «ἐγκεφαλικὸς θάνατος» σὲ «φάση κρίσεως»
Τὰ βιβλιογραφικὰ δεδομένα συνηγοροῦν ὑπὲρ τῆς ἀπόψεως ὅτι ὁ ἀναφερόμενος ὡς ἐγκεφαλικὸς θάνατος εἶναι, κατὰ ἕνα λίαν δόκιμο ἐν προκειμένῳ ἰατρικὸὄρο, σὲ «φάση κρίσεως». Ἡ ἐμπιστοσύνη τῆς ἐπιστήμης στὴν ἔννοια, τὴν ὁποία ὁ ὅρος «ἐγκεφαλικὸς θάνατος» ἐκφράζει, ἔχει κλονισθεῖ.
Ὁ Alan Shewrnon, ἐξέχων ὑπέρμαχος παλαιότερά του ἐγκεφαλικοῦ θανάτου, μετέβαλε ἀντιλήψεις καὶ ἔγραψε ἕνα λίαν ἐκτεταμένο ἄρθρο, 66 σελίδων μὲ τίτλο: Recovery from «brain death». A Neurologist’s apologia. Linacre Quarterly, Febr. 1997, 31-96. (Δηλαδή: Ἀνάνηψη ἀπὸ τὸν «ἐγκεφαλικὸ θάνατο». Ἀπολογία ἑνὸς Νευρολόγου), στὸ ὁποῖο περιγράφει καὶ τὸ ἱστορικό της ἐκ μέρους τοῦ ἀπόρριψης τοῦ «ἐγκεφαλικοῦ θανάτου» ὡς ταυτοσήμου (δῆθεν) μὲ τὸν βιολογικὸ θάνατο.
Οἱ M. Potts καὶ D.W. Evans ἔγραψαν τὸ ἄρθρο: Does it matter that-organ donors are not dead? Ethical and policy implications. J. Med. Ethics, 2005, 31: 406-409. Δηλαδή: «Ἔχει σημασία τὸ ὅτι οἱ δωρητὲς ὀργάνων δὲν εἶναι νεκροί; Ἠθικὲς καὶ τακτικὲς συνέπειες».
Καὶ ἡ ἀπάντησή τους ἦταν (συνοπτικῶς): «Σημασία ἔχει τὸ ὅτι ἡ ἀφαίρεση ζωτικῶν ὀργάνων ἀπὸ ἕναν δότη “ἐγκεφαλικῶς νεκρό”, ἐκείνη εἶναι ποὺ σκοτώνει τὸνἀσθενῆ». Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ ἀπεμπόληση κάθε Βιοηθικῆς καὶ Ἰατρικῆς Δεοντολογίας μὲ τὸν «ἐγκεφαλικὸ θάνατο».
Ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ «ἐγκεφαλικὸς θάνατος» ἐνδέχεται καὶ «νὰ ξεχασθεῖ ὁλοτελῶς», ἐὰν ἐξελιχθοῦν περισσότερο τὰ «ξενομοσχεύματα» καὶ τὰ «βιοτεχνικὰὀργανομοσχεύματα» ὡς ὑποκατάστατα τῶν προσφερομένων ὀργάνων γιὰ τὶς μεταμοσχεύσεις.
Μὲ τὴν ἀνάπτυξη στὸ ἐργαστήριο πολυδυνάμων ἐμβρυοκυττάρων ἀπὸ ὥριμα δερματικὰ κύτταρα, θὰ μποροῦν νὰ ἀναπτύσσονται ὄργανα πρὸς μεταμόσχευση καὶ μὲ ταχεῖς ρυθμούς, χωρὶς τὴν χρησιμοποίηση ἐμβρυϊκῶν βλαστοκυττάρων ἀπὸ κλωνοποίηση. Ἑπομένως, τὸ πρόβλημα τῆς ἐξευρέσεως ὀργάνων γιὰ τὶς μεταμοσχεύσεις τίθεται πλέον ἐπὶ διαφορετικῆς βάσεως, καὶ χωρὶς τοὺς γνωστοὺς δεοντολογικοὺς περιορισμοὺς ἐκ τῆς βιοηθικῆς ἢ τὶς ἀναστολὲς ἀπὸ λόγους θρησκευτικούς. (Yamanaka S.E. et al. 2007. Yu J et al. 2007)*
Οἱ τελευταῖες πληροφορίες γιὰ τὸ ἐλπιδοφόρο αὐτὸ μήνυμα, εἶναι ὅτι ἐπετεύχθη ἡ κατασκευὴ τοῦ ἰκριώματος, δηλαδή, τῆς σκαλωσιᾶς ἐπὶ τῆς ὁποίας θὰἀναπτύσσονται ἐκ τῶν βλαστοκυττάρων τὰ νέα κύτταρα τοῦ ἐπιθυμητοῦ ὀργάνου πρὸς μεταμόσχευση, (ἐνῶ συγχρόνως ἡ σκαλωσιὰ θὰ αὐτοδιαλύεται) καὶ χωρὶς τὸν κίνδυνο ἀπόρριψης. Ἐπειδὴ τὰ βλαστοκύτταρα θὰ προέρχονται ἐκ τοῦ αὐτοῦ ὀργανισμοῦ στὸν ὁποῖο τὸ νέο ὄργανο θὰ μεταμοσχευθεῖ. («Καθημερινή», 10.12.2011).
Μὲ αὐτὰ καὶ παραδίδω, πλέον, τὴν σκυτάλη τοῦ βήματος.
–––––––––––––––
· (Γιὰ περισσότερα ἐπ’ αὐτῶν, βλέπε: Ἀθαν. Β. Ἀβραμίδη, «Μεταμοσχεύσεις καὶ Ἐκκλησία», ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ» 2007, σ. 81-83).
· Yamanaka S. et al.: Pluripotency of embryonic stem cells. Call Tissure Res. 2007, Nov. 16.
· Yu J. et al.: Intuced pluripotent stem cell derived from human somatic sells. Science, 2007, Nov. 20.