Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟ: Ποῦ διδάσκαλος; Καὶ ὅπως ἄλλοτε ἐκ τῶν στηλῶν τῆς «Σπίθας» ἠρωτήσαμεν ποῦ ἐπίσκοπος καὶ ἱερεύς;

π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ: Εἰς αὐτήν, τὴν καμπίσιαν ἐποχήν, πῶς θέλετε νὰ εὑρεθοῦν διδάσκαλοι; Ὑπάρχουν πλῆθος, μὲ γνώσεις πολλάς, μὲ γλώσσας, μὲ σπουδὰς καὶ εἰς τὸ Ἐξωτερικόν. Ἀλλὰ τί νὰ τοὺς κάμης; Λείπει τὸ πῦρ. Λείπει ἡ ψυχή. Λείπει τὸ πνεῦμα. Λείπει τὶ ἕν, ἄνευ τοῦ ὁποίου ὁ διδάσκαλος γίνεται μετριότης ἤ καὶ ἄχρηστος ἤ καὶ ἐπικίνδυνος ἀκόμη.


ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ
π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ, ‘Ιανουαρίου 1965, 277



ΠΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ;
ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ


π. A. εφ. Περίεργον δὲν φαίνεται τὸ ἐρωτηματικὸν τῆς ἐπικεφαλίδος; ἄλλοτε, θὰ μᾶς εἴπη φίλος ἐκπαιδευτικός, εἶχε θέσιν τὸ ἐρωτηματικὸν τοῦτο. Ἦτο ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ Ἔθνος μας κατόπιν ἐπικοῦ ἀγῶνος ἐξήρχετο ἐκ τοῦ σκότους δουλείας τεσσάρων αἰώνων καὶ ἀντίκρυζε τὸ γλυκὺ τῆς ἐλευθερίας φῶς καὶ εἰσήρχετο εἰς τὴν τροχιὰν τῶν ἐλευθέρων λαῶν. Πρώτη φροντὶς τοῦ ἀειμνήστου κυβερνήτου, τοῦ Ἰωάννου Καποδιστρίου, ἦτο τὸ σχολεῖον. Διότι ἐκ τῆς παιδείας, τῆς ὀρθῆς παιδείας, τῆς στηριζομένης ἐπὶ τῆς Θρησκείας τοῦ Ναζωραίου, ἀνέμενεν ἐκεῖνος τὴν ἀναγέννησιν τοῦ Ἔθνους. Ἀλλὰ ποῦ τότε διδάσκαλοι καὶ καθηγηταί; Ἐλάχιστα ἦσαν τὰ φυτώρια τῆς παιδείας, ἐλάχισται αἱ σχολαὶ τῆς ὁπωσδήποτε ἀνωτέρας μορφώσεως, τὰς ὁποίας διʼ ἰδίων ἐξόδων συνετήρει τὸ ὑπόδουλον Γένος, μὲ ἀνώτατον ἐπόπτην τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπέκτασιν τῆς Παιδείας δὲν ἐπέτρεπεν ὁ βάρβαρος κατακτητής. Εἰς τοὺς νάρθηκας τῶν ναῶν καὶ εἰς τὰ κελλία τῶν μοναστηρίων ἐν καιρῶ νυκτὸς ἐμάνθανον τὰ Ἑλληνόπουλα τὰ στοιχεῖα τῶν γραμμάτων, γραφὴν καὶ ἀνάγνωσιν. Διδάσκαλοί των ταπεινοὶ μοναχοὶ καὶ ἱερεῖς. Ἀναγνωστικὰ τὸ Ψαλτήριον καὶ ἡ Ὀκτώηχος…


Τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ὁ διδάσκαλος ἦτο πρόσωπον σπάνιον καὶ περιζήτητον. Ἀλλὰ τώρα; Δόξα τῶ Θεῶ! 25000 περίπου εἶνε οἱ ἐκπαιδευτικοὶ λειτουργοί, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦν εἰς τὴν στοιχειώδη ἐκπαίδευσιν. 8000 εἰς τὴν Μέσην. 3000 νεαροὶ ἐκπαιδευτικοὶ ἀναμένουν διορισμόν. Τινὲς ἐξ αὐτῶν ἀπελπισθέντες περὶ τοῦ διορισμοῦ των, ὡς εἶνε οἱ τῆς Θεολογίας, ἀνεχώρησαν εἰς τὸ ἐξωτερικὸν καὶ ἐργάζονται εἰς τὰ ἐργοστάσια τῆς Γερμανίας καὶ τὰ ἐστιατόρια τῆς Ἀμερικῆς καὶ ἐκεῖ ἀναμένουν τὸν διορισμόν των διὰ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν Ἑλλάδα. 4000 δὲ καὶ πλέον φοιτοῦν εἰς τὰς Παιδαγωγικὰς Ἀκαδημίας καὶ τὰς Καθηγητικὰς Σχολὰς τῶν δύο Πανεπιστημίων μας. Πλῆθος πολύ, πληθώρα διδασκάλων καὶ καθηγητῶν. Πῶς, λοιπόν, σεῖς ἐρωτᾶτε˙ «Ποῦ διδάσκαλοι;». Δὲν εὑρίσκεσθε, θὰ μᾶς εἴπουν οἱ πολλοί, εἰς τὸ Κονγκὸ ἤ ἄλλην τινὰ χώραν ἡμιαγρίων καὶ ἀναναπτύκτων, οἱ ὁποῖοι στεροῦνται σχολείων καὶ διδασκάλων. Ἐδὼ εἶνε Ἑλλάς, ἡ Πατρὶς τῶν φώτων καὶ τῶν ἐπιστημῶν. Δὲν βλέπετε; Ἐδῶ εἰς τὴν Πρωτεύουσαν, ἐπὶ δύο ὑψηλῶν κιόνων, ὑψοῦνται τὰ ἀγάλματα τῆς θεᾶς τῆς σοφίας καὶ τοῦ θεοῦ τοῦ φωτὸς καὶ τῆς μουσικῆς. Ναί. Τὰ βλέπομεν, κύριοι. Τὰ βλέπομεν ὅμως ὄχι ὅπως τὰ βλέπετε σεῖς. Τὰ βλέπομεν ὡς σύμβολα ἑνὸς αἰσχροῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, τὰ ὁποῖα ἐπʼ οὐδενὶ λόγω ἔπρεπε νὰ ὑψωθοῦν ἐν μέσω τῆς χριστιανικῆς Πατρίδος μας, τὴν ὁποίαν ἀνέστησεν ἐκ τοῦ τάφου τῆς δουλείας ὄχι ἡ πίστις εἰς τὴν Ἀθηνᾶν καὶ τὸν Ἀπόλλωνα, ἀλλʼ ἡ πίστις εἰς τὸν Χριστόν. Ἐπὶ τῶν κιόνων θὰ ἔπρεπε νὰ ὑψωθοῦν χριστιανικὰ σύμβολα. Θὰ ἔπρεπε νὰ μαρμαίρη ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου μὲ τὸ σύνθημα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 21˙ «Ἐν τούτω νίκα». Θὰ ἔπρεπεν… Ἀλλὰ ποῦ ἀφήνει τὸ παγανιστικὸν πνεῦμα, ποὺ φωλιάζει δυστυχῶς εἰς τοὺς ἐγκεφάλους τῶν σοφῶν μας; Ποῦ ἀφήνει ἡ μέχρι ἀηδίας ἀρχαιολατρία τόπον διὰ τὸν Χριστόν; Τώρα δὲ μάλιστα, ποὺ ὑψηλὰ πρόσωπα τῆς Πολιτείας , θαυμασταὶ τοῦ ἀρχαίου κάλλους καὶ ὑμνηταὶ τῶν Ὀλυμπίων θεῶν κυβερνοῦν καὶ πνευματικῶς τὸν τόπον μας, τίς ἀμφιβάλλει ὅτι ἡ γλαῦξ – καὶ ὄχι ἡ περιστερὰ τοῦ Ἰορδάνου – ἡ γλαῦξ, τὸ νυκτόβιον τοῦτο πτηνόν, τὸ ἀρεσκόμενον εἰς τὸ σκότος καὶ ἐξαφανιζόμενον ἅμα τῆ ἀνατολῆ τοῦ ἡλίου, θὰ ἐπικαθήση, διʼ εὐλογιῶν τοῦ πατριάρχου τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας Παπανούτσου, ἐπὶ τῶν κεφαλῶν τῶν Ἑλλήνων, διδασκόντων καὶ διδασκομένων, καὶ νέον κῦμα σοφίας, τέχνης καὶ ἐπιστήμης θὰ ἐκχυθῆ ἐκ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν μέχρι τοῦ τελευταίου νηπιαγωγείου τῆς Ἑλλάδος; Νέα περίοδος φωτὸς ἀνατέλλει, κατὰ τὰς ἐπαγγελίας τῶν μεταρρυθμιστῶν.

Ο ΑΛΗΘΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ

Καὶ ὅμως, παρʼ ὅλον τὸ πλῆθος τῶν διδασκάλων καὶ καθηγητῶν, παρʼ ὅλην τὴν τυμπανοκρουσίαν τῶν μεταρρυθμιστῶν τῆς Παιδείας, ἡμεῖς τολμῶμεν νʼ ἀπευθύνωμεν τὸ ἐρώτημα˙ Ποῦ διδάσκαλος; Καὶ ὅπως ἄλλοτε ἐκ τῶν στηλῶν τῆς «Σπίθας» ἠρωτήσαμεν ποῦ ἐπίσκοπος καὶ ἱερεύς; οὕτω καὶ τώρα, ἐρευνῶντες τὴν σύγχρονον ἐκπαιδευτικὴν κατάστασιν ἀναζητοῦμεν τὸν διδάσκαλον μὲ λύχνον Διογένους, εἰς πόλεις καὶ χωρία, καὶ συνεχὼς ἐρωτῶμεν˙ Ποῦ διδάσκαλος; Διότι, ὅταν λέγωμεν διδάσκαλον, δὲν ἐννοοῦμεν τὸν διδάσκαλον – ἤ τὸν καθηγητὴν – ὁ ὁποῖος ἔχει τὰ τυπικὰ προσόντα. Ὅπως τὸν ἱερέα καὶ τὸν ἐπίσκοπον δὲν τὸν κάμνει τὸ ῥάσον, τὸ καλυμμαύχιον, τὸ ἐγκόλπιον καὶ ἡ πατερίτσα, οὔτε αὐτὴ ἡ γραμματικὴ μόρφωσις, οὕτω καὶ τὸν διδάσκαλον δὲν τὸν κάμνει ἡ ἐξωτερικὴ ἐμφάνισις. Δὲν τὸν κάμνει ἡ γραβάτα καὶ τὸ κοστοῦμι. Δὲν τὸν κάμνει τὸ διοριστήριον ἔγγραφον τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας. Δὲν τὸν κάμνουν οὔτε αὐταὶ αἱ παιδαγωγικαὶ γνώσεις. Ὁ διδάσκαλος πρέπει νὰ νοηθῆ βαθύτερον. Ὅταν λέγωμεν διδάσκαλον, ἐννοοῦμεν ἕνα ἄρτιον χαρακτῆρα, μίαν γνησίαν προσωπικότητα, μὲ πλούσιον ἐσωτερικὸν κόσμον, ποὺ νὰ δύναται νὰ προβληθῆ ὡς πρότυπον μιμήσεως ἐνώπιον τῶν μαθητῶν. Ὁ διδάσκαλος πρέπει νὰ εἶνε φῶς διὰ νὰ φωτίζη. Πρέπει νὰ εἶνε ἐστία πυρὸς διὰ νὰ θερμαίνη. Πρέπει νὰ εἶνε πηγὴ διὰ νὰ δροσίζει. Πρέπει νὰ εἶνε ἄλας διὰ νὰ ἀρτύη. Πρέπει νὰ εἶνε ζῶσα εἰκὼν Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἐνσαρκώνων ἐν ἑαυτῶ τὴν ἰδέαν τοῦ διδασκάλου ἐν ἀπολύτω ἐννοία, εἶπεν˙ «Ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί˙ εἶς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός… Μηδὲ κληθῆται καθηγηταί˙ εἶς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός» (Ματθ. 23, 8-10).
Ποῦ τοιοῦτοι διδάσκαλοι; Ὑπῆρχον παλαιότερον, ἀκόμη δὲ περισσότερον κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας. Οἱ διδάσκαλοι ἐκεῖνοι ὑστέρουν βεβαίως εἰς ἐγκυκλοπαιδικὰς καὶ παιδαγωγικὰς γνώσεις ἐν σχέσει πρὸς τοὺς σημερινούς. Ἔκαιεν ὅμως ἐντός των ἄσβεστον τὸ πῦρ τῆς πίστεως εἰς τὴν Θρησκείαν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς φλογερᾶς καὶ ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης πρὸς τὴν Πατρίδα. Νʼ ἀναφέρωμεν παραδείγματα; Θὰ γίνη μακρὸς ὁ λόγος. Ἀνεφέρομεν ἕν μόνον. Ἦτο αὐγὴ τῆς 9ης Ὀκτωβρίου 1912. Εἰς ἕνα πενιχρὸν οἰκίσκον, εἰς Μοῦδρον τῆς Λήμνου, μὲ σιγανὴν φωνὴν καὶ μόλις συγκρατῶν τὰ δάκρυά του ταπεινὸς διδάσκαλος ὡμίλει πρὸς τὰ παιδιὰ τῶν ῥαγιάδων καὶ ἐξέφραζε τὴν ἐλπίδα ὅτι πλησιάζει ἡ ἡμέρα τῆς ἐλευθερίας. Αἴφνης ἰσχυρὸν σφύριγμα πλοίου ἀκούεται. Εἰς τὴν θάλασσαν ἐφάνη πλοῖον. Ἦτο τὸ θωρηκτὸν «Ἀβέρωφ». Ὕψωσε τὴν Ἑλληνικὴν σημαίαν εἰς τὸν κοντόν του. Τί ἔγινεν εἰς τὴν αἴθουσαν τῆς διδασκαλίας δὲν περιγράφεται. Ὁ διδάσκαλος ἐγονυπέτησεν. Καὶ ἐκάλεσε τὰ ἑλληνόπουλα νὰ γονατίσουν καὶ αὐτὰ καὶ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Χριστόν, διότι εἶδον οἱ ὀφθαλμοὶ των τὸ σωτήριον, τὸ ὁποῖον ἀνέμενον γενεαὶ γενεῶν, εἶδον τὴν ἐλευθερίαν τῆς Πατρίδος.

ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΑΙ ΚΟΡΥΦΑΙ
Τοιαύτας ἐξάρσεις εἶχον οἱ διδάσκαλοι ἐκεῖνοι. Ἔζων ἐντόνως τὴν ἰδέαν τὴς Πατρίδος καὶ τῆς Θρησκείας. Δὲν εἶχον, βλέπετε, ἐμφανισθῆ ἀκόμη οἱ πρῶτοι κράχτες τῆς «ἐκπαιδευτικῆς μεταρρυθμίσης», διὰ νὰ ὀνομάζωνται ἡ Θρησκεία καὶ ἡ Πατρὶς μεγάλαι πόρναι, ὁ Σταυρὸς σκουπόξυλον, καὶ ἡ Σημαία κουρελόπανον!
Εἰς μίαν ἐποχὴν φοβερᾶς ἀπὸ Θεοῦ ἀποστασίας, ὅπως εἶνε ἡ ἰδική μας ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Δημιουργὸς τοῦ παντὸς βλασφημεῖται εἰς δημοσίας ὁδοὺς καὶ πλατείας, ἡ εἰκὼν τοῦ Θεανθρώπου μεταβιβάζεται ἀπὸ δημόσια καταστήματα, καὶ ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ θεωρῆται εἰκὼν τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται res, γίνεται ἀντικείμενον ἐκμεταλλεύσεως τῶν πλέον ἀνθρωπιστικῶν συστημάτων, αἱ ὕψισται κορυφαὶ τοῦ ὡραίου, τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ἀληθοῦς, τὰς ὁποίας δεικνύει ὁ Χριστιανισμός, καλύπτονται ἀπὸ τὴν πυκνὴν ὁμίχλην τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς διαφθορᾶς καὶ φαίνονται ἐξαφανιζόμεναι ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι γίνονται κοντόφθαλμοι. Ὄχι πλέον αἱ κορυφαί, ἀλλʼ ἡ πεδιάς, ἡ πεζότης, μία χαμαλή, ἔρπουσα, ἐλεεινὴ καὶ τρισάθλια ζωὴ κυριαρχεῖ. Εἶνε ὁ κάμπος, διὰ τὸν ὁποῖον ὁμιλεῖ ὁ Κρυστάλλης, ὅταν νοσταλγὸς μιᾶς ἀνωτέρας ζωῆς, τὴν ὁποίαν συμβολίζουν αἱ κορυφαὶ τῶν ὀρέων, ἀφήνει τὴν ψυχήν του νὰ ἐκσπάση καὶ νὰ εἴπη˙
«Παρακαλῶ σε, σταυραετέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο,
καὶ δός μου τὶς φτεροῦγές σου καὶ πάρε με μαζύ σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάη ὁ κάμπος».
Εἰς αὐτήν, τὴν καμπίσιαν ἐποχήν, πῶς θέλετε νὰ εὑρεθοῦν διδάσκαλοι; Ὑπάρχουν πλῆθος, μὲ γνώσεις πολλάς, μὲ γλώσσας, μὲ σπουδὰς καὶ εἰς τὸ Ἐξωτερικόν. Ἀλλὰ τί νὰ τοὺς κάμης; Λείπει τὸ πῦρ. Λείπει ἡ ψυχή. Λείπει τὸ πνεῦμα. Λείπει τὶ ἕν, ἄνευ τοῦ ὁποίου ὁ διδάσκαλος γίνεται μετριότης ἤ καὶ ἄχρηστος ἤ καὶ ἐπικίνδυνος ἀκόμη.

ΤΟ «ΚΑΤΗΓΟΡΩ» ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ

Μήπως ἀδικοῦμεν οὕτω πως κρίνοντες; Ἀλλʼ ἐξέλθετε, παρακαλῶ, εἰς ἕνα μικρὸν περίπατον. Ἄς μεταβῶμεν εἰς τὰ προαύλια τῶν Παιδαγωγικῶν Ἀκαδημιῶν καὶ τῶν καθηγητικῶν Σχολῶν. Ἄς μεταβῶμεν τὰς ἡμέρας κατὰ τὰς ὁποίας ἑκατοντάδες νέων, ἀποφοίτων Γυμνασίου, δίδουν εἰσητηρίους ἐξετάσεις. Ἄγνωστοι ἡμεῖς ἄς πλησιάσωμεν τοὺς νέους καὶ ἄς ὑποβάλωμεν εἰς ἕνα ἕκαστον ἐξ αὐτῶν τὸ ἐρώτημα˙ Ἀγαπητέ, διατί θέλεις νὰ γίνης διδάσκαλος; Νομίζετε ὅτι θὰ εὕρετε πολλοὺς οἱ ὁποῖοι θὰ σᾶς εἴπουν ὅτι τοὺς ἐλκύει τὸ ἰδεῶδες τοῦ διδασκάλου; Ἐὰν ἀνοίξετε συζήτησιν μαζύ των, δὲν θʼ ἀργήσετε νʼ ἀντιληφθῆτε ἀπὸ τὰς ἀπαντήσεις τὰς ὁποίας θὰ δώσουν κατὰ τρόπον κυνικόν, ὅτι ἐκλέγουν τὸ ἔργον τοῦ διδασκάλου ὄχι ὡς ἀποστολήν, ἡ ὁποία τοὺς ἠλεκτρίζει, ἀλλʼ ὡς ἕν ἐκ τῶν ἐπαγγελμάτων, τὸ ὁποῖον δὲν ἀπαιτεῖ καὶ πολὺν κόπον καὶ πολλὰ ἔξοδα. Παιδιὰ τῶν πλουσίων δὲν σπουδάζουν διδάσκαλοι. Σπουδάζουν ἰατροί, μηχανικοί, δικηγόροι. Ἄν εἴχομεν καὶ ἡμεῖς χρήματα, καὶ ἄν δὲν εἴχομεν οἰκογενειακὰς ὑποχρεώσεις, δὲν θὰ ἐσπουδάζαμεν διδάσκαλοι! Ἀλλὰ τί νὰ γίνη… Ἔτσι, ἐξ ἀρχῆς, ὡς ὑποψήφιοι ἀκόμη, ἔχουν τὸ πλέγμα τῆς κατωτερότητος, αἰσθάνονται τοὺς ἑαυτούς των μειονεκτικοὺς ἀπέναντι τῶν σπουδαστῶν ἄλλων Σχολῶν, οἱ ὁποῖοι ὅμως καὶ αὐτοὶ δὲν σπουδάζουν τὰς ἐπιζήλους ἐπιστήμας εἰμὴ διʼ ὑλικοὺς σκοπούς.
Ταπεινὸν τὸ ὄνειρον τοῦ σπουδαστοῦ τῆς Παιδαγωγικῆς Ἀκαδημίας˙ «Νὰ πάρη τὸ χαρτί»! Τὸ ἐπῆρε; Διωρίσθη διδάσκαλος; Ἐνεγράφη καὶ αὐτὸς εἰς τὸν προϋπολογισμὸν τοῦ Κράτους; Ἡ ῥουτίνα ἀρχίζει. Μία ζωή, ἡ ὁποία, μὴ οἰστρηλατουμένη ἀπὸ ἰδανικά, καταντᾶ ἀνία, πλῆξις καὶ διαρκὲς παράπονον. Μισθὸς εἶνε αὐτὸς ποὺ παίρνομεν;… Μὴ νομίσετε ὅτι δὲν εἴμεθα ὑπὲρ τῆς δικαίας ἱκανοποιήσεως τῶν οἰκονομικῶν αἰτημάτων τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ κόσμου. Ἀλλὰ θὰ εἶσθε πολὺ ἀφελεῖς, ἄν νομίσετε ὅτι μὲ γενναίους μισθοὺς δημιουργοῦνται ἰδεώδεις διδάσκαλοι. Πόσον μισθόν, παρακαλῶ, ἐλάμβανον οἱ ἀείμνηστοι διδάσκαλοι τοῦ Γένους; Ἤ πόσον ὁ Κομένιος; Πόσον ὁ Πεσταλότσι, εἰς τὸν τάφον τοῦ ὁποίου ἐγράφη˙ «τὰ πάντα διὰ τὸ παιδί˙ τίποτε διὰ τὸν ἑαυτόν του»;
Τὰ ὄνειρα σήμερον εἶνε ταπεινά. Μισθός, προσαυξήσεις, προαγωγαί, μεταθέσεις εἰς καλυτέρας θέσεις, τὸ ἐφʼ ἅπαξ, σύνταξις, ἀγορὰ ἑνὸς διαμερίσματος εἰς τὰς Ἀθήνας ἤ τὴν Θεσσαλονίκην. Ταῦτα γράφοντες δὲν κατηγοροῦμεν μόνον τοὺς διδασκάλους. Εἶνε καὶ αὐτοὶ τέκνα τῆς ἐποχῆς μας. Μιᾶς ἐποχῆς πεζῆς καὶ ὑλόφρονος. Ἀλλὰ δὲν θὰ ἔπρεπεν αὐτοὶ νʼ ἀποτελοῦν μίαν ἐξαίρεσιν ὡς ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος καὶ παιδαγωγοί;
Διδάσκουν, βεβαίως, καὶ ἐκτελοῦν τὸ ἔργον των. Ἀλλὰ πόσον τυπικῶς! Δὲν ἀνάπτουν τὴν ἐπιθυμίαν τῆς γνώσεως. Ἄτονοι ὅπως εἶνε, δὲν καλλιεργοῦν δεόντως τὰ ὑψηλὰ συναισθήματα τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Δὲν δεικνύουν τὸν Οὐρανόν. Τὸ δὲ σπουδαιότερον, ἡ ζωή, ἡ ἰδιωτικὴ καὶ δημοσία ζωὴ τῶν περισσοτέρων ἐξ αὐτῶν δὲν εἶνε σύμφωνος πρὸς τὴν θρησκευτικὴν καὶ ἠθικὴν διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν κατὰ νόμον ὑποχρεοῦνται νὰ κάμνουν εἰς τοὺς μαθητάς των. Δὲν εἶνε λάμποντα παραδείγματα ἀρετῆς. Πόσα σκάνδαλα δὲν δημιουργεῖ ἡ ἄτακτος ζωή των! Μήπως, φίλοι ἐκπαιδευτικοί, σᾶς ἀδικοῦμεν; Ἄς κάμωμεν μίαν ἔρευναν. Πιστεύομεν νὰ συμφωνῆτε μὲ τὸν ἀρχαῖον φιλόσοφον τῆς Πατρίδος μας, ὁ ὁποῖος ἔλεγεν, ὅτο βίος ἀνεξέλεγκτος, βίος ἀβίωτος. Ἄς ἀρχίσωμεν ἀπὸ τὰ μικρότερα διὰ νʼ ἀποδείξωμεν ὁποία ἄβυσσος ὑπάρχει μεταξὺ θεωρίας καὶ πράξεως, μεταξὺ διδασκαλίας καὶ ἔργων σας. Τὸ δὲ «κατηγορῶ» δὲν θὰ τὸ ἀπευθύνωμεν ἡμεῖς. Θὰ τὸ ἀκούσετε ἀπὸ τὰ παιδικὰ χείλη τῶν μαθητῶν σας. Ἀκούσατέ το, λοιπόν, μὲ τὴν ὑπομονὴν ποὺ πρέπει νὰ σᾶς διακρίνη.
Μᾶς ἀπαγορεύετε, λέγουν οἱ μαθηταί σας, τὸ κάπνισμα. Καὶ σεῖς; Καπνίζετε ἀρειμανίως. Ὡς ἀνατολῖται. Ὁ ναργελὲς μόνον σᾶς λείπει. Μᾶς συμβουλεύετε νὰ μὴν σπαταλῶμεν τὸν χρόνον μας εἰς τὰ ποδόσφαιρα. Καὶ σεῖς; Μόλις ὀσφρανθῆτε ποδοσφαιρικὴν συνάντησιν τρέχετε εἰς τὰ γήπεδα, καὶ φανατικοὶ τῶν φανατικῶν, ἐκρήγνυσθε εἰς κραυγὰς ἐπὶ ἐξευτελισμῶ τῆς ἐκπαιδευτικῆς σας ἀξιοπρεπείας. Μᾶς ἀπαγορεύετε τὸ χαρτοπαίγνιον. Καὶ σεῖς; Συχνὰ θύετε εἰς τὸν φάντην. Μᾶς συνιστᾶτε μελέτην. Καὶ σεῖς; Ἀπὸ τότε ποὺ ἐλάβατε τὸ δίπλωμά σας ἐκλείσατε τὰ βιβλία καὶ ἔρχεσθε νὰ μᾶς διδάξετε ἀμελέτητοι καὶ ἀπροπαρασκεύαστοι. Ἡ βιβλιοθήκη τῆς πόλεως, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπηρετεῖτε, δὲν ἐσημείωσε ποτὲ τὴν παρουσίαν σας. Μᾶς ἀπαγορεύετε αὐστηρῶς νὰ φοιτῶμεν εἰς τὰ καφενεῖα καὶ τὰ κέντρα διασκεδάσεως. Καὶ σεῖς; Εἶσθε οἱ τακτικώτεροι θαμῶνές των, παρατείνοντες τὴν ἐν αὐτοῖς παραμονήν σας καὶ πέραν τοῦ μεσονυκτίου καὶ μέχρι πρωινῶν ὡρῶν. Καὶ ἔρχεσθε νυσταλέοι εἰς τὸ μάθημα. Αἱ διδασκάλισσαι ἤ αἱ καθηγήτριαί μας – ὤ τῆς συμφορᾶς! – μᾶς συνιστοῦν κοσμιότητα, καὶ αὐταὶ ὡς πλαγγόνες χιλιοβαμμέναι παρουσιάζονται ἐνώπιόν μας ἐπὶ σκανδαλισμῶ τῶν πάντων. Μᾶλλον διὰ μαννεκὲν ἤ διὰ παιδαγωγοὶ ἔκαμνον. Μᾶς συνιστᾶτε ἐκκλησιασμόν. Καὶ σεῖς; Ἐὰν δὲν εἶνε ἡ σειρά σας διὰ νὰ ὀδηγήσετε ὡς ἀπολωλότα τοὺς μαθητὰς εἰς τὸν ναὸν καὶ νὰ ἐκπληρώσετε τυπικὴν ὑποχρέωσιν, δὲν ἐκκλησιάζεσθε. Ἀλλʼ ἀναπαύεσθε τὰς πρωινὰς ὥρας τῆς Κυριακῆς, ξυρίζεσθε, λούεσθε καὶ κάμνετε τὰς ἐκδρομάς σας. Νὰ προχωρήσωμεν ἀκόμη; Τὸ παιδικόν μας «κατηγορῶ» θὰ εἶνε δριμύτερον. Μᾶς ὁμιλεῖτε περὶ φιλοπατρίας. Καὶ σεῖς τὰς μικρὰς παραμεθορίους πόλεις τῆς Πατρίδος, εἰς τὰς ὁποίας ἔπρεπε νὰ θεωρῆτε ἰδιαίτεραν εὐτυχίαν νὰ ὑπηρετήσετε, ἀποφεύγετε ὡς κατάραν καὶ πᾶν μέσον χρησιμοποιεῖτε καὶ πάντα λίθον κινεῖτε διὰ νὰ μετατεθῆτε εἰς τὰ μεγάλα κέντρα καὶ μάλιστα εἰς τὰς Ἀθήνας. Μᾶς ὁμιλεῖτε διὰ μεγάλα ἰδανικά, καὶ ὅταν πρόκηται νὰ ἔλθετε εἰς γάμον σᾶς βλέπομεν προικοθήρας. Βλέπομεν τὰς καθηγητρίας νὰ μὴ σκέπτωνται ἄλλο εἰμὴ περὶ κομμώσεων, τουαλέττας, χορῶν, πάρτυ, ἐρώτων καὶ περὶ τῆς διὰ παντὸς μέσου ἀλιεύσεως γαμβροῦ. Σᾶς ἀκούωμεν νὰ καταρᾶσθε τὴν ὥραν ποὺ ἐλάβατε τὴν ἀπόφασιν νὰ γίνετε ἐκπαιδευτικοί. Ὁμιλεῖτε διαρκῶς περὶ δικαιωμάτων σας καὶ οὐδέποτε περὶ καθηκόντων σας. Ὁ μισθὸς σᾶς ἐνδιαφέρει περισσότερον ἀπὸ ὅλα. Μᾶς δίδετε τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ὄχι ὡς ἀποστολήν, ἀλλʼ ὠς κοινὸν ἐπάγγελμα ἀσκεῖτε τὸ ἔργον τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ. Σᾶς ἐρωτώμεν˙ Πότε συνεκινήθητε σοβαρῶς διὰ τὰ προβλήματα μας, διὰ τὴν συνεχῶς κατιοῦσαν τῆς διαφθορᾶς τῶν ἠθῶν μας; Πότε ἐκάματε μίαν ἀπεργίαν διὰ τὰ αἰσχρὰ κινηματοθέατρα, ὅπως κάμνετε διὰ τοὺς μισθούς σας;…
Ὤ! Πόσα «κατηγορῶ» δὲν ἀκούονται ἀπὸ τὰς παιδικὰς καὶ νεανικὰς ψυχάς! Ἐὰν τὰς πλησιάσωμεν, δὲν θὰ δυσκολευθῶμεν νὰ ἀντιληφθῶμεν ὅτι ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος διατελοῦν ἐν ἀναβρασμῶ, διατελοῦν ἐν ἐξεγέρσει καὶ ἐπαναστάσει κατὰ τῶν διδασκάλων καὶ καθηγητῶν των, κατὰ τῶν μεγάλων ἐν γένει, διὰ τὴν ὑποκριτικὴν ζωὴν ποὺ διάγουν. Τὰ παιδιὰ ἀντιλαμβάνονται τὶ γίνεται, τὶ κωμωδία παίζεται εἰς βάρος των. Τὰ παιδιὰ διὰ τοῦ βλέμματος, διὰ τῶν κινήσεων, διὰ τῶν μορφασμῶν, διὰ τῶν εἰρωνειῶν των, ἀλλὰ καὶ διὰ βαθείας μελαγχολίας των, ἡ ὁποία φθάνει ἐνίοτε καὶ μέχρις αὐτοκτονίας, φωνάζουν πρὸς ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μὲ ἐλαφρὰν τὴν συνείδησιν ἀνέλαβον τὴν διαπαιδαγώγησίν των˙ «Διορθωθῆτε, κύριοι, διὰ νὰ διορθωθῶμεν καὶ ἡμεῖς. Ἐκπαιδεύσατε πρῶτον τοὺς ἑαυτούς σας ἐν σοφία καὶ ἀρετῆ διὰ νὰ ἐκπαιδεύσετε ἔπειτα καὶ ἡμᾶς. Σᾶς λέγομεν τοῦτο μετὰ πόνου, διότι ἡ ζωή σας καθημερινῶς μᾶς ἀπογοητεύει. Εἰς σᾶς ἐφαρμόζετε τὸ «δάσκαλε, ποὺ δίδασκες καὶ νόμον δὲν ἐκράτεις!». Τί ἐκπαιδευτικοὶ ἄνδρες εἶσθε σεῖς, καὶ τί παιδαγωγοὶ τῆς νεότητος;».

ΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ

Ἄς μὴ καταλήξωμεν ὅμως, ἀγαπητοί μου, μὲ ἀπαισιοδοξίαν διὰ τὸ μέλλον τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας.