Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

ΕΡΩΤΗΣΗ ΤΟΥ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ ΠΡΟΣ ΠΟΛΥΧΡΩΜΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΗΣ ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΑΣ: Ποιός εἶνε ὁ σπόρος ποὺ πρέπει νὰ πέσῃ στὴν ψυχὴ τοῦ παι­διοῦ, τοῦ νέου;


ΚΙ ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ: 
             " Ἐμεῖς ὅλοι, καὶ παπᾶδες καὶ δεσποτάδες, καὶ πατριάρχες καὶ καλόγεροι, καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοί, καὶ ἀριστεροὶ καὶ δεξιοί, καὶ κόκκινοι καὶ πράσινοι καὶ ὅλων τῶν χρωμάτων καὶ ἀποχρώσεων, ὅ­λοι εἴμαστε ἁ­μαρτωλοί. «Πάντες ἐξεκλίναμεν, πάντες ἠχρειώθημεν» (῾Ρωμ. 3,12)." 



Περίοδος Δ΄ – Ἔτος Λ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1822
Κυριακὴ ΙΗ΄ [Α΄ Λουκ.] (Β΄ Κορ. 9,6-11)
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου

Ειδη σπορας

Ἀδελφοί, «ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾽ εὐλογίαις ἐπ᾽ εὐλογίαις καὶ θερίσει» (Β΄ Κορ. 9,6)

ΣπορεωςἈγαπητοί μου, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς πῶ μερικὰ ἁπλᾶ λόγια. Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δείξω κάποια θαύματα, θαύματα ἠθικά, ποὺ μποροῦν νὰ συντελεσθοῦν στὴν καρδιὰ τοῦ καθενός μας. Γι᾽ αὐτὰ μιλάει σήμε­ρα ὁ ἀπόστολος. Θὰ ἑρμηνεύσουμε μία μόνο λέξι.
Πῶς ἀρχίζει· Ἀδελφοί, λέει, «ὁ σπείρων φει­δομένως», ὅποιος σπέρνει λίγο, «λίγο καὶ θὰ θερίσῃ, καὶ ὅποιος σπέρνει πολύ, πολὺ καὶ θὰ θερίσῃ» (Β΄ Κορ. 9,6). Μιλάει γιὰ σπορὰ καὶ σπορέα.

* * *

῾Ρίχνω ἕνα βλέμμα ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ στὸ βιβλίο τῆς φύσεως κι ἀπὸ τὴν ἄλλη στὸ βιβλίο τῆς ἁγίας Γραφῆς, καὶ διακρίνω 4 – 5 εἴδη σπο­ρᾶς, τὸ ἕνα ἀνώτερο ἀπὸ τὸ ἄλλο.

⃝ Τὸ πρῶτο εἶδος εἶνε ἡ σπορὰ τοῦ φυσικοῦ σπόρου στὴ γῆ ἀπὸ τοὺς γεωργούς. Ἐάν, ἀ­γα­πητοί μου, τώρα τὸ φθινόπωρο βγοῦμε στὴν ὕ­παι­θρο, θὰ δοῦμε ἕνα ὡραῖο θέαμα. Ἔγινε ἕ­να θαῦμα· παρ᾽ ὅλες τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἀ­σέβειές μας, γιὰ τὶς ὁποῖες θά ᾽πρεπε ὁ οὐρα­νὸς νὰ κλείσῃ, ἔδωσε ὁ Θεὸς κ᾽ ἔπεσε στὰ χωράφια βροχούλα. Αὐτὴ ἡ βρο­χὴ εἶνε χρυσάφι. Μ᾽ αὐ­τὴν τὸ χῶμα μαλακώνει, τ᾽ ἀλέτρια ἀνοίγουν αὐλάκια καὶ οἱ γεωρ­γοὶ σπέρνουν τὸ σπόρο. Εὐλογημένη ἡ ὥρα τῆς σπορᾶς, εὐλογημένος ὁ χωρικὸς ποὺ μὲ τὸν ἱδρῶτα του ποτίζει τὴ γῆ νὰ δώσῃ καρπό. Ἡ Ἐκκλησία μας προσ­εύχε­ται «ὑπὲρ …εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς» (θ. Λειτ.).
⃝ Θὰ μοῦ πῆτε· Αὐτὰ νὰ τὰ πῇς στοὺς χωρικούς· ἐμεῖς δὲν ἔχουμε γῆ νὰ καλλιεργή­σουμε… Ἀδελφοί μου, καὶ ὁ πιὸ φτωχὸς καὶ ἀκτή­μων ἔχει κάποιο ἄλλο χωράφι· χωράφι πνευματικό, ἄυλο, τὸ ὁποῖο εἶνε ὑποχρεωμένος νὰ τὸ καλλιεργήσῃ. Μία γῆ χωρὶς καλλιέργεια γεμίζει πέτρες καὶ χορ­τα­ριάζει. Ἔτσι καὶ τὸ πνευ­ματικό μας χωράφι, ὁ ἄλλος αὐτὸς ἀ­γρὸς μὲ τὴν ἀν­εκτίμητη ἀξία, δηλαδὴ τὸ πνεῦμα, ἡ ψυχή μας· ἔχει ἀ­νάγκη ἀ­πὸ καλλιέργεια· πρέπει νὰ βγάλουμε μέσα ἀ­πὸ τὴν καρδιά μας τὰ ἀγ­κάθια, τὶς πέτρες, τοὺς ὀγ­κολίθους· νὰ περά­σῃ ἐπάνω στὴν ψυ­χὴ τὸ ἀλέτρι. Εἶνε καλὸς ὁ λαός μας, εὐγενικός, ἔ­χει ἀρετές, ἀλλὰ ἔμεινε ἀκαλλιέργητος καὶ ἔ­γινε γῆ χέρσα. Θέλει καλλιέργεια. Εἶνε κατάρα γιὰ ἕνα τόπο νὰ μέ­νῃ ἡ γῆ του ἀκαλλιέργητη· ἀλλὰ μεγαλύτερη κατάρα εἶ­νε ὅταν δὲν καλλιεργοῦνται οἱ ψυχές. Ἐπάνω στὶς ψυχὲς τῶν Ἑλλήνων, μικρῶν καὶ μεγάλων, πρέπει νὰ περάσουν τὰ τρακτὲρ τὰ πνευματικά, νὰ σκάψουν βαθειά, καὶ μετὰ νὰ πέσῃ ὁ πολύτιμος σπόρος. Ποιός εἶνε ὁ σπόρος ποὺ πρέπει νὰ πέσῃ στὴν ψυχὴ τοῦ παι­διοῦ, τοῦ νέου, τοῦ πλουσίου, τοῦ φτωχοῦ, τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ; Τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Εὐλογημένη ἡ ὥρα ποὺ ὁ γεωργὸς σπέρνει στὸ χωρά­φι, καὶ τρισευλογημένη ἡ ὥρα ποὺ ὁ κήρυκας παίρνει ἀπ᾽ τὴν ἀποθήκη τ᾽ οὐρανοῦ τὸν ἀνεκ­τίμητο σπόρο τοῦ εὐαγγελίου καὶ σπέρνει ὅπου ὑπάρχει ψυχὴ δεκτική. Δεύτερο λοι­πὸν εἶδος σπορᾶς εἶνε τὸ φύτεμα τοῦ θείου λό­γου στὸν ἀγρὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοὺς κήρυκες.
⃝ Ἀλλὰ θὰ μοῦ πῇ πάλι κάποιος ἄλλος· Ἐγὼ δὲν εἶ­μαι οὔτε γεωργὸς οὔτε ἱεροκήρυκας, γιὰ νὰ σπέρνω… Ὑπάρχει, ἀγαπητέ μου, καὶ ἕνα ἄλ­­λο τρίτο εἶδος σπορᾶς. Ποιό;
Εἶνε αὐτὴ ἀ­κρι­βῶς γιὰ τὴν ὁποία μιλάει σήμερα ὁ ἀπόστο­λος· εἶνε μία λέξι τόσο παρεξηγημένη στὴν ἐ­ποχή μας. Ἡ σπορὰ αὐτὴ εἶνε ἡ ἐλεημο­σύνη. Προσέ­ξτε ὅμως, γιατὶ ὑπάρχει ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ἐλεημοσύνη τοῦ διαβόλου. Δὲν μιλάω γι᾽ αὐτήν, γιὰ τὴν «ἐλεημοσύνη» ἐκείνων ποὺ πε­τοῦν λίγη στάχτη στὰ μάτια τῶν φτωχῶν τὰ Χριστούγεννα ἢ τὸ Πάσχα, ἐνῷ αὐ­τοὶ μεθοῦν καὶ διασκεδάζουν· ἢ ἐκείνων ποὺ ἐλεοῦν κατ᾽ ἀνάγκην, γιατὶ περνάει ὁ ἔρανος καὶ πρέπει κάτι τέλος πάντων νὰ ῥίξουν, ἢ γιὰ νὰ ξεφορτωθοῦν τὸ ζητιάνο ποὺ τοὺς ἐνοχλεῖ· ἢ ἐ­κείνων ποὺ δίνουν κάτι γιὰ νὰ γραφῇ τὸ ὄνομά τους στὶς ἐφημερίδες ἢ σὲ μαρμάρινη πλάκα καὶ νὰ τοὺς τιμοῦν· ἢ ἐκείνων ποὺ ἔχουν σκοποὺς σκοτεινούς, ἐλεοῦν τὴ χήρα γιὰ νὰ τὴν ἐκ­­μαυλίσουν καὶ τὸ ὀρφανὸ γιὰ νὰ τὸ ἐκμεταλλευθοῦν. Τέτοια ἐλεημοσύνη δὲν θέλει ὁ Θεός. Μιλάω γιὰ τὴ θεάρεστη ἐλεημοσύνη, γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἐλεεῖ ἄδολα, ἀπὸ ἀγάπη, καὶ μυστικά, εἴτε ἐκ τοῦ περισσεύματος εἴτε ἀκόμη περισσότερο ἐκ τοῦ ὑστερήματός του.
Γι᾽ αὐτὸν ποὺ κάνει τέτοια ἐλεημοσύνη τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα λέει, ὅτι αὐτὸς σπέρνει. Ποῦ σπέρνει; στὸν κόσμο τῶν φτωχῶν καὶ δυσ­τυχισμένων. Σπορὰ ἁγία, μεγαλειώδης. Ἀ­κούσατε τί εἶπε σήμερα γιὰ τὸν ἐλεήμονα αὐ­τὸν ὁ ἀπόστολος καὶ ὁ ψαλμῳδός· «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Β΄ Κορ. 9,9 = Ψαλμ. 111,9). Σκορπᾶνε οἱ υἱοὶ τοῦ διαβόλου (ὁ ἄσωτος, ὁ χαρτοπαίκτης, ὁ μοιχός, ὁ πόρνος), ἀλλὰ σκορπάει καὶ ὁ δίκαι­ος, τὸ παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Τὰ λεφτὰ ποὺ κρύβουν οἱ φιλάργυροι σὲ σεντούκια καὶ χρηματοκιβώτια ἢ τὰ μεταφέρουν στὴν Ἑλβετία, αὐτὰ –νὰ τὸ θυμᾶ­στε– ὄ­χι μόνο εἶνε ἄχρηστα ἀλλὰ καὶ θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ ὁ διάβολος θὰ τὰ ξεθάψῃ καὶ θὰ τὰ χρησι­μοποι­ήσῃ γιὰ κακοὺς σκοπούς του. Τὰ λεφτὰ αὐ­­τὰ θὰ γίνουν φίδια, εἶνε σὰν τριάκοντα ἀργύ­ρια Ἰ­ούδα, καταραμένα. Τὸ μό­νο χρῆμα ποὺ μέ­νει καὶ φέρνει τόκο καὶ ἐπιτόκιο, εἶνε αὐτὰ ποὺ δίνεις κρυφὰ ἐλεημοσύνη. Ἕνα δίνεις, ἑκατὸ θὰ σοῦ ἔρθουν. Εἶνε γραμμένο· «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύρι­ον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11).
⃝ Σᾶς ἔδειξα τὴν πρώτη σπορὰ τοῦ γεωργοῦ, τὴ δεύτερη σπορὰ τοῦ ἱεροκήρυκος, τὴν τρίτη σπορὰ τοῦ ἐλεήμονος ἀνθρώπου. Καὶ τώρα μιὰ ἄλλη σπορὰ ἀκόμη ἀνώτερη. Ποιά εἶνε αὐτή; Εἶνε κανεὶς ἐδῶ ἅγιος; Ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀνάξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Ἐμεῖς ὅλοι, καὶ παπᾶδες καὶ δεσποτάδες, καὶ πατριάρχες καὶ καλόγεροι, καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοί, καὶ ἀριστεροὶ καὶ δεξιοί, καὶ κόκκινοι καὶ πράσινοι καὶ ὅλων τῶν χρωμάτων καὶ ἀποχρώσεων, ὅ­λοι εἴμαστε ἁ­μαρτωλοί. «Πάντες ἐξεκλίναμεν, πάντες ἠχρειώθημεν» (῾Ρωμ. 3,12). Ἀφοῦ λοιπὸν εἴμα­στε ἁμαρτωλοὶ τί πρέπει νὰ κάνουμε; Ὅ,τι ἔ­κανε ὁ Δαυΐδ· ἔπεσε σὲ μεγάλα ἁμαρτήματα, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἔκλαιγε, ξυπνοῦσε τὴ νύχτα καὶ μού­σκευε τὸ προσ­κέφαλο καὶ τὸ στρῶμα του μὲ δά­κρυα· «ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω» (Ψαλμ. 6,7). Ὅλοι χύσαμε πολλὰ δάκρυα σ᾽ αὐτὴ τὴν «κοιλάδα (τοῦ) κλαυθμῶνος» (Ψαλμ. 83,7). Ποιός δὲν ἔκλαψε! Ἀλλὰ τὰ δάκρυα αὐτὰ εἶ­νε χαμένα. Μέσα στὸν ὠκεανὸ τῶν δακρύων, δῶστε μου μερι­κὰ ποὺ θὰ γίνουν διαμάντια! Ποιά εἶν᾽ αὐ­τά; Εἶνε τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, ἐκεῖ­να ποὺ πέφτουν μπροστὰ στὸν πνευματι­κὸ πατέρα ὅ­ταν ὁ ἁ­μαρτωλὸς γονατίζει καὶ ἐξομολογεῖται τ᾽ ἁ­μαρτήματά του. Τὸ δάκρυ ἐκεῖνο τὸ παίρνουν ἄγγελοι σὲ χρυσὸ δίσκο –δὲν εἶνε παρα­μύθι ἡ θρησκεία μας– καὶ τὸ ἀνεβάζουν στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ· κ᾽ ἐκεῖ ποὺ πέφτει τὸ δάκρυ ἐκεῖ­νο, γεμίζει ὁ παράδεισος ἀπὸ ἀμάραντα κρίνα καὶ τριαν­τάφυλλα. Ναί, ἀδελφοί μου.
⃝ Καὶ τώρα ἡ τελευταία σπορά. Ποιά εἶνε αὐτή; Εἶνε σπόρος Γεθσημανῆς, «ὡσεὶ θρόμβοι αἵ­μα­τος» (Λουκ. 22,44). Εἶνε ἐκεῖνο ποὺ ἔ­­κανε τὸ χριστιανισμὸ νὰ ῥιζώσῃ. Ποιό νομίζετε ἦταν; τὰ θαύματα, τὰ κηρύγματα, οἱ διδασκαλίες, ἡ φιλανθρωπία; Ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε τὸ δεντρὶ τῆς Ἐκκλη­σίας νὰ φουντώσῃ εἶνε τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων! Ἕνας διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπολογη­τὴς καὶ μάρτυρας, λέει, ὅτι τὸ αἷμα τῶν μαρτύ­ρων εἶνε ὁ σπόρος τῆς Ἐκκλησίας. Διαβάστε τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Ὅπου ἔπεφτε αἷμα μαρτύρων, ἐκεῖ καὶ δήμιοι ποὺ κρατοῦσαν ξίφη καὶ μαχαίρια, ἔπεφταν στὰ γόνατα καὶ ἔλεγαν· Κ᾽ ἐγὼ εἶμαι Χριστιανός! Ὅπου ἔπεφτε ἕνας μάρτυρας, πίστευαν πέντε, δέκα, ἑκατό, διακόσιοι, τρεῖς χιλιάδες μέσα εἰς τὸν κόσμο.

* * *

Ἀδελφοί μου, τελείωσα. Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει, ὅτι κάθε πρᾶγμα ἔχει τὸν καιρό του· «και­ρὸς τῷ παντὶ πράγματι»· ὑπάρχει καιρὸς σπο­ρᾶς καὶ καιρὸς θερισμοῦ» (βλ. Ἐκκλ. 3,1,17). Ὁ χρόνος ποὺ ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτὸν εἶνε καιρὸς νὰ σπείρουμε· εἶνε καιρὸς γεωργικῆς ἐργασίας ἀλλὰ καὶ καιρὸς ἀλληλεγγύης, ἐλεημοσύνης καλῶν ἔργων, καιρὸς μετανοίας καὶ δακρύ­ων, καιρὸς μαρτυρίας καὶ ἀγώνων. Ἂς ἐργασθοῦ­με, ἂς μιμηθοῦμε τοὺς ἁγίους καὶ μάρτυρες.
Ὁ ἅγιος Ἱλαρίων π.χ. (γιορτάζει στὶς 21 Ὀ­κτωβρί­ου) ἔσπειρε ἔλεος, διδαχή, δάκρυα. Ὅ­ταν ἔμεινε ὀρφανός, πούλησε ὅλη τὴν περιουσία ποὺ κληρονόμησε καὶ «ἐσκόρπισεν, ἔδω­κε τοῖς πένησι…». Μετὰ πῆρε ἕνα ῥαβδὶ ἱεραποστολικό, γύρισε χωριὰ καὶ πολιτεῖες, κήρυξε «Χριστὸν ἐσταυρωμένον, …Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (Α΄ Κορ. 1,23-25), καὶ ἔσπειρε στὶς ψυχὲς τὸ εὐαγγέλιο. Τέλος πῆγε καὶ βρῆκε τὸν ἅγιο Ἀντώνιο, κάθησαν μαζὶ στὴ σπηλιὰ καὶ ἔκλαψαν τ᾽ ἁμαρτήματά τους καὶ τοῦ κόσμου.
Ἂς σπείρουμε κ᾽ ἐμεῖς, γιὰ νά ᾽χουμε τὴν εὐ­λογία τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, τοῦ ἁγίου Ἱλαρίωνος καὶ ὅλων τῶν ἁγίων καὶ μαρτύρων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀντωνίου Περιστερίου – Ἀθηνῶν τὴν 21-10-1962. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 19-9-2013.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 63β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)