Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

Το σύνθημα το δικό μας ας είναι: ‘’ Όλοι εις τον ναόν’’.»


 ΕΣΥ Ο ΙΕΡΕΥΣ ΚΑΙ Ο ΛΑΪΚΟΣ ΚΑΝΕ ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟΝ π.ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΤΟΝ κ.ΘΕΟΚΛΗΤΟ! ΚΑΝΕ ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟΝ ΕΝ ΟΥΡΑΝΟΙΣ ΙΕΡΟΚΗΡΗΚΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΕ ΑΝΘΡΩΠΟ.


«Το σύνθημα του σατανά είναι: ‘’Έξω από την εκκλησίαν οι χριστιανοί’’. Το σύνθημα το δικό μας ας είναι: ‘’ Όλοι εις τον ναόν’’.» (π. Αυγουστίνος)

 

ΟΥΡΑΝΙΟ ΜΑΘΗΜΑ ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ

Η απουσία του π. Αυγουστίνου, σημειώνει ο συγγραφέας,  «γινόταν όλο και πιο αισθητή και μάλιστα κατά τις ημέρες των Χριστουγέννων»[1].

22 Ιουλίου 1947. Ο ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Γρεβενών  π. Αυγουστίνος Καντιώτης αποχαιρετά τον Μητροπολίτη και τους συνεργάτες του. Αν και «Ο ιεροκήρυκας κλήθηκε να υπηρετήσει σ’ άλλο μέτωπο, ως στρατιωτικός ιερέας πλέον», «δεν διέκοψε την επαφή του με το έργο σ’ αυτή την πόλη». Σαν τον απόστολο Παύλο «Μαζί με τις σοφές συμβουλές του ταχυδρομεί και ολόκληρα μαθήματα, που θα διδαχθούν στο Κατηχητικό Σχολείο. Εντυπωσιάζουν και σήμερα – σημειώνει ο συγγραφέας- για τη ζωντάνια και παραστατικότητα της εκφράσεως. Παραθέτω ενδεικτικά ένα ωραιότατο μάθημα για τον Εκκλησιασμό» (ΣΤΕΡΓΙΟΥ Ν. ΣΑΚΚΟΥ):

          «Το μάθημα σήμερον θα είναι περί εκκλησιασμού. Έχομεν ανάγκην του μαθήματος αυτού όχι μόνον διότι ενδέχεται-να το πιστεύσω;- άνθρωποι του σπιτιού μας να μας χλευάζουν και να μας ειρωνεύονται διότι εκκλησιαζομέθα ή και να μας εμποδίζουν από το ιερώτατον τούτο καθήκον, αλλά διότι πρέπει να εννοήσωμεν οπόσον μέγα προνόμιον είναι το να εκκλησιάζεταί τις και συνεπώς  όχι ως αγγαρείαν να θεωρώμεν τον εκκλησιασμόν, αλλά ως μίαν θείαν απόλαυσιν, ως μίαν εσωτερικήν αναβάπτισιν, να λέγωμεν δε μετά του Δαβίδ: ‘’Ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου, Κύριε των Δυνάμεων. Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου’’ (Ψα 83, 2-3).

       Ο Μέγας Αντώνιος είχε, μεταξύ πολλών μαθητών, και τον μακάριον Παύλον, όστις δια την ακακίαν του χαρακτήρός του ωνομάσθη ‘’απλούς’’.  Ο μαθητής αυτός έλαβεν από τον Κύριο το χάρισμα να βλέπη τας ψυχάς των ανθρώπων, όπως βλέπομεν ημείς τα σώματά των. Το βλέμμα του αγίου τούτου ανθρώπου, καθαρισμένον από την πνοήν του Παναγίου Πνεύματος, έβλεπε τα βάθη των καρδιών. Δεν ήτο βέβαια καρδιογνώστης, διότι εις και μόνον γνωρίζει καταλεπτώς την καρδίαν μας, ο Κύριος. Πάντως όμως έβλεπε και διέκρινεν εν γενικαίς γραμμαίς των ανθρώπων την πνευματικήν κατάστασιν.

         Κάποτε, λοιπόν, ο άγιος αυτός άνθρωπος –ο απλούς Παύλος- εκάθισεν έξω από μίαν εκκλησίαν και εκεί παρετήρει τους ανθρώπους –άνδρας, γυναίκας, παιδιά- που εισήρχοντο εις τον Ι. Ναόν δια να προσευχηθούν. Είχον όλοι την ψυχήν λευκήν και ο άγγελος των γεμάτος χαρά συνώδευεν αυτούς εντός των Ι. Ναών.  Τα έβλεπε ο άγιος και έχαιρε και εδόξαζε τον Θεόν, διότι τοιούτους χριστιανούς είχεν η Εκκλησία του Χριστού. Αλλά αίφνης ο άγιος ταράσσεται! Κάτι βλέπει. Ό,τι είδε ήτο φοβερόν. Ένας άνθρωπος ηγωνίζετο να εισέλθη εις τον Ι. Ναόν. Είχε μαύρην την ψυχήν. Δαίμονες δεξιά και αριστερά τον ημπόδιζον να εισέλθη εις τον Ι. Ναόν. Ο άνθρωπος επάλαιε. Ο άγγελος του μακράν ιστάμενος τον προέτρεπε, τον παρεκάλει να εισέλθη.  Επί τέλους ο άνθρωπος ούτος ενίκησεν! Εισήλθεν εις τον Ι. Ναόν.

       Ο άγιος καθ’ όλον το διάστημα που ήσαν εντός του Ι. Ναού οι χριστιανοί ίστατο έξω εις το προαύλιον του Ι. Ναού και έκλαιεν, έκλαιεν δια εκείνον που είχε μαύρην την ψυχήν. Θεέ μου, έλεγε, τι άραγε αμάρτημα έκαμεν ο άνθρωπος αυτός δια να έχη μαύρην την ψυχήν; Ω! τον δυστυχή! Και τι θα τον ωφελήση ο εκκλησιασμός; Και ο άγιος έκλαιε, διότι οι άγιοι πενθούν, δεν κλαίουν μόνον δια τα ιδικά τους αμαρτήματα, αλλά κλαίουν και πενθούν και δια τα αμαρτήματα των άλλων (δι’ αυτό και θα αξιωθούν του μακαρισμού του κυρίου: ‘’Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται’’). Έκλαιεν ο άγιος.  Ο λειτουργών εν τω Ι, Ναώ έκαμεν Απόλυσιν, οι χριστιανοί έλαβον από το χέρι του ιερέως το αντίδωρον και εξήρχοντο τώρα του Ι. Ναού. Εξήρχοντο. Ήσαν λευκοί όπως και πριν, αλλά το μάτι του αγίου ανεζήτει εκείνον, όστις είχεν εισέλθει με μαύρην την ψυχήν. Θεέ μου! Τι είναι εκείνο που βλέπει τώρα ο άγιος; Η ψυχή του ήτο τώρα λευκή ως η χιών. Το πρόσωπό του ήστραπτεν από την χάριν του Θεού. Ο άγγελός του έχαιρεν. Οι δαίμονες ελυσσούσαν από την μοχθηρίαν των, ο ουρανός εγέλα, ο άδης έκλαιε. Μία ψυχή είχε σωθή. Εις αμαρτωλός έγινε τέκνον του Θεού!

        Πως το θαύμα; Ιδού η απορία του αγίου. Καλεί τους χριστιανούς εις τον Ι. Ναόν, αναβαίνει εις τον άμβωνα. Εξιστορεί το γεγονός πως είδε τον άνθρωπον εκείνον, όταν εισήρχετο εις τον Ναόν, και πως τον είδε, όταν εξήρχετο. Και απευθυνόμενος προς τον χριστιανόν αυτόν τω λέγει: ‘’Αδελφέ, ήσουν μαύρος όπως ο αιθίοψ (αράπης). Τώρα είσαι λευκός ως ο άγγελος.  Πως συνέβη το θαύμα αυτό; Ιδού εγώ καταβαίνω από τον άμβωνα και ελθέ, ομίλησε τώρα συ προς ημάς. Πως συνέβη το θαύμα; Λέγε, κήρυττε το μεγαλείο του Θεού μας. Μη κρύπτης το χάρισμα’’.

      Συντετριμμένος τώρα ο ανακαλυφθείς αναβαίνει εις  τον άμβωνα και με δάκρυα εις τα μάτια λέγει προς το εκκλησίασμα τα εξής σπουδαιότατα: ‘’ Εγώ ήμην, αδελφοί, ένας άνθρωπος πολύ αμαρτωλός. Έτη πολλά υπηρέτησα τον διάβολον. Ως χοίρος και κάτι χειρότερον εκυλιόμην εις την λάσπην της πλέον βρωμεράς αμαρτίας. Αλλά μίαν ημέρα – δηλαδή σήμερον- ευλογημένος να είναι ο Κύριος. Καθώς επερνούσα από την Εκκλησίαν, κάτι πολύ δυνατόν με τραβούσε προς την εκκλησίαν. Ησθάνθην μεγάλην αγωνίαν, έως ότου εισέλθω, αλλά επί τέλους εισήλθα. Εκείνην την στιγμήν ο ψάλτης εδιάβαζε τον Προφήτην Ησαΐαν: ‘ Λουσθήτε. Καθαρισθήτε. Βγάλατε από μέσα από την καρδίαν σας το κακόν. Φυτεύσατε το καλόν. Και σας υπόσχομαι εγώ, ο Κύριός σας, εάν αι ψυχαί σας είναι βαμμέναι από την αμαρτίαν, κόκκιναι από το αίμα, εγώ θα σας πλύνω και θα γίνουν λευκότεραι από το χιόνι. Εάν με ακούσητε, τα αγαθά της γης φάγεσθε…’ (Ησαΐας 1, 16-20). Α! Δι’ εμέ τα λέγει ο Θεός –είπα μέσα μου-, εμέ προσκαλεί ο προφήτης να μετανοήσω. Η καρδία μου συνετρίβη. Το δάκρυ ήλθεν εις τα μάτια μου. και ευρισκόμενος μέσα εις τον Ι. Ναόν έδωκα ενώπιον του Θεού και Αγγέλων μυστικήν την υπόσχεσιν ότι του λοιπού την ζωήν μου θα αφιερώσω εις την λατρείαν του Θεού. Αδελφοί, δοξάσατε τον Θεόν, διότι, όπως είδς ο άγιος του Θεού άνθρωπος, ο Θεός δεν με απεδοκίμασεν. Ήκουσε την προσευχή μου. Εδέχθη την μετάνοιάν μου. Και ήδη η ψυχή μου καθαρίζεται. Εξομολογούμαι δημοσίως τα αμαρτήματά μου. Ζητώ την συγχώρησιν της Εκκλησίας, το έλεος του Θεού…».

       Αυτό είναι το διήγημα. Τα δε διδάγματά του, βγαίνουν μόνα των, αγαπητά μου παιδιά. Ο ναός του Χριστού, τον οποίον ζητούν να κρημνίσουν οι κοσμικοί του αιώνος μας, τον οποίον μισούν οι άπιστοι των ημερών μας, ω, αυτός ο ναός –το μικρότερον εκκλησάκι- είναι το εργοστάσιον της Αγίας τριάδος, μέσα εις το οποίον γίνονται θαύματα κυριολεκτικώς, γίνονται νεκραναστάσεις. Τα βλέπουν μόνον οι άγγελοι και όσοι έχουν τα όμματα της ψυχής ενός οσίου Παύλου.

      Το σύνθημα του σατανά  είναι: ‘’Έξω από την εκκλησίαν οι χριστιανοί’’. Το σύνθημα το δικό μας ας είναι: ‘’ Όλοι εις τον ναόν’’. Πάς όστις μας συμβουλεύει, πατέρας, μητέρα, αδελφός και οισδήποτε άλλος, να μη εκκλησιαζώμεθα πράττει έργον σατανά. Δεν θα τον ακούσωμεν. Διότι εις τα τοιαύτα ζητήματα πρέπει να έχωμεν υπ’ όψιν τον θείον κανόνα ‘’πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις’’ (Πραξ 5,29).

      Εις τον ναόν, λοιπόν, τας Κυριακάς και τας μεγάλας εορτάς της πίστεως. Εις τον ναόν, αγαπητά μου παιδιά! Εκεί ανοίγετε την καρδίαν σας προς τον Κύριον και κοντά εις τας άλλας κατανυκτικάς προσευχάς σας υπέρ της ειρηνεύσεως του κόσμου προσθέσατε και ταύτην την μικράν προασευχήν:  ‘’Θεέ μας, ελέησον και τον αμαρτωλόν Αυγουστίνον. Υπέρ του ονόματός Σου εργάζεται. Ελέησέ τον…’’.  Θα είναι τούτο δι’ εμέ μία θεία ενίσχυσης.

Με αγάπην Χριστού

ο Διδάσκαλός σας

Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης»

 

Δημήτριος Β. Εμμανουήλ, Ιεροψάλτης

Πτολεμαΐδα 21 Δεκεμβρίου 2020

 

[1] «Αναφορά ευγνωμοσύνης», ΣΤΕΡΓΙΟΥ Ν. ΣΑΚΚΟΥ, ΕΚΔΟΣΗ: Ο.Χ.Α. «Η ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ», Β’ έκδοση: Γρεβενά 2011, Σελ. 214-219