(ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ)
Προς Αρχιμ. Αθανάσιο Κολλά (Ι. Μ. Δημητριάδος)
ΜΕΡΟΣ Α΄
Δημοσιεύθηκε
άρθρο σας (ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 14/03/21 - Βόλος) με τίτλο: «Ο “εκπειρασμός του Θεού” και
“η επιδημία του Κορονοϊού της αμφισβήτησης και απείθειας” στην Εκκλησία».
Στο
άρθρο υπάρχουν εκτεταμένες πνευματικές αλλοιώσεις – παρερμηνείες Γραφικών
εδαφίων, Πατερικών διδαχών και διαχρονικών εκκλησιολογικών θέσεων της
Εκκλησίας.
Α.
Γράφετε περί Εκκλησίας και Ποιμένων:
«Η Εκκλησία είναι μία θεανθρώπινη κοινωνία που έχει πνευματική ηγεσία και «ηγουμένους», τους οποίους οι πιστοί πρέπει να αναγνωρίζουν και να σέβονται και στους οποίους πρέπει να «πείθονται και να υπακούουν», όπως συμβουλεύει ο μέγας Απόστολος Παύλος (Εβρ. 13,17), ώστε να υπάρχει ενότητα».
Απάντηση: Παραλείψατε τη
συνέχεια του εδαφίου, που είναι «αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών…».
Η
θέληση για υπακοή στους ποιμένες έχει, όμως, και ορισμένες προϋποθέσεις.
Αναφέρω (ενδεικτικά) τη διδασκαλία δύο Πατέρων, του Αγ. Ιωάννη του Χρυσοστόμου
και του Αγ. Ιγνατίου του Θεοφόρου, που διαθέτουν στον εκκλησιολογικό πυρήνα
τους γνήσια Ορθοδοξία-ορθοπραξία. Στην πραγματικότητα τριών Πατέρων,
συμπεριλαμβανομένης και της ερμηνείας του Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, από το
βιβλίο περί «Συνεχούς Θ. Μεταλήψεως».
-
Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Ανωτέρω ειπών (ο Παύλος εννοεί), «ων αναθεωρούντες
την έκβασιν της αναστροφής, μιμείσθε την πίστιν», τότε είπε, πείθεσθε τοις
ηγουμένοις υμών και υπείκετε. Τι ουν φησιν, όταν πονηρός ή, να μη πειθώμεθα;
πονηρός, πώς λέγεις; ει μεν πίστεως ένεκεν, φεύγε και παραίτησαι, μη
μόνον αν άνθρωπος ή, αλλά καν Άγγελος εξ ουρανού κατιών. Ει δε βίου ένεκεν,
μη περιεργάζου».
Απόδοση
νοήματος (Αγ. Νικοδήμου):
«Η
αιτία, δι’ ην τούτο είπεν ο Παύλος, είναι αυτή. Επειδή και παραπάνω είπε δια
τους ηγουμένους ταύτα τα εγκώμια. Ήγουν∙ αυτών των ηγουμένων βλέποντες τα καλά
αποτελέσματα της εναρέτου πολιτείας και σύστησεν ότι είναι ορθοί κατά πάντα,
τότε είπε∙ πείθεσθε, εις τους ηγουμένους και προεστώσας σας και υποτάσσεσθε εις
αυτούς. Αλλά μου αποκρίνεσθε∙ αν είναι κακός και δεν πειθώμεθα, τι έχομεν να
γίνομεν; Κατά τι λέγεις ότι είναι κακός ο προεστώς σου; ει μεν είναι σφαλερός
κατά την πίστιν, φεύγε και παραίτησαί τον, όχι μόνο αν είναι άνθρωπος, αλλά καν
Άγγελος είναι από τον ουρανόν∙ ει δε και είναι σφαλερός εις την πολιτείαν και
τα έργα του, με περιεργάζεσαι». Συνιστά δηλ. ο Ι. Χρυσόστομος ανυπακοή στους
αιρετικούς ποιμένες.
Ο
δε Αγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος τονίζει: «πας ο λέγων παρά τα διατεταγμένα, καν
αξιόπιστος ή, καν νηστεύη, καν παρθενεύη, καν σημεία ποιή, καν προφητεύη, λύκος
σοι φαινέσθω εν προβάτου δορά, προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος»
Απόδοση
νομήματος (Αγ. Νικοδήμου):
«Ήγουν∙
όστις λέγει έξω από εκείνα όπου προστάζει ο Θεός, καν αξιόπιστος είναι, καν
νηστεύη, καν ασκητεύη, καν θαύματα κάμνη, καν προφητεύη, ας σου φαίνεται ως
ένας λύκος, ο οποίος ενδεδυμένος με δέρμα προβάτου, φθείρει και αφανίζει τα
πρόβατα».
Συνιστά
και ο Αγ. Ιγνάτιος απομάκρυνση (Αποτείχιση) από τους αιρετικούς ποιμένας και
όχι υπακοή σ’ αυτούς, όπως εσείς θέλετε υπακοή στους οικουμενιστές επισκόπους,
που διέσπασαν την Ορθόδοξη ενότητα με την ψευδοσύνοδο της Κρήτης.
Β.
Ως «εκπειρασμό του Θεού» χαρακτηρίζετε τη μη χρήση Μάσκας εντός του Ι. Ναού.
Επικαλείσθε
τα εξής χωρία – διδασκαλίες:
α)
«ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου» (Δευτ. 6,16)
β)
«Μηδέ εκπειράζωμεν τον Χριστόν» (Α΄ Κορ. 10,9)
γ)
«Πειράζει δε Θεόν, ο δίχα λογισμού ριψοκινδύνως τι πράττων» του Θεοδ. Κύρου.
Απαντήσεις: Ο π. Ιωήλ
Γιαννακόπουλος στην ερμηνεία του στην Π. Διαθήκη, τονίζει: «Πειράζω τον Θεό
σημαίνει έχω αμφιβολία περί αυτού και ζητώ απόδειξιν της δυνάμεώς του».
Οι
πιστοί Ορθόδοξοι, που επιθυμούν ανοιχτούς Ι. Ναούς χωρίς Μασκοφορία, έχουν –
εδώ και αιώνες – άπειρες αποδείξεις της δυνάμεως του Θεού.
Δεν
έχουμε καμμία αμφιβολία.
Μία
διευκρίνιση είναι αναγκαία σε τούτο το σημείο. Δεν συμφωνούμε με τον
απερίσκεπτο χαρακτήρα ορισμένων ενεργειών, που αγγίζουν ή την επικίνδυνη
αστειότητα ή την «αυτοκτονική» διάσταση.
Για
παράδειγμα, δεν εγκρίνουμε τον «γύρο του θανάτου» με οχήματα, ως εργασιακή
αθωότητα – αναγκαιότητα.
Στα
καθημερινά φαινόμενα, φυσικά και κοινωνικά, που εξαρτώνται από γνωστές και
άγνωστες μεταβλητές, πολυπληθείς και πολυσύνθετες, η συνειδητοποίηση της
αβεβαιότητας για την έκβαση των φαινομένων αυτών, θα είχε δημιουργήσει μέγιστο
βιωματικό πρόβλημα ανασφάλειας, που θα οδηγούσε σε ακραίες- αυτοκτονικές
διαθέσεις τους ανθρώπους, αν δεν υπήρχε εκ Θεού το «αίσθημα ασφαλείας», που απ’
αρχής δωρίζει ο Θεός στον άνθρωπο με την γέννησή του.
Η
Λειτουργική συμμετοχή του πιστού στον Ι. Ναό χωρίς Μάσκα, δεν συνιστά μια
απερίσκεπτη, με αυτοκτονική διάσταση, ενέργεια, όπως τονίζει η ορθολογιστική
λογική και υιοθετεί η «ιερατική» σκέψη. Είναι καθαρά θέμα πίστεως,
χαρακτηριστικό και προϋπόθεση της Θ. Λειτουργίας, η εμπιστοσύνη στο Χριστό.
Στον
Ι. Ναό και στις ακολουθίες του, δεν σκοτεινιάζει το ανθρώπινο πνεύμα, δεν
αδυνατίζει η κριτική δύναμη, δεν αγνοεί ο άνθρωπος τις δύσκολες πραγματικότητες
της ζωής. Αντίθετα, επιβεβαιώνει μέσα του τις Χριστοκεντρικές εμπειρίες, τις
πραγματικότητες της Ορθοδοξίας, τα θαύματα της Εκκλησίας.
Επικαλείσθε
το εδάφιο (Δευτ. 6,16), π. Αθανάσιε, χωρίς την καταληκτική συνέχειά του, δηλ:
«Ου εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου, ον τρόπον εξεπειράσατε εν τω πειρασμώ».
Η
αναφορά του Χριστού (Δευτ. 6,16) εντοπίζεται εις την περιοχή Ραφιδείν (Έξοδος
17, 1-7), όπου: «ελοιδορείτο ο λαός προς Μωϋσήν λέγοντες∙ δος ημίν ύδωρ, ίνα
πίωμεν, και είπεν αυτοίς Μωϋσής∙ τι λοιδορείσθε μοι και τι πειράζετε Κύριον;».
«Και
επωνόμασε το όνομα του τόπου εκείνου πειρασμός και λοιδόρησις, δια την
λοιδορίαν των υιών Ισραήλ και δια το πειράζειν Κύριον λέγοντας∙ τι εστι
Κύριος εν ημίν ή ου».
Αυτό
το πειρασμικό ερώτημα διατυπώνουν με τη στάση τους οι Μασκοφορούντες εντός του
ιερού χώρου του Ναού δηλ. «Είναι ο κύριος μαζί μας ή όχι μέσα στον Ναό;», λες
και το αγνοούν τόσες χιλιάδες χρόνια.
Οι
Ισραηλίτες «δίχα λογισμού» και «ριψοκινδύνως» εκπείρασαν τον Θεόν, μη
λαμβάνοντες υπ’ όψιν τις παλαιότερες αγαπητικές επεμβάσεις του Θεού στη πορεία
τους.
Όλες
οι περιπτώσεις «εκπειρασμού» του Θεού υπό των Ισραηλιτών, έχουν ως πνευματική
βάση την αποστασία, την ασέβεια και την αγνωμοσύνη εις τον Θεόν (βλέπε
ερμηνείες Π. Τρεμπέλα).
Οι
Ισραηλίτες ενοχοποιήθηκαν – αμάρτησαν, διότι εξέφρασαν ολιγοπιστία, γογγυσμό,
λοιδορία και ασέβεια στο Θεό.
«Αλλά
από του Κυρίου μη αποστάται γίνεσθαι» (Αριθ. 14,7-19).
Συμβαίνει
το ίδιο, π. Αθανάσιε, στους πιστούς που επιθυμούν ανοιχτούς τους Ι. Ναού και
όχι Μασκοφορία; Ασφαλώς όχι!
(συνεχίζεται)
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ