Η θέωση τοῦ ἀνθρώπου κατά τή διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου
Τῇ Β΄ Κυριακή τῶν νηστειῶν γιορτάζουμε τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Ἔζησε σέ μία ἐποχή μέ πολλές ἰδεολογικές συγχύσεις. Ξεκίνησε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, μεγάλωσε στά ἀνάκτορα κοντά στόν αὐτοκράτορα, σπούδασε φιλοσοφία καί ἔμαθε καλά τήν ἔξωθεν σοφία, ἀλλά ἐπειδή ἦταν παιδί εὐλαβοῦς οἰκογένειας καί ἐπειδή ἀγαποῦσε τόν Θεό δέν ἤθελε νά παραμείνει μέσα στά ἀνάκτορα, παρά τίς πολλές πιέσεις, καί ἀσπάσθηκε τόν ἀσκητικό βίο καί τή μοναχική ὁδό.
Πῆγε στό Ἅγιο Ὄρος ὅπου ἔζησε σέ πολλά μέρη του. Στή μονή Βατοπαιδίου πῆρε τό μέγα σχῆμα τῶν μοναχῶν καί ἐν συνεχείᾳ λόγῳ τῶν περιπετειῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Τότε φάνηκε μιά αἵρεση πού ἔλεγε ὅτι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶναι μετοχή στή Θεία Χάρη ἀλλά μία πρόοδος φιλοσοφική καί ἀνθρωποκεντρική. Οἱ ἄνθρωποι πού ἦταν ἐναντίον τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἦταν κοσμικοί φιλόσοφοι οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν τήν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου σάν ἕνα ἁπλό ἠθικό γεγονός μέσα ἀπό τή λογική καί τόν στοχασμό, δοσμένο ἀπό τόν Θεό χωρίς νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος κάποια οὐσιαστική μετοχή μέσα σέ αὐτή τήν κατάσταση.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μαζί μέ ὅλους τούς σύγχρονούς του ὀρθοδόξους Πατέρες ἀγωνίστηκε ἐναντίον αὐτῆς τῆς αἵρεσης. Εἶπε ὅτι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μετοχή στίς ἄκτιστφες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος κατ’ ἀλήθεια θεώνεται καί ἁγιάζεται. Αὐτό δέν εἶναι ἕνα ἠθικό γεγονός πού ἐξαρτᾶται ἀπό τίς ἰδέες καί τή φιλοσοφία, ἀλλά ἕνα ὀντολογικό γεγονός πού ἀγκαλιάζει ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔβαλαν νά ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ τή Β΄ Κυριακή τῶν νηστειῶν ὄχι τόσο γιά νά τιμήσουμε τόν Ἅγιο, ἀλλά γιά νά δοῦμε τή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου, γιατί ἡ διδασκαλία του εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας καί εἶναι βασική προϋπόθεση νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θεώνεται. Δίδασκε λοιπόν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό ἔχει ἕνα συγκεκριμένο ἀποτέλεσμα, ὅτι φτάνει ὁ ἄνθρωπος διά τῆς Θείας Χάριτος νά γίνει ἕνα μέ τόν Θεό. Ὄχι μέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ βέβαια ἀλλά μέ τίς ἐνέργειές Του καί γίνεται πραγματικά φίλος τοῦ Θεοῦ καί τέκνο του καί ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔδινε λοιπόν ξεκάθαρο στόχο στόν πνευματικό ἀγώνα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Ἐπίσης, ἔλεγε ὅτι αὐτό τό τέρμα ἐξαρτᾶται ἀπό δυό παράγοντες: ἀπό τόν ἀνθρώπινο καί τόν Θεῖο παράγοντα. Δηλαδή, γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά φτάσει στή Θέωση , τόν ἁγιασμό καί νά γίνει πραγματικά μέλος Χριστοῦ πρέπει ὁπωσδήποτε νά τό θελήσει ὁ ἄνθρωπος. Ἄν δέν θελήσει δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτα. Πρέπει νά καταβάλει τό ἀνθρώπινο καί αὐτή τή θέληση νά τή θέσει σέ πρακτική ἐφαρμογή ἀγωνιζόμενος διά τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων καί μεθόδων πού μᾶς παρέδωσε ἡ Ἐκκλησία μας. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο σκέλος.
Τό ἄλλο βασικό εἶναι ὅτι ἔστω κι ἄν ὁ ἄνθρωπος θέλει καί κάνει ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτόν εἶναι ἀπαραίτητο νά συνυπάρχει ἡ Θεία Χάρις. Ἀνθρώπινη προαίρεση καί ἐργασία μαζί μέ τή Θεία Χάρη ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στή θέωση. Τό πρόβλημα ἦταν, ὅπως ἴσως εἶναι καί σήμερα, τό νά ἐμφανίζεται ἡ Ἐκκλησία σάν ἕνας χῶρος ἰδεολογικός καί φιλοσοφικός καί νά παρουσιάζεται ἡ ἐν Χριστῷ ζωή σάν μία ἠθική τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδή, νά γίνει ὁ ἄνθρωπος καλός ἄνθρωπος, νά μήν κάνει ἁμαρτίες, νά μήν εἶναι κακός καί νά εἶναι ἁπλά πάρα πολύ καλός. Αὐτό πολλές φορές ἀκουγόταν καί τό ἀκοῦμε καί μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Διδάσκονταν τά παιδιά στό κατηχητικό καί στήν Ἐκκλησία ὅτι μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας βρίσκονταν γιά νά γίνουν καλοί ἄνθρωποι, ὅπως τούς θέλει ἡ κοινωνία. Δέν γινόταν ποτέ λόγος γιά τόν ἁγιασμό καί τή θέωσή του. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἔβγαλαν ἀπό τό Εὐαγγέλιο τή Θεία Χάρη καί τό ἔκαναν ἕνα ἀνθρώπινο σύστημα καθαρά ἰδεολογικό, σάν νά εἶναι ἡ Θεία Χάρις κάτι τό ἀόριστο πού δέν ὑπάρχει καί ὑπάρχει μόνο ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καί ὅποιος τηρεῖ τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καί τίς ἀρχές του αὐτός μπορεῖ νά γίνει ἕνας καλός χριστιανός, ἕνας «καθώς πρέπει» ἄνθρωπος. Δέν κατανοοῦν τήν ὀρθόδοξο ἀσκητική μεθοδολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, δέν κατανοοῦν γιά ποιό λόγο νηστεύουμε. Θεωροῦν ὅτι ἔτσι ἀποκτοῦμε χαλύβδινο χαρακτήρα ἤ κόβουμε μερικά κακά ἐλαττώματα. Δέν κατανοοῦν γιατί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει μεγάλες ἀκολουθίες, ἀγρυπνίες. Ἀρκοῦνται στό νά γίνει μία συνάντηση, νά πεῖ ὁ καθένας τίς ἰδέες του καί τίς ἀπόψεις του γύρω ἀπό ἕνα θέμα ἀλλά πουθενά λόγος περί ἀσκητικῆς ζωῆς. Ὑπάρχει ὅλη αὐτή ἡ νοοτροπία πού ἐμφανίζει τήν Ἐκκλησία σάν ἕνα σύστημα ἰδεῶν πού πρέπει νά εἶναι τό καλύτερο γιατί πρέπει νά ἀντιμετωπίσει τίς ἰδεολογίες τοῦ ἀθεϊσμοῦ, τοῦ ὑλισμοῦ κ.ἄ καί νά κάνει πολεμική καί ἀπολογητική ἐναντίον τῶν ἄλλων συστημάτων καί ἰδεολογιῶν. Ἔτσι πέσαμε σέ μία περιπέτεια πνευματική, γιατί δέν γνωρίζαμε τή διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς ἐκκλησίας μας. Εὐτυχῶς ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρέμεινε στή διδασκαλία τῶν Ἁγίων παρά τίς δοκιμασίες καί τά ἐρωτηματικά.
Λέγονταν πολλά τότε περί ἐκσυγχρονισμοῦ καί ἀνανέωσης τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ δέν ἀντιλαμβάνονταν ὅτι ὁ κόσμος πρέπει νά γίνει ἐκκλησία καί ὄχι τό ἀντίστροφο. Ἡ Ἐκκλησία προσλαμβάνει τόν κόσμο καί τόν μεταμορφώνει, τόν κάνει Ἐκκλησία. Δέν εἶναι ἕνα σύστημα κοσμικό πού καλεῖται νά ἐκσυγχρονιστεῖ, γιά νά ἀπαντήσει στό ὅ,τι ἀπασχολεῖ τόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Ἡ Ἐκκλησία ἀπαντᾶ μέσα στούς αἰῶνες στό καίριο πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, πρόβλημα τό ὁποῖο ἔζησε καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Καί στήν Ἐκκλησία μέ τή διδασκαλία του μποροῦμε νά ἀπαντήσουμε στόν σύγχρονο ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ζητᾶ ἀπό τήν Ἐκκλησία κάτι τό οὐσιαστικό.
Ὁ Ἅγιος εἶπε πώς ἄν δέν ὑπάρχει ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ὁ ἄνθρωπος δέν σώζεται ἀφ’ ἑαυτοῦ του, δέν σώζεται μέ τίς ἰδέες, τά ἰδανικά καί τίς ἀξίες καί τά ἠθικά πρότυπα. Σώζεται ὅταν ἀγωνιστεῖ πνευματικά καί ἔχει γνώση ὅτι αὐτός ὁ ἀγώνας πού κάνει εἶναι ἕνα μέσο, μία μέθοδος ἡ ὁποία τόν ὁδηγεῖ στό νά ἔρθει σέ ἄμεση ἐπαφή μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτή ἡ Χάρις δέν εἶναι κάτι τό ἄπιαστο καί ἀόριστο ἀλλά εἶναι συγκεκριμένη ἐνέργεια. Ὅπως π.χ ἕνα φωτιστικό ἄν καί ἔχει ὅλα ὅσα χρειάζεται γιά νά λειτουργήσει, λάμπες, σύρματα, ἐάν δέν ἑνωθεῖ μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἠλεκτρικοῦ ρεύματος δέν παράγει φῶς. Τά μέν ὑλικά στοιχεῖα εἶναι ὅσα κάνει ὁ ἄνθρωπος: οἱ νηστεῖες, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ προσευχές, οἱ γονυκλισίες καί γενικά ὅλα ὅσα περιλαμβάνει ἡ ἀσκητική πολιτεία, ἀλλά ἡ ἐνέργεια πού παράγει φῶς εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἶναι συγκεκριμένη μέσα στήν Ἐκκλησία. Εἴμαστε πολύ εὐτυχεῖς γιατί παρέμεινε ἡ ἐμπειρία τῆς ἐνέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἄν δέν εἴχαμε αὐτή τή γνώση καί ἐμπειρία, τί θά λέγαμε σήμερα στούς νέους, νά γίνονται ἠθικοί ἄνθρωποι καί καλά παιδιά; Σήμερα ὑπάρχει πλῆθος δυνατῶν ἐμπειριῶν πού ἀλλοιώνουν ὅλο τό εἶναι τους.
Γιά νά μπορέσει νά σταθεῖ ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται μία ἐμπειρία πιό δυνατή ἀπ’ ὅλες τίς ἄλλες, ἕνα φῶς ἰσχυρότερο ἀπό τά ἄλλα φῶτα. Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία σήμερα εἶναι στήν πλεονεκτική θέση νά παρουσιάζει σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους μία φοβερή ἐμπειρία, τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὅταν λέμε θέωση δέν ἐννοοῦμε νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος στό σημεῖο νά ἐπιτελεῖ θαύματα ἤ νά φτάσει ὅπως ἐμεῖς φανταζόμαστε, στήν κατάσταση τῶν Ἁγίων.
Στόν ἄνθρωπο ἀρχίζει νά ἐνεργεῖ μέσα του τό μυστήριο τῆς θεώσεώς του ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἀρχίζει νά στρέφεται ἐν μετανοίᾳ στόν Θεό. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος θά σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί θά πεῖ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό», ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα ἀρχίζει νά ἐνεργεῖται μέσα του τό μυστήριο τῆς σωτηρίας του. Δέν εἶναι δυνατό ὁ ἄνθρωπος νά ἐπικαλεστεῖ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί νά μήν ἐπιτελεστεῖ μέσα του μία ἀλλοίωση, μία ἐνέργεια. Μπορεῖ πολλές φορές ἡ καρδιά μας νά μήν αἰσθάνεται τίποτα, νά’ ναι σκληρή. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν ἐνεργεῖ τό μυστήριο τῆς προσευχῆς.
Ὁ Ἁγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς βίωσε αὐτό τό σκότος τῆς ὕπαρξής του, μπῆκε σ’ αὐτόν τόν ἀγώνα καί ἔζησε γιά ἕνα διάστημα τῆς ζωῆς του τό τί σημαίνει νά εἶσαι μακράν τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδία σου νά κινεῖται σ’ ἕνα σκότος καί νά εἶναι σκληρή σάν πέτρα. Γι’ αὐτό τόν λόγο γράφει στόν βίο του ὅτι γιά μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς του θρηνοῦσε ἀπαρηγόρητα καί ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισον μου τό σκότος». Αὐτή ἦταν ἡ ἀδιάλειπτος προσευχή του μέσα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του, γιατί ἦταν τό βίωμα καί ἡ ἐμπειρία του.
Οἱ Ἅγιοι πρῶτα βίωσαν τό σκότος σ’ ὅλη τήν ἔντασή του καί ζώντας αὐτό τό σκότος ἐβίωσαν τή νοσταλγία τοῦ φωτός. Καί αὐτό τό φῶς δέν εἶναι κάτι τό ἠθικό πού βγαίνει μέσα ἀπό τίς διδασκαλίες, ἀλλά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. «Ἐγώ εἰμί τό Φῶς τοῦ κόσμου». Ἔτσι ὅταν αὐτός ἔλεγε «φώτισόν μου τό σκότος»ζητοῦσε τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ὁ Δαβίδ χιλιάδες χρόνια πρίν ἔλεγε: «Πότε Θεέ μου, θά ρθεῖς νά δῶ τό φῶς τοῦ προσώπου Σου; Δέν μέ ἐνδιαφέρουν οἱ ἰδέες σου καί ὅ,τι εἶπες, ἐμένα μέ ἐνδιαφέρεις πρωτίστως Ἐσύ ὁ ἴδιος». Πρέπει νά καταλάβουμε τό πόσο σημαντικό εἶναι ὄχι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά αὐτός πού εἶπε τή διδασκαλία, αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Αὐτό ἔζησαν οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι πῆραν τή διδασκαλία γιά νά τούς βοηθήσει νά φτάσουν στόν Χριστό. Ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ ὑπερβήθηκαν οἱ ἐντολές καί οἱ διδασκαλίες καί ἔμεινε μόνο ἕνα πράγμα μές στόν ἄνθρωπο. Μένει ἡ ἀγάπη, αὐτή ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο σέ μία ἀπόλυτη ἀγαπητική σχέση.
Ὁ Ἁγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς ἔδειξε αὐτό τό τέρμα καί αὐτή τή μέθοδο καί μᾶς εἶπε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπαίνει καί ἀρχίζει ἀπό τήν πρώτη στιγμή νά ἐφαρμόζει στή ζωή του τήν ἀσκητική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πού σημαίνει τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἀγωνίζεται νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ταυτόχρονα ἔχει καί μία ἄλλη κίνηση, τήν κίνηση τῆς προσευχῆς τήν ὁποία οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μέσα ἀπό τήν πείρα τους μᾶς δίδαξαν. Μία τέτοια προσευχή εἶναι ἡ μονολόγιστος εὐχή, ἡ ἐπίκληση τοῦ Χριστοῦ. Τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Μέ αὐτή τήν ἐπίκληση τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος καταλαβαίνει ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπό Αὐτόν καί αἰσθάνεται ὅτι δέν μπορεῖ χωρίς Αὐτόν νά ζήσει καί τοῦ εἶναι ἀνάγκη νά τόν συναντήσει. Καταλαβαίνει ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπό τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Βάση τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ βαθιά ταπείνωση, ἀφοῦ αἰσθάνεται πώς χωρίς τόν Χριστό δέν μπορεῖ νά ζήσει.
Ἔτσι μέ ἐπιμονή ἀρχίζει νά ἐπικαλεῖται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὅπου κι’ ἄν βρίσκεται. Γιά νά ἔχει καρπό αὐτή ἡ κίνηση, πρέπει νά ὑπάρχει ἡ Θεία Χάρις. Καί ὁ χῶρος τῆς Χάριτος εἶναι ἡ Ἁγία Ἐκκλησία. Ἐκτός Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά ἐνεργήσει αὐτό τό μυστήριο τῆς Θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὅταν λέμε ἐντός Ἐκκλησίας ἐννοοῦμε ὅλη αὐτή τήν μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Πηγή: Πειραϊκή Εκκλησία 912FM
(Ἀπόσπασμα ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας που αναγνώστηκε και σε εκπομπή του ραδιοφωνικού μας σταθμού. Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ “Παράκληση. Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 71.)