Στην μνήμη του αγωνιστού της ελευθερίας που δολοφονήθηκε Ευαγόρα Παλληκαρίδη
Ο ήρωας και ποιητής Ευαγόρας Παλληκαρίδης στάθηκε μέχρι τέλους πιστός στην αγάπη του για την Μεγαλόνησο και επισφράγισε με τη θυσία της σάρκας του το πνεύμα και το νόημα της ποιητικής του μαρτυρίας…
Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr
Στην μνήμη ενός αγωνιστού της ελευθερίας που δολοφονήθηκε από τους κατακτητές… για να ντρέπονται οι σύγχρονοι εθελόδουλοι της πολιτισμένης Δύσης και για να μην ξεχνούμε τον ρόλο της Αγγλίας σε αγαστή συνεργασία με την Τουρκία στο Κυπριακό.
«Μπορεί σε κάποια μάχη
γραμμένο η μοίρα να ’χει
να μη νικήσουμε.
Μα πάμε με καμάρι
Και λέμε «όποιον πάρει»
Και θα νικήσουμε»
Η σύντομη αλλά γεμάτη νόημα ζωή του, αποτελεί σπάνια περίπτωση ολοκλήρωσης της πρόθεσης και συνέπειας στην ποιητική υπόσχεση.
Γεννημένος σ’ ένα χωριό της Πάφου, την Τσάδα, στις 28 Φεβρουαρίου 1938, ήταν ο μικρότερος από τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ, που άφησε την τελευταία του πνοή στην αγχόνη, για την λευτεριά. Η εφηβική του ηλικία σημαδεύεται ανεξίτηλα από το δημοψήφισμα που κατέδειξε την επιθυμία των Κυπρίων για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα για την οποία η ψυχή του είναι γεμάτη από αγάπη.
Την 1η Ιουλίου 1953 οι Άγγλοι γιορτάζουν τη στέψη της νέας βασίλισσας. Στους εορτασμούς μετέχει και η Κύπρος, σαν Αγγλική αποικία. Οι Άγγλοι έχουν πάρει το γυμναστήριο της πόλεως, για να γιορτάσουν. Οι μαθητές εξοργίσθηκαν και με μπροστάρη τον Ευαγόρα κάνουν διαδήλωση ζητώντας ν’ αδειάσει το γυμναστήριο κι οι άλλοι χώροι, από τους Άγγλους στρατιώτες. Στην κεντρική πλατεία ο Ευαγόρας με απαράμιλλο θάρρος σκαρφαλώνει και κατεβάζει την σημαία του κατακτητή. Οι μαθητές την κουρελιάζουν, φωνάζοντας συνθήματα εναντίον των Άγγλων. Η γιορτή ματαιώνεται. Στην παιδική ψυχή του Ευαγόρα, όμως, ήδη έχει ανάψει η φλόγα για λευτεριά.
Δύο χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του ΄55 και ενώ είχε οργανωθεί πια ως μαχητής στις τάξεις της ΕΟΚΑ, συλλαμβάνεται και οδηγείται στο δικαστήριο, με την κατηγορία της συμμετοχής σε παράνομη οχλαγωγία. Ο Βαγορής, έτσι τον έλεγαν, αρνείται την κατηγορία και η δίκη του αναβάλλεται, για τις 6 Δεκεμβρίου. Στις 4 του μηνός δηλώνει στον πατέρα του, ότι προκειμένου να βρεθεί στην φυλακή, θα πάει στο βουνό να συνεχίσει τον αγώνα. Στην συνέχεια πηγαίνει στο σχολείο του κι αφήνει πάνω στην έδρα, το περίφημο τραγούδι του αποχαιρετισμού, προς τους συμμαθητές και τους καθηγητές του, τονίζοντας τον λόγο της φυγής του:
«Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στην Λευτεριά……»
«Της φυλακής
δεν τα σηκώνω εγώ τα βάρη
γι’ αυτό θα φύγω
για βουνά και ρεματιές.
Να χω τη νύχτα
Συντροφιά μου το φεγγάρι
και την ημέρα
να μιλώ με τις ιτιές».
Κι έτσι, ο Ευαγόρας αποφασίζει να περάσει από τα λημέρια του ανταρτοπολέμου. Ο πατέρας του, του δίνει την ευχή του. Προτού φύγει για τα βουνά, συναντά μια συμμαθήτρια του και της δίνει ένα γράμμα που απευθύνεται στους συμμαθητές του. Σ’ αυτό, ο ποιητής γίνεται προφήτης του ηρωικού τέλους που τον περίμενε: «Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσα σας. Κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο λεύτερο αέρα. Κάποιος που μπορεί να μην τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του. Δεν κάνει να τον κλαίτε…».
Στον ανταρτοπόλεμο ο Ευαγόρας αγωνίζεται και ξεχωρίζει για το σθένος του και την αυτοθυσία του, είναι πάντα θαρραλέος μπροστάρης, γι’ αυτό και γίνεται υπαρχηγός της αντάρτικης ομάδας. Τα χτυπήματα που κατάφεραν στον εχθρό, όπως η επίθεση κατά του μεταλλείου της Κινούσας και η ανατίναξη του αστυνομικού σταθμού Παναγιάς τον έκαναν να παραμιλά. Η δράση του αυτή προκαλεί φυσικά την επικήρυξη του από τους Άγγλους με το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 5,000 λιρών.
Ο Γολγοθάς που καταλήγει στην ένδοξη θυσία του Ευαγόρα ξεκινά από τα γεγονότα της σύλληψης του. Ενώ προχωρούσε μαζί με συναγωνιστές του προσπαθώντας να εξασφαλίσουν τρόφιμα και ρούχα, άξαφνα βρέθηκαν αντιμέτωποι με ενέδρα άγγλων στρατιωτών που τους περικυκλώνουν. Οι υπόλοιποι καταφέρνουν να ξεφύγουν, όχι όμως και ο Ευαγόρας που συλλαμβάνεται με την κατηγορία της μεταφοράς οπλοπολυβόλου. Τον υποβάλλουν σε φρικτά βασανιστήρια και το ωραίο του πρόσωπο γίνεται αγνώριστο.
Στις 25 Φεβρουαρίου, μετά από μια σύντομη δίκη-παρωδία καταδικάζεται σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Η απάντηση του ήρωα, λιτή: «Ό, τι έκανα το έκανα για την ελευθερία της πατρίδος μου… Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε και εύχομαι να είμαι ο τελευταίος…». Και ήταν πράγματι ο τελευταίος…
Στα αλλεπάλληλα διαβήματα προς την βασίλισσα της Αγγλίας (προκειμένου να του δοθεί χάρη) του πατέρα του και επίσημων φορέων της Κύπρου, και ακόμη και της ίδιας του της μάνας, ελπίζοντας να κατανοήσει το μητρικό της ένστικτο, η απάντηση ήταν αρνητική.
12 Μαρτίου τον επισκέφθηκαν ο πατέρας του και άλλοι συγγενείς στις κεντρικές φυλακές όπου κρατούνταν. Ο Ευαγόρας γαλήνιος τους πληροφορεί, πως σε δύο μέρες θ’ ανέβει τα σκαλοπάτια της αγχόνης.
Αποχαιρετώντας τους, τους ζήτησε να μην λυπούνται και να μην κλαίνε λέγοντας: «Ορκίσθηκα να πεθάνω για την Πατρίδα μου κι ετήρησα τον όρκο μου».
Ζητά να του φέρουν το σταυρό του. Ζητά επίσης με γράμμα του στην αδερφή του Γιωργούλα, τη μικρή του ξαδερφούλα που δεν πρόλαβε να τη βαφτίσει, να την ονομάσουν εκείνη την πεντασύλλαβη λέξη «Για να θυμίζει εκείνην την οποία κάθε άνθρωπος ποθεί πιο πολύ απ’ όλα»…
Τα μεσάνυκτα, με το χαμόγελο στα χείλη, φορώντας το σταυρό του στο λαιμό, προχωράει απτόητος προς την αγχόνη.
Όλη η φύσις κοιμάται
την ναρκώνει το κρύο
κι εγώ φεύγω λαλώντας
το στερνό μου αντίο.
Και τη μάνα φιλώντας
Την κοιτάζω και κλαίω.
«μάνα μην κλαις» της λέω
«μάνα μην κλαις» και κλαίω.
Η καταπακτή άνοιξε. Οι φυλακές βουβάθηκαν, κι όλη η Κύπρος πάγωσε.
Ο Ευαγόρας έφυγε για να συναντήσει τους υπόλοιπους δολοφονημένους συναγωνιστές του. Η ψυχή του πέταξε στον ελεύθερο ουρανό της αθανασίας.
Τόσο μικρός σε ηλικία και συνάμα τόσο ώριμος, σαν από πάντα έτοιμος να πεθάνει.
Η πατριωτική και ποιητική του πορεία και ο άσβεστος πόθος του για ελευθερία αποτυπώνονται στους στίχους του.
«Των αθανάτων το κρασί
Το ‘βρετε σεις και πίνετε.
Ζωή για σας ο θάνατος
Κι αθάνατοι θα μείνετε».
Οφείλουμε όλοι μας να θυμόμαστε και να τιμούμε τέτοιες μορφές σαν του Ευαγόρα Παλληκαρίδη και όλων των ηρώων του ελληνισμού, που, στο διάβα της ιστορίας, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του χρέους, προσφέροντας στο βωμό της ελευθερίας, ως υπέρτατη θυσία, την ίδια τους τη ζωή.
Απόστολος Χατζητόλιος