ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε’
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Σύνοψις.
Ο Κύριος υπήρξε και τέλειος άνθρωπος, «σάρξ γενόμενος»,
κοινωνήσας σαρκός και αίματος και ομοιωθείς κατά πάντα προς ημάς «χωρίς
αμαρτίαν»(1). Την πραγματικότητα ταύτην
επιβεβαιών αυτός ο ίδιος αρέσκεται να ονομάζη εαυτόν «υιόν του ανθρώπου»,
προβάλλων ούτως εαυτόν ως απόγονον του ανθρώπου, δια της προσθήκης δε του
άρθρου ως τον τέλειον και κατ’ εξοχήν άνθρωπον.Αλλά και ο τίτλος «υιός Δαυβίδ»,
ο και υπό των εν τοις ευαγγελίοις γενεαλογιών αποδεικνύμενος ως ανήκων εις
αυτόν, δεν αποκρούεται υπό του Κυρίου, οσάκις αποδίδεται υπό των άλλων εις
αυτόν. Κατά την τελευταίαν δε είσοδον αυτού εις Ιεροσόλυμα αποδέχεται τούτον,
όταν επευφημώσιν αυτόν ως τον αναμενόμενον απόγονον του Δαβίδ τα υποδεχόμενα
αυτόν πλήθη.
Χρησιμοποιεί δε τον τίτλον τούτον ως βάσιν συλλογισμού, δια
του οποίου εν συνδυασμώ προς μαρτυρίαν του Δαβίδ, αποδεικνύει ότι, καίπερ
απόγονος του Δαβίδ, είναι Κύριος αυτού, άρα δε και Θεός.
Αξιοσημειώτως εξ άλλου το άλλο ευαγγέλιον, όπερ ως εξαίρον
υπέρ τα λοιπά την θείαν φύσιν του Λόγου εκλήθη πνευματικόν ευαγγέλιον, παρουσιάζει
ωσαύτως αυτόν αν μη περισσότερον τουλάχιστον όσον και οι συνοπτικοί ως φέροντα
πλήρη και την ανθρώπινην φύσιν. Εμφανίζει δηλαδή αυτόν κεκοπιακότα εκ της οδοιπορίας,
διψώντα και ζητούντα ύδωρ προς κατάσβεσιν της δίψης αυτού, συγκινούμενον και
δακρύοντα, ταρασσόμενον επί τη αναμνήσει του θανάτου και αγανακτούντα κατά των
βεβηλούμτων τον ναόν του Πατρός του, αλλά και στοργικώς προσβλέποντα προς τους μαθητάς
του.
Παραλλήλως και οι συνοπτικοί ομιλούσι περί της συλλήψεως
αυτού εν τη Παρθένω, της γεννήσεως και της περιτομής και της προσαγωγής αυτού
τεσσαρακονθημέρου εις τον ναόν, καθώς και περί της συζητήσεως αυτού δωδεκαετούς
όντος μετά των εν τω ναώ των Ιεροσολύμων διδασκάλων.
Παρουσιάζουσιν αυτόν πεινώντα, κοιμώμενον εν τω πλοίω,
αγωνιώντα εν τη Γεσθημανή, δακρύοντα, δοκιμάζοντα πάντα τα συναισθήματα και τας
αψιθυμίας*, τας οποίας πας άγιος θα εδοκίμαζε κατά τας διαφόρους περιστάσεις του
βίου.
Αλλά και εκ των Αποστόλων ο Πέτρος αποκαλεί αυτόν «άνδρα από
Θεού αποδεδειγμένον», ο οποίος ανήνεγκε τας αμαρτίας ημών εν τω σώματι αυτού
επί το ξύλον.
αψιθυμία* < αψίθυμος, δηλ. «το να είναι κάποιος αψίθυμος»
αψίθυμος* < αψύς και θυμός
[αψύς*, δηλ. «που έχει ξινή και καυτερή γεύση», «που είναι
ευέξαπτος»]
Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ «ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»,
ΤΟΜΟΣ Β’, ΕΚΔΟΣΙΣ Β’, ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ», ΑΘΗΝΑΙ-ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1979, ΣΕΛ.60,61