Α'. Οι αισθητές όμως εικόνες, μας οδηγούν προς τα πνευματικά και όποιες τις αρνείται στην ουσία αρνείται την ανθρώπινη φύση του Χριστού.
Β'. Συγκεκριμένα ο Θεόδωρος σε μια επιστολή του λέει πως ο νόμος της Εκκλησίας δεν καταδικάζει κανένα σε θάνατο και πως όποιος χρησιμοποιεί ξίφος θα πεθάνει από το ξίφος.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, ΕΝΑΣ ΑΝΥΠΟΧΩΡΗΤΟΣ ΜΑΧΗΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ειδήσεις για την δράση και το βίο του Θεόδωρου Στουδίτη βρίσκουμε σε τρεις Βίους αυτού, οι οποίοι έχουν συνταχτεί από δύο μοναχούς με το ίδιο όνομα Μιχαήλ, ο δε τρίτος από κάποιον που μας είναι άγνωστος. Άλλη πηγή πληροφοριών είναι τα ίδια τα συγγράμματα του Αγίου ιδιαίτερα οι επιστολές του.
Γεννήθηκε το 759 στην Κων/λη, από πλούσια και ευγενή οικογένεια η οποία έδιδε στην τότε πολιτεία αρκετούς ανώτατους υπαλλήλους. Όσον αφορά την στάση της οικογένειας του απέναντι στις εικόνες, επειδή η περίοδος την οποία έζησε υπήρχε η διαμάχη γύρω από αυτές η αποκαλούμενη εικονομαχία, ήταν εικονόφιλη δηλαδή δέχονταν και σέβονταν τις εικόνες. Μεγάλο ρόλο στην στροφή του αγίου στο μοναχισμό έπαιξε το οικογενειακό του περιβάλλον και ιδιαίτερα η μητέρα του Θεοκτίστη η οποία όχι μόνο φρόντισε να λάβει πλούσια μόρφωση αλλά και πνευματική. Σ’ αυτό βοήθησε και αδελφός της Πλάτων, ο οποίος ήταν ηγούμενος σε ένα μοναστήρι που αποκαλούνταν των Συμβόλων στην περιοχή της σημερινής Τουρκίας την Βιθυνία. Ο θείος του λοιπόν Πλάτων ενέπνευσε τα μέγιστα τον Θεόδωρο Στουδίτη, γιατί θαυμάζονταν από όλους για το θάρρος του, την σοφία του και την αγιότητα του βίου του, προσόντα που βρίσκουμε αργότερα και στον ίδιο...
Σταθμό στη ιστορία της οικογένειας του αποτέλεσε ένα γεγονός που όχι μόνο σημάδεψε αυτήν αλλά και αυτόν τον ίδιο. Ήταν η εποχή που ανέβηκε καινούργιος αυτοκράτορας στον θρόνο της Κων/λης ο Λέων ο Δ΄ ο Χάζαρος, ο οποίος κατέπαυσε τους διωγμούς εναντίον των εικονοφίλων – αυτούς δηλαδή που τιμούσαν τις εικόνες – με αποτέλεσμα να επιστρέψουν πολλοί εξόριστοι στην Κων/λη και ιδιαίτερα μοναχοί, οι οποίοι ως γνωστόν υπήρξαν οι πιο ένθερμοι υπερασπιστές των εικόνων. Ανάμεσα τους επέστρεψε και ο θείος του αγίου ο Πλάτων, η επιστροφή του οποίου είχε ως αποτέλεσμα να στραφεί όλη η οικογένεια της αδελφής του και μητέρα του αγίου στο μοναχισμό. Μοίρασαν μέρος της περιουσίας τους στους φτωχούς, ελευθέρωσαν όσους δούλους είχαν και απεσύρθησαν σε ένα κτήμα της οικογένειας στο χωριό Σακκουδαίων της Βιθυνίας, το οποίο μετέτρεψαν σε μοναχικό κέντρο με πρώτο ηγούμενο το θείο του αγίου, Πλάτωνα. Στο μοναχικό αυτό κέντρο ο άγιος με την συνεχή άσκηση απέκτησε σιδερά θέληση και αδαμάντινο χαρακτήρα αλλά κατά κύριο λόγο επέδειξε διοικητικά προσόντα, με αποτέλεσμα ο θείος του Πλάτων να του εμπιστευτεί την θέση του ηγουμένου της μονής και να αποτραβηχτεί αυτός. Νωρίτερα βέβαια όπως ήταν φυσικό ο Θεόδωρος Στουδίτης είχε χειροτονηθεί ιερέας.
Μόλις ανέλαβε την ηγουμενία της μονής επιχείρησε να αναδιοργανώσει τον μοναχισμό επαναφέροντας το κοινοβιακό σύστημα δηλαδή το κοινό βίο των μοναχών.
Δεν πρόλαβε όμως να το εφαρμόσει στη μονή του Σακκουδίωνος, γιατί λόγω του ζήλου του και του αδαμάντινου χαρακτήρα του, που «δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του» σε ζητήματα ηθικής οδηγήθηκε σε σύγκρουση με την πολιτική και εκκλησιαστική εξουσία. Τα γεγονότα έχουν ως εξής. Ο τότε Βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο ΣΤ΄, εγκατέλειψε χωρίς λόγο την νόμιμη σύζυγό του Μαρία και επρόκειτο να νυμφευθεί την Θεοδότη η οποία ανήκε στο κύκλο της αυλής του αυτοκρατορικού ζεύγους και η οποία μάλιστα ήταν και δεύτερη ξαδέλφη του αγίου. Ο τότε Πατριάρχης Ταράσιος, ορθώς ποιών, δεν έδινε την σχετική άδεια για το γάμο, ο οποίος όμως τελικώς τελέστηκε από τον ηγούμενο της μονής Καθαρών Ιωσήφ, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να τον αναγνωρίσει ως έγκυρον και ο πρότινος διαφωνών Πατριάρχης Ταράσιος, με σκοπό να προλάβει πιθανή στροφή του αυτοκράτορα εναντίον των εικόνων. Ο Ταράσιος και ο Ιωσήφ ανήκαν στην μετριοπαθή μερίδα που δεν θεωρούσε σκόπιμο να συγκρουστεί με την πολιτική εξουσία για ιδιωτικής φύσεως ηθικές παρεκτροπές. Αντίθετη τακτική είχαν οι επονομαζόμενοι Ζηλωτές που είχαν κέντρο τη μονή του Σακκουδίωνος, οι οποίοι επέκριναν την «ζευξιμοιχεία» του αυτοκράτορα και ξεκίνησαν σκληρό πόλεμο κατά του ανεκτικού Πατριάρχη. Ιδιαίτερα δε ο Θεόδωρος δεν κάμφθηκε ούτε από τις παρακλήσεις της καινούργιας αυτοκράτειρας και ξαδέλφης του, ούτε τις απειλές της αυλής και διέκοψε κάθε επικοινωνία με τον Πατριάρχη Ταράσιο. Ο αυτοκράτορας όπως ήταν αναμενόμενο φέρθηκε σαν αυτοκράτορας. Για να συντρίψει την προς το πρόσωπό του αντίδραση διέλυσε την μονή, εξόρισε τους μοναχούς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Θεόδωρος – τον οποίο μαστίγωσε κιόλας – και ο αδελφός του Ιωσήφ στη Θεσσαλονίκη, όπου τους έκλεισε στη φυλακή για κακούργημα.
Στη φυλακή έμεινε για δυο χρόνια γιατί ραγδαίες εξελίξεις συνέβησαν στην εξουσία της Κων/λης αφού η μητέρα του αυτοκράτορα Ειρήνη τον απομάκρυνε από το θρόνο για να αναλάβει αυτή. Ο Πατριάρχης Ταράσιος ήταν πλέον ελεύθερος να ακυρώσει το γάμο του πρώην αυτοκράτορα και να καθαιρέσει τον ηγούμενο της μονής Καθαρών Ιωσήφ, οι δε εξόριστοι ήταν και αυτοί ελεύθεροι να γυρίσουν στην μονή τους για να την ανασυγκροτήσουν και πάλι κάτι όμως το οποίο δεν έγινε επειδή στην περιοχή τους είχαν ήδη φθάσει οι Άραβες και έτσι αναγκάστηκαν να μεταφερθούν στην Κων/λη. Δεν είναι όμως γνωστό, αν η πραγματική αιτία της μετακίνησής τους ήταν ο φόβος των αραβικών επιδρομών ή το γεγονός πως οι μοναχοί της μονής Ολύμπου στην Βιθυνία της Μικράς Ασίας ακολουθούσαν την διαλλακτική γραμμή της επίσημης Εκκλησίας απέναντι στους εικονομάχους, γεγονός που συνέβη και μετά την οριστική αναστήλωση των εικόνων, με αποτέλεσμα ο Θεόδωρος να αισθανθεί την ανάγκη να απομακρυνθεί από περιβάλλον ξένο προς τις αντιλήψεις του.
Εκεί τους δόθηκε η αρχαία μονή του Στουδίου η οποία ήταν πλέον έρημος αφού είχε εγκαταλειφθεί από τους μοναχούς της εξαιτίας των διωγμών από τους εικονομάχους. Η μονή αυτή έμελλε να αποβεί το κέντρο των Ζηλωτών και να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τα πολιτικά και εκκλησιαστικά πράγματα της αυτοκρατορίας. Τώρα πλέον ο Θεόδωρος μπορούσε ως ηγούμενος της μονής να προχωρήσει στην αναμόρφωση του μοναχικού βίου δια του κοινοβιακού συστήματος που δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει στη μονή του Σακκουδίωνος.
Στο κοινοβιακό σύστημα προβλέπεται οι μοναχοί να έχουν ομοιόμορφη ενδυμασία, να κάνουν κοινή προσευχή και να συμμετέχουν όλοι στις εργασίες για την κάλυψη των αναγκών του κοινοβίου. Το σύστημα αυτό είχε ατονήσει λόγω των διωγμών από τους αυτοκράτορες που αντιμάχονταν τις εικόνες με αποτέλεσμα να επικρατήσει η αρχαιότερη μορφή του ασκητισμού ο αναχωρητισμός, στον οποίο ο μοναχός δεν υπόκειται σε κανόνες αλλά κάνει ότι επιθυμεί αυτός. Η ιδιορρυθμία αυτή είχε επικρατήσει και μέσα στις μονές η οποία εκφράζονταν με την διαφορά στην ενδυμασία, την τροφή αλλά πολύ περισσότερα στην απόδοση τιμής και σεβασμού. Έτσι είχαμε μοναχούς που απολάμβαναν περισσότερα υλικά και πνευματικά αγαθά τους λεγόμενους «μεγαλόσχημους» σε βάρος άλλων μοναχών τους αποκαλούμενους «μικρόσχημους».
Ο άγιος τα κατήργησε όλα αυτά λέγοντας «πως ένα είναι το σχήμα, όπως και το βάπτισμα». Καθόρισε δια τυπικού όλες τις λεπτομέρειες της ζωής των μοναχών που αφορούσαν τις θρησκευτικές ακολουθίες, την τροφή, την ενδυμασία. Οι ομιλίες του, που σώζονται ολόκληρες ή αποσπασματικά στην Μεγάλη και την Μικρή Κατήχηση του, περιέχουν τις βασικές οδηγίες για την οργάνωση της μοναχικής ζωής. Ο ηγούμενος είναι ο πραγματικός κύριος του μοναστηριού, υπεύθυνος για την τήρηση των κανόνων, με μόνους συμβούλους τους παλαιούς μοναχούς, που είναι γνωστοί για την ευσέβειά τους. Τηρεί την πειθαρχία επιβάλλοντας νηστείες, μετάνοιες ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις, απαγορεύοντας τη θεία μετάληψη. Στο πλευρό του ο οικονόμος ασχολείται με τη διαχείριση της μοναστικής περιουσίας. Όλοι οι μοναχοί, που δεν τρώνε ποτέ κρέας και που παρακολουθούν τουλάχιστον 6 ώρες την ημέρα εκκλησιαστικές ακολουθίες, είναι υποχρεωμένοι να δουλεύουν και έτσι απελευθερώθηκαν οι δούλοι, οι οποίοι μέχρι τότε ασχολούνταν με τις εργασίες αυτές. Οι χιτώνες όλων των μοναχών ήταν κοινοί, κρεμασμένοι σε ιματιοφυλάκιο, από το οποίο ο κάθε μοναχός έπαιρνε όποιον του τύχαινε, ο δε άγιος μας έπαιρνε πάντα το χειρότερο. Εκτός όμως από τις πρακτικές ενασχολήσεις που έδωσε στους μοναχούς, τους έδωσε και πνευματικές με την ίδρυση βιβλιοθήκης, εργαστήριο καλλιγραφίας και σχολείο. Μία από τις απασχολήσεις των μοναχών της μονής Στουδίου ήταν και η αντιγραφή χειρογράφων, με ευεργετικό αποτέλεσμα για μας σήμερα, αφού διέσωσαν χειρόγραφα εκκλησιαστικά ή των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων που σε αντίθετη περίπτωση θα είχαν χαθεί. Μάλιστα το εργαστήριο καλλιγραφίας υπήρξε το καλύτερο της εποχής εκείνης σε όλο το Βυζάντιο. Όπως λοιπόν γίνεται αντιληπτό η μονή Στουδίου απέβη την εποχή εκείνη το σπουδαιότερο πνευματικό κέντρο της Κων/λης. Πλήθη νέων πήγαιναν στη μονή για να μορφωθούν, μεγάλοι για να εξομολογηθούν και πτωχοί για ελεημοσύνη. Το δε τυπικό της μονής Στουδίου η οποία αριθμούσε πλέον 700 μοναχούς μεταφέρθηκε και στις μονές του Αγίου Όρους.
Ο θυελλώδης και ασυμβίβαστος χαρακτήρας του αγίου όμως, δεν επέτρεψε την αδιατάρακτο λειτουργία της μονής Στουδίου αλλά και της προσωπικής του ζωής. Έτσι όταν χηρεύει ο πατριαρχικός θρόνος και ο νέος αυτοκράτορας Νικηφόρος ζητάει την γνώμη του Θεοδώρου για το κατάλληλο πρόσωπο που θα καλύψει το κενό αυτό, ο άγιος μας δείχνει για μια ακόμη φορά την ακεραιότητα του χαρακτήρα του και την ταπεινοφροσύνη που τον διακατείχε. Αντί να εκφράσει την δική του γνώμη συστήνει τη συγκρότηση σώματος εκλεκτόρων που θα αποτελούνταν από έγκριτους ασκητές, κληρικούς και λαϊκούς άρχοντες. Υπήρχε λοιπόν η περίπτωση να βγει πρόσωπο μη αρεστό στο Θεόδωρο και τους μοναχούς της μονής Στουδίου όπερ και εγένετο. Ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο κάποιος λαϊκός με το ίδιο όνομα με τον αυτοκράτορα δηλαδή Νικηφόρος. Οι Στουδίτες αντέδρασαν και εκδήλωσαν ανοιχτά αυτή την αντίδρασή τους γι’ αυτό και τέθηκαν από τον αυτοκράτορα σε περιορισμό. Προς τιμή τους όμως, κατάλαβαν το σφάλμα τους αναγνώρισαν τον καινούργιο Πατριάρχη και έτσι ελευθερώθηκαν.
Και ενώ τα πράγματα φαίνονται πως έχουν ηρεμήσει, καινούργιες δοκιμασίες περιμένουν τον Θεόδωρο και τους μοναχούς της μονής Στουδίου. Επανέρχεται πάλι το θέμα του ιερέα Ιωσήφ που είχε τελέσει παρανόμως το γάμο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος αισθάνονταν μεγάλη ευγνωμοσύνη για τον Ιωσήφ επειδή είχε μεσολαβήσει να λήξει αναίμακτα μια επανάσταση που είχε κάνει ένας στρατηγός του ονόματι Βαρδάνος Τούρκου. Ο δε Πατριάρχης Νικηφόρος με σύνοδο τον αποκαθιστά στο ιερατικό αξίωμα με μια πράξη που στην εκκλησιαστική γλώσσα καλείται «κατ’ οικονομία» δηλαδή συγκαταβατικά επειδή έχουμε παράβαση κάποιου κανόνα της Εκκλησίας. Για να προλάβουν τυχόν αντιδράσεις του Θεοδώρου και των Στουδιτών, προχωρούν σε μια διπλωματική κίνηση, ανυψώνοντας στο μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης τον αδελφό του Θεόδωρου ο οποίος ονομάζονταν και αυτός Ιωσήφ. Αλλά που να δελεαστεί από τους συμβιβασμούς αυτούς ο άγιος και οι Στουδίτες. Αντιδρούν έντονα, αν και η παράβαση του ιερέα είχε τελεστεί πριν 10 χρόνια και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος δεν ζούσε πλέον. Και βέβαια ακολουθούν θλιβερά γεγονότα που διαταράσσουν όχι μόνο την εκκλησιαστική γαλήνη αλλά και τις σχέσεις κράτους και εκκλησίας. Η μονή Στουδίου αποκλείεται από τον έξω κόσμο και επέρχεται σχίσμα μεταξύ του Πάπα της Ρώμης και του Πατριάρχη Κων/λης, του κοσμικού Κλήρου και των μοναχών και μεταξύ κράτους και εκκλησίας. Ο Θεόδωρος Στουδίτης, μαζί με τον θείο του τον Πλάτωνα και τον αδελφό του ο Ιωσήφ, ο οποίος δεν δίστασε να εγκαταλείψει τον μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης, εξορίζονται στα Πριγκηποννήσια της Κων/λης. Από εκεί ο άγιος μας ζητάει την επέμβαση του Πάπα της Ρώμης, με τον οποίο οι Στουδίτες είχαν πάντα ιδιαίτερες σχέσεις και δεσμούς, ο οποίος όμως παρέμεινε επιφυλακτικός μην θέλοντας να οξύνει περισσότερο την κατάσταση. Και στο σημείο αυτό αξίζει να τονίσουμε, ένα ακόμη θαυμαστό γεγονός εκ μέρους των μοναχών της μονής Στουδίου που μας διδάσκει τι σημαίνει να είσαι ταπεινός και αληθινός Χριστιανός. Παρόλο που οι πνευματικές τους κεφαλές έχουν εξοριστεί, παρόλο που κακοπαθαίνουν και αυτοί οι ίδιοι και από την εξουσία και την τότε Εκκλησιαστική ηγεσία αφού δεν είναι πλέον σε κοινωνία με τους Πατριαρχικούς, ούτε τον Πατριάρχη αποκήρυξαν, ούτε τον αυτοκράτορα, αλλά αντίθετα προσεύχονταν στον Θεό υπέρ αυτών μιμούμενοι τον Κύριο μας ο οποίος μας έχει παραγγείλει να «αγαπάμε τους εχθρούς μας, να ευλογούμε αυτούς που μας καταριόνται, να ευεργετούμε εκείνους που μας μισούν και να προσευχόμαστε για εκείνους που μας καταδιώκουν και μας κακομεταχειρίζονται, για να γίνουμε παιδιά του Πατέρα μας, που είναι στους ουρανούς, ο οποίος ανατέλλει τον ήλιο του για τους πονηρούς και τους αγαθούς και βρέχει για τους δίκαιους και τους άδικους» Ματθ. 5:44 – 46.
Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος, προχωρώντας σε μια κίνηση καλής θέλησης, ανακαλεί από την εξορία τον θείο του Θεόδωρου Στουδίτη Πλάτωνα ο οποίος ήταν βαριά άρρωστος, με την πρόθεση να ανακαλέσει και τους υπόλοιπους αλλά όμως τον προλαβαίνει ο θάνατος. Ότι όμως δεν πρόλαβε να κάνει αυτός το πραγματοποιεί ο διάδοχός του Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβές, οπότε και η έρις καταπαύει και αρχίζει περίοδος συνεργασίας μεταξύ του Πατριάρχη και του Θεόδωρου Στουδίτη.
Άραγε τα βάσανα και οι περιπέτειες του Θεόδωρου, έχουν πάρει τέλος; Όχι βέβαια; Καινούργιες περιπέτειες και διωγμοί τον περιμένουν. Και αυτό συμβαίνει επειδή ο καινούργιος αυτοκράτορας Λέων Ε΄ ο Αρμένιος ανακινεί και πάλι το ζήτημα των εικόνων ξεκινώντας καινούργιους διωγμούς. Επειδή όμως γνωρίζει πως θα φέρει αναστάτωση στην αυτοκρατορία για μία ακόμη φορά, προσπαθεί να συμβιβάσει τα πράγματα, καλώντας σε συνάντηση τους εικονόφιλους και τους εικονομάχους για να διαπιστώσει και ο ίδιος ποιος έχει το δίκαιο. Οι εικονόφιλοι αρνούνται να παρευρεθούν υποστηρίζοντας πως το ζήτημα έχει λυθεί από Οικουμενική Σύνοδο. Μάλιστα για μία ακόμη φορά αναδεικνύεται το σθένος και η ακαταμάχητη αγωνιστικότητα του Θεόδωρου για την υπεράσπιση της προσκύνησης των αγίων εικόνων. Διότι σε πείσμα του αυτοκράτορα διοργανώνει επίσημο λιτανεία στους δρόμους της Κων/λης από μοναχούς και λαϊκούς, οι οποίοι κρατούσαν εικόνες έψελναν ύμνους προς τιμήν αυτών και κατακρίνει δημόσια τον τότε Πατριάρχη ο οποίος παράνομα είχε συγκαλέσει σύνοδο που καταδίκασε τις εικόνες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να ταχθεί με το μέρος των εικονομάχων και να εξορίσει τους εικονόφιλους. Ο Θεόδωρος για μία ακόμη φορά – τρίτη κατά σειρά – παίρνει τον δρόμο της εξορίας. Εξορίζεται διαδοχικά στην Μετώπη, την Βόνιτα και τέλος στην Σμύρνη όπου φυλακίζεται στο υγρό υπόγειο του μητροπολιτικού κτιρίου. Από εκεί συντάσσει πλήθος επιστολών και πραγματειών ζητώντας την βοήθεια της Δύσης στο ζήτημα των εικόνων και ιδιαίτερα του Πάπα Πασχάλη ο οποίος όμως συνιστούσε σιωπή. Στο σημείο αυτό ας δούμε την θεολογία του Θεοδώρου για τις εικόνες. Συνδέει την θεολογία της εικόνος του Χριστού με την Χριστολογία. Ομολογεί πως δεν είναι δυνατόν να εικονιστεί η ουσία του Θεανθρώπου επειδή η ουσία του Θεού δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί. Κατ’ αντιστοιχία όμως το ίδιο συμβαίνει και με τον άνθρωπο. Διότι ναι μεν, μπορεί να περιγραφεί το ανθρώπινο στοιχείο αλλά τελικά ούτε η φύση του ανθρώπου μπορεί ουσιωδώς να απεικονιστεί. Εικονίζεται δηλαδή κάθε επί μέρους πρόσωπο και όχι η αφηρημένη ουσία του ανθρώπου. Συνεπώς και ο Χριστός από την στιγμή που έγινε άνθρωπος μπορεί να εικονιστεί. Η εικόνα έχει κάποια σχέση με αυτόν που εικονίζει αφού αποτελεί κάποια έκφραση της προσωπικότητας του απόντος εξεικονιζόμενου ανθρώπου. Όμως δεν είναι το ίδιο με αυτό αφού αποτελείται από διαφορετική ουσία, είναι παράγωγό του, όπως το φως της σελήνης είναι παράγωγο του ηλιακού φωτός. Οι αισθητές όμως εικόνες, μας οδηγούν προς τα πνευματικά και όποιες τις αρνείται στην ουσία αρνείται την ανθρώπινη φύση του Χριστού.
Ο καινούργιος αυτοκράτορας Μιχαήλ Β΄ ο Τραυλός που ανεβαίνει στον θρόνο της Κων/λης ακολουθεί συμβιβαστική πολιτική στο ζήτημα των εικόνων απαγορεύοντας κάθε συζήτηση γύρω από αυτές, επιτρέποντας την κατ’ οίκον προσκύνηση και ελευθερώνει όλους τους φυλακισμένους. Ελευθερώνεται και ο Θεόδωρος αλλά δεν επιστρέφει στην Κων/λη επειδή θα ήταν υποχρεωμένος να σιωπά. Άλλωστε η μονή Στουδίου την είχαν καταλάβει άλλοι μοναχοί, οι οποίοι ήταν αντίθετοι με τον Θεόδωρο και τους Στουδίτες. Έτσι προτιμά να αυτοεξοριστεί και να περιπλανιέται σε διάφορους τόπους όπως στην μονή Κρήσκεντος και τέλος στην μονή Τρύφωνος στον Αρτακηνό κόλπο, όπου την 11ηΝοεμβρίου 826, παραδίδει το πνεύμα του στον Κύριο, ενώ οι μοναχοί έψελναν κατά παράκλησή του τον 118 Ψαλμό. Αλλά στο σημείο αυτό ας αφήσουμε το συναξάρι του Αγίου να μας περιγράψει τις τελευταίες στιγμές του και τα λόγια του: «Το βράδυ μπήκε στο κελί του και τα μεσάνυχτα τον έσφιξαν οι πόνοι εντονότερα και αφού συγκεντρώθηκαν όλοι οι μοναχοί έκλαιγαν επειδή θα τον έχαναν και μετά από δυό μέρες είπε σ’ αυτούς με δάκρυα: “αδελφοί και πατέρες μου αυτό το ποτήρι του θανάτου είναι κοινό για όλους μας. Λοιπόν εγώ πηγαίνω στον Κύριο μου, τον οποίο η ψυχή μου επόθησε, εσείς δε φυλάξτε την πίστη ορθόδοξα, και τον βίο σας άψογο, σε όσα σας έχω παραγγείλει και μην παραμελείτε τον κανόνα σας, εάν ποθείτε την σωτηρία σας. Θυμάστε πως σας βοήθησα χωρίς καμιά αμέλεια σε όσα χρειαζόσασταν, και τώρα πάλι αν και θα λείψω σωματικά από εσάς, η ψυχή μου δεν θα χωριστεί από το αγαπημένο μου ποίμνιο, και σας υπόσχομαι πως αν βρω θάρρος μπροστά στο Κύριο εγώ ο ανάξιος, να μην παραλείψω, παρά να προσεύχομαι για την ευσπλαχνία του και καλοσύνη που θα σας βοηθήσει στην ψυχή και να προκόπτετε προς το καλλίτερο, μόνο μην ξεχνάτε όσο μπορείτε να φροντίζετε τα της ψυχής”. Αυτά και άλλα ψυχωφελή έλεγε για δυο μέρες τις οποίες έζησε ευλογώντας τους γύρω του και προσευχόμενος γι’ αυτούς αφού είχαν μαζευτεί πολλοί από διάφορα μέρη για να πάρουν την ευλογία του. Και την Κυριακή κατά το μεσημέρι όταν είχε ο μήνας έντεκα καταλαβαίνοντας πως θα εξέλθει η ψυχή του παραγγέλνει να ανάψουν οι λαμπάδες και να ψάλλουν τον άμωμο, και όταν έλεγε τον στίχο “εις τον αιώνα ου μη επιλάθωμαι των διακιωμάτων σου” παρέδωσε την ψυχή του ο μακάριος το έτος 826, την οποία αφού την πήρανε οι Άγγελοι την μετέφεραν στην εκεί μακαριότητα, στην οποία πρέπει κάθε δόξα, και τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν». Το λείψανο του αγίου καθώς και του αδελφού του Ιωσήφ μεταφέρθηκε στην Κων/λη μετά την οριστική επικράτηση της Ορθοδοξίας στις 26 Ιανουαρίου 844. Η μνήμη του εορτάζεται στις 11 Νοεμβρίου, την ημέρα δηλαδή που πέθανε.
Ο Θεόδωρος Στουδίτης δεν ήταν μόνο ένας ανυποχώρητος μαχητής της Ορθοδοξίας και του ορθού Χριστιανικού βίου, αλλά κατείχε το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό του Χριστιανού, που δεν είναι άλλο από την αγάπη προς τον πλησίον, οποιοσδήποτε και οτιδήποτε τύχαινε να είναι αυτός. Έτσι όταν ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Α΄ έδωσε διαταγή να καταδικάζονται σε θάνατο οι αιρετικοί Παυλικιανοί οι οποίοι είχαν εξεγερθεί και εσπάρασσαν την αυτοκρατορία, ο Θεόδωρος δεν δίστασε να εξεγερθεί και να τους υπερασπίσει γιατί πίστευε πως κατ’ εντολή του Κυρίου δεν επιτρέπεται ούτε καν να τους καταριόνται. Συγκεκριμένα ο Θεόδωρος σε μια επιστολή του λέει πως ο νόμος της Εκκλησίας δεν καταδικάζει κανένα σε θάνατο και πως όποιος χρησιμοποιεί ξίφος θα πεθάνει από το ξίφος. Και σε μια άλλη επιστολή του δηλώνει πως είναι αντίθετος στην θανατική καταδίκη των αιρετικών. Επομένως για τον Θεόδωρο οι Παυλικιανοί αποτελούσαν μόνο αίρεση και δεν ήταν εχθροί του κράτους.
Σαν ένα είδος τιμής και μνημοσύνου στο τόσο σπουδαίο άγιο μας, ας μας επιτραπεί να κλείσουμε το αφιέρωμά μας προς το πρόσωπό του με κάποια αποσπάσματα από τον 118 Ψαλμό, διότι δεν μπορεί να αναφερθεί όλος επειδή είναι πολύ μεγάλος, τον οποίο ο άγιος επεθύμει να ακούσει την στιγμή του θανάτου του:
Ευτυχισμένοι όσοι ζούνε άψογα
και είναι η ζωή τους σύμφωνη
με τον νόμο του Κυρίου!
Ευτυχισμένοι
όσοι τις συμβουλές του ακολουθούν
και με όλη τους την καρδιά
τον γυρεύουν!
Και καμιά παρανομία δεν κάνουν,
αλλά στους δρόμους του βαδίζουν.
Εσύ μας έδωσες τις εντολές σου,
Κύριε,
για να τηρούνται με ακρίβεια.
Ας είναι σταθερή η διαγωγή μου
στην τήρηση των προσταγμάτων σου.
Έτσι δεν θα ντροπιάζομαι
όταν τις εντολές σου θα ξανακοιτάζω.
Με τίμια καρδιά θα σε δοξολογώ,
μελετώντας τις δίκαιες αποφάσεις σου.
Τους νόμους σου θα τηρώ,
τελείως μη μ’ εγκαταλείψεις.
Με καταδίωξαν άρχοντες χωρίς λόγο,
αλλά μόνο στα λόγια σου
τρέμει η καρδιά μου.
Νοιώθω αγαλλίαση στο λόγο σου
σαν κάποιος που βρήκε πολλά λάφυρα.
Το ψέμα το μισώ και το σιχαίνομαι,
το νόμο σου αγαπώ.
Εφτά φορές την ημέρα σε υμνώ
για τις αποφάσεις σου της δικαιοσύνης.
Πολλή ειρήνη έχουν
όσοι τον νόμο σου αγαπούν,
και εμπόδιο δεν συναντούν
μπροστά τους.
Την σωτηρία μου, Κύριε,
την προσδοκώ από σένα,
και κάνω αυτά που πρόσταξες.
Μ’ όλη μου την ψυχή τηρώ τις
εντολές σου,
τόσο πολύ τις αγαπώ.
Φύλαξα τα προστάγματά σου
και τους νόμους σου,
γιατί ό,τι και αν κάνω
το γνωρίζεις…
Περιπλανήθηκα σαν πρόβατο χαμένο,
έλα, να αναζητήσεις τον δούλο σου,
γιατί τις εντολές σου
δεν τις ξέχασα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ)
2. Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη
3. Ελληνική Εκπαιδευτική Εγκυκλοπαίδεια
4. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Η΄, Εκδοτική Αθηνών
5. Μέγας Συναξαριστής
5. Εγχειρίδιο Θρησκευτικών Γ΄ Γυμνασίου