«ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ» και ενάντια εις τους Ιερούς Κανόνας; (Παναγιώτης Μπούμης, Ομότ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών)
Α. ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
1. Εισαγωγικά (Φιλοσοφία - Θρησκεία - Θεολογία)
Προ καιρού είχα από συνάδελφο Διδάκτορα Θεολογίας κάποια τηλεφωνική πρόκληση σχετικά με το βιβλίο του κ. Χρ. Γιανναρά (Γ) «Ενάντια στη θρησκεία» (Αθήνα 2006), το οποίο αναφέρεται και στους ι. κανόνες. Έτσι και μετά από κάποια μικρή συζήτηση, που είχα με τον ίδιο τον κ. Γ. και τρεις - τέσσερεις άλλους εκκλησιαζομένους σε Ναό των Αθηνών και στο «αρχονταρίκι-υπερώον» του την 14.1.2007 θεώρησα σκόπιμο, ή μάλλον απαραίτητο να προβώ και γραπτώς σε μερικές διευκρινήσεις επί των ιερών κανόνων. Νομίζω ότι αυτές είναι χρήσιμες, προκειμένου να βοηθήσουν στην άρση ωρισμένων παρεξηγήσεων και ως προς αυτούς τους ι. κανόνες, αλλά και μεταξύ των πιστών Χριστιανών.
Θεωρώ τον εαυτό μου υποχρεωμένο όχι μόνο προς τους αναγνώστες των εν λόγω βιβλίων μετά την τηλεφωνική - συναδελφική πρόκληση - πρόσκληση να βοηθήσει στη διάλυση πιθανών παρεξηγήσεων ή σκανδαλισμών, αλλά και προς τον ίδιο το φίλο συγγραφέα αυτού του βιβλίου, ώστε να θέσω υπ' όψει του και τα συμπεράσματα πολλών σχετικών μου επιστημονικών ερευνών και ενασχολήσεων με την ελπίδα κάποιας ουσιαστικότερης, έστω μελλοντικώς, προσεγγίσεώς μας και συμφωνίας μας.
Δεν θα υπάρχει νομίζω αντίρρηση, τουλάχιστον ουσιώδης, και από τους ασχολουμένους αμέσως ή εμμέσως με τα θέματα της φιλοσοφίας και της θρησκείας, ότι και η φιλοσοφία, εφ' όσον αναζητεί με τις δυνάμεις του ανθρώπου το θείο, το Θεό, είναι ένα είδος Θρησκείας. Αντιθέτως η Χριστιανική διδασκαλία και μάλιστα η Ορθόδοξη Χριστιανική, εφ' όσον ασχολείται με την παραδοθείσα αποκάλυψη του Θεού στους ανθρώπους, δεν είναι «θρησκεία», αλλά είναι προφητεία, πίστη, παράδοση, διδασκαλία, χωρίς αυτό να της στερεί το δικαίωμα να λέγεται και θρησκεία. Τα αυτά ισχύουν mutatis mutandis και για τη Χριστιανική Θεολογία. Εδώ μας έρχεται στο νου κάτι που είχε πει ο αείμνηστος και σεβαστός καθηγητής Νικόλαος Νησιώτης, ότι δηλ. Θεολογία είναι σχόλιο στην προφητεία.
Και θέτουμε το ερώτημα εν συνεχεία: Μήπως ισχύει κάτι το ανάλογο και για τα πράγματα - κανόνες της εκκλησίας, τα οποία έχουν θεσπισθεί ή διατυπωθεί βάσει της διδασκαλίας της Αγ. Γραφής από τις αυθεντικές Οικουμενικές Συνόδους; Μήπως πρέπει να έχουμε υπ' όψει μας, προκειμένου να κρίνουμε αντικειμενικά και όχι υποκειμενικά, αυτά τα οποία λέει ο Μεγ. Βασίλειος κατατοπιστικά (ςα' καν.); «Των εν τη Εκκλησία πεφυλαγμένων δογμάτων και κηρυγμάτων, τα μεν εκ της εγγράφου διδασκαλίας (Αγ. Γραφής) έχομεν, τα δε εκ της των Αποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ημίν εν μυστηρίω παραδεξάμεθα· άπερ αμφότερα την αυτήν ισχύν έχει, προς την ευσέβειαν (ορθοδοξίαν - ορθοπραξίαν)· και τούτοις ουδείς αντερεί, όστις γε καν κατά μικρόν γουν θεσμών εκκλησιαστικών πεπείραται».
Τα δόγματα - κηρύγματα, λοιπόν, της Εκκλησίας περιλαμβάνουν μέρος της εν Χριστώ Αποκαλύψεως και της εν Αγίω Πνεύματι αποστολικής παραδόσεως σε μία αλάθητη - ορθή διατύπωσή τους. Γιατί να τα περιφρονούμε ή να τα υποτιμούμε;
Αυτά τα ελάχιστα νομίζω ότι θα αρκούσαν και για τη διάκριση περαιτέρω μεταξύ Χριστιανικής Εκκλησίας και οιασδήποτε άλλης θρησκείας ή θρησκευτικής συνάξεως, αν δεν ήταν απαραίτητο να προσθέσουμε και τα εξής προς ολοκλήρωσή τους και ορθή εκτίμησή τους.
2. Εκκλησία - Αποκάλυψη - Αγ. Γραφή
Νομίζουμε, δηλαδή, ότι πρέπει όλοι όσοι ασχολούμαστε με τα ανωτέρω ζωτικά θέματα να λαμβάνουμε υπ' όψει μας ότι η Εκκλησία αυτή είναι εκείνη, που μας έδωσε και την Αγ. Γραφή, την αποκεκαλυμμένη αυτή αλήθεια. Η Εκκλησία αυτή ξεχώρισε ανάμεσα από πολλά βιβλία, τα οποία κυκλοφορούνταν στους πρώτους χρόνους του Χριστιανισμού, τα θεία και θεόπνευστα κείμενα και μας τα παρέδωσε «ως πηγάς του σωτηρίου», ως αστείρευτες πηγές της αλήθειας, της εκκλησιαστικής παραδόσεως, διδασκαλίας και θεολογίας. Και αυτό κατορθώθηκε μετά από μια ολόκληρη διαδικασία, μετά από μία ολόκληρη εποποιία με την καθοδήγηση του Αγ. Πνεύματος. Χαρακτηριστικώς ο καθηγ. Σάββας Αγουρίδης λέγει: «Η ιστορία του Κανόνος της Κ. Διαθήκης κατά τον αιώνα της δημιουργίας αυτού αποτελεί αληθή εποποιίαν, κατά την οποίαν αι επεμβάσεις και αποφάσεις της Εκκλησίας είναι φανερόν ότι εκινήθησαν και ενεπνεύσθησαν υπό του εις πάσαν την αλήθειαν καθοδηγούντος αυτήν Αγ. Πνεύματος» [1].
Αυτό διακρίνεται και μέσα από τους ίδιους τους ι. κανόνες της Εκκλησίας και ιδιαιτέρως από τους κανόνες πε' αποστολικό, ξ' Λαοδικείας, κδ'/λβ' Καρθαγένης, Μεγ. Αθανασίου, Γρηγορίου Θεολόγου και Αμφιλοχίου Ικονίου με κατάληξη την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο (όχι τη «λεγομένη», αλλά ονομαζομένη, Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο), η οποία υιοθέτησε και επικύρωσε τους κανόνες αυτούς. Έτσι έχουμε με την αυθεντία και Οικουμενικής Συνόδου, η οποία είναι το στόμα της Εκκλησίας τον κατάλογο ή κανόνα των θείων και θεοπνεύστων βιβλίων της Αγ. Γραφής.
Επομένως καταλαβαίνει κάθε ένας, ότι είναι τουλάχιστον μία ανακολουθία, αν όχι παραλογισμός, να δεχόμαστε τον κανόνα της Αγ. Γραφής, που μας καθόρισαν οι ι. κανόνες της Εκκλησίας και να μη δεχόμαστε τους κανόνες αυτούς.
Όπως παράδοξο, αν όχι παράλογο, παρομοίως είναι και το γεγονός, ότι πολλοί θεολόγοι ή απλοί Χριστιανοί διαφόρων ομολογιών δέχονται και χρησιμοποιούν και στηρίζονται στην Αγ. Γραφή που μας παρέδωσε η Εκκλησία, και δεν αναγνωρίζουν ούτε δέχονται την Εκκλησία που μας παρέδωσε την Αγ. Γραφή. Είναι σαν να δεχόμαστε τον καρπό ενός οπωροφόρου δένδρου και να μη δεχόμαστε το δένδρο που μας έδωσε τον καρπό. Ή να αναγνωρίζουμε τον γύρω κόσμο, που μας περιβάλλει και να μη αναγνωρίζουμε το δημιουργό αυτού του σύμπαντος κόσμου ή έστω να μη δεχόμεθα δημιουργό αυτού του σύμπαντος.
Επανερχόμαστε: Ένα μέρος, λοιπόν, του περιεχομένου αυτών των κανόνων είναι και η ανωτέρω «παράδοση» του κανόνα της Αγ. Γραφής. Αλλ' εκτός αυτού, αν αναδιφήσει και ανατρέξει κάποιος επισταμένως στους ι. κανόνες, θα διαπιστώσει, ότι και το άλλο μέρος του περιεχομένου τους δεν διαφέρει ή τουλάχιστον δεν έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο και τη διδασκαλία της Αγ. Γραφής, με την αποστολική αυτή παράδοση, αλλ' αντιθέτως βασίζεται και στηρίζεται σ’ αυτή και τη μεταφέρει στην καθημερινή κανονική εκκλησιαστική ζωή.
Προς επαλήθευση αυτού, όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να ανατρέξει στους εν λόγω κανόνες, έχοντας ως βοηθό το «Πηδάλιον» του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτη και τις παραπομπές του στο περιθώριο, ή το «Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων» των Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή και τις παραπομπές αυτού στις υποσημειώσεις, ή ως βοήθημα το βιβλίο μας «Οι κανόνες της Εκκλησίας περί του κανόνος της Αγ. Γραφής», τόμ. Β', Έμμεσοι μαρτυρίαι, Αθήναι 1991.
3. Εκκλησία - Αγ. Γραφή - Ι. Κανόνες
Για όλους τους προεκτεθέντες λόγους και όχι μόνο είναι τουλάχιστον άδικο να λέγεται από τον κ. Γ. (σελ. 114), ότι «Περιβάλλονται κύρος αποφάσεων οικουμενικής συνόδου... κανόνες άσχετοι με το ευαγγέλιο της Εκκλησίας». Και για να καταλήξει σ' αυτόν τον αφορισμό κάνει μία ιστορική αναδρομή, όχι όμως τόσο καλά προετοιμασμένη και πετυχημένη. Στη συνέχεια θα παραθέσουμε ωρισμένα τεκμήρια.
Λέει κάπως γενικά και αφοριστικά: «Ως και τον 7ο ακόμα αιώνα, οι Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων (που έχουν κύρος καθολικό για τη ζωή της Εκκλησίας) αποφεύγουν να οριοθετήσουν την ατομική συμπεριφορά, να προσδιορίσουν και αξιολογήσουν περιπτώσεις ατομικών αμαρτημάτων, που συνεπάγονται αφορισμό (αποκοπή από το εκκλησιαστικό σώμα, αυτοαποκλεισμό έξω από τα όρια του σώματος). Το σύνολον σχεδόν των Κανόνων των τεσσάρων πρώτων Οικουμενικών Συνόδων αναφέρεται σε ζητήματα εκκλησιαστικής ευταξίας, δικαιοδοσιών του κλήρου, κύρους των χειροτονιών, συμπεριφοράς προς τους αιρετικούς, κ.τ.ό. Οι ελάχιστες περιπτώσεις ατομικών παρεκτροπών που "κανονίζονται", έχουν συνέπειες στην ευχαριστιακή δομή και λειτουργία της Εκκλησίας (: πρβλ. τον ιζ' κανόνα της Α' Οικουμενικής, περί των τοκιζόντωνκληρικών, τον β' της Δ' Οικουμενικής, περί του μη χειροτονείν δια χρημάτων, τον ιστ' της ίδιας συνόδου, περί παρθένων και μοναζόντων, μη εξείναι γάμω προσομιλείν...» (Γ., σ. 113-114).
Γνωματεύει εδώ ως ψυχολόγος (;), ότι «οι Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων... αποφεύγουν να οριοθετήσουν την ατομική συμπεριφορά». Πού γνωρίζει ότι αυτοί οι κανόνες ειδικώς αποφεύγουν και δεν λέει ότι δεν χρειάσθηκε να οριοθετήσουν; Ίσως γιατί υπήρχε η Αγ. Γραφή και κανόνες έλκοντες την καταγωγή τους από τους Αγ. Αποστόλους ή από προηγούμενες ή σύγχρονες με τις Οικουμενικές Συνόδους τοπικές συνόδους.
Και συνεχίζει στην ίδια γραμμή: «Μόνο από τα τέλη του 7ου αιώνα (και συγκεκριμένα με την Πενθέκτη εν Τρούλλω Οικουμενική Σύνοδο, το 692) αρχίζει μια ραγδαία αύξηση του αριθμού των Κανόνων, που αναφέρονται σε γενικές περιπτώσεις ατομικών αμαρτημάτων, σε διαβλητές εκδηλώσεις κοινωνικής συμπεριφοράς (κληρικών και λαϊκών), στον καθορισμό επιτιμίων για κοινωνικά εγκλήματα, στη συσχέτιση της φυσικής ζωής (ιδιαίτερα της σεξουαλικής) με τη μετοχή στη ζωή της Εκκλησίας. Έτσι, ενώ το σύνολο των Κανόνων, που καθιέρωσαν οι τέσσερεις πρώτες Οικουμενικές Σύνοδοι φτάνει μόλις τους 68, μόνη η Πενθέκτη εν Τρούλλω διατυπώνει 102 Κανόνες και επιπλέον επικυρώνει (καθιερώνει ως Κανόνες καθολικού για την Εκκλησία κύρους) έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό διατάξεων προγενέστερων τοπικών συνόδων και αποφάνσεων μεμονωμένων Πατέρων σε θέματα και περιπτώσεις ατομικής ("ηθικής") συμπεριφοράς» (Γ., σ. 114).
Γνωμοδοτεί εδώ ως κανονολόγος (;), ότι «το σύνολο των κανόνων, που καθιέρωσαν οι τέσσερεις πρώτες Οικουμενικές Σύνοδοι φθάνει μόλις τους 68». Γιατί αποφαίνεται έτσι πρόχειρα, χωρίς να λάβει υπ’ όψη του τον α' καν. της Δ' Οικουμ. Συνόδου, ο οποίος ορίζει: «Τους παρά των αγίων Πατέρων καθ' εκάστην σύνοδον άχρι του νυν εκτεθένταςκανόνας κρατείν εδικαιώσαμεν» [2].
Και πρέπει να καταστεί γνωστό, ότι προ της Δ' Οικουμ. Συνόδου (451 μ.Χ.), είχαν συνέλθει και εξαγγείλει κανόνες η Σύνοδος της Καρχηδόνας (251 μ.Χ.), η Σύνοδος της Αγκύρας (314 μ.Χ.), της Νεοκαισαρείας (314 - 325 μ.Χ.), της Γάγγρας (± 340 μ.Χ.), της Αντιοχείας (341 μ.Χ.), της Σαρδικής (± 343 μ.Χ.), της Λαοδικείας (343 - 381 μ.Χ.), της Κωνσταντινουπόλεως (394 μ.Χ.) και της Καρθαγένης (419 μ.Χ.). Και επίσης πρέπει να γίνει γνωστό, ότι μόνο στις τρεις τελευταίες συνόδους αναφέρονται 180 και πλέον κανόνες.
Β. ΑΔΙΑΚΡΙΣΙΕΣ
1. Σύγχυση ι. κανόνων - κανονιστικών διατάξεων
Και προχωρεί σκοπεύοντας πάντα στον ίδιο στόχο: «Από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο και μετά, ότι περιπτώσεις (το πλήθος και το είδος ) ατομικών αμαρτημάτων που αρχίζουν να προβλέπονται από εκκλησιαστικούς Κανόνες είναι πραγματική έκπληξη. Βρίθουν οι Κανόνες από τις πιο απίθανες διαστροφές, εξιδιασμένες επινοήσεις ασελγημάτων - ποικιλότροπα εφευρήματα κτηνοβασίας, αιμομειξίας, ομοφυλοφιλίας, αυνανισμού. Επεκτείνονται και σε ευρύτατο πεδίο κοινωνικών εγκλημάτων: τοκογλυφίας, επιορκίας, τυμβωρυχίας, κλοπής. Θεσμοποιούν απαιτήσεις άμεμπτης κοινωνικής διαγωγής, κυρίως των κληρικών, αντικειμενοποιούν και εκνομικίζουν προϋποθέσεις εγκυρότητας των μυστηρίων, ιδιαίτερα του γάμου, επιμένουν σε λεπτομερή προγραμματισμό των σεξουαλικών σχέσεων των συζύγων» (Γ., σ. 115).
Εδώ προφανώς όχι μόνον ούτε γνωματεύει, ούτε γνωμοδοτεί ορθώς μετά τα όσα διαπιστώσαμε ανωτέρω, αλλά παρασύρεται και συγχέει τα πράγματα: Δεν ακολουθεί την Πενθέκτη Οικουμ. Σύνοδο, η οποία ώρισε ποιων τοπικών συνόδων (και ποιων Πατέρων της Εκκλησίας) τα κανονικά κείμενα οφείλουμε να θεωρούμε κανόνες, αλλά επεκτείνεται και σε κανονιστικές διατάξεις Πατέρων ή Πατριαρχών, οι οποίες δεν υιοθετήθηκαν και δεν επικυρώθηκαν από την Πενθέκτη Οικουμ. Σύνοδο, όπως είναι του Αγ. Ιωάννου του Νηστευτή ή του Πατριάρχη Νικηφόρου.
Φέρνουμε ως παράδειγμα αυτής της συγχυτικής αδιακρισίας μια-δυο περιπτώσεις από εκείνες που αναφέρει ο κ. Γ. Γράφει: «Και καθόλου παράδοξο που υπάρχει τελικά και κανόνας "περί του μη οδοιπορείν άνευ ανάγκης εν Κυριακή ημέρα (κανών α' εκ των Ζ' Νικηφόρου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως)" (Γ, σ. 115 - 116). Αλλά ακριβώς ο δήθεν "κανόνας" αυτός του Νικηφόρου (+ 818 μ.Χ.) και οι άλλοι του ιδίου δεν έχουν επικυρωθεί από Οικουμενική Σύνοδο. Έτσι δεν ανήκει στους ι. κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Επίσης αναφέρει ότι οι κανόνες «αρνούνται την ιεροσύνη σε όποιον υπέστη στην παιδική του ηλικία βιασμό» (Γ. σ. 116), και παραπέμπει στον ιθ' καν. του Αγ. Ιωάννου του Νηστευτή, ο οποίος κάνει λόγο «περί αρρενομανίας».
Ασχέτως προς την ορθότητα ή μη και αυτού του κανόνα, όπως και του προηγουμένου, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε πάλι, ότι και οι κανόνες του Αγ. Ιωάννου του Νηστευτή, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, δεν επικυρώθηκαν από την Πενθέκτη Οικουμ. Σύνοδο, η οποία συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη και η οποία υιοθέτησε ένα πλήθος κανόνων τοπικών συνόδων και Πατέρων της Εκκλησίας. Και επομένως δεν συγκαταλέγεται στους κανόνες της Εκκλησίας. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι ο Αγ. Ιωάννης ο Νηστευτής έζησε προ της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου (+ 595 μ.Χ.) και μάλιστα στην Κωνσταντινούπολη και επομένως δεν ήταν άγνωστος στη Σύνοδο.
2. Αντιθέσεις - Αντιφάσεις;
Βεβαίως αναφέρεται και στον επικυρωμένο από την Πενθέκτη Οικουμ. Σύνοδο ε' καν. του Τιμοθέου Αλεξανδρείας (+ 385 μ.Χ.), που υποδεικνύει ή «απαιτεί», κατά τον κ. Γιανναρά, να μη συνέρχονται τα ανδρόγυνα, όταν πρόκειται να συμμετάσχουν στη θ. Κοινωνία. [Ο κ. Γιανναράς το επεκτείνει «και μετά τη θεία κοινωνία» (Γ., σ. 116 ). Γιατί;].
Αλλά μήπως και ο Απ. Παύλος δεν υποδεικνύει στα ανδρόγυνα το «Μη αποστερείτε αλλήλους, ει μη τι αν εκ συμφώνου προς καιρόν, ίνα σχολάζητε τη προσευχή και πάλιν επί το αυτό ήτε... »; (Α' Κορ. 7, 5). Μάλιστα το χωρίο αυτό του Απ. Παύλου επικαλείται ο ανωτέρω ε' καν. —απόκρισις του Τιμοθέου Αλεξανδρείας, για να ενισχύσει την απάντηση του— υπόδειξή του.
Επομένως (και) ο κανόνας αυτός με την προτροπή του Απ. Παύλου, της Αγ. Γραφής, συμφωνεί και αυτήν ακολουθεί και ερμηνεύει.
Ερωτήσαμε πιο πάνω, γιατί ο κ. Γ. επεκτείνει την αποχή στο ανδρόγυνο και μετά τη θεία κοινωνία και παραπέμπει στον ε' καν. του Τιμοθέου Αλεξανδρείας, ο οποίος δεν παραγγέλλει κάτι τέτοιο, τουλάχιστον expressis verbis. Δυστυχώς στο θέμα αυτό και πάλιν παραπέμποντας στον ε' καν. του Τιμοθέου Αλεξανδρείας γράφει αλλού με κάποια ασάφεια: «Αποχή εκ συνουσίας το ολιγώτερον απαραίτητος τρεις ημέρες προ της Θείας Κοινωνίας» (Γ., σ. 189, υποσ. 47). Και πάλιν διερωτώμεθα «γιατί», αφού και ο ίδιος πάλι σε άλλο σημείο γράφει: «Όπως και πάλι αναφέραμε, απαγορεύεται με Κανόνα η μετοχή στο ποτήριο της Ευχαριστίας αν έχει προηγηθεί την προτεραία συζυγική συνεύρεσις» (Γ, σ. 199).
Αυτές οι αστοχίες ή αντιφάσεις ή παλινδρομήσεις, ελπίζουμε, οφείλονται σε προχειρότητα και δεν γίνονται εσκεμμένως ή πολύ περισσότερο δεν υποκρύπτουν κάποια τάση ή μορφή δαιμονοποιήσεως των πραγμάτων.
Εν πάση περιπτώσει, όπως φαίνεται ο κ. Γ. σκανδαλίζεται από το γεγονός, ότι ορίζεται στο ανδρόγυνο κάποια εγκράτεια προ της Θ. Κοινωνίας. Μήπως εννοεί, ότι μπορεί ή και πρέπει ο Χριστιανός να κοινωνεί ανεμπόδιστα, αν και έχει συνευρεθεί σεξουαλικώς το προηγούμενο βράδυ με τη σύζυγό του; Και τότε, γιατί ορίζει ο Απ. Παύλος εκτός εκείνου που αναφέρει στην Α' Κορ. 7, 5: «Μη αποστερείτε αλλήλους, ει μη τι... ίνα σχολάσητε τη προσευχή» το «Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηριού πινέτω» (Α' Κορ. 11, 28); Και λοιπόν: Η μη συνεύρεση και η στέρηση της σωματικής ηδονής δεν είναι έστω μία μικρή χαλιναγώγηση και δοκιμασία ή ακόμη δεν δίνει καιρό και χρόνο για μια απαραίτητη περίσκεψη και περισυλλογή και αυτοέλεγχο και προετοιμασία για τη Θ. Κοινωνία; Για ποιούς τα υποδεικνύει αυτά η Αγ. Γραφή; Εξαιρεί τα χριστιανικά ανδρόγυνα;
Για τους εκτεθέντες λόγους και ίσως και άλλους είπαμε ανωτέρω, ότι είναι άδικο να λέγεται, ότι «Περιβάλλονται κύρος αποφάσεων οικουμενικής συνόδου... Κανόνες άσχετοι με το ευαγγέλιο της Εκκλησίας» (σ. 114).
3. Υποτίμηση - Απόρριψη ι. κανόνων
Ισχυρίζονται πολλοί ότι οι ι. κανόνες είναι αυστηροί και ανεφάρμοστοι ιδίως στη σημερινή εποχή· γι' αυτό μπορούμε να τους παραθεωρούμε, ή και να τους αναθεωρήσουμε. Όμως, θα μπορούσε κάποιος να αντείπει, ότι σε πολλά σημεία η Αγ. Γραφή φαίνεται να είναι πιο αυστηρή από τους ι. κανόνες. Παραδείγματος χάριν λέει η Αγ. Γραφή: «Ος δ' αν είπη τω αδελφώ αυτού μωρέ, ένοχος έσται εις την γέενναν του πυρός» (Ματθ. 5, 22), η «Πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού» (Ματθ. 5, 28). Μήπως πρέπει να την αχρηστέψουμε για την αυστηρότητα αυτή; Βεβαίως πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι ο εν λόγω άνδρας «εμοίχευσε εν τη καρδία αυτού» και όχι ότι διέπραξε μοιχεία.
Και για να συμπληρώσουμε και να περιλάβουμε και εκείνους, που παρομοίως αποφαίνονται ότι οι ι. κανόνες είναι ανεδαφικοί και ανεφάρμοστοι, θα είχαμε να σημειώσουμε και τα εξής: Πράγματι, είναι δυνατόν σήμερα να μη μπορούμε να εφαρμόσουμε μερικούς κανόνες. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι οι κανόνες αυτοί είναι εσφαλμένοι, αλλ' ότι εμείς οι άνθρωποι σήμερα έχουμε απομακρυνθεί τόσο πολύ από το ορθό ή ότι έχουμε εξασθενήσει και εκφυλισθεί τόσο πολύ, ώστε να μη μπορούμε να εφαρμόσουμε τους κανόνες αυτούς. Π.χ. ο ξθ' καν. των Αγ. Αποστόλων επιβάλλει νηστεία κατά την περίοδο της Μεγ. Τεσσαρακοστής. Το ότι εμείς σήμερα δεν μπορούμε να τηρήσουμε αυτήν απαρεγκλίτως, διότι αισθανόμαστε κατάπτωση των διανοητικών ή σωματικών μας δυνάμεων, αυτό δεν σημαίνει, ότι ο κανόνας δεν είναι ορθός, αλλ' ότι ο άνθρωπος, ιδιαιτέρως των πόλεων, έχει χάσει την παλαιότερή του αντοχή, και βαδίζει προφανώς προς τη φθορά και την καταστροφή, εάν βεβαίως συνεχίσει τη σημερινή τακτική. Από αυτό, λοιπόν, δεν αποδεικνύεται, -ότι οι κανόνες είναι ανεδαφικοί και ανεφάρμοστοι, αλλ' αντιθέτως ότι εμείς οι άνθρωποι είμαστε πολύ καιρικοί, πολύ σχετικοί.
Με αυτό αποδεικνύεται επί πλέον ότι είναι επικίνδυνο να ακολουθούμε τις δικές μας απόψεις και να κρίνουμε τα πράγματα με τα ανθρώπινα κριτήρια ή δεδομένα, γιατί —το και χειρότερο— έτσι δεν θα είχαμε κάποιον να μας προειδοποιήσει, ότι οδηγούμαστε προς την καταστροφή. Αλλοίμονο εάν οι κανόνες προσαρμόζονταν κάθε τόσο προς τις αντιλήψεις, τις απαιτήσεις και την πνευματική κατάσταση του πλανωμένου, περιπλανωμένου και εκφυλιζομένου ανθρώπου. Τότε και το ευαγγελικό μήνυμα του Θεανθρώπου θα είχε αλλοιωθεί και προδοθεί και κάθε προσπάθεια πνευματικού αγώνα θα είχε παραμεριστεί, και κάθε ελπίδα πνευματικής και ηθικής ή και σωματικής προόδου θα είχε αποκλεισθεί. Γιατί στη θέση του προτύπου Θεανθρώπου Ιησού θα θέταμε διαρκώς το είδωλο του νεωτέρου εκκοσμικευομένου και εκφυλιζομένου ανθρώπου, για να καταλήξουμε ίσως (και χωρίς να το καταλαβαίνουμε) σιγά - σιγά και στην κατάσταση των αλόγων ζώων. Πρβλ. Ρωμ. 1,18-32, και ιδίως στ. 23: «Φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών» [3].
Όλα αυτά οφείλουν να μας εμπνεύσουν και να μας ενισχύσουν το ζήλο και τη φροντίδα να διακρίνουμε, να διατηρούμε και να διαφυλάττουμε τους πράγματι ι. κανόνες, να έχουμε δηλ. μία αυθεντία, η οποία θα μας οδηγεί και θα μας βοηθεί να αποκαθιστούμε προθύμως και ελευθέρως τα πράγματα στην ορθή τους θέση και γραμμή, στη φυσιολογική τους κατάσταση και πορεία, προς την καθόλου πρόοδο και σωτηρία.
Συναφές σημείο, το οποίο χρειάζεται κάποια διευκρίνιση ή επανόρθωση παρεμπιπτόντως είναι και το εξής: Γράφτηκε, ότι κάποιος ιεράρχης μίλησε για σκωληκόβρωτα κιτάπια των κανόνων. Εννοεί άραγε τους κανόνες αυτούς καθ' εαυτούς, τους ίδιους τους κανόνες ή τα παλαιά μέσα γραφής, μέσα ή επάνω στα οποία είναι γραμμένοι οι ι. κανόνες; Μήπως δηλ. εννοεί το περιέχον και όχι το περιεχόμενο, τα κιτάπια και όχι το κείμενο των κανόνων. Αν ναι, έχει καλώς και μάλιστα κάλλιστα, γιατί η παλαιότητα των χαρτιών (κωδίκων ή παπύρων, ή φύλλων χάρτου) υποδηλώνει και την αρχαιότητά τους μέσα στη ζωή, στη γραμματειακή ιστορία και την εξέλιξη της Εκκλησίας. Εάν δεν εννοεί το περιέχον αλλά αυτούς τους ίδιους τους κανόνες, τότε καλώς, κάλλιστα άλλος επίσκοπος δεν τον δέχθηκε να συναντηθούν και να συζητήσουν, εάν βεβαίως το έπραξε γι’ αυτόν το λόγο.
4. Απαραίτητες διευκρινίσεις
Μετά απ' αυτά ας μας επιτραπεί να σχολιάσουμε και το εξής: Γράφει ο κ. Γ.: «Και το πρόβλημα δεν είναι ο παράλογα στυγνός ηθικισμός κάποιων κανόνων... Το οδυνηρότερο πρόβλημα είναι η σύγχυση, που δημιουργείται γύρω από την έννοια της αμαρτίας: Η αμαρτία, όπως την προϋποθέτουν οι θρησκευτικής νοοτροπίας κανόνες» (Γ., σ. 211).
Εμείς θα λέγαμε, ότι πρωτίστως «το οδυνηρότερο πρόβλημα είναι η σύγχυση, που δημιουργείται γύρω» από τους κανόνες με το να μη γίνεται διάκριση μεταξύ των πράγματι ι. κανόνων της Εκκλησίας και των θρησκευτικής (ανθρωπίνης) νοοτροπίας κανονιστικών διατάξεων, έστω αγίων εκκλησιαστικών ανδρών. Και το ακόμη «οδυνηρότερο πρόβλημα» είναι ότι εξ αιτίας αυτής της αδιακρισίας επιχειρείται και μία διάκριση ή μάλλον αντιπαράθεση μεταξύ Αγ. Γραφής και ι. κανόνων.
Γι' αυτό νομίζουμε ότι οφείλουμε να μείνουμε και να επιμείνουμε λίγο ακόμη στο θέμα, κανόνες - κανονιστικές διατάξεις, για να ολοκληρώσουμε κάπως τα πράγματα.
Πράγματι πολλοί σκανδαλίζονται με το περιεχόμενο ή τις εκφράσεις ωρισμένων κανόνων και τους θεωρούν παράλογους, αντιευαγγελικούς και ανεδαφικούς ή στυγνούς και απάνθρωπους [4]. Αλλά δεν καταλαβαίνουν ότι είναι υπεύθυνοι και οι ίδιοι γι' αυτήν την εντύπωσή τους, απλούστατα γιατί «ανακατεύουν» τα πράγματα. Όπως προελέχθη: Εκλαμβάνουν και θεωρούν ως κανόνες της Εκκλησίας και ωρισμένες υποδείξεις Πατέρων της Εκκλησίας ή και Πατριαρχών, οι οποίες όμως δεν έχουν υιοθετηθεί από Οικουμενική Σύνοδο, η οποία εκπροσωπεί την Εκκλησία και έχει το δικαίωμα να τους χρίσει και χαρακτηρίσει κανόνες. Αυτές οι υποδείξεις δεν μπορούν να ονομασθούν κανόνες. Το πολύ - πολύ να ονομασθούν κανονικές ή ακόμη καλλίτερα, ακριβέστερα, κανονιστικές διατάξεις.
Και δεν αποτυγχάνουν μόνο στο χαρακτηρισμό αυτό, αλλά ονομάζουν Κανονικό Δίκαιο το δίκαιο, το οποίο στηρίζεται σε κανονιστικές διατάξεις και όχι αμιγώς στους θείους και ιερούς κανόνες. Θα πρέπει να το τονίσουμε: Αυτό το δίκαιο δεν μπορεί να ονομάζεται κανονικό δίκαιο. Το πολύ να ονομάζεται κανονιστικό Δίκαιο. Ο όρος Κανονικό Δίκαιο στην προκειμένη περίπτωση είναι παραπλανητικός και συγχέει τα πράγματα.
Λέει π.χ. ο κ. Γ. (σ. 212): «Και μόνο ο όρος Κανονικό Δίκαιο (μεθοδικά αρθρωμένο δικαιικό σύστημα κανονιστικών διατάξεων, που καλύπτουν ευρύτατη περιπτωσιολογία παραβατικής συμπεριφοράς», φανερώνει αναποδογυρισμένες τις προϋποθέσεις του εκκλησιαστικού γεγονότος».
Αλλά γι' αυτό το «αναποδογύρισμα» έχει ευθύνη και ο ίδιος, όταν θέτει στην ίδια μοίρα ι. κανόνες και κανονιστικές διατάξεις, και από τις κανονιστικές αυτές διατάξεις παρασυρόμενος μιλάει για (το) Κανονικό Δίκαιο.
Κάτι ανάλογο επιχειρούν ή πραγματοποιούν και εκείνοι, οι οποίοι χαρακτηρίζουν εκκλησιαστικό Δίκαιο το σύστημα δικαίου, το οποίο στηρίζεται σε πολιτειακούς νόμους ή καταστατικούς χάρτες, οι οποίοι θεσπίζονται ή ψηφίζονται από την Πολιτεία για την Εκκλησία και όχι από ένα αλάθητο εκπρόσωπο της Εκκλησίας, όπως είναι μία Οικουμενική Σύνοδος.
Έτσι έχουμε το παράδοξο φαινόμενο να νομοθετούν πολιτικοί παράγοντες (πολλές φορές άθεοι;) για την Εκκλησία και να καθορίζουν το δίκαιο Αυτής και μάλιστα να βαυκαλίζονται ότι της υποδεικνύουν ή της επιβάλλουν δίκαιο, το δίκαιο και το ορθό για την οργάνωσή Της, τη λειτουργία Της και τις δικαιοδοσίες Της στις διάφορες σχέσεις Της.
Και επί πλέον, όπως είναι έτσι γενικός ο χαρακτηρισμός «Εκκλησιαστικό Δίκαιο», μοιάζει ότι θεσμοθετούν για την καθόλου Εκκλησία, για τη Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Τουλάχιστον να είχαν τη στοιχειώδη σύνεση και μετριοφροσύνη, να είχαν τη συνείδηση, ότι νομοθετούν για μία τοπική ή εθνική Εκκλησία, ή έστω να έγραφαν ή έλεγαν περιοριστικά π.χ. Ελληνικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο ή Σερβικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο. Ότι δηλ. αναφέρεται το «Δίκαιό» τους μόνο σε μια τοπική Εκκλησία και όχι στην Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Έτσι καταλήγουν να εισπηδούν και να εισέρχονται και στο χώρο και στα χωράφια των Αγ. Αποστόλων. Κάνουν τον Ευαγγελιστή και Απόστολο, καθώς και τον Ιεραπόστολο.
Γ. ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ
1. H θρησκειοποίηση
Εν πάση περιπτώσει με αυτή τη σύγχυση και την ανακατωσούρα μας παρουσιάζουν ως διδασκαλία της Εκκλησίας διάφορα ανθρώπινα εντάλματα. Και ενώ πραγματοποιούν ή έστω συμβάλλουν σ’ αυτό, δεν διστάζουν οι ίδιοι να κατηγορούν την Εκκλησία των Οικουμενικών Συνόδων, ότι θρησκειοποιεί το Εκκλησιαστικό γεγονός και μάλιστα της Θ. Ευχαριστίας, με το να θεσπίζει διάφορους κανόνες κανονικής, πραγματικής και συνεπούς τελέσεως της Θ. Ευχαριστίας και συμμετοχής σ’ αυτή. Γράφουν χαρακτηριστικά: «Γίνεται ευδιάκριτη η διαπλοκή της θρησκειοποίησης με το εκκλησιαστικό φρόνημα κυρίως από τα τέλη του 7ου πια αιώνα, όταν, όπως ήδη αναφέραμε, θεσμοποιείται από τη λεγόμενη Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο η καθολική επιβολή "Κανόνων" ρυθμιστικών του ατομικού βίου των Χριστιανών» (Γ., σ. 211). Και δεν έχουν ίσως συνειδητοποιήσει, ότι αυτοί εν πολλοίς συντελούν σ' αυτή τη «θρησκειοποίηση» με το να αναβαθμίζουν κανονιστικές (ανθρώπινες) διατάξεις σε Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας.
Αντιθέτως οι κανόνες των Αγ. Αποστόλων και των Οικουμενικών Συνόδων δεν είναι ανθρώπινες νομικιστικές - κανονιστικές διατάξεις, αλλά είναι εφαρμογές - απόρροια των αποστολικών παραδόσεων, της αυθεντικής εκκλησιαστικής παραδόσεως, των δογμάτων της πίστεως και υποδεικνύουν, πως το εκκλησιαστικό γεγονός γενικότερα και αυτό της Θ. Ευχαριστίας ειδικότερα θα καθίσταται πραγματικό και αποτελεσματικό· πως θα αποβαίνει ευλογία στα μέλη της Εκκλησίας (πρβλ. λβ' καν. Λαοδικείας) και όχι αλογία ή «κρίμα και κατάκριμα» (πρβλ. Α' Κορ.11, 29).
Γιατί, αν δεν επιτυγχάνεται αυτό και με τις υποδείξεις της Αγ. Γραφής ή των Ιερών Κανόνων (που εκφράζουν την Εκκλησία) μέσα στην Εκκλησία, αλλά επικρατεί αβεβαιότητα, αοριστία και ασάφεια, γιατί να κατηγορούμε και τους διαφόρους αιρετικούς, που εμφανίστηκαν στην ιστορία και πορεία της Εκκλησίας, ή γιατί να ειρωνευόμαστε τους «γνησίους Ορθοδόξους Χριστιανούς»; (Πρβλ. Γ. σ. 117, 172, 177, 197). Δεν μπορούν και όλοι αυτοί και όσοι άλλοι εμφανίζονται ως αιρέσεις, ή σχίσματα, ή παρασυναγωγές ή ως φατρίες και τυρίες, να ισχυρίζονται ότι τελούν αξίως και γνησίως και συμμετέχουν αναμφισβητήτως στο κατ’ εξοχήν εκκλησιαστικό γεγονός της Θ. Ευχαριστίας;
Αλλ’ ας σταθούμε λίγο στο θέμα της θρησκειοποίησης. Ο κ. Γ. δέχεται, ότι θρησκεία και θρησκειοποίηση είναι η θέσπιση εντολών - κανόνων και μάλιστα αυτήν την τάση την θεωρεί ως κάτι τι το κακό, το αποκρουστικό, το φευκτέο. Αλλά, μήπως και η Αγ. Γραφή δεν δίνει εντολές, δεν κάνει υποδείξεις; Μήπως και αυτή κάνει θρησκειοποίηση ή δίνει θρησκεία; Πάντως, όπως φαίνεται, δεν αποδοκιμάζει η Αγ. Γραφή τον όρο θρησκεία (πρβλ. Πράξ. 26, 5 κ.ά.), παρά μόνο, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε, αποτρέπει από τη νόθο (πρβλ. Κολ. 2, 18) θρησκεία ή τη βδελυρή, την ακάθαρτη και μεμιασμένη. Αντιθέτως μάλλον επιδοκιμάζει τον όρο θρησκεία και μάλιστα, όταν (δεν διστάζει να) μιλάει για καθαρή και αμόλυντη «παρά τω Θεώ και πατρί» θρησκεία. Διασαφηνίζει σχετικώς ο Απόστολος Ιάκωβος: «Ει τις δοκεί θρήσκος είναι μη χαλιναγωγών γλώσσαν αυτού, αλλά απατών καρδίαν αυτού, τούτου μάταιος η θρησκεία, θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν τηρείν από του κόσμου» (Ιακ. 1, 26 - 27). Φαίνεται, ότι με αυτές τις πράξεις και αρετές ανέρχεται, ανεβαίνει προς το Θεό-Πατέρα ο Χριστιανός.
Εν πάση περιπτώσει θα παρατηρούσαμε εμείς, μήπως οι Ι. Κανόνες, οι πραγματικοί τ.έ. κανόνες, δεν θρησκειοποιούν το εκκλησιαστικό γεγονός και κατ’ εξοχήν τη Θ. Ευχαριστία, αλλά αντιθέτως προτρέπουν και συμβάλλουν στην εκκλησιαστικοποίηση του θρησκευτικού ορμεμφύτου· της ορμέμφυτης θρησκευτικότητας, της θρησκευτικής του ανθρώπου ορμής, της ιδιοτελούς αυτής τάσεώς του του ατομοκεντρισμού του, του εγωτικού θελήματος, ένα μέρος του οποίου είναι και η σαρκική ηδονή; Αυτό το εκκλησιαστικό γεγονός, αυτήν την ενσωμάτωση στην Εκκλησία και δια της Θ. Ευχαριστίας, δεν επιχειρούν να ενισχύσουν και οι Ι. Κανόνες, όταν ορίζουν - υποδεικνύουν ωρισμένεςυποχρεώσεις ή συμπεριφορές ή και προετοιμασίες του Χριστιανού; Έτσι, διερωτώμεθα:
α) Όταν οι κανόνες συνιστούν να μη απουσιάζει ο πιστός από τη λειτουργική σύναξη επί 2-3 Κυριακές συνεχώς χωρίς λόγο, αυτό δεν θέλουν να ενισχύσουν; Ακόμη και στους επισκόπους, οι οποίοι τυχόν βρίσκονται μακριά από την επαρχία τους, επιβάλλουν την συμμετοχή τους στη λειτουργία της τοπικής Εκκλησίας (πρβλ. ια' και ιβ' καν. Σαρδικής, π' καν. Πενθέκτης).
β) Επίσης, όταν άλλος κανόνας ορίζει να παραμένουν οι πιστοί στο ναό μέχρι το τέλος της Θ. Λειτουργίας, έστω και αν δεν κοινωνούν οι ίδιοι (πρβλ. θ' αποστολικό και β' Αντιοχείας), την συμμετοχή στο κατ' εξοχήν αυτό εκκλησιαστικό γεγονός δεν τονίζουν;
γ) Όταν τρίτος κανόνας προτρέπει τους πιστούς να απέχουν των (ιδιοτελών - ηδονικών) σχέσεων το Σάββατο και Κυριακή, «δια το εν αυταίς την πνευματικήν θυσίαναναφέρεσθαι τω Κυρίω» και μάλιστα ασχέτως αν θα κοινωνήσουν αυτοί (πρβλ. ιγ' καν. Τιμοθέου) αυτόν τον κοινό εκκλησιασμό και αυτήν την κοινή εκκλησιαστική ζωή δεν προβάλλουν; Σημειωθήτω ότι οι κανόνες αυτοί θεσπίσθηκαν προ της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου.
2. Η ειδωλοποίηση
Μετά απ' αυτά νομίζουμε ότι είναι καιρός να θίξουμε και ένα άλλο θέμα σχετικό με τα ανωτέρω, όπως είναι το της ειδωλοποιήσεως μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία της ορθόδοξης παραδόσεως.
Υποστηρίζει ο κ. Γ. ίσως επηρεαζόμενος ή παρασυρόμενος και από «ξένους», όπως φαίνεται και από κάποια παραπομπή – υποσημείωση (Γ., σ. 179, υποσ.): «Ειδικά στις λεγόμενες σήμερα ορθόδοξες εκκλησίες ο πειρασμός ειδωλοποίησης της Παράδοσης εμφανίζεται μάλλον αυξημένος, ίσως επειδή η "ορθοδοξία" κατανοείται κυρίως σαν ιστορική γνησιότητα, πιστότητα στο αποστολικό και πατερικό παρελθόν. Σε μια τέτοια οπτική δεν διαφέρει η χριστιανική εκδοχή της ορθοδοξίας από κάθε άλλη κοσμική εκδοχή - από τη φροϋδική, λ.χ., τη μαρξιστική, την εγελιανή ορθοδοξία. Αλλάζει το είδος των ειδώλων, δεν αλλάζει η ενστικτώδης ανάγκη του ανθρώπου να λατρεύει είδωλα, προκειμένου να θωρακίζεται με βεβαιότητες το εγώ [5].
Θα μπορούσε να αναλύσει κανείς δια μακρών εκφάνσεις ειδωλοποίησης ουσιωδών δεδομένων της εκκλησιαστικής Παράδοσης: Της θεολογικής μαρτυρίας. π.χ., που κωδικοποιείται σε "δογματικά και συμβολικά μνημεία". Των συνοδικών (και όχι μονό) κανόνων, που συντάσσονται σε "σύστημα Δικαίου" (Κανονικό Δίκαιο) και λειτουργούν σαν νομικός νάρθηκας υπερβατικού κύρους. Των πατερικών κειμένων, που ιεροποιούνται συλλήβδην σαν αυθεντία (κατά γράμμα) αποδεικτικού υλικού της "αλήθειας"» (Γ., σ. 178-179).
Ομως, εκείνο που πρέπει να διευκρινισθεί και το οποίο είναι επικίνδυνο για κάθε θρησκεία και πολιτισμό κ.τ.λ. είναι η «απολυτοποίηοη του σχετικού, που συνεπάγεται αναπότρεπτα τη σχετικότητα του απολύτου» (Γ, σ. 178) [6]. Σ' αυτό ευτυχώς καταλήγει και αυτό προφανώς δέχεται και ο ίδιος ο κ. Γιανναράς, αφού προηγουμένως γράφει: «Σε κάθε μορφή φονταμενταλισμού συναντάμε την ίδια αυτή (ψυχοπαθολογικού, τελικά, χαρακτήρα - νευρωτικού ή και ψυχωτικού) απολυτοποίηση του σχετικού...» (Γ., σ. 177-178).
Μήπως, όμως, και ο ίδιος έπεσε σ' αυτήν την «παγίδα» της ειδωλοποιήσεως, όταν βάζει στην ίδια μοίρα τους αλάθητους θείους κανόνες με τις ανθρώπινες κανονιστικές διατάξεις, ή με «ασήμαντες λεπτομέρειες», στις οποίες «μάλλον... εναργέστερη αποκαλύπτεται η πραγματικότητα της ειδωλοποίησης» (Γ., σ. 179);
Πράγματι ειδωλοποίηση και ειδωλολατρία είναι η απολυτοποίηση του σχετικού, του ανθρωπίνου, του ειδώλου, και όχι του θείου, του απολύτου, του λόγου του Θεού -Λόγου, της εντολής και της βουλήσεως του Θεού - Πατρός. Γιατί η διδασκαλία - εντολές της Αγ. Γραφής και οι Ι. Κανόνες της Εκκλησίας (Οικουμ. Συνόδων) εκφράζουν τη βούληση του Θεού και της Κεφαλής της Εκκλησίας που είναι ο Χριστός. Αλλωστε ειδωλοποίηση του απολύτου και του Θείου δεν νοείται, αφού είναι το πρότυπο, το πρωτότυπο. Για τον ίδιο λόγο δεν λέγεται και ειδωλολατρία, αλλά λέγεται θεία λατρεία, λατρεία του Θεού.
Φυσικά έχει δίκαιο και είναι σφάλμα όχι μόνο οι κανονιστικές διατάξεις, αλλά και τα πατερικά κείμενα να «ιεροποιούνται συλλήβδην σαν αυθεντία (κατά γράμμα) αποδεικτικού υλικού της "αλήθειας"» (Γ., σ. 179) και να καταλήγουμε στην ειδωλοποίηση). Αν και πρέπει να σημειώσουμε, ότι και η λέξη ιεροποίηση είναι λίγο ασαφής και απροσδιόριστη και χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις και για ανθρώπους και για πράγματα - αντικείμενα. Μπορεί να σημαίνει τα καθιερωμένα αντικείμενα ή κείμενα, αλλά πάντως δεν σημαίνει ότι τα εν λόγω πατερικά κείμενα θεωρούνται οπωσδήποτε θεία ή θεόπνευστα, ή αλάθητα και αυθεντικά.
3. Δαιμονοποίηση της σεξουαλικότητας; (Ο Β' Γάμος χηρευσάντων κληρικών)
Εκτός από αυτούς τους όρους (θρησκειοποίηση, ειδωλοποίηση κ.ά.) ο κ. Γ. προχωράει και εισάγει στη μελέτη του και τον όρο δαιμονοποίηση, ισχυριζόμενος, ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες δαιμονοποιούν τη σεξουαλικότητα. Λέγει συγκεκριμένως: «Αλλο προκλητικό δείγμα δαιμονοποίησης της σεξουαλικότητας μέσα στις "ορθόδοξες" εκκλησίες είναι η απαγόρευση δευτέρου γάμου σε κληρικούς, που χήρευσαν μετά τη χειροτονία τους» (Γ., σ. 201-2). Και προσθέτει παραλλήλως: «Οποιοδήποτε μέλος της Εκκλησίας σε τέτοια περίπτωση μπορεί να προχωρήσει σε δεύτερο γάμο. Όχι ο κληρικός» (Γ., σ. 202).
Και συμπεραίνει απ' αυτό, λέγοντας τα εξής: «Ότι η απαγόρευση αυτή πηγάζει από μιαν απαξιωτική αντίληψη για τον γάμο είναι μάλλον προφανές: "Συγχωρείται" να υπάρχει γάμος πριν από τη χειροτονία, αλλά όταν είναι δεδομένο το "αξίωμα" της "ιερωσύνης", η έγκριση και δεύτερου γάμου θα αναιρούσε την "κατά συγκατάβασιν" παραχώρηση να συνυπάρχει ενεργός σεξουαλικότητα με το "αγγελικό" ιερατικό λειτούργημα» (Γ., σ. 202).
Δυστυχώς, όμως, δεν σταματά εδώ, άλλα προσθέτει παρακάτω, για να ενισχύσει την άποψή του: «Επιπλέον, δεν μοιάζει καθόλου τυχαίο ότι, στην τρέχουσα πρακτική των "ορθόδοξων" εκκλησιών, ένας έγγαμος πρεσβύτερος μπορεί να χειροτονηθεί επίσκοπος ύστερα από κάποια χρόνια χηρείας. Που σημαίνει: Δεν είναι η σκοπιμότητα του απερίσπαστου από οικογενειακές μέριμνες βίου, που καθιέρωσε την υποχρεωτική αγαμία των επισκόπων. Είναι η απαξιωτική επιφύλαξη, η προκατάληψη για τη σεξουαλικότητα σαν "ακαθαρσία". Γι' αυτό και απαιτούνται κάποια χρόνια "κάθαρσης" από την ενεργό σεξουαλικότητα, προκειμένου να γίνει δεκτός ο "μολυσμένος" έγγαμος κληρικός στο λειτούργημα του επισκόπου» (Γ., σ. 202).
Δεν γνωρίζουμε, αν εδώ σοβαρολογεί. Γιατί, ότι αυτά είναι προφανώς αυθαίρετα, νομίζουμε δεν χρειάζεται μεγάλη φιλοσοφία. Εκτός και αν τα γράφει, όχι για να τα πάρουμε στα σοβαρά, αλλά για να μας προκαλέσει έκπληξη ή για να προκαλέσει κάποια αντίδραση.
Δεν έχει πιστέψει ή πεισθεί, ότι οι κανόνες, οι Ι. Κανόνες, ακολουθούν την Αγ. Γραφή. Γιατί θα γνωρίζει ασφαλώς, ότι ο Απ. Παύλος ορίζει: «Δει τον επίσκοπον ανεπίληπτον είναι, μιας γυναικός άνδρα» (Α' Τιμ. 3,2). Πρβλ. και Α' Τιμ. 3,12: «Διάκονοι έστωσαν μιας γυναικός άνδρες». Τα ίδια επαναλαμβάνει για τους πρεσβυτέρους (Τίτ. 1, 6).
Άλλωστε ισχύουν αυτά που ο ίδιος αναφέρει και λέγει σε μερικές σελίδες προηγουμένως: «Και η εκκλησιαστική οπτική της ανδρόγυνης σχέσης κορυφώνεται στον Παύλο με την περίφημη περικοπή της επιστολής του προς Εφεσίους, όπου στην ερωτική ένωση άνδρα -γυναίκας και στην "συγκλήρωσιν βίου παντός" βλέπει την εικόνα της σχέσεως του Χριστού με την Εκκλησία» (Γ., σ. 191 -192).
Πριν προχωρήσουμε, θα διερωτάτο κάποιος, γιατί δεν χρησιμοποιεί την έκφραση «στην σεξουαλική ένωση», αλλά χρησιμοποιεί την μάλλον εδώ ασαφή ή διφορούμενη έκφραση «στην ερωτική ένωση άνδρα-γυναίκας»; Εν πάση περιπτώσει συμπληρώνει κατωτέρω πολύ χαρακτηριστικά: «Οι απαιτήσεις αυτές (του Παύλου περί αλληλοσεβασμού και αμοιβαίας αγάπης του ανδρογύνου στην προς Εφεσίους Επιστολή) δεν συνιστούν κανονιστικές αρχές κοινωνικής συμπεριφοράς, αλλά όρους μεταποίησης του φυσικού θεσμού σε εκκλησιαστικό μυστήριο: σε άθλημα παραίτησης από το ερωτικό θέλημα, ρεαλιστικής αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς. Μόνο με τους όρους του μυστηρίου (του εκκλησιαστικού τρόπου της υπάρξεως) μπορούν να κρίνονται αυτές οι απαιτήσεις και όχι με τα μέτρα των "ατομικών δικαιωμάτων", τα μέτρα της νεωτερικής μαζικοδημοκρατικήςατομοκρατίας» (Γ., σ. 192).
Αφού δέχεται ή έστω γράφει αυτά, τα εξαιρετικά, γιατί παραθέτει τα ανωτέρω; Δεν αλληλοαναιρούνται, εάν ή εφ' όσον δεχόμαστε, ότι ο εκκλησιαστικός ποιμένας είναι υπόδειγμα για τους πιστούς, για τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας; «Τύπος γίνου των πιστών», λέει ο Απ. Παύλος στην Α' προς Τιμόθεον επιστολή του (4, 12) και γενικεύει ο Απ. Πέτρος: «Τύποι γινόμενοι του ποιμνίου» (Α' Πέτρ. 5, 3). Και ο γάμος του κληρικού πρέπει να είναι ένα υπόδειγμα και ένας τύπος για τους πιστούς, εάν θέλει ο γάμος του να είναι μία εικόνα της ενώσεως του Χριστού με την Εκκλησία και όχι έκφραση «εγωτικού θελήματος» ή απαίτηση «ατομικών δικαιωμάτων», απόρροια «της νεωτερικής μαζικοδημοκρατικήςατομοκρατίας».
Όταν, λοιπόν, ο ιερέας, ο ποιμένας, το παράδειγμα, πάει αντίθετα προς το ιδεώδες ή πνεύμα της εκκλησιαστικοποιήσεως, όπως είναι και η εξεικόνιση της Ενώσεως του Χριστού με τη μία (τη μοναδική) Εκκλησία από το μυστήριο του γάμου του δεν συντελεί στην αποεκκλησιαστικοποίηση —ίσως δε και τον σκανδαλισμό ή αποπροσανατολισμό— του πληρώματος της Εκκλησίας; Όταν αμαυρώνει την εικόνα του μυστηρίου του γάμου, δεν συσκιάζει και τη θέα του πρωτοτύπου;
Σημειωθήτω, ότι και στους λαϊκούς, οι οποίοι συνέρχονται σε δεύτερο γάμο (και οι δύο), δεν τελείται το μυστήριο του γάμου και η τελετή του στεφανώματος, αλλά άλλη σχετική ακολουθία. Γιατί δεν το προσθέτει και αυτό ο κ. Γ. αλλά το παραθεωρεί; Πράγματι η εκκλησιαστικοποίηση είναι ένα άθλημα, όπως δέχεται. Αλλά χρειάζεται και τους κανόνες, τους όρους του, γιατί λέει ο Απ. Παύλος: «Εάν δε και αθλή τις, ου στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση» (Β' Τιμ. 2, 5).
Δ. ΕΠΑΝΑΦΟΡΑΙ (Επιλογικά)
1. Κατά γράμμα θεοπνευστία
Ένα άλλο σημείο, το οποίο νομίζουμε, ότι χρήζει διευκρινίσεως είναι και το ζήτημα της θεοπνευστίας (ή θείας Επιστασίας) της Αγ. Γραφής. Λένε πολλοί ότι έχουμε ή ότι δεχόμαστε θεοπνευστία κατά πνεύμα και όχι κατά γράμμα. Και τίθεται το ερώτημα: Όταν ισχυρίζονται ότι έχουμε κατά πνεύμα θεοπνευστία και όχι κατά γράμμα, τί εννοούν και ποιά διάκριση κάνουν μεταξύ αυτών των δύο; Πώς διαχωρίζουν την κατά γράμμα θεοπνευστία από την κατά πνεύμα; Το γράμμα, οι λέξεις και οι συλλαβές δεν είναι το όχημα του νοήματος; Άρα το γράμμα, οι λέξεις και οι συλλαβές δεν μας δίνουν το περιεχόμενο ενός κειμένου, το νόημά του, το πνεύμα του, το πνεύμα του κειμένου; Και άμα αλλοιώσουμε το γράμμα, δεν αλλοιώνουμε και το πνεύμα;
Ο Μέγ. Βασίλειος ως σοφός επιστήμονας παρατηρεί σχετικώς: «Το γαρ μη παρέργως ακούειν των θεολογικών φωνών, αλλά πειράσθαι τον εν εκάστη λέξει και εν εκάστη συλλαβή κεκρυμμένον νουν εξιχνεύειν, ουκ αργών εις ευσέβειαν, αλλά γνωριζόντων τον σκοπόν της κλήσεως ημών». Και λίγο πιο κάτω επεξηγεί: «Λόγος δε διδασκαλίας αρχή· λόγου δε μέρη, συλλαβαί και λέξεις. Ώστε ουκ έξω σκοπού γέγονε των συλλαβών η εξέτασις» [7]. Επομένως ο Μέγ. Βασίλειος νομίζουμε κλίνει στην κατά γράμμα εξέταση (δεν μιλάει ειδικώς για την ερμηνεία) των κειμένων, για να εξιχνιάζουμε τον νουν τους, το πνεύμα τους, επιτυχώς και να μη αστοχούμε στην ανεύρεση της αλήθειας.
Ακόμη πρέπει να πούμε ότι και στη μετάφραση ενός θεοπνεύστου κειμένου θα πρέπει να προσέξουμε να μεταφέρουμε το πραγματικό, το πλήρες νόημα, το οποίο κρύβεται στο γράμμα, στις λέξεις και τις συλλαβές του πρωτότυπου θεόπνευστου κειμένου. Γι' αυτό αν, όταν λένε θεοπνευστία κατά πνεύμα, δίνουν αυτήν την έννοια και ότι δεν αρκεί να μεταφράζουμε λέξη προς λέξη ένα θεόπνευστο κείμενο, γιατί μπορεί να μη υπάρχει πλήρης αντιστοιχία μεταξύ μιας λέξεως του πρωτότυπου κειμένου και της λέξεως της μεταφράσεως, τότε έχουν προφανώς δίκαιο.
Για την καλλίτερη ίσως κατανόηση του πράγματος και συνεννόηση επ' αυτού φέρνουμε ένα παράδειγμα: Ο Άγ. Ιωάννης ο Θεολόγος λέει: «Εί τις έρχεται προς υμάς και ταύτηντην διδαχήν (την Ευαγγελικήν) ου φέρει... χαίρειν αυτώ μη λέγετε» (Β΄ Ιω. 10).
Αν εφαρμόσουμε στο πρωτότυπο αυτό θεόπνευστο κείμενο την κατά πνεύμα εξέταση, ίσως θα καταλήξουν να πουν μερικοί ότι δεν πρέπει στους αιρετικούς να απευθύνουμε ούτε ένα απλό καλημέρα ή ένα «γεια σου». Δηλ. αυτή η δήθεν κατά πνεύμα ερμηνεία ίσως μας οδηγήσει σε εσφαλμένες θέσεις. Και τη θεωρούμε εσφαλμένη ερμηνεία, γιατί η ίδια η Αγ. Γραφή προϋποθέτει κάποιον χαιρετισμόν - ασπασμόν σε μια πραγματοποιούμενη συνάντηση. Πρβλ. Β' Θεσσ. 3, 15 και Τίτ. 3, 10. Ο δε Κύριος υποδείκνυε στους μαθητές - αποστόλους Του την ευγένεια λέγοντας: «Εισερχόμενοι δε εις την οικίαν ασπάσασθε αυτήν» (Ματθ. 10, 12).
Αν όμως ακολουθήσουμε την κατά γράμμα εξέταση - ερμηνεία, αν προσέξουμε και τη λέξη, τότε θα αποδώσουμε το πραγματικό νόημα του χωρίου. Προτρέπει δηλ. το χωρίο: Να μη λέτε στον οποιοδήποτε πεπλανημένο και αιρετικό να χαίρει. Και δεν μπορούμε να λέμε σ' αυτόν που πλανάται να χαίρει, γιατί η χαρά είναι συνδεδεμένη με την αλήθεια, με το ορθό και τη δικαιοσύνη. Φυσικά μιλάμε για την αληθινή, για την πραγματική χαρά και ευφροσύνη.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σημειώνει σχετικά και πολύ χαρακτηριστικά: «Τίνι γαρ εορτή και πανήγυρις... και αγαλλίασις;... Ημίν ο Χριστός τας εορτάς εκτετέλεκεν. ου γαρ έστι χαίρειν τοις ασεβέσι» (Ησ. 48, 22 και 57, 21) (Λόγος εις την Μεταμόρφωσιν, PG 96, 545. Πρβλ. και δ' καν. Πέτρου Αλεξανδρείας). Η χαρά, λοιπόν, είναι συνδεδεμένη με την αλήθεια, είναι απόρροια της αλήθειας, της ορθής πίστεως. Και γι' αυτό ο Δαμασκηνός λέγει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να χαίρουν, εννοείται αληθινά, οι ασεβείς.
Αν λέμε σ' ένα πεπλανημένο, σ' ένα που βρίσκεται σε εσφαλμένη πορεία, να χαίρει είναι σαν να τον περιπαίζουμε και να τον εξαπατούμε, να τον επαναπαύουμε στην πλάνη του, πράγματα απαράδεκτα για τους Χριστιανούς. Αυτό το νόημα έχουν και οι λζ', λη' καί λθ' κανόνες της Λαοδικείας, όταν απαγορεύουν στα μέλη της Εκκλησίας να συνεορτάζουν με αλλοθρήσκους, ετεροδόξους - αιρετικούς και εθνικούς ή ειδωλολάτρες, πράγμα που θα τους καθησύχαζε, ότι ακολουθούν τον ορθό δρόμο.
Γι’ αυτό είναι άδικο να λέγεται, ότι «περιβάλλονται κύρος αποφάσεων οικουμενικής συνόδου... κανόνες άσχετοι με το ευαγγέλιο της Εκκλησίας» (Γ., σ. 114).
2. Η κατάρα του νόμου
Άλλο ένα σημείο συναφές με τα προηγούμενα και που νομίζουμε ότι πρέπει να διευκρινισθεί, γιατί πιστεύουμε, ότι παρεξηγείται χωρίς λόγο είναι το θέμα της σχέσεως νόμου, παλαιού Νόμου και κατάρας. Νομίζουν μερικοί ότι ο Παύλος «χαρακτήρισε τον νόμο κατάρα» (Γ., σ. 193). Και στηρίζονται στα χωρία του Απ. Παύλου, πού λένε: «Όσοι γαρ εξ έργων νόμου εισίν, υπό κατάραν εισίν... Χριστός ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου.. .»(Γαλ. 3, 10-13).
Αλλά αν προσέξουμε καλά και ακολουθήσουμε την κατά λέξη ερμηνεία, τα χωρία αυτά μιλάνε για κατάρα του νομού και όχι ότι ο νόμος είναι κατάρα. Για ευχερέστερη κατανόηση φέρνουμε ένα παρόμοιο παράδειγμα. Λέει η Σοφία Σειράχ (3, 9): «Ευλογία πατρός στηρίζει οίκους τέκνων, κατάρα δε μητρός εκριζοί θεμέλια». Εδώ η Σοφία Σειράχ δεν λέει, ότι ο πατέρας είναι ευλογία ή ότι είναι κατάρα η μητέρα. Αυτό είναι ευχερώς αποδεκτό. Αυτό συμβαίνει mulatis mutandis και με την κατάρα του Νόμου.
Τα ανωτέρω διαπιστώνουμε ευχερώς και από το ίδιο το κείμενο του Απ. Παύλου, το οποίο μας διαβεβαιώνει: «Χριστός ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου». Το ίδιο επαναλαμβάνει και ο υμνωδός της Εκκλησίας, όταν τη Μ. Εβδομάδα ψάλλει: «Εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου τω τιμίω σου αίματι».
Με άλλα λόγια: Ο Ι. Χριστός δεν μας εξαγόρασε από το νόμο, αλλά από την εξουσία του νόμου, από την κατάρα του νόμου, από την καταδίκη μας δια μέσου του νόμου, ένεκα της αδυναμίας μας για την εφαρμογή όλων των διατάξεων αυτού (Γαλ. 3, 10). Γι' αυτό μας υπενθυμίζει αλλού, ότι «ο νόμος παιδαγωγός ημών γέγονεν εις Χριστόν, ίνα εκ πίστεως δικαιωθώμεν· ελθούσης δε της πίστεως ουκέτι υπό παιδαγωγόν εσμεν» (Γαλ. 3, 24 -25).
Κάτι ανάλογο ισχύει και με την κατάρα της μητέρας. Μπορεί να λυθεί και να αρθεί η κατάρα της μητέρας· αλλά δεν είναι δυνατόν να καταργηθεί η μητέρα.
Μετά απ' αυτά θα προσθέταμε: Ο Ι. Χριστός μας εξαγόρασε από την κατάρα του νόμου, αλλά δεν μας απάλλαξε από το νόμο αυτό της Π. Διαθήκης παντελώς [8]. Άλλωστε και σε άλλο χωρίο της Αγ. Γραφής ο ίδιος ο Κύριος μας λέει: «Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι» (Ματθ. 5, 17). Και ο Απ. Παύλος παρομοίως λέει: «Νόμον ουν καταργούμεν δια της πίστεως; μη γένοιτο, αλλά νόμον ιστώμεν» (Ρωμ. 3, 31).
Επομένως δεν πρέπει να εκπλησσόμαστε, όταν ο Απ. Παύλος «επικαλείται (και το νόμο, στο Α' Κορ. 14, 34) ως κανόνα συμπεριφοράς των Χριστιανών στις ευχαριστιακές τους συνάξεις» (Γ., σ. 193), ή όταν οι κανόνες της Εκκλησίας παραπέμπουν πολλές φορές σε υποδείξεις της Π. Διαθήκης. Εν τέλει δεν καταργήθηκε ο νόμος, αλλά εμείς καταργηθήκαμε από την άτεγκτη εξουσία, από την κατοχή του νόμου. «Νυνί δε κατηργήθημεν (= ελευθερωθήκαμε) από του νόμου» (Ρωμ. 7, 6), διακηρύσσει ο Απ. Παύλος.
3. Η «ανεπαίσθητη» θρησκειοποίηση
Είπαμε αρκετά, αν και εν πολλοίς ενδεικτικά και κυρίως από κανονικής σκοπιάς. Αφήσαμε τα πολλά. Πάντως οφείλουμε να ομολογήσουμε, ότι παρ' όλα όσα γράφει ο κ. Γ. στο υπ’ όψη βιβλίο του και προς το τέλος αυτού (σ. 298) αναγνωρίζει ότι η θρησκειοποίηση στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι «ανεπαίσθητη». Λέγει συγκεκριμένως: «... η ανεπαίσθητη (κατά κανόνα ανεπίγνωστη) διολίσθηση και της εκκλησιαστικής Ορθοδοξίας στη θρησκειοποίηση, στον θρησκευτικό Ορθοδοξισμό, είχε σε μεγάλο ποσοστό συντελεστεί όταν συγκροτήθηκε και εκδόθηκε για πρώτη φορά η Φιλοκαλία (το 18ο αιώνα)» (Γ., σ. 298).
Αφού έχει το επαινετό θάρρος να σημειώσει, ότι η διολίσθηση στη θρησκειοποίηση είναι «ανεπαίσθητη», παίρνουμε κι εμείς το θάρρος να επαναλάβουμε ότι οι κανόνες, οι πράγματι ι. κανόνες δεν φταίνε σ' αυτό, δεν είναι ένοχοι, απαλλάσσονται της ευθύνης. Αν κάποιες είναι ένοχες σ' αυτήν την ενδεχομένη διολίσθηση, στην τυχόν θρησκειοποίηση, ειδωλοποίηση ή «δαιμονοποίηση», είναι οι κανονιστικές διατάξεις.
Επίσης κατά καλή επιστημονική ευσυνειδησία και παρρησία ομολογεί, ότι η διαπιστούμενη τάση προς θρησκειοποίηση οφείλεται σε μια «ορμέμφυτη θρησκευτικότητα του ανθρώπου» (Γ., σ. 311 εξ.). Και προσθέτει, ότι αυτή η «φυσική ορμή», η «ανάγκη της φύσης του άνθρωπου» (Γ., σ. 312) «θα μπορούσε να παρομοιαστεί με την ορμή της πείνας, την ανάγκη τροφικής αυτοσυντήρησης... ή με τη γενετήσια ορμή, την ενστικτώδη λειτουργία της διαιώνισης» (Γ., σ. 312). Νομίζουμε ότι θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε ανεπιφυλάκτως όλοι μας σ’ αυτό παρά την πολεμική πολλών παλαιοτέρων ή συγχρόνων διαφωτιστών, που εναντιώνονται στη θρησκεία.
Ωσαύτως γράφει πιο κάτω: «Θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει από τα παραπάνω ότι το "μυστήριο", που εγκεντρίζει στην Εκκλησία τη φυσική ανάγκη του ανθρώπου για θρησκεία είναι η Ευχαριστία: τρόπος συγκρότησης του καθόλου εκκλησιαστικού βίου. Γι' αυτό και στον χώρο όπου τελείται η Ευχαριστία, όπως και στην ίδια την τέλεσή της, γίνεται αμέσως φανερή (πριν από οπουδήποτε αλλού) η τυχόν θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος» (Γ., σ. 314).
4. Η προσφορά Εκκλησίας - Ι. Κανόνων και η διακονία μας
Εδώ θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει συγκαταβατικά: Ακριβώς γι' αυτό υπάρχουν οι Ι. Κανόνες, για να εκκλησιαστικοποιείται κανονικά και ορθά το θρησκευτικό αίσθημα και η θρησκευτική ορμή του ανθρώπου είτε κατά τη συμμετοχή του στη Θ. Ευχαριστία, είτε κατά τη δημιουργία και χρησιμοποίηση των ιερών εικόνων, είτε κατά την απαγγελία των ι. κειμένων, και όπου αλλού χρειάζεται, για να μη αποτυγχάνει. Υπάρχουν οι Ι. Κανόνες, για να υπηρετούν στον ορθό τρόπο τελέσεως και κοινωνίας της Θ. Ευχαριστίας και επί πλέον - κατά συνέπεια και στον ορθό τρόπο συγκροτήσεως του καθόλου εκκλησιαστικού βίου.
Γενικότερα θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει: Είναι ευτύχημα ότι σ' αυτές τις καταληκτήριες σελίδες ο κ. Γ. γίνεται πιο επιφυλακτικός. Δεν αποφαίνεται. Δεν δογματίζει πλέον. Δεν μιλάει απόλυτα. Ήδη χρησιμοποιεί τη λέξη «τυχόν» στο λόγο του «τυχόν θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος» (Γ., σ. 314), π.χ. με τις εικόνες, το μέλος, το φωτισμό του χώρου του Ναού κ.τ.λ. Και ορθώς είναι επιφυλακτικός, γιατί, ενώ λέει: «Εκκλησία και θρησκεία είναι δύο πραγματικότητες ασύμβατες και ασυμβίβαστες» (Γ., σ. 315), παρακάτω αναγκάζεται να πει, ότι «δίχως την ενστικτώδη ανάγκη για θρησκεία μένει ανυπόστατο το εκκλησιαστικό άθλημα παραίτησης από τη θρησκεία» (Γ., σ. 315).
Και παραδόξως συνεχίζει: «Μιλάμε για άθλημα, επομένως και για αναπόφευκτη την αποτυχία, την αστοχία του αθλήματος» (Γ., σ. 315). Και διερωτάται κανείς: Αφού είναι αναπόφευκτη και όχι απλώς μερική ή ενδεχόμενη η αποτυχία του αθλήματος, τότε γιατί τα έγραψε όλα αυτά, και γιατί να αγωνιζόμαστε; Εν πάση περιπτώσει μήπως αυτό υποδηλώνει κάποια παροδική απαισιοδοξία του γράφοντος ή αντιπροσωπευτική ομολογία αδυναμίας να ξεριζώσουμε το θρησκευτικό συναίσθημα από τον άνθρωπο;
Για τους λόγους αυτούς νομίζουμε, ότι θα «πήγαινε άλλος τίτλος στο βιβλίο του «Ενάντια στη θρησκεία», ή έστω αυτός ο ίδιος τίτλος, με τις ίδιες λέξεις, αλλά με την προσθήκη ενός ερωτηματικού: «Ενάντια στη θρησκεία;». Άλλωστε, γιατί να είμαστε μόνο «ενάντια στη θρησκεία» και να μη είμαστε και ενάντια στην πείνα, ή στη δίψα ή στη γενετήσια ορμή;
Τελικώς, όλα αυτά αντικατοπτρίζουν ανάγλυφα την τραγικότητα του πεπτωκότος και απομακρυνθέντος από τον παράδεισο ανθρώπου. Αντικατοπτρίζουν τις αναζητήσεις και του σύγχρονου Χριστιανού, αλλά γενικότερα και του περιπλανώμενου επί γης οδοιπόρου που κοπιάζει ακόμη και την Κυριακή μέσα σε μία σύγχυση - βαβυλώνια των εννοιών και των πραγμάτων να βρει μια διέξοδο, μία απάντηση, μια απάντηση, που να τον ικανοποιεί, να βρει την πηγή της αληθινής γνώσης. Γι' αυτό πρέπει να είμαστε ευγνώμονες και προς το συγγραφέα μας (και προς άλλους παρομοίους συγγραφείς), οι οποίοι έχουν το θάρρος να εντοπίζουν, να φανερώνουν και να δημοσιοποιήσουν αυτές τις ανθρώπινες προσωπικές τάσεις. Έτσι παρέχεται η αφορμή να αναρωτηθούν, να ενημερωθούν, να διαφωτισθούν και ωφεληθούν και άλλοι.
Βεβαίως η απάντηση δεν είναι άλλη από εκείνη που έδωσε ο Ι. Χριστός στα ζωτικά αυτά ερωτήματα, προσκαλώντας: «Δεύτε πρός με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11, 28). Γιατί «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14, 6). Αυτός είναι ο δρόμος προς επάνοδο στον απολεσθέντα παράδεισο, ο οποίος βρίσκεται με τη βοήθεια της Εκκλησίας και του κατ’ εξοχήν εκκλησιαστικού γεγονότος της θείας Ευχαριστίας.
Αυτόν το δρόμο παρακαλούμε κι εμείς το συγγραφέα του βιβλίου «Ενάντια στη θρησκεία» με το θάρρος της πολυετούς μας γνωριμίας και φιλίας να υποδεικνύει με ταπεινοφροσύνη («Ταπεινοίς δίδωσι χάριν ο Θεός», Ιακ. 4, 6 και Α' Πέτρ. 5, 5) αξιοποιώντας και τις φιλοσοφικές και λογοτεχνικές του ικανότητες. Μόνο όταν όλοι με απλότητα και πραότητα (πρβλ. Ματθ. 11, 29) αναγνωρίζουμε και την ορθόδοξη δογματικοκανονική πραγματικότητα, θα συμβάλλουμε στην αληθινή εκκλησιαστική ενότητα και κοινωνία.
Σημειώσεις:
[1] Σάβ. Αγουρίδη, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, (Εκδ. «Γρηγόρη»), Αθήναι 1971, σελ. 69. Πρβλ. Παν. Μπούμη, Οι κανόνες της Εκκλησίας περί τον κανόνος της ΑγιαςΓραφής, Αθήναι 1986, σελ. 64.
[2] Ράλλη - Ποτλή, τόμ. Β', σελ. 216-217.
[3] Πρβλ. Κων. Μουρατίδου, Το αιώνιον κύρος των ι. κανόνων, Αθήναι 1972, σελ. 52.
[4] Πρβλ. Γ., σ. 117.
[5] (Παραπομπή αριθμ. 41 στο βιβλίο του κ. Γ.) Βλ. A. Reckermann, “Idol, Ido(lo)latrie”, στο Historisches Worterbuch der Philosophie, v.j. FITTER – K. Grunder (Schwade – Verlag), τόμ. 4, στ. 188 - 192 - όπου ενδιαφέρουσα βιβλιογραφία, κυρίως για την ειδωλοκλαστική μαχητικότητα των φιλελεύθερων στοχαστών του Διαφωτισμού (Bacon, Locke, Berkeley, Shaftesbury, Hume, Kant, Herber κ.λπ.).
[6] Αυτό πήρε από τον Igor Caruso, ο οποίος γράφει στο βιβλίο: Psychoanalyse und Synthese der Existenz, Freiburg (Herder – Verlag) 1952, σελ. 59: «Die Haresie ist eine Uberwertung von Teilwahrheiten und zieht zwangsmassig die Relativierung des Absolutes mit sich».
[7] Μεγάλου Βασιλείου, Περί του Αγίου Πνεύματος, 1, 2, J.-P. Migne, Patrologia Graeca, τόμ. 32, 69Β.
[8] Παν. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, έκδ. Γ΄, Αθήναι 2000, σελ. 81.