Σχόλιο στην συζήτηση περί πατριάρχου Δημητρίου
Μοῦ ζητήθηκε ἀπὸ σχολιαστὴ νὰ συνεισφέρω στὸν διάλογο ποὺ προέκυψε περὶ ὑπάρξεως οἰκουμενιστικοῦ φρονήματος ἢ ὄχι τοῦ κεκοιμημένου πατριάρχου Κων/πόλεως Δημητρίου (ἐδῶ). Ἂν καὶ δὲν θεωρῶ τὸνἑαυτό μου εἰδήμονα τοῦ θέματος, πιστεύωὅτι γιὰ νὰ μάθουμε, ἂν ὁ πατριάρχηςΔημήτριος ἦταν οἰκουμενιστὴς ἢ ὄχι, πρέπει νὰ ἀνατρέξουμεμᾶλλον στὶς πηγὲς τῶν Οἰκουμενιστῶν παρὰ στὶς δικές μαςὀρθόδοξες, ποὺ δὲν εἶναι ξεκάθαρες, ἀφοῦ οἱ πιὸ πολλὲςἀποκρύπτουν ἐντέχνως κάποια στοιχεῖα.
Κοιτάζοντας λοιπόν, στὴν γερμανικῆς ἐκδόσεως Wikipedia(ξεκάθαρης οἰκουμενιστικῆς προπαγάνδας), ἀνακάλυψα τὰ ἑξῆς, ποὺ δὲν ἀναφέρονται στὴν ἑλληνικὴ καὶ ἀγγλικὴ ἔκδοση (Orthodoxwiki) καὶ τὰ ὁποῖα παρουσιάζω μεταφράζοντάς τα (ἐδῶ):
«Στὰ 19 χρόνια τῆς πατριαρχίας του ὁ Δημήτριος συνέχισε τὴνὁλοκλήρωση τῶν στόχων, ποὺ εἶχε θέσει ὁ προκάτοχός τουἈθηναγόρας, διακριτικὰ μὲν ἀλλὰ μὲ συνέπεια. Τὸ 1979 ὑποδέχθηκε τὸν Πάπα Ἰωάννη Παῦλο
Β΄ στὸ Φανάρι καὶ συμφώνησε μαζί του τὴν ἵδρυση μίας μικτῆς ἐπιτροπῆς γιὰ τὸν θεολογικὸ διάλογο μὲ τὸν στόχο, νὰ βρεθοῦν καὶ νὰ λυθοῦν ὅλα τὰ δογματικά, ἱστορικὰ καὶ λειτουργικὰ ἐμπόδια ὥστε νὰ ἐπιτυχανθεῖ βῆμα πρὸς βῆμα ἡ ἐπανένωση. Ὁ διάλογος αὐτὸς ἐμποδίστηκε ἀπὸ τὴν Οὐνία, ἡ ὁποία ἐπέκτεινε τὴν ἐξουσία τοῦ παπικοῦ Πρωτείου καὶ ἀκύρωνε τὴν ἱσότητα τῶν δύο Πατριαρχείων. Τὸ 1987 ἔγινε ἡ ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τοῦ Δημητρίου στὸ Βατικανό, ἀλλὰ τὸ 1990 διακόπηκε ὁ διάλογος ἐξ αἰτίας τῆς Οὐνίας».
Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς ὁ Δημήτριος ἦταν μὲν πιὸ ἐπιφυλακτικὸς στὴ προώθηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπὸ τὸν Ἀθηναγόρα καὶ τὸν Βαρθολομαῖο, ἀλλὰ συνέχισε τὴν οἰκουμενιστικὴ κατρακύλα τοῦ πατριαρχείου «διακριτικὰ μὲν ἀλλὰ μὲ συνέπεια… ὥστε νὰ ἐπιτυχανθεῖ βῆμα πρὸς βῆμα ἡ ἐπανένωση». Ὅσο ταπεινὸς καὶ καλόκαρδος νὰ ἦταν ὁ πατριάρχης, ἡ ἐπιλογή του αὐτὴ νὰ προωθήσει τοὺς οἰκουμενιστικοὺς σκοπούς, τὸν κατατάσει στοὺς κύριους ὑπεύθυνους τῆς ἐπικράτησης τῆς αἱρέσεως. Τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὰ τὰ στοιχεῖα δὲν ἦταν σὲ ὅλους γνωστὰ δικαιολογεῖ μὲν τὴν φιλική τους στάση ἀπέναντι στὸν πατριάρχη καὶ τὴν λανθασμένη ἀντίληψή τους, ἀφοῦ ὁ χαρακτῆρας του διέθετε, ἐπεδείκνυε ἕνα ὀρθόδοξο φρόνημα ποὺ ἔκρυβε ὅμως ἀπὸ κάτω τὴν οἰκουμενιστικὴ πεποίθηση. Ὅμως αὐτοὶ ποὺ ἀνῆκαν στὸ στενό του περιβάλλον, θεολόγοι καὶ κληρικοί, ἔπρεπε νὰ τὸν καταγγείλουν. Αὐτὲς οἱ ἀτελείωτες «Οἰκονομίες» ἔφεραν τὰ πράγματα στὴν σημερινὴ κατάσταση. Ἐδῶ ταιριάζει ὁ λόγος τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου: «Κάθε ἕνας ποὺ λέει πράγματα διαφορετικὰ ἀπὸ τὰ διατεταγμένα ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἀξιόπιστος ἢ νηστευτὴς ἢ καὶ κάνει θαύματα καὶ ἀσκητεύει καὶ προφητεύει, ἂς σοῦ φαίνεται ὡς ἕνας λύκος, ὁ ὁποῖος ἐνδεδυμένος μὲ δέρμα προβάτου φθείρει καὶ ἀφανίζει τὰ πρόβατα». Αὐτοὶ ποὺ διέκοψαν τὴν κοινωνία μὲ τὸν Δημήτριο ἔπραξαν, λοιπόν, σωστὰ καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία.
Τὰ παραπάνω γίνονται ἀκόμα πιὸ ξεκάθαρα μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ παίρνουμε πάλι ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστές, τώρα τοὺς πιὸ ἀκραίους, τὸ Π.Σ.Ε., σχετικὰ μὲ τὸν πατριάρχη Δημήτριο μετὰ τὸ 1990 ποὺ ἔγινε ἡ διακοπὴ τοῦ διαλόγου λόγῳ τῆς Οὐνίας. Στὴν πραγματικότητα, ὅπως θὰ δοῦμε, ἔγινε διακοπὴ τοῦ διαλόγου, ἀλλὰ ὄχι τῆς προώθησης τῆς Παναιρέσεως. Ὁ Δημήτριος διόρισε ὡς μέλος τῆς διευθύνουσας ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. τὸν Βαρθολομαῖο, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν εὐλογία καὶ μετάπειτα ἐπικύρωση φυσικὰ τοῦ Δημητρίου, στὴν συνάντηση τοῦ Π.Σ.Ε. στὴν Καμπέρα τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1991, στὴν ὁποία μάλιστα συμπροσευχήθηκαν καὶ
Οὐνίτες παρόλη τὴν διακοπή, συμφώνησε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς (ἐδῶ, κιἐδῶ, κι ἐδῶ):
Οὐνίτες παρόλη τὴν διακοπή, συμφώνησε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς (ἐδῶ, κιἐδῶ, κι ἐδῶ):
«Ἡ “Ἐκκλησία” πρέπει νὰ προσεύχεται ἀπὸ κοινοῦ γιὰ τὴν προστασία καὶ διατήρηση τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος (σσ. αὐτὸ ἔγινε, ὅπως γνωρίζουν ὅλοι ἀπὸ πρωτοβουλία τοῦ Δημητρίου γιὰ κοινὴ προσευχὴ ὑπὲρ τοῦ περιβάλλοντος κάθε 1ηΣεπτεμβρίου).
Ἡ “Ἐκκλησία” πρέπει νὰ προσεύχεται γιὰ τὴν καταπολέμηση τῆς διχόνοιας καὶ τοῦ χωρισμοῦ ἐξ αἰτίας διαφορετικῆς φυλῆς, χρώματος, φύλου, ἡλικίας καὶ πολιτισμοῦ.
Ἀναγνωρίζουμε καὶ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ οἰκουμενικὴ κίνηση ἔφερε τὶς διαφορετικὲς ἐκκλησίες στὴν ἀλληλοκατανόηση, στὸ κοινὸ πάθος, στὴν κοινὴ προσευχή, στὴν κοινὴ ὁμολογία καὶ στὴν ἀλληλοσυνεργασία, ὥστε νὰ φαίνεται, ὅτι ὑπάρχει ἤδη μία σχετικὴ ἑνότητα».
Δὲν ὑπάρχει, πιστεύω, ἄνθρωπος ποὺ θὰ ἀμφισβητήσει ὅτι ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν μία συνειδητὴ ἀπροκάλυπτη καὶ σοβαρὴ σὲ διάσταση προώθηση τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Καὶ αὐτοὶ ποὺ τὰ γνώριζαν καὶ μιλοῦν ἀκόμα καὶ σήμερα γιὰ Οἰκονομίες ἔχουν τεράστια εὐθύνη ἢ ἀκόμα χειρότερα εἶναι συνένοχοι στὸ ἔγκλημα αὐτὸ ἐναντίον τῆς Πίστεως. Πρέπει ὅμως νὰ παραδεχθοῦμε, ὅτι καὶ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς δὲν γνώριζαν. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι οἱ ὅποιες ἀποκαλύψεις καὶ συζητήσεις γιὰ τὸ τραγικὸ αὐτὸ παρελθὸν πρέπει νὰ γίνονται μὲν μὲ πνεῦμα αὐτοκριτικῆς καὶ ἀναγνώρισης, ἀλλὰ καὶ μὲ πνεῦμα ἀγάπης καὶ κατανόησης τῆς ὅποιας ὀλιγωρίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, σήμερα ἡ ὀλιγωρία αὐτὴ δὲν συγχωρεῖται πιά. Μίας ἐποχῆς ποὺ πρέπει νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει τὰ λάθη μας καὶ τὶς σημερινές μας εὐθῦνες.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου