Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος: ΕYXAΡΙΣΤΩ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΑΝΤΙΩΤΗς
«Ιδων ο Παυλος τους αδελφους ευχαριστησας τω Θεω ελαβε θαρσος» (Πράξ. 28,15). Ο Παυλος προτυπο για τους ποιμενες της Εκ­κλησιας. Επειδη κ᾽ εγω κατα τις ανεξιχνιαστες βουλες του Θεου ειμαι ενας ποιμενας, εχω κ᾽ εγω αναγκη ενισχυσεως. Θα σας παρουσιασω, προς δοξαν Θεου, 4 – 5 στι­γμι­οτυπα, κατα τα οποια οι Χριστιανοι μου εδωσαν μεγαλο θαρρος, για να συνεχισω τον αγωνα μου. Ἂν δὲν ἦταν αὐτοί, δὲν ξέρω ἂν τὴν ὥρα αὐτὴ θὰ βρισκόμουν ἐδῶ, ἢ θὰ εἶ­χα ἀποσυρθῆ στὸ Ἅγιο Ὄρος.


Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2202
Τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων
Κυριακὴ 30 Ἰουνίου 2019 ἑσπέρας




ΕYXAΡΙΣΤΩ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ

π. Αυγουστ. Καντιωτης κηρυτ. Γρεβενα

Apst. Paulos«Ἰδὼν ὁ Παῦλος τοὺς ἀδελφοὺς εὐχαριστήσας τῷ Θεῷ ἔλαβε θάρσος» (Πράξ. 28,15)

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου, μετὰ ἀ­πὸ μεγάλη τα­λαι­πωρία σωματικὴ καὶ ψυ­χι­κή, φτάνει στὰ πρόθυρα τῆς ῾Ρώμης. Ἔρχε­ται κρατού­μενος γιὰ νὰ δι­καστῇ. Βγαίνουν τότε καὶ τὸν ὑ­πο­δέχονται Χριστιανοί. Καὶ ὁ συνοδός του εὐαγγελιστὴς Λου­κᾶς σημειώνει γιὰ τὴ συν­άν­­τησι αὐτή· «Ἰ­δὼν ὁ Παῦλος τοὺς ἀ­δελφοὺς εὐ­χαρι­στήσας τῷ Θεῷ ἔλαβε θάρσος» (Πράξ. 28,15), πῆρε δηλαδὴ θάρρος ἀπὸ τοὺς πιστούς.
Ἂν ὅμως ὁ Παῦλος πῆρε θάρρος ἀπὸ τοὺς ἀ­­δελφοὺς τῆς ῾Ρώμης, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς ἔ­χου­­με τὴν ἀνάγκη αὐτή; Ὁ Παῦ­λος εἶ­νε πρότυπο γιὰ τοὺς ποιμένες τῆς Ἐκ­κλησί­ας· καὶ ἐπειδὴ κ᾽ ἐγὼ κατὰ τὶς ἀνεξιχνί­αστες βουλὲς τοῦ Θεοῦ εἶμαι ἕνας ποιμένας, ἔχω κ᾽ ἐγὼ ἀνάγκη ἐνισχύ­σεως. Ὅπως σ᾽ ἐ­κεῖ­­νον ἔ­τσι καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ποὺ ἐργαζόμεθα στὸν ἀ­γρὸ τοῦ Κυρίου, ποιός θὰ μᾶς δώσῃ θάρρος; Πρῶτα ὁ Θεὸς βέβαια. Ὄχι ὅ­μως μόνο ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ οἱ πιστοὶ ἀδελφοί.
Αὐτὸ ἔδωσε ὁ Κύριος νὰ τὸ δοκιμάσω κ᾽ ἐ­γώ. Ἐπιτρέψτε μου λοιπὸν τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ σᾶς παρουσιάσω, πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ, 4 – 5 στι­γμι­ότυπα, κατὰ τὰ ὁποῖα οἱ Χριστιανοὶ μοῦ ἔ­δωσαν μεγάλο θάρρος, ὥστε νὰ συνεχίσω τὸν ἀγῶ­να μου. Ἂν δὲν ἦταν αὐτοί, δὲν ξέρω ἂν τὴν ὥρα αὐτὴ θὰ βρισκόμουν ἐδῶ, ἢ θὰ εἶ­χα ἀποσυρθῆ στὸ Ἅγιο Ὄρος. Μὲ τὰ λόγια, τὴ στάσι καὶ τὴν στήριξί τους μὲ ἐνίσχυσαν νὰ κρα­τηθῶ. Γι᾽ αὐτὸ τὸ χωρίο αὐτό, ὅτι «ὁ Παῦ­λος ἰ­δὼν τοὺς ἀ­δελφοὺς εὐ­χαρι­στήσας τῷ Θε­ῷ ἔλαβε θάρσος», μὲ συγκινεῖ.

* * *

⃝ Ἂς θυμηθῶ κατ᾽ ἀρχὴν τὴν πρώτη πόλι ποὺ μ᾽ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ὑπηρετήσω, τὸ Μεσολόγ­γι. Νέος ἐγὼ τότε, τὸ 1935, μόλις 28 ἐτῶν, ἀνέβη­κα στὸν ἄμβωνα. Ἀπὸ τὶς πρῶτες προσπάθειές μου δὲν ἔβλεπα ἀποτελέσματα. Ἕνας νέ­ος ξέρετε ζητάει νὰ δῇ ἄμεσα ἀποτελέσματα. Γι᾽ αὐτὸ ἤ­­μουν κάπως ἀπογοητευμένος. Συνέχισα βέβαια τὴ διδασκαλία, εἶχα ὅμως ἀπορία· Καὶ τί ἔ­κανες, Αὐγουστῖνε, στὸ Μεσολόγγι; τό­σα κη­ρύ­γματα, κατηχητικά, φυλλάδια, κόποι· τί βγῆ­κε ἀπ᾽ ὅλη αὐτὴ τὴν περιπέτεια, ποὺ κάθησες ἑφτὰ χρόνια (1935-1941) στὸ Μεσολόγγι;… Πάντοτε τὸ σκεπτόμουν.
Πέρασαν εἴκοσι χρόνια καὶ γύρω στὸ 1960 τα­ξίδευα μιὰ μέρα μὲ τὸ σιδηρόδρομο· καθόμουν σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ διάβαζα τὸ Εὐαγγέλιο. Ἕνας ἐπιβάτης μὲ παρατηροῦσε ἀπὸ τὸν ἄ­κρο τοῦ συρμοῦ. Πλησίασε μὲ σεβασμὸ καὶ μοῦ λέει· –Εἶστε ὁ πάτερ Αὐγουστῖνος; –Ναί. –Ἐ­σεῖς δὲν κάνατε στὸ Μεσολόγγι; –Τί θέλετε; –Θὰ σᾶς πῶ κάτι· ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι, ἐρχόμουν ἐκεῖ, στὴν Ἁγία Παρασκευή, καὶ ἄ­κουγα τὰ κηρύγματα. Μέχρι τότε ἤμουν ὁ πιὸ βλάστημος. Ἀλλ᾽ ὅταν ἄκουσα ἐκεῖ ἕνα κήρυγμά σου ἐναντίον τῆς βλαστήμιας, ἀπὸ τότε τὴν ἔκοψα. Λέω· –Δόξα σοι, ὁ Θεός.
Αὐτὸ ποὺ εἶπε, ὅτι ἀπὸ ἕνα κήρυγμα ἔκοψε τὴ βλαστήμια, μοῦ ᾽δωσε θάρρος. Σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε· Αὐγουστῖνε, βάδιζε! «ὁ κόπος ὑ­μῶν οὐκ ἔστι κενὸς ἐν Κυρίῳ» (Α΄ Κορ. 15,58).
⃝ Φεύγω ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι, πάω στὰ Γιάννενα τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Κατοχῆς (1942;). Ἀ­φή­νω τὴν περιπέτεια· εἶνε μεγάλη ἱστορία αὐ­τή. Μὲ κατέβασαν κάτω ἀπὸ τὸν ἄμβωνα. Περπα­τοῦσα περίλυπος. Τί νὰ κάνω; Τυχαίως(;) βρίσκω στὸ δρόμο ἕναν εὐλαβέστατο γέροντα καὶ τοῦ λέω· –Τί νὰ κάνω, πάτερ; μὲ κατέβασαν κάτω οἱ Ἰταλοὶ συμφωνοῦντος τοῦ ἐπισκό­που· μοῦ ἔρχεται ν᾽ ἀνεβῶ πάλι στὸν ἄμ­βωνα… –Ὄχι, παιδάκι μου, λέει, ὄχι – αὐτὸ μὲ ἔ­σωσε. Ἄκουσε κ᾽ ἐμένα ποὺ εἶμαι γέρος 60 χρο­­νῶν. Εἶδες τί κάνουν τὰ σπουργιτάκια ὅταν φυσάῃ ἄνεμος σφοδρός; πᾶνε καὶ κρύβονται σὲ κάτι τρύπες μέσ᾽ στὰ βράχια· μένουν ἐκεῖ καὶ περιμένουν πότε θὰ κοπάσῃ ἡ θύελλα, καὶ τότε βγαίνουν πάλι ἔξω. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας· «Ἀποκρύβηθι μικρὸν ὅσον ὅσον, ἕως ἂν παρέλθῃ ἡ ὀργὴ Κυρίου» (Ἠσ. 26,20). Κρύψου, σπουργιτάκι μου, μέχρι νὰ περάσῃ ἡ μεγάλη θύελλα, καὶ τότε νὰ ξαναβγῇς. Κράτα· σὲ χρειάζεται ἡ ἐκκλησία καὶ ἡ πατρίδα, μὴν κάνῃς τέτοιο διάβημα, θὰ σὲ γραπώσουν καὶ θὰ σὲ ἀποτελειώσουν…
Τὸν ἄκουσα. Πέρασαν ἀπὸ τότε 25 χρόνια. Μετὰ τὸ 1967 ἦρθαν στὴ Φλώρινα ἐκδρομὴ μ᾽ ἕνα πούλμαν σπουδάστριες τῆς Ἀκαδημί­­­ας Ἰ­ωαννίνων. Μία ἀπ᾽ αὐτὲς πλησι­άζει καὶ μοῦ λέει· –Μοῦ εἶπε ὁ παπποῦς μου νὰ ἔρ­θω νὰ σᾶς βρῶ. –Ποιός εἶνε ὁ παπποῦς σου; –Ὁ παπα-Γιώργης τοῦ Ἀρχιμανδρείου. –Εἶσαι ἐγ­γονή του; –Ναί. Μᾶς τὸ λέει πάντα, ὅτι σᾶς βρῆ­κε ἐκεῖνα τὰ χρόνια στὸ δρόμο καὶ σᾶς εἶπε τὰ λόγια «Ἀποκρύβηθι μικρὸν ὅσον ὅσον…».
Ἀπὸ τὴ συμβουλὴ ἑνὸς πνευματικοῦ πατρὸς βοηθήθηκα καὶ συνέχισα τὴ διδασκαλία.
⃝ Ἀπ᾽ ὅσα ἔζησα στὴν Κοζάνη θὰ πῶ μόνο ἕ­να στιγμιότυ­πο. Τὸ 1944 πρὶν τὴ Μεγάλη Ἑβδο­μάδα εἶχα κατεβῆ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ παίρνω ἕνα γράμμα· Μὴν πατήσῃς στὴν Κοζάνη, καί­γεσαι! Τί νὰ κάνω; Καθὼς περπα­τοῦσα στὴν προκυμαία συναντῶ ἕναν ἁπλοϊ­κὸ ἄνθρω­πο. –Σκέπτομαι, λέω, νὰ καθήσω ἐδῶ, νὰ μὴν πάω στὴν Κοζάνη. –Ἄ ὄχι, μοῦ λέει, θὰ πᾷς. –Μὰ κοίτα τί μοῦ γράφουν ἐδῶ. –Πρέπει νὰ πᾷς, λέει. Στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο γράφει, ὅτι ἡ ζωή μας εἶνε 12 ὧρες (βλ. Ἰω. 11,9)· μὴν προσθέσῃς ἐσὺ ἄλλη, δεκάτη τρίτη ὥρα στὴ ζωή σου προδίδοντας τὸ χρέος σου. Νὰ πᾷς στὸ καθῆκον, κι ὁ Θεὸς θά ᾽νε μαζί σου· καὶ ἂν θέ᾽ς διάβασε τὸ βιβλίο «Ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου» (βλ. π. Αὐγουστίνου Μύρου, Ἡ ἀντίστασι τῆς ἀγάπης, Κοζάνη 20143, σσ. 293-4).
Ὁ ταπεινὸς αὐτὸς ἄν­θρωπος μοῦ ὑπέδειξε τὸ δρόμο καὶ μὲ ἐνίσχυσε νὰ τὸν βαδίσω.
 Πάω κατόπιν στὰ Γρεβενά. Ἐκεῖ ἦταν ἡ μεγάλη ἀ­πογοήτευσι· ἄγνοια, δεισιδαιμονία, ἀδιαφο­ρία· ἄνθρωπος δὲν πατοῦσε στὴν ἐκκλησία. Θεέ μου, δός μου θάρρος! Ἀρ­χίζω νὰ περιοδεύω ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό· ἡ ἴδια κατάστασι. Περπατώντας τότε ὁλομόναχος σ᾽ ἕ­ναν ὀρει­νὸ δρόμο, πρὸς τὰ ψηλὰ τῆς Πίνδου, συναντῶ ἕνα τσοπᾶνο. –Μοῦ δείχνεις, λέω, πῶς νὰ πάω στὸ τάδε χωριό; –Νὰ σοῦ δείξω, παππούλη· ἀ­πὸ ἐκεῖ πάω κ᾽ ἐγώ. Περπατούσα­με μιὰ ὥρα μέσ᾽ στὸ δάσος. Πάνω στὴν κου­βέντα τοῦ λέω· –Διαβάζεις Εὐαγγέλιο; –Διαβάζω· ἀλλὰ προχθές, ἐκεῖ πού ᾽μου­να σ᾽ ἕνα χωριό, ἔ­πεσε στὰ χέρια μου ἕνα φυλ­λάδιο (Ἐ­μέ­να ἐν­νοεῖται δὲν μὲ ἤξερε, οὔτε τοῦ εἶπα ποιός εἶ­μαι). –Ποιό φυλλάδιο; λέω. –Μία «Σπίθα»· τὴ διάβαζα ὅλη νύχτα κ᾽ εὐχαριστήθηκα (Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ μέσα στὴν Ἀθήνα μοῦ σκίζανε τὶς «Σπίθες», βάζανε φωτιὰ καὶ τὶς καί­γανε. Δὲν τοῦ εἶπα βέβαια πὼς ἐγὼ γράφω τὴ «Σπίθα»). –Καταλαβαίνεις τίποτα ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ δια­βάζεις; τὸ ρωτάω. Κι ἀρχίζει λοιπόν, ἐκεῖ μέσ᾽ στὸ δάσος, καὶ ἐπὶ μισὴ ὥρα μοῦ ἔλεγε ὁλόκληρη τὴ «Σπίθα» ἀπ᾽ ἔξω.
Τί μυστήρια, Θεέ μου, λέω· ἀξίζει κανεὶς νὰ γράφῃ! Δὲν τὸ περίμενα. «Ἰδὼν δὲ τὸν ἀδελφὸν αὐτὸν ἔλαβα θάρρος». Τράβα, Αὐγουστῖ­νε, τὸ δρόμο σου, εἶπα, μὴν ἀπογοητεύεσαι.
 Κάποτε κατέληξα στὴν Ἀθήνα (τὸ 1951), ἄ­γνωστος ἐν μέσῳ τῶν ἀγνώστων. Ἀρκετὰ ἀρ­γότερα λοιπόν, γύρω στὸ 1962, ὅταν τελειώνα­­με τὴν αἴθουσα τῆς ὁδοῦ Ζωοδόχου Πηγῆς 44, περπατοῦσα μιὰ μέρα στενοχωρημένος κά­­που πρὸς τὴν ὁδὸν Ἑρμοῦ. Μὲ πλησι­άζει κάποιος ἐκεῖ καὶ μοῦ λέει· –Πάτερ, ἐγὼ εἶμαι οἰκοδό­μος καὶ ἔρχομαι στὰ κηρύγματά σου. Βλέπω ὅ­τι σὲ λίγο ἡ αἴ­θουσα τελειώνει. Σὲ παρακαλῶ λοιπὸν νὰ γράψῃς ἐκεῖ ἕνα ῥητό. –Ποιό ρητό; λέω. Χτίστης τώρα αὐτός, μοῦ λέει· –Γράψε ἀ­πὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὰ λό­για «Ἕως τοῦ θανάτου ἀ­γώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ» (Σοφ. Σειρ. 4,28).

* * *

Ὀφείλω, ἀγαπητοί μου, νὰ εὐχαριστήσω τὸ Θεό. Ἐργάζομαι 35 περίπου χρόνια στὴν πατρί­δα μου. Ὁ Κύριος δὲν μὲ στέρησε τῆς θείας του βοηθείας. Τὸν δοξάζω ἐκ βάθους καρδίας. Εὐχαριστῶ ὅμως καὶ τοὺς Χριστι­ανοὺς ὅλων τῶν πόλεων καὶ τῶν Ἀθηνῶν, ποὺ μοῦ συμπαραστάθηκαν. Ἂν σήμερα ὑπάρχω ὡς ἱε­ροκήρυκας καὶ ἐπίσκοπος, τὸ ὀφείλω σ᾽ ἐσᾶς· τὸ πιστεύω ἀκραδάντως. Τὸ 1964 κινδύνευσα· μὲ εἶχαν διαγράψει, περίμεναν ν᾽ ἀποθάνω νὰ μὲ σαβανώσουν. Ἐὰν ἔζησα καὶ εἶμαι ἐπίσκοπος, τὸ ὀφείλω στὶς προσευχές σας· σεῖς μὲ κρατήσατε στὴ ζωή.Ἕνας σοφὸς ἔλεγε· Δός μου ἕναν κήρυκα ποὺ πίσω του νὰ προσεύχων­­ται ἑκατὸ ἄνθρωποι, κι αὐτὸς θὰ ἔχῃ εὐλογία. Ἐσεῖς εἶστε τὰ φτερά μου, ἐσεῖς μὲ βοηθήσατε. Γι᾽ αὐτὸ χίλια εὐχαριστῶ στὴν ἀγάπη καὶ στὴν σταθερὰ συμπαράστασί σας.
Κάποιος μοῦ φωνάζει· «Πάντα κοντά σου θὰ ᾽μαστε!». Μὴ τὸ λέτε αὐτό. Γιατὶ οἱ Χριστι­ανοί, ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὴ ῾Ρώμη καὶ προϋπάν­τησαν τὸν ἁλυσόδετο ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν ὁ Νέρων ἔτριξε τὰ δόντια, κανείς δὲν πά­τησε στὴ φυλακή, κ᾽ ἔμεινε ὁ Παῦλος μόνος! Κ᾽ ἐ­σεῖς μὴν καυχᾶσθε, γιατὶ θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ κ᾽ ἐσεῖς οἱ θαρραλέοι μπορεῖ νὰ ἐγκαταλείψετε τοὺς ἐργάτες τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Πέτρος ἔλεγε, Εἶμαι ἕτοιμος νὰ σ᾽ ἀκολουθήσω μέχρι θανάτου, ἀλλὰ τὴν ὥρα τῆς δοκιμασίας ἀρνήθηκε.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης μεγάλης βραδινῆς ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδ. Ζ. Πηγῆς 44 Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 30-6-1968 τὸ βράδυ.

http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=74149