Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2202
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2202
Τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων
Κυριακὴ 30 Ἰουνίου 2019 ἑσπέρας
Κυριακὴ 30 Ἰουνίου 2019 ἑσπέρας
ΕYXAΡΙΣΤΩ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ
«Ἰδὼν ὁ Παῦλος τοὺς ἀδελφοὺς εὐχαριστήσας τῷ Θεῷ ἔλαβε θάρσος» (Πράξ. 28,15)
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου, μετὰ ἀπὸ μεγάλη ταλαιπωρία σωματικὴ καὶ ψυχική, φτάνει στὰ πρόθυρα τῆς ῾Ρώμης. Ἔρχεται κρατούμενος γιὰ νὰ δικαστῇ. Βγαίνουν τότε καὶ τὸν ὑποδέχονται Χριστιανοί. Καὶ ὁ συνοδός του εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς σημειώνει γιὰ τὴ συνάντησι αὐτή· «Ἰδὼν ὁ Παῦλος τοὺς ἀδελφοὺς εὐχαριστήσας τῷ Θεῷ ἔλαβε θάρσος» (Πράξ. 28,15), πῆρε δηλαδὴ θάρρος ἀπὸ τοὺς πιστούς.
Ἂν ὅμως ὁ Παῦλος πῆρε θάρρος ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς ῾Ρώμης, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς ἔχουμε τὴν ἀνάγκη αὐτή; Ὁ Παῦλος εἶνε πρότυπο γιὰ τοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας· καὶ ἐπειδὴ κ᾽ ἐγὼ κατὰ τὶς ἀνεξιχνίαστες βουλὲς τοῦ Θεοῦ εἶμαι ἕνας ποιμένας, ἔχω κ᾽ ἐγὼ ἀνάγκη ἐνισχύσεως. Ὅπως σ᾽ ἐκεῖνον ἔτσι καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ποὺ ἐργαζόμεθα στὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου, ποιός θὰ μᾶς δώσῃ θάρρος; Πρῶτα ὁ Θεὸς βέβαια. Ὄχι ὅμως μόνο ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ οἱ πιστοὶ ἀδελφοί.
Αὐτὸ ἔδωσε ὁ Κύριος νὰ τὸ δοκιμάσω κ᾽ ἐγώ. Ἐπιτρέψτε μου λοιπὸν τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ σᾶς παρουσιάσω, πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ, 4 – 5 στιγμιότυπα, κατὰ τὰ ὁποῖα οἱ Χριστιανοὶ μοῦ ἔδωσαν μεγάλο θάρρος, ὥστε νὰ συνεχίσω τὸν ἀγῶνα μου. Ἂν δὲν ἦταν αὐτοί, δὲν ξέρω ἂν τὴν ὥρα αὐτὴ θὰ βρισκόμουν ἐδῶ, ἢ θὰ εἶχα ἀποσυρθῆ στὸ Ἅγιο Ὄρος. Μὲ τὰ λόγια, τὴ στάσι καὶ τὴν στήριξί τους μὲ ἐνίσχυσαν νὰ κρατηθῶ. Γι᾽ αὐτὸ τὸ χωρίο αὐτό, ὅτι «ὁ Παῦλος ἰδὼν τοὺς ἀδελφοὺς εὐχαριστήσας τῷ Θεῷ ἔλαβε θάρσος», μὲ συγκινεῖ.
Αὐτὸ ἔδωσε ὁ Κύριος νὰ τὸ δοκιμάσω κ᾽ ἐγώ. Ἐπιτρέψτε μου λοιπὸν τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ σᾶς παρουσιάσω, πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ, 4 – 5 στιγμιότυπα, κατὰ τὰ ὁποῖα οἱ Χριστιανοὶ μοῦ ἔδωσαν μεγάλο θάρρος, ὥστε νὰ συνεχίσω τὸν ἀγῶνα μου. Ἂν δὲν ἦταν αὐτοί, δὲν ξέρω ἂν τὴν ὥρα αὐτὴ θὰ βρισκόμουν ἐδῶ, ἢ θὰ εἶχα ἀποσυρθῆ στὸ Ἅγιο Ὄρος. Μὲ τὰ λόγια, τὴ στάσι καὶ τὴν στήριξί τους μὲ ἐνίσχυσαν νὰ κρατηθῶ. Γι᾽ αὐτὸ τὸ χωρίο αὐτό, ὅτι «ὁ Παῦλος ἰδὼν τοὺς ἀδελφοὺς εὐχαριστήσας τῷ Θεῷ ἔλαβε θάρσος», μὲ συγκινεῖ.
* * *
⃝ Ἂς θυμηθῶ κατ᾽ ἀρχὴν τὴν πρώτη πόλι ποὺ μ᾽ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ὑπηρετήσω, τὸ Μεσολόγγι. Νέος ἐγὼ τότε, τὸ 1935, μόλις 28 ἐτῶν, ἀνέβηκα στὸν ἄμβωνα. Ἀπὸ τὶς πρῶτες προσπάθειές μου δὲν ἔβλεπα ἀποτελέσματα. Ἕνας νέος ξέρετε ζητάει νὰ δῇ ἄμεσα ἀποτελέσματα. Γι᾽ αὐτὸ ἤμουν κάπως ἀπογοητευμένος. Συνέχισα βέβαια τὴ διδασκαλία, εἶχα ὅμως ἀπορία· Καὶ τί ἔκανες, Αὐγουστῖνε, στὸ Μεσολόγγι; τόσα κηρύγματα, κατηχητικά, φυλλάδια, κόποι· τί βγῆκε ἀπ᾽ ὅλη αὐτὴ τὴν περιπέτεια, ποὺ κάθησες ἑφτὰ χρόνια (1935-1941) στὸ Μεσολόγγι;… Πάντοτε τὸ σκεπτόμουν.
Πέρασαν εἴκοσι χρόνια καὶ γύρω στὸ 1960 ταξίδευα μιὰ μέρα μὲ τὸ σιδηρόδρομο· καθόμουν σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ διάβαζα τὸ Εὐαγγέλιο. Ἕνας ἐπιβάτης μὲ παρατηροῦσε ἀπὸ τὸν ἄκρο τοῦ συρμοῦ. Πλησίασε μὲ σεβασμὸ καὶ μοῦ λέει· –Εἶστε ὁ πάτερ Αὐγουστῖνος; –Ναί. –Ἐσεῖς δὲν κάνατε στὸ Μεσολόγγι; –Τί θέλετε; –Θὰ σᾶς πῶ κάτι· ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι, ἐρχόμουν ἐκεῖ, στὴν Ἁγία Παρασκευή, καὶ ἄκουγα τὰ κηρύγματα. Μέχρι τότε ἤμουν ὁ πιὸ βλάστημος. Ἀλλ᾽ ὅταν ἄκουσα ἐκεῖ ἕνα κήρυγμά σου ἐναντίον τῆς βλαστήμιας, ἀπὸ τότε τὴν ἔκοψα. Λέω· –Δόξα σοι, ὁ Θεός.
Αὐτὸ ποὺ εἶπε, ὅτι ἀπὸ ἕνα κήρυγμα ἔκοψε τὴ βλαστήμια, μοῦ ᾽δωσε θάρρος. Σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε· Αὐγουστῖνε, βάδιζε! «ὁ κόπος ὑμῶν οὐκ ἔστι κενὸς ἐν Κυρίῳ» (Α΄ Κορ. 15,58).
⃝ Φεύγω ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι, πάω στὰ Γιάννενα τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Κατοχῆς (1942;). Ἀφήνω τὴν περιπέτεια· εἶνε μεγάλη ἱστορία αὐτή. Μὲ κατέβασαν κάτω ἀπὸ τὸν ἄμβωνα. Περπατοῦσα περίλυπος. Τί νὰ κάνω; Τυχαίως(;) βρίσκω στὸ δρόμο ἕναν εὐλαβέστατο γέροντα καὶ τοῦ λέω· –Τί νὰ κάνω, πάτερ; μὲ κατέβασαν κάτω οἱ Ἰταλοὶ συμφωνοῦντος τοῦ ἐπισκόπου· μοῦ ἔρχεται ν᾽ ἀνεβῶ πάλι στὸν ἄμβωνα… –Ὄχι, παιδάκι μου, λέει, ὄχι – αὐτὸ μὲ ἔσωσε. Ἄκουσε κ᾽ ἐμένα ποὺ εἶμαι γέρος 60 χρονῶν. Εἶδες τί κάνουν τὰ σπουργιτάκια ὅταν φυσάῃ ἄνεμος σφοδρός; πᾶνε καὶ κρύβονται σὲ κάτι τρύπες μέσ᾽ στὰ βράχια· μένουν ἐκεῖ καὶ περιμένουν πότε θὰ κοπάσῃ ἡ θύελλα, καὶ τότε βγαίνουν πάλι ἔξω. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας· «Ἀποκρύβηθι μικρὸν ὅσον ὅσον, ἕως ἂν παρέλθῃ ἡ ὀργὴ Κυρίου» (Ἠσ. 26,20). Κρύψου, σπουργιτάκι μου, μέχρι νὰ περάσῃ ἡ μεγάλη θύελλα, καὶ τότε νὰ ξαναβγῇς. Κράτα· σὲ χρειάζεται ἡ ἐκκλησία καὶ ἡ πατρίδα, μὴν κάνῃς τέτοιο διάβημα, θὰ σὲ γραπώσουν καὶ θὰ σὲ ἀποτελειώσουν…
Τὸν ἄκουσα. Πέρασαν ἀπὸ τότε 25 χρόνια. Μετὰ τὸ 1967 ἦρθαν στὴ Φλώρινα ἐκδρομὴ μ᾽ ἕνα πούλμαν σπουδάστριες τῆς Ἀκαδημίας Ἰωαννίνων. Μία ἀπ᾽ αὐτὲς πλησιάζει καὶ μοῦ λέει· –Μοῦ εἶπε ὁ παπποῦς μου νὰ ἔρθω νὰ σᾶς βρῶ. –Ποιός εἶνε ὁ παπποῦς σου; –Ὁ παπα-Γιώργης τοῦ Ἀρχιμανδρείου. –Εἶσαι ἐγγονή του; –Ναί. Μᾶς τὸ λέει πάντα, ὅτι σᾶς βρῆκε ἐκεῖνα τὰ χρόνια στὸ δρόμο καὶ σᾶς εἶπε τὰ λόγια «Ἀποκρύβηθι μικρὸν ὅσον ὅσον…».
Ἀπὸ τὴ συμβουλὴ ἑνὸς πνευματικοῦ πατρὸς βοηθήθηκα καὶ συνέχισα τὴ διδασκαλία.
⃝ Ἀπ᾽ ὅσα ἔζησα στὴν Κοζάνη θὰ πῶ μόνο ἕνα στιγμιότυπο. Τὸ 1944 πρὶν τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶχα κατεβῆ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ παίρνω ἕνα γράμμα· Μὴν πατήσῃς στὴν Κοζάνη, καίγεσαι! Τί νὰ κάνω; Καθὼς περπατοῦσα στὴν προκυμαία συναντῶ ἕναν ἁπλοϊκὸ ἄνθρωπο. –Σκέπτομαι, λέω, νὰ καθήσω ἐδῶ, νὰ μὴν πάω στὴν Κοζάνη. –Ἄ ὄχι, μοῦ λέει, θὰ πᾷς. –Μὰ κοίτα τί μοῦ γράφουν ἐδῶ. –Πρέπει νὰ πᾷς, λέει. Στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο γράφει, ὅτι ἡ ζωή μας εἶνε 12 ὧρες (βλ. Ἰω. 11,9)· μὴν προσθέσῃς ἐσὺ ἄλλη, δεκάτη τρίτη ὥρα στὴ ζωή σου προδίδοντας τὸ χρέος σου. Νὰ πᾷς στὸ καθῆκον, κι ὁ Θεὸς θά ᾽νε μαζί σου· καὶ ἂν θέ᾽ς διάβασε τὸ βιβλίο «Ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου» (βλ. π. Αὐγουστίνου Μύρου, Ἡ ἀντίστασι τῆς ἀγάπης, Κοζάνη 20143, σσ. 293-4).
Ὁ ταπεινὸς αὐτὸς ἄνθρωπος μοῦ ὑπέδειξε τὸ δρόμο καὶ μὲ ἐνίσχυσε νὰ τὸν βαδίσω.
⃝ Πάω κατόπιν στὰ Γρεβενά. Ἐκεῖ ἦταν ἡ μεγάλη ἀπογοήτευσι· ἄγνοια, δεισιδαιμονία, ἀδιαφορία· ἄνθρωπος δὲν πατοῦσε στὴν ἐκκλησία. Θεέ μου, δός μου θάρρος! Ἀρχίζω νὰ περιοδεύω ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό· ἡ ἴδια κατάστασι. Περπατώντας τότε ὁλομόναχος σ᾽ ἕναν ὀρεινὸ δρόμο, πρὸς τὰ ψηλὰ τῆς Πίνδου, συναντῶ ἕνα τσοπᾶνο. –Μοῦ δείχνεις, λέω, πῶς νὰ πάω στὸ τάδε χωριό; –Νὰ σοῦ δείξω, παππούλη· ἀπὸ ἐκεῖ πάω κ᾽ ἐγώ. Περπατούσαμε μιὰ ὥρα μέσ᾽ στὸ δάσος. Πάνω στὴν κουβέντα τοῦ λέω· –Διαβάζεις Εὐαγγέλιο; –Διαβάζω· ἀλλὰ προχθές, ἐκεῖ πού ᾽μουνα σ᾽ ἕνα χωριό, ἔπεσε στὰ χέρια μου ἕνα φυλλάδιο (Ἐμένα ἐννοεῖται δὲν μὲ ἤξερε, οὔτε τοῦ εἶπα ποιός εἶμαι). –Ποιό φυλλάδιο; λέω. –Μία «Σπίθα»· τὴ διάβαζα ὅλη νύχτα κ᾽ εὐχαριστήθηκα (Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ μέσα στὴν Ἀθήνα μοῦ σκίζανε τὶς «Σπίθες», βάζανε φωτιὰ καὶ τὶς καίγανε. Δὲν τοῦ εἶπα βέβαια πὼς ἐγὼ γράφω τὴ «Σπίθα»). –Καταλαβαίνεις τίποτα ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ διαβάζεις; τὸ ρωτάω. Κι ἀρχίζει λοιπόν, ἐκεῖ μέσ᾽ στὸ δάσος, καὶ ἐπὶ μισὴ ὥρα μοῦ ἔλεγε ὁλόκληρη τὴ «Σπίθα» ἀπ᾽ ἔξω.
Τί μυστήρια, Θεέ μου, λέω· ἀξίζει κανεὶς νὰ γράφῃ! Δὲν τὸ περίμενα. «Ἰδὼν δὲ τὸν ἀδελφὸν αὐτὸν ἔλαβα θάρρος». Τράβα, Αὐγουστῖνε, τὸ δρόμο σου, εἶπα, μὴν ἀπογοητεύεσαι.
⃝ Κάποτε κατέληξα στὴν Ἀθήνα (τὸ 1951), ἄγνωστος ἐν μέσῳ τῶν ἀγνώστων. Ἀρκετὰ ἀργότερα λοιπόν, γύρω στὸ 1962, ὅταν τελειώναμε τὴν αἴθουσα τῆς ὁδοῦ Ζωοδόχου Πηγῆς 44, περπατοῦσα μιὰ μέρα στενοχωρημένος κάπου πρὸς τὴν ὁδὸν Ἑρμοῦ. Μὲ πλησιάζει κάποιος ἐκεῖ καὶ μοῦ λέει· –Πάτερ, ἐγὼ εἶμαι οἰκοδόμος καὶ ἔρχομαι στὰ κηρύγματά σου. Βλέπω ὅτι σὲ λίγο ἡ αἴθουσα τελειώνει. Σὲ παρακαλῶ λοιπὸν νὰ γράψῃς ἐκεῖ ἕνα ῥητό. –Ποιό ρητό; λέω. Χτίστης τώρα αὐτός, μοῦ λέει· –Γράψε ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὰ λόγια «Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ» (Σοφ. Σειρ. 4,28).
Πέρασαν εἴκοσι χρόνια καὶ γύρω στὸ 1960 ταξίδευα μιὰ μέρα μὲ τὸ σιδηρόδρομο· καθόμουν σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ διάβαζα τὸ Εὐαγγέλιο. Ἕνας ἐπιβάτης μὲ παρατηροῦσε ἀπὸ τὸν ἄκρο τοῦ συρμοῦ. Πλησίασε μὲ σεβασμὸ καὶ μοῦ λέει· –Εἶστε ὁ πάτερ Αὐγουστῖνος; –Ναί. –Ἐσεῖς δὲν κάνατε στὸ Μεσολόγγι; –Τί θέλετε; –Θὰ σᾶς πῶ κάτι· ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι, ἐρχόμουν ἐκεῖ, στὴν Ἁγία Παρασκευή, καὶ ἄκουγα τὰ κηρύγματα. Μέχρι τότε ἤμουν ὁ πιὸ βλάστημος. Ἀλλ᾽ ὅταν ἄκουσα ἐκεῖ ἕνα κήρυγμά σου ἐναντίον τῆς βλαστήμιας, ἀπὸ τότε τὴν ἔκοψα. Λέω· –Δόξα σοι, ὁ Θεός.
Αὐτὸ ποὺ εἶπε, ὅτι ἀπὸ ἕνα κήρυγμα ἔκοψε τὴ βλαστήμια, μοῦ ᾽δωσε θάρρος. Σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε· Αὐγουστῖνε, βάδιζε! «ὁ κόπος ὑμῶν οὐκ ἔστι κενὸς ἐν Κυρίῳ» (Α΄ Κορ. 15,58).
⃝ Φεύγω ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι, πάω στὰ Γιάννενα τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Κατοχῆς (1942;). Ἀφήνω τὴν περιπέτεια· εἶνε μεγάλη ἱστορία αὐτή. Μὲ κατέβασαν κάτω ἀπὸ τὸν ἄμβωνα. Περπατοῦσα περίλυπος. Τί νὰ κάνω; Τυχαίως(;) βρίσκω στὸ δρόμο ἕναν εὐλαβέστατο γέροντα καὶ τοῦ λέω· –Τί νὰ κάνω, πάτερ; μὲ κατέβασαν κάτω οἱ Ἰταλοὶ συμφωνοῦντος τοῦ ἐπισκόπου· μοῦ ἔρχεται ν᾽ ἀνεβῶ πάλι στὸν ἄμβωνα… –Ὄχι, παιδάκι μου, λέει, ὄχι – αὐτὸ μὲ ἔσωσε. Ἄκουσε κ᾽ ἐμένα ποὺ εἶμαι γέρος 60 χρονῶν. Εἶδες τί κάνουν τὰ σπουργιτάκια ὅταν φυσάῃ ἄνεμος σφοδρός; πᾶνε καὶ κρύβονται σὲ κάτι τρύπες μέσ᾽ στὰ βράχια· μένουν ἐκεῖ καὶ περιμένουν πότε θὰ κοπάσῃ ἡ θύελλα, καὶ τότε βγαίνουν πάλι ἔξω. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας· «Ἀποκρύβηθι μικρὸν ὅσον ὅσον, ἕως ἂν παρέλθῃ ἡ ὀργὴ Κυρίου» (Ἠσ. 26,20). Κρύψου, σπουργιτάκι μου, μέχρι νὰ περάσῃ ἡ μεγάλη θύελλα, καὶ τότε νὰ ξαναβγῇς. Κράτα· σὲ χρειάζεται ἡ ἐκκλησία καὶ ἡ πατρίδα, μὴν κάνῃς τέτοιο διάβημα, θὰ σὲ γραπώσουν καὶ θὰ σὲ ἀποτελειώσουν…
Τὸν ἄκουσα. Πέρασαν ἀπὸ τότε 25 χρόνια. Μετὰ τὸ 1967 ἦρθαν στὴ Φλώρινα ἐκδρομὴ μ᾽ ἕνα πούλμαν σπουδάστριες τῆς Ἀκαδημίας Ἰωαννίνων. Μία ἀπ᾽ αὐτὲς πλησιάζει καὶ μοῦ λέει· –Μοῦ εἶπε ὁ παπποῦς μου νὰ ἔρθω νὰ σᾶς βρῶ. –Ποιός εἶνε ὁ παπποῦς σου; –Ὁ παπα-Γιώργης τοῦ Ἀρχιμανδρείου. –Εἶσαι ἐγγονή του; –Ναί. Μᾶς τὸ λέει πάντα, ὅτι σᾶς βρῆκε ἐκεῖνα τὰ χρόνια στὸ δρόμο καὶ σᾶς εἶπε τὰ λόγια «Ἀποκρύβηθι μικρὸν ὅσον ὅσον…».
Ἀπὸ τὴ συμβουλὴ ἑνὸς πνευματικοῦ πατρὸς βοηθήθηκα καὶ συνέχισα τὴ διδασκαλία.
⃝ Ἀπ᾽ ὅσα ἔζησα στὴν Κοζάνη θὰ πῶ μόνο ἕνα στιγμιότυπο. Τὸ 1944 πρὶν τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶχα κατεβῆ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ παίρνω ἕνα γράμμα· Μὴν πατήσῃς στὴν Κοζάνη, καίγεσαι! Τί νὰ κάνω; Καθὼς περπατοῦσα στὴν προκυμαία συναντῶ ἕναν ἁπλοϊκὸ ἄνθρωπο. –Σκέπτομαι, λέω, νὰ καθήσω ἐδῶ, νὰ μὴν πάω στὴν Κοζάνη. –Ἄ ὄχι, μοῦ λέει, θὰ πᾷς. –Μὰ κοίτα τί μοῦ γράφουν ἐδῶ. –Πρέπει νὰ πᾷς, λέει. Στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο γράφει, ὅτι ἡ ζωή μας εἶνε 12 ὧρες (βλ. Ἰω. 11,9)· μὴν προσθέσῃς ἐσὺ ἄλλη, δεκάτη τρίτη ὥρα στὴ ζωή σου προδίδοντας τὸ χρέος σου. Νὰ πᾷς στὸ καθῆκον, κι ὁ Θεὸς θά ᾽νε μαζί σου· καὶ ἂν θέ᾽ς διάβασε τὸ βιβλίο «Ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου» (βλ. π. Αὐγουστίνου Μύρου, Ἡ ἀντίστασι τῆς ἀγάπης, Κοζάνη 20143, σσ. 293-4).
Ὁ ταπεινὸς αὐτὸς ἄνθρωπος μοῦ ὑπέδειξε τὸ δρόμο καὶ μὲ ἐνίσχυσε νὰ τὸν βαδίσω.
⃝ Πάω κατόπιν στὰ Γρεβενά. Ἐκεῖ ἦταν ἡ μεγάλη ἀπογοήτευσι· ἄγνοια, δεισιδαιμονία, ἀδιαφορία· ἄνθρωπος δὲν πατοῦσε στὴν ἐκκλησία. Θεέ μου, δός μου θάρρος! Ἀρχίζω νὰ περιοδεύω ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό· ἡ ἴδια κατάστασι. Περπατώντας τότε ὁλομόναχος σ᾽ ἕναν ὀρεινὸ δρόμο, πρὸς τὰ ψηλὰ τῆς Πίνδου, συναντῶ ἕνα τσοπᾶνο. –Μοῦ δείχνεις, λέω, πῶς νὰ πάω στὸ τάδε χωριό; –Νὰ σοῦ δείξω, παππούλη· ἀπὸ ἐκεῖ πάω κ᾽ ἐγώ. Περπατούσαμε μιὰ ὥρα μέσ᾽ στὸ δάσος. Πάνω στὴν κουβέντα τοῦ λέω· –Διαβάζεις Εὐαγγέλιο; –Διαβάζω· ἀλλὰ προχθές, ἐκεῖ πού ᾽μουνα σ᾽ ἕνα χωριό, ἔπεσε στὰ χέρια μου ἕνα φυλλάδιο (Ἐμένα ἐννοεῖται δὲν μὲ ἤξερε, οὔτε τοῦ εἶπα ποιός εἶμαι). –Ποιό φυλλάδιο; λέω. –Μία «Σπίθα»· τὴ διάβαζα ὅλη νύχτα κ᾽ εὐχαριστήθηκα (Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ μέσα στὴν Ἀθήνα μοῦ σκίζανε τὶς «Σπίθες», βάζανε φωτιὰ καὶ τὶς καίγανε. Δὲν τοῦ εἶπα βέβαια πὼς ἐγὼ γράφω τὴ «Σπίθα»). –Καταλαβαίνεις τίποτα ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ διαβάζεις; τὸ ρωτάω. Κι ἀρχίζει λοιπόν, ἐκεῖ μέσ᾽ στὸ δάσος, καὶ ἐπὶ μισὴ ὥρα μοῦ ἔλεγε ὁλόκληρη τὴ «Σπίθα» ἀπ᾽ ἔξω.
Τί μυστήρια, Θεέ μου, λέω· ἀξίζει κανεὶς νὰ γράφῃ! Δὲν τὸ περίμενα. «Ἰδὼν δὲ τὸν ἀδελφὸν αὐτὸν ἔλαβα θάρρος». Τράβα, Αὐγουστῖνε, τὸ δρόμο σου, εἶπα, μὴν ἀπογοητεύεσαι.
⃝ Κάποτε κατέληξα στὴν Ἀθήνα (τὸ 1951), ἄγνωστος ἐν μέσῳ τῶν ἀγνώστων. Ἀρκετὰ ἀργότερα λοιπόν, γύρω στὸ 1962, ὅταν τελειώναμε τὴν αἴθουσα τῆς ὁδοῦ Ζωοδόχου Πηγῆς 44, περπατοῦσα μιὰ μέρα στενοχωρημένος κάπου πρὸς τὴν ὁδὸν Ἑρμοῦ. Μὲ πλησιάζει κάποιος ἐκεῖ καὶ μοῦ λέει· –Πάτερ, ἐγὼ εἶμαι οἰκοδόμος καὶ ἔρχομαι στὰ κηρύγματά σου. Βλέπω ὅτι σὲ λίγο ἡ αἴθουσα τελειώνει. Σὲ παρακαλῶ λοιπὸν νὰ γράψῃς ἐκεῖ ἕνα ῥητό. –Ποιό ρητό; λέω. Χτίστης τώρα αὐτός, μοῦ λέει· –Γράψε ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὰ λόγια «Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ» (Σοφ. Σειρ. 4,28).
* * *
Ὀφείλω, ἀγαπητοί μου, νὰ εὐχαριστήσω τὸ Θεό. Ἐργάζομαι 35 περίπου χρόνια στὴν πατρίδα μου. Ὁ Κύριος δὲν μὲ στέρησε τῆς θείας του βοηθείας. Τὸν δοξάζω ἐκ βάθους καρδίας. Εὐχαριστῶ ὅμως καὶ τοὺς Χριστιανοὺς ὅλων τῶν πόλεων καὶ τῶν Ἀθηνῶν, ποὺ μοῦ συμπαραστάθηκαν. Ἂν σήμερα ὑπάρχω ὡς ἱεροκήρυκας καὶ ἐπίσκοπος, τὸ ὀφείλω σ᾽ ἐσᾶς· τὸ πιστεύω ἀκραδάντως. Τὸ 1964 κινδύνευσα· μὲ εἶχαν διαγράψει, περίμεναν ν᾽ ἀποθάνω νὰ μὲ σαβανώσουν. Ἐὰν ἔζησα καὶ εἶμαι ἐπίσκοπος, τὸ ὀφείλω στὶς προσευχές σας· σεῖς μὲ κρατήσατε στὴ ζωή.Ἕνας σοφὸς ἔλεγε· Δός μου ἕναν κήρυκα ποὺ πίσω του νὰ προσεύχωνται ἑκατὸ ἄνθρωποι, κι αὐτὸς θὰ ἔχῃ εὐλογία. Ἐσεῖς εἶστε τὰ φτερά μου, ἐσεῖς μὲ βοηθήσατε. Γι᾽ αὐτὸ χίλια εὐχαριστῶ στὴν ἀγάπη καὶ στὴν σταθερὰ συμπαράστασί σας.
Κάποιος μοῦ φωνάζει· «Πάντα κοντά σου θὰ ᾽μαστε!». Μὴ τὸ λέτε αὐτό. Γιατὶ οἱ Χριστιανοί, ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὴ ῾Ρώμη καὶ προϋπάντησαν τὸν ἁλυσόδετο ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν ὁ Νέρων ἔτριξε τὰ δόντια, κανείς δὲν πάτησε στὴ φυλακή, κ᾽ ἔμεινε ὁ Παῦλος μόνος! Κ᾽ ἐσεῖς μὴν καυχᾶσθε, γιατὶ θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ κ᾽ ἐσεῖς οἱ θαρραλέοι μπορεῖ νὰ ἐγκαταλείψετε τοὺς ἐργάτες τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Πέτρος ἔλεγε, Εἶμαι ἕτοιμος νὰ σ᾽ ἀκολουθήσω μέχρι θανάτου, ἀλλὰ τὴν ὥρα τῆς δοκιμασίας ἀρνήθηκε.
Κάποιος μοῦ φωνάζει· «Πάντα κοντά σου θὰ ᾽μαστε!». Μὴ τὸ λέτε αὐτό. Γιατὶ οἱ Χριστιανοί, ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὴ ῾Ρώμη καὶ προϋπάντησαν τὸν ἁλυσόδετο ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν ὁ Νέρων ἔτριξε τὰ δόντια, κανείς δὲν πάτησε στὴ φυλακή, κ᾽ ἔμεινε ὁ Παῦλος μόνος! Κ᾽ ἐσεῖς μὴν καυχᾶσθε, γιατὶ θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ κ᾽ ἐσεῖς οἱ θαρραλέοι μπορεῖ νὰ ἐγκαταλείψετε τοὺς ἐργάτες τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Πέτρος ἔλεγε, Εἶμαι ἕτοιμος νὰ σ᾽ ἀκολουθήσω μέχρι θανάτου, ἀλλὰ τὴν ὥρα τῆς δοκιμασίας ἀρνήθηκε.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης μεγάλης βραδινῆς ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδ. Ζ. Πηγῆς 44 Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 30-6-1968 τὸ βράδυ.
http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=74149
http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=74149