Ο ΑΣΩΤΟΣ!... ΓΡΑΦΕΙ Ο π. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΜΑΝΑΔΗΣ
ΠΟΙΚΙΛΙΑ θαυμαστῶν κειμένων, πεζῶν, ποιητικῶν καὶ θεατρικῶν, γράφτηκαν μέχρι σήμερα γιὰ τὰ πρόσωπα τῆς ὑπέροχης παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ. Στὴ συνέχειά μας θὰ ἰδοῦμε τὴν περίληψι κειμένου τοῦ Ἀστερίου Ἀμασείας, τὴν ὁποία συνθέτει στὴν Μυριόβιβλό του ὁ Μέγας Φώτιος. Τὰ στοιχεῖα τῆς παραβολῆς ὅλα ἀνάγονται διδακτικὰ σὲ ἀλληγορικὲς σημασίες χωρὶς ὑπερβολές. Εἶναι μιὰ ἄλλη ἀνάγνωσι-ἐξήγησι τῆς παραβολῆς κι αὐτή.
«Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ὀνομάζει Πατέρα τὸν Δημιουργὸ τοῦ σύμπαντος. Τὸν μεγάλο καὶ τὸν νεώτερο ἀδελφὸ τοὺς ὀνομάζει δύο ἀνθρώπους. Ὁ ἕνας παρέμεινε στὴν δοθεῖσα χάρι καὶ στὸ μερίδιο τῆς κληρονομίας, ποὺ τοῦ ἀνῆκε. Δὲν ἀφηνίασε μὲ τὴν ἀσωτεία τοῦ βίου οὔτε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, οὔτε ἀπὸ τὴν θεία κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Ὁ μικρὸς ὅμως ξεκόπηκε ἀπὸ ὅλα, ποὺ ἀναφέραμε. Χώρισε ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Πατέρα. Διασπάθισε καὶ σπατάλησε ὅλες τὶς δωρεές, ποὺ τοῦ δόθηκαν, ὅπως συνηθίζουν νὰ πράτττουν οἱ ἄσωτοι. Τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας, ποὺ διεκδικεῖ, εἶναι τὸ βάπτισμα καὶ τὰ ἄχραντα μυστήρια. Διότι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς νεώτερους τὰ ζητοῦν καὶ τὰ λαμβάνουν. Ὅσοι ὅμως ἔχουν φρόνημα πρεσβυτικὸ φυλάγουν μὲ ἀκρίβεια τὸ δῶρο. Τὸ μερίδιο ποὺ ἀναλογεῖ στὸν καθένα εἶναι ἴσο. Αὐτοὶ ὅμως ποὺ τὸ λαμβάνουν ἀνάλογα μὲ τὴν προσπάθειά τους, ἢ τὸ αὐξάνουν ἢ τὸ ἐλαττώνουν ἢ τὸ διασπαθίζουν ἐντελῶς καὶ τὸ ἐκμηδενίζουν, ὅπως ὁ ἄσωτος.
Διεσπάθισε ὁ Ἀδὰμ τὴν περιουσία καὶ ἔχασε ὅλα τὰ πατρικὰ πλούτη. Ἐξορίσθηκε ἀπὸ τόπο ποὺ ἀνέβλυζε ἀφθονία ἀγαθῶν. Εἶναι σκληρὸ γιὰ τὸ νεώτερο παιδὶ νὰ ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὸν πατέρα του. Διότι τὴν ἀσωτεία, τὴν ἀκολασία καὶ τὶς παρέες ποὺ φθείρουν τὰ καλὰ ἤθη τὰ κυνηγάει καὶ τὰ ἐκδιώκει ἡ ματιὰ τοῦ πατέρα! Ὅταν ὁ νέος μείνη μόνος μὲ τὸν ἑαυτό του, χωρὶς νὰ ὑπάρχη φόβος, οὔτε ντροπή, ποὺ εἶναι δύο φύλακες τῆς τρικυμισμένης νεότητος, τότε ὅλα ἀναστατώνονται καὶ ἀνατρέπονται.
Σαὐτὴν τὴ χώρα, ποὺ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, πολίτης της εἶναι ὁ διάβολος. Διότι ἡ πόλι τῆς ἁμαρτίας ἔχει ὡς πρῶτο πολίτη καὶ κάτοικο τὸν διάβολο. Αὐτὸς ἀπὸ παντοῦ συνάγει ὅλους τοὺς ἀσώτους καὶ τοὺς κάμνει συμπολίτες. Τοὺς στέλνει σὲ ἄτιμες καὶ γουρουνίσιες πράξεις. Αὐτὸς εἶναι ἀγελάρχης, ὅσων ζοῦν γουρουνίσια ζωή. Δὲν εἶναι ποιμένας λογικῶν προβάτων, ὅπως ὁ Κύριος. Ἀποστέλλει λοιπὸν ὁ ἀρχιγουρουνάρχης τὸν νεαρὸ ἄσωτο νὰ βόσκη χοίρους. Αὐτός, ποὺ κάποτε ἦταν εὐδαίμων, ζοῦσε τώρα μαζὶ μὲ τὰ γουρούνια τρώγοντας ξυλοκέρατα.
Τέτοιο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἁμαρτία. Λίγο μόνο κρατάει ἡ γλυκύτητά της. Δὲν προσφέρει καμμιὰ τροφὴ καὶ κανένα χρήσιμο. Ἦλθε ὅμως στὸν ἑαυτό του, διότι δὲν ἦταν στὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ ἦταν πουλημένος στὰ πάθη του καὶ μὲ χαμένη τὴν ἔμφυτη λογική του. Ὁ ἄσωτος μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ τὴν μετάνοιά του ὀνομάζει τὸν ἑαυτό του μισθωτὸ καὶ μὲ ὅλα τὰ ὀνόματα τῆς ἀτιμίας. Τὸ μνημονεύει αὐτὸ ὁ λόγος μας, γιὰ νὰ ὑπογραμμίση, ὅτι, ὅταν μετανοοῦμε, πρέπει νὰ ταπεινωνώμαστε καὶ νὰ συντρίβουμε τὴν καρδιά μας. Αὐτὸς δηλαδή, ποὺ μετανοεῖ καὶ ἐξιλεώνει τὸν Θεό, δὲν πρέπει νὰ ἔχη σηκωμένα ἀγέρωχα τὰ μάτια του πρὸς τὸν οὐρανό, ἢ νὰ διδάσκη ἱστορίες. Ἀντίθετα μὲ τὸ ντροπαλὸ βλέμμα του νὰ διαμηνύη τὴν θλῖψι τῆς ψυχῆς καὶ τὴν κατάνυξι.
Κοίταξε πῶς περιγράφει τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Καθὼς ἔρχεται ὁ ἄσωτος, ὄχι μόνο δὲν τὸν ἐκδιώκει, ἀλλὰ τρέχοντας τὸν προϋπαντᾶ, γιὰ νὰ τὸν ἀγκαλιάση γρηγορώτερα. Πέφτει στὸν τράχηλό του καὶ τὸν ἀγκαλιάζει. Τρέχει τὸ δάκρυ καὶ τὸν ἀσπάζεται. Τοῦ δίνει τὸ σημάδι τῆς συμφιλιώσεως καὶ τὸ ἐνέχυρο τῆς ἀμνηστείας, γιὰ ὅσα εἶχαν γίνει μέχρι τότε. Ἡ πρώτη στολὴ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ βάπτισμα, διότι δὲν μπορεῖ νὰ γίνη δεύτερο βάπτισμα, ἀλλὰ εἶναι ἡ πρώτη στολὴ καὶ χάρι, τὴν ὁποία ὁ καθένας πιστὸς ἐνδύεται κατὰ τὸ βάπτισμα. Ἀντὶ λοιπὸν γιὰ τὴν παλιγγενεσία μὲ τὸ βάπτισμα μᾶς χάρισε ὁ Θεὸς τὴν ἀναγέννησι διὰ τῆς μετανοίας. Αὐτὴ ξεπλένει μὲ τὰ δάκρυα τὰ μολύσματα καὶ μᾶς ἐμφανίζει πάλι καθαρούς. Μετὰ ἀπὸ τὴν στολὴ δίνεται στὸν ἄσωτο καὶ δαχτυλίδι, τὸ ὁποῖο εἶναι σύμβολο τῆς νοητῆς σφραγῖδος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διότι ὅπως κατὰ τὴν παλιγγενεσία τοῦ βαπτίσματος δίνεται στολὴ καὶ σφραγῖδα δωρεᾶς Πνεύματος ἁγίου, ἔτσι γίνεται καὶ κατὰ τὴν διὰ μετανοίας ἀναγέννησι. Προσφέρονται καὶ ὑποδήματα, γιὰ νὰ ἔχη θάρρος καταπατώντας τὴν κεφαλὴ τοῦ φιδιοῦ. «Ἐσύ, λέγει, θὰ λυώσης τὸ κεφάλι του, καὶ ἐκεῖνος θὰ τσιμπήση τὴν φτέρνα σου». Τὰ ὑποδήματα εἶναι χρήσιμα καὶ γιὰ τὰ δύο. Καὶ νὰ καταπατήσουν τὴν κεφαλὴ τοῦ φιδιοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ διαφύγουν τὴν βλάβη τῆς φτέρνας.
Ἂς μὴ σὲ λυπῆ ἡ ἀγαθότητα τοῦ Πατρός,
ἐπειδὴ ἀγκαλιάζει τὸ ἄσωτο παιδί.
Ὅποιος ἐλεεῖ, δὲν δικάζει μὲ ἀκρίβεια,
ἀλλὰ δίνει χάρι μὲ φιλανθρωπία.
Αὐτὰ γίνονται, ὅταν εἶναι πατέρας,
τὸν ὁποῖο ἑλκύει κάποια βία πρὸς τὴ συμπάθεια!» (Migne PG 104,210D-213B).
ἁγίου Νικηφόρου
Πέμπτη 9.2.2017