ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΛΛΑΓΩΝ ΠΡΟΣ ΕΝΟΤΗΤΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'
ΠΩΣ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΝΩ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΔΙΕΣΠΑΡΜΕΝΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ ΚΑΙ ΠΩΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΜΙΑ ΜΟΛΟΝΟΤΙ ΔΙΑΣΠΑΤΑΙ ΜΕ ΤΑ ΣΧΙΣΜΑΤΑ
ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΦΙΛΩΤΑ
- Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΓΙ' ΑΥΤΟ ΕΧΕΙ ΤΟΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΗ Εκκλησία, όπως ομολογούμε και στο Σύμβολο της Πίστεως, είναι μία. Και καθώς λέει ο Άγιος Ειρηναίος Επίσκοπος Λουγδούνου: “Όπου είναι η Εκκλησία εκεί είναι και το Άγιο Πνεύμα, και όπου ευρίσκεται το Άγιο Πνεύμα εκεί είναι και κάθε Χάρη” (Κατά των αιρέσεων. Βιβλίο 3, κεφ. XXIV). Και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει: «Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί, καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί» (Αναίρεσις γράμματος Ιγνατίου, 3). Εφόσον, λοιπόν, όπου βρίσκεται η Εκκλησία εκεί είναι και το Άγιο Πνεύμα και όπου είναι η Εκκλησία εκεί υπάρχει η Αλήθεια, τότε σαφώς όπου δεν υπάρχει η Αλήθεια δεν υπάρχει περίπτωση να βρίσκεται ο Παράκλητος, αφού Αυτός είναι το Πνεύμα της Αληθείας και οδηγεί την Εκκλησία μόνο εις την Αλήθειαν και όλην την Αλήθεια.
- Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝ ΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑΚαι αντίστροφα, αν υπάρχει κάποια “Ομολογία” ως εκκλησιαστική κοινότητα που να έχει την Αλήθεια τότε δεν υπάρχει περίπτωση αυτή να έχει ξεχωριστή οντότητα από το Σώμα του Χριστού και μην βρίσκεται στην ενιαία Εκκλησία. “Τὸ γὰρ τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα οὐ χωρισμοῦ, ἀλλὰ ἑνώσεώς ἐστι, καὶ συμφωνίας ὄνομα... Εἰ δὲ ὁ τόπος χωρίζει (=τοὺς πιστούς), ἀλλ' ὁ Κύριος αὐτοὺς συνάπτει κοινὸς ὤν” γράφει ο Άγιος Χρυσόστομος (Εἰς Α΄ Κορ., Ὁμιλ. Α΄1: PG 61,13). Ομολογίες που δεν έχουν όλη την αλήθεια ως δογματική διδασκαλία δεν έχουν τελικά την απόλυτη Αλήθεια που αποτελεί πρόσωπο, το Πρόσωπο του Θεανθρώπου, ο οποίος είναι ο Χριστός που δεν μερίζεται αλλά πάντοτε είναι ένας και ο αυτός, ο εἷς τῆς ἁγίας Τριάδος που ενηνθρώπησε και θα έχει μία και μόνο Εκκλησία, η οποία είναι Σώμα Χριστού.
III. Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΜΑΣ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΑΓΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Η ενότητα στην Εκκλησία είναι ενότητα του Πνεύματος που συνέχει το Σώμα του Χριστού και ξεκινά από την μία πίστιν μας σε έναν Τριαδικό Θεό λαμβάνοντας στην συνέχεια το ένα και μόνο Βάπτισμα. Επομένως, η αρχή είναι η Πίστις. Από την Πίστη ξεκινά αλλά και διατηρείται η ενότητα. Γι' αυτό ο Απόστολος συνιστά στους Εφεσίους: “σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης. ἓν σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα”(Εφ. 4,3-5). Όλοι όσοι ομολογούμε στο ορθοδόξως -δηλαδή, όχι μόνο να λέμε καθώς απαγγέλλουμε το “Πιστεύω… εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν” αλλά και να το εννοούμε, μη επικυρώνοντας στην Σύνοδο της Ιεραρχίας τις αποφάσεις της εν Κολυμβαρίω (Ψευτο)Συνόδου, και έτσι να δεχόμαστε εκεί πολλές Εκκλησίες - την μία και την αυτή Πίστιν, όπως είναι διατυπωμένη στο Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως, πιστεύουμε στον ίδιο Θεό και έχουμε λάβει το ένα και το αυτό Άγιο Βάπτισμα.
IV. ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΔΙΗΡΗΜΕΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η αναφορά μας δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού που είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας, εν Αγίω Πνεύματι, στην μία Κυριότητα που είναι “εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ὑμῖν”(Εφ.4,6) εκ των “πραγμάτων” δεν δίνει περιθώρια να δεχτούμε κάποια θεωρία περί διηρημένης Εκκλησίας. Διότι αυτό δεν είναι εφικτό, δεν γίνεται μία κεφαλή να έχει δύο ή περισσότερα σώματα! Έτσι, είμαστε όλοι μαζί οργανικά ενωμένοι ως μέλη στο ένα και το αυτό Σώμα της Εκκλησίας. Και ενώ η Εκκλησία έχει οικουμενικό χαρακτήρα, διότι υπάρχει στον κόσμο με τη μορφή των διαφόρων κατά τόπους Εκκλησιών, αυτό όμως δεν μειώνει κατ’ ελάχιστο την ενότητά της. «Η Εκκλησία, φωτισμένη από το φως του Κυρίου, άπλωσε τις ακτίνες της σε όλη την οικουμένη, όμως το φως, το πανταχόθεν εκχυνόμενο, παραμένει το ίδιο και η ενότητα του σώματος παραμένει αδιαίρετη. Η Εκκλησία απλώνει σε όλη την οικουμένη τους φορτωμένους με καρπούς κλάδους της, οι πλούσιες πηγές της ρέουν σε μακρινές αποστάσεις… και όμως παρ’ όλα ταύτα η Κεφαλή παραμένει μια, όπως μια είναι η αρχή και μια η μητέρα, πλούσια σε καρπούς» (Άγιος Κυπριανός Καρχηδόνας «Περί της ενότητος της Καθολικής Εκκλησίας»).
V. ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΣ
Ο Άγιος Ειρηναίος επίσκοπος Λουγδούνου, επίσης, δηλώνοντας αυτή την ενότητα την αποδίδει στο ένα και αυτό κήρυγμα που έφερε στις ψυχές την εξ ακοής Πίστιν. Γράφει: «αὐτὸ τὸ κήρυγμα ἔχοντας παραλάβει ἡ Ἐκκλησία, καὶ αὐτὴ τὴν Πίστη, καθὼς προείπαμε, μολονότι εἶναι διεσπαρμένη σὲ ὅλο τὸν κόσμο τὰ φυλάσσει ἐπιμελῶς, σὰν νὰ κατοικεῖ σὲ ἕνα σπίτι· καὶ πιστεύει ὁμοίως σὲ αὐτά, σὰν νὰ ἔχει μία ψυχὴ καὶ τὴν ἴδια καρδία καὶ τὰ κηρύσσει αὐτὰ ὁμοφώνως καὶ τὰ διδάσκει καὶ τὰ παραδίδει, σὰν νὰ ἔχει ἕνα στόμα» (PG 7, 552A). Επομένως, σωστά έχει επισημανθεί ότι δεν υπάρχει «ἐν ἑνότητι δογματικὴ διαφορετικότης» μεταξὺ ἐκκλησιῶν, όπως φαντάζονται οι Οικουμενιστές. Ξεκινώντας από αυτή την βάση, ομιλούμε πλέον, και για εκκλησιαστική ενότητα σε αδιάκοπη σχέση με το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, η οποία βεβαίως, εκφράζει συγκεκριμένη Πίστη, αυτή την εξ ακοής Πίστη που δεχθήκαμε και ομολογήσαμε για να βαπτισθούμε και -Χάριτι Θεού- θα την ομολογούμε μέχρι να απέλθουμε από τον κτιστό αυτό κόσμο στην Βασιλεία του Θεού.
VI. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΜΟΝΟ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΗ ΠΙΣΤΙΣ
Η εκκλησιαστική όμως αυτή ενότητα ευρίσκεται σε αδιάκοπη σχέση με το Μυστήριο της Ευχαριστίας μόνο όταν, οι επίσκοποι των κατά τόπους Εκκλησιών κρατούν απαραχάρακτη την κοινή Πίστη ως Κανόνα Αληθείας Δογματικής Διδασκαλίας. Όταν, δηλαδή, δεν παραχαράσσουν ότι «παντοῦ, πάντοτε καὶ ὑπὸ πάντων ἐπιστεύθη». Οι πιστοί στις συνάξεις τέτοιων, Ορθοδόξων επισκόπων, όπως, και πρεσβυτέρων που χειροτονήθηκαν κανονικώς και κρατούν την αμώμητο Πίστη, καθώς μεταλαμβάνουν του Ενός Σώματος του Χριστού, ενώνονται αληθινά και πραγματικά σε ένα και καθολικό Σώμα της Εκκλησίας μέσα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας με τον Χριστό, μέσα στην μεταμορφωτική δύναμη του Πνεύματος. “Εάν «πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν», πάντες ένα σώμα συγκροτούμε (Α' Κορ. 10,17), διότι ο Χριστός δεν μερίζεται. Για τον λόγο αυτό η Εκκλησία ονομάζεται Σώμα Χριστού ενώ εμείς είμαστε επί μέρους μέλη, σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο (Α Κορ. 12, 27)” (Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας).
VII. Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
Συνεπώς, η ενότητα συντελείται, ολοκληρώνεται, με την συμμετοχή όλων στην Αγία Αναφορά, εφόσον όμως κρατούμε την διαχρονικά αδιαίρετη και καθολική Πίστη που εκφράζει το κανονικώς τελούμενο Βάπτισμα που λάβαμε και όπως μας την κληροδότησαν ως υψίστη παρακαταθήκη οι άγιοι Πατέρες με τις Συνόδους εκείνες που αναγνώρισε το Σώμα της Εκκλησίας! Μετέχοντες, λοιπόν, στον ίδιο «άρτο», υπό αυτές τις προϋποθέσεις «ενούμεθα» όλοι σ' ένα Σώμα, το Σώμα του Χριστού (PG 61,200) εκφράζοντας διαχρονικά εφόρου ζωής ως ζωντανά μέλη του Σώματος του Χριστού την ομολογία της Πίστεως όχι μόνο λεκτικά αλλά με στάση ζωής. Η εν Χριστώ ζωή δεν είναι ωραία πνευματικά λόγια είναι μετοχή στην πορεία του Θεανθρώπου και μετοχή στις άκτιστες ενεργειες για να μην ισχυριζόμαστεότιδήποτε αλλά εεκίνα που μας παρέδωσε ο ίδιος ο Κύριος.
VIII. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΔΙΑΙΡΕΙΤΑΙ ΟΤΑΝ ΚΡΑΤΕΙΤΑΙ Η ΠΙΣΤΙΣ
Επομένως, α. η γεωγραφική θέση των κατά τόπους Εκκλησιών στην Ευρώπη, Αφρική, Ασία, Αμερική, Αυστραλία, β. η ιδιαίτερη κατανομή τους ως διοικητικών θεσμών στην Ορθόδοξη Εκκλησία πρεσβυγενή και νεώτερα Πατριαρχεία ή Αρχιεπισκοπές, Μητροπόλεις, κ.ο.κ επισκοπές, ενορίες, ιερές μονές που αποτελούν τα διοικητικά μέρη της και γ. η διασπορά εκκλησιαστικών κοινοτήτων, συνάξεων ή και μεμονωμένων ακόμη προσώπων λόγω του χωρισμού σε παλαιό και νέο εορτολόγιο, καθώς και με την αποτείχιση λόγω Οικουμενισμού και παρεισφρήσεως εκκλησιολογικής αιρέσεως με την Σύνοδο του Κολυμβαρίου, σαφώς δεν διαιρεί την Εκκλησία, εφόσον μένουν εν τη Εκκλησία κρατώντας το κάθε μέρος ή μέλος αυτής απαρασάλευτα τον Κανόνα της Αληθείας, όχι προσχηματικά αλλά πραγματικά και ουσιαστικά, δια της ομολογίας και της υπερασπίσεως της Ορθοδόξου διαχρονικής και καθολικής Πίστεως και έτσι τελούν ή συμμετέχουν στα Μυστήρια εκφράζοντας την στις Συνάξεις με προεστούς που ως κληρικοί έχουν με κανονική χειροτονία και αποστολική διαδοχή!
IX. Η ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΘΕΣΜΙΚΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΝ ΔΕΝ ΚΡΑΤΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ
Η οργανωμένη θεσμικά και μόνο θρησκευτική κοινότητα όταν δεν κρατά την Ορθόδοξο Πίστη δεν συνιστά την Εκκλησία του Χριστού. Οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες διατηρούν διορθόδοξες σχέσεις έχοντας ως συνδετικό κρίκο την κοινή Πίστη που τους διασφαλίζει την μετοχή στην Χάρι, και έτσι βιώνουν την ενότητά τους τόσο μυστηριακά με συλλείτουργα, όσο και συνοδικά με οργάνωση συνάξεων και Συνόδων των Προκαθημένων και εκπροσώπων των δεκατεσσάρων (14) πανορθοδόξως αναγνωρισμένων ανά την υφήλιο, Ορθοδόξων Εκκλησιών (Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών). Η οργάνωση / διάρθωση της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας και η λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως Συντονιστικού και μόνο Κέντρου με τον πατριάρχη ως πρώτο μεταξύ ίσων των ανά των κόσμο Ορθοδόξων Πατριαρχών και Αρχιεπισκόπων αλλά και κάθε Επισκόπου των Εκκλησιών αυτών δεν σημαίνει ότι έχει το δικαίωμα να στήνει Συνόδους και να παίρνει ανορθόδοξες αποφάσεις που είναι υποχρεωμένο το χριστεπώνυμο πλήρωμα να ακολουθήσει, και μάλιστα, όταν αυτές οι σύνοδοι λειτουργούν σαφώς που λειτουργουν με αντικανονικό τρόπο.
- Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΕΧΕΙ ΜΙΑ ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΟΧΙ ΓΙΑΤΙ ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΠΟΛΛΕΣ ΕΙΡΕΣΕΙΣ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΟΜΟΛΟΓΕΙ ΤΑ ΠΙΣΤΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΑΝΕΡΑΠρέπει κάποτε να μάθουμε να ξεχωρίζουμε στην εποχή μας την πλάνη από την αλήθεια, την Ορθοδοξία από την αίρεση, την κανονικότητα από την αντικανονικότητα. Όποια ομολογία ως χριστιανική κοινότητα έχει αλλοτριώσει την διδασκαλία της Πίστεως της Εκκλησίας και εμμένει στο διαφορετικό δογματικό περιεχόμενο από το “Πιστεύω” της Ορθοδοξίας χωρίς να μετανοεί αμαρτάνει προς θάνατον, δηλαδή, προς αιώνια απώλεια των ψυχών που βρίσκονται σ' αυτή εγκλωβισμένες και σαφώς αποτελεί αίρεση. Όσοι, λοιπόν, εκ των εκκλησιαστικών ταγών, επισκόπων και όχι μόνο αλλά και από το χριστεπώνυμο πλήρωμα, ενώ τους γίνεται υπόδειξη, ότι συγκοινωνώντας με τους καταδικασμένους αιρετικούς, θέτουν εαυτούς εκτός Εκκλησίας εφόσον μεν παρακούουν εις την Εκκλησιαστικήν συνείδησιν όπως αυτή εκφράζεται δια του Κανόνος της Πίστεως μέσα από τις αποφάσεις των Αγίων Συνόδων και σύνολης της Γραπτής και Αγράφου Αγίας Παραδόσεως αυτομάτως αποκόπτονται. Εάν όμως δικαιολογούνται όπως οι σύγχρονοι Οικουμενιστές τα πράγματα είναι συγκεχυμένα όχι γιατί δεν γνωρίζουμε αλλά διότι ο ένας καλύπτει τον άλλον και ενώ όλοι συνοδεύουν και συνοδοιπορούν το ποίμνια έχει άγνοια που τους ακολουθεί στην απώλεια, γι’ αυτό είναι επιτακτική η ανάγκη τότε συνοδικής αποφάσεως Πανορθοδόξου ή κάποιας Μεγάλης Συνόδου που να μην περιορίζεται στα πλαίσια μιας τοπικής Εκκλησίας τουλάχιστον, ώστε να καταδικάσει την παναίρεση.
(Συνεχίζεται)