ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ SERAPHIM ROSE
Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
και η
ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΓΡΗΓΟΡΣΗ
(...)
4. Ο Ανατολικός διαλογισμός εισβάλλει στο Χριστιανισμό
Ως απάντηση στο ερώτημα της πιθανότητας διαλόγου της Ορθοδοξίας με τις διάφορες μη χριστιανικές θρησκείες, παρουσιάστηκαν στον αναγνώστη οι μαρτυρίες τριών Ορθοδόξων Χριστιανών που επιβεβαιώνουν, βάσει του Ορθοδόξου δόγματος και της δικής τους εμπειρίας, αυτό που πάντα δίδασκε η Ορθόδοξη Εκκλησία: ότι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί καθόλου δεν έχουν τον «ίδιο Θεό» με τους αποκαλούμενους «μονοθεϊστές» που αρνούνται την Αγία Τριάδα· ότι οι θεοί των ειδωλολατρών είναι στην πραγματικότητα δαίμονες· κι ότι οι εμπειρίες και οι δυνάμεις που οι ειδωλολατρικοί «θεοί» μπορούν να παράσχουν, και παρέχουν, είναι σατανικής φύσης. Αυτά με κανένα τρόπο δεν έρχονται σε αντίθεση με τα λόγια του αποστόλου Πέτρου, ότι «Ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης, αλλά σε κάθε έθνος αυτός που τον φοβάται κι εργάζεται τη δικαιοσύνη γίνεται δεκτός από Αυτόν» (Πράξ. 10:34-35) · ή με τα λόγια του αποστόλου Παύλου, ότι «Ο Θεός στις περασμένες γενιές άφησε τα έθνη ν’ ακολουθούν το δικό τους δρόμο, αν και δεν άφησε τον εαυτό Του χωρίς μαρτυρία, διότι σας ευεργετούσε με το να στέλνει βροχή από τον ουρανό και εποχές καρποφόρες, με το να γεμίζει με τρόφιμα και χαρά την καρδιά σας» (Πράξ. 14-17). Αυτοί που ζουν κάτω από την υποδούλωση του σατανά, του «πρίγκιπα αυτού του κόσμου» (Ιω. 12:31), στο σκοτάδι που δεν έχει φωτιστεί από το χριστιανικό Ευαγγέλιο – κρίνονται στο φως της φυσικής μαρτυρίας του Θεού που κάθε άνθρωπος μπορεί να έχει, παρά την υποδούλωση αυτή.
Για τον Χριστιανό, πάντως, στον οποίο έχει δοθεί η αποκάλυψη του Θεού, κανένας «διάλογος» δεν είναι δυνατός με τους εκτός πίστης. «Να μη συνδέεστε με τους απίστους· γιατί τι σχέση έχει η δικαιοσύνη με την ανομία; Ή τι επικοινωνία μπορεί να έχει το φως με το σκοτάδι; Μπορεί να υπάρχει συμφωνία μεταξύ του Χριστού και του Βελίαλ; Ή τι κοινό έχει ο πιστός με τον άπιστο; ... Γι’ αυτό φύγετε από μέσα από αυτούς και χωριστείτε, λέγει ο Κύριος» (Β’ Κορινθ. 6:14-17). Η χριστιανική κλήση είναι μάλλον να φέρει το φως του Ορθόδοξου Χριστιανισμού σ’ αυτούς, καθώς έκανε ο άγιος Πέτρος στη θεοσεβή οικογένεια του Κορνηλίου του εκατοντάρχου (Πράξεις 10:34-48), με σκοπό να φωτίσει το σκοτάδι τους και να τους ενώσει με το εκλεκτό ποίμνιο της Εκκλησίας του Χριστού.
Όλα αυτά είναι αρκετά προφανή στους Ορθόδοξους Χριστιανούς που γνωρίζουν και πιστεύουν στην αλήθεια της αποκάλυψης του Θεού στην Εκκλησία του Χριστού. Όμως, πολλοί που θεωρούν τον εαυτό τους Χριστιανό έχουν πολύ μικρή γνώση της ριζικής διαφοράς μεταξύ του Χριστιανισμού και των άλλων θρησκειών· και μερικοί που μπορεί να έχουν αυτή τη γνώση, έχουν πολύ λίγη διάκριση στον τομέα των «πνευματικών εμπειριών» - μια διάκριση που έχει εξασκηθεί και καταγραφεί στα Ορθόδοξα πατερικά συγγράμματα και τα συναξάρια των Αγίων για 2.000 χρόνια σχεδόν.
Στην απουσία τέτοιας γνώσης και διάκρισης, η αυξανόμενη παρουσία των ανατολικών θρησκευτικών κινήσεων στη Δύση, ειδικά τις περασμένες δυο δεκαετίες, έχει προκαλέσει μεγάλη σύγχυση στα μυαλά πολλών δήθεν Χριστιανών. Η περίπτωση του Thomas Merton έρχεται αμέσως στο νου: ένας ειλικρινής νεοφώτιστος στο Ρωμαιοκαθολικισμό και τον Καθολικό μοναχισμό περίπου 400 χρόνια πριν (πολύ πριν τις ριζικές μεταρρυθμίσεις του Βατικανού), τελείωσε τη ζωή του διακηρύσσοντας την ισότητα των χριστιανικών θρησκευτικών εμπειριών και των εμπειριών του Ζεν Βουδισμού κι άλλων παγανιστικών θρησκειών. Κάτι έχει «εισχωρήσει στον αέρα» σ’ αυτές τις τελευταίες δυο δεκαετίες περίπου, κάτι που έχει διαβρώσει ό,τι απέμενε από την ορθή χριστιανική αντίληψη στον Προτεσταντισμό και το Ρωμαιοκαθολικισμό, και τώρα επιτίθεται στην ίδια την Εκκλησία, την Αγία Ορθοδοξία. Ο «διάλογος με τις μη χριστιανικές θρησκείες» είναι μάλλον ένα αποτέλεσμα παρά μια αιτία αυτού του νέου «πνεύματος».
Σ’ αυτό το κεφάλαιο θα εξετάσουμε μερικά από τα ανατολικά θρησκευτικά κινήματα που είχαν επιρροή στη δεκαετία του 1970, με ιδιαίτερη έμφαση στις προσπάθειες ανάπτυξης ενός συγκρητισμού Χριστιανισμού και ανατολικών θρησκειών ειδικά στον τομέα των «πνευματικών πρακτικών». Τέτοιες προσπάθειες πολύ συχνά παραθέτουν τη Φιλοκαλία και την ανατολική Ορθόδοξη παράδοση της ενατενιστικής προσευχής, ως πιο συγγενείς με τις ανατολικές πνευματικές πρακτικές από οτιδήποτε υπάρχει στη Δύση· είναι λοιπόν καιρός, να καταδείξουμε με σαφήνεια τη μεγάλη άβυσσο που υπάρχει μεταξύ χριστιανικής και μη χριστιανικής «πνευματικής εμπειρίας», και γιατί η θρησκευτική φιλοσοφία που αποτελεί το υπόβαθρο αυτού του νέου συγκρητισμού είναι κίβδηλη και επικίνδυνη.
1. «Χριστιανική γιόγκα»
Η ινδουϊστική γιόγκα είναι γνωστή στη Δύση για πολλές δεκαετίες, και ειδικά στην Αμερική έχει γίνει αφορμή για αναρίθμητες λατρείες κι ακόμα μια εκλαϊκευμένη μορφή ψυχικής θεραπείας που υποτίθεται ότι δεν έχει θρησκευτικούς σκοπούς. Σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, ένας Γάλλος Βενεδικτίνος μοναχός έγραψε για τις εμπειρίες του κατά τη διαμόρφωση της γιόγκα σε μια «χριστιανική» πειθαρχία η περιγραφή που ακολουθεί είναι παρμένη από το βιβλίο του (J. M. Dechanet, Christian Yoga, Harper & Row, New York, 1972).
Η ινδουϊστική γιόγκα είναι μια πειθαρχία που προϋποθέτει μια μάλλον λιτή, πειθαρχημένη ζωή, και συνίσταται σε έλεγχο της αναπνοής και συγκεκριμένες σωματικές στάσεις που παράγουν μια κατάσταση χαλάρωσης στην οποία κάποιος διαλογίζεται, συνήθως με τη βοήθεια ενός μάντρα ή ιερής λέξης που βοηθά στη συγκέντρωση. Η ουσία της γιόγκα δεν είναι αυτή καθ’ εαυτή η πειθαρχία, αλλά ο διαλογισμός, που είναι ο σκοπός της. Ο συγγραφέας έχει δίκιο όταν γράφει: «Ο σκοπός της ινδουϊστικής γιόγκα είναι πνευματικός. Είναι ισοδύναμο με προδοσία να ξεχνάει κανείς αυτό και να διατηρεί μόνο την καθαρά σωματική μορφή αυτής της αρχαίας πειθαρχίας, για να μη δει σ’ αυτήν τίποτα περισσότερο, παρά ένα μέσο για τη σωματική υγεία ή ομορφιά» (σελ. 54). Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί ότι το πρόσωπο που χρησιμοποιεί τη γιόγκα μόνο για φυσική ευεξία ήδη εκθέτει τον εαυτό του σε συγκεκριμένες πνευματικές στάσεις, για τις οποίες αναμφίβολα δεν έχει ιδέα· περισσότερα γι’ αυτό θα λεχθούν παρακάτω.
Ο ίδιος συγγραφέας συνεχίζει μετά: «Η τέχνη του γιόγκι είναι να εδραιώσει τον εαυτό του μέσα σε απόλυτη σιωπή, να αδειάσει από όλες τις σκέψεις και τις ψευδαισθήσεις, να απορρίψει και να ξεχάσει τα πάντα εκτός από αυτή τη μοναδική ιδέα: ο αληθινός εαυτός του ανθρώπου είναι θεϊκός· είναι Θεός, και το υπόλοιπο είναι σιωπή» (σελ. 63).
Αυτή η ιδέα βέβαια δεν είναι χριστιανική αλλά παγανιστική, όμως ο σκοπός της «χριστιανικής γιόγκα» είναι να χρησιμοποιήσει την τεχνική της γιόγκα για ένα διαφορετικό πνευματικό σκοπό, για «χριστιανικό» διαλογισμό. Το αντικείμενο της τεχνικής γιόγκα, σύμφωνα με αυτή την οπτική, είναι να κάνει κάποιον χαλαρό, ευχαριστημένο, χωρίς σκέψεις, και παθητικό ή δεκτικό σε πνευματικές ιδέες και εμπειρίες. «Αμέσως μόλις κάνεις τη στάση, θα νοιώσεις το σώμα σου να χαλαρώνει κι ένα αίσθημα γενικής ευεξίας θα εδραιωθεί μέσα σου» (σελ. 158). Οι ασκήσεις παράγουν «μια ασυνήθιστη αίσθηση ηρεμίας» (σελ. 6). «Στην αρχή κάποιος έχει το αίσθημα ενός γενικού καλμαρίσματος, μιας ευεξίας που τον καταλαμβάνει, μιας ευφορίας που θα κρατήσει, και που πραγματικά κρατάει. Αν τα νεύρα κάποιου είναι ερεθισμένα και τεντωμένα, οι ασκήσεις τα ηρεμούν, και η κούραση εξαφανίζεται σε μικρό χρονικό διάστημα» (σελ. 49). «Ο σκοπός όλων των προσπαθειών (του γιόγκι) είναι να σωπάσει τον σκεπτόμενο εαυτό μέσα του, με το να κλείνει τα μάτια σε κάθε είδος έλξης» (σελ. 55). Η ευφορία που φέρνει η γιόγκα «μπορεί να αποκληθεί μια ‘’κατάσταση υγείας’’ που μας επιτρέπει να κάνουμε περισσότερα και να τα κάνουμε καλύτερα στο ανθρώπινο πεδίο, κατ’ αρχήν, και στο χριστιανικό, πνευματικό πεδίο κατόπιν. Η πιο κατάλληλη λέξη για να το περιγράψει είναι ευχαρίστηση, μια ευχαρίστηση που ενοικεί στο σώμα και στην ψυχή, και μας προδιαθέτει... προς την πνευματική ζωή» (σελ. 31). Ολόκληρη η προσωπικότητα κάποιου μπορεί να αλλάξει από αυτό: «Η Χάθα (Hatha) γιόγκα αλλάζει το χαρακτήρα προς το καλό. Μετά από μερικές εβδομάδες πρακτικής, παραδέχεται κανείς ότι δεν γνωρίζει πια τον εαυτό του, και όλοι αντιλαμβάνονται μια αλλαγή στη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις. Είναι πιο ευγενικός και με περισσότερη κατανόηση. Αντιμετωπίζει τις εμπειρίες ήρεμα. Είναι ευχαριστημένος... ολόκληρη η προσωπικότητά του έχει μεταβληθεί κι αυτός ο ίδιος τη νιώθει να σταθεροποιείται και να ξανοίγεται προς τα έξω· από αυτό προκύπτει μια σχεδόν μόνιμη κατάσταση ευφορίας, ‘’ευχαρίστησης’’» (σελ. 50).
Όμως όλα αυτά είναι μόνο μια προετοιμασία για ένα «πνευματικό» σκοπό, ο οποίος αρχίζει να γίνεται αισθητός πολύ σύντομα: «Καθώς έγινα στοχαστικός σε διάστημα εβδομάδων, στην προσευχή μου δόθηκε μια ιδιάζουσα και νέα απόχρωση» (σελ. 7). Καθώς έγινε ασυνήθιστα ήρεμος, ο συγγραφέας παρατήρησε «την ευκολία που είχε να αρχίσει προσευχή, να συγκεντρωθεί σε ένα θέμα» (σελ. 6). Γίνεται κανείς «πιο δεκτικός σε εμπνεύσεις και ερεθίσματα από τον ουρανό» (σελ. 13). «Η πρακτική της γιόγκα τείνει προς αυξημένη ευκαμψία και δεκτικότητα, και κατά συνέπεια σε άνοιγμα προς αυτές τις προσωπικές ανταλλαγές μεταξύ του Θεού και της ψυχής, που σηματοδοτούν το δρόμο της μυστικιστικής ζωής» (σελ. 31). Ακόμα και για τον «μαθητευόμενο γιόγκι» η προσευχή γίνεται «γλυκειά» και «αγκαλιάζει τον όλο άνθρωπο» (σελ. 183). Είναι κανείς χαλαρωμένος κι «έτοιμος να ριγήσει στο άγγιγμα του Αγίου Πνεύματος, να δεχθεί και να καλωσορίσει ό,τι ο Θεός, μέσα στην αγαθότητά Του, βρίσκει κατάλληλη εμπειρία για μας» (σελ. 71). «Πρέπει να κάνουμε την ύπαρξή μας έτοιμη να αρπαγεί, να καταληφθεί – κι αυτή είναι σίγουρα μια από τις μορφές, για την ακρίβεια η υψηλότερη μορφή χριστιανικής ενατένισης» (σελ. 72). «Κάθε μέρα οι ασκήσεις, και για την ακρίβεια όλη η ασκητική πειθαρχία της γιόγκα, διευκολύνει τη χάρη του Χριστού να ρέει μέσα μου. Νοιώθω αυξημένη την πείνα μου για το Θεό και τη δίψα μου για δικαιοσύνη και την επιθυμία μου να είμαι Χριστιανός με την πλήρη δυναμική της λέξης» (σελ. 11).
Ο καθένας που καταλαβαίνει τη φύση της πλάνης, (βλ. παρακάτω, κεφ. 7), θα αναγνωρίσει σ’ αυτή την περιγραφή της «χριστιανικής γιόγκα» ακριβώς τα χαρακτηριστικά αυτών που έχουν λοξοδρομήσει πνευματικά, είτε σε παγανιστικές θρησκευτικές εμπειρίες είτε σε αιρετικές «χριστιανικές» εμπειρίες. Ο ίδιος μόχθος για «ιερά και θεϊκά αισθήματα», το ίδιο άνοιγμα και η προθυμία για «αρπαγή» από ένα πνεύμα, η ίδια αναζήτηση όχι για το Θεό αλλά για «πνευματική παρηγοριά», η ίδια αυτομέθη που λανθασμένα θεωρείται ως «κατάσταση χάρης», η ίδια απίστευτη ευκολία με την οποία κανείς γίνεται «ενατενιστής» ή «μυστικιστής», οι ίδιες «μυστικές αποκαλύψεις» και ψευδοπνευματικές καταστάσεις. Αυτά είναι τα κοινά χαρακτηριστικά όλων όσων βρίσκονται σε αυτή την ιδιαίτερη κατάσταση πνευματικής πλάνης. Αλλά ο συγγραφέας της «χριστιανικής γιόγκα», όντας Βενεδικτίνος μοναχός, προσθέτει κάποιους ειδικούς «διαλογισμούς» που τον αποκαλύπτουν γεμάτο από το πνεύμα του ρωμαιοκαθολικού «διαλογισμού» των πρόσφατων αιώνων, ο οποίος είναι ελεύθερο παιχνίδι φαντασιών πάνω σε χριστιανικά θέματα. Έτσι, για παράδειγμα, έχοντας διαλογιστεί σε ένα θέμα της χριστουγεννιάτικης λειτουργίας, αρχίζει να βλέπει το Παιδίον στην αγκαλιά της Μητέρας Του: «Κοιτώ· τίποτα περισσότερο. Εικόνες, ιδέες (συνειρμοί ιδεών: Σωτήρας-Βασιλιάς-Φως-Φωτοστέφανο-Ποιμένας-Παιδίον-Φως και πάλι) έρχονται η μια μετά την άλλη, τρέχουν στο παρελθόν... Όλα αυτά τα κομμάτια ενός ιερού παζλ βαλμένα μαζί εγείρουν μια ιδέα μέσα μου... ένα σιωπηλό όραμα του όλου μυστηρίου των Χριστουγέννων» (σελ. 161-2). Ο καθένας με την παραμικρή γνώση της Ορθόδοξης πνευματικής πειθαρχίας, θα δει ότι αυτός ο αξιολύπητος «Χριστιανός γιόγκι» έχει πέσει για τα καλά σε μια παγίδα στημένη από έναν από τους κατώτερους δαίμονες, που καραδοκούν για τον αναζητητή «πνευματικών εμπειριών»: δεν έχει καν δει έναν «άγγελο φωτός», αλλά έχει μονάχα παραδοθεί στις δικές του «θρησκευτικές φαντασιώσεις», προϊόν μιας καρδιάς κι ενός νου εντελώς απροετοίμαστου για πνευματικό πόλεμο και για τις απάτες των δαιμόνων. Τέτοιος «διαλογισμός» εξασκείται σήμερα σ’ έναν αριθμό ρωμαιοκαθολικών μοναστηριών, αντρικών και γυναικείων.
Το γεγονός ότι το βιβλίο τελειώνει με ένα άρθρο του Γάλλου μεταφραστή της Φιλοκαλίας, μαζί με αποσπάσματα από τη Φιλοκαλία, αποκαλύπτει μόνο την άβυσσο που χωρίζει αυτούς τους ερασιτέχνες από τη γνήσια πνευματικότητα της Ορθοδοξίας, η οποία είναι εντελώς απρόσιτη στους σημερινούς «σοφούς», που δεν καταλαβαίνουν πια τη γλώσσα της. Μια επαρκής ένδειξη της ανικανότητας του συγγραφέα να κατανοήσει τη Φιλοκαλία, είναι το ότι ονομάζει «καρδιακή προσευχή» (η οποία στην Ορθόδοξη παράδοση είναι η υψηλότερη νοητική προσευχή, που κατορθώνεται από πολύ λίγους μόνο μετά από πολλά χρόνια ασκητικής πάλης και υποταγής σ’ ένα πραγματικά θεοφόρο Γέροντα) το εύκολο κόλπο του να συγχρονίζεις συλλαβές στο ρυθμό του χτύπου της καρδιάς.
Θα σχολιάσουμε πληρέστερα παρακάτω τα σχετικά με τους κινδύνους της «χριστιανικής γιόγκα» όταν σημειώσουμε τι κοινό έχει με άλλες μορφές «ανατολικού διαλογισμού» που προσφέρονται στους Χριστιανούς σήμερα.
2. «Χριστιανικό Ζεν»
Μια ανατολική θρησκευτική πρακτική σε πιο εκλαϊκευμένο επίπεδο προσφέρεται στο βιβλίο του Ιρλανδού Καθολικού ιερέα William Johston: «Χριστιανικό Ζεν». Ο συγγραφέας ξεκινά βασικά από το ίδιο σημείο με τον συγγραφέα της «χριστιανικής γιόγκα»: ένα αίσθημα ανικανοποίητου από το Δυτικό Χριστιανισμό, μια επιθυμία να του δώσει μια διάσταση ενατένισης ή διαλογισμού. «Πολλοί άνθρωποι, δυσαρεστημένοι με παλιές μορφές προσευχής, δυσαρεστημένοι με τις παλιές προσευχές που κάποτε εξυπηρετούσαν τόσο καλά, ψάχνουν για κάτι που θα ικανοποιήσει τις επιθυμίες της μοντέρνας καρδιάς» (σελ. 9). «Η επαφή με το Ζεν... μου άνοιξε νέους ορίζοντες διδάσκοντάς με ότι στο Χριστιανισμό υπάρχουν δυνατότητες που δεν είχα ονειρευτεί ποτέ». Κανείς μπορεί «να εξασκεί το Ζεν ως τρόπο να βαθύνει και να διευρύνει τη χριστιανική του πίστη» (σελ. 2).
Η τεχνική του ιαπωνικού Ζεν είναι πολύ παρόμοια με αυτή της ινδικής γιόγκα – από την οποία τελικά προέρχεται – παρ’ ότι είναι μάλλον απλούστερη. Υπάρχει η ίδια βασική στάση (αλλά όχι η ποικιλία στάσεων της γιόγκα), αναπνευστική τεχνική, η επανάληψη ενός ιερού ονόματος αν αυτό είναι επιθυμητό, όπως επίσης και άλλες τεχνικές ιδιαίτερες στο Ζεν. Ο σκοπός αυτών των τεχνικών είναι ο ίδιος με αυτόν της γιόγκα: η κατάργηση της λογικής σκέψης και η επίτευξη μιας κατάστασης ενός ήρεμου, σιωπηλού διαλογισμού. Η καθιστή στάση «εμποδίζει την απεραντολόγα λογική και σκέψη» και καθιστά κάποιον ικανό να μεταβεί «κάτω στο κέντρο της ύπαρξής του, όντας σε μια ενατένιση σιωπηλή και χωρίς εικόνες» (σελ. 5) σε «ένα βαθύ και όμορφο πεδίο ψυχικής ζωής» (σελ. 17), σε «βαθειά εσωτερική σιωπή» (σελ. 16). Η εμπειρία που αποκτάται έτσι είναι κάτι παρόμοιο με αυτό που επιτυγχάνεται με τη χρήση ναρκωτικών, γιατί «οι άνθρωποι που έχουν χρησιμοποιήσει ναρκωτικά καταλαβαίνουν λίγο από Ζεν, εφόσον αυτοί έχουν αφυπνιστεί στην συνειδητοποίηση ότι στο νου υπάρχει βάθος άξιο εξερεύνησης» (σελ. 35). Κι ακόμα αυτή η εμπειρία ανοίγει «μια νέα προσέγγιση στο Χριστό, μια προσέγγιση που είναι λιγότερο δυϊστική και περισσότερο ανατολίτικη» (σελ. 48). Ακόμα και τελείως αρχάριοι στο Ζεν μπορούν να φτάσουν σε «μια αίσθηση ενότητας και μια ατμόσφαιρα υπερφυσικής παρουσίας» (σελ. 31), μια ιδιάζουσα γεύση «μυστικής σιωπής» (σελ. 30)· μέσω του Ζεν, η κατάσταση ενατένισης η μέχρι τώρα περιορισμένη σε λίγους «μυστικιστές» μπορεί τώρα να «διευρυνθεί», και «όλοι μπορούν να έχουν όραμα, όλοι μπορούν να φτάσουν στο σαμάντι (φώτιση)» (σελ. 46).
Ο συγγραφέας του «χριστιανικού Ζεν» μιλάει για την ανανέωση του Χριστιανισμού· όμως παραδέχεται πως την εμπειρία που μπορεί να την προξενήσει μπορεί να την έχει ο καθένας, Χριστιανός ή μη Χριστιανός. «Πιστεύω ότι υπάρχει μια βασική ανθρώπινη φώτιση που δεν είναι ούτε χριστιανική ούτε βουδιστική ούτε οτιδήποτε άλλο. Είναι απλώς ανθρώπινη» (σελ. 97). Πράγματι, σε μια συνεδρία διαλογισμού σε ένα ναό Ζεν κοντά στο Kyoto, «το εκπληκτικό ήταν η έλλειψη οποιασδήποτε κοινής πίστης. Κανένας δεν έμοιαζε να έχει το παραμικρό ενδιαφέρον για το τι πιστεύει ή δεν πιστεύει οποιοσδήποτε άλλος, και κανένας, απ’ όσο θυμάμαι, δεν ανέφερε καν το όνομα του Θεού» (σελ. 69). Αυτός ο αγνωστικιστικός χαρακτήρας του διαλογισμού έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα για «ιεραποστολικούς» σκοπούς, γιατί «μ’ αυτόν τον τρόπο ο διαλογισμός μπορεί ν διδαχθεί σε ανθρώπους που έχουν λίγη πίστη – σ’ αυτούς που είναι προβληματισμένοι στη συνείδησή τους ή φοβούνται ότι ο Θεός είναι νεκρός. Τέτοιοι άνθρωποι μπορούν πάντα να κάθονται και να αναπνέουν. Γι’ αυτούς ο διαλογισμός είναι μια έρευνα, κι έχω ανακαλύψει... πως οι άνθρωποι που αρχίζουν να ψάχνουν μ’ αυτόν τον τρόπο τελικά βρίσκουν το Θεό. Όχι τον ανθρωπομορφικό Θεό που έχουν απορρίψει, αλλά το μεγάλο Ον μέσα στο οποίο ζούμε, κινούμαστε και υπάρχουμε» (σελ. 70).
Η περιγραφή της εμπειρίας της «φώτισης» του Ζεν από το συγγραφέα αποκαλύπτει τη βασική της ταυτότητα με την «κοσμική» εμπειρία που παρέχει ο σαμανισμός και πολλές παγανιστικές θρησκείες. «Εγώ ο ίδιος πιστεύω ότι μέσα μας βρίσκονται κλειδωμένοι χείμαρροι χαράς που μπορούν να απελευθερωθούν με το διαλογισμό – καμμιά φορά μπορούν να ξεχυθούν με απίστευτη δύναμη, πλημμυρίζοντας την προσωπικότητα με μια εξαιρετική ευτυχία που κανείς δεν ξέρει από που έρχεται» (σελ. 88). Είναι ενδιαφέρον ότι όταν ο συγγραφέας γύρισε στην Αμερική μετά από 20 χρόνια στην Ιαπωνία, βρήκε αυτή την εμπειρία πολύ κοντινή με τις εμπειρίες των Πεντηκοστιανών, κι έλαβε κι ο ίδιος το «βάπτισμα του πνεύματος» σε μια «χαρισματική» συγκέντρωση (σελ. 100). Ο συγγραφέας κατέληξε: «Επιστρέφοντας στην Πεντηκοστιανική συνάθροιση, μου φαίνεται ότι η χειροθεσία, οι προσευχές του λαού, η φιλανθρωπία της κοινότητας – αυτά μπορούν να είναι δυνάμεις που απελευθερώνουν την ψυχική ισχύ, η οποία φέρνει τη φώτιση στο πρόσωπο που έχει εξασκήσει τακτικά το Ζαζέν» (σελ. 92-93). Στο έβδομο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου θα εξετάσουμε τη φύση των πεντηκοστιανικών ή «χαρισματικών» εμπειριών.
Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά σε κριτική αυτών των απόψεων: είναι βασικά οι ίδιες με αυτές του συγγραφέα της «χριστιανικής γιόγκα», μόνο πιο εσωτερικές και πιο εκλαϊκευμένες. Οποιοσδήποτε πιστεύει ότι η αναγνωστικιστική, παγανιστική εμπειρία του Ζεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μια «ενατενιστική ανανέωση μέσα στο Χριστιανισμό» (σελ. 4), σίγουρα δεν ξέρει τίποτα για τη μεγάλη ενατενιστική παράδοση της Ορθοδοξίας, που προϋποθέτει φλογερή πίστη, ορθά δόγματα, και έντονη ασκητική πάλη· κι όμως ο ίδιος συγγραφέας δεν διστάζει να σύρει τη Φιλοκαλία και τις «μεγάλες Ορθόδοξες σχολές» στην αφήγησή του, δηλώνοντας ότι κι αυτές επίσης οδηγούν στην κατάσταση της «ενατενιστικής σιωπής και ειρήνης» και είναι ένα παράδειγμα «Ζεν μέσα στη χριστιανική παράδοση» (σελ. 39) · και συνιστά τη χρήση της προσευχής του Ιησού κατά το διαλογισμό Ζεν γι’ αυτούς που το επιθυμούν (σελ. 28). Τέτοια άγνοια είναι ασφαλώς επικίνδυνη, ιδίως όταν ο κάτοχός της καλεί τους σπουδαστές στις διαλέξεις του να «κάθονται σε Ζαζέν για 40 λεπτά κάθε απόγευμα», σαν ένα πείραμα στο «μυστικισμό»(σελ. 30). Πόσοι πολλοί ειλικρινείς, παραπλανημένοι ψευδοπροφήτες δεν υπάρχουν στον κόσμο σήμερα, που ο καθένας τους σκέφτεται ότι προκαλεί ευεργεσία στους συνανθρώπους του, αντί για μια πρόσκληση σε ψυχική και πνευματική καταστροφή! Γι’ αυτό θα μιλήσουμε περισσότερο στο συμπέρασμα πιο κάτω.
3. Υπερβατικός διαλογισμός
Η τεχνική ανατολικού διαλογισμού η γνωστή ως «υπερβατικός διαλογισμός» (ή «ΥΔ» για συντομία) έχει επιτύχει τέτοια δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια, ιδίως στην Αμερική, κι έχει υποστηριχθεί με τόσο εξοργιστικά επιπόλαιο τόνο, που κάθε σοβαρός μελετητής των σύγχρονων θρησκευτικών ρευμάτων θα έχει αρχικά την τάση να τον αψηφήσει, ως μόνο και μόνο ένα παραφουσκωμένο προϊόν της αμερικανικής διαφήμισης και των τεχνικών προσέλκυσης της προσοχής του κοινού. Όμως αυτό θα ήταν λάθος, γιατί στους σοβαρούς ισχυρισμούς του δεν διαφέρει αξιοσημείωτα από τη γιόγκα και το Ζεν, ενώ μια προσεκτική ματιά στις τεχνικές του τον αποκαλύπτει ίσως πιο αυθεντικά «ανατολίτικο» από τους κάπως τεχνητούς συγκρητισμούς, τη «χριστιανική γιόγκα» και το «χριστιανικό Ζεν».
Σύμφωνα με μια αναγνωρισμένη έκθεση αυτής της κίνησης*, τον «υπερβατικό διαλογισμό» έφερε στην Αμερική (όπου είχε την πιο θεαματική επιτυχία) ένας μάλλον «ανορθόδοξος» Ινδός γιόγκι, ο Maharishi Mahesh, κι άρχισε να αναπτύσσεται αισθητά γύρω στο 1961. Το 1967 έλαβε ευρεία δημοσιότητα όταν οι δημοφιλείς τραγουδιστές γνωστοί ως «Beatles» μεταστράφηκαν σ’ αυτόν και έκοψαν τα ναρκωτικά· αλλ’ αυτοί σύντομα εγκατέλειψαν το κίνημα (παρ’ ότι συνέχισαν να διαλογίζονται), κι ο Maharishi άγγιξε το κατώτατο σημείο την επόμενη χρονιά, όταν η αμερικάνικη περιοδεία του με ένα άλλο συγκρότημα προσηλύτων τραγουδιστών, τους «Beach Boys», εγκαταλείφθηκε ως οικονομική αποτυχία. Η ίδια κίνηση πάντως συνέχισε να αναπτύσσεται: το 1971 την ακολουθούσαν 100.000 διαλογιζόμενοι, με 2000 ειδικά εκπαιδευμένους δασκάλους, κάνοντάς την ήδη τη μεγαλύτερη κίνηση «ανατολικής πνευματικότητας» στην Αμερική. Το 1975 η κίνηση έφτασε στο απόγειό της, με σχεδόν 40.000 εκπαιδευόμενους νους κάθε μήνα και πάνω από 600.000 οπαδούς. Κατά τα έτη αυτά χρησιμοποιείτο ευρέως στο στρατό, στα δημόσια σχολεία, στις φυλακές, τα νοσοκομεία, και από εκκλησιαστικές ομάδες, περιλαμβανομένων και ενοριών της Ελληνικής Αρχιεπισκοπής στην Αμερική, ως μια δήθεν ουδέτερη μορφή «νοητικής θεραπείας» συμβατής με κάθε είδος θρησκευτικής πίστης ή πρακτικής. Η μέθοδος του ΥΔ είναι ειδικά προσαρμοσμένη στον αμερικανικό τρόπο ζωής, κι έχει αποκληθεί με συμπάθεια «μια μέθοδος για να πετύχεις πνευματικά χωρίς να προσπαθήσεις καθόλου» (σελ. 17)· ο ίδιος ο Μαχαρίσι τον αποκαλεί μια τεχνική που είναι «σαν να βουρτσίζεις τα δόντια σου» (σελ. 104). Άλλοι Ινδοί γκουρού έχουν επικρίνει αυστηρά το Μαχαρίσι, γιατί εξευτέλισε τη μακρά παράδοση της γιόγκα στην Ινδία, κάνοντας αυτή την εσωτερική πρακτική προσιτή στις μάζες για χρήματα. (Η χρέωση το 1975 ήταν 125 δολλάρια για τη σειρά μαθημάτων, 65 δολλάρια για τους μαθητές κολλεγίου, και προοδευτικά λιγότερα για το λύκειο, το γυμνάσιο, και τα πολύ μικρά παιδιά).
Στους σκοπούς, τις προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα, ο ΥΔ δεν διαφέρει αξιοσημείωτα από τη «χριστιανική γιόγκα» ή το «χριστιανικό Ζεν»· διαφέρει από αυτά κυρίως στην απλότητα των τεχνικών του και στην όλη φιλοσοφία του, και στην ευκολία με την οποία επιτυγχάνονται τα αποτελέσματά του. Σαν κι αυτά, «ο ΥΔ δεν απαιτεί καμμιά πίστη, κατανόηση, ηθικό κώδικα, ή ακόμα συμφωνία με τις ιδέες και τη φιλοσοφία» (σελ. 104)· είναι μια καθαρή και απλή τεχνική, η οποία «βασίζεται στη φυσική ικανότητα του νου να κινείται προς μεγαλύτερη ευτυχία και απόλαυση... Κατά τον υπερβατικό διαλογισμό ο νους σας αναμένεται να ακολουθήσει ό,τι είναι πιο φυσικό και πιο ευχάριστο»(σελ. 13). «Ο ΥΔ είναι πρώτα πρακτική και μετά θεωρία. Είναι ουσιώδες στο ξεκίνημα, το άτομο να μην σκέφτεται καθόλου διανοητικά» (σελ. 22).
* Όλες οι παραπομπές σ’ αυτό το κεφάλαιο είναι από το βιβλίο των Jhan Robbins και David Fisher, Tranquility Without Pills (All about Transcendetal Meditation), Peter H. Wyden, Inc., New York, 1972.
Η τεχνική που επινόησε ο Μαχαρίσι είναι απαράλλαχτα η ίδια σε όλα τα κέντρα ΥΔ σε όλο τον κόσμο: Μετά από δύο εισαγωγικές διαλέξεις, πληρώνει κανείς τα δίδακτρα και μετά έρχεται για «μύηση», φέρνοντας μαζί του μια φαινομενικά παράξενη συλλογή αντικειμένων πάντα τα ίδια: τρία κομμάτια γλυκού φρούτου, τουλάχιστον έξι φρέσκα λουλούδια, κι ένα καθαρό μαντήλι (σελ. 39). Αυτά τοποθετούνται σ’ ένα καλάθι και μεταφέρονται στο μικρό «δωμάτιο μύησης», όπου τα βάζουν σ’ ένα τραπέζι μπροστά σ’ ένα πορτραίτο του γκουρού του Μαχαρίσι, από τον οποίο αυτός μυήθηκε στη γιόγκα· στο ίδιο τραπέζι καίνε ένα καντήλι και θυμίαμα. Ο μαθητής είναι μόνος στο δωμάτιο με το δάσκαλό του, ο οποίος απαιτείται να έχει ο ίδιος λάβει μύηση και να έχει εκπαιδευτεί προσωπικά από τον Μαχαρίσι. Η τελετή μπροστά στο πορτραίτο διαρκεί για μισή ώρα και συνίσταται από απαλό τραγούδισμα στα Σανσκριτικά (με νόημα άγνωστο στον μυούμενο) και ψάλσιμο των ονομάτων περασμένων διδασκάλων της γιόγκα· με τη λήξη της τελετής δίνεται στον μυούμενο ένα «μάντρα», μια μυστική σανσκριτική λέξη που θα επαναλαμβάνει ακατάπαυστα κατά το διαλογισμό, και που δεν θα την ξέρει κανείς εκτός από το δάσκαλό του (σελ. 42). Η αγγλική μετάφραση αυτής της τελετουργίας δεν αποκαλύπτεται ποτέ στους μυούμενους· είναι διαθέσιμη μόνο στους δασκάλους και στους ίδιους τους μυητές. Περιλαμβάνεται σ’ ένα ανέκδοτο εγχειρίδιο που λέγεται «Η Ιερή Παράδοση», και το κείμενό της έχει τώρα τυπωθεί από το «Spiritual Counterfeits Project» (Σχέδιο Πνευματικοί Απατεώνες) στο Berkeley ως ξεχωριστό φυλλάδιο. Αυτή η τελετή δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια παραδοσιακή ινδουϊστική τελετή λατρείας των θεών (puja), περιλαμβανομένου του θεοποιημένου γκουρού του Μαχαρίσι (Shri Guru Dev) και ολόκληρης της γραμμής των «διδασκάλων» μέσω των οποίων αυτός έλαβε τη μύησή του. Η τελετή λήγει με μια σειρά εικοσιδύο «προσφορών» στο γκουρού του Μαχαρίσι, που η καθεμιά τελειώνει με τις λέξεις «γονατίζω στο Shri Guru Dev». Ο ίδιος ο μυητής γονατίζει μπροστά σ’ ένα πορτραίτο του γκουρού Dev στο τέλος της τελετής, και καλεί τον μυούμενο να κάνει το ίδιο· μόνο τότε μυείται ο δεύτερος. (Το γονάτισμα του μυούμενου δεν είναι εντελώς απαραίτητο, αλλά οι προσφορές είναι).
Έτσι ο μοντέρνος αγνωστικιστής, συνήθως εντελώς ανήξερος, έχει εισαχθεί στο χώρο των ινδουιστικών θρησκευτικών πρακτικών· τον έβαλαν πολύ εύκολα να κάνει κάτι από το οποίο οι δικοί του Χριστιανοί πρόγονοι είχαν ίσως προτιμήσει βασανιστήρια και σκληρό θάνατο: έχει προσφέρει θυσία σε ειδωλολατρικούς θεούς. Στο πνευματικό πεδίο είναι ίσως αυτή η αμαρτία, παρά η ίδια η ψυχική τεχνική, που κυρίως εξηγεί τη θεαματική επιτυχία του ΥΔ.
Από τη στιγμή που θα μυηθεί, ο μαθητής του ΥΔ διαλογίζεται δυο φορές την ημέρα, για είκοσι λεπτά (ακριβώς το ίδιο διάστημα συνιστάται από τον συγγραφέα της «χριστιανικής γιόγκα»), αφήνοντας το μυαλό να περιπλανιέται ελεύθερα, κι επαναλαμβάνοντας το μάντρα όσο συχνά το σκέφτεται· συχνά οι εμπειρίες κάποιου ελέγχονται από το δάσκαλό του. Πολύ σύντομα, ίσως από την πρώτη προσπάθεια, αρχίζει κανείς να μπαίνει σε ένα νέο επίπεδο συνείδησης, που δεν είναι ούτε ύπνος ούτε εγρήγορση: στην κατάσταση του «υπερβατικού διαλογισμού». «Ο υπερβατικός διαλογισμός παράγει μια κατάσταση συνείδησης που δεν μοιάζει με τίποτα από όσα έχουμε γνωρίσει πριν, και είναι κοντά στην κατάσταση εκείνη του Ζεν, η οποία αναπτύσσεται μετά από πολλά χρόνια εντατικής άσκησης» (σελ. 115). «Σε αντίθεση με τα χρόνια που πρέπει να ξοδέψει κάποιος για να μάθει άλλες πνευματικές πειθαρχίες και τη γιόγκα, οι οποίες προσφέρουν τα ίδια αποτελέσματα που αξιώνουν οι οπαδοί του ΥΔ, οι δάσκαλοι λένε ότι ο ΥΔ μπορεί να διδαχθεί μέσα σε διάστημα λεπτών» (σελ. 110-111). Κάποιοι που έχουν εμπειρία τον περιγράφουν ως «μια κατάσταση εκπλήρωσης» παρόμοια με κάποιες εμπειρίες ναρκωτικών (σελ. 85), αλλά ο ίδιος ο Μαχαρίσι τον περιγράφει με παραδοσιακούς ινδουϊστικούς όρους: «Αυτή η κατάσταση βρίσκεται πέρα από όλα όσα βλέπονται, ακούγονται, αγγίζονται, μυρίζονται και έχουν γεύση – πέρα από κάθε σκέψη και συναίσθημα. Αυτή η κατάσταση της ανεκδήλωτης, απόλυτης, καθαρής συνείδησης της Ύπαρξης είναι η έσχατη κατάσταση ζωής» (σελ. 23). «Όταν ένα άτομο έχει αναπτύξει την ικανότητα να φέρνει αυτή τη βαθειά κατάσταση στο επίπεδο του συνειδητού σε μόνιμη βάση, λέμε ότι έχει φτάσει την κοσμική συνείδηση, το σκοπό όλων των διαλογιζομένων» (σελ. 25). Στα προχωρημένα επίπεδα του ΥΔ διδάσκονται οι βασικές στάσεις της γιόγκα, αλλά δεν είναι απαραίτητες για την επιτυχία της βασικής τεχνικής· ούτε κάποια ασκητική προπαρασκευή απαιτείται. Από τη στιγμή που κάποιος έχει φτάσει «το υπερβατικό στάδιο ύπαρξης», όλα όσα απαιτούνται από κάποιον είναι είκοσι λεπτά διαλογισμού δυο φορές την ημέρα, αφού αυτή η μορφή διαλογισμού δεν είναι καθόλου ένας ξεχωριστός τρόπος ζωής, όπως στην Ινδία, αλλά μάλλον μια πειθαρχία γι’ αυτούς που ζουν μια δραστήρια ζωή. Η διαφορά του Μαχαρίσι βρίσκεται στο ότι έχει φέρει αυτή την κατάσταση συνείδησης σε όλους, όχι μόνο σε λίγους εκλεκτούς.
Υπάρχουν διάφορες ιστορίες επιτυχίας του ΥΔ, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι αποτελεσματικός σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις: Η έξη στα ναρκωτικά ξεπερνιέται, οικογένειες ξαναενώνονται, κάποιος γίνεται υγιής κι ευτυχισμένος· οι δάσκαλοι του ΥΔ διαρκώς χαμογελούν, γεμάτοι ευτυχία. Γενικά, ο ΥΔ δεν αντικαθιστά άλλες θρησκείες, αλλά ισχυροποιεί την πίστη σε οτιδήποτε σχεδόν· «Χριστιανοί»¨, είτε Καθολικοί είτε Προτεστάντες, βρίσκουν επίσης ότι κάνει το πιστεύω τους και την πρακτική τους πιο βαθειά και πιο μεστή σε νόημα (σελ. 105).
Η άμεση και εύκολη επιτυχία του ΥΔ, παρ’ ότι είναι σύμπτωμα της φθίνουσας επιρροής του Χριστιανισμού στη σύγχρονη ανθρωπότητα, οδήγησε επίσης και στη γρήγορη παρακμή του. Ίσως περισσότερο από κάθε άλλη κίνηση «ανατολικής πνευματικότητας», είχε το χαρακτήρα περαστικής μόδας, και ο εξαγγελμένος σκοπός του Μαχαρίσι να «μυήσει» όλη την ανθρωπότητα είναι προφανώς καταδικασμένος σε αποτυχία. Μετά το απόγειο του 1975, οι εγγραφές σε μαθήματα ΥΔ μειώνονται σταθερά, τόσο που το 1977 η οργάνωση ανακοίνωσε την έναρξη μιας ολόκληρης νέας σειράς «προχωρημένων» μαθημάτων, που φανερά επινοήθηκε με σκοπό να ανακτήσει το δημόσιο ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό. Αυτά τα μαθήματα σκοπεύουν να οδηγήσουν τους μυημένους στα «siddhis» ή «υπερφυσικές δυνάμεις» του Ινδουϊσμού: πέρασμα μέσα από τοίχους, να γίνεται κανείς αόρατος, αιώρηση και πτήση στον αέρα και τα παρόμοια. Τα μαθήματα χαιρετίστηκαν γενικώς με κυνισμό, παρ’ ότι ένα διαφημιστικό φυλλάδιο του ΥΔ παρουσιάζει έναν «αιωρούμενο» διαλογιζόμενο (βλ. περ. Time, 8 Αυγούστου 1977, σελ. 75). Είτε τα μαθήματα (που κοστίζουν γύρω στα 3000 δολλάρια) παράγουν τα αποτελέσματα που ισχυρίζονται είτε όχι – αποτελέσματα της δικαιοδοσίας των παραδοσιακών «φακίρηδων» της Ινδίας (βλ. κεφ. 3), ο ΥΔ έχει αποδειχτεί μια περαστική φάση του αποκρυφιστικού ενδιαφέροντος στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Ήδη έχουν δημοσιευθεί πολλά παραδείγματα τόσο δασκάλων, όσο και μαθητών του ΥΔ, που έχουν προσβληθεί από τις κοινές ασθένειες αυτών που ανακατεύονται με τον αποκρυφισμό: διανοητικές και συγκινησιακές νόσους, αυτοκτονίες, απόπειρες φόνου, δαιμονοκαταληψία.
Το 1978 ένα ομοσπονδιακό Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε ότι ο ΥΔ είναι πράγματι θρησκευτικής φύσης και δεν μπορεί να διδάσκεται στα δημόσια σχολεία.* Αυτή η απόφαση αναμφίβολα θα μειώσει περισσότερο την επιρροή του ΥΔ, ο οποίος, πάντως, πιθανόν να συνεχίσει να υπάρχει ως μια από τις πολλές μορφές διαλογισμού που πολλοί βρίσκουν συμβατές με το Χριστιανισμό – άλλο ένα λυπηρό σημείο των καιρών.
* Βλ. «TM in court: The complete text of the Federal Court’s opinion in the case of Malnak v. Maharishi Mahesh Yogi». Spiritual Counterfeits Project, P.O. Box 4308, Berkeley, California, 94704.