Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

Η απόφαση ΣτΕ 3356/1995 που ορίζει ότι «Tο μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας»

Η απόφαση ΣτΕ 3356/1995 που ορίζει ότι «Tο μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας»


ΣτΕ 3356/1995
Πηγή : Επιθεώρηση Δημοσίου και Διοικητικού Δικαίου 1995, 566
Αριθμός Απόφασης : 3356
'Ετος : 1995
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας

Αριθμός 3356/1995
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΣΤ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Φεβρουαρίου 1995 με την εξής σύνθεση : Αν. Μαρίνος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ Τμήματος, Φ. Αρναούτογλου, Εμ. Δαρζέντας, Σύμβουλοι, Ε. Αντωνόπουλος, Β. Ραφτοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.
Γ ι α να δικάσει την από 21 Ιουνίου 1994 αίτηση :
τ ω ν Κ. Κ. και Α. Κ., κατοίκων Πατρών, οδός Γ. αρ. 84, ως ασκούντων την γονικήν μέριμνα του υιού των Σ. Κ., μαθητή της Γ Τ. του 3ου Γ. Πατρών, οι οποίοι δεν παρέστησαν,
κ α τ ά του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με τον Κρ. Μανωλή, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η 28/27-5-1994 πράξη του Συλλόγου Καθηγητών του 3ου Γ. Πατρών. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Εμ. Δαρζέντα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του Δικαστηρίου κ α ι,
Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  ν ό μ ο
1. Επειδή, για την υπό κρίση αίτηση κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (7491815, 7491816/1994, διπλότυπα εισπράξεως Δ.Ο.Υ. δικαστικών εισπράξεων Αθηνών και 1675260, 1675261/1994 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωσις της υπ' αριθμ. 28/27-5-1994 πράξεως του Συλλόγου Καθηγητών του 3ου Γυμνασίου Πατρών, με την οποία η διαγωγή του υιού των αιτούντων, μαθητού της Γ Τάξεως του ως άνω Γυμνασίου, εχαρακτηρίσθη ως επίμεπτος.
3. Επειδή, το άρθρο 13 του Συντάγματος ορίζει τα εξής : "1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με την λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων . . .". Εξ άλλου, το άρθρο 16 του Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 2, ότι : "Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες". Τέλος, η Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950 "περί προασπίσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών", που κυρώθηκε το πρώτον με τον νόμο 2329/1953 (φ. 68, Α) και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974 (φ. 256, Α) και έχει, ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ, με το μεν άρθρο 9 κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, με το άρθρο δε 2 του Α προσθέτου πρωτοκόλλου ορίζει ειδικότερα τα εξής : "Ουδείς δύναται να στερηθεί του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή. Παν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ' αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσιν την μόρφωσιν και εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις".
4. Επειδή, από τις πιο πάνω διατάξεις, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό μεταξύ τους, εν όψει του γνωστού τοις πάσιν γεγονότος, ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού πρεσβεύει την Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία, (ΣτΕ 3533/1986) ως τούτο άλλωστε μαρτυρείται και από την γενομένην στην κεφαλίδα του Συντάγματος, επίκληση της Αγίας Τριάδος, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Συντάγματος, με το οποίον το Ορθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα χαρακτηρίζεται ως : "Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα", συνάγεται, ότι σκοπός της παρεχομένης στα σχολεία παιδείας είναι, μεταξύ των άλλων, και η "ανάπτυξη" της θρησκευτικής συνείδησης των ελληνοπαίδων σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας, στην οποίαν, κατά τεκμήριο, εν όψει των εκτεθέντων, αποβλέπουν οι γονείς των αντλώντας από το πιο πάνω άρθρο 13 του Συντάγματος, το δικαίωμα που είναι, ως αναφέρθηκε, και διεθνώς κατοχυρωμένο, με τις ως άνω διατάξεις της Συμβάσεως της Ρώμης να καθορίζουν οι ίδιοι την θρησκευτική αγωγή των τέκνων τους, σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Υπό την έννοια αυτή και προκειμένου να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, προκειμένου δηλαδή να "αναπτυχθεί" η θρησκευτική συνείδηση των μαθητών, σύμφωνα με την διδασκαλία της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, οι μαθητές είναι υποχρεωμένοι να μετέχουν στις σχολικές θρησκευτικές εκδηλώσεις, όπως είναι η καθημερινή προσευχή και ο εκκλησιασμός και να παρακολουθούν το μάθημα των θρησκευτικών, το οποίον, όπως είναι αυτονόητο, "εν όψει των εκτεθέντων" πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας (βλ. ΣτΕ 3533/86) και επί ικανόν αριθμόν ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως. Και ναι μεν η δημόσια συμμετοχή των μαθητών στις ως άνω θρησκευτικές εκδηλώσεις και η παρακολούθηση υπ' αυτών του μαθήματος των θρησκευτικών αποτελούν έμπρακτη δήλωση περί των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων δεν έρχονται όμως, εκ τούτου και μόνον, σε αντίθεση με το άρθρο 13 του Συντάγματος, δοθέντος ότι δεν είναι δυνατή η επιβαλλομένη από το άρθρο 16 παρ. 2 αυτού "ανάπτυξη" της θρησκευτικής τους συνείδησης, χωρίς την ως άνω δήλωση περί των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Είναι όμως πρόδηλον ότι εάν ένας ή περισσότεροι μαθητές, άλλως οι γονείς τους, ασκώντας το κατοχυρωμένο με το άρθρο 13 του Συντάγματος και τις ως άνω διατάξεις της Συμβάσεως της Ρώμης δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, δηλώσουν καθ' οιονδήποτε τρόπον, προς τον Διευθυντή του Σχολείου, ότι για λόγους θρησκευτικής συνείδησης, ήτοι διότι είναι ετερόδοξοι, ετερόθρησκοι ή άθεοι, δεν επιθυμούν να παρακολουθήσουν (οι ως άνω μαθητές) την διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών ή να μετάσχουν στις άλλες θρησκευτικές εκδηλώσεις που προβλέπονται από το σχολικό πρόγραμμα, ο Διευθυντής έχει υπηρεσιακό καθήκον, που απορρέει από τις πιο πάνω διατάξεις, να προβεί αμέσως σε όλες τις αναγκαίες, κατά το νόμο ενέργειες, ούτως ώστε οι μαθητές αυτοί να μη μετέχουν στις πιο πάνω θρησκευτικές εκδηλώσεις και να μην παρακολουθούν την διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, χωρίς βεβαίως η αποχή τους αυτή να συνεπάγεται για τους ίδιους οποιασδήποτε μορφής σχολική κύρωση π.χ. καταλογισμό απουσιών, μείωση διαγωγής, πειθαρχικές κυρώσεις κ.λπ. Ακόμα δε και εάν μιά τέτοια άρνηση του μαθητή, άλλως των γονέων του, δεν συνοδεύεται από επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης ο Διευθυντής έχει και πάλι την υποχρέωση, που απορρέει, από τις αυτές πιο πάνω διατάξεις, να διερευνήσει μήπως τυχόν η άρνηση αυτή οφείλεται σε τέτοιου είδους λόγους, ούτως ώστε να συμπεριφερθή αναλόγως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται πιο πάνω. Η έρευνα δε αυτή, ως συνέπεια της αντίστοιχης δήλωσης του μαθητού άλλως των γονέων του, περί μη συμμετοχής αυτού στο μάθημα των θρησκευτικών και στις λοιπές θρησκευτικές εκδηλώσεις, ως και η ίδια η δήλωση δεν απαγορεύονται από το άρθρο 13 του Συντάγματος, διότι δεν αποτελούν μέσον προς δίωξη του μαθητή λόγω των διαφόρων ενδεχομένως, θρησκευτικών του πεποιθήσεων, οι οποίες πρέπει πάντως να είναι σεβαστές, αλλά όλως αντιθέτως, αποβλέπουν εις το να διευκολύνουν τον μαθητή να απολαύσει "ανεμπόδιστα" την ελευθερία της θρησκευτικής του συνείδησης. Με τέτοιο ακριβώς περιεχόμενο αντελήφθη, εξ άλλου, την έννοια των ανωτέρω διατάξεων και ο κοινός νομοθέτης που γι' αυτό όρισε με την διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 1566/1985 υπό τον τίτλο : "Δομή και λειτουργία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης" (ΦΕΚ 167 Α) ότι : "1. Σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά. Ειδικότερα υποβοηθεί τους μαθητές : α) Να γίνονται ελεύθεροι, υπεύθυνοι, δημοκρατικοί πολίτες, να υπερασπίζονται την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και τη δημοκρατία, να εμπνέονται από αγάπη προς τον άνθρωπο, τη ζωή και τη φύση και να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Η ελευθερία της θρησκευτικής τους συνείδησης είναι απαραβίαστη β) . . ." και με το άρθρο 6 παρ. 2 όρισεν ότι η εκπαίδευση στο Λύκειο "Ιδιαίτερα βοηθεί τους μαθητές : α) . . . . . . β) Να συνειδητοποιούν την βαθύτερη σημασία του ορθοδόξου χριστιανικού ήθους . . . .".
5. Επειδή, ανεξαρτήτως προς τα ως άνω ζητήματα θρησκευτικής συνείδησης, ο μαθητής, μπορεί επίσης, στο πλαίσιο των κειμένων διατάξεων και ιδίως του Ν. 1566/85 και του παρατιθεμένου στη συνέχεια Π.Δ/τος 104/79, να αρνηθή την δημόσια απαγγελία της προσευχής και όταν έχει άλλους προσωπικούς λόγους, οι οποίοι δικαιολογούν, κατά τους κανόνες της παιδαγωγικής επιστήμης, την άρνησή του αυτή όπως π.χ. όταν παρουσιάζει δυσαρθρία, του ελλείπει το θάρρος, έχει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα κ.λπ. Και στην περίπτωση αυτή, ο Διευθυντής του Σχολείου, εάν του αντιταχθεί τέτοια άρνηση του μαθητή, οφείλει και πάλι να προβεί στη σχετική έρευνα ώστε να διαγνώσει τους πραγματικούς λόγους της άρνησης και να ενεργήσει αναλόγως.
6. Επειδή στο Κεφάλαιο ΣΤ του Π.Δ/τος 104/1979 "Περί σχολικού και διδακτικού έτους, υπηρεσιακών βιβλίων, εγγραφών, μετεγγραφών, φοιτήσεως, διαγωγής και τιμητικών διακρίσεων των μαθητών των σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαιδεύσεως" (ΦΕΚ Α, 23) του εκδοθέντος με βάση την εξουσιοδότηση της παρ. 6 του άρθρου 28 και της παρ. 4 του άρθρου 31 του Ν. 309/1976 ορίζονται τα εξής : "ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ" Διαγωγή μαθητών. 'Αρθρον 26. Γενικαί διατάξεις. 1. Η συμπεριφορά μαθητών, η καθ' οιονδήποτε τρόπον εκδηλουμένη εντός και εκτός του σχολείου δια πράξεων ή παραλείψεων συνιστά την διαγωγήν αυτών. 2. Η διαγωγή περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων της σχολικής καταστάσεως των καθ' έκαστον σχολικόν έτος εις το Γυμνάσιον ή Λύκειον φοιτούντων μαθητών και ελέγχεται, χαρακτηρίζεται και καταχωρίζεται εις τα οικεία βιβλία κατά τας διατάξεις του παρόντος Π.Δ/τος. 3. Η προσήκουσα διαγωγή των μαθητών, νοουμένη ως έμπρακτος συμμόρφωσις προς τους διέποντας την σχολικήν ζωήν κανόνας και προς τας ηθικάς αρχάς του κοινωνικού περιβάλλοντος, εντός του οποίου διαβιούν, αποτελεί υποχρέωσιν αυτών, πάσα δε παρέκκλισις εκ ταύτης, εκδηλουμένη δι' υπαιτίου πράξεως ή παραλείψεως αποτελεί αντικείμενον παιδαγωγικού ελέγχου και εν ανάγκη αντιμετωπίζεται δια σχολικών κυρώσεων κατά τας διατάξεις του παρόντος Π.Δ/τος. 4. Η διαγωγή εκάστου μαθητού χαρακτηρίζεται "κοσμιωτάτη", "κοσμία", επίμεμπτη" αναλόγως των συνιστώντων αυτήν χαρακτηριστικών στοιχείων κατά τας κατωτέρω διακρίσεις : α) "κοσμιωτάτη" χαρακτηρίζεται η διαγωγή μαθητού τινός όταν ούτος τηρή απολύτως την κατά την έννοιαν της παρ. 3 του παρόντος άρθρου προσήκουσαν διαγωγήν, β) "κοσμία" χαρακτηρίζεται η διαγωγή μαθητού τινός όταν ούτος τηρή μεν κατά κανόνα την κατά την έννοιαν της παρ. 3 του παρόντος άρθρου προσήκουσαν διαγωγήν, ουχί όμως άνευ παρεκκλίσεων, γ) "επίμεμπτη" χαρακτηρίζεται η διαγωγή μαθητού τινός, όταν ούτος παρεκκλίνη από την προσήκουσαν, κατά την έννοιαν της παρ. 3 του παρόντος άρθρου διαγωγήν εις βαθμόν ανεπίτρεπτον, αλλ' η παρέκκλισις αύτη κρίνεται επιδεκτική παιδαγωγικής επανορθώσεως εντός του αυτού σχολικού περιβάλλοντος. 'Οταν, ο μαθητής παρεκκλίνη από την προσήκουσαν κατά την έννοιαν της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, διαγωγήν εις βαθμόν ώστε η παρέκκλισις αύτη να δημιουργή παιδαγωγικόν πρόβλημα υπερβαίνον τας επανορθωτικάς δυνατότητας του εις ο φοιτά σχολείον, ο μαθητής ούτος υποχρεούται εις αλλαγήν σχολικού περιβάλλοντος, ίνα εν τω πλαισίω νέων σχολικών συνθηκών τω παρασχεθή η ευχέρεια βελτιώσεως της διαγωγής του. 5. Ο ετήσιος χαρακτηρισμός της διαγωγής εκάστου Λυκείου ενεργείται κατά την λήξιν του διδακτικού έτους δι' ειδικής πράξεως του Συλλόγου των Διδασκόντων αποφαινομένου κατά πλειοψηφίαν επί τη βάσει της εν γένει συμπεριφοράς τούτων και των τυχόν εις τα οικεία βιβλία κατακεχωρισμένων στοιχείων κυρώσεων ή ηθικών αμοιβών, προσηκόντως συνεκτιμωμένων κατά την κρίσιν του Συλλόγου των Διδασκόντων. Προκειμένου περί χαρακτηρισμού της διαγωγής μαθητού τινος ως "κοσμίας" ή "επίμεμπτης" η κατά τα ανωτέρω πράξις του Συλλόγου των Διδασκόντων δέον να είναι ητιολογημένη. 6) . . . . . . . . . . . . . 7) . . . . . . . . . . . . . .". Εν όψει των διατάξεων αυτών εκρίθη ήδη (ΣτΕ 2326/1995, 2758/92, 2399/89, 99/1987, 1861/1986, 323/82 κ.α.) ότι, ο χαρακτηρισμός της διαγωγής των μαθητών ως "κοσμιωτάτης" "κοσμίας" ή "επίμεμπτης" εξαρτάται από τη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια ολόκληρου του έτους, όπως η συμπεριφορά αυτή προσδιορίζεται από το νόμο (άρθρο 26 παρ. 3) και ειδικότερα εξαρτάται από το είδος και τον αριθμό των παρεκκλίσεων από τη συμπεριφορά αυτή. Εξ άλλου, ο δυσμενής χαρακτηρισμός της διαγωγής μαθητή ως "κοσμίας" ή "επίμεμπτης" ελέγχεται μόνο από την άποψη της αιτιολογίας και δεν υπόκειται σε περαιτέρω έλεγχο, διότι είναι προϊόν ουσιαστικής εκτιμήσεως και αξιολογήσεως της συμπεριφοράς που επέδειξε ο μαθητής κατά τη διάρκεια του έτους.
7. Επειδή, ο υιός των αιτούντων, μαθητής της τρίτης τάξεως του 3ου Γυμνασίου Πατρών τιμωρήθηκε με την 1/24-11-1993 πράξη του Διευθυντού του Σχολείου αυτού με διήμερη αποβολή από τα μαθήματα διότι : "1. Παρεμποδίζει την ομαλή διεξαγωγή του μαθήματος στην αίθουσα (μάθημα Αγγλικών - Καθηγήτρια κ. Δ.Α..). 2. Διακωμωδεί την ορθόδοξη θεία λατρεία εν ώρα μαθήματος : 'Ανοιξε την Καινή Διαθήκη και σαν λειτουργός ιερέας, μουρμούριζε, ακουόμενος από τους συμμαθητές. 3. Αρνήθηκε επιμόνως και χωρίς δικαιολογία, να απαγγείλει την προσευχή του Σχολείου, αν και ήταν η σειρά του. Η προσευχή απαγγέλεται ανά εβδομάδα, μετά από συναπόφασή τους με το Διευθυντή του Σχολείου, από όλους τους αριστεύσαντες μαθητές της Γ Γυμνασίου. Στην προσπάθεια για να μεταπεισθεί, παρενέβη, μετά από έγκριση του Διευθυντή και ο Πρόεδρος της Μαθητικής Κοινότητας (15 μελούς) πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα. 4. Με την ως άνω συμπεριφορά του ο μαθητής περιφρονεί αναιτίως το θεσμό του Σχολείου, προσβάλλει τα νομοθετημένα όργανα αυτού (Διευθυντή, Μ.Σ., τάξη), διαταράσσει την πειθαρχία και υπακοή των λοιπών μαθητών και, ανυπάκουος ων, δυστροπεί στην ομαλή ένταξή του στη μαθητική κοινότητα". Στην συνέχεια, ο Σύλλογος των Διδασκόντων στο ως άνω Σχολείο, με την προσβαλλομένη πράξη του εχαρακτήρισε την διαγωγή του υιού των αιτούντων ως "επίμεμπτη", διότι : "τιμωρηθείς για πράξεις και παραλείψεις του αντί μεταμελείας, κακώς κάκιστα πράττων και επιμέμπτως συμπεριφερόμεντος, εμήνυσε, μαθητής ων, τον Γυμνασιάρχη του και την καθηγήτρια του των Αγγλικών στα ποινικά δικαστήρια με ψευδή στοιχεία. Συνετέλεσε με την πρωτοφανή αυτή πράξη του στον κλονισμό της παιδαγωγικής αυτοτέλειας του Σχολείου, διέσυρε στα ανακριτικά Γραφεία όλους τους εκπροσώπους του σχολικού θεσμού (Προϊστάμενο Εκπαίδευσης, Διευθυντή Σχολείου, Υποδιευθύντρια Σχολείου, Πρόεδρο Μαθητικής Κοινότητας και συμμαθητές του) και αποδυνάμωσε το κύρος του Σχολείου στη συνείδηση των συμμαθητών του. 'Ολα τα ανωτέρω, εξ αιτίας απύθμενου εγωϊσμού και αντισχολικής συμπεριφοράς, αφού, εκτός της αιτουμένης από τη μήνυσή του καταδίκης των μηνυθέντων, απαιτεί και οικονομική αποζημίωση από το Δημόσιο δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών με αποτέλεσμα η μήνυσή του αυτή να φθάσει και στα ιδιαίτερα Γραφεία των Υπουργών : α) Εθνικής Οικονομίας, αειμνήστου Γ. Γ. και β) Εθνικής Παιδείας, κ. Φ., με αποτέλεσμα να μειωθεί και να κλονισθεί βαρύτατα η προς τα έξω καλή φήμη του Σχολείου του. Η διαγωγή του ως άνω μαθητή μειώθηκε σε επίμεμπτη κατά μεγίστη πλειοψηφία των μελών του Συλλόγου. Ειδικότερα, η κ. Α.Ε. και Π.Α. μειοψήφισαν υπέρ της κοσμίας. Η κ. Φ.Σ. δήλωσε ότι δεν έχει γνώμη".
8. Επειδή, όπως προκύπτει από την ως άνω αιτιολογία, δύο είναι οι λόγοι για τους οποίους εχαρακτηρίσθη η διαγωγή του υιού των αιτούντων ως επίμεμπτος : α) διότι "ετιμωρήθη" για πολλές και διάφορες πράξεις και παραλείψεις του, όπως αυτές αναφέρθηκαν παραπάνω και β) διότι "εμήνυσε" τον Γυμνασιάρχη και την Καθηγήτρια Αγγλικών. Η αιτιολογία αυτή κατά το δεύτερο σκέλος της είναι απόρροια πλάνης περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε ο Σύλλογος των Διδασκόντων, διότι, όπως προκύπτει από το αντίγραφο της εγκλήσεως (για εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμηση) το οποίον υπάρχει στην δικογραφία, την έγκληση αυτήν υπέβαλαν οι γονείς του μαθητού, ως ασκούντες την γονική μέριμνα, και όχι ο ίδιος ο μαθητής καίτοι θα μπορούσε και ο ίδιος να την υποβάλει κατ' άρθρον 118 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικος και, συνεπώς, δεν είναι επιτρεπτό να καταλογισθεί στο μαθητή, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, η ενέργεια αυτή των γονέων του, οι οποίοι άλλωστε και πρωτοστάτησαν στην υποβολή σωρείας αναφορών και καταγγελιών κατά του Διευθυντού του Σχολείου, εγκρίνοντες και αυτοί την άρνηση του υιού τους να απαγγείλει την προσευχή (βλ. τα σχετικά έγγραφα στον φάκελλο της υποθέσεως). Συνεπώς, το σκέλος τούτο της αιτιολογίας είναι πεπλανημένο και δεν μπορεί να στηρίξει την προσβαλλομένη πράξη. Εξ άλλου, το πρώτο σκέλος της αιτιολογίας αναφέρεται στην δια της μνημονευθείσης πράξεως του Διευθυντού του Σχολείου τιμωρία του υιού των αιτούντων με διήμερη αποβολή για περισσότερες της μιας πράξεις και παραλείψεις. Η πράξη αυτή του Διευθυντού, αν και αποτελεί εσωτερικό μέτρο που αποβλέπει στην διατήρηση της πειθαρχίας στην μαθητική κοινότητα, στερουμένη, αυτή καθ' εαυτήν, κατά τα ήδη κριθέντα (ΣτΕ 1821/1989 κ.α.), εκτελεστού χαρακτήρα, συνιστά πάντως το ένα από τα δύο ερείσματα της προσβαλλομένης πράξεως, παραδεκτώς ελεγχόμενη, συνεπώς, ως προς την νομιμότητα της αιτιολογίας της, για να μην παραμείνει, στην αντίθετη περίπτωση, απροστάτευτος ο μαθητής. 'Οπως δε αναφέρεται στην πράξη αυτή, ο υιός των αιτούντων τιμωρήθηκε για διάφορες πράξεις αλλά και διότι : "αρνήθηκε επιμόνως και χωρίς δικαιολογία να απαγγείλει την προσευχή". Εν όψει τούτων, ο Διευθυντής του Σχολείου, ώφειλε, σύμφωνα με όσα ήδη εξετέθησαν να ερευνήσει οίκοθεν τους λόγους, θρησκευτικούς ή άλλους, για τους οποίους ο υιός των αιτούντων αρνήθηκε να απαγγείλει την προσευχή, ώστε να ενεργήσει αναλόγως, σύμφωνα επίσης με όσα έχουν ήδη εκτεθεί. Τέτοια όμως έρευνα δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα εν προκειμένω και, συνεπώς, υπό τις συνθήκες αυτές, η άρνηση του υιού των αιτούντων για την δημόσια απαγγελία της προσευχής, δεν μπορούσε, αυτή και μόνη, να αποτελέσει νόμιμο αιτιολογικό έρεισμα για την επί διήμερο αποβολή του και άρα, περαιτέρω έρεισμα της προσβαλλομένης πράξεως, η οποία, ως μη νομίμως αιτιολογημένη, πρέπει να ακυρωθεί, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, διότι δεν είναι γνωστό ποίον περιεχόμενο θα είχε η απόφαση του Συλλόγου των Διδασκόντων εάν οι διδάσκοντες εγνώριζαν ότι το αιτιολογικό έρεισμα το οποίο επικαλέσθηκαν για να μειώσουν την διαγωγή του υιού των αιτούντων, έπασχεν, υπό τας εκτεθείσας συνθήκας, κατά τα δύο ως άνω σημεία.
9. Επειδή, ακυρουμένης της προσβαλλομένης πράξεως για τον ήδη εκτεθέντα λόγο, παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως και η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθή στην Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση.
Δ ι α  τ α ύ τ α
Δέχεται την υπό κρίση αίτηση. Ακυρώνει την υπ' αριθμ. 28/27-5-1994 πράξη του Συλλόγου Καθηγητών του 3ου Γυμνασίου Πατρών, καθ' ο μέρος αφορά τον υιό των αιτούντων κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό. Αναπέμπει την υπόθεση στην Διοίκηση για την διενέργεια των νομίμων. Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου και Επιβάλλει στο Δημόσιο την δικαστική δαπάνη των αιτούντων εκ δεκατεσσάρων χιλιάδων (14.000) δραχμών. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 1995 και 23 Φεβρουαρίου 1995
Ο Πρόεδρος του ΣΤ Τμήματος Αν. Μαρίνος
Ο Γραμματέας Β. Μανωλόπουλος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 19ης Ιουνίου 1995.
Ο Πρόεδρος του ΣΤ Τμήματος Αν. Μαρίνος
Ο Γραμματέας του ΣΤ Τμήματος Β. Μανωλόπουλος