Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Παναγιώτης Νούνης: ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ



ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

(Η μετάφρασις* από το αγγλικό κείμενο στην Ελληνική Γλώσσα είναι αμιγώς δημιούργημα της κ. Ουράνιας Β. με την θεολογικήν εποπτεία και την φιλολογικήν επιμέλεια του Παναγιώτη Νούνη).


ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΝ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: «ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»

Ο υποφαινόμενος, επόπτης και επιμελητής της εν λόγω μεταφράσεως του αγγλικού «Κειμένου των Καθηγητών της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.», περί του Ουκρανικού Ζητήματος, επληροφόρησεν (αν και δεν ήτο υποχρεωμένος) τον καθηγητήν του και έγκριτον Καθηγητήν της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας κ. Χρυσόστομον Σταμούλη για το εν λόγω εν εξελίξει επίμοχθο και πνευματικό έργο το οποίον διενεργείτο μετά της κ. Ουρανίας Β. και οφείλω να ομολογήσω ότι δεν υπήρξε ουδεμία ένστασις από μέρους του.
Συνεπώς είμαι ευγνώμων, και άρα εκφράζω με την σειρά μου τις θερμές ευχαριστίες για την άμεση ή έμεση ανοχή, αποδοχή και «άδεια» της μεταφράσεως του «Κειμένου των Καθηγητών της Θεολογικής Σχολής», προς τον καθηγητήν μου τον Δογματολόγον κ. Χρυσόστομον Σταμούλη.

Οι ακαδημαϊκοί Καθηγητές Θεολόγοι, που συνέγγραψαν το εν λόγω συλλογικό κείμενο περί του Ουκρανικού, είναι ο κ. Χρυσόστομος Σταμούλης (καθηγητής Δογματικής Θεολογίας), ο κ. Στυλιανός Τσομπανίδης (καθηγητής Οικουμενικής Κίνησις), ο κ. Νίκος Μαγγιώρος (καθηγητής Κανονικού Δικαίου) και ο κ. Ηλίας Ευαγγέλου (Εκκλησιαστική Ιστορία των Σλάβων).
Ο γράφων, είχε την τιμή ή την τύχη να έχει και τους τέσσερις συγκεκριμένους καθηγητές της Θεολογικής Σχολής ως καθηγητές του. Σαν σήμερα, ακριβώς πρίν 7 χρόνια (14 Νοεμβρίου 2012) ο γράφων έλαβε το πτυχίο της Θεολογίας από τον Πρόεδρον του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. κ. Χρυσόστομον Σταμούλην και ορκίστηκε κατά την διάρκεια της αποφοιτήσεως των Αποφοίτων Θεολόγων.
Χωρίς πολλά λόγια, να επισημαίνω, ότι ο γράφων έλαβε, αρκετά καλά (ίσως και αρνητικά) και θετικά στοιχεία από όλους ανεξαιρέτως τους σεβαστούς καθηγητές μας, ανεξαρτήτως των ιδεολογικών και θεολογικών τους φρονημάτων. Ανεξαρτήτως, αν μαίνεται μία εν εξελίξει σύγχρονη και σφοδρή θεολογική σύγκρουσις μεταξύ Οικουμενιστών και αντιΟικουμενιστών.
Ο κύριος σκοπός τώρα και συνάμα ο σημαίνων στόχος της εν λόγω μεταφράσεως του Κειμένου των Καθηγητών μας «περί του Ουκρανικού» είναι διπλός:
(1)     Για να αντιληφθεί εν πρώτοις, το ελληνόφωνο Χριστεπώνυμο πλήρωμα της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας -μέσω της μητρικής του Ελληνικής Γλώσσας- το θεμελιώδες και ουσιώδες Εκκλησιολογικό φρόνημα της ακαδημαϊκής διανόησις και Θεολογικής Κοινότητος των καθηγητών Θεολόγων για το Ουκρανικό Ζήτημα.
(2)     Και κατά δεύτερον: να δύναται τόσον ο γράφων και επιμελητής της μεταφράσεως όσον και άλλοι επίδοξοι δημοσιογραφούντες, να το αναλύσουν Θεο-λογικά, Λογικά, κριτικά, αντιρρητικά, ώστε να συζητηθεί δημόσια και να κριθεί διεξοδικά, κυρίως, να κριθεί ιδιαίτερα από το Βασίλειον ιεράτευμα και από άλλου είδους διανοητές.
Δηλαδή, προσεχώς των ημερών, θα προσπαθήσω αφού πλέον έχει ολοκληρωθεί  και η μετάφρασις του κειμένου, να το αναλύσουμε γραπτώς διεξοδικά και κριτικά ανά παράγραφον, ώστε να δούμε που ακριβώς συμφωνούμε ή και που διαφωνούμε με τους αγαπητούς κυρίους Καθηγητές μας.
Ακολουθεί πρώτα το κείμενο στην Ελληνικήν Γλώσσα και μετά το ίδιο κείμενο στην Αγγλικήν Γλώσσα.

Του Παναγιώτη Νούνη
Θεολόγος/Θρησκειολόγος/Φιλόλογος
Tηλ.: 00357-96897711
Διαχειριστής του Ιστολογίου «ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ»


Κάποιες σκέψεις με αφορμή το Αυτοκέφαλο της Ουκρανικής Εκκλησίας
Του Χρυσοστόμου Σταμούλη, Στυλιανού Τσομπανίδη, Νίκου Μαγγιώρου, Ηλία Ευαγγέλου

Η πρόσφατη παραχώρηση της Αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας και η έκδοση του συνοδευτικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου οδήγησαν στην επιδείνωση των ήδη τεταμένων σχέσεων μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριαρχείου Μόσχας. Αυτή η πρόσφατη εξέλιξη εξακολουθεί να αποτελεί αιτία ανησυχίας στον Ορθόδοξο κόσμο λόγω των πιθανών συνεπειών της για την ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών και τον διάλογο με άλλες χριστιανικές εκκλησίες.
Το ζήτημα είναι εξαιρετικά περίπλοκο και δεν μπορεί να αναλυθεί επαρκώς σε σύντομο άρθρο. Γενικά, η διαδικασία παραχώρησης Αυτοκεφαλίας στην Ουκρανική Εκκλησία ακολουθεί παρόμοιες γραμμές με την παραχώρηση Αυτοκεφαλίας σε άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες τον 19ο και 20ο αιώνα και συνυπάρχει με τις εδαφικές και πολιτικές αλλαγές στην ευρύτερη περιοχή της Κριμαίας που έλαβαν χώρα σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Πιο συγκεκριμένα, αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, οι προσπάθειες για την εξασφάλιση πολιτικής αυτονομίας συνδυάστηκαν με το αίτημα για εκκλησιαστική ανεξαρτησία και το δικαίωμα αυτονομίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ακόμη πιο συνεχείς και έντονες προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή ακολούθησαν την πλήρη ανεξαρτησία της χώρας από τη Σοβιετική Ένωση και τον επακόλουθο σχηματισμό του κράτους της Ουκρανίας (1991). Σε αυτή τη νέα πολιτική κατάσταση, το Ορθόδοξο σώμα των πιστών βρέθηκε βαθιά κατακερματισμένο και χωρίστηκε σε τρεις [Ουκρανικές] Εκκλησίες, την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας του Πατριαρχείου Μόσχας, την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία του Πατριαρχείου Κιέβου και την Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτός ο εσωτερικός κατακερματισμός σχετίζεται άμεσα με το βαθμό στον οποίο οι εκκλησίες αυτές υποστήριζαν την προσπάθεια σχηματισμού ενός ανεξάρτητου ουκρανικού κράτους, αφενός, και την προδιάθεσή τους να αποκτήσουν εκκλησιαστική ανεξαρτησία από το Πατριαρχείο Μόσχας, αφετέρου.
Οι λεπτομέρειες σχετικά με την ιστορία του κράτους του Κιέβου από το Μεσαίωνα μέχρι  σήμερα και κυρίως, η εξέλιξη της εκκλησιαστικής του ιστορίας κατά τη διάρκεια της περιόδου της κανονικής υποταγής του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθώς και κατά τη διάρκεια της εποχής, όταν ο Μητροπολίτης Κιέβου χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Μόσχας (17ος αιώνα και αργότερα) είναι γνωστές, και δεν αφήνουν περιθώρια για αμφισβήτηση ή ρεβιζιονισμό. Σε αυτό το πλαίσιο θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε κάποιες  πτυχές αυτού του ζητήματος, ιδιαίτερα τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την επίλυση αυτής της ενδογενούς κρίσης που ξέσπασε στην Εκκλησία της Ουκρανίας.
Η ιεραρχική δομή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, βάσει της σειράς προτεραιότητας και αρχαιότητας που χορηγήθηκε στα Πατριαρχεία, Αυτοκέφαλες και Αυτόνομες Εκκλησίες σε συνδυασμό με την αυτοδιοίκησιν των Τοπικών Εκκλησιών, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα το οποίο είναι συνυφασμένο με την ιστορία και τη ζωή της από τις απαρχές της μέχρι σήμερα και συνεχίζει να καθορίζει την ουσιαστική της μορφή. Πιο συγκεκριμένα, στο 19ο και 20ο αιώνα η μορφή της οργάνωσις και  αυτοδιοίκησις μιας Τοπικής Εκκλησίας, καθορίστηκε, από το βαθμό ανεξαρτησίας που είχε από το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και μέσα στα πλαίσια της Κανονικής δικαιοδοσίας του στο οποίον και υπήγετο. Στην περίπτωσιν της Αυτοκεφαλίας, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εκδίδει Πατριαρχικόν και Συνοδικόν Τόμο για να αναγνωρίσει την πλήρη εκκλησιαστική ανεξαρτησία της Τοπικής Εκκλησίας, η οποία χορηγείται υπό την Σύνοδον των Προκαθημένων και του Πρώτου αυτής ελεύθερα και χωρίς εμπόδια ή τινά παρέμβασιν και σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες και το εσωτερικό της Εκκλησιαστικόν Δίκαιον.

Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικές αρχές, όπως ενσωματώνονται στο πρόσωπο του κυβερνώντος πρίγκιπα, ανέλαβαν να διατυπώσουν αίτημα να ασκήσουν πίεση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στην περίπτωση των αυτοκέφαλων Σλαβικών Ορθόδοξων Εκκλησιών ο ρόλος του κυβερνώντος πρίγκιπα ήταν τόσο σημαντικός  που οδήγησε στην επιβολή της εξουσίας του στη ζωή τους. Αυτές οι εκκλησίες με ελάχιστες εξαιρέσεις ποτέ δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τους αυστηρούς περιορισμούς και τον έλεγχο που ασκούσαν οι πολιτικές αρχές, ακόμα και όταν οι εστεμμένοι κυβερνήτες έπαψαν να υπάρχουν και αντικαταστάθηκαν από νέα πολιτικά καθεστώτα που υπήρχαν, σε κάποιες περιπτώσεις, εχθρικά ή με προφανή αδιαφορία προς την Εκκλησία (μια αξιοσημείωτη περίπτωση είναι η Σοβιετική διοίκηση εδαφών που ανήκαν στην Σοβιετική Ένωση ή η περίπτωση των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ανατολικής Ευρώπης).
Η δύναμη και η αντοχή μέσα στην ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν υπολογίζονται από κοσμικά πρότυπα, όπως η οικονομική δύναμη είτε η αριθμητική υπεροχή. Η Πνευματική δύναμη «εν ασθενεία τελειούται» (Προς Κορινθίους Β΄, 12,9) και αυτό επιβεβαιώνεται και από την Αγία Γραφή και από τη ζωντανή εμπειρία μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η υποταγή της Εκκλησίας στον πειρασμό της (πολιτικής ή κοσμικής) εξουσίας καταργεί την ουσία της και παραμορφώνει τον σωτηριολογικό της χαρακτήρα. Είναι προφανές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, ακόμα και αν "ενσαρκώνεται" σε κάθε ιστορικό πολιτισμό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί στοιχείο μιας δεδομένης εθνικής ταυτότητας. Η δύναμή της δεν έγκειται στην πολιτική (κοσμική) εξουσία αλλά στην (Χαρισματική) ικανότητά της να μεταμορφώνει τον κόσμο.
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείο, λόγω της τοποθέτησής του και του χαρακτήρα του, υπερβαίνει τον εθνικισμό των "Ορθοδόξων" κρατών και εκκλησιών. Αν και αποτελεί μειονότητα σε μια κατά κύριο λόγο ισλαμική χώρα, η παγκόσμια παρουσία και έκτασή του έχει ιδιαίτερη σημασία. O πρόσφατος χαρακτηρισμός του ως "τούρκικο" είναι εντελώς παράλογος και αποσκοπεί στη δυσφήμιση της μακράς ιστορίας του, της παράδοσης και της συμβολής του, το οποίο έχει λάβει διεθνή αναγνώριση. Πέρα από κάθε εύλογη αμφιβολία το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι η Μητέρα Εκκλησία μεταξύ άλλων σύγχρονων Τοπικών Εκκλησιών και συνεπώς οι σχέσεις μεταξύ τους καθορίζονται από την "φυσιολογία" του εκκλησιαστικού σώματος.
Η μακρόχρονη παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας υποχρεώνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο να λαμβάνει μέτρα για τις αντιξοότητες που επηρεάζουν τις άλλες εκκλησίες και κυρίως να μεριμνά για τις εκκλησίες, ειδικότερα, για εκείνες τις εκκλησίες που έχουν Κανονική εκκλησιαστική (επι)κοινωνία με το Πατριαρχείο. Η υποχρέωση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ο οικουμενικός Θρόνος του Επισκόπου της Κωνσταντινουπόλεως, κατέχει, στη Κανονική και Λειτουργική σειρά προτεραιότητας την υψηλότερη θέση  των Ανατολικών Πατριαρχείων. Mέσα στην παράδοση της Εκκλησίας αυτή η υπεροχή θεωρείται κυρίως ως ποιμαντική διακονία παρά ως εξουσία. Έχει σχέση με τον ευρύτερο τρόπο της Συνοδικότητας και της Αυτονομίας που εισχωρεί στη συγκρότηση, οργάνωση και διοίκηση των ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών. To δικαίωμα των ιεραρχών και ιερέων να προσφεύγουν στον Οικουμενικό Πατριάρχη συνάδει με αυτόν τον τρόπο.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό σημαίνει ότι, ανεξάρτητα από τον βαθμό στον οποίο η Ουκρανία είναι συνυφασμένη με την Εκκλησιαστική  και Πολιτική ιστορία της Ρωσίας από τα πρώτα στάδια του εκχριστιανισμού της τελευταίας, και παρά τις προσπάθειες των πολιτικών δυνάμεων να επηρεάσουν την Πατριαρχική διπλωματία, ο συντονιστικός και ενοποιητικός ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποτελεί σημαντικό παράγοντα που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Χωρίς καμμίαν αμφιβολία, η έγκριση του αιτήματος για παραχώρησιν εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας, δηλ. απόδωσιν Αυτοκεφαλίας, βασίζεται στην Κανονική υποχρέωση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως να επιδεικνύει πραγματικό ενδιαφέρον και να φροντίζει τις Τοπικές Εκκλησίες που αντιμετωπίζουν ποιμαντικά και διοικητικά προβλήματα. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για τις Τοπικές Εκκλησίες εκείνες που δεν έπαψαν ποτέ να ανήκουν στην Κανονική δικαιοδοσία  του Οικουμενικού Πατριαρχείου, παρόλο που οι ιστορικές συνθήκες του παρελθόντος έδειξαν ότι η προσωρινή είτε η «συνηθισμένη» (Σημείωσις του Μτφρ.: μάλλον κατ΄ακρίβειαν εκείνο που υποννοείται εδώ, είναι,  το λεξίδιον «επιτροπικώς» και η καμπάνα κτυπάει για τις «Νέες Χώρες») διοίκησις έπρεπε να παραχωρηθεί σε άλλες εκκλησίες.
Η διατήρηση ενός κανονικού δεσμού μεταξύ της θυγατέρας και της Μητρός Εκκλησίας – και συνεπώς της Δογματικής και της Κανονικής ενότητας – αποτελούσε ανέκαθεν απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση της Αυτοκεφαλίας. Η ενέργεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου συνίστατο στην εξασφάλιση λύσης για ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Η ευθύνη αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για την ειρήνη και τη συνοχή ενός ταραγμένου και σοβαρά δοκιμασμένου κόσμου, όπως επίσης και για την ενότητα και την κοινωνία των κατά Τόπους Ορθόδοξων Εκκλησιών και της Οικουμενικής Ορθοδοξίας.
Εάν στρέψουμε την προσοχή μας στις πρόσφατες ιστορικές εξελίξεις, είναι προφανές ότι μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τις αρχές του 20ού αιώνα είναι η συνεχής προσπάθειά του να εξασφαλίσει την ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών, το οποίο ενίσχυσε τον ρόλο του ως ενωτικού και συντονιστικού παράγοντα στο πλαίσιο της σύγκρουσης και της ριζικής πολιτικής αλλαγής. Ο ρόλος αυτός κατέστη ακόμη πιο απαραίτητος μετά τις ραγδαίες αναταραχές της δεκαετίας του 1990 στην Ανατολική Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο, οι οποίες δημιούργησαν νέες τάσεις και συνθήκες που ανάγκασαν τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να επανεξετάσουν τη φύση της μαρτυρίας τους στον κόσμο και την σχέση τους με αυτόν. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έπρεπε να αντιμετωπίσουν την πρόκληση του φονταμενταλισμού και του εθνικισμού, όπως επίσης και διάφορες μορφές αντι-Οικουμενισμού, απομονωτισμού και τοπικισμού που επεδίωξαν και συνεχίζουν δυναμικά να επιδιώκουν να επιβάλουν μια ξεπερασμένη τάξη ενισχύοντας τις διχαστικές τάσεις και διαφωνίες.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στο πνεύμα του διαλόγου και της κατανόησης και μέσω μιας εκτενούς συνοδικής  διαδικασίας, συνέβαλε, στην υπέρβαση των ως άνω προκλήσεων διατηρώντας συγχρόνως την ενότητα της Εκκλησίας στα πλαίσια μιας «ετερομορφικής» διαφορετικότητας εκκλησιαστικής διακυβέρνησης. Οι αντίστοιχες αρμοδιότητες των Εκκλησιών, η Αυτοκεφαλία, η Αυτονομία και η Διασπορά αποτελούν σημαντικά παραδείγματα για τον ρόλο που διαδραματίζει το Οικουμενικό Πατριαρχείον. Από την άλλη πλευρά, προσπάθησε να διαμορφώσει μια κοινή Εκκλησιολογία, η οποία χαρακτηρίζεται από ρεαλισμό με σκοπό την αντιμετώπιση προβλημάτων που απασχολούν τον σύγχρονο κόσμο και να διατηρήσει τις σχέσεις του με άλλες Θρησκείες και Χριστιανικές Εκκλησίες.
Eίναι προφανές ότι όλες οι ορθόδοξες εκκλησίες δεν ήτο προετοιμασμένες να ξεπεράσουν τις αντίστοιχες παγιωμένες απόψεις τους και να σταματήσουν την επίτευξη των συμφερόντων τους, με τη στενότερη δυνατή έννοια του όρου. Ούτε ήτο έτοιμες να αποδείξουν πως είχαν την δυνατότητα να λύσουν τα προβλήματά τους.
Μια σαφής αντίληψη του εν λόγω ζητήματος υπονοεί ότι η λύση του προβλήματος της αυτοκεφαλίας της Ορθόδοξης Ουκρανικής Εκκλησίας μπορεί να επιτευχθεί εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη αγνοήσουν την παγκόσμια σκοπιμότητα και θέσουν ως θεμέλιο την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία βασίζεται στον διάλογο και την συνοδικότητα, η οποία έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της υπομονής, του σθένους, του συμμετοχικού και δημοκρατικούς χαρακτήρα.
Η σαφής αντίληψη της ουσίας του θέματος υποδηλώνει ότι η λύση του προβλήματος της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν τα ενδιαφερόμενα μέρη θέσουν κατά μέρος την κοσμική σκοπιμότητα και θα λάβουν ως βάση την παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας που είναι θεμελιωμένη για το διάλογο και τη συνοδικότητα και φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της υπομονής, της σταθερότητας και ενός συμμετοχικού και δημοκρατικού χαρακτήρα.
Μπορεί να είναι μια καλή ευκαιρία για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας να αναλογιστεί εάν η απουσία της από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο στην Κρήτη το έτος 2016 ήταν ένα λάθος, δεδομένου ότι θα μπορούσε να θέσει ως μαρτυρία όχι τον πλούτο ή την αριθμητική της υπεροχή, αλλά τις πληγές που υπέστην στον όνομα του Χριστού και την δική της προοπτική πάνω στα θέματα που απασχολούν την σύγχρονη Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτή η προοπτική θα μπορούσε να είναι η συμβολή της στον διάλογο.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος διαδικασίας προόδου από τον διάλογο στα πλαίσια της συνοδικότητας για να λυθεί το πρόβλημα που προέκυψε από την ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια μπορούν να εξεταστούν σωστά όλα τα προβλήματα που προέκυψαν μαζί με τις πολλές και πολύπλευρες παραμέτρους τους.

*Η κατά δύναμιν μετάφρασις από το αγγλικό κείμενο στην Ελληνικήν Γλώσσα έγινε κυρίως με την συνεργάτιδα του Ιστολογίου «ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ» την αξιότιμη και φιλόπονη κ. Ουρανία Β. (Ураниа В.) με ειδικές σπουδές στις Δημόσιες Σχέσεις, υπό την θεολογική/φιλολογικήν επιμέλεια και εποπτεία του Θεολόγου/Φιλολόγου Παναγιώτη Νούνη.

«Some Thoughts Occasioned by the Ukrainian Autocephaly»
By Chrysostomos Stamoulis|Stylianos Tsompanidis|Nikos Maghioros|Ilias Evangelou

 The recent bestowal of autocephaly upon the Orthodox Church of Ukraine and the issuing of the accompanying Patriarchal and Synodical Tomos led to the exacerbation of the already strained relations between the Ecumenical Patriarchate and the Patriarchate of Moscow. This recent development continues to be a cause of concern in the Orthodox world due to its potential consequences for the unity of the Orthodox Churches and the dialogue with other Christian Churches.
The issue is exceptionally complex and cannot be adequately analyzed in a short article. Generally, the process of bestowing autocephaly on the Ukrainian Church follows similar lines with the bestowal of autocephaly on other Orthodox Churches in the 19th and 20th centuries and is intertwined with the territorial and political changes in the broader Crimean region that took place over a longer period of time.
More specifically, immediately after the October Revolution of 1917 the efforts to ensure political autonomy were conjoined with the demand for ecclesiastical independence and the right to self-government from the Ecumenical Patriarchate. Even more sustained and intense efforts in this direction ensued after the country’s full independence from the Soviet Union and the subsequent formation of the Ukrainian state (1991). In this novel political situation, the Orthodox body of the faithful found itself deeply fragmented and divided into three churches, the Ukrainian Orthodox Church of the Moscow Patriarchate, the Ukrainian Orthodox Church of the Kiev patriarchate, and the Ukrainian Autocephalous Orthodox Church. This internal fragmentation is directly related to the degree to which these churches supported the drive for forming an independent Ukrainian state, on the one hand, and to their predisposition to obtain ecclesiastical independence from the Moscow Patriarchate, on the other.
The details relating to the history of the Kiev state from the Middle Ages to the present day and, more specifically, the unfolding of its ecclesiastical history during the period of its canonical subjection to the Ecumenical Patriarchate as well as during the times when the Metropolitan of Moscow was ordained by the Patriarch of Moscow (17th century and later) are common knowledge and leave no room for dispute or revisionism. In this context, we shall attempt to take on some aspects of this issue, especially the role of the Ecumenical Patriarchate in resolving this endogenous crisis that flared up in the Ukrainian Church.
The hierarchical structure of the Orthodox Church, based on the status in the order of precedence and seniority accorded to Patriarchates, Autocephalous and Autonomous Churches in conjunction with the self-government of the local churches, constitutes a distinctive attribute that is interwoven in the fabric of its history and life from its beginnings to the present day that continues to determine its essential form. More specifically, in the 19th and 20th centuries the form of organization and self-government of a local church was determined in relation to its degree of independence from the Ecumenical Patriarchate, within the canonical jurisdiction under which it fell. In the case of autocephaly, the Ecumenical Patriarchate issues a Patriarchal and Synodical Tomos to recognize the full ecclesiastical independence of a local church, which is administered by the Synod of the Prelates and its primate freely and without any impediment or intervention and in accordance with the Holy Canons and its internal laws.
In each case the political authorities, as embodied in the person of the ruling prince, took upon themselves to formulate a request and exercise pressure on the Ecumenical Patriarchate. In the case of the autocephalous Slavic Orthodox Churches the role of the ruling prince was so crucial that it led to the imposition of his authority on their life and administration. These churches, with a very few exceptions, never managed to escape the tight confines and the control exercised by the political authorities, even when the crowned rulers ceased to exist and were replaced by new political regimes that were, in some cases, inimical or apparently indifferent to the Church (a fine case in point is the Soviet administration in the territories that belonged to the Soviet Union or the example of the Orthodox Churches of Eastern Europe).
Power and strength within the life of the Orthodox Church are not gauged by secular standards, such as economic power or numerical superiority. Spiritual strength “is made perfect in weakness” (II Cor. 12.9) and this is corroborated by both Sacred Scripture and the living experience of the Orthodox Church. The subjugation of the Church to the temptation of power abrogates its essence and malforms its soteriological character. It is evident that the Orthodox Church, even though it does “become incarnate” in each historical culture, may not be deemed coextensive with its function as a component of a given national identity. Its strength does not lie in state power but rather in its capacity to transform the world.
The Ecumenical Patriarchate, on account of its placement and character, transcends the nationalism of the “Orthodox” states and churches. Even though it constitutes a minority in a predominantly Islamic country, its global presence and reach are of particular importance. Its recent labeling as “Turkish” is completely absurd and is intended to disparage its long history, tradition and contribution, which have received international recognition. Beyond any reasonable doubt the Ecumenical Patriarchate is the Mother Church among modern local churches and hence the relations between them are determined by the “physiology” of the ecclesiastical body.
The time-honored canonical tradition of the Orthodox Church places an obligation on the Ecumenical Patriarchate to make provisions for the adversities affecting the other churches and especially care for those churches that are in canonical communion with the Patriarchate. This obligation emanates from the fact that the See of the Bishop of Constantinople occupies the highest place in the order of precedence of the Eastern Patriarchates. Within the tradition of the Church this primacy is primarily understood as the ministry rather than authority. It relates to the broader mode of synodicality and autonomy that permeates the constitution, organization and administration of the local churches. The right of prelates and priests to appeal to the Ecumenical Patriarch is consistent with this mode.
Regarding the matter at hand, this means that, irrespective of the degree to which Ukraine is intertwined with the ecclesiastical and political history of Russia since the earliest stages of the latter’s Christianization and regardless of the attempts of political powers to influence patriarchal policy, the role of the Ecumenical Patriarchate as a coordinating and unifying factor may not be disregarded. Without a shadow of a doubt, granting the request for ecclesiastical independence is founded on the canonical obligation of the Patriarchate of Constantinople to take an interest in and provide for local churches that are facing pastoral and administrative problems. This is even more applicable to those churches that have never ceased to belong to the canonical jurisdiction of the Ecumenical Patriarchate, even though historical circumstances meant that temporary or “ordinary” administration had to be ceded to other churches.
The maintenance of a canonical bond between the daughter and the Mother Church—and therefore of doctrinal and canonical unity—has always been a necessary condition for the acquisition of autocephaly. The function of the Ecumenical Patriarchate consisted of providing a solution for an intractable problem. This function is of particular importance for the peace and cohesion of a troubled and severely afflicted world as well as the unity and communion of the Orthodox Churches and Universal Orthodoxy.
If we turn our attention to recent historical developments, it becomes apparent that one of the top priorities of the Ecumenical Patriarchate since the early 20th century has been its endeavor to secure the unity of the Orthodox Churches, which enhanced its role as a unifying and coordinating factor against the background of conflict and radical political change. This role became even more essential following the rapid upheavals of the 1990s in Eastern Europe and the rest of the world, which created new tendencies and conditions forcing the Orthodox Churches to re-examine the nature of their witness to the world and their relation with the world. The Orthodox Churches had to confront the challenge of fundamentalism and nationalism as well as various forms of anti-ecumenism, isolationism and localism that have sought and still forcefully seek to impose an obsolete order by reinforcing divisive propensities and disputes.
The Ecumenical Patriarchate, in the spirit of dialogue and understanding and through a lengthy synodical process, was, on the one hand, conducive to surmounting the challenges described above whilst maintaining the unity of the Church in a framework of “heteromorphic” diversity of forms of ecclesiastical government. Relevant examples include the role of the Ecumenical Patriarchate, the respective jurisdictions of Churches, Autocephaly, Autonomy, and the Diaspora.  On the other hand, it attempted to formulate a common ecclesiology characterized by realism in order to confront the problems preoccupying the modern world and maintain its relations with other religions and Christian Churches.
It became apparent that not all Orthodox Churches were prepared to overcome their respective entrenched views and cease the pursuit of their interests in the narrowest possible sense of the word. Nor were they ready to prove that they could cooperate to solve their problems.
A clear perception of the essence of the matter suggests that a solution to the problem of the autocephaly of the Orthodox Ukrainian Church may be achieved only if the interested parties put worldly expediency aside and take as their foundation the tradition of the Orthodox Church that is founded on dialogue and synodicality and bears the hallmarks of patience, fortitude and a participatory and democratic character.
It may be a good opportunity for the Orthodox Church in Russia to contemplate whether its absence from the Holy and Great Council in Crete in 2016 was a mistake, given that it would be able to adduce as testimony not its wealth or numerical superiority but the wounds it suffered in Christ and its own perspective on the issues that preoccupy the modern Orthodox Church. Its perspective should have been its contribution to the dialogue.
To solve the problem that arose from the declaration of the autocephaly of the Orthodox Ukrainian Church, there is no other way forward than dialogue in the framework of synodicality. It is in this framework that all arising problems and their many and manifold parameters may be properly examined.
This article has been published in a special edition of Russia in Global Affairs, May 2019.