«Χριστιανική Σπίθα», Οκτωβριος-Νοέμβριος 1970, φυλ. 338
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΡΚΟΥ
(Τὸ θέμα τοῦ ὅρκου εἶνε ἐκ τῶν θεμάτων ἐκείνων, εἰς τὰ ὁποῖα πολλάκις ἐπανέρχεται ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος εἰς τὰς ὁμιλίας του. Χαρακτηριστικῶς ἀναφέρομεν, ὅτι ὅλαι σχεδὸν αἱ 21 ὁμιλίαι του εἰς τοὺς Ἀνδριάντας καταλήγουν εἰς τὸ θέμα τοῦ ὅρκου. Ἐθεώρει τὸν ὅρκον ὡς ἕν τῶν μεγαλυτέρων ἁμαρτημάτων, καὶ προσεπάθει διὰ τῶν ὁμιλιῶν του νὰ ἐξαλείψη παντελῶς τὸν ὅρκον. «Οὐκ ἀποστήσομαι – ἔλεγεν – ἕως ἄν κατορθώσητε, ἐπειδὴ τὸ ζητούμενον ἡμῖν οὐ τοῦτό ἐστιν, ἤ ὀλιγάκις εἰπεῖν, ἤ πολλάκις, ἀλλὰ μέχρι τότε λέγειν, ἕως ἄν ὑμᾶς πείσωμεν». Κατωτέρω δημοσιεύομεν περικοπὰς ἐκ τῶν ὁμιλιῶν τοῦ ἱεροῦ πατρός, παραθέτοντες καὶ τὴν μετάφρασιν αὐτῶν).
Ο ΠΟΛΥΟΡΚΟΣ ΕΙΝΕ ΚΑΙ ΕΠΙΟΡΚΟΣ
- «Οὐδὲ τοῦτο μόνον τὸ δεινὸν ἔχει ὁ ὅρκος, ὅτι καὶ παραβαινόμενος καὶ φυλαττόμενος κολάζει τοὺς ἁλισκομένους, ὅπερ ἐν οὐδενὶ τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων συμβαίνον ἴδοι τις ἄν˙ ἀλλὰ καὶ ἕτερον οὐκ ἔλαττον τούτου κακόν. Τί δὲ τοῦτό ἐστι; Τὸ μηδὲ βουλομένοις μηδὲ σπουδάζουσι δυνατὸν εἶναι εὐορκῆσαι πολλάκις. Ὁ γὰρ διηνεκῶς ὀμνύς, καὶ ἐκὼν καὶ ἄκων, καὶ ἀγνοῶν καὶ εἰδώς, καὶ σπουδάζων καὶ παίζων, καὶ ὑπὸ θυμοῦ πολλάκις ἐκφερόμενος καὶ ὑπὸ ἑτέρων πολλῶν, ἐπιορκήσει πάντως. Καὶ πρὸς ταῦτα οὐδεὶς ἀντερεῖ˙ οὕτως ἐστὶν ὡμολογημένον καὶ δῆλον, ὅτι τὸν πολύορκον ἀνάγκη καὶ ἐπίορκον εἶναι» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ὁμιλία ΙΔ΄ εἰς τοὺς Ἀνδριάντας, Ἐ. Π. Migne 49, 114).
Μετάφρασις
Δὲν εἶνε αὐτὸ τὸ μόνον κακὸν ποὺ ἔχει ὁ ὅρκος, ὅτι δηλαδὴ τιμωρεῖ αὐτοὺς ποὺ τὸν χρησιμοποιοῦν καὶ ὅταν τὸν παραβαίνουν καὶ ὅταν τὸν τηροῦν, πρᾶγμα ποὺ δὲν βλέπει τις νὰ συμβαίνη εἰς κανένα ἀπὸ τὰ ἄλλα ἁμαρτήματα˙ ἀλλʼ ἔχει καὶ ἄλλο κακόν, ὄχι μικρότερον ἀπὸ αὐτό. Ποῖον εἶνε αὐτό; Τὸ ὅτι δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ ὁρκισθοῦν ἀληθῶς καὶ αὐτοὶ ἀκόμη, οἱ ὁποῖοι θέλουν καὶ προσπαθοῦν νὰ ὁρκίζονται ἀληθῶς. Διότι αὐτὸς ποὺ συνεχῶς ὁρκίζεται, εἴτε μὲ τὴν θέλησίν του, εἴτε ἐν γνώσει εἴτε ἐν άγνοία εὑρισκόμενος, εἴτε σοβαρολογῶν εἴτε παίζων, εἴτε ὑπὸ θυμοῦ πολλάκις ἀναγκαζόμενος εἴτε ὑπὸ πολλῶν ἄλλων, πάντως θὰ ἐπιορκήση. Οὐδεὶς θὰ ἀρνηθῆ τὴν ἀλήθειαν αὐτήν˙ ἔτσι γίνεται φανερὸν καὶ ὑπὸ πάντων ὁμολογεῖται, ὅτι ὁ πολύορκος εἶνε κατʼ ἀνάγκην καὶ ἐπίορκος.
Δὲν εἶνε αὐτὸ τὸ μόνον κακὸν ποὺ ἔχει ὁ ὅρκος, ὅτι δηλαδὴ τιμωρεῖ αὐτοὺς ποὺ τὸν χρησιμοποιοῦν καὶ ὅταν τὸν παραβαίνουν καὶ ὅταν τὸν τηροῦν, πρᾶγμα ποὺ δὲν βλέπει τις νὰ συμβαίνη εἰς κανένα ἀπὸ τὰ ἄλλα ἁμαρτήματα˙ ἀλλʼ ἔχει καὶ ἄλλο κακόν, ὄχι μικρότερον ἀπὸ αὐτό. Ποῖον εἶνε αὐτό; Τὸ ὅτι δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ ὁρκισθοῦν ἀληθῶς καὶ αὐτοὶ ἀκόμη, οἱ ὁποῖοι θέλουν καὶ προσπαθοῦν νὰ ὁρκίζονται ἀληθῶς. Διότι αὐτὸς ποὺ συνεχῶς ὁρκίζεται, εἴτε μὲ τὴν θέλησίν του, εἴτε ἐν γνώσει εἴτε ἐν άγνοία εὑρισκόμενος, εἴτε σοβαρολογῶν εἴτε παίζων, εἴτε ὑπὸ θυμοῦ πολλάκις ἀναγκαζόμενος εἴτε ὑπὸ πολλῶν ἄλλων, πάντως θὰ ἐπιορκήση. Οὐδεὶς θὰ ἀρνηθῆ τὴν ἀλήθειαν αὐτήν˙ ἔτσι γίνεται φανερὸν καὶ ὑπὸ πάντων ὁμολογεῖται, ὅτι ὁ πολύορκος εἶνε κατʼ ἀνάγκην καὶ ἐπίορκος.
ΜΗ ΑΝΑΓΚΑΖΗΣ ΑΛΛΟΥΣ ΝΑ ΟΡΚΙΖΩΝΤΑΙ
- «Οὐχ οὕτω στένω καὶ δακρύω σφαζομένους ἀκούων τινὰς ἐν ταῖς ὁδοῖς, ὡς στένω καὶ δακρύω καὶ φρίττω, ἐπειδὰν ἴδω τινὰ πλησίον τῆς τραπέζης ταύτης ἐλθόντα, καὶ τὰς χεῖρας θέντα, καὶ τῶν Εὐαγγελίων ἀψάμενον καὶ ὀμνύοντα. Περὶ χρημάτων ἀμφιβάλλεις, εἰπέ μοι, καὶ ψυχὴν ἀναιρεῖς;
- τί σοσοῦτον κερδαίνεις, ὅσον ζημιοῖς καὶ τὴν ψυχήν σου, καὶ τὸν πλησίον; Εἰ μὲν πιστεύεις, ὅτι ἀληθής ἐστιν ὁ ἀνήρ, μὴ ἐπαγάγης τοῦ ὅρκου τὴν ἀνάγκην˙ εἰ δὲ οἶδας, ὅτι ψεύδεται, μὴ ἀναγκάσεις ἐπιορκεῖν. Ἀλλʼ ἵνα πληροφορηθῶ, φησίν. Ὅταν μὲν οὖν μὴ ὁρκίσης, τότε ἱκανὴν δέξη πληροφορίαν. Νῦν μὲν γὰρ ἀναχωρήσας οἴκαδε κατεσθίη διηνεκῶς ὑπὸ τοῦ συνειδότος ταῦτα λογιζόμενος, ἇρα μὴ μάτην ὥρκωσα; ἇρα μὴ ἐγὼ τῆς ἁμαρτίας ἐγενόμην αἴτιος; Ἄν δὲ μὴ ὁρκώσης, ἀναχωρήσας οἴκαδε πολλὴν δέξη παραμυθίαν εὐχαριστῶν τῶ Θεῶ, καὶ λέγων˙ Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὅτι κατέσχον ἐμαυτόν, καὶ οὐχ ὥρκωσα εἰκῆ οὐδὲ μάτην. Οἰμωζέτω τὸ χρυσίον, ἀπολλύσθω τὰ χρήματα, ὥστε πληροφορίαν ἡμῖν τοῦτο ἐντίθησι μάλιστα, τὸ μὴ παραβῆναι τὸν νόμον, μηδὲ ἕτερον ἀναγκάσαι τοῦτο ποιῆσαι. Ἐννοήσαι διὰ τίνα οὐχ ὥρκωσας, καὶ ἀρκέσει σοι τοῦτο εἰς παραμυθίαν καὶ παράκλησιν» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ὁμιλία ΙΕ΄ εἰς τοὺς Ἀνδριάντας, Ἐ. Π. Migne 49, 160-161).
Μετάφρασις
Δὲν ἀναστενάζω καὶ δὲν δακρύζω τόσον ὅταν ἀκούω νὰ σφάζωνται μερικοὶ μέσα εἰς τοὺς δρόμους, ὅσον ἀναστενάζω καὶ δακρύζω καὶ φρίττω, ὅταν ἴδω κανένα νὰ πλησιάζη τὴν τράπεζαν αὐτήν, νὰ θέτη τὰς χεῖρας, νὰ ἐγγίζη τὸ Εὐαγγέλιον καὶ νὰ ὁρκίζεται. Εἰπέ μοι˙ Ἔχεις διαφορὰς περὶ χρημάτων, καὶ φονεύεις τὴν ψυχήν σου; Ποῖον κέρδος ἐξ αὐτοῦ ἐξάγεις, τὸ ὁποῖον εἶνε τόσον σημαντικόν, ὅσον ζημιώνεις καὶ τὴν ψυχήν σου καὶ τὸν ἄλλον; Ἐὰν μὲν πιστεύης, ὅτι ὁ ἄλλος ἄνθρωπος λέγει τὴν ἀλήθειαν, μὴ τὸν ἀναγκάσης νὰ ὁρκισθῆ. Ἐὰν δὲ γνωρίζης, ὅτι ψεύδεται, μὴ τὸν ἀναγκάσης νὰ ὁρκισθῆ ψευδῶς. Ἀλλὰ θὰ εἴπη τις˙ Τὸ κάμνω διὰ νὰ πληροφορηθῶ. Ὅταν λοιπὸν δὲν τὸν ἀναγκάσης νὰ ὁρκισθῆ, τότε ἀκριβῶς θὰ λάβης ἀληθινὴν πληροφορίαν. Διότι τώρα μέν, ὅταν ἀναχωρήσης διὰ τὸ σπίτι σου, θὰ σὲ κατατρώγη διαρκῶς ἡ συνείδησίς σου, διότι θὰ σκέπτεσαι˙ Ἇρά γε μήπως ματαίως τὸν ἠνάγκασα νὰ ὁρκισθῆ; Ἇρά γε μήπως ὡρκίσθη ψευδῶς; Ἇρά γε μήπως ἔγινα ἐγὼ αἰτία νʼ ἁμαρτήση; Ἐνῶ, ἐὰν δὲν τὸν ἀναγκάσης νὰ ὁρκισθῆ, ὅταν ἀναχωρήσης διὰ τὸ σπίτι σου, θὰ ἔχης μεγάλην ἐσωτερικὴν ἀνάπαυσιν εὐχαριστῶν τὸν Θεὸν καὶ λέγων˙ Ἄς εἶνε εὐλογημένος ὁ Θεός, διότι συνεκράτησα τὸν ἑαυτόν μου καὶ δὲν ἠνάγκασα τὸν ἄλλον νὰ ὁρκισθῆ ἀσκόπως καὶ αμταίως. Ἄς θρηνῆ τὸ χρυσίον μου, ἄς χαθοῦν τὰ χρήματά μου, προκειμένου νὰ ἔχωμεν ἐντὸς ἡμῶν τὴν πληροφορίαν, ὅτι δὲν παρέβημεν τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἠναγκάσαμεν ἄλλους νὰ τὸν παραβοῦν. Σκέψου διὰ ποῖον λόγον δὲν ἠνάγκασες τὸν ἄλλον νὰ ὁρκισθῆ, καὶ φθάνει αὐτὸ διὰ νὰ ἔχης παρηγορίαν καὶ ἀνάπαυσιν.
Δὲν ἀναστενάζω καὶ δὲν δακρύζω τόσον ὅταν ἀκούω νὰ σφάζωνται μερικοὶ μέσα εἰς τοὺς δρόμους, ὅσον ἀναστενάζω καὶ δακρύζω καὶ φρίττω, ὅταν ἴδω κανένα νὰ πλησιάζη τὴν τράπεζαν αὐτήν, νὰ θέτη τὰς χεῖρας, νὰ ἐγγίζη τὸ Εὐαγγέλιον καὶ νὰ ὁρκίζεται. Εἰπέ μοι˙ Ἔχεις διαφορὰς περὶ χρημάτων, καὶ φονεύεις τὴν ψυχήν σου; Ποῖον κέρδος ἐξ αὐτοῦ ἐξάγεις, τὸ ὁποῖον εἶνε τόσον σημαντικόν, ὅσον ζημιώνεις καὶ τὴν ψυχήν σου καὶ τὸν ἄλλον; Ἐὰν μὲν πιστεύης, ὅτι ὁ ἄλλος ἄνθρωπος λέγει τὴν ἀλήθειαν, μὴ τὸν ἀναγκάσης νὰ ὁρκισθῆ. Ἐὰν δὲ γνωρίζης, ὅτι ψεύδεται, μὴ τὸν ἀναγκάσης νὰ ὁρκισθῆ ψευδῶς. Ἀλλὰ θὰ εἴπη τις˙ Τὸ κάμνω διὰ νὰ πληροφορηθῶ. Ὅταν λοιπὸν δὲν τὸν ἀναγκάσης νὰ ὁρκισθῆ, τότε ἀκριβῶς θὰ λάβης ἀληθινὴν πληροφορίαν. Διότι τώρα μέν, ὅταν ἀναχωρήσης διὰ τὸ σπίτι σου, θὰ σὲ κατατρώγη διαρκῶς ἡ συνείδησίς σου, διότι θὰ σκέπτεσαι˙ Ἇρά γε μήπως ματαίως τὸν ἠνάγκασα νὰ ὁρκισθῆ; Ἇρά γε μήπως ὡρκίσθη ψευδῶς; Ἇρά γε μήπως ἔγινα ἐγὼ αἰτία νʼ ἁμαρτήση; Ἐνῶ, ἐὰν δὲν τὸν ἀναγκάσης νὰ ὁρκισθῆ, ὅταν ἀναχωρήσης διὰ τὸ σπίτι σου, θὰ ἔχης μεγάλην ἐσωτερικὴν ἀνάπαυσιν εὐχαριστῶν τὸν Θεὸν καὶ λέγων˙ Ἄς εἶνε εὐλογημένος ὁ Θεός, διότι συνεκράτησα τὸν ἑαυτόν μου καὶ δὲν ἠνάγκασα τὸν ἄλλον νὰ ὁρκισθῆ ἀσκόπως καὶ αμταίως. Ἄς θρηνῆ τὸ χρυσίον μου, ἄς χαθοῦν τὰ χρήματά μου, προκειμένου νὰ ἔχωμεν ἐντὸς ἡμῶν τὴν πληροφορίαν, ὅτι δὲν παρέβημεν τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἠναγκάσαμεν ἄλλους νὰ τὸν παραβοῦν. Σκέψου διὰ ποῖον λόγον δὲν ἠνάγκασες τὸν ἄλλον νὰ ὁρκισθῆ, καὶ φθάνει αὐτὸ διὰ νὰ ἔχης παρηγορίαν καὶ ἀνάπαυσιν.
ΠΟΝΗΡΑ ΣΥΝΗΘΕΙΑ
- «Πάλιν περὶ τῆς τῶν ὅρκων ἀπαλλαγῆς ὑμῖν διαλεξόμεθα, καὶ παρακαλέσομεν ὑμῶν τὴν ἀγάπην πολλῆ περὶ τὸ πρᾶγμα τοῦτο χρήσασθαι τῆ σπουδῆ. Πῶς γὰρ οὐκ ἄτοπον οἰκέτην μὲν μὴ τολμᾶν ἐξ ὀνόματος τὸν δεσπότην τοῦ ἑαυτοῦ καλεῖν, μηδὲ ἀπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε˙ τὸν δὲ τῶν ἀγγέλων Δεσπότην ἀπλῶς μετὰ πολλῆς τῆς καταφρονήσεως πανταχοῦ περιφέρειν;… Καὶ ποία συγγνώμη, τίς δὲ ἡμῖν ἔσται ἀπολογία, κἄν μυριάκις συνήθειαν προβαλλώμεθα; Λέγεταί τις τῶν ἔξωθεν ρητόρων ὑπό τινος συνηθείας ἀλόγου τὸν δεξιὸν συνεχῶς ὦμον κινεῖν βαδίζων, ἀλλʼ ὅμως περιεγένετο τῆς συνηθείας, καὶ μαχαίρας ἀκονήσας ἐκατέρωθεν ἐπέθηκε τοῖς ὤμοις, ὥστε τῶ φόβω τῆς τομῆς σωφρονίσαι τὸ μέλος ἀκαίρως κινούμενον˙ τοῦτο καὶ σὺ ποίησον ἐπὶ τῆς γλώττης, καὶ ἀντὶ μαχαίρας ἐπίθες αὐτὴ τὸν φόβον τῆς τοῦ Θεοῦ κολάσεως, καὶ περιέση πάντως. Ἀμήχανον γάρ, ἀμήχανον μεριμνῶντας καὶ σπουδάζοντας καὶ ἔργον τοῦτο ποιουμένους ἡττηθῆναί ποτε… Καὶ τί πάθω, φησί, πρὸς τοὺς ἀνάγκην ἐπάγοντας; Ποίαν ἀνάγκην, ἄνθρωπε; Μαθέτωσαν ἅπαντες, ὅτι πάντα αἱρέση παθεῖν, ἤ τὸν τοῦ Θεοῦ παραβῆναι νόμον, καὶ ἀποστήσονται τῆς ἀνάγκης. Ὅτι γὰρ οὐχ ὅρκος ἀξιόπιστον ποιεῖ, ἀλλὰ βίου μαρτυρία καὶ πολιτείας ἀκρίβεια, καὶ ὑπόληψις ἀγαθή, πολλοὶ πολλάκις διερράγησαν ὀμνύντες, καὶ οὐδένα ἔπεισαν, ἕτεροι δὲ ἐπινεύσαντες μόνον, ἀξιοπιστότεροι τῶν τοσαῦτα ὀμωμοκότων ἐφάνησαν. Ταῦτʼ οὐν εἰδότες ἅπαντα, καὶ τἢν κειμένην τοῖς τὲ ὀμνύουσι κόλασιν πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν βλέποντες, ἀποστῶμεν τῆς πονηρᾶς συνηθείας, ἵνʼ ἐντεῦθεν καὶ πρὸς τὰ λοιπὰ βαδίζοντες κατορθώματα, τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ἐπιτύχωμεν, ὧν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἀξιωθῆναι, χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διʼ οὖ καὶ μεθʼ οὖ τῶ Πατρὶ ἅμα τῶ Ἁγίω Πνεύματι δόξα, κράτος, τιμή, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ὁμιλία Ζ΄ εἰς τοὺς Ἀνδριάντας, Ἐ. Π. Migne 49, 96-98).
Μετάφρασις
Καὶ πάλιν θὰ σᾶς ὁμιλήσωμεν περὶ τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τοὺς ὅρκους, καὶ θὰ παρακαλέσωμεν τὴν ἀγάπην σας νὰ δείξη μεγάλο ἐνδιαφέρον διὰ τὴν ὑπόθεσιν αὐτήν. Διότι πῶς δὲν εἶνε ἀπρεπὲς ἕνας μὲν ὑπηρέτης νὰ μὴ τολμᾶ νὰ καλῆ τὸν κύριόν του μὲ τὸ ὄνομά του, καὶ μάλιστα ἀσκόπως καὶ τυχαίως, τὸ δὲ ὄνομα τοῦ Βασιλέως τῶν ἀγγέλων ἄνευ λόγου καὶ μὲ πολλὴν περιφρόνησιν παντοῦ νὰ περιφέρωμεν;… Καὶ ποίας συγγνώμης θὰ τύχωμεν ἤ ποίαν ἀπολογίαν θὰ δώσωμεν, καὶ ἄν ἀκόμη μυριάκις προβάλλωμεν ὡς δικαιολογίαν, ὅτι ἐκ συνηθείας τὸ κάμνομεν; Λέγεται, ὅτι κάποιος ἐκ τῶν ἐθνικῶν ρητόρων εἶχε τὴν ἀνόητον συνήθειαν, ὅταν ἐβάδιζε, νὰ κινὴ συνεχῶς τὸν δεξιὸν ὦμον. Καὶ ὅμως ἐνίκησε τὴν συνήθειαν. Πῶς; Ἐτοποθέτησε ἠκονισμένας μαχαίρας ὕπερθεν τῶν δύο ὤμων, ὥστε μὲ τὸν φόβον τῆς κοπῆς διωρθωθῆ ὁ ὦμος, ὁ ὁποῖος ἐκινεῖτο ἀκαίρως. Αὐτὸ νὰ κάμης καὶ σὺ μὲ τὴν γλῶσσάν σου˙ καὶ ἀντὶ μαχαίρας νὰ θέσης εἰς αὐτὴν τὸν φόβον τῆς τιμωρίας τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ νικήσης ὁπωσδήποτε. Διότι εἶνε ἀδύνατον, ὅταν φροντίζωμεν καὶ προσπαθῶμεν καὶ ἔχωμεν τοῦτο ὡς ἔργον μας, νὰ ἡττηθῶμέν ποτε… Ἀλλὰ θὰ εἴπη τις˙ Τί νὰ κάμω ὅταν μὲ ἀναγκάζουν νὰ ὁρκισθῶ; Μὲ τί σὲ ἀναγκάζουν, ἄνθρωπε; Ἄς πληροφορηθοῦν ὅλοι, ὅτι θὰ προτιμήσης τὰ πάντα νὰ πάθης, παρὰ νὰ παραβῆς τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε θὰ παύσουν νὰ σὲ ἀναγκάζουν. Διότι τὸ ὅτι δὲν εἶνε ὁ ὅρκος ποὺ κάμνει τὸν ἄνθρωπον ἀξιόπιστον, ἀλλὰ ἡ μαρτυρία τῆς ἐντίμου ζωῆς καὶ ἡ συνέπεια τῆς συμπεριφορᾶς, ἀποδεικνύεται καὶ ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι πολλοὶ πολλάκις διέρηξαν, οὕτως εἰπεῖν, τὰ ἱμάτιά των διὰ νὰ γίνουν πιστευτοί, καὶ ὅμως οὐδένα ἔπεισαν μὲ τοὺς ὅρκους, καὶ ἀντιθέτως ἄλλοι ἀπλῶς ἐκίνησαν καταφατικῶς τὴν κεφαλὴν καὶ ἐφάνησαν περισσότερον ἀξιόπιστοι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔκαμαν τόσους ὅρκους. Ἀφοῦ λοιπὸν γνωρίζομεν ὅλα αὐτὰ καὶ βλέπομεν ἐνώπιόν μας ὁποία τιμωρία ἀναμένει ὄχι μόνον αὐτοὺς ποὺ ψευδῶς ὁρκίζονται, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς ποὺ ἀπλῶς ὁρκίζονται, ἄς ἐγκαταλείψωμεν τὴν πονηρὰν αὐτὴν συνήθειαν τοῦ ὅρκου, ὥστε, ἀφοῦ κατορθώσαμεν καὶ τὰς ὑπολοίπους ἀρετάς, νὰ ἀποκτήσωμεν τὰ μέλλοντα καὶ αἰώνια ἀγαθά, τὰ ὁποῖα εἴθε νʼ ἀξιωθῶμεν νʼ ἀπολαύσωμεν μὲ τὴν χάριν καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου καὶ μετὰ τοῦ ὁποίου ἀνήκει εἰς τὸν Πατέρα καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δόξα, δύναμις, τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Καὶ πάλιν θὰ σᾶς ὁμιλήσωμεν περὶ τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τοὺς ὅρκους, καὶ θὰ παρακαλέσωμεν τὴν ἀγάπην σας νὰ δείξη μεγάλο ἐνδιαφέρον διὰ τὴν ὑπόθεσιν αὐτήν. Διότι πῶς δὲν εἶνε ἀπρεπὲς ἕνας μὲν ὑπηρέτης νὰ μὴ τολμᾶ νὰ καλῆ τὸν κύριόν του μὲ τὸ ὄνομά του, καὶ μάλιστα ἀσκόπως καὶ τυχαίως, τὸ δὲ ὄνομα τοῦ Βασιλέως τῶν ἀγγέλων ἄνευ λόγου καὶ μὲ πολλὴν περιφρόνησιν παντοῦ νὰ περιφέρωμεν;… Καὶ ποίας συγγνώμης θὰ τύχωμεν ἤ ποίαν ἀπολογίαν θὰ δώσωμεν, καὶ ἄν ἀκόμη μυριάκις προβάλλωμεν ὡς δικαιολογίαν, ὅτι ἐκ συνηθείας τὸ κάμνομεν; Λέγεται, ὅτι κάποιος ἐκ τῶν ἐθνικῶν ρητόρων εἶχε τὴν ἀνόητον συνήθειαν, ὅταν ἐβάδιζε, νὰ κινὴ συνεχῶς τὸν δεξιὸν ὦμον. Καὶ ὅμως ἐνίκησε τὴν συνήθειαν. Πῶς; Ἐτοποθέτησε ἠκονισμένας μαχαίρας ὕπερθεν τῶν δύο ὤμων, ὥστε μὲ τὸν φόβον τῆς κοπῆς διωρθωθῆ ὁ ὦμος, ὁ ὁποῖος ἐκινεῖτο ἀκαίρως. Αὐτὸ νὰ κάμης καὶ σὺ μὲ τὴν γλῶσσάν σου˙ καὶ ἀντὶ μαχαίρας νὰ θέσης εἰς αὐτὴν τὸν φόβον τῆς τιμωρίας τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ νικήσης ὁπωσδήποτε. Διότι εἶνε ἀδύνατον, ὅταν φροντίζωμεν καὶ προσπαθῶμεν καὶ ἔχωμεν τοῦτο ὡς ἔργον μας, νὰ ἡττηθῶμέν ποτε… Ἀλλὰ θὰ εἴπη τις˙ Τί νὰ κάμω ὅταν μὲ ἀναγκάζουν νὰ ὁρκισθῶ; Μὲ τί σὲ ἀναγκάζουν, ἄνθρωπε; Ἄς πληροφορηθοῦν ὅλοι, ὅτι θὰ προτιμήσης τὰ πάντα νὰ πάθης, παρὰ νὰ παραβῆς τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε θὰ παύσουν νὰ σὲ ἀναγκάζουν. Διότι τὸ ὅτι δὲν εἶνε ὁ ὅρκος ποὺ κάμνει τὸν ἄνθρωπον ἀξιόπιστον, ἀλλὰ ἡ μαρτυρία τῆς ἐντίμου ζωῆς καὶ ἡ συνέπεια τῆς συμπεριφορᾶς, ἀποδεικνύεται καὶ ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι πολλοὶ πολλάκις διέρηξαν, οὕτως εἰπεῖν, τὰ ἱμάτιά των διὰ νὰ γίνουν πιστευτοί, καὶ ὅμως οὐδένα ἔπεισαν μὲ τοὺς ὅρκους, καὶ ἀντιθέτως ἄλλοι ἀπλῶς ἐκίνησαν καταφατικῶς τὴν κεφαλὴν καὶ ἐφάνησαν περισσότερον ἀξιόπιστοι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔκαμαν τόσους ὅρκους. Ἀφοῦ λοιπὸν γνωρίζομεν ὅλα αὐτὰ καὶ βλέπομεν ἐνώπιόν μας ὁποία τιμωρία ἀναμένει ὄχι μόνον αὐτοὺς ποὺ ψευδῶς ὁρκίζονται, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς ποὺ ἀπλῶς ὁρκίζονται, ἄς ἐγκαταλείψωμεν τὴν πονηρὰν αὐτὴν συνήθειαν τοῦ ὅρκου, ὥστε, ἀφοῦ κατορθώσαμεν καὶ τὰς ὑπολοίπους ἀρετάς, νὰ ἀποκτήσωμεν τὰ μέλλοντα καὶ αἰώνια ἀγαθά, τὰ ὁποῖα εἴθε νʼ ἀξιωθῶμεν νʼ ἀπολαύσωμεν μὲ τὴν χάριν καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου καὶ μετὰ τοῦ ὁποίου ἀνήκει εἰς τὸν Πατέρα καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δόξα, δύναμις, τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
* * * * * * *
ΠΕΡΙΤΤΟΣ Ο ΟΡΚΟΣ
- «Ὅρᾶς, ὅτι κατὰ φύσιν μὲν ἡ ἀρετή, παρὰ φύσιν δὲ ἡ κακία, καθάπερ ἡ νόσος καὶ ἡ ὑγεία; Τί δὲ τὸ ψεύδεσθαι καὶ ἐπιορκεῖν, ποίαν ἄν ἔχοι ἀνάγκην; Οὐδεμίαν, οὐδὲ βίαν, ἀλλʼ ἑκόντες ἐπὶ τοῦτο ἐρχόμεθα. Ἀπιστούμεθα, φησίν. Ἀπιστούμεθα, ἐπειδὴ βουλόμεθα˙ἐξῆν γὰρ ἀπὸ τοῦ τρόπου πιστεύεσθαι μᾶλλον ἡμᾶς, ἤ ἀπὸ τῶν ὅρκων. Διατί, γάρ, εἶπέ μοι, τοῖς μὲν οὐδὲ ὀμνύουσι πιστεύομεν, τοὺς δὲ καὶ χωρὶς ὅρκων πιστοὺς ἡγούμεθα; Ὁρᾶς, ὅτι οὐδαμοῦ χρεία ὅρκων; Ἄν ὁ δεῖνα εἴπη, φησί, καὶ χωρὶς ὅρκων πιστεύω˙ σοὶ δὲ οὐδὲ μεθʼ ὅρκων. Ἄρα περιττὸν ὁ ὅρκος, καὶ τοῦτο μᾶλλον ἀπιστίας, ἤ πίστεως τεκμήριον. Τὸ γὰρ εὔκολον εἶναι πρὸς τὸ ὁμόσαι οὐκ ἀφίησι δόξαν εὐλαβείας ἔχειν. Ὥστε ὁ μάλιστα συνεχῶς τῶ ὅρκω κεχρημένος, οὗτος οὐδαμοῦ τοῦ ὅρκου τὴν χρείαν ἔχει ἀναγκαίαν˙ὁ δὲ μηδαμοῦ κεχρημένος, αὐτὸς αὐτοῦ τῆς χρείας ἀπολαύει. Χρεία ὅρκου πρὸς τὸ πιστεύεσθαι λοιπόν; Οὐδαμῶς˙ ὁρῶμεν γάρ, ὅτι οἱ μὴ ὀμνύοντες, οὗτοι μᾶλλον πιστεύονται» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ὁμιλία Β΄ εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολήν, Ἐ. Π. Migne 62, 21).
Μετάφρασις
Βλέπεις, ὅτι ἡ ἀρετὴ εἶνε κατὰ φύσιν εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἐνῶ ἡ κακία εἶνε παρὰ φύσιν, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ ὑγεία; Διατί λοιπὸν ψευδόμεθα καὶ ἐπιορκοῦμεν; Ποία ἀνάγκη μᾶς ὠθεῖ; Οὐδεμία, οὔτε βία τις ὑπάρχει, ἀλλὰ μὲ τὴν θέλησιν μας πίπτομεν εἰς αὐτὰς τὰς κακίας. Θὰ εἴπη τις˙Δὲν μᾶς πιστεύουν, διὰ τοῦτο ὁρκιζόμεθα. Δὲν μᾶς πιστεύουν, διότι θέλομεν νὰ μὴ μᾶς πιστεύουν. Διότι ἧτο δυνατὸν νὰ μᾶς πιστεύουν περισσότερον ἀπὸ τὸν τρόπον τῆς ζωῆς μας παρὰ ἀπὸ τοὺς ὅρκους. Εἰπέ μου, διατί ἄλλους μέν, καὶ ἄν ὁρκισθοῦν, δὲν πιστεύομεν, ἄλλους δὲ καὶ χωρὶς ὅρκους θεωροῦμεν ἀξιοπίστους; Βλέπεις ὅτι πουθενὰ δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη ὅρκων; Θὰ εἴπη τις˙ Ἐὰν ὁ τάδε εἴπη τι, καὶ χωρὶς ὅρκους τὸν πιστεύω˙ σὲ ὅσους ὅμως οὔτε μὲ ὅρκους πιστεύω˙ Ἄρα εἶνε περιττὸν πρᾶγμα ὁ ὅρκος, καὶ τὸ παράδειγμα αὐτὸ εἶνε ἀπόδειξις περισσότερον ἀναξιοπιστίας παρὰ ἀξιοπιστίας. Διότι μὲ τὸ νὰ εἶνέ τις εὔκολος εἰς τοὺς ὅρκους χάνει τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν ὑπόληψιν τῶν ἄλλων. Ὥστε αὐτός, ποὺ καθʼ ὑπερβολὴν χρησιμοποιεῖ συνεχῶς τὸν ὅρκον, οὐδόλως ἐξυπηρετεῖται ἀπὸ τὸν ὅρκον˙ αὐτὸς ὅμως, ποὺ δὲν χρησιμοποιεῖ καθόλου τὸν ὅρκον, ἀπολαμβάνει αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ ἐξυπηρετήση ὁ ὅρκος (δηλαδὴ τὴν ἀξιοπιστίαν). Εἶνε λοιπὸν ἀνάγκη νὰ ὁρκιζώμεθα διὰ νὰ γινώμεθα πιστευτοί; Καθόλου. Διότι βλέπομεν, ὅτι αὐτοὶ ποὺ δὲν ὁρκίζονται γίνονται περισσότερον πιστευτοί.
Βλέπεις, ὅτι ἡ ἀρετὴ εἶνε κατὰ φύσιν εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἐνῶ ἡ κακία εἶνε παρὰ φύσιν, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ ὑγεία; Διατί λοιπὸν ψευδόμεθα καὶ ἐπιορκοῦμεν; Ποία ἀνάγκη μᾶς ὠθεῖ; Οὐδεμία, οὔτε βία τις ὑπάρχει, ἀλλὰ μὲ τὴν θέλησιν μας πίπτομεν εἰς αὐτὰς τὰς κακίας. Θὰ εἴπη τις˙Δὲν μᾶς πιστεύουν, διὰ τοῦτο ὁρκιζόμεθα. Δὲν μᾶς πιστεύουν, διότι θέλομεν νὰ μὴ μᾶς πιστεύουν. Διότι ἧτο δυνατὸν νὰ μᾶς πιστεύουν περισσότερον ἀπὸ τὸν τρόπον τῆς ζωῆς μας παρὰ ἀπὸ τοὺς ὅρκους. Εἰπέ μου, διατί ἄλλους μέν, καὶ ἄν ὁρκισθοῦν, δὲν πιστεύομεν, ἄλλους δὲ καὶ χωρὶς ὅρκους θεωροῦμεν ἀξιοπίστους; Βλέπεις ὅτι πουθενὰ δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη ὅρκων; Θὰ εἴπη τις˙ Ἐὰν ὁ τάδε εἴπη τι, καὶ χωρὶς ὅρκους τὸν πιστεύω˙ σὲ ὅσους ὅμως οὔτε μὲ ὅρκους πιστεύω˙ Ἄρα εἶνε περιττὸν πρᾶγμα ὁ ὅρκος, καὶ τὸ παράδειγμα αὐτὸ εἶνε ἀπόδειξις περισσότερον ἀναξιοπιστίας παρὰ ἀξιοπιστίας. Διότι μὲ τὸ νὰ εἶνέ τις εὔκολος εἰς τοὺς ὅρκους χάνει τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν ὑπόληψιν τῶν ἄλλων. Ὥστε αὐτός, ποὺ καθʼ ὑπερβολὴν χρησιμοποιεῖ συνεχῶς τὸν ὅρκον, οὐδόλως ἐξυπηρετεῖται ἀπὸ τὸν ὅρκον˙ αὐτὸς ὅμως, ποὺ δὲν χρησιμοποιεῖ καθόλου τὸν ὅρκον, ἀπολαμβάνει αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ ἐξυπηρετήση ὁ ὅρκος (δηλαδὴ τὴν ἀξιοπιστίαν). Εἶνε λοιπὸν ἀνάγκη νὰ ὁρκιζώμεθα διὰ νὰ γινώμεθα πιστευτοί; Καθόλου. Διότι βλέπομεν, ὅτι αὐτοὶ ποὺ δὲν ὁρκίζονται γίνονται περισσότερον πιστευτοί.