Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

Η αρχή της αμεροληψίας



Η αρχή της αμεροληψίας

ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 7 Η APXH THΣ AMEPOΛHΨIAΣ ΣTH ΔHMOΣIA ΔIOIKHΣH

Του Μιχαήλ Ηλ. Ντασκαγιάννη

1. Έννοια και λειτουργίες της αρχής της αμεροληψίας
Η αρχή της αμεροληψίας αποτελεί θεμελιώδη αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία αποτυπώνεται ήδη ρητά στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999, όπως ισχύει), που ορίζει ότι «τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους». Πρέπει δηλαδή να κρίνουν τις υποθέσεις των διοικουμένων αντικειμενικά και αμερόληπτα, χωρίς να επηρεάζονται από υποκειμενικούς παράγοντες (συμπάθειες, αντιπάθειες, φιλίες, έχθρες κ.λπ.) ώστε να δημιουργείται στο διοικούμενο η πεποίθηση ότι οι πράξεις που εκδίδονται από τα όργανα αυτά είναι αδιάβλητες (ΣΕ 4678/83, 1856, 2805/81, 312/80, 2593/78, 2064/71, 3350/70, 2876/68 κ.ά.).
Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης τα μονομελή διοικητικά όργανα καθώς και τα μέλη των συλλογικών οργάνων της διοίκησης, δεν παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης όχι μόνον όταν έχουν είτε προσωπικό συμφέρον από την έκβαση της συγκεκριμένης υπόθεσης είτε ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους, αλλά και όταν γενικότερα είναι δυνατόν να δημιουργηθεί εύλογα η υπόνοια ότι έχουν ήδη σχηματισμένη και συνεπώς προειλημμένη γνώμη για την υπόθεση που πρόκειται να κρίνουν (ΣΕ 3370/2007, 664/2006, 2175 (Ολομ.), 2909/2004, 3846/2003, 2522/2001 (7μελ.), 3846/2000, 687, 5159/87, 270, 2593/78 κ.ά). Κατά συνέπεια, άσχετα από την ύπαρξη ειδικής διάταξης που να προβλέπει για ειδικούς λόγους την εξαίρεση του συγκεκριμένου διοικητικού οργάνου, η ενέργειά του που έγινε παρά τη συνδρομή τέτοιων λόγων είναι ελαττωματική και συνεπάγεται την ακυρότητα της σχετικής διοικητικής πράξης που εκδόθηκε από το όργανο αυτό, λόγω του τεκμηρίου επηρεασμού του που δημιουργείται έτσι, έστω και αν δεν αποδεικνύεται ότι η πράξη αυτή υπήρξε πράγματι μεροληπτική (ΣΕ 664/2006, 676/2005, 617, 3056/2004, 741/2003, 440, 954/2002, 3522/2001 (7μελ.), 2421/2001, 3846/2000 κ.ά). Πρέπει όμως να προκύπτει σαφώς η συνδρομή μιας από τις παραπάνω προϋποθέσεις στο πρόσωπο του μέλους του συλλογικού οργάνου, προκειμένου να κριθεί η κακή σύνθεσή του (ΣΕ 3578/82)...

(...)

Ο ιδιαίτερος δεσμός ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα του οργάνου προς τους ενδιαφερομένους

Ο τρίτος λόγος αποχής του διοικητικού οργάνου που προβλέπει το άρθρο 7 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας είναι η περίπτωση που τα μονομελή όργανα ή τα μέλη των συλλογικών οργάνων «έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους» (περ.γ). Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, αλλά και την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας όταν υπάρχει ιδιαίτερος δεσμός ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα του μέλους συλλογικού οργάνου προς το πρόσωπο που αφορά η κρινόμενη υπόθεση, το μέλος αυτό πρέπει να απέχει από τη σύμπραξή του στην έκδοση της σχετικής διοικητικής πράξης (ΣΕ 3390/99, 1980/83, 298/80, 1249/61), διότι διαφορετικά δημιουργείται τεκμήριο επηρεασμού του που κλονίζει την πεποίθηση του διοικουμένου στο αδιάβλητο της κρίσης του οργάνου (ΣΕ 4911/84, 2721/70). 

Αν όμως κατά παράβαση κανόνα, που ισχύει πέρα από τα ειδικότερα κωλύματα που προβλέπονται από το νόμο ή τους λόγους εξαίρεσης των μονομελών οργάνων ή των μελών συλλογικών οργάνων, εκδοθεί διοικητική πράξη, επέρχεται ακυρότητα αυτής, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδειχθεί ότι η απόφαση που έχει ληφθεί, υπήρξε πράγματι μεροληπτική (ΣΕ 3330/99, 4642/87, 3210/86, 2721, 3350/70, 3185/67, 2876/66). Κρίθηκε ακυρωτέα απόφαση συλλογικού οργάνου, εφόσον από το φάκελο προκύπτει σαφώς και ανενδοιάστως ότι μέλη του έχουν ιδιαίτερους δεσμούς ή ιδιάζουσες σχέσεις ή από έχθρα οξεία αντίθεση προς τα πρόσωπα που αφορά η κρινόμενη υπόθεση ή έχουν συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης χωρίς να απαιτείται να αποδείξει περί του ότι η κρίση του οργάνου δεν ήταν πράγματι αντικειμενική (ΣΕ 2873/73). 

Όταν μέλη συλλογικού οργάνου λόγω ιδιάζουσας σχέσης προς τα πρόσωπα στα οποία αφορά η κρινόμενη υπόθεση, εμφανίζουν ενδεχόμενο επηρεασμού, η συμμετοχή αυτών στη σύνθεση δεν είναι νόμιμη ακόμη και αν η εκδοθείσα πράξη δεν εξαρτήθηκε από την ψήφο των μελών αυτών (ΣΕ 1226/61). Η εκτίμηση για το αν από τον ιδιαίτερο δεσμό ή την ιδιάζουσα σχέση του οργάνου με τον ενδιαφερόμενο επηρεάζεται η αμεροληψία του οργάνου γίνεται με βάση πραγματικά περιστατικά, τα οποία πρέπει να αποδεικνύονται (ΣΕ 3608/95) κατά αντικειμενική κρίση (ΣΕ 2918/94). Είναι αόριστος ο ισχυρισμός περί υπάρξεως κωλύματος για τη συμμετοχή προέδρου κοινότητας σε συνεδρίαση του κοινοτικού συμβουλίου στην οποία συζητήθηκε θέμα για το οποίο αυτός ήταν άμεσα ενδιαφερόμενος, εφόσον δεν προσδιορίζεται ειδικά η φύση του ενδιαφέροντος που αποδίδεται σ αυτόν και ιδιαίτερα η σχέση και ο δεσμός που τυχόν αυτός έχει με τα πρόσωπα που αφορά η κρινόμενη υπόθεση, ώστε να μπορεί να συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης (ΣΕ 16/61). Η αρχή της αμεροληψίας που αναφέρεται σε ιδιαίτερους δεσμούς ή ιδιάζουσες σχέσεις δεν αφορά στις σχέσεις επιστημονικής συνεργασίας ισότιμης ή μη που είναι απαραίτητη με τις σημερινές συνθήκες για την πρόοδο της επιστήμης. Έτσι, όταν μέλος της κατ άρθρο 15 παρ.3 Ν.1268/82 εισηγητικής επιτροπής έχει τυχόν συνεργασθεί με υποψήφιο σε ομάδα επιστημονικής έρευνας και την εργασία αυτή συνυποβάλλει ο υποψήφιος (όπως έχει δικαίωμα κατ άρθρο 3, 11 Ν. 1268/82) για να κριθεί η επιστημονική του αξία και η προοπτική της ακαδημαϊκής του εξέλιξης, τότε η συμμετοχή του ανωτέρω μέλους στην επιτροπή δεν δημιουργεί κατ αρχή κακή σύνθεση αρκεί το μέλος αυτό να περιορισθεί στην ποιοτική και ποσοτική αξιολόγηση της προσωπικής συμβολής του υποψηφίου στην εργασία και να μην επεκταθεί στην αξιολόγηση της εργασίας (ΣΕ 5159/87 Ολομ).

Ο Μιχαήλ Ηλ. Ντασκαγιάννης είναι νομικός και απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών.