Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ-ΠΛΑΝΟ ΜΕΡΟΣ Α'


ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ-ΠΛΑΝΟ Α'

λαοπλάνος αρσενικό
  1. κάποιος (συνήθως πολιτικός) που έχει την ικανότητα να γοητεύει και να παραπλανά το λαό

ΠΗΓΗ:https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BB%CE%B1%CE%BF%CF%80%CE%BB%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82