ΟΙ ΠΛΕΙΟΝΕΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, ΔΙΑ ΤΑΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΗΜΩΝ, ΟΙΚΙΑΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΙΟΥΣ ΕΧΟΜΕΝ… ΓΡΑΦΕΙ Ο π. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΜΑΝΑΔΗΣ
ΠΟΛΛΟΙ ἔχοντας στενοχώριες μὲ δικούς μας ἀνθρώπους καὶ ἰδιαίτερα μὲ σπιτικοὺς ἀναρωτιούμαστε, γιατὶ τάχα νὰ μᾶς συμβαίνουν αὐτά. Ποιὸς ὁ
λόγος καὶ οἱ
μυστικὲς διαδρομὲς τῆς στενοχώριας μας. Ἀναζητώντας ἀπάντησι βρῆκα
ἐγγυημένο λόγο ἁγίου ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ. Τὸν παραθέτω, γιὰ ὅποιον
ἐνδιαφέρεται νὰ βρῆ τὴν ἀπάντησι σὲ τοῦτο τὸ σκληρὸ ἐρώτημα.
Λέγει ὡς ἀπάντησι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν ἑρμηνεία του στὸν 3ο
Ψαλμό. «Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας
ἔχουμε ἐχθροὺς τοὺς οἰκιακούς μας. (Εἶναι ὁ τίτλος τοῦ σημειώματός μας).
Μερικὲς φορὲς καὶ φίλοι μας ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας μετατρέπονται σὲ
ἐχθρούς. Καὶ ἀγαπητοί μας,
ἀπὸ παλιά, μᾶς μισοῦν καὶ μᾶς ἀποστρέφονται. Τὸ μῖσος αὐτὸ τὸ βάζει ὁ Θεὸς μέσα τους γιὰ τοὺς λόγους ποὺ γνωρίζει. Ἔτσι λέγει γιὰ τοὺς Αἰγυπτίους στὸν Ψαλμὸ 104,25. «Μετέστρεψε τὴν καρδιά τους νὰ μισήσουν τὸν λαό του». Βέβαια δὲν θὰ ἔδινε τὸ μῖσος αὐτό, ἂν οἱ Ἰσραηλῖτες προηγουμένως δὲν ἔκαμναν κακὴ φιλία μαζί τους. Σαὐτοὺς ποὺ ἡ φιλία τους ἔγινε πρόξενος ἀπωλείας, στοὺς ἴδιους τὸ μῖσος ἔγινε αἴτιος ἀρετῆς.
ἀπὸ παλιά, μᾶς μισοῦν καὶ μᾶς ἀποστρέφονται. Τὸ μῖσος αὐτὸ τὸ βάζει ὁ Θεὸς μέσα τους γιὰ τοὺς λόγους ποὺ γνωρίζει. Ἔτσι λέγει γιὰ τοὺς Αἰγυπτίους στὸν Ψαλμὸ 104,25. «Μετέστρεψε τὴν καρδιά τους νὰ μισήσουν τὸν λαό του». Βέβαια δὲν θὰ ἔδινε τὸ μῖσος αὐτό, ἂν οἱ Ἰσραηλῖτες προηγουμένως δὲν ἔκαμναν κακὴ φιλία μαζί τους. Σαὐτοὺς ποὺ ἡ φιλία τους ἔγινε πρόξενος ἀπωλείας, στοὺς ἴδιους τὸ μῖσος ἔγινε αἴτιος ἀρετῆς.
Ἀκόμη
καὶ πλάσματα ποὺ ἦταν δοῦλα καὶ ὑπάκουαν, ἐξ αἰτίας ἁμαρτιῶν
ἐπανεστάτησαν ἐναντίον τοῦ ἀφεντικοῦ των. Κοίταξε τὸν Ἀδάμ, προτοῦ νὰ
ἁμαρτήση. Ἀκόμη καὶ τὰ θηρία ἦταν δοῦλα, τὸν ὑπάκουαν καὶ τὰ ἔδινε
ὀνόματα σὰν δούλους του. Ὅταν ὅμως ἡ ἁμαρτία σπίλωσε τὸ πρόσωπό του,
τότε τὰ θηρία δὲν τὸν γνώριζαν. Αὐτὰ ποὺ ἦταν δοῦλα του ἔγιναν ἐχθροὶ
ἐναντίον του. Ὅπως δηλαδὴ ὁ σκύλος τοῦ σπιτιοῦ εἶναι δοῦλος σαὐτὸν ποὺ
τὸν τρέφει καὶ τὸν φοβᾶται καὶ τὸν γλύφει, ἂν ὅμως ξαφνικὰ τὸν ἰδῆ μὲ
μουντζουρωμένο τὸ πρόσωπο, ἢ νὰ ἔχη ξένη μάσκα, ἐπιτίθεται νὰ τὸν
ξεσχίση, σὰν νὰ εἶναι ξένος. Ἔτσι ἔπαθε καὶ ὁ Ἀδάμ. Μέχρις ὅτου κρατοῦσε
καθαρὸ τὸ κατ’ εἰκόνα, τὰ θηρία ἦταν ὑπάκουα ἀπέναντί του. Ὅταν ὅμως
σπίλωσε τὸ πρόσωπό του μὲ τὴν παρακοή, δὲν ἀναγνώριζαν τὸ ἀφεντικό τους
καὶ τὸν ἐχθρεύονταν σὰν νὰ ἦταν ξένος. Ὥστε καὶ ἡ ἐπανάστασι τῶν δούλων
κι αὐτὴ εἶναι ἀντίδοσι γιὰ τὶς ἁμαρτίες.
Ὁ
Δανιὴλ ἦταν δίκαιος καὶ τὰ λιοντάρια ἀναγνώρισαν τὴν μεγαλωσύνη του.
Εἶδαν μπροστά τους ἕναν ἄγευστο ἁμαρτίας καὶ δὲν τὸν πείραξαν (Δανιὴλ
6,22). Ἁμάρτησε ἄλλος προφήτης, ποὺ ψεύσθηκε, τὸν συνάντησε τὸ λιοντάρι
στὸ δρόμο καὶ τὸν θανάτωσε (Βασιλειῶν Γ’ 13,24). Μουντζουρώθηκε ἀπὸ τὸ
ψέμα καὶ τὸ λιοντάρι δὲν τὸν ἀναγνώρισε. Ἂν ἔβλεπε προφήτη, ὅπως στὸν
Δανιήλ, θὰ τὸν τιμοῦσε. Εἶδε ὅμως ψευδοπροφήτη καὶ τοῦ ἐπετέθη σὰν νὰ
ἦταν ξένος. Τὸ ἀφεντικὸ ψεύσθηκε καὶ ὁ δοῦλος ἀρνήθηκε τὴν ἐξουσία του.
Γιατὶ
ὅμως νὰ λέγω γιὰ τοὺς σπιτικούς μας; Ὅταν καὶ τὸ ἴδιο μας τὸ σῶμα, ποὺ
εἶναι τὸ οἰκειότερο καὶ ἀγαπητότερο ἀπὸ ὅλα, εἶναι φορὲς ποὺ κι αὐτό,
ὅταν ἁμαρτάνουμε, μᾶς πολεμεῖ. Μᾶς ἐπιτίθεται μὲ πυρετούς, μὲ ἀσθένειες
καὶ μὲ πόνους. Τὸ σῶμα, ποὺ εἶναι δοῦλος, μαστιγώνει τὴν ἁμαρτήσασα ψυχὴ
ποὺ εἶναι τὸ ἀφεντικό. Ὄχι βέβαια πὼς τὸ θέλει αὐτό, ἀλλὰ παίρνει
ἐντολή, γιὰ νὰ τὸ κάνη. Γιαὐτὸ τὸ γεγονὸς μάρτυρας εἶναι ὁ Χριστός.
Λέγει στὸν ἰαθέντα παραλυτικό, «Πρόσεξε, ἔγινες ὑγιής, μὴν ξαναμαρτήσης,
γιὰ νὰ μὴ σοῦ γίνη τίποτε χειρότερο» (Ἰωάννου 5,14).
Ἀφοῦ
μάθαμε, ἀδελφοί, ὅτι πολλοὶ πόλεμοι σπιτικοί, ἢ δουλικοί, καὶ ἀσθένειες
τοῦ σώματος συμβαίνουν ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἂς ἀποκόψουμε τὴν
πηγὴ τῶν κακῶν, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία. Ἂν δὲν τρέχουν οἱ χείμαρροι τῶν
παθῶν, τότε οἱ ποταμοὶ τῶν θεϊκῶν νερῶν εὐφραίνουν τὴν ψυχή μας. Ἐπειδὴ
καὶ ὁ Δαυΐδ ἅρπαξε σὰν ξένη βασίλισσα τὴν παντρεμένη γυναῖκα. Διότι
βασίλισσα γιὰ τὸν κάθε ἄνδρα εἶναι ἡ ὁμόψυχη γυναῖκα του. Δὲν ἀγαπᾶ τόσο
ὁ βασιλιᾶς τὴν πορφύρα καὶ τὸ στέμμα του, ὅσο ὁ ἄνδρας τὴν γυναῖκα του.
Γιαὐτὸ καὶ ἐπανεστάτησε ἐναντίον του ὁ γιὸς τῆς γυναικός του θέλοντας
νὰ ἁρπάξη τὴν βασιλεία τοῦ πατέρα του. Μὲ βία ἅρπαξε ὁ Δαυΐδ καὶ βία
ὑπέμεινε. Αὐτὸς ἁμάρτησε στὰ κρυφὰ καὶ διαπομπεύθηκε φανερά. Κρυφὰ
τραυματίσθηκε καὶ ἐνώπιον ὅλων χειρουργήθηκε. «Ἐσὺ τὸ ἔπραξες κρυφά. Ἐγὼ
ὅμως θὰ τὸ φανερώσω μπροστὰ στὸν ἥλιο» (Β’ Βασιλειῶν 12,12). Ὅμως δὲν
ἔφθασε μέχρι τὸ τέλος ἡ κακία τοῦ Ἀβεσσαλώμ. Καὶ δίκαια δὲν ἔφθασε, γιὰ
νὰ μὴν ἔχουν τὴν πρᾶξι τῆς πατροκτονίας του σὰν νόμο οἱ πατροκτόνοι.
Ἀναρωτιέται
ὁ Δαυΐδ ρωτώντας τὸν Κύριό του. «Κύριε, τὶ ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές
με; Πολλοὶ ἐπανίστανται ἐπ’ ἐμέ». Αὐτὸς ποὺ βγῆκε ἀπὸ μένα, ἐπετέθη
ἐναντίον μου, ἀλλὰ ἐσὺ εἶσαι ὑπὲρ ἐμοῦ. Τὰ σπλάγχνα μου, ὁ Ἀβεσσαλώμ,
πολεμεῖ ἐμένα. Ὁ λαός μου ἀκολουθεῖ τὸν Ἀβεσσαλώμ. Τὸ στρατόπεδό μου
ὁπλίζεται ἐναντίον μου. Τὰ πρόβατά μου ἔγιναν λύκοι, τὰ ἀρνιὰ ἔγιναν
λιοντάρια, οἱ ἀμνοὶ ἔγιναν σκυλιὰ λυσσασμένα καὶ τὰ κριάρια ἔγιναν
ταῦροι, ἕτοιμοι νὰ μὲ κερατίσουν. Δὲν λυποῦμαι γιὰ μένα, ἀλλὰ θρηνῶ γιὰ
τὴν ἀπώλεια αὐτῶν». (Μigne PG 55,37-39).
Σφραγίζει
τέλος τὸ σκληρὸ ἐρώτημά του ὁ Δαυΐδ μὲ λόγο γεμᾶτο ἐλπίδα καὶ σιγουριά.
Ὅτι κι ἂν ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν δίπλα μου, γνωρίζω καλὰ ποῦ νὰ ἀκουμπήσω,
ὥστε νὰ σταθῶ ὄρθιος καὶ νὰ μὴ καταποντισθῶ στὴν ἀπόγνωσι. Λέγει, «σὺ
δέ, Κύριε, ἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καὶ ὑψῶν τὴν κεφαλήν μου».
Ὁσίου Ἐφραὶμ Σύρου, Σάββατο 28.1.2017
ἀρ.νι.μα