Μνήμη της ανακομιδής του τιμίου λειψάνου του αγίου Λαζάρου (17 Οκτωβρίου)
Ο ΑΓΙΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ μέσα από την Γραφή και την Παράδοση
Βηθανία, εβραϊκή λέξη που σημαίνει «οίκος Φοινίκων». Έμεινε γνωστή στην Ιστορία ως πατρίδα του φίλου του Χριστού Λαζάρου. Μικρή και ασήμαντη κωμόπολη στο χώρο της Παλαιστίνης αλλά σημαντική στην Ιστορία του Χριστιανισμού. Ήταν από τους τόπους που αγαπούσε ιδιαίτερα και παρέμενε πολύ συχνά ο Ιησούς. Και αυτό, οφειλόταν στον ιδιαίτερο δεσμό αγάπης και φιλίας που συνέδεε τον θεάνθρωπο με την οικογένεια του Λαζάρου και με τον λεπρό που πολλοί θεωρούν ως πατέρα του Αγίου.
Γνωστή είναι η φιλοξενία του Κυρίου στο σπίτι της Μάρθας και Μαρίας, αδελφών του Λαζάρου. Το γεγονός όμως που δόξασε τη Βηθανία είναι η ανάσταση του Λαζάρου (Ιω. ια’ 1-44), όπου ο Κύριος με αυτό το θαύμα προεικόνισε την δική του ανάσταση. Γι’ αυτό και η υμνολογία της αγίας μας Εκκλησίας κατά το Σάββατο του Λαζάρου τονίζει πρωτίστως το μυστήριο της κοινής αναστάσεως και δευτερευόντως τη μνήμη του Αγίου.
Εκτός από τα δύο αυτά σημαντικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Βηθανία, υπάρχουν και άλλες αναφορές επισκέψεως και φιλοξενίας του Κυρίου στην οικία Σίμωνος του Λεπρού(Ιω. ιβ’ 1-8, Μάρκ. ιδ’ 3-9, Ματθ. κστ’ 6-13, Ιω. ιβ’9-11, Ματθ. κα’ 17).
Όπως ήταν φυσικό, το θαύμα της αναστάσεως του Λαζάρου εξέγειρε τους Ιουδαίους και «εβουλεύσαντο οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν» (Ιω. ιβ’ 9-11), καθότι ήταν το ζωντανό τεκμήριο του θαύματος. Έτσι ο Άγιος διωκόμενος από τους Ιουδαίους καταφεύγει στην Κύπρο όπου τον συναντούν οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας και τον χειροτονούν πρώτον επίσκοπο Κιτίου.
Το αρχαίο Κίτιο, η πόλη του φιλοσόφου Ζήνωνος είχε τη μεγάλη τιμή να ευαγγελισθεί τον λόγο της Αληθείας όχι από έναν απλό εργάτη του Ευαγγελίου άλλα από ένα προσωπικό φίλο του Κυρίου. Σύμφωνα με τον Άγιο Επιφάνιο επίσκοπο Κωνστάντιας της Κύπρου (367-403), ο δίκαιος Λάζαρος έζησε άλλα τριάντα χρόνια μετά την ανάστασή του.
Οι παραδόσεις τον θέλουν σκυθρωπό και αγέλαστο σ’ αυτή τη ζωή και αυτό οφειλόταν στα όσα είχε δει κατά την τετραήμερη παραμονή του στον Άδη. Οι ίδιες παραδόσεις αναφέρουν ότι δεν γέλασε ποτέ στη ζωή του παρά μία φορά, όταν είδε κάποιον να κλέβει ένα πήλινο αγγείο και σχολίασε αποφθεγματικά: «το ένα χώμα κλέβει το άλλο».
Άλλη παράδοση συνδέει τον Άγιο με την αλυκή της Λάρνακος (σημερινή ονομασία του Κιτίου). Στη θέση της αλυκής υπήρχε τον καιρό του Αγίου ένα μεγάλο αμπέλι. Περνώντας μια μέρα από εκεί ο Άγιος, δίψασε και ζήτησε λίγο σταφύλι από την γυναίκα – ιδιοκτήτη του αμπελιού. Εκείνη αρνήθηκε και για να την τιμωρήσει, μετέτρεψε θαυματουργικά το τεράστιο αμπέλι σε αλυκή. Η παράδοση αυτή επιβεβαιώνεται από τους εργάτες που συλλέγουν το αλάτι. Ισχυρίζονται ότι σκάβοντας βρίσκουν ρίζες και κορμούς αμπελιού. Λέγεται μάλιστα, πως στο μέσο της αλυκής βρίσκεται πηγάδι με γλυκό νερό, γνωστό ως «πηγάδι της «ρκάς» δηλ. της γριάς. Ο Συναξαριστής της Κωνσταντινουπόλεως, σχετικά με αυτή την παράδοση, αναφέρει ότι τη λίμνη διεκδικούσαν δύο αδέλφια, οι όποιοι ήρθαν σε έντονη ρήξη για την κατοχή της. Ο Άγιος «διά προσευχής εξήρανε και εις άλατος φύσιν αυτήν επήξατο».
Στα «Πάτρια» του Άγιου Όρους γίνεται άμεση σύνδεση της Κύπρου και του Αγίου Λαζάρου με τη Θεοτόκο και τον Άθωνα. Η μητέρα του Κυρίου, συνοδευόμενη από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ήλθε στο Κίτιο, συνάντησε τον Άγιο Λάζαρο, στον όποιο μάλιστα δώρισε ωμοφόριο και επιμάνικα, ενώ στη συνέχεια επισκέφθηκε τον Άθω. Αυτή η παράδοση τηρήθηκε από τη Μονή Βατοπαιδίου, κατά την πρώτη επίσκεψη της Τίμιας Ζώνης της Θεοτόκου στη πόλη του Αγίου Λαζάρου, τη Λάρνακα, στις 17 Οκτωβρίου 1990, όταν ο μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός συνοδευόμενος από τον Ιερομόναχο Αθανάσιο (σημερινό Μητροπολίτη Λεμεσού) προσέφεραν στον οικείο Μητροπολίτη, ωμοφόριο και επιμάνικα, κεντημένα και χειροποίητα.
Σύμφωνα πάντα με τον Συναξαριστή της Κωνσταντινουπόλεως, ο Άγιος ετάφη σε μαρμάρινη λάρνακα η οποία έφερε την επιγραφή: «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού». Η λάρνακα τοποθετήθηκε αργότερα σε ένα μικρό ναό.
Πέραν από την αόριστη πληροφορία του Αγίου Επιφανίου, σχετικά με τα τριάντα χρόνια της δεύτερης ζωής του Αγίου, η παλαιότερη, κατά τους ερευνητές, μαρτυρία για την παράδοση της παρουσίας του Αγίου Λαζάρου στην Κύπρο αποδίδεται στον Άγιο Ιωάννη Ευοίας, πρεσβύτερο και μοναχό του Πατριαρχείου Αντιοχείας (περί το 744). Όπως γίνεται φανερό, γύρω στα 744 στον χώρο της Αντιόχειας είναι γνωστή και διαδεδομένη η παράδοση για τον Άγιο Λάζαρο. Η πληροφορία για μαρτυρικό θάνατο του Αγίου είναι μοναδική και δεν απαντάται σε άλλους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.
Η τριακονταετής παραμονή του Αγίου Λαζάρου στον επισκοπικό θρόνο του Κιτίου είναι γνωστή και στον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη (759-826). Η ανακομιδή και μετάθεση του ιερού λειψάνου του Αγίου Λαζάρου από το Κίτιο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία τιμάται από την Εκκλησία την 17η Οκτωβρίου, έγινε κατά το έτος 890 μετά από εντολή του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού. Η μετάθεση του λειψάνου περιγράφεται λεπτομερώς σε δύο πανηγυρικούς λόγους που εκφώνησε μπροστά στο Ιερό λείψανο με την παρουσία του αυτοκράτορα ο μαθητής του Μεγάλου Φωτίου, μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας (850 – μετά το 932). Ο Λέων ΣΤ’, ως αντάλλαγμα της μεταφοράς του λειψάνου στην Κωνσταντινούπολη, απέστειλε χρήματα και τεχνίτες στην Κύπρο όπου έκτισαν το μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου, ο οποίος διατηρείται ως σήμερα στη Λάρνακα. Εκτός τούτου, οικοδόμησε μονή στην Κωνσταντινούπολη επ’ ονόματι του δικαίου Λαζάρου, όπου εναπόθεσε το ιερό λείψανο. Στην ίδια μονή μεταφέρθηκε αργότερα από την Έφεσο και το λείψανο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής. Κατά την βυζαντινή εποχή διατηρήθηκε η συνήθεια να εκκλησιάζεται στη μονή κατά το Σάββατο του Λαζάρου, ο ίδιος ο αυτοκράτορας.
(Ασματική Ακολουθία εις τον Άγιον και Δίκαιον Λάζαρον τον Τετραήμερον, Έκδ. Ι. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, σ. 7).