Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

"ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ"... ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΥΣΗ




"ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ.".. ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΥΣΗ 


ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ:  (πρόχειρες σκέψεις) Η καθημερινά διογκούμενη είσοδος στην Ελλάδα ανθρώπων χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις (πρόσφυγες, μετανάστες, αναξιοπαθούντες, εγκληματίες, χριστιανοί, μωαμεθανοί, ισλαμιστές και ει τι άλλο) από την στιγμή που βρίσκονται μέσα στην θάλασσα και παλεύουν με τα κύματα έχουν την ανάγκη της βοηθείας μας. Δεν μπορεί να τους  αφήσουμε να πνιγούν, ακόμη και αν έχουν σκοτώσει τον πατέρα μας. Αυτό επιβάλλει ο ανθρωπισμός. Ο ανθρωπισμός ο οποίος πηγάζει από την θρησκεία μας (γι αυτούς που είναι χριστιανοί και πιστεύουν στον Θεό). Ο ανθρωπισμός ο οποίος  πηγάζει από την αξιοπρέπειά μας και τον πολιτισμό μας (για όσους δεν πιστεύουν, είναι άθεοι και ει τι άλλο). Και όσο οι άνθρωποι αυτοί έχουν ανάγκη φαγητού, ύπνου, ενδυμασίας, οφείλουμε να την ικανοποιήσουμε. Στο μέτρο των δυνατοτήτων μας. Όσο το επιτρέπει η φτώχεια μας.  Ο καλός χριστιανός οφείλει να μοιραστεί με τον «εμπερίστατο» αδελφό του, το φαγητό του, το ρούχο του, το κρεβάτι του. Την δοκιμασία αυτήν την οικονόμησε ο Θεός, για να δοκιμαστεί η πίστη μερικών.
Και αν δεν το έχει καταλάβει, τόσο το χειρότερο γι αυτόν για την ελλιπή πίστη του. Ας έχει οδηγό του τον Ιγνάτιο Δημητριάδος και όχι τον Άνθιμο Θεσσαλονίκης και τον τέως Καλαβρύτων Αμβρόσιο. «ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε». (Ματθ. Κε, 40). Μόνο στους άμβωνες να τα λέμε; Σήμερα, όλως τυχαίως, σε κάποιο δελτίο ειδήσεων, άκουσα έναν παπά, εκεί στον Εύοσμο της Θεσσαλονίκης, που οργάνωσε βοήθεια για τον κόσμο του, να λέει: «Συντελείται ένα θαύμα. Οι φτωχοί βοηθούν τους φτωχότερους».


ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ –ΙΙ-
Αφιερωμένο στους απογόνους των προσφύγων, των οποίων οι πρόγονοι ήρθαν ξεκρέμαστοι σ’ αυτόν τον τόπο και αντιμετώπισαν κάθε είδους δυσκολίες, διατήρησαν όμως την ανθρωπιά τους. Οι σημερινοί απόγονοί τους, όχι μόνο δεν βοηθούν και δεν συμπαραστέκονται, αλλά διώκουν τους σημερινούς πρόσφυγες. Είναι ένα αφήγημα του Παύλου Νιρβάνα. Δημοσιεύτηκε στο Αναγνωστικό της Δ Δημοτικού του 1974. Πολλοί μπορεί να το θυμούνται. Εγώ το ξεσήκωσα από «Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού». Διαβάστε το.
― Φλώρια, καρδερίνες, φλώριααα
― Πόσο τις δίνεις, βρε παιδί, τις καρδερίνες; 
― Τρεις δραχμές, μπάρμπα. Τρεις δραχμές και μ’ εγγύηση. Πάρε, αφέντη, να σε ξυπνά το πρωί.
― Δεν κάνει δυο δραχμές;
― Αν θέλεις να πάρεις τη βραχνιασμένη... 
Ο μεσόκοπος άνθρωπος με τα ξενικά ρούχα, κάποιος πρόσφυγας από εκείνους, που πλημμύριζαν το πειραιώτικο λιμάνι, έβγαλε το κομπόδεμα από το ζωνάρι του, έδωσε ένα δίδραχμο στο παιδί και πήρε στα χέρια του την καρδερίνα.
Την κράτησε λιγάκι ελαφρά στα δάχτυλά του, την χάιδεψε πονετικά και την κοίταξε καλά καλά, φέρνοντας το ανήσυχο κεφαλάκι της μπροστά στα μάτια του, σα να ήθελε να της πει κάποιο γλυκό λόγο. Ύστερα, τινάζοντάς την ελεύθερη πάνω στην παλάμη του, την άφησε να πετάξει, κάνοντας τάχα πως του είχε ξεφύγει από τα χέρια του: 
― Βρε, το αφιλότιμο το πετούμενο! Tο είδες εκεί!
Από μέσα του όμως φαινόταν καταχαρούμενος ο παράξενος εκείνος άνθρωπος. Θα μπορούσε να ορκιστεί κανείς, πως αυτό που έγινε, δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Ο ξένος, χωρίς άλλο, είχε αγοράσει το πουλί, για να του χαρίσει την ελευθερία του. Αν προσπαθούσε να κρύψει το σκοπό του, το έκαμε ίσως από ευγένεια. Και θα μπορούσε να ορκιστεί κανείς ακόμη, πως έτσι ήταν το πράγμα, αν τον έβλεπε με τι λαχτάρα ακολουθούσε το φτερούγισμα της καρδερίνας στον ελεύθερο αέρα. Ένα φτερούγισμα τρελό, με μουδιασμένα φτερά, που την έφερε στο κατάρτι ενός καϊκιού, σαστισμένη ακόμη από την ξαφνική χαρά της.
― Βρε, το αφιλότιμο το πετούμενο, πώς μου ξέφυγε!
Από μέσα του όμως έλεγε χωρίς άλλο ο γεροντάκος:
― Κάνε τη δουλειά σου, πουλάκι μου, και μη σε μέλει.
Δυο μορτάκια, που έκαναν το βαρκάρη εκεί δίπλα, πήδησαν αμέσως μέσα στο καΐκι:
― Νά το, νά το, πάνω στο πανί ακούμπησε, είπε το ένα.
― Πέτα το σακκάκι σου, να το ρίξεις κάτω. Δε βλέπεις, πως είναι μουδιασμένο; απάντησε το άλλο.
Ο ελευθερωτής δεν μπόρεσε να κρυφτεί πια. Όρμησε άγριος στην άκρη του μόλου και φώναξε, κουνώντας το μπαστούνι κατά το καΐκι.
― Κάτω, παλιόπαιδα! Δικό σας είναι το πουλί; Εγώ το αγόρασα, εγώ θέλησα και το άφησα. Ορίστε μας! Κάτω γρήγορα, γιατί θα σας σπάσω τα παΐδια σας. 
Και μόνον όταν είδε το πουλί να τινάζει τις φτερουγίτσες του και να σκίζει χαρούμενο τον αέρα, μονάχα τότε πήρε το δρόμο του, μουρμουρίζοντας: 
― Μα βέβαια, μέσα στην ελευθερία γεννήθηκαν· πού να ξέρουν τι θα πει σκλαβιά!...

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ facebook.