Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

Απόστολος Σαραντίδης, Στην έρημο που εξαπλώνεται με ταχύτητα υπάρχουνε ορθόδοξες οάσεις με αξίους, και ευτυχώς που οικονομούνται από τις προσευχές κάποιων.


        

 Όαση


του Απόστολου Σαραντίδη

Η προβολή του έργου στην Ελλάδα ξεκίνησε παγκοσμιοποιητικά την Άνοιξη του 2010 στο Καστελόριζο και συνεχίστηκε οικουμενιστικά το Καλοκαίρι του 2016 στην Κρήτη. Αλλά το σενάριο ίδιο, είχε γραφτεί κανα δυο αιώνες πριν, έξω από τον ελληνικό χώρο. Όταν ακόμη δεν είχαν διαμορφωθεί τα νέα σύνορα. Τίποτα δεν έδειχνε πως θα γίνονταν υπερπαραγωγή. Τίτλους τέλους ακόμη δεν βλέπουμε. Μόνο τσιπς και πατατάκια στα διαλείμματα από το κυλικείο για να μασουλάνε οι αφελείς που φοράνε παραμορφωτικά γυαλιά να τα βλέπουν τρισδιάστατα, και να ξεγελάνε την πείνα τους. Κι όχι τζάμπα. Τα ακριβοπληρώνουνε κι αυτά, τα κορόιδα. Με περικεφαλαία! Ενίοτε και με αίμα. Άφθονο ελληνικό. Μα δεν βλέπουν. Απλά κοιτάζουν τις σκηνές. 

Τα γυρίσματα διαρκούν πολύ. Κι οι συντελεστές πάμπολλοι. Οι παραγωγοί διέθεσαν πολλά. Καμία τσιγκουνιά. Έπρεπε να πετύχει. Πετυχαίνει, έστω και ως μακάβριο πείραμα με αυτοκτονίες, και με συνειδητοποιημένες προσυμφωνημένα ανάξιες χειροτονίες. Πλέον είναι φανερό. Τι ατιμία να είμαστε οι πρώτοι! Έξοχος σχεδιασμός. Από τη βαυαρική δήμευση της μοναστηριακής περιουσίας, μέχρι την επιχειρούμενη αλλόθρησκη αντικατάσταση του πληθυσμού. Τα πάντα οργανωμένα στη λεπτομέρεια. Μέχρι και με γενοκτονία. Έτσι, για να τσιτώνονται τα νεύρα κι η αγωνία να κορυφώνεται δίχως τη λύτρωση, την αριστοτελική κάθαρση.  
Πείνες, κατοχές, εμφυλίους, κινήματα, και πολεμικές επιχειρήσεις σωρό. Ανέχεια και μετανάστευση. Πρώτα εργατών και κατόπιν επιστημόνων. Μαζικά. Και υλισμό. Πολύ υλισμό. Ιστορικό. Πότε από τάχα δεξιά και πότε από δήθεν αριστερά. Ισορροπία ποτέ δεν επήλθε κι ας κραύγαζαν κάποτε για Αλλαγή τα υπνωτισμένα. Ως την εποχή των παροχών. Ο πασατέμπος τώρα σε συσκευασίες οικογενειακές με περιτύλιγμα και σχεδιασμό, προσεγμένα. Διαφημισμένο με τον καλύτερο τρόπο για άμεση κατανάλωση. Και δάνεια πολλά. Μέχρι και η εκούσια καταστροφή των σκαφών μικροπλοιοκτητών πριμοδοτήθηκε καλά και η γεωργία  επιδοτήθηκε τόσο που σταμάτησε. Παραγωγή μηδενική. Ό,τι υπήρχε σε επιχειρηματικό επίπεδο, αποκαΐδια. Από Μινιόν και Κατράντζο έως δασικούς δρυμούς. Γράμματα όχι σπουδάματα. Διαβολικά ανακατεμένα πράματα. Ο τόπος μια μεγάλη όμορφη και καλόβολη έρημος για επιτήδειους σαν σαρκοβόρα νυκτόβια, φίδια ιοβόλα και έντομα θανατηφόρα. Άγριες καταστάσεις. 
Τότε, όταν το πλήρωμα του χρόνου επήλθε, χτύπησε κανονικά το καμπανάκι και οι ταξιθέτριες τοποθέτησαν και τους τελευταίους θεατές στη θέση τους δεμένους με ζώνες. Σαν σε πτήση. Τα φώτα έσβησαν και οι τίτλοι έναρξης άρχισαν να περνούν. Μερικοί κατάλαβαν τότες, επειδή φάνηκαν ονόματα. Από τους μακιγιέρ μέχρι το μοντάζ. Αλλά ο σκηνοθέτης άφαντος. Αυτόν θα τον ιδούμε στους τίτλους του τέλους. Όταν θα είναι πολύ αργά και τα πάντα άμα ανάψουν οι προβολείς και βγούμε έξω θα έχουν ερημώσει και θα ψάχνουμε το καραβάνι της ημέρας για να γλιτώσουμε. Οι υπότιτλοι παραπλανητικοί. Μάταια θα αναζητείται  μπροστάρης ικανός. Οι λόγιοι θα θυμηθούν και τη θρησκεία και τους παπάδες και τους επισκόπους μήπως και περισωθεί κάτι από έντιμους. Απ’ αυτούς βρίσκονται πολλοί όμως δεν τους λένε έντιμους. Θα τους πουν ανάξιους κι ας είναι και πολλοί, μεγάλοι. Σε ηλικία. Φρόνημα πετεινού. Ας λαλεί και τρεις και δεκατρείς και εκατόν τριάντα τρεις. Είναι τόσο καθησυχαστικοί που παριστάνουν ήδη τους μεγάλους καμηλιέρηδες και οδηγούν την κούρσα με ταχύτητα καμήλας. Καμήλες όμως δεν έχει. Η καμήλα πάντοτε φθάνει με ακρίβεια στην όαση και αναπαύεται και παίρνει κουράγιο και ξεδιψά, για να αντέχει. Μυαλωμένο υποζύγιο. Τόσο, που καταντά ασύμφορο στη Νέα Εποχή. 
Τα καραβάνια τα περίεργα πάνε κι έρχονται και μπλέκονται μεταξύ τους, που δεν καταλαβαίνεις πλέον ποιο είναι το ορίτζιναλ και ποιο το ιμιτασιόν. Ποιο το κανονικό και ποιο το σχισματικό. Ποιο το χριστιανικό και ποιο το αιρετικό. Ποιο το λογικό και ποιο το τρελαμένο. Κάθε καραβάνι μέσα στην έρημο που δημιούργησαν, κι από έναν καμηλιέρη χωρίς καμήλα. Με Μερσεντές. Άλλοτε υπουργική άλλοτε επισκοπική. Άλλοτε ιερωμένη, άλλοτε πολιτική. Και να ψάχνουμε όσοι θέλουμε καμιά καμήλα, να μας φθάσει σε όαση. Ελάχιστες. Την πρώτη τη λέγαν Καποδίστρια αλλά τη στέρεψαν. Οι άθλιοι! 
Οι πολλοί πάνε με τη συγκοινωνία που κάνει στάσεις σε ταβέρνες και φαγάδικα, σε εμπορικά κέντρα και σε χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια με αγιοβασίληδες πλαδαρούς με μάγουλο έτοιμο να σκάσει από τη μάσα και το χαμόγελο. Σε μπαράκια και σε θέατρα, σε μπουζούκια και σε κιθάρες, σε γιορτές και πανηγύρια και σε εκκλησίες που φρεσκοξυρισμένοι με κόκκινα ράσα μοιράζουνε αντίδωρα και μας προσκαλούν με αγάπη περισσή να λατρεύσουμε τους χριστούληδες του μυαλού τους. Ό,τι κατεβάζει η κούτρα του καθενός δηλαδή.  
Η ερήμωση είναι φανερή. Μόνον όποιος δεν θέλει να δει, δεν τη διακρίνει. Ας είμαστε ρεαλιστές. Στο ταξίδι και στην περιπλάνηση που ξεκινά, και μέχρι να ανθίσει ο καρπός και να βλαστήσει πάλι η γης και να υγρανθεί το χώμα από την ευεργετική δροσιά, η αναζήτηση της όασης είναι σωτήρια. Διαφορετική σε κάθε σημείο. Το βέβαιον είναι ότι υπάρχουν. Εκεί ξεδιψώ. Μα δεν θέλω να ποτίσω την έρημο. Όχι μόνο επειδή δεν μπορώ αλλά και διότι θέλει να παραμείνει έρημος.
Κουράστηκα να αδειάζω το κεφάλι για να γεμίζω μυαλά θεόκλειστα. Μια απλή ενημέρωση παραείναι αρκετή σε όσους γνωρίζουν για πρώτη φορά, ίσα – ίσα για να μην έχουν τη δικαιολογία ότι δεν γνωρίζουν. Από κει και πέρα, «…μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού…» και κατόπιν εάν και εφόσον επιλέξουνε αίρεση, «αυτοκατάκριτοι». Δεν πάει άλλο! Στην έρημο που εξαπλώνεται με ταχύτητα υπάρχουνε ορθόδοξες οάσεις με αξίους, και ευτυχώς που οικονομούνται από τις προσευχές κάποιων. Όχι όλων.