Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ: Καὶ ἂν θὰ γίνῃ τρίτος παγκόσμιος πόλεμος –ὤ ἔρχεται!–, ἀπ᾽ τὴν πλεονεξία πάλι θά ᾽νε.




  Το μικρόβιο της πλεονεξίας


Κυριακὴ Θ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 12,16-21· 14,35)

 

Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Μιλάει γιὰ ἕνα πλούσιο, ποὺ εἶχε κτήματα πολλά, κ᾽ ἐκεῖνο τὸ χρόνο ἔδωσε ὁ Μεγαλοδύναμος κ᾽ εὐφόρησε ἡ γῆ· ἔσπειρε ἕνα καὶ μάζεψε πολλά· λύγιζαν τὰ δέντρα ἀπ᾽ τὸν καρπό. Οἱ ἀποθῆκες γέμισαν, δὲν ὑπῆρχε ἄλ­λος χῶ­ρος, κι αὐτὸς ἔπεσε σὲ συλλογισμούς.

Πλούσιος ἦταν, πολὺ πλούσιος· μὰ εὐτυχισμένος; Ἕνας ποὺ θὰ τὸν ἔβλεπε νά ᾿χῃ τόσα εἰσοδήματα θὰ τὸν καλοτύχιζε, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν ἦταν εὐτυχισμένος. Γιατί; Γιατὶ στὴν καρ­διά του εἶχε ἕνα σκουλήκι, ἕνα μικρόβιο. Θεὸς νὰ σᾶς φυλάξῃ ἀπ᾽ αὐτό· εἶνε χειρότερο ἀπὸ τὴ χολέ­ρα καὶ τὸν καρκίνο. Πῶς λέγεται; Πλεονεξία.

 

Θέλω λοιπὸν τώρα νὰ σᾶς δείξω, ὅτι τὸ μικρόβιο αὐτὸ ἔ­φερε τόση καταστροφὴ στὸν κόσμο ὅση δὲν ἔ­φεραν ἡ χολέρα καὶ ὁ καρκί­νος. Προσέχετε νὰ ποῦμε λίγα λόγια ἁπλᾶ.

* * *

 

Τί ἔπρεπε, ἀγαπητοί μου, νὰ κάνῃ αὐτὸς ὅ­ταν γέμισε ἡ ἀποθήκη του ἀπὸ καρπούς; Ἔ­πρεπε νὰ δοξάσῃ τὸ Θεό. Γιατὶ μπορεῖ νὰ σπεί­ρῃς καὶ νὰ μὴν πιάσῃς οὔτε τὸν καρπό, ἐνῷ αὐ­­τὸς ἔπιασε πολλαπλάσια. Τοῦ Θεοῦ δῶρα ἦταν αὐτά· ἂν δὲν φυ­σοῦσε κατάλληλος ἀέρας, ἂν δὲν ἔπεφτε βρο­χούλα ἢ ἂν ἀντιθέτως ἔπεφτε ἀκρίδα, θὰ εἶχε τέτοια σοδειά; Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ πῇ Δόξα σοι ὁ Θεός! Καὶ γιὰ ᾽κεῖνα τὰ φορτώματα ποὺ δὲν χωροῦσαν οἱ ἀποθῆκες νὰ πῇ· Αὐ­τὰ ποὺ περισσεύουν δὲν εἶνε δικά μου, «εἶνε τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ», εἶνε τῆς κοινωνί­ας, τοῦ λαοῦ, τῶν φτωχῶν καὶ δυστυχι­σμέ­νων· μὴν τὰ κρατήσω, γιατὶ θά ᾽νε φωτιὰ στὸ σπίτι μου. Αὐ­τὸς ὅμως δὲν ἤθελε νὰ χάσῃ τίποτε ἀ­πολύτως, κι αὐτὸ τὸν ἔκανε ἀνήσυχο.

 

⃝    Ὁ πλεονέκτης κάνει κακὸ πρῶτα – πρῶτα στὸν ἑαυτό του. Ἀντὶ νά ᾽νε χαρούμενος, εἶνε στενοχωρη­μένος. Δὲ μένει εὐχα­ρι­στημένος γι᾿ αὐτὰ ποὺ τοῦ ᾿δωσε ὁ Θεός, λυπᾶται γιατὶ δὲν ἔχει περισσότερα. Συνάν­τησα ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο. Φτωχὸς ἦταν· ἔφυ­γε ἀπ᾽ τὸ χωριὸ ξυπόλητος ἐλεεινὸς τρισάθλι­ος. Πῆγε στὴ Θεσσαλονίκη, στὴν Ἀθήνα, στὴν Αὐ­στραλία, στὴ Νέα Ὑόρκη. Δούλεψε. Ἔκανε ἕ­να ἑκατομμύριο, τὸ ἕνα τό ᾿κανε δύο, τὰ δύο τά ᾿κανε τέσσερα, τὰ τέσσερα ὀ­κτώ. Καὶ δὲν σταματάει· ὅ,τι κι ἂν ἀποκτήσῃ, δὲν τοῦ φτάνει. Ἀχόρταγο κακὸ τὸ μικρόβιο.

 

Ἕνας βασιλιᾶς ἔμαθε, ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑ­πηκόους του εἶνε πλεονέκτης. Τὸν κάλεσε λοι­πόν, τὸν ἀνέβασε σ᾿ ἕνα ὕψωμα, τοῦ ᾿δειξε τὸν κάμπο καὶ τοῦ λέει· Ὅση ἔκτασι μπορέσῃς νὰ διατρέξῃς ἀπ᾽ τὴν ἀνατολὴ μέχρι τὴ δύσι τοῦ ἥ­λιου, θὰ εἶνε δική σου. Ἐκεῖνος πράγματι τὴν ἄλ­λη μέ­ρα μὲ τὴν ἀνατολὴ ἄρχισε νὰ τρέχῃ. Ἔτρεχε χωρὶς νὰ σταματάῃ πουθενά, μὲ τὴ γλῶσ­σα ἔξω, σὰν τοῦ σκύλου τὸ καλοκαίρι. Κι αὐτὸ δικό μου, ἔλεγε, κι αὐτὸ δικό μου, κι αὐ­τὸ δικό μου… Ὅταν ὁ ἥλιος πήγαινε νὰ κρυ­φτῇ φτάνει σ᾿ ἕνα ὡραῖο περιβόλι. Στὴν προσπάθειά του νὰ τὸ κατακτήσῃ κι αὐτὸ πηδάει τὸ φράχτη, πέφτει κάτω, κι ἀπάνω ποὺ εἶπε «Κι αὐτὸ δικό μου», τοῦ ἦρθε συγκοπὴ καρδί­ας. Αὐτὸ εἶνε τὸ πάθημα τοῦ πλεονέκτου.

 

⃝    Ὁ πλεονέκτης κάνει δυστυχισμένο τὸ σπίτι του. Μοῦ ᾿λεγε στὴν Ἀθήνα ἡ γυναίκα ἑνὸς ἐ­φοπλιστοῦ μὲ τέσσερα – πέν­τε καράβια· Θὰ προ­τιμοῦσα νὰ ἤμουν σ᾿ ἕνα χωριό, νά ᾽χω σύ­ζυγο ἕνα τσοπᾶνο, παρὰ αὐτὸν τὸν φιλάργυρο. Τὸ τί τραβάω δὲ λέγεται· γυρίζει τὸ βράδυ καὶ μοῦ τὰ μετράει ὅλα, μοῦ ζυγίζει κάθε μέρα τὴ ζάχαρη, τὸν καφέ, τὰ πάντα… Ὁ πλεο­νέκτης δὲν ἀγοράζει ροῦχο στὴ γυναῖκα του, τε­τράδιο στὸ παιδί του. Ἀρρωσταίνει, καὶ γιατρὸ δὲν καλεῖ, φάρμακο δὲν παίρνει, προτιμᾷ νὰ πεθάνῃ παρὰ νὰ πληρώσῃ. Ἂν ἀκούσετε πῶς προφέρει τὴ λέξι «λεφτά», λὲς καὶ τρώει γαλατομπούρεκο. Δουλεύει τὶς καθημερινές, δουλεύει καὶ τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς γιορτές. Χτυπάει ἡ καμπάνα; τίποτα αὐτός, δὲν πάει ἐκ­κλησιά· μέσ᾿ στὸ μαγαζὶ θὰ εἶνε ἀκόμα καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Μεγάλο μικρόβιο.

 

⃝    Αὐτὸ τὸ μικρόβιο ἔχει καταστρέψει καὶ τὸν τόπο μας. Βλέπεις καὶ φεύγουν κατὰ χιλιάδες. Ὄχι μόνο φτωχοί, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ποὺ θὰ μπο­ροῦσαν νὰ ζήσουν ἐδῶ· ὅταν μάθουν ὅτι κάπου ὑπάρχει χρῆμα, ξενιτεύονται, πᾶνε νὰ γε­­μίσουν τὶς τσέπες τους. Πηγαίνουν στὸ ἐ­ξωτερικό, πιάνουν δουλειά, μαζεύουν λεφτά, καὶ τί τὰ κάνουν; Ἔστειλαν ποτὲ κάτι στὸ χωριό τους γιὰ τὸ σχολεῖο, γιὰ τὴν ἐκκλησία, γιὰ κάποιο ἵδρυμα; Οὔτε στὴ μάνα τους.

 

⃝    Ἡ πλεονεξία κάνει κακὸ στὸν ἴδιο τὸν πλεονέκτη, στὸ σπίτι του, στὸν τόπο του, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ μικρόβιο δὲν προσ­βάλ­λει μόνο ἄτομα καὶ οἰκογένειες, προσβάλλει καὶ ἔθνη μεγάλα. Παράδειγμα ἡ Γερμανία. Ἦ­ταν ἕνα εὐτυχισμένο κράτος μὲ δραστηρίους καὶ ἱκανοὺς κατοίκους, μὲ βιομηχανία, ἐρ­γοστάσια, πλοῦτο. Ἀλλὰ στὴν καρδιά τους μπῆ­κε τὸ μικρόβιο νὰ ξαπλώσουν, νὰ φτάσουν μέ­χρι Γιβραλτὰρ καὶ μέχρι τ᾿ ἀκρογιάλια τῆς πατρίδας μας καὶ μέχρι τὸν Εὐφράτη. Ἐμεῖς θὰ κυβερ­νήσουμε ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ἔλεγαν. Μή­πως τῆς Ἀγγλίας ἡ πλεονεξία πήγαινε πίσω; Ἡ Γερμανία ἤθελε νὰ ξαπλώσῃ, ἡ δὲ Ἀγγλία νὰ μὴ δώσῃ τίποτα. Ἔτσι, ἐξ αἰτίας τοῦ μικρο­βίου αὐτοῦ ποὺ τρώει τὰ μεγάλα ἔθνη –ἡ πατρίδα μας δὲν ἔκανε τέτοιους πολέμους, ἔμενε πάντα ἐδῶ στὰ βράχια της–, σκοτώθηκαν τόσα ἑκατομμύρια νέοι ἄνθρωποι.

 

Ἄχ νὰ κατέβαινε ἕνας ἄγγελος ν᾿ ἀφαιρέ­σῃ ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων αὐτὸ τὸ μικρό­βιο! Οὔτε κομμουνισμὸς θὰ ὑπῆρχε τότε, ἀ­δέρφια μου. Γιατὶ ὁ κομμουνισμὸς γεννήθηκε ὡς ἀντίδρασις ἐναντίον τῆς πλεονεξί­ας. Τὴ μισὴ ῾Ρωσία τὴν εἶχαν λίγοι καὶ τὴν ἐκμεταλλεύονταν, ὁ ἕνας τὸν ἕνα κάμπο κι ὁ ἄλλος τὸν ἄλλο, ἐνῷ οἱ ἄλλοι δυστυχοῦσαν. Ἂν οἱ πλούσιοι –μιλῶ ἀντρίκια καὶ καθαρὰ μπροστὰ στὸ λαό μου καὶ δὲν κρύβω τίποτα–, ἂν αὐτοὶ ποὺ ἔτρωγαν μὲ σερβίτσια πολυτελείας μοίραζαν τὰ πλούτη τους σ᾽ ἐκείνους ποὺ πεινοῦ­σαν, σήμερα δὲν θὰ ὑπῆρχε κομμουνισμός. Ἀ­πὸ τὴν πλεονεξία προῆλθε ἡ γερμανικὴ καταστροφή, ἀπ᾽ τὴν πλεονεξία κι ὁ ἄθεος κομμουνισμός. Καὶ ἂν θὰ γίνῃ τρίτος παγκόσμιος πόλεμος –ὤ ἔρχεται!–, ἀπ᾽ τὴν πλεονεξία πάλι θά ᾽νε. Μὴ φοβᾶστε τὴ χολέρα καὶ τὸν καρκίνο, φοβηθῆτε τὴν πλεονεξία. Εὐτυχισμένη εἶνε ἡ Ἀμερική, εὐτυχισμένη ἡ ῾Ρωσία, εὐτυχισμένα κράτη, μεγάλα τεράστια. Δὲν θέ­λουν ὅ­μως νὰ ἀρκεσθοῦν σ᾽ αὐτὰ ποὺ ἔχουν. Τὰ μάτια τους εἶνε πλεονεκτικά, σὰν ἐ­κείνου ποὺ σᾶς περιέγραψα, θέλουν νὰ καταλάβουν τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Καὶ μόνο τὴ γῆ; τώρα πᾶνε πάνω στὰ φεγγάρια, παλεύουν ποιός θὰ κατα­λάβῃ τὴ σελήνη. Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ πλεονεξία!

 

* * *

 

Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν φάρμακο γι᾽ αὐτήν; Ὑ­πάρχει, ἀδελφοί μου. Τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀφῆ­σ­τε ὅλα τ᾽ ἄλ­λα βιβλία, κρατῆστε μόνο αὐτό· φτάνει. Λέει τὸ φάρμακο ὁ Χριστὸς σήμερα στὴν παραβολή. Ἔλα ἐσὺ πλεονέκτη, ἐλᾶτε ἐ­σεῖς τὰ μεγάλα ἔθνη, τεντῶστε τ᾽ αὐτιά σας. Ἐ­γὼ τὰ εἶπα, λέει ὁ Χριστός, «ὁ ἔχων ὦτα ἀκού­ειν ἀ­κουέτω» (Λουκ. 14,35). Ποιό εἶνε τὸ φάρμακο; Νά.

 

Καθόταν τὴ νύχτα ὁ πλούσιος ἄυπνος καὶ παίδευε τὸ νοῦ του. Ἔτσι γίνεται· ἐνῷ ὅλοι κοι­μοῦνται, ὁ πλεονέκτης μετράει τὰ κατάστιχά του. Μαθαίνω, ὅτι κι ὁ Ὠνάσης τὴ νύχτα δὲν κοιμᾶται, σκέπτεται πῶς θ᾿ ἀγοράσῃ κι ἄλλο καράβι, πῶς θὰ πάρῃ κι ἄλλη ἐπιχείρησι. Τὴ νύχτα λοιπόν, λέει τὸ εὐαγγέλιο, ἐκεῖ ποὺ ὁ πλούσιος σκεπτόταν πῶς θὰ μεγαλώσῃ τὶς ἀ­ποθῆκες του, ἔρχεται κάποιος ἀπρόσκλητος καὶ τοῦ χτυπάει. Ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ὁ θρασὺς ποὺ ἐνοχλεῖ τέτοια ὥρα; Ἀνοίγει. Ποιός ἦταν; ὁ χάρος! –Ἑτοιμάσου, λέει, φεύγουμε. –Τέ­τοια ὥρα; μὰ σὲ παρακαλῶ, δός μου λίγο περι­θώριο. –Τίποτα· τώρα! Ὅπως τὸ γεράκι πέφτει κι ἁρπάζει τὴν ὄρνιθα καὶ τὴν πάει ψηλά, ἔτσι κι ὁ χάρος τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν πῆγε στὴν κόλασι.

 

Μνήμη θανάτου, νά τὸ φάρμακο. Αὐτὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο. Ζεστὰ – καυτὰ σὰν τὴ φωτιὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκου­έτω». Θὰ τ᾽ ἀκούσουμε; Εὔχομαι νὰ μὴν παρου­σιαστῇ τέτοιο μικρό­βιο. Ἂς εἴμαστε φτωχοί, ἀλ­λὰ νά ᾽χουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Δὲν γίνε­ται, ἀδέρφια μου, δὲν γίνεται κανεὶς πλούσι­ος μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἂν πιστεύῃς στὸ Εὐαγγέ­λιο, θά ᾿χῃς μόνο τὸ ψωμάκι σου, τὴ δουλειά σου, τὴν ὑγειά σου, τὴν καλύβα σου· θὰ ζήσῃς σὰν τὸ Χριστό. Μὲ τὸ διάβολο πλούτισαν ὅσοι ἔπιασαν τὰ πολλά. Μὴν τοὺς ζηλεύετε. «Ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 5,6. Κολ. 3,6), νὰ μᾶς τιμωρήσῃ γιὰ τὶς πορνεῖες, τὶς μοιχεῖες, τὶς κλοπές, τὶς βλα­στήμιες, τὶς ψευδορκίες, γιὰ ὅλα τὰ αἴσχη μας.

 

Ἀδέρφια μου, ποῦ μιλάω; σὲ πέτρες; Ἂν δὲν πίστευα στὸ Χριστό, θὰ ἔ­σπαζα αὐτὴ τὴ μπαστούνα νὰ γίνω λοῦστρος. Πιστεύω στὸ Χριστό, πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο. Πιστέψτε, ἀ­δέρφια μου. Νὰ μετανοήσουμε, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸν Κύριο, νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ἡ Παναγιὰ καὶ οἱ ἅγιοι· κι ὅταν πλησιάζει τὸ τέ­λος μας νὰ μὴ μᾶς βρῇ ὁ χάρος νὰ γλεντᾶμε, νὰ διασκεδάζουμε, νὰ μετρᾶμε τὰ ἄτιμα ἀρ­γύρια, ἀλλὰ ν᾽ ἀ­ξιωθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ ποῦμε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).

 

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

 

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ & Γαβριὴλ Πύργων – Ἑορδαίας τὴν 22-11-1970

 

https://katanixi.gr/orthodoxia/to-mikrovio-tis-pleonexias/

Κυριακὴ Θ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 12,16-21· 14,35)

 

Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Μιλάει γιὰ ἕνα πλούσιο, ποὺ εἶχε κτήματα πολλά, κ᾽ ἐκεῖνο τὸ χρόνο ἔδωσε ὁ Μεγαλοδύναμος κ᾽ εὐφόρησε ἡ γῆ· ἔσπειρε ἕνα καὶ μάζεψε πολλά· λύγιζαν τὰ δέντρα ἀπ᾽ τὸν καρπό. Οἱ ἀποθῆκες γέμισαν, δὲν ὑπῆρχε ἄλ­λος χῶ­ρος, κι αὐτὸς ἔπεσε σὲ συλλογισμούς.

Πλούσιος ἦταν, πολὺ πλούσιος· μὰ εὐτυχισμένος; Ἕνας ποὺ θὰ τὸν ἔβλεπε νά ᾿χῃ τόσα εἰσοδήματα θὰ τὸν καλοτύχιζε, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν ἦταν εὐτυχισμένος. Γιατί; Γιατὶ στὴν καρ­διά του εἶχε ἕνα σκουλήκι, ἕνα μικρόβιο. Θεὸς νὰ σᾶς φυλάξῃ ἀπ᾽ αὐτό· εἶνε χειρότερο ἀπὸ τὴ χολέ­ρα καὶ τὸν καρκίνο. Πῶς λέγεται; Πλεονεξία.

 

Θέλω λοιπὸν τώρα νὰ σᾶς δείξω, ὅτι τὸ μικρόβιο αὐτὸ ἔ­φερε τόση καταστροφὴ στὸν κόσμο ὅση δὲν ἔ­φεραν ἡ χολέρα καὶ ὁ καρκί­νος. Προσέχετε νὰ ποῦμε λίγα λόγια ἁπλᾶ.

* * *

 

Τί ἔπρεπε, ἀγαπητοί μου, νὰ κάνῃ αὐτὸς ὅ­ταν γέμισε ἡ ἀποθήκη του ἀπὸ καρπούς; Ἔ­πρεπε νὰ δοξάσῃ τὸ Θεό. Γιατὶ μπορεῖ νὰ σπεί­ρῃς καὶ νὰ μὴν πιάσῃς οὔτε τὸν καρπό, ἐνῷ αὐ­­τὸς ἔπιασε πολλαπλάσια. Τοῦ Θεοῦ δῶρα ἦταν αὐτά· ἂν δὲν φυ­σοῦσε κατάλληλος ἀέρας, ἂν δὲν ἔπεφτε βρο­χούλα ἢ ἂν ἀντιθέτως ἔπεφτε ἀκρίδα, θὰ εἶχε τέτοια σοδειά; Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ πῇ Δόξα σοι ὁ Θεός! Καὶ γιὰ ᾽κεῖνα τὰ φορτώματα ποὺ δὲν χωροῦσαν οἱ ἀποθῆκες νὰ πῇ· Αὐ­τὰ ποὺ περισσεύουν δὲν εἶνε δικά μου, «εἶνε τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ», εἶνε τῆς κοινωνί­ας, τοῦ λαοῦ, τῶν φτωχῶν καὶ δυστυχι­σμέ­νων· μὴν τὰ κρατήσω, γιατὶ θά ᾽νε φωτιὰ στὸ σπίτι μου. Αὐ­τὸς ὅμως δὲν ἤθελε νὰ χάσῃ τίποτε ἀ­πολύτως, κι αὐτὸ τὸν ἔκανε ἀνήσυχο.

 

⃝    Ὁ πλεονέκτης κάνει κακὸ πρῶτα – πρῶτα στὸν ἑαυτό του. Ἀντὶ νά ᾽νε χαρούμενος, εἶνε στενοχωρη­μένος. Δὲ μένει εὐχα­ρι­στημένος γι᾿ αὐτὰ ποὺ τοῦ ᾿δωσε ὁ Θεός, λυπᾶται γιατὶ δὲν ἔχει περισσότερα. Συνάν­τησα ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο. Φτωχὸς ἦταν· ἔφυ­γε ἀπ᾽ τὸ χωριὸ ξυπόλητος ἐλεεινὸς τρισάθλι­ος. Πῆγε στὴ Θεσσαλονίκη, στὴν Ἀθήνα, στὴν Αὐ­στραλία, στὴ Νέα Ὑόρκη. Δούλεψε. Ἔκανε ἕ­να ἑκατομμύριο, τὸ ἕνα τό ᾿κανε δύο, τὰ δύο τά ᾿κανε τέσσερα, τὰ τέσσερα ὀ­κτώ. Καὶ δὲν σταματάει· ὅ,τι κι ἂν ἀποκτήσῃ, δὲν τοῦ φτάνει. Ἀχόρταγο κακὸ τὸ μικρόβιο.

 

Ἕνας βασιλιᾶς ἔμαθε, ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑ­πηκόους του εἶνε πλεονέκτης. Τὸν κάλεσε λοι­πόν, τὸν ἀνέβασε σ᾿ ἕνα ὕψωμα, τοῦ ᾿δειξε τὸν κάμπο καὶ τοῦ λέει· Ὅση ἔκτασι μπορέσῃς νὰ διατρέξῃς ἀπ᾽ τὴν ἀνατολὴ μέχρι τὴ δύσι τοῦ ἥ­λιου, θὰ εἶνε δική σου. Ἐκεῖνος πράγματι τὴν ἄλ­λη μέ­ρα μὲ τὴν ἀνατολὴ ἄρχισε νὰ τρέχῃ. Ἔτρεχε χωρὶς νὰ σταματάῃ πουθενά, μὲ τὴ γλῶσ­σα ἔξω, σὰν τοῦ σκύλου τὸ καλοκαίρι. Κι αὐτὸ δικό μου, ἔλεγε, κι αὐτὸ δικό μου, κι αὐ­τὸ δικό μου… Ὅταν ὁ ἥλιος πήγαινε νὰ κρυ­φτῇ φτάνει σ᾿ ἕνα ὡραῖο περιβόλι. Στὴν προσπάθειά του νὰ τὸ κατακτήσῃ κι αὐτὸ πηδάει τὸ φράχτη, πέφτει κάτω, κι ἀπάνω ποὺ εἶπε «Κι αὐτὸ δικό μου», τοῦ ἦρθε συγκοπὴ καρδί­ας. Αὐτὸ εἶνε τὸ πάθημα τοῦ πλεονέκτου.

 

⃝    Ὁ πλεονέκτης κάνει δυστυχισμένο τὸ σπίτι του. Μοῦ ᾿λεγε στὴν Ἀθήνα ἡ γυναίκα ἑνὸς ἐ­φοπλιστοῦ μὲ τέσσερα – πέν­τε καράβια· Θὰ προ­τιμοῦσα νὰ ἤμουν σ᾿ ἕνα χωριό, νά ᾽χω σύ­ζυγο ἕνα τσοπᾶνο, παρὰ αὐτὸν τὸν φιλάργυρο. Τὸ τί τραβάω δὲ λέγεται· γυρίζει τὸ βράδυ καὶ μοῦ τὰ μετράει ὅλα, μοῦ ζυγίζει κάθε μέρα τὴ ζάχαρη, τὸν καφέ, τὰ πάντα… Ὁ πλεο­νέκτης δὲν ἀγοράζει ροῦχο στὴ γυναῖκα του, τε­τράδιο στὸ παιδί του. Ἀρρωσταίνει, καὶ γιατρὸ δὲν καλεῖ, φάρμακο δὲν παίρνει, προτιμᾷ νὰ πεθάνῃ παρὰ νὰ πληρώσῃ. Ἂν ἀκούσετε πῶς προφέρει τὴ λέξι «λεφτά», λὲς καὶ τρώει γαλατομπούρεκο. Δουλεύει τὶς καθημερινές, δουλεύει καὶ τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς γιορτές. Χτυπάει ἡ καμπάνα; τίποτα αὐτός, δὲν πάει ἐκ­κλησιά· μέσ᾿ στὸ μαγαζὶ θὰ εἶνε ἀκόμα καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Μεγάλο μικρόβιο.

 

⃝    Αὐτὸ τὸ μικρόβιο ἔχει καταστρέψει καὶ τὸν τόπο μας. Βλέπεις καὶ φεύγουν κατὰ χιλιάδες. Ὄχι μόνο φτωχοί, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ποὺ θὰ μπο­ροῦσαν νὰ ζήσουν ἐδῶ· ὅταν μάθουν ὅτι κάπου ὑπάρχει χρῆμα, ξενιτεύονται, πᾶνε νὰ γε­­μίσουν τὶς τσέπες τους. Πηγαίνουν στὸ ἐ­ξωτερικό, πιάνουν δουλειά, μαζεύουν λεφτά, καὶ τί τὰ κάνουν; Ἔστειλαν ποτὲ κάτι στὸ χωριό τους γιὰ τὸ σχολεῖο, γιὰ τὴν ἐκκλησία, γιὰ κάποιο ἵδρυμα; Οὔτε στὴ μάνα τους.

 

⃝    Ἡ πλεονεξία κάνει κακὸ στὸν ἴδιο τὸν πλεονέκτη, στὸ σπίτι του, στὸν τόπο του, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ μικρόβιο δὲν προσ­βάλ­λει μόνο ἄτομα καὶ οἰκογένειες, προσβάλλει καὶ ἔθνη μεγάλα. Παράδειγμα ἡ Γερμανία. Ἦ­ταν ἕνα εὐτυχισμένο κράτος μὲ δραστηρίους καὶ ἱκανοὺς κατοίκους, μὲ βιομηχανία, ἐρ­γοστάσια, πλοῦτο. Ἀλλὰ στὴν καρδιά τους μπῆ­κε τὸ μικρόβιο νὰ ξαπλώσουν, νὰ φτάσουν μέ­χρι Γιβραλτὰρ καὶ μέχρι τ᾿ ἀκρογιάλια τῆς πατρίδας μας καὶ μέχρι τὸν Εὐφράτη. Ἐμεῖς θὰ κυβερ­νήσουμε ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ἔλεγαν. Μή­πως τῆς Ἀγγλίας ἡ πλεονεξία πήγαινε πίσω; Ἡ Γερμανία ἤθελε νὰ ξαπλώσῃ, ἡ δὲ Ἀγγλία νὰ μὴ δώσῃ τίποτα. Ἔτσι, ἐξ αἰτίας τοῦ μικρο­βίου αὐτοῦ ποὺ τρώει τὰ μεγάλα ἔθνη –ἡ πατρίδα μας δὲν ἔκανε τέτοιους πολέμους, ἔμενε πάντα ἐδῶ στὰ βράχια της–, σκοτώθηκαν τόσα ἑκατομμύρια νέοι ἄνθρωποι.

 

Ἄχ νὰ κατέβαινε ἕνας ἄγγελος ν᾿ ἀφαιρέ­σῃ ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων αὐτὸ τὸ μικρό­βιο! Οὔτε κομμουνισμὸς θὰ ὑπῆρχε τότε, ἀ­δέρφια μου. Γιατὶ ὁ κομμουνισμὸς γεννήθηκε ὡς ἀντίδρασις ἐναντίον τῆς πλεονεξί­ας. Τὴ μισὴ ῾Ρωσία τὴν εἶχαν λίγοι καὶ τὴν ἐκμεταλλεύονταν, ὁ ἕνας τὸν ἕνα κάμπο κι ὁ ἄλλος τὸν ἄλλο, ἐνῷ οἱ ἄλλοι δυστυχοῦσαν. Ἂν οἱ πλούσιοι –μιλῶ ἀντρίκια καὶ καθαρὰ μπροστὰ στὸ λαό μου καὶ δὲν κρύβω τίποτα–, ἂν αὐτοὶ ποὺ ἔτρωγαν μὲ σερβίτσια πολυτελείας μοίραζαν τὰ πλούτη τους σ᾽ ἐκείνους ποὺ πεινοῦ­σαν, σήμερα δὲν θὰ ὑπῆρχε κομμουνισμός. Ἀ­πὸ τὴν πλεονεξία προῆλθε ἡ γερμανικὴ καταστροφή, ἀπ᾽ τὴν πλεονεξία κι ὁ ἄθεος κομμουνισμός. Καὶ ἂν θὰ γίνῃ τρίτος παγκόσμιος πόλεμος –ὤ ἔρχεται!–, ἀπ᾽ τὴν πλεονεξία πάλι θά ᾽νε. Μὴ φοβᾶστε τὴ χολέρα καὶ τὸν καρκίνο, φοβηθῆτε τὴν πλεονεξία. Εὐτυχισμένη εἶνε ἡ Ἀμερική, εὐτυχισμένη ἡ ῾Ρωσία, εὐτυχισμένα κράτη, μεγάλα τεράστια. Δὲν θέ­λουν ὅ­μως νὰ ἀρκεσθοῦν σ᾽ αὐτὰ ποὺ ἔχουν. Τὰ μάτια τους εἶνε πλεονεκτικά, σὰν ἐ­κείνου ποὺ σᾶς περιέγραψα, θέλουν νὰ καταλάβουν τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Καὶ μόνο τὴ γῆ; τώρα πᾶνε πάνω στὰ φεγγάρια, παλεύουν ποιός θὰ κατα­λάβῃ τὴ σελήνη. Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ πλεονεξία!

 

* * *

 

Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν φάρμακο γι᾽ αὐτήν; Ὑ­πάρχει, ἀδελφοί μου. Τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀφῆ­σ­τε ὅλα τ᾽ ἄλ­λα βιβλία, κρατῆστε μόνο αὐτό· φτάνει. Λέει τὸ φάρμακο ὁ Χριστὸς σήμερα στὴν παραβολή. Ἔλα ἐσὺ πλεονέκτη, ἐλᾶτε ἐ­σεῖς τὰ μεγάλα ἔθνη, τεντῶστε τ᾽ αὐτιά σας. Ἐ­γὼ τὰ εἶπα, λέει ὁ Χριστός, «ὁ ἔχων ὦτα ἀκού­ειν ἀ­κουέτω» (Λουκ. 14,35). Ποιό εἶνε τὸ φάρμακο; Νά.

 

Καθόταν τὴ νύχτα ὁ πλούσιος ἄυπνος καὶ παίδευε τὸ νοῦ του. Ἔτσι γίνεται· ἐνῷ ὅλοι κοι­μοῦνται, ὁ πλεονέκτης μετράει τὰ κατάστιχά του. Μαθαίνω, ὅτι κι ὁ Ὠνάσης τὴ νύχτα δὲν κοιμᾶται, σκέπτεται πῶς θ᾿ ἀγοράσῃ κι ἄλλο καράβι, πῶς θὰ πάρῃ κι ἄλλη ἐπιχείρησι. Τὴ νύχτα λοιπόν, λέει τὸ εὐαγγέλιο, ἐκεῖ ποὺ ὁ πλούσιος σκεπτόταν πῶς θὰ μεγαλώσῃ τὶς ἀ­ποθῆκες του, ἔρχεται κάποιος ἀπρόσκλητος καὶ τοῦ χτυπάει. Ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ὁ θρασὺς ποὺ ἐνοχλεῖ τέτοια ὥρα; Ἀνοίγει. Ποιός ἦταν; ὁ χάρος! –Ἑτοιμάσου, λέει, φεύγουμε. –Τέ­τοια ὥρα; μὰ σὲ παρακαλῶ, δός μου λίγο περι­θώριο. –Τίποτα· τώρα! Ὅπως τὸ γεράκι πέφτει κι ἁρπάζει τὴν ὄρνιθα καὶ τὴν πάει ψηλά, ἔτσι κι ὁ χάρος τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν πῆγε στὴν κόλασι.

 

Μνήμη θανάτου, νά τὸ φάρμακο. Αὐτὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο. Ζεστὰ – καυτὰ σὰν τὴ φωτιὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκου­έτω». Θὰ τ᾽ ἀκούσουμε; Εὔχομαι νὰ μὴν παρου­σιαστῇ τέτοιο μικρό­βιο. Ἂς εἴμαστε φτωχοί, ἀλ­λὰ νά ᾽χουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Δὲν γίνε­ται, ἀδέρφια μου, δὲν γίνεται κανεὶς πλούσι­ος μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἂν πιστεύῃς στὸ Εὐαγγέ­λιο, θά ᾿χῃς μόνο τὸ ψωμάκι σου, τὴ δουλειά σου, τὴν ὑγειά σου, τὴν καλύβα σου· θὰ ζήσῃς σὰν τὸ Χριστό. Μὲ τὸ διάβολο πλούτισαν ὅσοι ἔπιασαν τὰ πολλά. Μὴν τοὺς ζηλεύετε. «Ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 5,6. Κολ. 3,6), νὰ μᾶς τιμωρήσῃ γιὰ τὶς πορνεῖες, τὶς μοιχεῖες, τὶς κλοπές, τὶς βλα­στήμιες, τὶς ψευδορκίες, γιὰ ὅλα τὰ αἴσχη μας.

 

Ἀδέρφια μου, ποῦ μιλάω; σὲ πέτρες; Ἂν δὲν πίστευα στὸ Χριστό, θὰ ἔ­σπαζα αὐτὴ τὴ μπαστούνα νὰ γίνω λοῦστρος. Πιστεύω στὸ Χριστό, πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο. Πιστέψτε, ἀ­δέρφια μου. Νὰ μετανοήσουμε, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸν Κύριο, νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ἡ Παναγιὰ καὶ οἱ ἅγιοι· κι ὅταν πλησιάζει τὸ τέ­λος μας νὰ μὴ μᾶς βρῇ ὁ χάρος νὰ γλεντᾶμε, νὰ διασκεδάζουμε, νὰ μετρᾶμε τὰ ἄτιμα ἀρ­γύρια, ἀλλὰ ν᾽ ἀ­ξιωθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ ποῦμε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).

 

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

 

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ & Γαβριὴλ Πύργων – Ἑορδαίας τὴν 22-11-1970

 

https://katanixi.gr/orthodoxia/to-mikrovio-tis-pleonexias/

Το μικρόβιο της πλεονεξίας

 

Κυριακὴ Θ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 12,16-21· 14,35)

 

Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Μιλάει γιὰ ἕνα πλούσιο, ποὺ εἶχε κτήματα πολλά, κ᾽ ἐκεῖνο τὸ χρόνο ἔδωσε ὁ Μεγαλοδύναμος κ᾽ εὐφόρησε ἡ γῆ· ἔσπειρε ἕνα καὶ μάζεψε πολλά· λύγιζαν τὰ δέντρα ἀπ᾽ τὸν καρπό. Οἱ ἀποθῆκες γέμισαν, δὲν ὑπῆρχε ἄλ­λος χῶ­ρος, κι αὐτὸς ἔπεσε σὲ συλλογισμούς.

Πλούσιος ἦταν, πολὺ πλούσιος· μὰ εὐτυχισμένος; Ἕνας ποὺ θὰ τὸν ἔβλεπε νά ᾿χῃ τόσα εἰσοδήματα θὰ τὸν καλοτύχιζε, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν ἦταν εὐτυχισμένος. Γιατί; Γιατὶ στὴν καρ­διά του εἶχε ἕνα σκουλήκι, ἕνα μικρόβιο. Θεὸς νὰ σᾶς φυλάξῃ ἀπ᾽ αὐτό· εἶνε χειρότερο ἀπὸ τὴ χολέ­ρα καὶ τὸν καρκίνο. Πῶς λέγεται; Πλεονεξία.

 

Θέλω λοιπὸν τώρα νὰ σᾶς δείξω, ὅτι τὸ μικρόβιο αὐτὸ ἔ­φερε τόση καταστροφὴ στὸν κόσμο ὅση δὲν ἔ­φεραν ἡ χολέρα καὶ ὁ καρκί­νος. Προσέχετε νὰ ποῦμε λίγα λόγια ἁπλᾶ.

* * *

 

Τί ἔπρεπε, ἀγαπητοί μου, νὰ κάνῃ αὐτὸς ὅ­ταν γέμισε ἡ ἀποθήκη του ἀπὸ καρπούς; Ἔ­πρεπε νὰ δοξάσῃ τὸ Θεό. Γιατὶ μπορεῖ νὰ σπεί­ρῃς καὶ νὰ μὴν πιάσῃς οὔτε τὸν καρπό, ἐνῷ αὐ­­τὸς ἔπιασε πολλαπλάσια. Τοῦ Θεοῦ δῶρα ἦταν αὐτά· ἂν δὲν φυ­σοῦσε κατάλληλος ἀέρας, ἂν δὲν ἔπεφτε βρο­χούλα ἢ ἂν ἀντιθέτως ἔπεφτε ἀκρίδα, θὰ εἶχε τέτοια σοδειά; Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ πῇ Δόξα σοι ὁ Θεός! Καὶ γιὰ ᾽κεῖνα τὰ φορτώματα ποὺ δὲν χωροῦσαν οἱ ἀποθῆκες νὰ πῇ· Αὐ­τὰ ποὺ περισσεύουν δὲν εἶνε δικά μου, «εἶνε τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ», εἶνε τῆς κοινωνί­ας, τοῦ λαοῦ, τῶν φτωχῶν καὶ δυστυχι­σμέ­νων· μὴν τὰ κρατήσω, γιατὶ θά ᾽νε φωτιὰ στὸ σπίτι μου. Αὐ­τὸς ὅμως δὲν ἤθελε νὰ χάσῃ τίποτε ἀ­πολύτως, κι αὐτὸ τὸν ἔκανε ἀνήσυχο.

 

    Ὁ πλεονέκτης κάνει κακὸ πρῶτα – πρῶτα στὸν ἑαυτό του. Ἀντὶ νά ᾽νε χαρούμενος, εἶνε στενοχωρη­μένος. Δὲ μένει εὐχα­ρι­στημένος γι᾿ αὐτὰ ποὺ τοῦ ᾿δωσε ὁ Θεός, λυπᾶται γιατὶ δὲν ἔχει περισσότερα. Συνάν­τησα ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο. Φτωχὸς ἦταν· ἔφυ­γε ἀπ᾽ τὸ χωριὸ ξυπόλητος ἐλεεινὸς τρισάθλι­ος. Πῆγε στὴ Θεσσαλονίκη, στὴν Ἀθήνα, στὴν Αὐ­στραλία, στὴ Νέα Ὑόρκη. Δούλεψε. Ἔκανε ἕ­να ἑκατομμύριο, τὸ ἕνα τό ᾿κανε δύο, τὰ δύο τά ᾿κανε τέσσερα, τὰ τέσσερα ὀ­κτώ. Καὶ δὲν σταματάει· ὅ,τι κι ἂν ἀποκτήσῃ, δὲν τοῦ φτάνει. Ἀχόρταγο κακὸ τὸ μικρόβιο.

 

Ἕνας βασιλιᾶς ἔμαθε, ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑ­πηκόους του εἶνε πλεονέκτης. Τὸν κάλεσε λοι­πόν, τὸν ἀνέβασε σ᾿ ἕνα ὕψωμα, τοῦ ᾿δειξε τὸν κάμπο καὶ τοῦ λέει· Ὅση ἔκτασι μπορέσῃς νὰ διατρέξῃς ἀπ᾽ τὴν ἀνατολὴ μέχρι τὴ δύσι τοῦ ἥ­λιου, θὰ εἶνε δική σου. Ἐκεῖνος πράγματι τὴν ἄλ­λη μέ­ρα μὲ τὴν ἀνατολὴ ἄρχισε νὰ τρέχῃ. Ἔτρεχε χωρὶς νὰ σταματάῃ πουθενά, μὲ τὴ γλῶσ­σα ἔξω, σὰν τοῦ σκύλου τὸ καλοκαίρι. Κι αὐτὸ δικό μου, ἔλεγε, κι αὐτὸ δικό μου, κι αὐ­τὸ δικό μου… Ὅταν ὁ ἥλιος πήγαινε νὰ κρυ­φτῇ φτάνει σ᾿ ἕνα ὡραῖο περιβόλι. Στὴν προσπάθειά του νὰ τὸ κατακτήσῃ κι αὐτὸ πηδάει τὸ φράχτη, πέφτει κάτω, κι ἀπάνω ποὺ εἶπε «Κι αὐτὸ δικό μου», τοῦ ἦρθε συγκοπὴ καρδί­ας. Αὐτὸ εἶνε τὸ πάθημα τοῦ πλεονέκτου.

 

    Ὁ πλεονέκτης κάνει δυστυχισμένο τὸ σπίτι του. Μοῦ ᾿λεγε στὴν Ἀθήνα ἡ γυναίκα ἑνὸς ἐ­φοπλιστοῦ μὲ τέσσερα – πέν­τε καράβια· Θὰ προ­τιμοῦσα νὰ ἤμουν σ᾿ ἕνα χωριό, νά ᾽χω σύ­ζυγο ἕνα τσοπᾶνο, παρὰ αὐτὸν τὸν φιλάργυρο. Τὸ τί τραβάω δὲ λέγεται· γυρίζει τὸ βράδυ καὶ μοῦ τὰ μετράει ὅλα, μοῦ ζυγίζει κάθε μέρα τὴ ζάχαρη, τὸν καφέ, τὰ πάντα… Ὁ πλεο­νέκτης δὲν ἀγοράζει ροῦχο στὴ γυναῖκα του, τε­τράδιο στὸ παιδί του. Ἀρρωσταίνει, καὶ γιατρὸ δὲν καλεῖ, φάρμακο δὲν παίρνει, προτιμᾷ νὰ πεθάνῃ παρὰ νὰ πληρώσῃ. Ἂν ἀκούσετε πῶς προφέρει τὴ λέξι «λεφτά», λὲς καὶ τρώει γαλατομπούρεκο. Δουλεύει τὶς καθημερινές, δουλεύει καὶ τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς γιορτές. Χτυπάει ἡ καμπάνα; τίποτα αὐτός, δὲν πάει ἐκ­κλησιά· μέσ᾿ στὸ μαγαζὶ θὰ εἶνε ἀκόμα καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Μεγάλο μικρόβιο.

 

    Αὐτὸ τὸ μικρόβιο ἔχει καταστρέψει καὶ τὸν τόπο μας. Βλέπεις καὶ φεύγουν κατὰ χιλιάδες. Ὄχι μόνο φτωχοί, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ποὺ θὰ μπο­ροῦσαν νὰ ζήσουν ἐδῶ· ὅταν μάθουν ὅτι κάπου ὑπάρχει χρῆμα, ξενιτεύονται, πᾶνε νὰ γε­­μίσουν τὶς τσέπες τους. Πηγαίνουν στὸ ἐ­ξωτερικό, πιάνουν δουλειά, μαζεύουν λεφτά, καὶ τί τὰ κάνουν; Ἔστειλαν ποτὲ κάτι στὸ χωριό τους γιὰ τὸ σχολεῖο, γιὰ τὴν ἐκκλησία, γιὰ κάποιο ἵδρυμα; Οὔτε στὴ μάνα τους.

 

    Ἡ πλεονεξία κάνει κακὸ στὸν ἴδιο τὸν πλεονέκτη, στὸ σπίτι του, στὸν τόπο του, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ μικρόβιο δὲν προσ­βάλ­λει μόνο ἄτομα καὶ οἰκογένειες, προσβάλλει καὶ ἔθνη μεγάλα. Παράδειγμα ἡ Γερμανία. Ἦ­ταν ἕνα εὐτυχισμένο κράτος μὲ δραστηρίους καὶ ἱκανοὺς κατοίκους, μὲ βιομηχανία, ἐρ­γοστάσια, πλοῦτο. Ἀλλὰ στὴν καρδιά τους μπῆ­κε τὸ μικρόβιο νὰ ξαπλώσουν, νὰ φτάσουν μέ­χρι Γιβραλτὰρ καὶ μέχρι τ᾿ ἀκρογιάλια τῆς πατρίδας μας καὶ μέχρι τὸν Εὐφράτη. Ἐμεῖς θὰ κυβερ­νήσουμε ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ἔλεγαν. Μή­πως τῆς Ἀγγλίας ἡ πλεονεξία πήγαινε πίσω; Ἡ Γερμανία ἤθελε νὰ ξαπλώσῃ, ἡ δὲ Ἀγγλία νὰ μὴ δώσῃ τίποτα. Ἔτσι, ἐξ αἰτίας τοῦ μικρο­βίου αὐτοῦ ποὺ τρώει τὰ μεγάλα ἔθνη –ἡ πατρίδα μας δὲν ἔκανε τέτοιους πολέμους, ἔμενε πάντα ἐδῶ στὰ βράχια της–, σκοτώθηκαν τόσα ἑκατομμύρια νέοι ἄνθρωποι.

 

Ἄχ νὰ κατέβαινε ἕνας ἄγγελος ν᾿ ἀφαιρέ­σῃ ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων αὐτὸ τὸ μικρό­βιο! Οὔτε κομμουνισμὸς θὰ ὑπῆρχε τότε, ἀ­δέρφια μου. Γιατὶ ὁ κομμουνισμὸς γεννήθηκε ὡς ἀντίδρασις ἐναντίον τῆς πλεονεξί­ας. Τὴ μισὴ ῾Ρωσία τὴν εἶχαν λίγοι καὶ τὴν ἐκμεταλλεύονταν, ὁ ἕνας τὸν ἕνα κάμπο κι ὁ ἄλλος τὸν ἄλλο, ἐνῷ οἱ ἄλλοι δυστυχοῦσαν. Ἂν οἱ πλούσιοι –μιλῶ ἀντρίκια καὶ καθαρὰ μπροστὰ στὸ λαό μου καὶ δὲν κρύβω τίποτα–, ἂν αὐτοὶ ποὺ ἔτρωγαν μὲ σερβίτσια πολυτελείας μοίραζαν τὰ πλούτη τους σ᾽ ἐκείνους ποὺ πεινοῦ­σαν, σήμερα δὲν θὰ ὑπῆρχε κομμουνισμός. Ἀ­πὸ τὴν πλεονεξία προῆλθε ἡ γερμανικὴ καταστροφή, ἀπ᾽ τὴν πλεονεξία κι ὁ ἄθεος κομμουνισμός. Καὶ ἂν θὰ γίνῃ τρίτος παγκόσμιος πόλεμος –ὤ ἔρχεται!–, ἀπ᾽ τὴν πλεονεξία πάλι θά ᾽νε. Μὴ φοβᾶστε τὴ χολέρα καὶ τὸν καρκίνο, φοβηθῆτε τὴν πλεονεξία. Εὐτυχισμένη εἶνε ἡ Ἀμερική, εὐτυχισμένη ἡ ῾Ρωσία, εὐτυχισμένα κράτη, μεγάλα τεράστια. Δὲν θέ­λουν ὅ­μως νὰ ἀρκεσθοῦν σ᾽ αὐτὰ ποὺ ἔχουν. Τὰ μάτια τους εἶνε πλεονεκτικά, σὰν ἐ­κείνου ποὺ σᾶς περιέγραψα, θέλουν νὰ καταλάβουν τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Καὶ μόνο τὴ γῆ; τώρα πᾶνε πάνω στὰ φεγγάρια, παλεύουν ποιός θὰ κατα­λάβῃ τὴ σελήνη. Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ πλεονεξία!

 

* * *

 

Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν φάρμακο γι᾽ αὐτήν; Ὑ­πάρχει, ἀδελφοί μου. Τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀφῆ­σ­τε ὅλα τ᾽ ἄλ­λα βιβλία, κρατῆστε μόνο αὐτό· φτάνει. Λέει τὸ φάρμακο ὁ Χριστὸς σήμερα στὴν παραβολή. Ἔλα ἐσὺ πλεονέκτη, ἐλᾶτε ἐ­σεῖς τὰ μεγάλα ἔθνη, τεντῶστε τ᾽ αὐτιά σας. Ἐ­γὼ τὰ εἶπα, λέει ὁ Χριστός, «ὁ ἔχων ὦτα ἀκού­ειν ἀ­κουέτω» (Λουκ. 14,35). Ποιό εἶνε τὸ φάρμακο; Νά.

 

Καθόταν τὴ νύχτα ὁ πλούσιος ἄυπνος καὶ παίδευε τὸ νοῦ του. Ἔτσι γίνεται· ἐνῷ ὅλοι κοι­μοῦνται, ὁ πλεονέκτης μετράει τὰ κατάστιχά του. Μαθαίνω, ὅτι κι ὁ Ὠνάσης τὴ νύχτα δὲν κοιμᾶται, σκέπτεται πῶς θ᾿ ἀγοράσῃ κι ἄλλο καράβι, πῶς θὰ πάρῃ κι ἄλλη ἐπιχείρησι. Τὴ νύχτα λοιπόν, λέει τὸ εὐαγγέλιο, ἐκεῖ ποὺ ὁ πλούσιος σκεπτόταν πῶς θὰ μεγαλώσῃ τὶς ἀ­ποθῆκες του, ἔρχεται κάποιος ἀπρόσκλητος καὶ τοῦ χτυπάει. Ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ὁ θρασὺς ποὺ ἐνοχλεῖ τέτοια ὥρα; Ἀνοίγει. Ποιός ἦταν; ὁ χάρος! –Ἑτοιμάσου, λέει, φεύγουμε. –Τέ­τοια ὥρα; μὰ σὲ παρακαλῶ, δός μου λίγο περι­θώριο. –Τίποτα· τώρα! Ὅπως τὸ γεράκι πέφτει κι ἁρπάζει τὴν ὄρνιθα καὶ τὴν πάει ψηλά, ἔτσι κι ὁ χάρος τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν πῆγε στὴν κόλασι.

 

Μνήμη θανάτου, νά τὸ φάρμακο. Αὐτὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο. Ζεστὰ – καυτὰ σὰν τὴ φωτιὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκου­έτω». Θὰ τ᾽ ἀκούσουμε; Εὔχομαι νὰ μὴν παρου­σιαστῇ τέτοιο μικρό­βιο. Ἂς εἴμαστε φτωχοί, ἀλ­λὰ νά ᾽χουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Δὲν γίνε­ται, ἀδέρφια μου, δὲν γίνεται κανεὶς πλούσι­ος μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἂν πιστεύῃς στὸ Εὐαγγέ­λιο, θά ᾿χῃς μόνο τὸ ψωμάκι σου, τὴ δουλειά σου, τὴν ὑγειά σου, τὴν καλύβα σου· θὰ ζήσῃς σὰν τὸ Χριστό. Μὲ τὸ διάβολο πλούτισαν ὅσοι ἔπιασαν τὰ πολλά. Μὴν τοὺς ζηλεύετε. «Ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 5,6. Κολ. 3,6), νὰ μᾶς τιμωρήσῃ γιὰ τὶς πορνεῖες, τὶς μοιχεῖες, τὶς κλοπές, τὶς βλα­στήμιες, τὶς ψευδορκίες, γιὰ ὅλα τὰ αἴσχη μας.

 

Ἀδέρφια μου, ποῦ μιλάω; σὲ πέτρες; Ἂν δὲν πίστευα στὸ Χριστό, θὰ ἔ­σπαζα αὐτὴ τὴ μπαστούνα νὰ γίνω λοῦστρος. Πιστεύω στὸ Χριστό, πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο. Πιστέψτε, ἀ­δέρφια μου. Νὰ μετανοήσουμε, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸν Κύριο, νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ἡ Παναγιὰ καὶ οἱ ἅγιοι· κι ὅταν πλησιάζει τὸ τέ­λος μας νὰ μὴ μᾶς βρῇ ὁ χάρος νὰ γλεντᾶμε, νὰ διασκεδάζουμε, νὰ μετρᾶμε τὰ ἄτιμα ἀρ­γύρια, ἀλλὰ ν᾽ ἀ­ξιωθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ ποῦμε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).

 

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

 

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ & Γαβριὴλ Πύργων – Ἑορδαίας τὴν 22-11-1970

 

https://katanixi.gr/orthodoxia/to-mikrovio-tis-pleonexias/