Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Λέων Μπράνγκ, Ὅπως δαιμονοποίησαν οἱ Φαρισαῖοι τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, λέγοντας ὅτι μὲ τὴν δύναμη τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν δαιμόνων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια (Ματθ. 12,24), μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἡ εἰκαστικὴ δαιμονοποίηση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ διαστροφὴ τῆς ἀπεικόνισης τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων ἕνα στόχο μόνο ἔχει, τὴν ἀπαξίωση τῆς αὐτοζωῆς.

 

Η ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΦΟΝΟΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ  

Ὁ Ἀρχ. Ἐλπιδοφόρος ἐνεργεῖ ὡς διαστροφεὺς τοῦ ἱεροῦ, μήπως θὰ ταυτισθῆ καὶ μὲ τὸν “φόνον” τῆς Ἑλληνικῆς Ὁμογενείας τῆς Ἀμερικῆς;

 

Ἐνδοκοσμικὴ ὡραιότης τοῦ ἀρχαίου καὶ πνευματικὴ ὡραιότης τοῦ χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ

 

Η ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΦΟΝΟΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

 

 Ἀπὸ τὴν ἀναζήτησιν καὶ εὕρεσιν τοῦ ἱεροῦ εἰς τὴν «τέχνην» τῆς διαστροφῆς του

 

Γράφει ὁ κ. Λέων Μπράνγκ, Θεολόγος

 Ἡ Ἀρχαία Ἑλλάδα ἔχει νὰ ἐπιδείξει μία θαυμαστὴ θεοκεντρικότητα. Στὶς ἀκροπόλεις -ἀπὸ τὸ ἄκρον καὶ πόλις, πόλη στὸ ἀκρότατο σημεῖο, δηλαδὴ ὑπερυψωμένο μέρος τῆς πόλης-, ἀφοῦ κατεῖχαν κεντρικὴ θέση στὸ συγκρότημα τῆς πόλης, οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες συγκέντρωσαν προοδευτικά τούς ναοὺς τῶν θεῶν τους, στοὺς ὁποίους ὕψωναν τὰ μάτια τους μέσα στὴν καθημερινότητά τους. Ἡ ὅλο καὶ πιὸ ὄμορφη,  πιὸ λαμπρὴ κατασκευὴ τῶν ναῶν -ἀπὸ ναίω ποὺ σημαίνει κατοικῶ- ἦταν ἡ ἄξια κατοικία τῶν θεῶν τους. Μὲ τὴν λατρεία αὐτῶν τῶν θεοτήτων ποθοῦσαν νὰ καλύψουν ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς. Φανέρωναν ἔτσι τὴν πίστη τους στὴν ὕπαρξη τοῦ ἀληθινοῦ, παρότι ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀνεπάρκειά του στὴν πραγματοποίηση τῶν ἀρετῶν φανέρωναν τὸ ἀντίθετο. Πάντως μὲ τὴ λατρεία τῶν θεοτήτων οἱ ἀρχαῖοι ἀναζητοῦσαν βαθύτατα τὴν ὁλοκλήρωση, τὴν πληρότητα τοῦ ἑαυτοῦ τους. Χαρακτηριστικὸ στὴν συνάφεια αὐτὴ εἶναι, ὅτι δὲν παρουσίαζαν τiς ἀρετὲς καθ’ ἑαυτές, ἀλλὰ τὶς συνέδεαν μὲ πρόσωπο, ἔστω μὲ ἕνα φανταστικὸ θεϊκὸ πρόσωπο καὶ τὶς λάτρευαν ὡς στοιχεῖα προσώπου. Ὡς θεότητες, γεννημένες στὴν ἀνθρώπινη φαντασία,  παρέμειναν, φυσικά, πάντα στὴ γήινη σφαῖρα, σὲ μία, ἔστω κατὰ προσέγγιση, τέλεια ἀναζήτηση τῆς γήινης διάστασης. Οἱ Θεοὶ ἦταν ἕνα στοιχεῖο τῆς γῆς, ἀνθρωπόμορφοι, μὲ ἀρετὲς καὶ μὲ πάθη, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἁπλῶς ποσοτικὰ ὑπερεῖχαν τῶν ἀνθρώπων, τόσο στὶς ἱκανότητες, ὅσο καὶ στὶς ἀρετὲς τους (σοφία, ὀμορφιά, δεξιοτεχνία κ.ἄ.). Ὡστόσο ἡ πνευματικότητα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων εἶναι δεδομένη. Ἀφαιρώντας, κατὰ τὴν ἀναζήτησή τους, ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης κάθε ψεγάδι, τὰ ἀνήγαγαν στὴν τελειότητα. Ἀπέβλεπαν στὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν ἁρμονία τῶν ἔργων καὶ ἀρχιτεκτονημάτων τους καί, ἀναφορικὰ μὲ τὰ γλυπτά, στὴν τελειότητα τῶν σωματικῶν ἀναλογιῶν καὶ στὴν ζωντάνια τῆς ἔκφρασής τους. Μόνο αὐτὴ ἡ τελειότητα ἅρμοζε στὸ ἱερό, ὥστε νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ τέλεια βίωσή του.

  Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐνδοκοσμικὴ θεώρηση τῶν θεοτήτων στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα -ἔστω μὲ τὴν τάση γιὰ ἀναγωγὴ σὲ μία τέλεια πραγματικότητα- ἀπελευθερώνει ὁ Ἀπ. Παῦλος τοὺς Ἕλληνες, κηρύττοντάς τους τὸν «ἄγνωστο Θεό». Εἶναι, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (17,24-31), «ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα· ἐποίησέν τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων, κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν·» (Πράξ. 17, 24-26). Βλέπουμε ὅτι τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ ὅλες τὶς παραστάσεις ποὺ εἶχαν ὥς τότε γιὰ τοὺς θεούς. Ἐφόσον ἀναζητοῦσαν τὸν Θεό, χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζουν «ψηλαφώντας στὸ σκοτάδι», τώρα τοὺς Τὸν φανερώνει μέσα ἀπὸ τὸ κήρυγμά του ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν. Τοὺς ἱκανοποιεῖ τὸ ζήτημα τῆς ὀντολογίας, τὴν ἀναζήτηση τῆς αἰτίας τοῦ κόσμου καὶ τῆς δικῆς τους ζωῆς. Τοὺς τονίζει ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ συν­ειδητοποιήσουν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀναζητοῦν τὸν Θεὸ μέσα στὸ σκοτάδι : ὅτι  «ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν», ὅτι «γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον (ἡ θεότητα δὲν εἶναι κάτι ὅμοιο μὲ χρυσάφι ἢ ἀσήμι ἢ πέτρα, δηλαδὴ μὲ γλυπτὸ ἔργο τῆς τέχνης ἢ τῆς φαντασίας τοῦ ἀνθρώπου)». Βαρύτητα στὸ σημεῖο αὐτὸ δὲν ἔχει μόνο ἡ ἀναφορὰ στὴν ὑλικὴ παράσταση τῶν θεῶν, ἡ ὁποία ἦταν τόσο διαδεδομένη στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα, ἀλλὰ μὲ πολὺ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ἰδιαίτερα βαρύνει ἐδῶ ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ἀπ. Παύλου στὴν ἀνθρώπινη φαντασία. Ἄρα ἀκυρώνονται καὶ ὅλες οἱ φιλοσοφικὲς ἀπόπειρες σύλληψης τοῦ Θεοῦ, ποὺ πολὺ συχνὰ συνδέονται μὲ τὴ διανοητικὴ ἔπαρση τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ ἄμεση συνάφεια ἀκολουθεῖ τὸ κήρυγμα γιὰ τὴν ἀνάγκη μετανοίας, ἐφ’ ὅσον τὸν καθένα ἀναμένει ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θὰ εἶναι κρίση «ἐν δικαιοσύνῃ». Μάλιστα ὑπάρχει ἀπόδειξη αὐτῆς τῆς Κρίσης: Ἐκεῖνος ποὺ θὰ κρίνει τὴν οἰκουμένη εἶναι Αὐτὸς ποὺ ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν.

  Αὐτὸ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἀπ. Παύλου ὁλοφάνερα ἀνταποκρίνεται σὲ ἀπόλυτο βαθμὸ στὴν ἀναζήτηση τοῦ πρὸ Χριστοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀνταποκρίνεται στὶς ὀντολογικές του ἀναζητήσεις, στὶς γνωσιολογικές, ἀλλὰ καὶ τὶς κοινωνικές. Φανερώνει τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, τὸν Τριαδικὸ Θεό, στὸν Ὁποῖο ἐντοπίζεται ἡ δημιουργικὴ ἀρχὴ τοῦ κόσμου, ὁ Ὁποῖος προσφέρει σωτηρία στὸν κόσμο καὶ μὲ τὴ δικαία Του κρίση στὸ τέλος τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας θὰ κρίνει τὴν οἰκουμένη. Διότι ὁ ἴδιος ὡς Θεάνθρωπος θυσιάστηκε γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου.

  Μὲ αὐτὴ τὴν ἀκύρωση τῆς ἐνδοκοσμικῆς θεώρησης τῶν θεοτήτων, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν ἀνοίγει διάπλατα στοὺς Ἕλληνες τὴν ἀπεριόριστη διάσταση τῆς θεανθρωποκεντρικότητας. Ἀπὸ τὴν θεοκεντρικότητα περνᾶνε τώρα στὴν Καινὴ Κτίση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, στὸ μόνο νέο στὴν ἱστορία, τὸ ὁποῖο φυσικὰ ἀποκτᾶ προοδευτικὰ καὶ τὴν πολιτιστική του ἔκφραση μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τέχνη ποὺ ἀναπτύσσει ἡ Ὀρθοδοξία. Παραστατικὰ θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφραστεῖ μὲ τὴν ἑξῆς διατύπωση: Ἀπὸ τὴ ἐνδοκοσμικὴ σοφία, τὴν ὁποία ἐκφράζει ὁ Παρθενώνας τῆς θεᾶς τῆς σοφίας, τῆς Ἀθηνᾶς, περνᾶνε στὴν ὄντως σοφία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκφράζει τὸ ἀρχιτεκτόνημα τῆς Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ κατὰ προσέγγιση τέλεια ἐξωτερικὴ ὀμορφιὰ καὶ ἁρμονία τοῦ ναοῦ στὴν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν συμπληρώνεται καὶ ἀποκτᾶ τὶς ἀπέραντες διαστάσεις τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος στὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, κλίνας τοὺς οὐρανούς, σαρκώνεται ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου, ζεῖ ὡς Θεάνθρωπος τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, θυσιάζεται γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, φθάνει ἕως ἅδου ταμεῖον, γιὰ νὰ ἐγείρει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ θανάτου, ἀνασταίνεται καὶ ἀναλαμβάνεται στοὺς οὐρανούς. Ταυτόχρονα παραμένει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι στὴν Ἐκκλησία Του, γιὰ νὰ τρέφει τοὺς πιστοὺς μὲ τὸ πανάχραντο Σῶμα καὶ τὸ τίμιο Αἷμα Του, γιὰ νὰ ἐνοικεῖ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα στοὺς θεουμένους ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ νὰ τοὺς μεταμορφώνει σὲ κατὰ χάριν θεούς. Αὐτὴ ἡ κίνηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴ δημιουργία καὶ τὸν ἄνθρωπο μὲ σκοπὸ τὴν ἀνύψωσή του φανερώνεται ἀρχιτεκτονικὰ μὲ τὸν τροῦλλο τοῦ βυζαντινοῦ ναοῦ καὶ τὴν ἀπεικόνιση τοῦ Παντοκράτορος ἐντός του. Καὶ ἡ κλῖμαξ ἡ ἐπουράνιος, ἡ ὁποία μᾶς συνδέει καὶ μᾶς ἀνυψώνει στὸν Παντοκράτορα, ἡ Παναγία, ὡς Μεθόριο κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως, ἀπεικονίζεται  στὴν  ἁψίδα. Αὐτὴ τὴ  νέα  πρα­γματικότητα, ἡ ὁποία βρίσκει ἔκφραση μὲ ὅλους τούς Ἁγίους καὶ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις στοὺς τοίχους τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, περιγράφει μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὸ κοντάκιο τῶν ἐγκαινίων, τὸ ὁποῖο ἀπαγγέλλουμε καὶ στὸ τέλος τῆς Εὐχαριστίας μετὰ τὴν Θεία Κοινωνία: «Οὐρανὸς πολύφωτος ἡ Ἐκκλησία, ἀνεδείχθη ἅπαντας, φωταγωγοῦσα τοὺς πιστούς, ἐν ᾧ ἑστῶτες κραυγάζομεν, Τοῦτον τὸν Οἶκον, στερέωσον Κύριε».

  Στὴν παρουσία τοῦ οὐρανοῦ στὴ γῆ ποὺ μᾶς μεταγγίζει ὁ βυζαντινὸς ναός, στὸν ἄφθαρτο κόσμο αὐτοῦ τοῦ πολύφωτου οὐρανοῦ, τὸ γλυπτὸ δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ὑπηρετεῖ ὡς καλλιτεχνικὴ ἔκφραση, ἐπειδὴ μᾶς καθηλώνει μὲ τὴν πλαστική του μορφὴ στὴ γήινη πραγματικότητα. Ἀντίθετα, ἡ εἰκόνα, ὄχι βέβαια ὡς φωτογραφία, ὡς φυσιοκρατικὴ ἀπεικόνιση, ἀλλὰ μὲ τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ ἁγιογραφία, μπορεῖ νὰ δώσει ἔκφραση στὴ διαχρονικὴ βίωση τῆς νέας πραγματικότητας τῆς Ἐκκλησίας. Μεταχειρίζεται τὴ σχηματοποίηση, δηλ. τὴ σχηματικὴ ἀπεικόνιση ἑνὸς ἀντικειμένου, τὴν ἀναγωγή του  στὸ κοντινό του γεωμετρικὸ σχῆμα, περιορίζεται μόνο σὲ δύο διαστάσεις, δηλ. παραλείπει τὴν προοπτικὴ ἢ τὸ βάθος, καὶ διαφοροποιεῖ πνευματικὰ τὸ σχῆμα, ποὺ ἰδίως γιὰ τὴν ἀπεικόνιση τῶν ἀνθρώπων σημαίνει, ὅτι δὲν ζωγραφίζονται στὴν φυσική τους ὄψη, ἀλλὰ δοξάζονται. Ἀκόμα καὶ γερασμένα ἀπὸ τὴν πολὺ ἄσκηση σώματα παρουσιάζονται μὲ κινήσεις γεμάτες χάρη. Ἐπίσης ἀπουσιάζει κάθε φωτοσκίαση, δηλ. ὁ ἁγιογράφος δὲν σκιάζει, δὲν προσθέτει στὸ ἔργο του σκοτάδι, ἀλλά, ἀντίθετα, πλάθει μὲ τὸ φῶς. Δὲν ὑπάρχει ἐξωτερικὴ πηγὴ φωτός, ἀλλὰ ἡ λάμψη προέρχεται μέσα ἀπὸ τὴν εἰκόνα. Ἀκόμα παρουσιάζει μία ὁλοκληρωμένη θεώρηση τοῦ κόσμου. Καὶ τὰ ἀθέατα ἀπεικονίζονται, ὅπως π.χ. ψάρια μέσα σὲ ἕνα ποτάμι, κτήρια μὲ ὁρατὰ τὰ ἔπιπλα μέσα στὰ  σπίτια κ.ἄ.

  Μὲ τὰ μέσα αὐτὰ ποὺ ὅρισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες γιὰ τὶς εἰκόνες ὑπηρετεῖται ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀνάγκη του γιὰ τὴν ὑπενθύμιση τῶν πνευματικῶν θεμάτων, γιὰ τὴν προσέγγιση καὶ κατανόηση τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Ὅπως ἐπισημαίνει χαρακτηριστικὰ ἡ ἁγιογράφος Νινέττα Βολουδάκη στὸ ἔργο της «Βυζαντινὴ Ζωγραφικὴ Θεωρία», οἱ Ρωμιοὶ «ζωγραφικά, μ’ ἕνα μοναδικὸ τρόπο, μπόρεσαν νὰ πευματικοποιήσουν τὴ σάρκα, τὴν ὕλη, τὴν κτίση ὁλόκληρη. Μπόρεσαν νὰ αἰχμαλωτίσουν τὸ χρόνο σ’ ἕνα αἰώνιο “σήμερον” καὶ ὅταν ζωγράφιζαν καὶ στὴν ὑμνολογία, ὅταν ἔψαλλαν: “Ἡ παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει …” ἢ “Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου …”. Ὁ πιστός, κοιτάζοντας τὶς εἰκόνες, εἶναι βέβαιος ὅτι, γι’ αὐτόν, ὁ Χριστὸς σήμερον γεννήθηκε, σήμερον σταυρώθηκε, σήμερον ἀνέστη … Κοιτάζει τὶς εἰκόνες του καὶ ξέρει ὅτι “ὁ χρόνος οὐκέτι ἔσται πλέον”. Καμμία ὑλικὴ ψευδαίσθηση δὲν παρεμβάλλεται ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀτενίζει ἀπ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο πρὸς τὸν ἄλλο, τὸν πνευματικὸ καὶ ἄυλο, γιὰ τὸν ὁποῖο τοῦ μιλοῦν οἱ εἰκόνες του».

  Καὶ ὅτι αὐτὸς ὁ κόσμος ἤδη ἔχει ἀνακαινιστεῖ μαρτυρεῖ ἡ φωτεινὴ παρουσία τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας. Ἐνῶ ἀνήκουν ἀκόμα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἤδη τὰ πρόσωπά τους μετέχουν σὲ μία ἄλλη πραγματικότητα, στὴ θεία Χάρη. Ὁρίζονται ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ περιγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Α΄πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή, ἡ ὁποία «μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, … οὐ ζηλοῖ, …. οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει» καὶ «οὐδέποτε ἐκπίπτει». Αὐτὴ τὴν θεία ἀγάπη ἐκφράζουν πρῶτα ἀπ’ ὅλα οἱ ἀπεικονίσεις τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλο τὸ σωτήριο ἔργο του, καὶ ἔπειτα τοῦ προσώπου τῆς Παναγίας καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων.

  Μὲ τὸ διαρκὲς παρὸν αὐτοῦ τοῦ νέου κόσμου τοῦ Θεοῦ, ποὺ παρέχεται τόσο ζωντανὰ μέσω τῶν εἰκόνων στὴ συνείδηση τῶν πιστῶν, ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης, παρ’ ὅλες τὶς ἱστορικὲς ἀδυναμίες της, ἐπικράτησε περισσότερα ἀπὸ 1000 χρόνια. Μὲ τὴν αὐτοσυνειδησία αὐτὴ ἡ Ρωμιοσύνη ἐπιβίωσε στὴ μακρὰ καὶ δύσκολη περίοδο τῆς δουλείας.

  Αὐτὸν τὸ θαυμαστὸ νέο κόσμο τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸν ὁποῖο ἱστορικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ εἶναι τόσο συνυφασμένο τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων, τολμάει νὰ μᾶς συλήσει κάποιος λεγόμενος «δημιουργὸς» ἔργων «τέχνης» μαζὶ μὲ τὸ συνάφι τῶν ὑψηλὰ ἱσταμένων ὑποστηρικτῶν του. Μάλιστα οἱ τελευταῖοι ἔχουν δώσει ὅρκο γιὰ τὴν τήρηση τοῦ Συντάγματος τῆς χώρας, τὸ ὁποῖο στὸ Προοίμιό του κάνει ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὸ ἄρθρο 3 ὁρίζει ὡς «ἐπικρατοῦσα θρησκεία στὴν Ἑλλάδα» τὴ «θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», στὸ ἄρθρο 13 ὁρίζει τὴν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης ὡς ἀπαραβίαστη καὶ στὸ ἄρθρο 16 παρ. 2 ὁρίζει ὡς σκοπὸ τῆς παιδείας τὴν ἀνάπτυξη αὐτῆς τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης. Καὶ αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι ἐπικαλοῦνται τὴν ἐλευθερία τῆς τέχνης, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν αἰσχρὴ ἐπίθεση καὶ τὴν ἐξόφθαλμη διαστροφὴ τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Γιὰ ποιὰ «τέχνη» μιλᾶμε, γιὰ τὴν ἐνέργεια ἐκείνη πού ἀποβλέπει στὴν ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου; Ἡ διαστροφὴ τοῦ ἱεροῦ ποὺ χαρακτηρίζει τὸν σκοταδισμὸ αὐτῆς τῆς «τέχνης» προβάλλεται ἀκόμα καὶ ὡς ἐκπαιδευτικὸ ἀγαθό. Δηλαδή, ἐννοοῦν πράγματι, ὅτι συμβάλλει στὸ σκοπὸ τῆς παιδείας, ὁ ὁποῖος μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὅπως εἴδαμε παραπάνω, ὁρίζεται ὡς ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συν­είδησης;

  Παραβιάζοντας κάθε τι τὸ ὡραῖο καὶ ἁρμονικό, ταυτίζεται μὲ τὴ διαστροφὴ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ στὴ διαχρονική του διάσταση. Ἐν τέλει ἐκφράζει τὴν δαιμονοποίηση τῆς ζωῆς καὶ φυσικά τῆς πληρότητας τῆς ζωῆς ποὺ μπορεῖ νὰ βιώνεται μόνο στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως δαιμονοποίησαν οἱ Φαρισαῖοι τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, λέγοντας ὅτι μὲ τὴν δύναμη τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν δαιμόνων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια (Ματθ. 12,24), μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἡ εἰκαστικὴ δαιμονοποίηση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ διαστροφὴ τῆς ἀπεικόνισης τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων ἕνα στόχο μόνο ἔχει, τὴν ἀπαξίωση τῆς αὐτοζωῆς. Εὐθυγραμμίζεται ἀπόλυτα μὲ τὸν χλευασμὸ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου του Χριστοῦ μὲ τοὺς Μαθητές του στὴν Τελετὴ Ἔναρξης τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων στὸ Παρίσι. Ἀλλὰ οἱ Γάλλοι ἔχουν παράδοση σ’ αὐτό. Ἤδη στὰ χρόνια της Γαλλικῆς Ἐπανάστασης κατὰ τὴν καθιέρωση τῆς Πρώτης τους Δημοκρατίας ἔκαναν ἐπίδειξη ἐξευτελισμοῦ σὲ κάθε τι ἱερό. Μάλιστα τοποθέτησαν στὴν ἁγία τράπεζα τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων μία γυμνὴ πόρνη ὡς θεὰ Raison – Λογική. Ὅμως ἡ δική τους μανία ἔχει τουλάχιστον κάποια ἐξήγηση. Εἶχε ὡς πρόκληση τὸν ὁλοκληρωτισμὸ τοῦ Παπισμοῦ, τὴν ἀλλοτριωμένη ἔκφραση τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ. Γιατί ὅμως στὸν τόπο μας νὰ μεταφυτεύεται καὶ νὰ ἐπιδεικνύεται αὐτὴ ἡ μανία;


https://orthodoxostypos.gr/%ce%b7-%ce%b4%ce%b9%ce%b1%cf%83%cf%84%cf%81%ce%bf%cf%86%ce%b7-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b9%ce%b5%cf%81%ce%bf%cf%85-%cf%84%ce%b1%cf%85%cf%84%ce%b9%ce%b6%ce%b5%cf%84%ce%b1%ce%b9-%ce%bc%ce%b5-%cf%84%ce%bf/