ΕΥΧΗ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού αρχιμανδρίτου Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
[ εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 15-4-1983]
Ησθάνετο, αγαπητοί μου, ανάγκη της ψυχής του ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος όταν απηύθυνε προς τον Θεόν την προσευχή του «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, καί ἀργολογίας μή μοι δῷς». Κι όπως λέγαμε μια περασμένη φορά, αναλύοντες αυτές τις τέσσερις κακίες, την αργία, την περιέργεια, την φιλαρχία και την αργολογία, ότι με την αργία, άμεσα και οργανικά, συνδέεται η περιέργεια.
Λέγει ο Απόστολος Παύλος εις την Β΄ προς Θεσσαλονικείς επιστολή του στο 3ο κεφάλαιο, 11ο χωρίον: «Ἀκούομεν γάρ τινας περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως, μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους». «Ακούμε», λέγει, «μαθαίνομε ότι μερικοί από σας πολιτεύονται άτακτα, ζουν άτακτα, οι οποίοι τίποτα δεν εργάζονται αλλά περιεργάζονται». Δηλαδή, αντί να εργάζονται, ασκούν την κακίαν της περιεργείας. Μη έχοντες εργασία, γυρίζουν από δω, γυρίζουν από κει, και έτσι περίεργοι όντες μαθαίνουν απ’ αυτόν, μεταφέρουν στον άλλον κ.ο.κ. Γι'αυτό, λέγει, ένας πατήρ της Εκκλησίας μας: «Ἀπὸ γὰρ ἀργίας, περιέργεια καὶ ἀπὸ περιεργείας ἀταξία». Βέβαια, «από την αργία μεταπίπτομε εις την περιέργεια και από την περιέργεια εις την αταξίαν».
Εντούτοις, αγαπητοί μου, η περιέργεια που εμφανίζεται σαν κακία και σαν πάθος είναι ένα υποκατάστατο μιας αγαθής περιεργείας, η οποία είναι έμφυτος εις τον άνθρωπον. Είναι εκείνο το οποίον λέγεται ότι «φύσει ὁ ἄνθρωπος ὀρέγεται τοῦ εἰδέναι». «Εκ φύσεως ο άνθρωπος αγαπά να γνωρίζει». Και πώς ακριβώς αγαπά να γνωρίζει; Δια μίας τάσεως, μιας εφέσεως, έχοντας αυτήν την περιέργεια της γνώσεως. Συνεπώς είναι έμφυτο πράγμα αυτό. Και πράγματι είναι κάτι που συνιστά στοιχείον της εικόνος Θεού μέσα μας, και έτσι η εικόνα, ο άνθρωπος, αναζητά το αρχέτυπό της, τον Θεόν.
Αυτή η περιέργεια, η οποία υπάρχει έμφυτη εις τον άνθρωπον, η αγαθή περιέργεια, είναι εκείνη η οποία οδηγεί, αν το θέλετε, εις την περιπέτειαν της γνώσεως. Είπα εις την περιπέτειαν της γνώσεως, διότι ο άνθρωπος δεν τελειώνει ποτέ στο να θέλει να γνωρίζει. Όσο πιο πολλά γνωρίζει, τόσο πιο πολλά θέλει να γνωρίζει. Δεν σταματά ποτέ εις την απλή γνώση, αλλά θέλει διαρκώς να βαθαίνει. Έτσι, αυτή η περιέργεια τον οδηγεί εις την επιστήμη και εις την σοφία. Γιατί ο άνθρωπος είναι σοφός και επιστήμων; Επειδή είναι περίεργος. Δηλαδή ερωτά: «Τι είναι αυτό;». Κανένα ζώο δεν ρωτά τι είναι αυτό. Από την στιγμή που ο άνθρωπος θα θέσει το ερώτημα: «Τι είναι αυτό;», μπροστά στο κάθε αντικείμενο της κτίσεως, αλλά παίρνει ως αντικείμενο ακόμη και τον εαυτό του, «τι είναι αυτό;»· από κει αρχίζει η γνώσις, αρχίζει η επιστήμη, η σοφία. Βλέπετε, λοιπόν, ότι αυτή η περιέργεια πράγματι είναι σπουδαίον στοιχείο. Λέγει ο Ισοκράτης: «Ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει καί πολυμαθής». «Εάν», λέγει, «είσαι άνθρωπος που αγαπάς να μαθαίνεις, έχεις την περιέργεια της γνώσεως, τότε γρήγορα θα γίνεις πολυμαθής, θα γίνεις ένας σοφός άνθρωπος».
Αλλά δεν είναι μόνο εις την επιστήμη, εις την σοφία, αναγκαία η περιέργεια· η οποία, αν το θέλετε, κάνει τον άνθρωπο ζωντανόν. Είναι σε όλους τους τομείς της ζωής μας, εις αυτήν την πνευματικήν ζωήν. Αλίμονο εάν ο Χριστιανός δεν είχε αυτήν την αγαθήν περιέργειαν. Να αναζητήσει, να μάθει, να πληροφορηθεί, να γνωρίσει. Οι αρχαίοι Χριστιανοί, τα πρώτα χρόνια, όταν μάθαιναν ότι υπήρχε κάποιος ασκητής ή κάποιοι ασκηταί ή κάποιοι σοφοί και σπουδαίοι και άγιοι άνθρωποι σε ερημιές, εκινούντο μέρες ολόκληρες, ταξίδια και δεν λογάριαζαν κόπους και έξοδα, να παν, και μάλιστα σε βαθιές ερήμους, να παν να ακούσουν και να δουν έναν άγιο άνθρωπο. Και μάλιστα πόσες φορές πήγαιναν κι αυτός ο άγιος άνθρωπος, που είχε μέσα στο πρόγραμμά του να μη μιλάει, τον έβλεπαν μόνο. Εκάθηντο εκεί δυο τρεις μέρες. Τον έβλεπαν. Μόνο τον έβλεπαν. Και μετά έφευγαν. Πολύ δε παραπάνω εθεωρούσαν τον εαυτό τους πολύ ευτυχή αν ο άνθρωπος αυτός, ο άγιος άνθρωπος, μπορούσε να πει πέντε λόγια. Είχαν την δίψα να γνωρίσουν την χριστιανική ζωή. Είχαν την δίψα να γνωρίσουν την βαθιά πνευματική ζωή: «Πώς κατάφερε αυτός ο άνθρωπος να ανεβεί τόσο ψηλά; Πρέπει να μάθομε τα μυστικά του». Προσέξτε, υπογραμμίζω, γιατί θα αναφερθώ και σε κάποια άλλα μυστικά παρακάτω. «Πώς κατάφερε ο άνθρωπος αυτός να ανέβει τόσο ψηλά, εις υψηλήν θεωρίαν πνευματικήν. Πρέπει να το μάθομε κι εμείς. Γιατί κι εμείς θέλομε να ανεβούμε». Υπήρχε λοιπόν αυτή η καλή περιέργεια, η οποία πραγματικά ανέβαζε τους Χριστιανούς και τους έκανε να μιμούνται τους αγίους.
Αλλά πρέπει να πούμε όμως ότι αυτή, όπως ήδη σας ανέφερα, η αγαθή περιέργεια, με την πτώση του ανθρώπου, αμέσως πήρε άλλη τροπή, άλλη κατεύθυνση. Κι έγινε ένοχη περιέργεια. Δεν στρέφεται πια μόνον στα αγαθά· αλλά στρέφεται και εις τα πονηρά. Και συνεπώς αυτή η περιέργεια έπαψε πλέον να είναι αγαθή, έπαψε να είναι ωφέλιμη και εποικοδομητική και κατήντησε μία πληγή, ένα πάθος, μία κακία μέσα εις τον άνθρωπον. Σπουδαίον είναι ότι αυτή η περιέργεια πρωτοϋπήρξε, η ένοχος περιέργεια, μέσα εις τους πρωτοπλάστους. Είχαν την αγία απλότητα όσο ζούσαν μέσα εις τον Παράδεισον. Εδέχθηκαν με πάσαν απλότητα τον λόγο του Θεού, ότι δεν έπρεπε να δοκιμάσουν από τους καρπούς ενός δένδρου. Όταν όμως μπήκε η υποβολή του διαβόλου, τότε γεννήθηκε η ένοχη περιέργεια: «Τι τάχα να είναι αυτός ο καρπός; Τι τάχα να είναι;». Τους εφούντωσε την φαντασία ο διάβολος λέγοντάς τους ότι θα θεωθούν, ότι θα γίνουν θεοί και ότι ο Θεός, ζηλοτυπών, δεν τους άφησε να δοκιμάσουν τον καρπόν αυτόν. Ως να εδεσμεύετο ο Θεός να περιμαντρώσει τον καρπόν αυτόν αν υποτεθεί ότι θα εκινδύνευε το κύρος του Θεού αν οι πρωτόπλαστοι έτρωγαν από τον καρπόν αυτόν… Τι ανόητοι που είναι οι άνθρωποι, αλήθεια! Και τι πονηρός που είναι ο διάβολος! Τότε γεννήθηκε, όπως σας είπα, μία δίψα περιεργείας. Μετετράπη η αγαθή περιέργεια της γνώσεως του Θεού εις πονηρήν περιέργεια. Και τότε επήραν να δοκιμάσουν, αν δοκιμάσουν, τι τάχα θα βγει απ’ αυτό; Και όταν είδαν τι βγήκε, τότε γέμισαν από ντροπή. Αλλά ήταν πια αργά. Η ένοχη περιέργεια είχε πια εγκατασταθεί μες στην ψυχή τους και η αγία απλότητα είχε δραπετεύσει.
Έτσι, αγαπητοί μου, έκτοτε, μπορούμε να ειπούμε ότι είναι μερικά πράγματα, τα οποία δεν πρέπει να γνωρίσει ο άνθρωπος. Κι αυτά τα μερικά πράγματα που δεν πρέπει να γνωρίσει, επιτρέψατέ να τα απαριθμήσομε ένα προς ένα. Και πρώτα πρώτα κάποια μυστήρια του Θεού, όχι όλα τα μυστήρια, τα οποία ο Θεός δεν θέλει να γνωρίσουν οι άνθρωποι. Ο ίδιος ο Κύριος όταν ερωτήθηκε δια τον χρόνον της επανόδου Του εις την γην: «Κύριε, πότε θα έλθεις; Πότε θα αποκαταστήσεις την βασιλείαν εις τον Ισραήλ; Πότε θα εγκατασταθεί η Εκκλησία Σου; Πότε, Κύριε;»· κι ο Κύριος απάντησε στους μαθητάς Του: «Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ». «Δεν είναι δικό σας θέμα να ερευνάτε και να γνωρίζετε εκείνο το οποίον είναι κάτω από την εξουσία του Θεού». Είναι μυστήριον. Είναι απόκρυφον, σεσιγημένον μυστήριον.
Αλλά πόσες φορές, όταν ανοίγουμε, αγαπητοί μου, την Αγία Γραφή, προσπαθούμε να αποκρυπτογραφήσουμε εκείνα τα οποία η Αγία Γραφή δεν αναφέρει; Και δεν πρόκειται περί του σκαψίματος μέσα στα βαθιά νοήματα της Αγίας Γραφής, –για το οποίο σκάψιμο μάς καλεί το ίδιο το Πνεύμα του Θεού να εργαστούμε-· αν δείτε, από τη φύση της το κείμενο της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, είναι μία επιφάνεια εδάφους και ένα υπέδαφος άνευ τέρματος και άνευ βάθους. Και η επιφάνεια είναι αυτό που θα διάβαζα, μία διήγησις, μία ιστορία, ένα γεγονός. Το υπέδαφος, το λατομείον εκείνο το ατελείωτο, είναι όλες οι αλήθειες που μπορούν οι αιώνες να σκάβουν και να λατομούν αλατομήτως. Βεβαίως καλούμεθα να λατομήσουμε την Αγία Γραφή. Να αποκρυπτογραφήσουμε τα μυστήριά της. Να την γνωρίσουμε. Μας καλεί ο ίδιος ο Θεός. Και μας λέγει ασυνέτους όταν δεν το κάνομε αυτό. Όταν οι μαθηταί Του σε μία στιγμή δείχνουν αδυναμία να μπουν στο νόημα των λόγων Του, λέγει: «Ἀκμὴν καὶ ὑμεῖς(:Ώστε λοιπόν κι εσείς) ἀσύνετοί ἐστε;(:ασύνετοι είστε; Κι εσείς δεν καταλαβαίνετε;)». Ώστε πρέπει έτσι.
Αλλά κάποια μυστήρια, όμως, τα οποία ο Θεός έχει σφραγίσει δεν πρέπει αυτά να τα πολυπραγμονούμε. Γι'αυτό λέγει ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης: «Οὐ δεῖ περιεργάζεσθαι τὰ σεσιωπημένα τῇ Γραφῇ». «Δεν πρέπει να περιεργάζεται κανείς εκείνα τα οποία έχουν αποσιωπηθεί από την Γραφήν». Τι θα γίνει εάν εμείς τα αποσιωπημένα και τα κεκρυμμένα της Γραφής προσπαθήσομε να τα παραβιάσομε; Είναι πολύ απλό. Θα πέσομε στην πλάνη. Είναι η αμοιβή μας. Είναι πολύ απλό. Θα πέσομε στην πλάνη, θα πλανηθούμε. Θέλει κανείς να πλανηθεί; Ας παραβιάσει τα μυστικά, εκείνα τα οποία είναι απαραβίαστα. Είναι, λοιπόν, μια περιέργεια που ξεπερνάει τα όρια. Αυτή· ένοχη περιέργεια.
Είναι και μια άλλη περιέργεια. Μια δεύτερη. Είναι όταν ο άνθρωπος θέλει να ερευνήσει το μέλλον. Όχι βεβαίως το απώτατον μέλλον ή τα έσχατα της Ιστορίας. Αλλά το μέλλον το δικό του. Το μέλλον της δικής του της ιστορίας. Και θέλει να μάθει αν θα παντρευτεί ή δεν θα παντρευτεί, αν θα επιτύχει σε έναν σκοπό του ή δεν θα πετύχει· κι επειδή ακριβώς… πώς, πού, να ερωτήσει τον Θεόν; Πώς θα απαντήσει ο Θεός; Ο Θεός δεν απαντά σε αυτές τις περιπτώσεις. Τότε ξέρει μια άλλη πόρτα, ένα παραπόρτι. Είναι η πόρτα του διαβόλου. Είναι η μαγεία. Και πηγαίνει στο φλυτζάνι του καφέ, και πηγαίνει στην χαρτορίχτρα, και πηγαίνει στο μέντιουμ, να πληροφορηθεί σε αυτές τις πόρτες «τί δεῖ γενέσθαι», τι θα γίνει· τι θα γίνει! Έτσι έκανε και ο Σαούλ ο ταλαίπωρος, να δει την άλλη μέρα εάν θα νικούσε τους Φιλισταίους ή όχι και πήγε εις το μέντιουμ, σε εκείνη την μεσάζουσα γυναίκα να πληροφορηθεί για την έκβαση της μάχης της επομένης ημέρας. Και βεβαίως επήρε την απάντηση, επήρε απάντηση, ναι, την επέτρεψε ο Θεός την απάντηση. Ξέρετε ότι οι δαίμονες δεν γνωρίζουν το μέλλον. Θα σας το πω άλλη μία φορά, οι δαίμονες δεν γνωρίζουν το μέλλον. Στον «αέρα» απαντούν οι δαίμονες. Πετάνε μία κουβέντα και επαληθεύει. Γιατί; Γιατί το επιτρέπει ο Θεός να επαληθεύσει αυτή η κουβέντα των δαιμόνων, για να τιμωρήσει εκείνους που πήγαν στην πόρτα εκείνη. Και πώς τους τιμωρεί; Με την πλάνη. Ποια πλάνη; Του ότι θα δεχθούν τελικά ότι ο διάβολος ξέρει το μέλλον. Και θα ξαναπάνε. Δηλαδή με την πλάνη, επλανήθησαν.
Ο Θεός να φυλάξει να μην έχομε ποτέ αυτήν την ένοχη περιέργεια, να μάθομε το μέλλον, τι θα μας συμβεί. Γι'αυτό λέγει κάποιος εκκλησιαστικός συγγραφεύς: «Μὴ μαντείᾳ περιεργάζεσθε», «να μην περιεργάζεσθε μαντικές τέχνες». Ένας άλλος εκκλησιαστικός πατήρ λέγει: «Εἰ βούλει Χριστιανὸς γενέσθαι, φέρε μοὶ πάντα τὰ περίεργα σου». «Εάν θέλεις να γίνεις Χριστιανός, φέρε μου εδώ όλα τα περίεργά σου». Τι είναι εκείνα τα «περίεργα»; Όπως διαβάζομε στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, όταν ο Απόστολος Παύλος εις την Έφεσον εκήρυττε το Ευαγγέλιο και επίστευσαν οι Εφέσιοι, τότε έφεραν τα βιβλία τους, που ήσαν γραμμένα τα «περίεργα»! Τα «περίεργα» είναι οι μαγικές συνταγές, συμβουλές, όλα εκείνα τα οποία αναφέρονται εις την θεωρητική της μαγείας. Και ελέγοντο «βίβλοι τῶν τὰ περίεργα πραξάντων». Ή «εκείνοι οι οποίοι έπρασσαν τα ‘’περίεργα’’». Λέγει λοιπόν τώρα εδώ ο Καλλίνικος μοναχός, αυτός είναι. «Θέλεις να γίνεις Χριστιανός; Φέρε μου εδώ όλα εκείνα τα οποία έχεις, από τα ‘’περίεργα’’. Έχεις βιβλία μαγικά; Έχεις ονειροκρίτες; Τι έχεις μέσα στο σπίτι σου; Φέρτα εδώ. Φέρτα εδώ να τα κάψομε! Γιατί αυτά, αδελφέ μου, δεν είναι δυνατόν ποτέ να αποτελούν περιέργεια αγαθή. Είναι δαιμονική, αμαρτωλή, ένοχη περιέργεια».
Έχομε και μια άλλη περιέργεια. Μία τρίτη. Είναι η περιέργεια των αισθήσεων. Προσέξατε εδώ. Μπορεί στην πρώτη και στη δεύτερη ίσως να μην είμεθα ίσως ένοχοι, ίσως, αλλά εις την τρίτην είμεθα όλοι ένοχοι. Πώς είναι η περιέργεια των αισθήσεων; Όταν θέλομε να δοκιμάσομε, να γνωρίσομε, δια των αισθήσεων, εκείνα τα οποία δεν πρέπει να γνωρίσομε. Θα πάρω τρεις αισθήσεις. Θα πάρω την όραση, θα πάρω την ακοή θα πάρω και την γεύση.
Η όρασις, όπως ξέρετε, περιεργάζεται και κλέπτει ξένα πράγματα. Περιεργαζόμεθα τους ανθρώπους. Περιεργαζόμεθα ξένα κάλλη, ξένες ομορφιές. Και εκεί χαζεύομε και κλέπτουμε. Βγάζει, όπως λέγει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο «Συμβουλευτικόν» του «εγχειρίδιον», βγάζουν τα μάτια κάτι αόρατα και μακρύτατα χέρια και κλέπτουν, κλέπτουν, κλέπτουν…. Διαρκώς κλέπτουν. Τι κλέπτουν; Όλα αυτά τα ξένα πράγματα. Είναι αυτό που λέμε, με απλά λόγια: «Τρώμε με τα μάτια». Και τα μάτια μας δεν τα φυλάμε. Πολλές φορές όταν βγαίνομε στον δρόμο για περίπατο, γι’ αυτόν τον σκοπό βγαίνομε. Για να δούμε. Και για να μας δουν. Όταν βγαίνουμε στην πλατεία της πόλεώς μας ή του χωριού μας, γι'αυτό βγαίνομε. Να μας δούνε και να τους δούμε. Όταν πάμε σούρτα-φέρτα σε έναν ορισμένο δρόμο, πήγαινε-έλα, πήγαινε-έλα, όχι γιατί έχομε δουλειά, έτσι, είναι για να μακραίνομε αυτήν την αμαρτωλή όραση και να βλέπομε και να μας βλέπουν. Έτσι με τα μάτια μας δημιουργούμε αυτήν την περιέργεια. Τι φοράει αυτός, τι φοράει αυτή. Πώς είναι ντυμένος αυτός, πώς είναι ντυμένη εκείνη. Πώς περπατάει αυτός, πώς γελάει εκείνη. Και γιατί γελάει έτσι, και τι θέλει που γελάει έτσι, και πώς και τι και κοιτάζομε και κοιτάζομε και κοιτάζομε.
Κι όμως, παραγγέλλει, αγαπητοί μου, ο λόγος του Θεού, είναι στις «Παροιμίες» 4,25 «Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν». «Τα μάτια σου να βλέπουν σωστά». «Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν». «Τα μάτια σου να βλέπουν σωστά. Να βλέπουν απλά. Να βλέπουν όπως θα έβλεπαν τα μάτια ενός μικρού παιδιού». Ο Κύριος επεκαλέσθη ένα μικρό παιδί και είπε: «Αν δεν γίνετε σαν το μικρό αυτό παιδί, στην Βασιλεία του Θεού δεν θα μπείτε». Ένα παιδί είναι…ας το πούμε, ανόητο. Δεν έχει ακόμη ανεπτυγμένη την νόησή του. Έχει κι άλλες κακίες το παιδί. Αλλά έχει όμως και μία αρετή σπουδαία. Είναι η απλότητα. Βλέπει απλά. Προσέξτε με, βλέπει απλά, δεν ξέρει τίποτα, βλέπει απλά. Ε, αυτό εννοούσε ο Κύριος. Την απλότητα. Βλέπετε απλά. Όταν βλέπεις, μην τρως τον άλλον, μην έχεις ένοχη περιέργεια. Βλέπε όπως είναι τα αντικείμενα. Μην προσθέτεις, μην αφαιρείς. Μην ντύνεις, μην γδύνεις. Βλέπε απλά.
Μετά είναι η ακοή. Τ’ αυτιά, τα οποία τέρπονται, ευχαριστιούνται να ακούν. Τι να ακούν; Να ακούν ιστορίες βρώμικες, ανέκδοτα γαργαλιστικά, και ό,τι, ό,τι βρωμερόν τ’ αυτιά ευχαριστιούνται να ακούν. Βλέπετε κάποτε, στους ηλικιωμένους μάλιστα ανθρώπους, όταν πια το σώμα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις επιθυμίες του και στις ορμές του, η ψυχή ευχαριστείται -γιατί αυτή στο βάθος από μέσα πορνεύει- αγαπά να βλέπει, αγαπά να ακούει. Το σώμα είναι νεκρό περίπου. Αλλά η ψυχή δεν είναι νεκρή. Και πολλές φορές νομίζομε ότι μετάνοια, προσέξτε αυτό το σημείο, θα ‘θελα έτσι ιδιαιτέρως να σα τονίσω, αγαπητοί μου, νομίζομε πολλές φορές μετάνοια ότι…τι είναι; «Μετάνοια είναι», λέμε, «να μετανοήσω να μην ξανακάνω μία πράξη». Όχι, είναι να αλλάξω φρόνημα! Να μην πάω ξανά στην ανηθικότητα, αλλά να μην κάθομαι στο καφενείο να καυχιέμαι τα παλιά μου κατορθώματα. Τι πέτυχα, τι μάντρες πήδηξα και πού μπήκα και σε ποιες κρεβατοκάμαρες εισέδυσα για να αμαρτήσω κι εκεί να κάνω τον παλικαρά και τον ήρωα. Δεν είναι μετάνοια αυτό. Μετάνοια θα πει να αλλάξει η νοοτροπία μου πάνω στις πράξεις που κάποτε διέπραξα. Έτσι, παρακαλώ πολύ στο θέμα αυτό της ακοής, πρέπει να μισήσουμε, να μην ανεχόμαστε να ακούσουμε κάτι βρώμικο.
Μετά είναι η γεύσις. Ο Θεός έκανε την γεύση να δοκιμάζομε βεβαίως όλους τους καρπούς της γης, με την γλυκύτητά τους και τις ιδιαίτερες γεύσεις τους. Όταν όμως κάνομε κάτι το εξεζητημένο, τότε δεν είναι πια η γεύσις, αλλά είναι η λαιμαργία. Όταν πια θέλομε να γαργαλάμε το λαρύγγι μας με ό,τι είναι ευχάριστο. Λέγει ο Μέγας Βασίλειος: «Βρωμάτων περιεργείᾳ πρὸς ἡδονὴν μετασκευάζων τὴν τράπεζαν». «Πρόσεξε, δεν θα φτιάχνεις το τραπέζι σου κατά τρόπον που να δημιουργείς περιέργεια, δηλαδή ποικιλία τέτοια φαγητών, που να δημιουργεί ηδονή». Όχι. Θα είναι ευχάριστο το φαγητό, νόστιμο το φαγητό, όχι εξεζητημένο.
Ας προσέξομε, αγαπητοί, αυτές τις τρεις αισθήσεις, που εκεί επικρατεί η περιέργεια, στα μάτια, στ’ αυτιά, στην γεύση.
Είναι, όμως, και η περιέργεια στο να μάθομε ξένα πράγματα. Ένα τέταρτο σημείο. Είναι η περιέργεια για την οποία η εποχή μας έχει ιδιαιτέρως το καύχημά της. Καυχιέται η εποχή μας. Ξέρετε σήμερα η εποχή μας έχει πολύ ανεπτυγμένη την περιέργεια του ιδιωτικού βίου των άλλων. «Πώς μπήκες, πώς βγήκες, τι κάνεις στην κρεβατοκάμαρά σου…»- για όνομα του Θεού. Κι αυτά θα τα δεις αύριο στις εφημερίδες και στα περιοδικά. Βάζουν οι δημοσιογράφοι, οι νοσηροί δημοσιογράφοι το μάτι στην κλειδαρότρυπα να δουν τι κάνεις μέσα στο σπίτι σου, μέσα στην κρεβατοκάμαρά σου. Για όνομα του Θεού. Και μη νομίσετε ότι είναι μόνο αυτοί. Και όλοι εκείνοι που αγοράζουν αυτά τα έντυπα και τα διαβάζουν μετά περιεργείας, ανήκουν στο ίδιο πάθος. Είναι αυτή η ένοχη περιέργεια το να μάθομε τον ιδιωτικό βίο των άλλων ανθρώπων. Τι μας νοιάζει; Τι κάνει ο άλλος τι μ’ ενδιαφέρει; Γι’ αυτόν τον λόγο ας προσέξομε επάνω σ’ αυτό.
Τονίζει ιδιαιτέρως μάλιστα ο Απόστολος Παύλος για τις χήρες, εκείνες τις χήρες που είναι κουτσομπόλες, λέει στην Α΄ προς Τιμόθεον επιστολή του, 5ο κεφάλαιο, 13: «ἅμα δὲ καὶ ἀργαὶ(:δεν κάνουν δουλειά, γυρίζουν) μανθάνουσι περιερχόμεναι τὰς οἰκίας, οὐ μόνον δὲ ἀργαί, ἀλλὰ καὶ φλύαροι καὶ περίεργοι, λαλοῦσαι τὰ μὴ δέοντα(:αργές, τεμπέλες, φλύαρες, περίεργες· πάνε από σπίτι σε σπίτι, παίρνουν από δω, πηγαίνουν από κει και κάνουν το κουτσομπολιό τους)». Αυτό είναι φοβερό πράγμα. Είναι φοβερό πράγμα! Απ’ αυτό, λέγει ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος, «Κύριε, γλύτωσέ με απ’ αυτήν την περιέργεια, γλύτωσέ με». Και λέγει ο ίδιος ο άγιος Εφραίμ μια που τον ανέφερα: «Μὴ περιεργάζου τὰ μὴ ἴδιά σου, διὰ νὰ μὴ ἀπωλέσῃς τὰ ἴδιά σου!». «Μην περιεργάζεσαι εκείνα που είναι ξένα, για να μην χάσεις τα δικά σου». Τι περιεργάζεσαι; Περιεργάζεσαι κάνει ο άλλος; Θα χάσεις αυτά που έχεις εσύ. Πρόσεξε το: θα χάσεις αυτά που έχεις εσύ. Ο δε Μέγας Βασίλειος τονίζει επάνω σ’ αυτό: «Παῦσον τὰ τοῦ δεῖνος κακὰ περιεργαζόμενος». «Παύσε», λέει, «να περιεργάζεσαι του ενός και του αλλουνού τις άσχημες πλευρές του». Τι σε νοιάζει; Ποιος σε έβαλε κριτή, άνθρωπε; Ποιος σε έβαλε; Να περιεργάζεσαι και να μαθαίνεις τι κάνει ο άλλος.
Η περιέργεια, αγαπητοί μου, είναι κακό πράγμα. Η περιέργεια αποδεικνύει, προσέξατε αυτό, έλλειψη αυτογνωσίας. Σημαίνει δεν ξέρεις ποιος είσαι εσύ και πας να ζητάς να μάθεις τι κάνει ο άλλος. Ακόμη παρουσιάζει έλλειψη σεβασμού. Δεν σέβεσαι την προσωπικότητα του αλλουνού, δεν τον σέβεσαι. Πας να δεις τι κάνει, να μάθεις τι κάνει, σώνει και καλά. Έχει έλλειψη αγάπης η περιέργεια. Δεν αγαπάς τον άλλον όταν είσαι περίεργος, να μάθεις εκείνα τα οποία ο άλλος δεν σου λέγει. Καλύπτεται, βέβαια, πάντα η περιέργεια, γιατί πρέπει πάντα να δικαιολογείται, από ένα δήθεν ενδιαφέρον. «Πηγαίνω γιατί ενδιαφέρομαι για να μάθω», έτσι λένε οι άνθρωποι. Στην πραγματικότητα όμως αυτό το ενδιαφέρον δεν συνοδεύεται παρά με την κατηγορία και το κουτσομπολιό. Είναι γνωστό, ίσως όλοι να είμεθα περίεργοι, αλλά οι περίεργοι άνθρωποι είναι και ενοχλητικοί και ασυμπαθείς. Και αν κάποιος ξεπερνάει τα όρια, στο σπίτι μας και την παρέα μας, οπωσδήποτε δεν τον θέλομε.
Αγαπητοί μου, πρέπει να θεραπεύσομε την αρρώστια αυτήν. Είναι φοβερή αρρώστια. Θεραπεύεται με εξής τρία φάρμακα. Με την αυτογνωσία, γιατί η απουσία της κάνει την περιέργεια. Να αρχίσομε να βλέπομε τον εαυτό μας. Όταν ο άλλος πάθει κάτι και το μάθομε, μην τρέξομε να μάθομε πιο πολλά. Αλλά να πούμε «Σήμερα του γείτονα, αύριο εμένα». Κι όταν μπορώ να λέγω ότι και σε εμένα μπορεί να συμβεί αυτό που συνέβη στον γείτονα, τότε με την αυτογνωσία μου θα περιοριστώ να μην είμαι άνθρωπος περίεργος. Κι όταν σέβομαι τον άλλον κι όταν αγαπώ τον άλλον, τότε οπωσδήποτε, αγαπητοί μου, θα έχω θεραπεύσει το πάθος της περιεργείας.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/xairetismoi/xairetismoi_014.mp3
Δείτε σχετικά και:
-π. Αθανάσιος Μυτιληναίος, Ευχή Αγίου Εφραίμ του Σύρου - Περί αργίας
- π. Αθανάσιος Μυτιληναίος, Ευχή Αγίου Εφραίμ του Σύρου - Περί αυτογνωσίας