ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος:
Ἔχετε αὐτιά, ἔχετε καρδιά, ἔχετε αἴσθημα σεβασμοῦ στὸν Θεάνθρωπο, ἢ τυπικὰ κάνουμε τὶς ἑορτές;
[6-1-1983]
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΔ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 13132
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 13132
Τὰ ἅγια Θεοφάνεια
Κυριακὴ 6 Ἰανουαρίου 2019 (2007)
Κυριακὴ 6 Ἰανουαρίου 2019 (2007)
Ὑπακουμε στo Χριστo
Ἄθεοι καὶ ὑλισταὶ μᾶς ἐρωτοῦν· Τί ἔκανε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὰ δώδεκα μέχρι τὰ τριάντα του χρόνια; Κάποιοι αὐθαίρετα λένε, ὅτι στὸ διάστημα αὐτό, ὅπως τώρα οἱ νέοι πηγαίνουν ἔξω γιὰ σπουδές, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς πῆγε κάπου νὰ σπουδάσῃ. Φαντάζονται δέ, πὼς πῆγε στὶς Ἰνδίες κ᾿ ἐκεῖ ἔμαθε τὴν τέχνη τῶν φακίρηδων. Τί ἔχουμε ν᾿ ἀπαντήσουμε σ᾿ αὐτά; Τὰ πράγματα, σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ κείμενα, εἶνε πολὺ ἁπλᾶ.
Ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα. Ἐγὼ κατάγομαι ἀπὸ ἕνα μικρὸ χωριὸ τῶν Κυκλάδων. Ἂν πᾶτε στὸ χωριό μου καὶ ρωτήσετε, θὰ σᾶς ποῦν καὶ λεπτομέρειες τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας. Μετά, θὰ σᾶς ποῦν, ἔφυγε ἀπ᾿ τὸ χωριό, πῆγε στὸ σχολαρχεῖο, μετὰ στὸ γυμνάσιο, μετὰ στὸ πανεπιστήμιο καὶ σπούδασε, κι ἀπὸ τότε λείπει… Τὰ ξέρουν ὅλα. Οἱ γέροντες παρακολουθοῦν τὴν ἐξέλιξι τῶν παιδιῶν τοῦ χωριοῦ.
Τί θέλω νὰ πῶ. Ὁ Χριστὸς δὲν γεννήθηκε σὲ μεγαλούπολι· γεννήθηκε σὲ μιὰ μικρὴ κώμη, τὴ Βηθλεέμ, καὶ ἀνετράφη στὴ Ναζαρέτ – γι᾿ αὐτὸ ὀνομάζεται Ναζωραῖος. Ἐκεῖ ἔμεινε. Ἐὰν ἔφευγε, οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ τὸ γνώριζαν θὰ ἦταν οἱ συμπατριῶτες του. Αὐτοὶ ὅμως μαρτυροῦν, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν πῆγε πουθενά. Τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο· ὅταν πῆγε στὸ χωριό του τὴ Ναζαρὲτ καὶ δίδαξε, τοὺς ἔκανε κατάπληξι, πῶς αὐτὸς γνωρίζει τόσα πράγματα ἀφοῦ δὲν πῆγε σὲ σχολεῖο· «γράμματα …μὴ μεμαθηκώς» λέει τὸ ἱερὸ κείμενο (Ἰω. 7,15). Δὲν θὰ ἐκπλήσσονταν, ἐὰν ὁ Χριστὸς φοιτοῦσε σὲ ξένα σχολεῖα. Ἔτσι καταρρέει ἡ φαντασία τῶν ἀπίστων. Ἡ ἀπάντησι στὸ ἐρώτημά τους εἶνε, ὅτι στὸ διάστημα τῶν δεκαοκτὼ ἐκείνων ἐτῶν ὁ Χριστὸς ἔζησε ἐν ἀφανείᾳ ὡς ταπεινὸς ξυλουργός. Ἐργαζόταν στὸ ἐργαστήριο τοῦ Ἰωσήφ· κρατοῦσε σκεπάρνια καὶ πριόνια. Ἦταν ὁ πρῶτος ἐργάτης, καὶ ἁγίασε τὴ χειρωνακτικὴ ἐργασία, ποὺ ἦταν στὸν ἀρχαῖο κόσμο περιφρονημένη. Ἐργαζόταν λοιπὸν καὶ ἔμενε στὴν ἀφάνεια.
Ὅταν πλέον ἔγινε τριάντα ἐτῶν, τότε, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τὴ Γαλιλαία ἦρθε στὸν Ἰορδάνη καὶ βαπτίσθηκε. Ἐκεῖ συνωστίζονταν πλήθη γιὰ νὰ βαπτισθοῦν ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸ βαπτιστή. Βλέποντας τὸ Ναζωραῖο ποιός ὑπωπτευόταν, ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ ταπεινό του σχῆμα κρύβεται τὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητος; Ὁ Ἰωάννης ὅμως εἶχε λάβει σῆμα οὐράνιο, καὶ μόλις ὁ Χριστὸς πλησίασε τοῦ λέει· Ἐσὺ ἔρχεσαι σ᾿ ἐμένα νὰ βαπτισθῇς; Εἶμαι πολὺ μικρὸς ἀπέναντί σου· δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σκύψω νὰ λύσω «τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων» σου (Μᾶρκ. 1,7). Ἀλλ᾿ ὁ Χριστὸς ἐπέμεινε, ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶνε νὰ βαπτισθῇ στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Καὶ τότε ἔγινε τὸ θαῦμα, γεγονὸς ποὺ ἔρχεται νὰ ἐπιβεβαιώσῃ τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ· ἄνοιξαν οἱ οὐρανοὶ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἦρθε σὰν περιστέρι καὶ κάθισε ἐπάνω στὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ. Συγχρόνως ἀκούστηκε φωνὴ – διάγγελμα τοῦ οὐρανίου Πατρός· Αὐτός «ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17).
Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Τ᾿ ἀκοῦμε σήμερα ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, ἀλλ᾿ ἐμβαθύναμε στὸ περιεχόμενό τους; Πῶς ὀνομάζεται ἐδῶ ὁ Χριστός; «Υἱὸς» τοῦ Θεοῦ. Ὄχι υἱὸς μὲ τὴ γενικὴ ἔννοια ποὺ ὅλοι λεγόμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν εἰδικὴ ἔννοια, ὅπως τὸν ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως. Ἔχει ἰδιαίτερη καὶ μοναδικὴ σχέσι μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Εἶνε ὁ φυσικὸς καὶ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο νὰ σώσῃ τὸ γένος μας. Εἶνε ὁ ἀγαπητὸς Υἱός, ποὺ ἔκανε πλήρως τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός, ὑπήκουσε σ᾿ αὐτὸν μέχρι θανάτου, εὐαρέστησε σ᾿ αὐτὸν ἀπολύτως. Εἶνε ὁ τέλειος ἄνθρωπος· δὲν ὑπάρχει ἄλλος. Ὅλοι ὅσοι ὠνομάστηκαν «μεγάλοι» εἶνε νᾶνοι μπροστά του, κλάσματα μπροστὰ σ᾿ αὐτὸν ποὺ εἶνε ἡ ἀκεραία μονάδα. Εἶνε ὁ ἕνας, ὁ τέλειος.
Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Χριστός, ὡς τέλειος, ἀξίζει νὰ εἶνε ὁ ὁδηγός, ὁ μόνος ὁδηγὸς τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ γι᾿ αὐτὸ στὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, κατὰ τὴ Μεταμόρφωσι στὸ ὄρος Θαβώρ, θ᾿ ἀκουστῇ πάλι ἡ ἴδια φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα, προσθέτοντας ὅμως ὡς συμπλήρωμα· «Αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5).
Ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα. Ἐγὼ κατάγομαι ἀπὸ ἕνα μικρὸ χωριὸ τῶν Κυκλάδων. Ἂν πᾶτε στὸ χωριό μου καὶ ρωτήσετε, θὰ σᾶς ποῦν καὶ λεπτομέρειες τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας. Μετά, θὰ σᾶς ποῦν, ἔφυγε ἀπ᾿ τὸ χωριό, πῆγε στὸ σχολαρχεῖο, μετὰ στὸ γυμνάσιο, μετὰ στὸ πανεπιστήμιο καὶ σπούδασε, κι ἀπὸ τότε λείπει… Τὰ ξέρουν ὅλα. Οἱ γέροντες παρακολουθοῦν τὴν ἐξέλιξι τῶν παιδιῶν τοῦ χωριοῦ.
Τί θέλω νὰ πῶ. Ὁ Χριστὸς δὲν γεννήθηκε σὲ μεγαλούπολι· γεννήθηκε σὲ μιὰ μικρὴ κώμη, τὴ Βηθλεέμ, καὶ ἀνετράφη στὴ Ναζαρέτ – γι᾿ αὐτὸ ὀνομάζεται Ναζωραῖος. Ἐκεῖ ἔμεινε. Ἐὰν ἔφευγε, οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ τὸ γνώριζαν θὰ ἦταν οἱ συμπατριῶτες του. Αὐτοὶ ὅμως μαρτυροῦν, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν πῆγε πουθενά. Τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο· ὅταν πῆγε στὸ χωριό του τὴ Ναζαρὲτ καὶ δίδαξε, τοὺς ἔκανε κατάπληξι, πῶς αὐτὸς γνωρίζει τόσα πράγματα ἀφοῦ δὲν πῆγε σὲ σχολεῖο· «γράμματα …μὴ μεμαθηκώς» λέει τὸ ἱερὸ κείμενο (Ἰω. 7,15). Δὲν θὰ ἐκπλήσσονταν, ἐὰν ὁ Χριστὸς φοιτοῦσε σὲ ξένα σχολεῖα. Ἔτσι καταρρέει ἡ φαντασία τῶν ἀπίστων. Ἡ ἀπάντησι στὸ ἐρώτημά τους εἶνε, ὅτι στὸ διάστημα τῶν δεκαοκτὼ ἐκείνων ἐτῶν ὁ Χριστὸς ἔζησε ἐν ἀφανείᾳ ὡς ταπεινὸς ξυλουργός. Ἐργαζόταν στὸ ἐργαστήριο τοῦ Ἰωσήφ· κρατοῦσε σκεπάρνια καὶ πριόνια. Ἦταν ὁ πρῶτος ἐργάτης, καὶ ἁγίασε τὴ χειρωνακτικὴ ἐργασία, ποὺ ἦταν στὸν ἀρχαῖο κόσμο περιφρονημένη. Ἐργαζόταν λοιπὸν καὶ ἔμενε στὴν ἀφάνεια.
Ὅταν πλέον ἔγινε τριάντα ἐτῶν, τότε, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τὴ Γαλιλαία ἦρθε στὸν Ἰορδάνη καὶ βαπτίσθηκε. Ἐκεῖ συνωστίζονταν πλήθη γιὰ νὰ βαπτισθοῦν ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸ βαπτιστή. Βλέποντας τὸ Ναζωραῖο ποιός ὑπωπτευόταν, ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ ταπεινό του σχῆμα κρύβεται τὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητος; Ὁ Ἰωάννης ὅμως εἶχε λάβει σῆμα οὐράνιο, καὶ μόλις ὁ Χριστὸς πλησίασε τοῦ λέει· Ἐσὺ ἔρχεσαι σ᾿ ἐμένα νὰ βαπτισθῇς; Εἶμαι πολὺ μικρὸς ἀπέναντί σου· δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σκύψω νὰ λύσω «τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων» σου (Μᾶρκ. 1,7). Ἀλλ᾿ ὁ Χριστὸς ἐπέμεινε, ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶνε νὰ βαπτισθῇ στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Καὶ τότε ἔγινε τὸ θαῦμα, γεγονὸς ποὺ ἔρχεται νὰ ἐπιβεβαιώσῃ τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ· ἄνοιξαν οἱ οὐρανοὶ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἦρθε σὰν περιστέρι καὶ κάθισε ἐπάνω στὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ. Συγχρόνως ἀκούστηκε φωνὴ – διάγγελμα τοῦ οὐρανίου Πατρός· Αὐτός «ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17).
Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Τ᾿ ἀκοῦμε σήμερα ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, ἀλλ᾿ ἐμβαθύναμε στὸ περιεχόμενό τους; Πῶς ὀνομάζεται ἐδῶ ὁ Χριστός; «Υἱὸς» τοῦ Θεοῦ. Ὄχι υἱὸς μὲ τὴ γενικὴ ἔννοια ποὺ ὅλοι λεγόμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν εἰδικὴ ἔννοια, ὅπως τὸν ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως. Ἔχει ἰδιαίτερη καὶ μοναδικὴ σχέσι μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Εἶνε ὁ φυσικὸς καὶ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο νὰ σώσῃ τὸ γένος μας. Εἶνε ὁ ἀγαπητὸς Υἱός, ποὺ ἔκανε πλήρως τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός, ὑπήκουσε σ᾿ αὐτὸν μέχρι θανάτου, εὐαρέστησε σ᾿ αὐτὸν ἀπολύτως. Εἶνε ὁ τέλειος ἄνθρωπος· δὲν ὑπάρχει ἄλλος. Ὅλοι ὅσοι ὠνομάστηκαν «μεγάλοι» εἶνε νᾶνοι μπροστά του, κλάσματα μπροστὰ σ᾿ αὐτὸν ποὺ εἶνε ἡ ἀκεραία μονάδα. Εἶνε ὁ ἕνας, ὁ τέλειος.
Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Χριστός, ὡς τέλειος, ἀξίζει νὰ εἶνε ὁ ὁδηγός, ὁ μόνος ὁδηγὸς τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ γι᾿ αὐτὸ στὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, κατὰ τὴ Μεταμόρφωσι στὸ ὄρος Θαβώρ, θ᾿ ἀκουστῇ πάλι ἡ ἴδια φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα, προσθέτοντας ὅμως ὡς συμπλήρωμα· «Αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5).
* * *
«Αὐτοῦ ἀκούετε». Νὰ σταματήσω ἐδῶ; νὰ σηκωθῶ νὰ φύγω νὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὄρος νὰ κλαίω; Μοῦ φαίνεται ὅτι ματαίως κηρύττω καὶ φωνάζω. Ἔχετε αὐτιά, ἔχετε καρδιά, ἔχετε αἴσθημα σεβασμοῦ στὸν Θεάνθρωπο, ἢ τυπικὰ κάνουμε τὶς ἑορτές; Αὐτὸ τὸ «Αὐτοῦ ἀκούετε» σκεφτήκατε τί ὑποχρεώσεις γεννάει γιὰ μᾶς; «Αὐτοῦ ἀκούετε» θὰ πῇ νὰ τὸν ὑπακοῦμε καὶ νὰ ἐκτελοῦμε τὶς ἐντολές του. Καὶ ποιές εἶνε οἱ ἐντολές του; Ἀναφέρω μερικές.
Μία ἐντολὴ λέει «μὴ ὀμόσαι ὅλως» (Ματθ. 5,34), νὰ μὴν ὁρκίζεσαι καθόλου. Αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος καὶ ὁ νόμος του εἶνε ἀπόλυτος. Καὶ ὅμως ἐμεῖς στὰ δικαστήρια, κάτω ἀπ᾿ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε τὸ Εὐαγγέλιο, στὸ ὁποῖο μᾶς καλοῦν νὰ ὁρκιζώμαστε. Καὶ μόνο κάποιοι τολμηροὶ Χριστιανοί, ποὺ ἔχουν γνῶσι τοῦ Εὐαγγελίου, ρωτοῦν· Μά, κύριε πρόεδρε, τὸ Εὐαγγέλιο, στὸ ὁποῖο μὲ καλεῖτε νὰ ὁρκιστῶ, λέει «μὴ ὀμόσαι ὅλως»· πῶς ἐσεῖς μὲ βάζετε νὰ τὸ κάνω;… Παντοῦ ἔγιναν ἀλλαγὲς ποὺ ἐπιταχύνουν τοὺς ἐκσυγχρονισμούς, ἀλλὰ ἀλλαγὴ στὸ σημεῖο τοῦτο, νὰ καταργηθῇ δηλαδὴ ὁ ὅρκος, δὲν ἔγινε. Κάθε μέρα δυστυχῶς δίδονται ὅρκοι σὲ ψευδεῖς καταθέσεις. Πῶς νὰ βγάλῃ ἔτσι τὸ δικαστήριο ὀρθὴ ἀπόφασι;
Θέλετε ἄλλη ἐντολή; «Οὐ φονεύσεις» (Ἔξ. 20,15). Ὁ Χριστὸς μάλιστα ἀπαγόρευσε ὄχι μόνο τὸ φόνο ἀλλὰ καὶ τὸ μῖσος. Καὶ ὅμως οἱ λεγόμενοι χριστιανοὶ αἱματοκύλισαν τὸν κόσμο σὲ δύο παγκοσμίους πολέμους μὲ ἑκατομμύρια θύματα, καὶ ἑτοιμάζονται γιὰ τὸν τελευταῖο πόλεμο, τὸν Ἁρμαγεδῶνα τῆς Ἀποκαλύψεως (16,16).
«Αὐτοῦ ἀκούετε» – «μὴ ὀμόσαι ὅλως», κ᾿ ἐμεῖς ὁρκιζόμεθα. «Αὐτοῦ ἀκούετε» – «οὐ φονεύσεις», κ᾿ ἐμεῖς φονεύουμε. «Αὐτοῦ ἀκούετε» – «οὐ μοιχεύσεις» (Ἔξ. 20,13), νὰ σέβεσαι τὴ γυναῖκα τοῦ ἄλλου ὡς κάτι ἱερό. Καὶ ἐν τούτοις στὶς ἡμέρες μας εἴδαμε νὰ ψηφίζεται νόμος ποὺ ἀμνηστεύει πλέον τὴ μοιχεία.
Τί ὑπολείπεται; Νὰ νομιμοποιηθῇ καὶ ἡ κλοπή. Ἀλλὰ τί ὑποκριταὶ εἴμαστε! Ρώτησα ὑψηλὰ ἱσταμένους· στὴ ζυγαριά σας ποιό ἀπὸ τὰ δύο ζυγίζει βαρύτερα, ἡ μοιχεία ἢ ἡ κλοπή; Ἡ κλοπή, ἀπήντησαν. Μπράβο σας! Καὶ ὅμως στὸν τίμιο ἄνδρα ἡ μοιχεία βαρύνει περισσότερο. Μοῦ ᾿λεγε ἕνας ἔμπορος τῶν Ἀθηνῶν· Ἂν μοῦ ἄνοιγαν τὸ κατάστημα καὶ μοῦ ἔπαιρναν ὅλο τὸ ἐμπόρευμα, θὰ πονοῦσα, ἀλλὰ ὄχι τόσο ὅσο πόνεσα διότι ἡ γυναίκα μου, ποὺ τὴ θεωροῦσα τίμια, μὲ ἀπατοῦσε μὲ ἄλλον. Ἡ μοιχεία εἶνε ἁμάρτημα χειρότερο ἀπὸ τὴν κλοπή, χειρότερο ἀπὸ τὸ φόνο. Κι ὅμως ἀμνηστεύεται. Ὦ ὑποκριταί· ὅπως διαγράψατε τὸ «οὐ φονεύσεις» καὶ τὸ «οὐ μοιχεύσεις», διαγράψτε καὶ τὸ «οὐ κλέψεις». Τί νὰ κάνουμε; λένε, αὐξήθηκαν τὰ κρούσματα μοιχείας, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ θεωροῦμε πλέον ἔγκλημα. Ἀλλὰ μήπως ἡ κλοπὴ πάει πίσω; Ἐν τούτοις δὲν ἀμνηστεύεται. Ἂν λοιπὸν τηροῦμε τὴν ἐντολὴ «οὐ κλέψεις», πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ τηροῦμε τὴν ἐντολὴ «οὐ μοιχεύσεις».
Ἐνδεικτικῶς ἀνέφερα αὐτὲς τὶς ἐντολές. Ὑπάρχουν κι ἄλλες. Καὶ κορυφαία εἶνε ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, τὸ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34). Ἐκεῖ πλέον εὑρισκόμεθα ὅλοι ἐλλιπεῖς. «Αὐτοῦ ἀκούετε». Ἀλήθεια, τί ἀπὸ τὰ θεῖα προστάγματα τηροῦμε;…
Μία ἐντολὴ λέει «μὴ ὀμόσαι ὅλως» (Ματθ. 5,34), νὰ μὴν ὁρκίζεσαι καθόλου. Αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος καὶ ὁ νόμος του εἶνε ἀπόλυτος. Καὶ ὅμως ἐμεῖς στὰ δικαστήρια, κάτω ἀπ᾿ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε τὸ Εὐαγγέλιο, στὸ ὁποῖο μᾶς καλοῦν νὰ ὁρκιζώμαστε. Καὶ μόνο κάποιοι τολμηροὶ Χριστιανοί, ποὺ ἔχουν γνῶσι τοῦ Εὐαγγελίου, ρωτοῦν· Μά, κύριε πρόεδρε, τὸ Εὐαγγέλιο, στὸ ὁποῖο μὲ καλεῖτε νὰ ὁρκιστῶ, λέει «μὴ ὀμόσαι ὅλως»· πῶς ἐσεῖς μὲ βάζετε νὰ τὸ κάνω;… Παντοῦ ἔγιναν ἀλλαγὲς ποὺ ἐπιταχύνουν τοὺς ἐκσυγχρονισμούς, ἀλλὰ ἀλλαγὴ στὸ σημεῖο τοῦτο, νὰ καταργηθῇ δηλαδὴ ὁ ὅρκος, δὲν ἔγινε. Κάθε μέρα δυστυχῶς δίδονται ὅρκοι σὲ ψευδεῖς καταθέσεις. Πῶς νὰ βγάλῃ ἔτσι τὸ δικαστήριο ὀρθὴ ἀπόφασι;
Θέλετε ἄλλη ἐντολή; «Οὐ φονεύσεις» (Ἔξ. 20,15). Ὁ Χριστὸς μάλιστα ἀπαγόρευσε ὄχι μόνο τὸ φόνο ἀλλὰ καὶ τὸ μῖσος. Καὶ ὅμως οἱ λεγόμενοι χριστιανοὶ αἱματοκύλισαν τὸν κόσμο σὲ δύο παγκοσμίους πολέμους μὲ ἑκατομμύρια θύματα, καὶ ἑτοιμάζονται γιὰ τὸν τελευταῖο πόλεμο, τὸν Ἁρμαγεδῶνα τῆς Ἀποκαλύψεως (16,16).
«Αὐτοῦ ἀκούετε» – «μὴ ὀμόσαι ὅλως», κ᾿ ἐμεῖς ὁρκιζόμεθα. «Αὐτοῦ ἀκούετε» – «οὐ φονεύσεις», κ᾿ ἐμεῖς φονεύουμε. «Αὐτοῦ ἀκούετε» – «οὐ μοιχεύσεις» (Ἔξ. 20,13), νὰ σέβεσαι τὴ γυναῖκα τοῦ ἄλλου ὡς κάτι ἱερό. Καὶ ἐν τούτοις στὶς ἡμέρες μας εἴδαμε νὰ ψηφίζεται νόμος ποὺ ἀμνηστεύει πλέον τὴ μοιχεία.
Τί ὑπολείπεται; Νὰ νομιμοποιηθῇ καὶ ἡ κλοπή. Ἀλλὰ τί ὑποκριταὶ εἴμαστε! Ρώτησα ὑψηλὰ ἱσταμένους· στὴ ζυγαριά σας ποιό ἀπὸ τὰ δύο ζυγίζει βαρύτερα, ἡ μοιχεία ἢ ἡ κλοπή; Ἡ κλοπή, ἀπήντησαν. Μπράβο σας! Καὶ ὅμως στὸν τίμιο ἄνδρα ἡ μοιχεία βαρύνει περισσότερο. Μοῦ ᾿λεγε ἕνας ἔμπορος τῶν Ἀθηνῶν· Ἂν μοῦ ἄνοιγαν τὸ κατάστημα καὶ μοῦ ἔπαιρναν ὅλο τὸ ἐμπόρευμα, θὰ πονοῦσα, ἀλλὰ ὄχι τόσο ὅσο πόνεσα διότι ἡ γυναίκα μου, ποὺ τὴ θεωροῦσα τίμια, μὲ ἀπατοῦσε μὲ ἄλλον. Ἡ μοιχεία εἶνε ἁμάρτημα χειρότερο ἀπὸ τὴν κλοπή, χειρότερο ἀπὸ τὸ φόνο. Κι ὅμως ἀμνηστεύεται. Ὦ ὑποκριταί· ὅπως διαγράψατε τὸ «οὐ φονεύσεις» καὶ τὸ «οὐ μοιχεύσεις», διαγράψτε καὶ τὸ «οὐ κλέψεις». Τί νὰ κάνουμε; λένε, αὐξήθηκαν τὰ κρούσματα μοιχείας, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ θεωροῦμε πλέον ἔγκλημα. Ἀλλὰ μήπως ἡ κλοπὴ πάει πίσω; Ἐν τούτοις δὲν ἀμνηστεύεται. Ἂν λοιπὸν τηροῦμε τὴν ἐντολὴ «οὐ κλέψεις», πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ τηροῦμε τὴν ἐντολὴ «οὐ μοιχεύσεις».
Ἐνδεικτικῶς ἀνέφερα αὐτὲς τὶς ἐντολές. Ὑπάρχουν κι ἄλλες. Καὶ κορυφαία εἶνε ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, τὸ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34). Ἐκεῖ πλέον εὑρισκόμεθα ὅλοι ἐλλιπεῖς. «Αὐτοῦ ἀκούετε». Ἀλήθεια, τί ἀπὸ τὰ θεῖα προστάγματα τηροῦμε;…
* * *
«Αὐτοῦ ἀκούετε». Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, ἐξακολουθεῖ νὰ ὁμιλῇ διὰ μέσου ὅλων τῶν αἰώνων. Ἡ φωνή του ἀκούγεται καὶ σήμερα. Ὁμιλεῖ διὰ τῆς μελέτης τοῦ Εὐαγγελίου, διὰ τῶν κηρυγμάτων τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τῶν ὕμνων καὶ τῆς λατρείας στὸ ναό, διὰ τῶν ἔργων του στὴ φύσι καὶ τὴ δημιουργία, δι᾿ ὅλων τῶν κτισμάτων. Λαλεῖ· καὶ οἱ ἄνθρωποι τί κάνουν; Κλείνουν τ᾿ αὐτιά τους μὲ βουλοκέρι, νὰ μὴν ἀκοῦνε τὴ φωνή του· καὶ ἀνοίγουν τ᾿ αὐτιά τους – ποῦ; στὸν διάβολο. Γιατὶ λέει ἕνας Ῥῶσος φιλόσοφος, ποὺ προέβλεψε τὰ ἐπερχόμενα δεινά· Ὅποιος δὲν ἀκούει τὸ Χριστό, θ᾿ ἀκούσῃ τὸν διάβολο. Καὶ τ᾿ αὐτάκια σήμερα βλέπουμε ὅτι εἶνε στὸν διάβολο. Ὁμιλεῖ ὁ διάβολος μὲ ὅλα τὰ μέσα· διὰ τῶν αἰσχρῶν ἐφημερίδων καὶ ἐντύπων, διὰ τοῦ ῥαδιοφώνου, καὶ πρὸ παντὸς διὰ τῆς τηλεοράσεως. Ἕνα παιδάκι μοῦ εἶπε· Δυὸ ὧρες διαβάζω καὶ τρεῖς ὧρες βλέπω τηλεόρασι. Ἔτσι ἡ γενεά μας εἶνε παιδιὰ τῆς τηλεοράσεως. Ποιό θὰ ᾿νε τὸ ἀποτέλεσμα; Ἐμένα ρωτᾶτε; Ἀνοῖξτε τὸν προφήτη Ἠσαΐα, νὰ δῆτε τί λέει ὁ Θεός· «Ἐὰν μ᾿ ἀκούσετε, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε», ἡ γῆ θὰ γίνῃ παράδεισος· «ἐὰν ὅμως δὲ μ᾿ ἀκούσετε», –τρομερό– «μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται», θὰ σφαγῆτε, θὰ ἐξοντωθῆτε (Ἠσ. 1,19-20).
Ἂς κλείσουμε τ᾿ αὐτιά μας στὶς φωνὲς τοῦ ᾅδου, καὶ ἂς τ᾿ ἀνοίξουμε ν᾿ ἀκούσουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ν᾿ ἀκούσουμε τὸ Χριστό, καὶ σὰν παιδιά του ἀγαπημένα ν᾿ ἀπαντήσουμε· «Λάλει, Κύριε, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦλός σου» (Α΄ Βασ. 3,9).
Ἂς κλείσουμε τ᾿ αὐτιά μας στὶς φωνὲς τοῦ ᾅδου, καὶ ἂς τ᾿ ἀνοίξουμε ν᾿ ἀκούσουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ν᾿ ἀκούσουμε τὸ Χριστό, καὶ σὰν παιδιά του ἀγαπημένα ν᾿ ἀπαντήσουμε· «Λάλει, Κύριε, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦλός σου» (Α΄ Βασ. 3,9).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 6-1-1983