Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

Νικόλαος Π. Βασιλειάδης: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


kyriou


ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Συγγραφεύς :
Νικόλαος Π. Βασιλειάδης  
Εκδοσις 'Αδελφότητος Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ»
ΕΚΔΟΣΗ ΔΕΚΑΤΗ ΟΓΔΟΗ ΒΕΛΤΙΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΗ

1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τί είναι αύτό τό μυστήριο,τό πικρό καί άκατανόητο, πού συνέβη σέ μάς τούς άνθρώπους; Πώς παραδοθήκαμε στή φθορά καί συζευχθήκαμε μέ τόν θάνατο;», διερωτάται τό θείο όργανο τής Εκκλησίας, ό θεωρός τών μυστηρίων τού Θεού άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός.
Τό έρώτημα διατυπώνεται άπό τούς άνθρώπους κάθε έποχής, κάθε ήλικίας καί μορφώσεως. Διότι άπό τότε πού ό θάνατος είσόρμησε στόν κόσμο ώς καρπός τής άμαρτίας, κανείς δέν είδε τόν θάνατο μέ άδιαφορία. Ένώ όμως όλοι παραδεχόμαστε ότι ό θάνατος είναι ή περιουσία τής ζωής, μάς είναι άδύνατο νά φαντασθούμε τούς έαυτούς μας νεκρούς Άλλ’ είτε τό συλλαμβάνουμε είτε όχι, άπό τήν ώρα πού ήλθαμε στόν κόσμο είμαστε μελλοθάνατοι Καί κάτι άκόμη· ένώ ό θάνατος έρχεται μία φορά στή ζωή μας, έμείς τόν φοβούμεθα κάθε ήμέρα. Καί είναι άδυσώπητος. ’Έρχεται σάν σκελετός μέ μεγάλο δρεπάνι - έτσι τόν είκονίζει ή ζωγραφική - καί «θερίζει» τόν άνθρωπο,χωρίς νά τού έπιτρέπει νά πάρει τίποτε μαζί του. Καί όταν πλέον ό συνάνθρωπός μας βρίσκεται στήν άπέναντι όχθη, οί ύπόλοι-ποι μένουμε άπό έδώ καταπτοημένοι καί προβληματιζόμενοι.
O ιερός Αύγουστίνος, ό όποίος στήν άρχή τής ζωής του θρήνησε τόν θάνατο στενού φίλου του, όμολογεί: «'Η λύπη μου γιά τή σκληρή αύτή άπώλεια βύθισε σέ φοβερό σκοτάδι τήν ψυχή μου. 'Όλα γύρω μου ήσαν νεκρά. Ρωτούσα τήν ψυχή μου γιατί ήταν τόσο περίλυπη καί συντετριμμένη, ήταν όμως άνίκανη νά μού άπαντήσει». Πράγματι· όταν ό θάνατος άρπάζει κάποιον, τά έρωτήματα άναπηδούν τό ένα κατόπιν τού άλλου, ένώ έμείς μένουμε σιωπηλοί, κυριευμένοι άπό μεγάλη όδύνη, άφού ένας πέπλος μυστηρίου καλύπτει τό θέμα αύτό.

Οί διάφορες θρησκείες πάλι δίνουν κάποια άπάντηση. Ωστόσο τούς φόβους τού άνθρώπου περί θανάτου τούς διαλύει καί τά προβλήματα αύτά τά λύει άριστα μόνο ή ορθόδοξη θεώρηση τού μυστη-
ρίου τού θανάτου. Διότι τόσο ή παπική όσο καί ή προτεσταντική θεολογία έχουν ύποστή έντονη τήν έπίδραση ύλιστικών άντιλήψεων, γι’ αύτό καί έχουν μάλλον άόριστες, άσαφείς καί άρνητικές άκόμη ιδέες γιά τό μεγάλο τούτο θέμα. 
Οί ’Ορθόδοξοι όμως, οί όποίοι διαφυλάττουμε άκέραιη καί άνό-θευτη τήν «άπαξ παραδοθεϊσαν τοϊς άγίοις πίστιν» (’Ιούδα 3), δηλαδή τήν πίστη πού έχει παραδοθεί στούς Χριστιανούς μέ τό κήρυγμα μιά γιά πάντα, έχουμε πλήρη βεβαιότητα ότι ό θάνατος καί ή Ανάσταση τού Θεανθρώπου νίκησαν κατά κράτος τόν διάβολο, διέλυσαν τό βασίλειο τού 'Άδη καί κατήργησαν τόν θάνατο. Οί ’Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι ό θάνατος είναι διάβαση άπό τήν παρούσα ζωή στή μέλλουσα καί αιωνία. Όταν φεύγει ό άδελφός μας. αισθανόμαστε ότι άπεδήμησε μέν, άλλά ζεϊ σέ άλλη ζωή. Γι’ αύτό δεχόμαστε μέ ειρήνη τήν τραγικότητα του θανάτου.
Πιστοί στήν άγια ’Ορθοδοξία, προσπαθήσαμε ώστε μέ πνεύμα μαθητείας καί θερμή 'ικεσία στό Παράκλητον Πνεύμα νά έμβαθύνου-με, όσο μάς ήταν δυνατό, στήν άγιοπνευματική διδασκαλία τής Εκκλησίας μας. Ταυτοχρόνως ζητήσαμε καί τή χειραγωγία τών άγιων Πατέρων, οί όποίοι «έφωτίσθησαν φώς γνώσεως καί διέκυψαν εις τά βάθη τού Πνεύματος, καί μετά Θεού τά περί Θεού διεσκέψαντο».   ’Άν καί οί θεοφόροι Πατέρες δέν έπεχείρησαν συστηματική έκθεση τού μυστηρίου τού θανάτου, ώστόσο άπαντούν σέ όλες σχεδόν τίς άπορίες μας. Οί Πατέρες όλα τά μεγάλα θέματα τής πίστεως τά άντιμετωπίζουν χωρίς μάταιη περιέργεια καί πολυπραγμοσύνη. Όταν ό άγιος ’Ιωάννης ό Χρυσόστομος μιλούσε γιά τήν ψηλάφηση τού Θωμά (βλ. Ίω. κ [20] 19-29),έλεγε: «Ότι μέν (ό Κύριος) είσήλθε (“κεκλεισμένων τών θυρών”) πρός τούς μαθητάς», τό έχω διδαχθεί άπό τήν Αγία Γραφή. «Τό δέ πώς είσήλθεν, ούκέτι μεμάθηκα». Αύτό, λοιπόν, τό όποίο δέν παρέλαβα, «ούτε λέγειν τολμώ. Υμνώ τον είσελθόντα (Κύριον), ού πολυπραγμονώ (δέν περιεργάζομαι) τής εισόδου τόν τρόπον. Θαυμάζω τό γεγενημένον σημείον (θαόμα)», πώς όμως έγινε αύτό δέν έξετάζω μέ άκρίβεια καί λεπτομέρεια. Διότι εγώ είμαι «άκροατής θαυμάτων δεσποτικών» καί όχι «διαιτητής θείων ένεργειών».  

Μέ αύτό τό πνεύμα ομιλούν οί Πατέρες καί γιά τό μυστήριο τού θανάτου. Ή χάρη τής θεολογίας τους τούς καθοδηγούσε, ώστε μέ δέος καί κατάνυξη,γονατιστοί καί πύρινοι, μέ 'ιερή έκσταση καί άγία σιωπή νά άποδέχονται τά θεία μυστήρια. Κι έπειδή έμεϊς είμαστε σκοτισμένοι στή διάνοια (βλ. Έφεσ. δ' 18), ρωτήσαμε γιά όλα έκείνους, όπως μάς συμβουλεύει τό Άγιο Πνεύμα (πρβλ. Β' Έσδρ. ε 9· Ψαλ. μγ' [43] 2). Εκείνοι είχαν κάτοικο στήν ψυχή τους τήν Παναγία Τριάδα, γι’ αύτό έκχύνεται άπό τά πάγχρυσα στόματά τους ή θεο-λογική τους διδασκαλία «ώς μάννα πνευματικόν καί ούράνιον». Επειδή δέ αύτοί είναι σέ όλα άλήθεια καί φώς, μάς προφυλάσσουν άπό τήν «νόθον θεολογίαν» τής Δύσεως καί μάς οδηγούν, μέ τίς προσευχές καί τή συμφωνία τους,   μέ άσφάλεια καί σ’ αύτό τό μεγάλο θέμα.
Μέ οδηγούς λοιπόν τή θεία Αποκάλυψη καί τήν Άποστολική Παράδοση καί μέ τή χειραγωγία τών θεοφόρων Πατέρων, έξετάζουμε τά άκόλουθα θέματα:
Πώς είσόρμησε στόν κόσμο ό θάνατος; Πώς ό Θεός μετέβαλε τήν τιμωρία σέ εύεργεσία; Πώς ό Θεάνθρωπος νίκησε κατά κράτος τόν θάνατο; Πώς, άπό τή στιγμή πού άναστήθηκε, προγευόμαστε καί έμείς τόν αιώνα τής άναστάσεως; Ακόμη έξετάζουμε πώς πρέπει νά φιλοσοφούμε θετικά περί θανάτου. Τί είναι ό τελωνισμός τών ψυχών. Πού πηγαίνουν μετά θάνατον οί ψυχές τών κεκοιμημένων μέχρι τής Δευτέρας Παρουσίας καί πώς ζούν έκεί. Επιπλέον κάνουμε λόγο γιά τό πώς έμείς, πού είμαστε άκόμη «ξένοι καίπαρεπίδημοι» (Έβρ. ια' [11] 13) στόν κόσμο αύτό, μπορούμε νά βοηθήσουμε τούς κεκοιμημένους μέ τίς προσευχές καί τά Μνημόσυνα καί πώς έκείνοι μάς παρακολουθούν καί μάς βοηθούν.
Κατόπιν τολμήσαμε νά είσδύσουμε στά μεγάλα θέματα: Πώς θά γίνει ή άνάσταση τών νεκρών; Πώς θά είναι τά σώματα πού θά άναστηθούν; Πώς θά γίνει ή καθολική κρίση; 'Υπάρχει αιώνια κόλαση; Πώς είναι ό αιώνιος Παράδεισος καί πώς θά γίνει ή συντέλεια καί άνακαίνιση τού κόσμου;
Μεταβάλαμε τήν άτολμία σέ τόλμη μέ έπίγνωση τής άναξιότητος καί άδυναμίας μας καί άναλάβαμε τό δύσκολο έργο μέ πολλή καί θερμή προσευχή, διότι μάς ένίσχυσε ό λόγος τού άγιου Γρηγορίου τού Θεολόγου: «Πλήν καί Θεώ φίλον τό κατά δύναμιν»,   άλλά καί τό κατά δύναμη είναι άγαπητό άπό τόν Θεόν ό Θεός έκτιμά ό,τι κάνει ό άνθρωπος κατά δύναμη.
Επειδή μόνη μας έπιθυμία είναι νά ύπηρετήσουμε τήν άλήθεια τής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας μας μέ τή βοήθεια τής Παναγίας Τριάδος καί τή θερμότητα τής προαιρέσεώς μας, κατακλείουμε τήν Εισαγωγή μέ τούς λόγους τού όσιου Συμεών τού νέου Θεολόγου: «Έτσι λοιπόν τά είδα αύτά μέ τά μάτια τού σώματος νά είναι γραμμένα στίς θεόπνευστες Γραφές καί τά έδιδάχθηκα πνευματικώς άπό τό 'Άγιον Πνεύμα· καί τά έγραψα πρός γνώσιν σας, δέν τά άπεσιώπησα άπό πολλήν άγάπην πρός σάς. ’Ιδού λοιπόν όλα σάς τά έφανέρωσα, καί τό τάλαντο δέν τό έκρυψα, καί τή σωτηρία σας δέν τήν έφθόνησα. (...) Έγώ έκαμα πλέον τό χρέος μου άπέναντί σας, έν Χριστώ ’Ιησού τώ Κυρίω ήμών» 

Ν. Π. ΒΑΣΙΛΕΙΆΔΗΣ
9 Μαρτίου 1980.







Αδελφέ μου συναμαρτωλέ, ας φέρνουμε συχνά στό νού
τό φοβερό εκείνο κριτήριο, όπου δέν υπάρχει γέλως,
αλλά θρήνος· όπου δέν υπάρχει καλλωπισμός, αλλά σκοτισμός·όπου δέν ύπάρχει περισπασμός
, άλλ’ έξετασμός όπου δέν υπάρχει προσωποληψία,
άλλά δικαιοκρισία· όπου όλοι θά παρουσιασθούμε
άλλοι μέν αίσχυνόμενοι, άλλοι δέ στεφανούμενοι.
Πού είναι εκεί των βασιλέων ή φαντασία;
Πού των πλουτούντων ή άσπλαγχνία;
πού τών δικαζόντων ή προσωποληψία;
πού τό κάλλος της νεότητος τό πολυφάνταστον;
ό χόρτος ό εύμάραντος
ό ένύπνιον τό εύληθάργητον , ή σκιά ή ανυπόστατος·
Εδώ σοβαρός, εκεί θά άποκαλυφθεί ελεεινός·
Αύτός πού εδώ μεθά, εκεί θά άναζητά σταγόνα νερού.